Κύριο ἄρθρο: Θεολογικές συναντήσεις
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Υπάρχουν περιστατικά στην εκκλησιαστική ιστορία σχετικά με τις συναντήσεις Επισκόπων και την ορθόδοξη διδασκαλία που συνδέεται με τέτοιες συναντήσεις. Τα κυριότερα γεγονότα είναι οι συναντήσεις σε Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους. Ωστόσο υπάρχουν και περιστατικά επισκέψεων Επισκόπων σε άλλους Επισκόπους που συνδέονται με συμμετοχή σε λατρευτικές συνάξεις, καθώς επίσης και σε συζητήσεις για λύση διαφόρων εκκλησιαστικών προβλημάτων. Θα αναφερθώ σε μια τέτοια λειτουργική συνάντηση που δίδει αφορμή για να σχολιασθούν μερικά σημεία.
Ο Επίσκοπος Εμέσης (ή Εμίσης, που ήταν πόλη της Κοίλης Συρίας στην σημερινή πόλη Homs) Παύλος επισκέφθηκε τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Κύριλλο στην έδρα της Αρχιεπισκοπής του και μάλιστα κατά την εορτή της Γεννήσεως του Χριστού. Ομίλησε παρόντος του αγίου Κυρίλλου, και όπως φαίνεται η ομιλία του ήταν εισαγωγική, δηλαδή μετά από τον Παύλο ακολούθησε ο άγιος Κύριλλος. Διασώζονται δύο ομιλίες του Επισκόπου Παύλου οι οποίες έγιναν διαδοχικά.
Στην πρώτη ομιλία ο Επίσκοπος Παύλος αναφέρθηκε στην Γέννηση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και στο ότι η αγία Παρθένος Μαρία είναι Θεοτόκος. Η Παρθένος τίκτει και μένει πάλι Παρθένος, γίνεται μητέρα και δεν υπομένει όλα ακριβώς τα της μητρός. Και υπογραμμίζει: « Τίκτει ουν η Θεοτόκος Μαρία τον Εμμανουήλ» .
Βρισκόμαστε στην περίοδο εκείνη κατά την οποία γινόταν λόγος από τον Νεστόριο ότι η Παναγία δεν πρέπει να λέγεται Θεοτόκος, αλλά Χριστοτόκος. Οπότε ο λαός της Αλεξάνδρειας στο άκουσμα της φράσεως από τον Επίσκοπο Εμέσης Παύλο, ότι “τίκτει η Θεοτόκος Μαρία τον Εμμανουήλ”, ανεφώνησε: « Η πίστις ιδού αύτη εστί· Θεού δώρον, Κύριλλε ορθόδοξε· τούτο ακούσαι εζητούμεν. Ο τούτο μη λέγων, ανάθεμα έστω» .
Ο Παύλος ανταπήντησε στον λαό λέγοντας: « ο τούτο μη λέγων, και νοών, και φρονών, ανάθεμα έστω από της Εκκλησίας» . Και συνέχισε λέγοντας ότι η Παναγία εγέννησε τον Εμμανουήλ, « Θεόν ενανθρωπήσαντα» . Έπειτα αναφέρθηκε στις δύο γεννήσεις του Χριστού, την προ πάντων των αιώνων από Πατέρα, και την εν χρόνω από την Παναγία Μητέρα, καθώς επίσης αναφέρθηκε και στις δύο φύσεις του Χριστού, θεία και ανθρωπίνη, οπότε ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Όμως, συνέχισε, οι δύο φύσεις της θεότητος και της ανθρωπότητος που ενώθηκαν, « τόν ένα ημίν απετέλεσαν Υιόν, τον ένα Χριστόν, τον ένα Κύριον» .
Ο λαός, παρευρισκομένου και του αγίου Κυρίλλου, διέκοψε τον Επίσκοπο Παύλο και εβόησε: « καλώς ήλθες, ορθόδοξε επίσκοπε· ο άξιος τω αξίω. Χριστιανοί λέγουσι· Θεού δώρον, Κύριλλε ορθόδοξε» .
Ο Παύλος απήντησε αμέσως στην φωνή του λαού λέγοντας: « Ήδειν, καγώ, αγαπητοί, ως προς ορθόδοξον αφικόμην Πατέρα» . Στην συνέχεια αναφέρθηκε στο ότι είναι αναθεματισμένοι όσοι πιστεύουν σε δύο υιούς, στο ότι ο Χριστός είναι ψιλός (απλούς) άνθρωπος, και στο ότι ο Χριστός δέχθηκε απλώς την Χάρη ως Προφήτης ή ως δίκαιος. Αντίθετα ο Χριστός είναι Θεός αληθινός, ένας Υιός και Κύριος και μάλιστα υπεγράμμισε ότι ο Θεός Λόγος προσέλαβε το δικό μας σώμα και έτσι « επί ταύτη τη πίστει τεθεμελίωται η Εκκλησία» .
Αφού ανέπτυξε δι’ ολίγων αυτήν την διδασκαλία, χρησιμοποιώντας αγιογραφικά χωρία, στην συνέχεια παρεκάλεσε τον παριστάμενο άγιο Κύριλλο να αναπτύξη ακόμη περισσότερο αυτήν την διδασκαλία. Τον παρεκάλεσε δε και τον προέτρεψε με αυτά τα λόγια:
« Παρακαλέσωμεν ουν τον πατέρα, την συνήθη παραθείναι ημίν τράπεζαν, και τα πολυτελή και ποικίλα του Πνεύματος όψα· στεφανώσαι τον κρατήρα της διδασκαλίας· και μεθύσαι ημάς μέθην, σωφροσύνης την μητέρα. Είπωμεν, εξεγέρθητι, ω Πάτερ, "εξεγέρθητι η δόξα μου· εξεγέρθητι ψαλτήριον, και κιθάρα του αγίου Πνεύματος"» .
Στην δεύτερη ομιλία του, η οποία φαίνεται ότι έγινε μετά από την προηγούμενη, ο Επίσκοπος Εμέσης αναφέρθηκε πάλι στο δογματικό θέμα της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, παρόντος και πάλιν του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας.
Στην αρχή αναφέρθηκε στην παρουσία του αγίου Κυρίλλου και την ευφροσύνη που αισθάνθηκε με την ανάλυση του δογματικού αυτού θέματος και είπε ότι ο γενναίος αυτός πατήρ, ως παιδοτρίβης, δηλαδή ως προπονητής, θα κρίνη και πάλι τα παλαίσματα και θα αναδείξη στεφανίτη και νικητή.
Στο σημείο αυτό τον διέκοψε ο λαός για να αναφωνήση:
« Θεού δώρον, Κύριλλε, όλους εποίησας ως σεαυτόν. Ο άξιος τω αξίω. Των επισκόπων τον πατέρα, Κύριε, σώσον. Καλώς ήλθες, επίσκοπε ορθόδοξε, της οικουμένης παιδευτά. Ο πιστεύων ούτω, φιλείται· μεγάλου διδασκάλου μέγας επαινέτης» .
Ο Επίσκοπος Εμέσης συνέχισε την ανάπτυξη της ορθοδόξου διδαχής περί της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού και περί της Θεοτόκου Μαρίας, χρησιμοποιώντας πολλά αγιογραφικά χωρία. Και τελειώνοντας τον λόγο είπε:
« Τα υμών υμίν παρεθήκαμεν· αύτη γαρ του πατρός η διδασκαλία· ούτος ο θησαυρός προγονικός υμών· του μακαρίου Αθανασίου τα δόγματα· του μακαρίου Θεοφίλου τα διδάγματα, των στύλων της ορθοδοξίας. Αλλ’ επειδή μακροθύμως των ημετέρων ηνέσχεσθε ψελλισμάτων, αναμείνατε του πατρός την σοφίαν. Ηκούσατε καλάμου ποιμενικού, ακούσατε και σάλπιγγος μεγαλοφωνοτάτης» .
Και ακούγοντας τον λόγο αυτόν ο λαός εβόησε: « Υιέ Θεοφίλου, και Αθανασίου, Κυρίλλου σοφίας ακούσωμεν» .
Ο Επίσκοπος Εμέσης, αναφερόμενος στην σοφία του αγίου Κυρίλλου είπε: « ημών μεν των ορθοδόξων τα φρονήματα διεγειρούσης, των δε εναντίων της Εκκλησίας τα στίφη καταβαλλούσης» .
Η λειτουργική συνάντηση των δύο αυτών ορθοδόξων Επισκόπων μας βοηθά να καταλήξουμε στην υπογράμμιση τριών παρατηρήσεων.
Η πρώτη ότι το ορθόδοξο κήρυγμα πρέπει να είναι θεολογικό, δηλαδή να αναλύη το ορθόδοξο δόγμα. Δεν είναι δυνατόν σε μεγάλες Δεσποτικές εορτές να γίνωνται ηθικολογικές και κοινωνιολογικές αναλύσεις και όχι θεολογικές. Τελικά το κοινωνιολογικό και ηθικολογικό κήρυγμα είναι « πληγή» του σημερινού άμβωνος. Ένα τέτοιο εκκοσμικευμένο κήρυγμα κουράζει τον λαό και δεν είναι αποδεκτό από αυτόν.
Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι οι συναντήσεις των Επισκόπων πρέπει να γίνονται μέσα σε εκκλησιολογικά και θεολογικά πλαίσια. Κυρίως εκείνο που πρέπει να ενδιαφέρη είναι η διαφύλαξη των δογμάτων της πίστεως και η βίωση των δογμάτων. Άλλωστε τα δόγματα είναι έκφραση της εν Χριστώ ζωής, αλλά και οδοδείκτες για να οδηγηθή ο άνθρωπος στην κοινωνία με τον άγιο Τριαδικό Θεό, « εν προσώπω Ιησού Χριστού» . Οι συζητήσεις πρέπει να αναφέρωνται στα μεγάλα και σοβαρά αυτά ζητήματα που απασχολούν την Εκκλησία. Οι δογματικές συζητήσεις είναι αυτές που πρέπει να κυριαρχούν, διότι όταν αλλοιώνονται τα δόγματα, τότε αλλοιώνεται και το ήθος.
Ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης μου έλεγε ότι όταν ήλθε στην Ελλάδα από την Αμερική για να εκπονήση την διδακτορική διατριβή του για το προπατορικό αμάρτημα, συνήντησε έναν Επίσκοπο, ο οποίος εξεπλάγη όταν έμαθε ότι ασχολείται με δογματικά ζητήματα και τον ερώτησε να μάθη γιατί το κάνει αυτό. Και ο αείμνηστος π. Ιωάννης απήντησε κάπως δεικτικά και ειρωνικά: « Στην Αμερική δεν έχουμε χωροφύλακας, όπως έχετε στην Ελλάδα, για την διαφύλαξη της πίστεως και γι’ αυτό ασχολούμαστε με τα δόγματα» .
Η τρίτη παρατήρηση είναι ότι ο λαός καταλάβαινε και παρακολουθούσε το ορθόδοξο κήρυγμα, καθώς επίσης επικροτούσε την ορθόδοξη διδαχή. Συγχρόνως είχε κριτήριο ορθοδοξίας και έκρινε τους αληθινούς Επισκόπους επί τη βάσει της ορθοδόξου διδασκαλίας που εξέφραζαν. Αυτό βέβαια έχει σχέση και με το ότι ο λαός κατευθυνόταν ορθόδοξα και εκκλησιαστικά από τους Ποιμένας τους. Και βέβαια η αληθινότητα του Ποιμένα έχει σχέση και με τον τρόπο που κηρύττει και καθοδηγεί το ποίμνιό του.
Το ότι ο λαός αναγνώριζε την αληθινή πίστη και φώναζε: « η πίστις ιδού αύτη εστι... τούτο ακούσαι εζητούμεν» , το ότι καλωσόριζε τον Επίσκοπο Παύλο και τον επαινούσε για την ορθοδοξία του: « καλώς ήλθες ορθόδοξε επίσκοπε» , το ότι θεωρούσε τον Επίσκοπό του, τον άγιο Κύριλλο, ως δώρον Θεού: « Θεού δώρον, Κύριλλε ορθόδοξε» , το ότι ανεγνώριζε την ουσιαστική κοινωνία που υπήρχε μεταξύ του Κυρίλλου και του Παύλου, λόγω της ταυτότητος στην ορθόδοξη δογματική αλήθεια, το ότι συνέδεσε την αγάπη με την ορθόδοξη πίστη και έλεγε: « ο πιστεύων ούτω φιλείται» , όλα αυτά δείχνουν το αληθινό θεολογικό αισθητήριο του λαού.
Το φαινόμενο που παρατηρείται σήμερα ότι ένα ορθόδοξο δογματικό κήρυγμα θεωρείται αποτυχημένο διότι ούτε οι Κληρικοί ούτε οι λαϊκοί μπορούν να το παρακολουθήσουν, και επομένως θεωρείται ευπρόσδεκτο το κοινωνιολογικό και ηθικολογικό κήρυγμα, συνιστά έκπτωση από την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης έλεγε ότι οι αιρέσεις ευδοκιμούν εκεί που δεν υπάρχουν Προφήτες.
Στο σημείο αυτό θέλω να επαινέσω την έκδοση, από την Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους, του βιβλίου « Διόσκορος και Σεβήρος, οι Αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι. Κριτική δύο διδακτορικών διατριβών» , γραμμένο από τον Ιερομόναχο της ιδίας Ιεράς Μονής, π. Λουκά Γρηγοριάτη, πνευματικό μου παιδί κατά τα μαθητικά και φοιτητικά του χρόνια, υπό την επίβλεψη του Ομολογητού της Ορθοδόξου Πίστεώς μας Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Αρχιμ. Γεωργίου. Χάρηκα την έκδοση αυτή, γιατί στην εποχή μας, που οι μοναχοί συνήθως ασχολούνται με πολλά και ποικίλα, οι μοναχοί της Ιεράς Μονής του Οσίου Γρηγορίου, μαζί με τον αγώνα για την κατά Χριστόν τελείωσή τους, ασχολούνται με θεολογικά θέματα, τα οποία αναφύονται στην εποχή μας. Και κάνουν το έργο αυτό εμπνεόμενοι από την διδασκαλία των θεουμένων Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων. Μακάρι και άλλοι Κληρικοί, ιδιαιτέρως οι Επίσκοποι, να ασχολούνται με τα κρίσιμα και σοβαρά αυτά θεολογικά ζητήματα, ώστε να διαφυλάσσεται η παραδοθείσα αλήθεια της πίστεώς μας.
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο αυτό, παρατηρεί την παρερμηνεία που έγινε από τους Μονοφυσίτας της διδασκαλίας του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, καθώς επίσης παρατηρεί το σφάλμα των εκπονησάντων τις διατριβές αυτές, με το να στηρίζωνται στις ερμηνείες που προέρχονται από τις λεγόμενες αντιχαλκηδόνειες παραδόσεις και να παραθεωρούν την διαδασκαλία των Οικουμενικών Συνόδων και των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, όπως του αγίου Αναστασίου του Σιναΐτου, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και του Μεγάλου Φωτίου κ.ά. Επίσης δεν ελήφθη υπ’ όψη η υμνολογία της Εκκλησίας μας. Αυτή η ενέργεια όχι μόνον δεν μπορεί να θεωρηθή ορθόδοξη, αλλά ούτε και επιστημονικώς ορθή.
Επειδή στην εποχή μας γίνεται λόγος για την συνάντηση και την ένωση με τους λεγομένους Αντιχαλκηδονίους, δηλαδή τους Μονοφυσίτας, πρέπει σαφώς να γίνη κατανοητό από ορθοδόξου πλευράς ότι η θεία φύση προσέλαβε και ενώθηκε με την θεία φύση στην υπόσταση του Λόγου, ότι ο Χριστός αποτελέσθηκε « εκ δύο φύσεων» και ότι ενεργεί « εν δυσί ταις φύσεσιν» , καθώς επίσης πρέπει να γίνη κατανοητή η διάκριση και διαφορά μεταξύ της « συνθέτου φύσεως» (μονοφυσιτική διδασκαλία) και της « συνθέτου υποστάσεως» (ορθόδοξη διδασκαλία). Επίσης κάθε θεόλογος και ιδιαιτέρως οι Επίσκοποι πρέπει να γνωρίζουν επαρκέστατα την έννοια και σημασία των όρων φύση και υπόσταση, την ορθόδοξη ερμηνεία της φράσεως του Κυρίλλου « μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη» , τις σχέσεις και διαφορές μεταξύ του δοκητισμού και του μονοφυσιτισμού, την ορθόδοξη σημασία της φράσεως « δύο φύσεις τη θεωρία μόνη» και πώς αυτή η φράση εκλαμβάνεται λανθασμένα και αιρετικά από τον Σεβήρο και τους ομόφρονές του.
Και επειδή στο άρθρο αυτό αναφερθήκαμε στην συνάντηση μεταξύ του Παύλου Επισκόπου Εμέσης και του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, βρίσκω την ευκαιρία να υπογραμμίσω ότι στην αντιμετώπιση του νεστοριανισμού και του μονοφυτισμού, κρίσιμο κομβικό σημείο είναι η ακραιφνής διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, αλλά όμως όπως ερμηνεύεται από τους αγίους Πατέρας της Εκκλησίας μας, και όχι όπως παρερμηνεύεται από τους αιρεσιάρχες. Τελικά πρέπει να γίνη σαφές ότι η παραθεώρηση της διδασκαλίας των αγίων Πατέρων, η οποία εκφράσθηκε και συνοδικώς, καθώς επίσης και η υιοθέτηση της θεωρίας του νεοχαλκηδονισμού, αποτελεί έκπτωση από την Ορθόδοξη πίστη.
Στην σύγχρονη δογματική σύγχυση, στην εποχή μας που επικρατεί άλλοτε ένας δογματικός μαξιμαλισμός και άλλοτε ένας δογματικός μινιμαλισμός, που γίνονται συναντήσεις των εκπροσώπων της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους εκπροσώπους άλλων ξένων Ομολογιών και δογμάτων και δεν παρακολουθούμε αυτήν την πορεία και τα λεγόμενα και πραττόμενα, είναι ανάγκη να δώσουμε μεγάλη προσοχή στην διαφύλαξη των δογμάτων. Και επειδή ο Επίσκοπος είναι ο φύλαξ της ορθοδόξου Παραδόσεως και εκφραστής της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, γι’ αυτό και πρέπει να δίδη μεγάλη σημασία και βαρύτητα στα δογματικά ζητήματα, γιατί έτσι αναγνωρίζει στην πράξη ότι ανήκει στην Εκκλησία των Προφητών, των Αποστόλων, των Πατέρων των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, των Μαρτύρων και των Οσίων.
- Προβολές: 4100