Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Τὸ σῶμα στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία
Τμῆμα τῆς εἰσηγήσεως στὴν Ἡμερίδα μὲ θέμα "Ἀθλητικὴ καὶ Πνευματικὴ Ἄσκηση, τὸ σῶμα στὸν Ἀθλητισμὸ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα" ποὺ διοργάνωσε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος (βλ. “Ἀθλητικὴ καὶ Πνευματικὴ Ἄσκηση...”).
Στὸ θέμα ποὺ θὰ ἀναπτύξω μὲ συντομία θὰ γίνη λόγος γιὰ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν σχέση μεταξὺ ψυχῆς καὶ σώματος στὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ εἶναι στὴν πραγματικότητα εἰσαγωγικὸ θέμα γιὰ ὅλο τὸ Συνέδριο. Θὰ πρέπη νὰ ὑπογραμμισθῇ ὅτι, γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἔχω γράψει εἰδικὴ μελέτη ποὺ δημοσιεύθηκε ἀπὸ τὴν Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ ἐδῶ θὰ τονισθοῦν μερικὰ ἄλλα σημεῖα τὰ ὁποῖα θεωρῶ σημαντικά.
Ἔτσι θὰ διαιρέσω τὸ θέμα μου σὲ τέσσερις ἐπὶ μέρους ἑνότητες. Ἡ πρώτη εἶναι, τί λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς γιὰ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου σὲ σχέση μὲ τὴν ψυχή του. Ἡ δεύτερη, ποιά εἶναι ἡ ἄποψη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Ἐπισκόπου Πενταπόλεως τοῦ θαυματουργοῦ γιὰ τὴν γυμναστικὴ καὶ τοὺς Γυμναστικοὺς Συλλόγους τῆς ἐποχῆς του. Ἡ τρίτη τί εἶναι ἡ νοερὰ προπόνηση, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὸν ἀθλητή. Καὶ ἡ τέταρτη ἑνότητα τί εἶναι τὸ νόημα ζωῆς ποὺ εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ εἶναι ὑπέρτερο ἀπὸ τὴν γυμναστικὴ καὶ τὴν ἄθληση τοῦ σώματος.
1. Ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ σῶμα κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς εἶναι κορυφαῖος θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ στὰ συγγράμματά του συγκεφαλαίωσε ὅλη τὴν θεολογία τῶν προγενεστέρων τοῦ Πατέρων, ἰδιαιτέρως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τὸν ὁποῖο ἀποκαλεῖ πνευματικό του πατέρα. Στὸ κείμενό του «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως» ἀναφέρεται καὶ στὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μάλιστα ὅπως φαίνεται εἶναι πολὺ ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
Ἀφοῦ κάνει λόγο γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου, στὴν συνέχεια ὁμιλεῖ γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός, πρῶτα ἔκανε τοὺς ἀγγέλους ποὺ ἀνήκουν στὴν νοερὰ καὶ ἀσώματη φύση, ἔπειτα ἔκανε τὸν ὑλικὸ κόσμο καὶ στὸ τέλος δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀπετέλεσε τὴν μίξη τῶν δύο αὐτῶν κόσμων, ὥστε ἔτσι ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι σύνδεσμος «ὁρατῆς τε καὶ ἀοράτου φύσεως». Ἐπειδὴ στὸν ἄνθρωπο ἑνώνεται ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα γι' αὐτὸ «καὶ μικρὸς κόσμος ὁ ἄνθρωπὸς ἐστιν».
Ἡ ἕνωση ψυχῆς καὶ σώματος σὲ μιὰ ἄρρηκτη ἑνότητα κάνει τὸν ἄνθρωπο «προσκυνητὴν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα των ἐπὶ γῆς, βασιλευόμενον ἄνωθεν, ἐπίγειον καὶ οὐράνιον, πρόσκαιρον καὶ ἀθάνατον, ὁρατὸν καὶ νοούμενον, μέσον μεγέθους καὶ ταπεινότητος, τὸν αὐτὸν πνεῦμα καὶ σάρκα,...». Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα ἔγινε ταυτόχρονα, γι' αὐτὸ λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «ἅμα δὲ τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ πέπλασται, οὐ τὸ μὲν πρῶτον, τὸ δὲ ὕστερον κατὰ τὰ Ὠριγένους ληρήματα». Τὸ σῶμα μὲν τὸ ἔπλασε ἀπὸ τὴν γῆ, τὴν λογικὴ δὲ καὶ νοερὰ ψυχὴ «διὰ τοῦ οἰκείου ἐμφυσήματος» δημιούργησε. Ὑπάρχει στενὴ ἑνότητα μεταξὺ ψυχῆς καὶ σώματος καὶ δὲν μποροῦν νὰ διαχωρισθοῦν μεταξύ τους. Ἡ λογικὴ ψυχὴ χρησιμοποιεῖ τὸ σῶμα ὡς ὄργανο καὶ τοῦ παρέχει τὴν ζωή, τὴν αὔξηση, τὴν αἴσθηση καὶ τὴν γέννηση.
Λόγῳ αὐτῆς τῆς ἑνότητος ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ διὰ τῶν αἰσθήσεων μὲ τὰ ἄψυχα (τὰ φυτά), μετέχει στὴν ζωὴ τῶν ἀλόγων ζώων καὶ μὲ τὴν λογικὴ ψυχὴ μεταλαμβάνει τῆς νόησης τῶν λογικῶν, ἑνώνεται μὲ τὶς ἀσώματες καὶ νοερὲς φύσεις μὲ ἀποκορύφωμα νὰ ἐπιδιώκη τὶς ἀρετές, φθάνοντας καὶ μέχρι τον κολοφώνα τῶν ἀρετῶν ποὺ εἶναι ἡ εὐσέβεια. Τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς ψυχῆς, εἶναι ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ νόηση, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸ σῶμα, γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἀρετὲς εἶναι «κοινὰ ψυχῆς καὶ σώματος», ἀκριβῶς γιατί ἡ ψυχὴ χρησιμοποιεῖ ὄργανο τὸ σῶμα.
Ὅπως τονίσθηκε πιὸ πάνω ὁ ἄνθρωπος εἶναι βασιλεὺς τῶν πραγμάτων ποὺ βρίσκονται στὴν γῆ, δηλαδὴ ἐξουσιάζει, μὲ τὴν δύναμη ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό, ὅλων τῶν ἐπιγείων πραγμάτων, ἀλλὰ ὅμως βασιλεύεται ἄνωθεν. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀντολογία τοῦ ἀνθρώπου καί, βέβαια, ὁ σκοπός του ὅπως τὸν διαγράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ τὸν ἐπαναλαμβάνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον τοὐτέστιν ἐν τῷ παρόντι βίῳ, καὶ ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον ἐν τῷ αἰῶνι τῷ μέλλοντι, καί - πέρας τοῦ μυστηρίου - τὴ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον, θεούμενον δὲ τὴ μετοχὴ τῆς θείας ἐλλάμψεως καὶ οὐκ εἰς τὴν θείαν μεθιστάμενον οὐσίαν».
2. Ἡ ἄποψη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου γιὰ τὴν γυμναστικὴ καὶ τοὺς Γυμναστικοὺς συλλόγους
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, τὸ ἔτος 1901 εὑρισκόμενος στὴν Ἀθήνα συνέταξε καὶ δημοσίευσε ἕνα κείμενο μὲ τίτλο «Περὶ γυμναστικῆς». Ἡ περίοδος αὐτὴ εἶναι σημαντική, διότι ὅπως εἶναι γνωστὸν λίγα χρόνια προηγουμένως, ἤτοι τὸ 1896, εἶχαν γίνει στὴν Ἀθήνα οἱ Ὀλυμπιακοὶ Ἀγῶνες καὶ ὅπως ἦταν ἑπόμενο εἶχε καλλιεργηθῇ ἕνα πνεῦμα εὐφορίας γύρω ἀπὸ τὸν ἀθλητισμὸ καὶ ἱδρύονταν πολλοὶ γυμναστικοὶ σύλλογοι γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό. Ἑπομένως, εἶναι ἐνδιαφέρον νὰ δοῦμε τὴν ἄποψη ἑνὸς ἁγίου, τοῦ μεγάλου ἁγίου τῶν ἡμερῶν μας γιὰ τὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ. Ἔτσι θὰ ἔχουμε καὶ ἕνα κριτήριο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ κρίνουμε καὶ τὰ σύγχρονα γεγονότα σχετικὰ μὲ τὴν ἄθληση καὶ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες. Τὸ ἄρθρο αὐτὸ ἀναδημοσιεύθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κένυας καὶ Εἰρηνουπόλεως Μακάριο στὸ βιβλίο τοῦ «Ἱστορικὰ Ἀνάλεκτα Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας καὶ πάσης Ἀφρικῆς", τόμος Ἄ´, Λευκωσία 2002.
Στὴν ἀρχὴ τοῦ κειμένου του ὁ ἅγιος Νεκτάριος προτάσσει τὸν λόγο τοῦ Ἀριστοτέλους, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο «Τά τε ὑπερβάλλοντα γυμνάσια καὶ τὰ ἐλλείποντα φθείρει τὴν ψυχὴν· σώζεται δὲ ἡ σωφροσύνη ὑπὸ τῆς μεσότητος». Μὲ τὴν πρόταξη αὐτοῦ τοῦ ἀριστοτελικοῦ λόγου γίνεται φανερὸ ὅτι ὁ ἅγιος Νεκτάριος εἶναι ὑπὲρ τοῦ μέτρου, γιατί κάθε ὑπερβολὴ δημιουργεῖ προβλήματα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῷ ἡ μεσότητα εἶναι ἐκείνη ποὺ σώζει τὴν σωφροσύνη. Αὐτό, βέβαια, ὅπως θὰ δοῦμε στὴν συνέχεια, σημαίνει ὅτι ὁ ἅγιος Νεκτάριος δέχεται τὴν γυμναστικὴ καὶ τὴν ἄθληση τοῦ σώματος, ἀρκεῖ νὰ τηροῦνται οἱ προϋποθέσεις τῆς μεσότητος.
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀρχίζοντας τὴν ἀνάλυση τοῦ θέματός του μὲ βάση τὸ ἀριστοτελικὸ αὐτὸ χωρίο, τὸ ὁποῖο ὀνομάζει «σοφὸν ἀπόφθεγμα», θεωρεῖ ὅτι ἡ σύμμετρη σωματικὴ γυμνασία, θεωρήθηκε ἀπὸ ὅλους ὡς ὁ ἀληθινὸς χαρακτῆρας κάθε τελείας παιδεύσεως. Γράφει:
«ἡ σύμμετρος σωματικὴ γυμνασία ἐθεωρήθη ἀπ' αἰώνων ὑπὸ πάντων τῶν πεπολιτισμένων ἐθνῶν ὡς ἀναγκαία ἄσκησις καὶ ἀναπόσπαστος ἀκόλουθος, καὶ σύντροφος παντὸς ἐλευθέρου καὶ εὔ ἠγμένου πολίτου, καὶ τῆς τελείας παιδεύσεως ὁ ἀληθὴς χαρακτήρ».
Στὴν συνέχεια προχωρεῖ γιὰ νὰ τεκμηριώση τὴν ἄποψη αὐτή, μὲ τὸ σημαντικὸ ἐπιχείρημα ὅτι ὑπάρχει στενὸς σύνδεσμος μεταξὺ ψυχῆς καὶ σώματος καὶ κατὰ συνέπεια ὑπάρχει ἀλληλεπίδραση τῶν δύο αὐτῶν στοιχείων τοῦ ἀνθρώπου. Κάθε τί ποὺ συμβαίνει στὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀνταποκρίνεται στὸ ἑνιαῖο πρόσωπο καὶ τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὸν ψυχικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν τὸ σῶμα πάσχει, ὁ ἄνθρωπος λέγει ὅτι «ἐγὼ πάσχω». Τὸ ἴδιο, βέβαια, συμβαίνει καὶ μὲ τὸ πάθος τῆς ψυχῆς «διὰ τὸ ἑνιαῖον πρόσωπον». Ἑπομένως καὶ τὰ δύο στοιχεῖα ἀσθενοῦν καὶ τὰ δύο ὑγιαίνουν μὲ τὴν ἀλληλοεπίδραση τοῦ ἑνὸς ἐπὶ τοῦ ἄλλου. Ὁπότε «ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ προνοήση ὑπὲρ τῆς ἐνισχύσεως ἀμφοτέρων». Τὸ συμπέρασμα δὲ αὐτοῦ τοῦ σημείου, κατὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο εἶναι ὅτι «ἡ ἄσκησις καὶ ἡ γυμνασία τοῦ τε σώματος καὶ τοῦ πνεύματος, παντὶ εὔ εἰδότι τὰ περὶ αὐτόν, εἰσὶ συμφυῆ καθήκοντα, ἐπιβαλλόμενα αὐτῶ ὑπὸ τῆς ἰδίας φύσεως καὶ τοῦ προορισμοῦ του· διότι τὸ μὲν σῶμα εὐεκτοὺν ὑπηρετεῖ τὴ ψυχὴ προθύμως καὶ ἀόκνως, ἡ δὲ ψυχή, ἀνεπτυγμένας ἔχουσα τὰς ἑαυτῆς δυνάμεις, σωφρονεὶ καὶ ὑγιαίνει καὶ τὰς τοῦ σώματος δυνάμεις σωφρόνως χειρίζεται». Κατὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο ὄχι μόνον ἡ ψυχικὴ ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου βοηθᾶ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ ἡ σωματικὴ ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου βοηθᾶ στὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν γενικὴ τοποθέτησή του ὁ ἅγιος Νεκτάριος προχωρεῖ στὸ νὰ ὑπογραμμίση τὴν ἀλήθεια ὅτι γιὰ τὴν ἀνάπτυξη ἀμφοτέρων, δηλαδὴ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, χρειάζεται μεγάλη ἐπιμέλεια καὶ πρόνοια γιὰ νὰ μὴ ὁδηγηθῇ ὁ ἄνθρωπος στὰ ἄκρα. Μάλιστα, ἡ πρόνοια καὶ ἡ ἄσκηση τοῦ σώματος πρέπει νὰ εἶναι λελογισμένη, διότι ἡ ὑπερβολικὴ ἄσκηση τοῦ σώματος φθείρει τὴν ψυχή. Γενικὰ «ἡ ἄκρα πρὸς τὸ ἕν πρόνοια ἔσται ἀμέλεια πρὸς τὸ ἕτερον». Ἰδιαιτέρως ἐπιμένει στὴν φθορὰ ποὺ προξενεῖ στὸν ἄνθρωπο ἡ ὑπερβολικὴ ἄσκηση τοῦ σώματος. Μιὰ τέτοια ὑπερβολικὴ ἄσκηση διαφθείρει κατὰ διπλὸ τρόπο τὴν ψυχή. Ὁ πρῶτος τρόπος εἶναι ἡ ἔμμεση φθορὰ τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ἀσθένεια, καὶ ὁ δεύτερος τρόπος γίνεται μὲ τὴν ὑπερβολικὴ δύναμη τοῦ σώματος, διότι ἡ ὑπερβολικὴ δύναμη τοῦ σώματος «δυσκάθεκτον καὶ δυσήλατον αὐτὸ καθιστᾶ καὶ ἀνυπότακτον καὶ θρασὺ καὶ πρὸς τὰς τῆς ψυχῆς διακελεύσεις ἀπειθές». Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐξασκεῖται στὴν περίπτωση αὐτὴ καὶ παράλληλη γυμνασία τῆς ψυχῆς καὶ κατὰ συνέπεια ἐκείνη ἀσθενεῖ, γι' αὐτὸ μιὰ τέτοια ὑπερβολικὴ γυμναστικὴ καὶ ἄθληση τοῦ σώματος τοῦ παρέχει «τὸ θράσος νὰ ἐπαναστατῇ κατὰ τοῦ πνεύματος καὶ νὰ ζητήση νὰ καθυποτάξη αὐτὸ καὶ ὑπαγάγη ὑπὸ τὸ κράτος του».
Οἱ ἀπόψεις αὐτὲς ὁδηγοῦν τὸν ἅγιο Νεκτάριο στὸ νὰ καταγράψη μὲ ἀκρίβεια ποιός τελικὰ εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς γυμναστικῆς, δηλαδὴ τῆς ἄσκησης τοῦ σώματος. Ὁ λόγος του εἶναι ξεκάθαρος. Γράφει:
«Ὅθεν διὰ τῆς γυμναστικῆς δὲν ἐπιζητεῖται ἡ ἐπίτευξις ἀθλητικῆς ρώμης, οὐδὲ ἡ ἀκατάβλητος καὶ ἀδάμαστος τῶν μυώνων δύναμις, ἀλλ' ἡ ἐνίσχυσις τῶν σωματικῶν δυνάμεων πρὸς πρόθυμον ἱκανοποίησιν τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ πνεύματος καὶ πλήρωσιν τῶν ἐπιβεβλημένων αὐτῶ καθηκόντων· διότι σκοπὸν προτίθεται ἡ γυμναστικὴ ν' ἀναδείξη οὐχὶ ἀθλητὰς τῶν γυμνικῶν ἀγώνων, ἀλλ' ἄνδρας τελείως μεμορφωμένους, ἱκανοὺς πρὸς πᾶσαν ἐπιχείρησιν· γνωστὸν δὲ ὅτι ἡ ἄσκησις προθυμοτέρους πρὸς τοὺς ἀγῶνας καθιστᾶ διὰ τὴν ἕξιν καὶ φιλοπονωτέρους διά την πρὸς τοὺς πόνους οἰκείωσιν. Μεσότης ἄρα ἐν τῇ γυμνασίᾳ πρὸς διάσωσιν τῆς σωφροσύνης· ἤτοι ἁρμονικὴ ἀνάπτυξις τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος μέν, ὅπως κυριαρχῇ τοῦ σώματος, τοῦ δέ, ὅπως προθύμως ἐκπληροῖ τὰ κελεύσματα».
Ἀφοῦ καθόρισε μὲ προσοχὴ ὅτι σκοπὸς τῆς ἀθλήσεως εἶναι νὰ καταστήση τὸν ἄνθρωπο ὁλοκληρωμένο, στὴν συνέχεια τονίζει ὅτι ἔργο τῆς Πολιτείας, ποὺ πρέπει νὰ μεριμνᾶ καὶ νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν προσφορὰ τελειοτέρας ἀγωγῆς πρὸς τοὺς νέους, εἶναι νὰ ἐνδιαφερθῇ καὶ γιὰ τὸ ἔργο αὐτὸ καὶ μάλιστα, ὅπως γράφει, πρέπει ἡ παροῦσα γενεὰ νὰ λάβη τὴν ὑποχρέωση «νὰ συμπληρώση τὸ ἔργον τῶν πατέρων της» καὶ νὰ ἐργασθῇ γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἔθνους καὶ νὰ ἀγωνίζεται μὲ ἑτοιμότητα «μὴ ἄλλοι ἀνθ' ἡμῶν στήσωσι τὰ τρόπαια ἐν τῇ Ἀνατολῇ, ἥτις κλῆρος ἔλαχε τὴ Ἑλλάδι». Αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἐπιτελοῦν οἱ διάφοροι Σύλλογοι ποὺ ἱδρύονται.
Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ κάνει λόγο γιὰ τὴν εὐεργετικὴ παρουσία τῶν Συλλόγων καί, βέβαια, ἐννοεῖ τοὺς Συλλόγους ποὺ ἱδρύονταν μὲ σκοπὸ τὴν ἄθληση τοῦ σώματος καὶ τὴν γενικότερη μόρφωση καὶ τελείωση τῶν νέων ἀνθρώπων. Τὸ ἔργο τῶν Συλλόγων, κατὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο, εἶναι μεγάλο καὶ ὠφέλιμο «διότι προώρισται ν' ἀναδείξη καλοὺς καγαθοὺς ἄνδρας, ἰσχυροὺς νὰ δειχθῶσιν ὠφέλιμοι τὴ πατρίδι. Οἱ σύλλογοι τοιοῦτο δέον νὰ ἔχωσι πρόγραμμα· δέον ἐστὶ νὰ ἐπιζητῶσι νὰ βαδίσωσιν ἐπὶ τὰ ἴχνη τῶν προγόνων των, καὶ νὰ φανῶσιν ἐφάμιλλοι πρὸς τὴν ἀρετὴν τῶν πατέρων των, καὶ νὰ συντελέσωσιν εἰς τὴν πρόοδον καὶ ἀνάπτυξιν τῆς ἰδιαιτέρας αὐτῶν πατρίδος. Οἱ σύλλογοι δέον νὰ φέρωσι μεθ' ἑαυτῶν πάντα τὰ ἀπαιτούμενα προσόντα πρὸς ἐνίσχυσίν των καὶ πρὸς ἐπίτευξιν τοῦ ἐπιδιωκομένου σκοποῦ».
Κάνοντας λόγο γιὰ τὴν προσφορὰ τῶν Συλλόγων αὐτῶν καὶ πάλιν βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπανέλθη στὸν τονισμὸ τῆς ἀνάγκης συνδυασμοῦ τῆς σωματικῆς καὶ τῆς ψυχικῆς ἀσκήσεως ποὺ συντελεῖ στὴν ἀληθινὴ μόρφωση τοῦ ἀνθρώπου. Γράφει: «ἡ σωματικὴ γυμνασία καὶ ἡ πνευματικὴ ἀνάπτυξις εἰσὶν οἱ δύο πόλοι, περὶ οὕς στρέφεται ἡ τελεία μόρφωσις καὶ ἡ τελεία ἀγωγή». Τὰ ἀποτελέσματα μιᾶς τέτοιας ὁλοκληρωμένης ἀγωγῆς εἶναι μεγάλα διότι «ὁ κατ' ἀμφότερα ἀνεπτυγμένος ἄνθρωπος ἀποβαίνει ἀνὴρ εὐδαίμων, ἔξοχος, μεγαλεπίβολος, μεγαλοπράγμων, ἰσχυρὸς καὶ πρὸς πᾶσαν ἐπιχείρησιν ἱκανός, ὠφέλιμος δὲ πρὸς πάντας καὶ ἐν παντὶ καιρῷ». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καλλιεργεῖται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου καὶ κυρίως ἡ ἀρετὴ τῆς σωφροσύνης, ἡ ὁποία κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη εἶναι «τὸ σύμβολον τῆς ὑγείας τῆς ψυχῆς καὶ ἡ μήτηρ πάσης ἀρετῆς» .
Οἱ Σύλλογοι καὶ μάλιστα οἱ γυμναστικοὶ πρέπει νὰ προσφέρουν μιὰ τέτοια παιδεία στοὺς νέους. Γι' αὐτὸ ὁ ἅγιος Νεκτάριος θὰ γράψη:
«Ταύτης τῆς ἀρετῆς τὴν ἐπίτευξιν δέον νὰ ἐπιδιώκωσιν οἱ γυμναστικοὶ σύλλογοι, οἵτινες πρὸς τοῖς ἄλλοις νὰ προτίθενται διὰ τῆς συνεχοῦς ὁμιλίας τῶν ἑταίρων νὰ συσφίγξωσι τοὺς δεσμοὺς τῆς φιλίας, νὰ ἀδελφοποιήσωσι τὴν νεολαίαν, νὰ διασκεδάσωσι τὰς ταπεινὰς ἀντιπαθείας καὶ ἀντιζηλίας, ν' ἀποσπάσωσιν αὐτὴν τῶν ματαίων καὶ ἀνωφελῶν ἀσχολιῶν, νὰ εἰσαγάγωσιν εἰς τὸ στάδιον τῆς προπαρασκευῆς, ν' ἀναπτύξωσι τὴν εὐγενῆ ἅμιλλαν, αὐξήσωσι τὴν φιλοτιμίαν, ἀπομακρύνωσι τὴν ἀργίαν, τὴν γενέτειραν τῆς ἀκηδείας, τῆς χαυνότητος, τῆς ἀμελείας καὶ πάσης κακίας καὶ προπαρασκευάσωσιν ἄνδρας κρατεροὺς πρὸς ὑπεράσπισιν τῶν δικαίων τῆς πατρίδος. Τοιοῦτος δέον νὰ ἢ ὁ σκοπὸς τῶν συλλόγων».
Ὅταν οἱ γυμναστικοὶ Σύλλογοι ἔχουν αὐτὸν τὸν σκοπό, νὰ γυμνάζουν τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ συμμέτρως, τότε κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχη ἀντίρρηση γιὰ τὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελοῦν. «Πῶς δυνάμεθα καὶ τὸν ἐλάχιστον νὰ ἐπιδείξωμεν ἐνδοιασμὸν περὶ τῆς ἐκ τῶν τοιούτων συλλόγων προσδοκομένης μεγάλης ὠφελείας, ὅταν βλέπωμεν τὸν νοῦν βουλευόμενον τὰ ἄριστα, τὸ δὲ σῶμα ἀκόπως ἐκτελοῦν τὰ καλῶς βεβουλευμένα;»
Δὲν σταματᾶ, ὅμως, μόνον στὸ νὰ τονίζη τὴν ἀξία τῶν Συλλόγων, ἀλλὰ προχωρεῖ στὸ νὰ ὑποστηρίξη τὴν ἄποψη ὅτι ἡ ἔλλειψη τέτοιων Συλλόγων εἶναι «μαρτύριον τῆς ἀτελοῦς ἀναπτύξεως» καὶ τῆς στερήσεως πολλῶν ἀγαθῶν. Ἐπαινεῖ δὲ τὴν Εὐρώπη ποὺ ἔχει καταλάβει τὴν ἀξία τῶν Συλλόγων. «Ἡ πεπολιτισμένη Εὐρώπη ἀριθμεῖ τοσούτους συλλόγους γυμναστικούς, ὧν τὸ πλῆθος ὑπερβαίνει τὸν ἀριθμὸν τῶν σχολείων. Ὁποίους δὲ ἀγλαοὺς καρποὺς ἀποφέρουσι, πάντες γινώσκομεν". Μετὰ τὴν ἀνάλυση τῶν σκέψεων τοῦ ὁ ἅγιος Νεκτάριος φθάνει στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Πολιτεία, οἱ δημοτικοὶ ἄρχοντες καὶ ἡ εὐποροῦσα τάξη πρέπει νὰ ὑποστηρίξουν τὴν δημιουργία τῶν γυμναστικῶν Συλλόγων γιὰ τὴν ἰσόρροπη ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου. Γράφει:
«Τὴν σπουδαιότητα καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῶν τοιούτων συλλόγων αἱ κοινωνίαι, κατανοήσασαι, ἐκθύμως αὐτοὺς ὑπεστήριξαν. Πρὸς ἐπίτευξιν δὲ τοῦ ἐπιδιωκομένου σκοποῦ δέον οἱ γυμναστικοὶ οὗτοι σύλλογοι νὰ τύχωσι τῆς προσηκούσης ὑποστηρίξεως, τῶν τε ἐπιτοπίων δημοτικῶν ἀρχῶν, τῶν πολιτευτῶν καὶ πάσης ἐν γένει τῆς κοινωνίας, μάλιστα δὲ τῆς εὐπορούσης τάξεως, ὅπως βαδίσωσιν ἀπροσκόπτως πρὸς τὸ στάδιον τοῦ ἀγῶνος καὶ ἐκπληρώσωσιν ἀσφαλῶς τὸν ὁποῖον προτίθενται μέγαν σκοπόν» .
Ἀπὸ τὴν παρουσίαση τῶν σκέψεων τοῦ ἁγίου Νεκταρίου ἐξάγονται τὰ ἀκόλουθα συμπεράσματα. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἔζησε σὲ μιὰ ἐποχὴ στὴν ὁποία ὑπῆρχε εὐφορία γιὰ τὴν δημιουργία γυμναστικῶν Συλλόγων, ὕστερα ἀπὸ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες τῆς Ἀθήνας τὸ 1896, γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς γυμναστικῆς καὶ τῆς σωματικῆς ἀθλήσεως. Αὐτό, ἄλλωστε, παρετηρεῖτο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ στὴν Εὐρώπη. Βλέποντας αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὁ ἅγιος Νεκτάριος δὲν τὸ ἀρνεῖται, δὲν τὸ κρίνει ἀρνητικά, δὲν τὸ σχολιάζει κριτικά, ἀλλὰ κάνει θετικὲς προτάσεις. Ἀναγνωρίζει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἀθλήσεως τοῦ σώματος, ἀλλὰ τονίζει ὅτι αὐτὸ πρέπει νὰ γίνεται σύμμετρα καὶ πάντως παράλληλα μὲ τὴν ἄσκηση τῆς ψυχῆς. Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ χρησιμοποιεῖ χωρίο τοῦ Ἀριστοτέλους, τὸ ὁποῖο σχολιάζει ἀπὸ πλευρᾶς ὀρθοδόξου. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ παρατηρεῖ κανεὶς ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ὅπως καὶ σὲ ὅλα τὰ κείμενά του, εἶναι καὶ ἡ εὐγένεια τοῦ χαρακτῆρος του καὶ ἡ ἐσωτερική του ἠρεμία καὶ πραότητα.
Ὁ τρόπος αὐτός μας δείχνει πῶς καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε στὴν κοινωνία μας, ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὰ τὰ φαινομενικὰ ἀρνητικὰ γεγονότα. Πρέπει νὰ ἐντοπίζουμε τὸ θετικὸ σημεῖο κάθε γεγονότος καὶ στὴν συνέχεια μὲ ἐπιχειρήματα, μὲ εὐγένεια νὰ οἰκοδομοῦμε το πῶς πρέπει νὰ γίνεται κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο γιὰ νὰ ἔχη εὐεργετικὰ ἀποτελέσματα.
Ἡ νοερὰ προπόνηση
Εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ ἀθλητὲς γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὸν σκοπὸ ποὺ ἔχουν θέσει, ἀγωνίζονται καθημερινά, προπονοῦνται μὲ τὴν ἐπίβλεψη εἰδικοῦ προπονητοῦ, κάτω βέβαια ἀπὸ τοὺς ἰδιαιτέρους προπονητικοὺς κανόνες.
Ὅπως ἐπίσης σὲ ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ τὰ θέματα αὐτὰ εἶναι γνωστὸν ὅτι ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπὸ τὴν ἑνότητα ψυχῆς καὶ σώματος, γι' αὐτὸ καὶ εἶναι ἀναγκαία ἡ καλὴ ψυχολογικὴ καὶ ψυχικὴ συγκρότηση τοῦ ἀθλητοῦ γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ του. Ἔτσι, μαζὶ μὲ τὶς σωματικὲς ἀσκήσεις, ὁ ἀθλητὴς κάνει καὶ ψυχολογικὲς ἀσκήσεις, ἤτοι ἀσκήσεις αὐτοσυγκεντρώσεως, προσοχῆς, καλῆς ψυχολογικῆς καταστάσεως κλπ. Ἡ προσπάθεια ἀποκτήσεως καλῆς ψυχολογικῆς καταστάσεως ἀποκαλεῖται νοερὰ προπόνηση.
Ἡ νοερὰ προπόνηση συνδέεται μὲ τὴν αὐτοσυγκέντρωση, γι' αὐτὸ καὶ μερικοὶ ἀθλητὲς ἐνδιατρίβουν καὶ μὲ τὸν ἀνατολικὸ διαλογισμό. Ὑπάρχουν δὲ καὶ περιπτώσεις ἀθλητῶν ποὺ καταφεύγουν καὶ σὲ Γκουροῦ, ὅπως τὸν Σαϊ Μπάμπα, γιὰ νὰ μάθουν τρόπους νοερᾶς προπόνησης, αὐτοσυγκέντρωσης, ἀγνοῶντας ὅμως ὅτι ἡ γιόγκα καὶ τὸ σύστημα αὐτοσυγκέντρωσης, ὅπως καλλιεργεῖται στὸν Βουδισμό, ἐντάσσεται μέσα στὸν ἀνατολικὸ μυστικισμὸ ποὺ ἔχει θρησκευτικὸ καὶ μάλιστα δαιμονικὸ χαρακτῆρα.
Σὲ παλαιότερο δημοσίευμα ἡ Νατάσα Μπαστέα στὴν ἐφημερίδα «τὰ Νέα» (13-8-1997) ἀναφέρεται στὸ θέμα αὐτὸ μὲ τίτλο «Ὁ γκουροῦ τῶν ἀθλητῶν». Γράφει στὴν ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου:
«Θὰ τὴν θυμᾶστε ἐκείνη τὴν σκηνή, πρὶν ἀπὸ ἕναν χρόνο στὴν Ἀτλάντα, ὅταν ἡ Νίκη Μπακογιάννη ἑτοιμαζόταν νὰ κάνει τὸ ἅλμα ποὺ τῆς χάρισε τὸ ἀσημένιο μετάλλιο στοὺς Ὀλυμπιακούς. Αὐτοσυγκεντρώθηκε, φίλησε τὸ δαχτυλίδι της καὶ ξεκίνησε... Τὸ δαχτυλίδι αὐτό της τὸ εἶχε χαρίσει ὁ Σάτια Σάϊ Μπάμπα, ἕνας Ἰνδὸς "ἄβαταρ" (ὅπως ὀνομάζεται στὴ μακρινὴ χώρα ἡ ἐνσάρκωση τοῦ θείου). Πολλοὶ ἄλλοι Ἕλληνες ἀθλητὲς καὶ μὴ ἔχουν ἐπισκεφθεῖ τὰ τελευταῖα χρόνια τὸ ἄσραμ του Σάϊ Μπάμπα καὶ ὁρισμένοι, ὅπως ὁ Λάμπρος Παπακώστας, παραδέχονται ἀνοιχτὰ ὅτι τοὺς ἔχει βοηθήσει νὰ βροῦν μιὰ ἐσωτερικὴ γαλήνη, ποὺ τοὺς βοηθᾶ ὄχι μόνο στὸν ἐπαγγελματικὸ τομέα ἀλλὰ καὶ στὴν ὑπόλοιπη ζωή τους.
Πρὶν ἀπὸ περίπου 3 χρόνια, ἕνας ἀθλητὴς τοῦ δεκάθλου προσκάλεσε τοὺς φίλους του νὰ ἐπισκεφθοῦν μαζί το Πουταπάρτι τῆς Νότιας Ἰνδίας, ὅπου βρίσκεται τὸ "ἄσραμ" του Σάϊ Μπάμπα. Στὴν παρέα ἐκείνη ἦταν ἡ Νίκη Μπακογιάννη, ἡ Νίκη Ξάνθου, ὁ Δημήτρης Χατζόπουλος καὶ ἄλλοι ἀθλητές. Τὴν ἴδια περίπου ἐποχὴ ἐπισκέφθηκαν τὸ ἄσραμ καὶ ὁ Λάμπρος Παπακώστας μὲ τὴν ἀρραβωνιαστικιά του. Ὁ Λάμπρος μάλιστα, φορᾶ ἕνα δαχτυλίδι παρόμοιο μὲ ἐκεῖνο τῆς Ν. Μπακογιάννη, "ὑλοποιημένα" καὶ τὰ δύο μπροστὰ στὰ μάτια τους ἀπὸ τὸν Ἰνδὸ ἄβαταρ. Οἱ "ὑλοποιήσεις" αὐτὲς εἶναι ἕνας τρόπος προσέλκυσης πιστῶν, σύμφωνα μὲ τοὺς ἐπικριτὲς τοῦ Μπάμπα, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τοὺς ὀπαδούς του εἶναι "δῶρα ποὺ συνηθίζουν νὰ δίνουν ὅλοι "φωτισμένοι" στοὺς πιστούς τους, σὰν εὐλογία»
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ τὴν θεολογία της μπορεῖ νὰ βοηθήση καὶ στὸ θέμα αὐτό. Κατ' ἀρχὰς πρέπει νὰ τονισθῇ ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει μιὰ ὁλόκληρη θεολογία γιὰ τὴν ἐξισορρόπιση τῶν ψυχικῶν καὶ σωματικῶν δυνάμεων, ὥστε ἡ ψυχὴ νὰ διευθύνη τὸ σῶμα καὶ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ διευθύνη τὴν ψυχή. Ἔτσι ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος κυβερνᾶται σωστά. Ἔπειτα ἡ ἠρεμία τῆς ψυχῆς, ἡ ἐγκράτεια καὶ σωφροσύνη, ἡ προσευχή, ἡ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους κλπ., βοηθοῦν τὸν ἀθλητὴ νὰ ἀποκτήση τὴν ψυχικὴ ἠρεμία καὶ τὴν ψυχοσωματικὴ ἰσορροπία.
Πέρα ἀπὸ αὐτὰ ὑπάρχει καὶ ὁ ἡσυχαστικὸς τρόπος ζωῆς, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ καθορίζει τὴν ἡσυχία ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης ὡς «ἐπιστήμη λογισμῶν». Ἕνας πνευματικὸς πατέρας μπορεῖ νὰ διδάξη αὐτὴν τὴν μέθοδο. Γι' αὐτὸ ὁ συνδυασμὸς τοῦ προπονητοῦ τοῦ σώματος καὶ τοῦ προπονητοῦ τῆς ψυχῆς, θὰ βοηθήση ὄχι ἁπλῶς νὰ ἐπιτύχη ὁ ἀθλητὴς ὑψηλὰ ρεκόρ, ἀλλὰ κυρίως νὰ γίνη ἄνθρωπος καὶ νὰ ἔχη βαθύτερο καὶ ὑψηλότερο νόημα ζωῆς.
Ἡ ἀπόκτηση νοήματος γιὰ τὴν ζωή
Ζῶντας μέσα στὴν πεπτωκυία κοινωνία εἶναι φυσικὸ νὰ ἀσχολούμαστε μὲ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ συνιστοῦν τοὺς λεγομένους δερματίνους χιτῶνες, δηλαδὴ τὴν φθαρτότητα καὶ τὴν θνητότητα, καὶ μέσα σὲ αὐτὰ μποροῦμε νὰ ἐντάξουμε καὶ τὴν ἄσκηση τοῦ σώματος, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὴν γυμναστικὴ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε διάφορα προβλήματα ποὺ ἀναφύονται καὶ στὸ σῶμα καὶ γιὰ τὴν ἐξισορρόπιση μεταξὺ σωματικῶν καὶ ψυχικῶν δυνάμεων. Ὅμως δὲν μποροῦμε ποτὲ νὰ ξεχάσουμε ὅτι ὁ Χριστιανὸς μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὴν ὅλη του παρουσία μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἕνα ἄλλο ὑψηλὸ στόχο καὶ ὑψηλὸ νόημα ζωῆς. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἐξαντλῆται μόνον σὲ χαμηλὰ νοήματα καὶ δὲν θέτη ὑψηλὸ στόχο καὶ νόημα, τότε ἀποπροσανατολίζεται καὶ πλανᾶται. Καὶ ἐδῶ ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «εἴτε οὗν ἐσθίετε εἴτε πίνετε εἴτε τί ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε» (Ἂ´ Κόρ. ἰ´, 31). Καθὼς ἐπίσης ἰσχύει καὶ ὁ ἄλλος λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι "ἡ γὰρ σωματικὴ γυμνασία πρὸς ὀλίγον ἐστὶν ὠφέλιμος, ἡ δὲ εὐσέβεια πρὸς πάντα ὠφέλιμός ἐστιν, ἐπαγγελίας ἔχουσα ζωῆς της νῦν καὶ τῆς μελλούσης" (Ἂ´ Τίμ. δ´, 8)
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ μὲ συντομία σ' ἕνα κείμενο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης ποὺ ἐπιγράφεται: «Περὶ τοῦ τί το τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα» στὸ ὁποῖο κάνει λόγο γιὰ τὸ ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ Χριστιανοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στὸ κείμενο αὐτὸ ἀρχίζει μὲ τὸν ἐντοπισμὸ ὅτι, γιὰ νὰ δοῦμε ποιό εἶναι τὸ πραγματικὸ ἐπάγγελμα τοῦ Χριστιανοῦ πρέπει νὰ ἐξετασθῇ τί σημαίνει τὸ ὄνομα Χριστός. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο γιατί ἔτσι ὁ Χριστιανὸς θὰ ἀνταποκρίνεται στὸ νόημα τοῦ ὀνόματος ποὺ λαμβάνει, ὅπως ὁ γιατρός, ὁ ρήτορας καὶ ὁ γεωμέτρης δὲν θὰ ἤθελε νὰ ἀποδειχθῇ ὅτι δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὸ ὄνομά του καὶ τὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελεῖ καὶ μὲ τὴν ἀπαιδευσία του νὰ διαψεύση τὴν ἐπωνυμία του. Μάλιστα στὸ σημεῖο αὐτὸ χρησιμοποιεῖ καὶ ἕνα καταπληκτικὸ παράδειγμα ποὺ τὸ λαμβάνει ἀπὸ τὸν Λουκιανό.
Κάποιος θαυματοποιὸς στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐκπαίδευσε ἕνα πίθηκο γιὰ νὰ κάνη κινήσεις ποὺ θὰ ἔκανε ἕνας ἄνθρωπος. Καὶ ἀφοῦ τοῦ φόρεσε ἕνα προσωπεῖο τῶν χορευτῶν καὶ ἕνα κατάλληλο ροῦχο τὸν ἔμαθε νὰ κάνη ἐκπληκτικὰ νούμερα. Ὅλοι ἀποροῦσαν πῶς ἕνας ἄνθρωπος ἔκανε τέτοιες φανταστικὲς κινήσεις. Ὅμως κάποιος θεατὴς ποὺ κατάλαβε τὴν ἀπάτη καὶ θέλησε νὰ ἀποκάλυψη τὴν ἀλήθεια πέταξε μέσα στὴν ὀρχήστρα μερικοὺς ξηροὺς καρποὺς οἱ ὁποῖοι ἐρεθίζουν τὴν λαιμαργία τῶν πιθήκων. Ἀμέσως τότε ὁ πίθηκος, βλέποντας τὰ ἀμύγδαλα, ξέχασε τὰ πάντα καὶ τὸν χορὸ καὶ τὰ χειροκροτήματα, καὶ τὰ ροῦχα καὶ ὅρμησε σὲ αὐτά. Καὶ μάλιστα ἐπειδὴ ἡ μάσκα, τὸ προσωπεῖο ἐμπόδιζε τὸν πίθηκο νὰ φάγη τὰ ἀμύγδαλα, γι' αὐτὸ ξέσκισε τὴν προσωπίδα, τὸ προσωπεῖο καὶ ἀμέσως φάνηκε τὸ πραγματικό του πρόσωπο, ὅτι ἀντὶ γιὰ ἄνθρωπος ἦταν πίθηκος. Αὐτὸ ἔκανε τοὺς θεατὲς ἀντὶ νὰ ἐκφράσουν τὸν ἔπαινο καὶ τὸν θαυμασμὸ γιὰ τὰ ὅσα ἔκανε προηγουμένως, νὰ ξεσπάσουν σὲ γέλωτα, καθὼς φάνηκε ὁ πίθηκος «εἰδεχθῶς καὶ γελοίως ἐκ τῶν τοῦ προσωπείου λειψάνων».
Ὅπως ὁ πίθηκος παρὰ τὴν προσπάθεια νὰ φανῇ ἄνθρωπος ἀποκαλύφθηκε λόγῳ τῆς λαιμαργίας τοῦ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν διαμορφώνουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὴν πίστη, ἀλλὰ θὰ λέγαμε βάζουν μιὰ μάσκα ἢ ἕνα προσωπεῖο, θὰ ἀποκαλυφθοῦν εὔκολα μὲ τὰ δολώματα τοῦ διαβόλου. Οἱ Χριστιανοὶ ποὺ βάζουν προσωπεῖα σωφροσύνης ἢ κάποιας ἄλλης ἀρετῆς καὶ ὑποκρίνονται τὸν Χριστιανό, σὲ μιὰ στιγμὴ ἀδυναμίας καὶ ἐκφράσεως τῶν παθῶν, θὰ δείξουν τὴν ἐσωτερική τους κατάσταση, γιατί τὰ πάθη «εἰς ἔλεγχον ἄγει τὰς πηθικώδεις ψυχάς». Ἔτσι ἐκεῖνος ποὺ ὑποδύεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ, ἀλλὰ δὲν ἀποδεικνύει στὸν βίο του ὅτι ἀνταποκρίνεται στὸ ὄνομα αὐτό, αὐτὸς κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ πιθήκου διαψεύδει τὸ ὄνομά του καὶ «προσωπεῖον ἄψυχον ἀνθρωπίνῳ χαρακτῆρι μεμορφωμένον περιθεὶς τῷ πιθήκῳ».
Προσδιορίζοντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι Βασιλεὺς καί, βεβαίως, αὐτὸ τὸ ὄνομα δείχνει τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει πολλὲς ὑψηλὲς ἰδιότητες, ὅπως τὴν δικαιοσύνη, τὴν σοφία, τὴν δύναμη, τὴν ἀλήθεια, τὴν ἀγαθότητα, τὴν ζωή, τὴν ἀφθαρσία, τὸ ἀμετάβλητο, τὸ ἀναλλοίωτο καὶ ἄλλες ὑψηλὲς ἔννοιες. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ ὅσοι συνδέονται μὲ τὸν Χριστὸ πρέπει νὰ ἀποκτήσουν ὅλες αὐτὲς τὶς ἔννοιες. Γι' αὐτὸ καὶ ἕνας ὁρισμὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι «ὅτι Χριστιανισμὸς ἐστι τῆς θείας φύσεως μίμησις».
Ἔτσι ὑψηλὸς εἶναι ὁ στόχος καὶ ὑψηλὸ εἶναι τὸ ὄνομα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ. Αὐτὸς ὅμως ὁ στόχος δὲν εἶναι «ὑπέρογκος» καὶ δὲν ὑπερβαίνει «τὴν τῆς φύσεως ἡμῶν ταπεινότητα». Καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωση Θεοῦ καὶ ἑπομένως ὁ ὁρισμὸς ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι μίμηση τῆς θείας φύσεως «οὐκ ἐξῆλθε τὰ μέτρα τῆς φύσεως ἡμῶν». Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις καὶ ἐκεῖ πρέπει νὰ ἐπανέλθη.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ζῇ μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις μὲ τὶς ὁποῖες ἔχει δημιουργηθῇ καὶ ἔχει ἀναδημιουργηθῇ μὲ τὴν σύνδεσή του μὲ τὸν Χριστό, τότε ὑφίσταται πολλὲς τραγικὲς συνέπειες στὴν ζωή του. Ὅπως ὁ ζωγράφος ποὺ καλεῖται νὰ ζωγραφίση τὸ πρόσωπο τῆς βασίλισσας ἢ τοῦ βασιλιᾶ ἂν δὲν τὸ ἐπιτύχη, ἀλλὰ κατασκευάση ἕνα δύσμορφο πρόσωπο, τότε δικαίως θὰ προκαλέση τὴν ὀργὴ τοῦ βασιλιᾶ, ἔτσι καὶ ὁ Χριστιανὸς ἂν δὲν δεχθῇ τὸν λόγο τοῦ μυστηρίου καὶ δὲν ἔχει πολιτευθῇ σύμφωνα μὲ αὐτὸ θὰ διαστρεβλώση τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὴν τὴν διαστρεβλωμένη εἰκόνα θὰ τὴν ἀποδίδη στὸν Θεό, μὲ φοβερὲς συνέπειες. Ἀκόμη ὁ Χριστιανὸς ποὺ δὲν ἀνταποκρίνεται καὶ δὲν ἀλλοιώνεται ἀπὸ τὸν Χριστό, καὶ λαμβάνει τὶς μορφὲς τῶν θηρίων, γιατί θηρία εἶναι οἱ διαστροφὲς τῆς φύσεώς μας, θὰ γίνη αἰτία νὰ κατηγορῆται ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.
Βεβαίως τίθεται τὸ ἐρώτημα πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ ἀνθρώπινη ταπεινότητα νὰ ἐπεκταθῇ μέχρι τὴν θεία μακαριότητα, πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ γήϊνος ἄνθρωπος νὰ γίνη ὅμοιος μὲ τὸν οὐράνιο, ἀφοῦ ἡ διαφορὰ τῶν φύσεων (ἀνθρωπίνης καὶ θείας) δείχνει «τὸ ἀνέφικτον τῆς μιμήσεως». Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθῇ ἡ ἀνθρώπινη φύση μὲ τὴν θεία φύση, ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ μιμούμαστε στὸν ἀνθρώπινο βίο τὶς ἀγαθὲς ἐνέργειες. Καὶ μίμηση τῆς θείας φύσεως εἶναι το νὰ εἴμαστε ἀλλοτριωμένοι ἀπὸ κάθε κακία καὶ ὅσο, βεβαίως, εἶναι δυνατὸν νὰ εἴμαστε καθαροὶ ἀπὸ τοὺς μολυσμοὺς ὡς πρὸς τὴν πράξη, τὸν λόγο καὶ τὴν σκέψη.
Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ἔσεσθε οὗν ὑμεῖς τέλειοι, ὦσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν» (Μάτθ. ἔ´, 48) δὲν ἐννοεῖ τὸν οὐρανὸ ὡσὰν κάποια ἰδιαίτερη κατοικία, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἐνέργεια Τοῦ βρίσκεται σὲ ὅλη τὴν γῆ, ἀλλὰ οὐράνια ζωή, εἶναι ἡ ζωὴ ἡ ἀπηλλαγμένη ἀπὸ κάθε κακία. Ἑπομένως, ὁ Χριστὸς ποὺ μᾶς προστάζει νὰ μιμηθοῦμε τὸν οὐράνιο Πατέρα μας προστάζει νὰ μένουμε καθαροὶ ἀπὸ τὰ γήϊνα πάθη «ὧν ἡ ἀπόστασις οὐ διὰ τοπικῆς μεταβάσεως, ἀλλὰ διὰ προαιρέσεως ἐνεργεῖται μόνης».
Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ κακὸ γίνεται μὲ τὴν ὁρμὴ τῆς διανοίας, γι' αὐτὸ καὶ τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν εἶναι ἐπίπονο, διότι δὲν εἶναι συνδεδεμένος ὁ κόπος μὲ τὴν ὁρμὴ τῆς διανοίας. Ἑπομένως ἡ οὐράνια διαβίωση εἶναι εὔκολη σὲ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ τὴν πραγματοποιεῖ καὶ στὴν γῆ. Ὁ Χριστὸς μᾶς παραγγέλλει: «μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσι οὐδὲ κλέπτουσιν» (Μάτθ. κέφ. στ´, 19-20). Ἔτσι θὰ πρέπη νὰ μεταφέρουμε τὶς ἐπιχειρήσεις μας στὸν οὐρανὸ «ἐκεῖ μεταθετέον τὴν ἐμπορίαν, ἐν ἢ τὸ θησαυρισθὲν οὐ μόνον ἄσυλόν τε καὶ ἀμείωτον εἰς ἀεὶ διαμένει, ἀλλὰ καὶ σπερμάτων δίκην ἐπὶ τὸ πολλαπλάσιον κατεργάζεται τὴν ἐπαύξησιν».
Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης ὁ σκοπὸς καὶ τὸ ὑψηλὸ νόημα τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι νὰ μιμηθῇ τὴν θεία φύση, ποὺ σημαίνει ἀναλυτικά, νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ οἱ ἰδιότητες τοῦ Χριστοῦ νὰ γίνουν καὶ δικές του ἰδιότητες, νὰ ὁμοιωθῇ μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὸ προϋποθέτει το νὰ ἀποβάλη ὁ ἄνθρωπος τὸ προσωπεῖο τοῦ καλοῦ Χριστιανοῦ καὶ νὰ ἀποκτήση τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο τοῦ Χριστιανοῦ.
Τὸ δὲ παράδειγμα τοῦ πιθήκου μπορεῖ νὰ χρησμοποιηθὴ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἀθλητοῦ ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ ἐδῶ. Ὁ ἀθλητὴς δὲν μπορεῖ καὶ δὲν πρέπει νὰ ἐκπαιδεύεται μόνον γιὰ νὰ ἐπιτύχη ὑψηλὲς ἐπιδόσεις, παραθεωρῶντας ὅμως τὸ πραγματικό του ἐσωτερικὸ πρόσωπο. Ἂν πράγματι κατορθώση νὰ ἐπιτύχη ὑψηλὰ ἐπιτεύγματα, ἀλλὰ ταυτόχρονα τὰ πάθη μέσα του ὀργιάζουν, τότε σὲ κάποια στιγμὴ ὅταν θὰ πέσουν τὰ φῶτα τῆς δημοσιότητος, ἢ ὅταν ἐκδηλωθοῦν ἀπὸ κάποια αἰτία καὶ ἀφορμὴ τὰ πάθη ἢ ὅταν βρεθῇ μπροστὰ σὲ ὑπαρξιακὰ ὁριακὰ προβλήματα, θὰ φανῇ ὁ πραγματικὸς ἑαυτός του, ἀφοῦ θὰ καταπέση τὸ ἐξωτερικὸ προσωπεῖο καὶ τότε θὰ γίνη σὰν τὸν πίθηκο τοῦ παραδείγματος, καταγέλαστος. Γι' αὐτὸ ἀπαιτεῖται παράλληλα μὲ τὴν σωματικὴ ἄσκηση καὶ ἡ ψυχική, πνευματικὴ ἄσκηση.
Συμπέρασμα
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσή Τοῦ καί, βεβαίως, ἡ φύση του ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα. Τὸ σῶμα δὲν ἀπολυτοποιεῖται οὔτε περιφρονεῖται. Ὑπάρχει περίπτωση ὁ ἄνθρωπος νὰ φθάση στὴν σωματολατρεία καὶ ὑπάρχει περίπτωση νὰ φθάση στὸν μανιχαϊσμό. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ εἶναι ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀθλοῦμε τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, ἐξασκούμαστε στὴν ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ἄθληση, ἀλλὰ ὁ ὑψηλὸς σκοπὸς εἶναι ἡ πνευματικὴ ὁλοκλήρωσή μας, ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸν Χριστό. Ὅταν κανεὶς ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστὸ ὅλες οἱ δραστηριότητες στὴν ζωή του ἀξιοποιοῦνται κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο, ἐνῷ ὅταν κανεὶς ἀσχολεῖται μὲ πολλὰ ἄλλα, χωρὶς νὰ ἱκανοποιῇ αὐτὸν τὸν βαθύτερο ὀντολογικὸ σκοπό του, τότε αἰσθάνεται πεινασμένος καὶ διψασμένος ὑπαρξιακὰ καὶ στερημένος νοήματος ζωῆς, ἄρα βιώνει ἕνα ὑπαρξιακὸ κενό.
- Προβολές: 3636