Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στην Ανατολή και στην Δύση (Ε')

Ομιλία στο “Λαϊκό Πανεπιστήμιο” της Εκκλησίας.

(Συνέχεια από το προηγούμενο)

Το κρίσιμο ερώτημα

Μέχρι τώρα εντοπίσαμε την συνάντηση του Χριστιανισμού με τον Ελληνισμό όπως πραγματοποιήθηκε στην Ορθόδοξη Ανατολή από τους Πατέρες της Εκκλησίας και όπως πραγματοποιήθηκε στην Δύση από τους σχολαστικούς φιλοσόφους. Σήμερα στην Δύση η όλη νοοτροπία αποδεσμεύθηκε από τον Χριστιανισμό, επειδή συνάντησε έναν Χριστιανισμό που συνδέθηκε με την μεταφυσική, που δεν μπόρεσε να κάνη μια δημιουργική συνάντηση με τον Ελληνισμό. Δηλαδή, όπως είδαμε πιο πάνω στην Ανατολή από τους Πατέρες της Εκκλησίας αναπτύχθηκε ένας εκχριστιανισμένος Ελληνισμός, ενώ στην Δύση με την σχολαστική θεολογία αναπτύχθηκε ένας εξελληνισμένος Χριστιανισμός. Οι Πατέρες της Εκκλησίας αφομοίωσαν δημιουργικά τον Ελληνισμό που συνάντησαν στην εποχή τους, πράγμα που δεν έγινε από τους σχολαστικούς θεολόγους της Δύσεως.

Έχω την εντύπωση ότι ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός που είναι αποτέλεσμα των διεργασιών που έγιναν στην προσπάθεια να αρνηθούν την σχολαστική θεολογία, με την μεταφυσική της, πρέπει να συναντηθή με την Ορθόδοξη παράδοση. Πρέπει να γίνη αυτή η συνάντηση γιατί η σύγχρονη ζωή πρέπει να γονιμοποιηθή. Πράγματι ένας πολιτισμός έχει αξία και σπουδαιότητα από το κατά πόσο μπορεί να νοηματοδοτήση κάθε άλλον πολιτισμό και μάλιστα τον σύγχρονο πολιτισμό που είναι μονοδιάστατος, αφού στηρίζεται μόνον στην τεχνολογική ανάπτυξη.

Το ερώτημα όμως είναι πώς μπορεί να γίνη αυτή η συνάντηση. Τίθεται αυτό το ερώτημα, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος η ορθόδοξη θεολογία να εκκοσμικευθή, να περιπέση δηλαδή σε μια ανθρωποκεντρική κατάσταση και για να εκφρασθώ πιο συγεκριμένα να αρχίση να στοχάζεται κανείς περί του Θεού και όλων των θεολογικών θεμάτων. Ο στοχασμός είναι η μεγαλύτερη πληγή στην σημερινή θεολογική πραγματικότητα.

Φυσικά όταν κάνω λόγο για στοχασμό δεν κατηγορώ την λογική, αλλά τον ορθολογισμό, όταν η λογική και ο ορθός λόγος ως όργανο που λειτουργεί για την ρύθμιση των διαφόρων πραγμάτων που ρυθμίζουν την βιολογική ζωή του ανθρώπου, γίνεται και όργανο γνώσεως του Θεού, ενώ κατά την Ορθόδοξη Παράδοση υπάρχει διπλή γνωσιολογική μέθοδος προσεγγίσεως τόσο του Θεού όσο και του κόσμου.

Μπορώ να αναφερθώ σε ένα παράδειγμα από την εποχή μας που κατά την γνώμη μου είναι χαρακτηριστικό, γιατί δείχνει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να γίνη η συνάντηση μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του συγχρόνου δυτικού πνεύματος.

Όπως είδαμε οι άγιοι Πατέρες, ειδικά οι Πατέρες του Δ´ αιώνος, έκαναν την δημιουργική συνάντηση μεταξύ του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού. Αυτό το επέτυχαν γιατί γνώριζαν πολύ καλά τις πνευματικές αναζητήσεις των αρχαίων φιλοσόφων, αλλά και των ανθρώπων της εποχής τους, είχαν σπουδάσει την ανθρώπινη σοφία και παιδεία, είχαν έκτακτα διανοητικά χαρίσματα και βεβαίως το σπουδαιότερο είναι ότι είχαν προσωπική εμπειρία του Θεού. Διαβάζοντας κανείς κείμενα του Μ. Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου κ.ά., διαπιστώνει ότι είχαν φθάσει στον φωτισμό και την θέωση. Και γνωρίζουμε ότι ο ύψιστος βαθμός θεώσεως είναι η θεωρία του ακτίστου φωτός. Οπότε με τέτοια μεγάλα, διανοητικά και πνευματικά προσόντα, μπόρεσαν να απαντήσουν στις αναζητήσεις των αρχαίων Ελλήνων με βάση τον αποκαλυπτικό λόγο, χωρίς όμως να αλλοιώσουν την αποκάλυψη, και έτσι εκχριστιάνισαν τον Ελληνισμό, και δεν εξελλήνισαν τον Χριστιανισμό.

Στην εποχή μας δημιουργήθηκε μια ευκαιρία συνάντησης της ορθοδόξου θεολογίας με το σύγχρονο ευρωπαϊκό πνεύμα όπως περίπου έγινε την εποχή των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Η σχολαστική θεολογία και όλα όσα ακολούθησαν, ήτοι η αναγέννηση, ο διαφωτισμός, ο ρομαντισμός, η νεωτερικότητα διαμόρφωσαν μια ιδιαίτερη πολιτιστική υποδομή στην Ευρώπη, που σαφώς διαφοροποιείται από την υποδομή της Ορθοδόξου Ανατολής, όπως μας την διέσωσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας.

Η προσέγγιση του δυτικού αυτού ανθρώπου με τα ιδιαίτερα προβλήματά του έγινε από μερικούς Ρώσσους θεολόγους ιήήηίι οι οποίοι μετά την ρωσσική επανάσταση πήγαν στην Ευρώπη και προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν όλη αυτήν την νοοτροπία καί, βεβαίως, να απαντήσουν στα ερωτήματα που δημιουργήθηκαν από αυτόν το δυτικό εκκοσμικευμένο Χριστιανισμό και από τα άλλα ουμανιστικά και υπαρξιακά ρεύματα.

Οι άνθρωποι αυτοί είχαν εξαιρετικά διανοητικά προσόντα, είχαν μια καλή γνώση της νηπτικής παραδόσεως της Εκκλησίας, με τα νηπτικά συγγράμματα τα οποία είχαν κυκλοφορήσει στην Ρωσσία, μελέτησαν τους Μεγάλους Πατέρας της Εκκλησίας, εγνώριζαν θεωρητικά την Ορθόδοξη θεολογία. Όμως κατά την άποψή μου, δεν είχαν την ζωή των Πατέρων της Εκκλησίας του Δ´ αιώνος, δηλαδή δεν είχαν εμπειρία του Θεού δια της μεθόδου της ορθοδόξου παραδόσεως, ήτοι δεν βίωσαν στην προσωπική τους ζωή την καθαρτική, φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού.

Αυτό είχε ως συνέπεια να αντιμετωπίζουν τα φιλοσοφικά ρεύματα που συνάντησαν στην Δύση με τις όχι ολοκληρωμένες γνώσεις που είχαν από την μελέτη των πατερικών κειμένων, χωρίς, όμως να διαθέτουν παράλληλα τα βασικά στοιχεία που διέκριναν τους Πατέρες της Εκκλησίας, ήτοι μεγάλη προσωπική πείρα και εμπειρία του Θεού. Στα κείμενα των θεολόγων αυτών δεν συναντούμε το βάθος της θεολογίας των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν αλλοίωσαν σε μερικά σημεία τον πατερικό λόγο και δεν μπόρεσαν να γονιμοποιήσουν τα φιλοσοφικά ρεύματα που συνάντησαν, δεν κατόρθωσαν να γονιμοποιήσουν το δυτικό πνεύμα ή να απαντήσουν στις αγωνίες των δυτικών ανθρώπων, σε μερικές δε περιπτώσεις επηρεάσθηκαν από αυτές, αντί να τις επηρεάσουν και σε ένα βαθμό εφιλοσόφησαν με τον αποκαλυπτικό θεολογικό λόγο. Μερικοί μάλιστα από αυτούς έφθασαν στο σημείο να υποστηρίξουν ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ανέβασαν τον θεολογικό λόγο σε υψηλότερο σημείο από τον Αποστολικό λόγο, στην συνέχεια δε η ρωσική θεολογία ανύψωσε ακόμη περισσότερο τον πατερικό λόγο, και ισχυρίσθηκαν ότι σήμερα υπάρχουν σύγχρονοι θεολόγοι, ακόμη και στην Ελλάδα –οι οποίοι, ας σημειωθή, έχουν επηρεασθή από την ρωσσική θεολογία– οι οποίοι με την θεολογία τους μπορούν να ανεβάσουν ακόμη υψηλότερα τον θεολογικό λόγο!

Δεν θα ήθελα εδώ να αναφέρω συγκεκριμένα παραδείγματα. Εκείνο μόνον που μπορώ να πω είναι ότι η διαφορά του τρόπου με τον οποίο εργάσθηκαν οι Ρώσσοι θεολόγοι στην Δύση σε αντιδιαστολή με τον τρόπο με τον οποίο εργάσθηκαν οι Πατέρες της Εκκλησίας φαίνεται καθαρά στην σύγκριση μεταξύ των κειμένων των θεολόγων αυτών και των κειμένων του αειμνήστου Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ.

Ενώ οι Ρώσσοι θεολόγοι, οι οποίοι αναμφισβήτως προσέφεραν πολλά, δεν μπορούν να συγκριθούν με τους Πατέρας της Εκκλησίας, ο αείμνηστος Αρχιμ. Σωφρόνιος, που ήταν σύγχρονος όλων αυτών των θεολόγων που έζησαν και δραστηριοποιήθηκαν στο Παρίσι, αναδείχθηκε εφάμιλλος των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας ως προς την διδασκαλία για την μέθεξη του Θεού, αφού ο ίδιος έζησε σε μεγάλο βαθμό την αυθεντική αποκαλυπτική θεολογία. Χρησιμοποιώ το παράδειγμα της Γέροντος Σωφρονίου επειδή ήταν ρώσσος ως προς την καταγωγή και γνώριμος των άλλων ρώσσων ιήήηίι, για να μη νομισθή ότι κρίνοντας τους ρώσσους θεολόγους το κάνω από πλευράς εθνοφυλετικής.

Στα βιβλία που εξέδωσε ο αείμνηστος Αρχιμ. Σωφρόνιος παρατηρούμε ότι έγραψε εμπειρικά για τις υποστάσεις του Τριαδικού Θεού, για την υποστατική αρχή, για την θεωρία του ακτίστου φωτός, για τον τρόπο γνώσεως του Θεού, για την δογματική συνείδηση, για την διαφορά μεταξύ της στοχαστικής θεολογίας και της ορθοδόξου εμπειρικής Θεολογίας, για την φαντασία, για την μετάνοια, για το κατά Θεόν πένθος, για τον θάνατο, για την προσευχή και μάλιστα την εσωτερική, νοερά προσευχή, για την κένωση κλπ. Διαβάζοντας κανείς τα κείμενα του αειμνήστου Γέροντος Σωφρονίου διαπιστώνει ότι αναπληρώνουν τα κενά που άφησε στην ψυχή του ανθρώπου η δυτική θεολογία –στοχαστική και ηθικιστική– και απαντούν στις αγωνίες που δημιούργησε ο Δυτικός Χριστιανισμός. Πολλές φορές σκέπτομαι ότι όπως έγραφε ο αείμνηστος μεγάλος Γέροντας, έτσι θα έγραφαν οι Πατέρες αν ζούσαν στην εποχή μας, αφού θα είχαν να αντιμετωπίσουν τόσο τον απρόσωπο και ανυπόστατο ανατολικό μυστικισμό, όσο και τον λογικοκρατούμενο δυτικό Χριστιανισμό. Έτσι ο αείμνηστος Γέροντας έδωσε μηνύματα στην εποχή μας, και γονιμοποίησε την παράδοση που βρήκε στην Δύση.

Επομένως, αν συγκρίνη κανείς το έργο του Αρχιμ. Σωφρονίου με το έργο των Ρώσσων Θεολόγων, βλέπει την διαφορά και μάλιστα καταλαβαίνει καλά γιατί δεν μπόρεσαν οι Ρώσσοι θεολόγοι να γονιμοποιήσουν όλην αυτήν την δυτική παράδοση, όπως την διαμόρφωσαν τα ρεύματα της σχολαστικής θεολογίας και του ουμανισμού. Διότι με στοχασμούς και έξυπνες σκέψεις δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν οι στοχασμοί. Οι φιλοσοφίες έχουν ανάγκη από την εμπειρική θεολογία, όπως την εξέφραζε ο Γέροντας Σωφρόνιος. Αλλά, δυστυχώς, η ακαδημαϊκή θεολογία δεν μπορεί να αποδεχθή την εμπειρική θεολογία, γιατί έχει μάθει να θεολογή με συστηματικές ορθολογιστικές μελέτες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλοί Χριστιανοί να μένουν μακρυά από το αληθινό πνεύμα, την πραγματική ουσία του Χριστιανισμού. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η δυτική θεολογία χρειάζεται ανθρώπους θεουμένους σαν τον αείμνηστο Γέροντα Σωφρόνιο, για να βρη απαντήσεις και να γονιμοποιηθή.

Αλλά αυτό που έγινε με τους Ρώσσους θεολόγους, εξακολουθεί να γίνεται και σήμερα. Παρατηρούμε λοιπόν σήμερα μια μεγάλη ομάδα θεολόγων να στοχάζωνται πάνω σε θέματα αποκαλυπτικής θεολογίας, να προσθέτουν τους δικούς τους λόγους, που αναμειγνύονται με την φαντασία και την μεταφυσική.

Θεωρώ, λοιπόν, ότι η συνάντηση μεταξύ της Ορθοδόξου Παραδόσεως και της σύγχρονης σκέψης πρέπει να γίνη σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο έγινε τον τέταρτο αιώνα. Δηλαδή αυτή η συνάντηση δεν πρέπει να γίνεται με κείμενα και ιδέες, έστω θεολογικές, αλλά με πρόσωπα που ευρίσκονται στο ίδιο επίπεδο ζωής με τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Οι άγιοι Πατέρες έζησαν όλο το βάθος της ησυχαστικής - νηπτικής παραδόσεως, αναγεννήθηκαν πνευματικά, έγιναν φορείς της αποκαλύψεως, απέκτησαν την υπαρξιακή γνώση του Θεού και στην συνέχεια έχοντας και γνώσεις φιλοσοφικές μπόρεσαν να απαντήσουν στα προβλήματα της εποχής τους. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά χρειαζόμαστε ανθρώπους που θα γνωρίζουν και θα εξασκούνται στην νηπτική - ησυχαστική παράδοση και όχι στοχαστές, ούτε τυπολάτρες.

Το θέμα αυτό είναι μεγάλο και πολύπλευρο και δεν εξαντλείται σε μια ομιλία και μάλιστα σ’ ένα τόσο περιωρισμένο χρόνο. Εκείνο που ήθελα να υπογραμμίσω είναι ότι οι Πατέρες του τετάρτου αιώνος και μερικοί αργότερα γνώριζαν πολύ καλά την ελληνική φιλοσοφία, γνώριζαν πολύ καλά τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, αλλά ταυτόχρονα γνώριζαν πολύ καλά την εμπειρική αποκαλυπτική θεολογία, μέσα από την νηπτική - ησυχαστική παράδοση που διασώζεται μέχρι σήμερα. Επειδή διέθεταν τα δύο αυτά προσόντα έκαναν την δημιουργική συνάντηση μεταξύ του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού, γονιμοποίησαν τον Ελληνισμό με μεγάλα και σημαντικά αποτελέσματα για όλη την ανθρωπότητα. Μέσα από το πνεύμα αυτής της συναντήσεως αναπτύχθηκε το οικουμενικό πνεύμα, αναπτύχθηκε ένας ιδιαίτερος πολιτισμός σε όλες τις φάσεις της ζωής του ανθρώπου και ο άνθρωπος νοηματοδότησε την ζωή του. Οι άγιοι Πατέρες αφ’ ενός μεν χρησιμοποίησαν την ορολογία της ελληνικής φιλοσοφίας για να εκφράσουν την εμπειρία του Θεού που ζούσαν, αφ’ ετέρου δέ, με την εμπειρία της αποκαλύψεως που ζούσαν, απάντησαν σε όλα τα υπαρξιακά, οντολογικά, κοσμολογικά προβλήματα των Ελλήνων φιλοσόφων. Έτσι παρατηρήθηκε ο εκχριστιανισμός του Ελληνισμού. Με αυτήν την έννοια λέμε ότι οι άγιοι Πατέρες απέρριψαν την μεταφυσική και τον μυστικισμό. Κανείς δεν μπορεί να τους αποκαλέση μεταφυσικούς και μυστικιστές. Ούτε βέβαια και η ορθόδοξη θεολογία μπορεί να αποκληθή μεταφυσική και μυστικισμός. Αντίθετα στην Δύση ο σχολαστικισμός, κατά την συνάντησή του με την ελληνική φιλοσοφία, παρέλαβε το περιεχόμενό της, δηλαδή την μεταφυσική, και εκεί παρατηρήθηκε ο εξελληνισμός του Χριστιανισμού.

Επομένως σήμερα δεν μπορεί να βιωθή αποκεκομμένα ο Ελληνισμός από τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, αλλά και κατά έναν τρόπο, ούτε και ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός από τον Ελληνισμό, αφού τα προβλήματα που έθετε η κλασσική φιλοσοφία είναι τα αιώνια προβλήματα που απασχόλησαν ανέκαθεν το πνεύμα του ανθρώπου.

Πέρα από αυτό σήμερα χρειάζεται να γίνη ένας γόνιμος διάλογος, μια δημιουργική συνάντηση μεταξύ της συγχρόνου δυτικής σκέψεως και της Ορθοδόξου Παραδόσεως, η οποία όμως Ορθοδοξία δεν θα εκφράζεται με ιδέες και απόψεις, με στοχασμούς και διανοητικές θεωρίες, αλλά με εμπειρίες αγίων οι οποίοι αφ’ ενός μεν θα γνωρίζουν το βάθος της αγωνίας του συγχρόνου ανθρώπου, αφ’ ετέρου δε θα γνωρίζουν εξ εμπειρίας τον Θεό. Μια τέτοια συνάντηση είναι αναγκαία και απαραίτητη στην εποχή μας.-

  • Προβολές: 2401