Γράφτηκε στις .

Μαρίας Κουτούση-Σύψα: Χριστούγεννα μὲ τοὺς ἥρωες τοῦ Παπαδιαμάντη

Μαρίας Κουτούση-Σύψα, φιλολόγου

Ἀπὸ τὸ διήγημά του "Ἡ Ντελησυφέρω"

 

Μαρίας Κουτούση-Σύψα: Χριστούγεννα μὲ τοὺς ἤρωες τοῦ Παπαδιαμάντη

Ὁ Παπαδιαμάντης, βαθιὰ θρησκευτικὸς καὶ μὲ πλατιὰ γνώση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, μᾶς ἄφησε ὑπέροχα χριστουγεννιάτικα διηγήματα, καθὼς βέβαια καὶ Πρωτοχρονιάτικα καὶ Πασχαλινά. Μάλιστα κάποιοι τὸν ἐπέκριναν, γιατί ἐπέμενε τόσο πολὺ σὲ θρησκευτικοῦ περιεχομένου διηγήματα. Ὡστόσο ὁ ἴδιος τοὺς ἀπαντᾶ: "Τὸ ἐπ' ἐμοὶ ἐν ὅσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονώ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε ἴδίώς κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ' ἔρωτος τὴν φῦσιν, νὰ ζωγραφὼ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη. Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου Ἱερουσαλήμ, ἐπιληθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσα μοῦ τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μὴ σοῦ μνησθῶ".

Μέσά σ' αὐτὰ τὰ διηγήματα, ὅπως ἐξάλλλου σ' ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη, συναντᾶμε ἀνθρώπους ἁπλούς, ταπεινούς, καλωσυνάτους, βασανισμένους, ἀλλὰ καὶ ἀγωνιστικούς, κάποτε μάλιστα καὶ γραφικούς, ποὺ προκαλοῦν τὴ θυμηδία στὸν ἀναγνώστη μὲ τὶς παιδιάστικες σχεδὸν ἀδυναμίες τους ἢ τὶς προλήψεις καὶ ἰδιαιτερότητές τους. Εἶναι καὶ αὐτές, πιστεύει ὁ Παπαδιαμάντης, δεμένες μὲ τὴ ζωὴ καὶ δὲν ἀπομακρύνουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ πίστη.

Ὁ Παπαδιαμάντης τοὺς βλέπει μὲ τὸ μάτι τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ξέρει νὰ ἀγαπάη τὸν ἄνθρωπο, γνωρίζει τὰ βάσανά του, μπορεῖ νὰ διαβάση τὴν ψυχή του. Τοὺς βλέπει μὲ κατανόηση, σχεδὸν μὲ τρυφερότητα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ μάτι τοῦ τεχνίτη. Ἰδιαίτερα τὸν συγκινοῦν οἱ πονεμένες γυναῖκες, οἱ χτυπημένες ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν παύουν νὰ ἀγωνίζονται, νὰ παλεύουν γι' αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν, νὰ διεκδικοῦν τὸ μερίδιό τους στὴ ζωή, ἔστω κι ἂν κάποτε φαίνονται σκληρές, ἴδιόρρυθμές ἴσως καὶ γραφικές.

Μιὰ τέτοια γυναῖκα - ἠρωΐδα τοῦ διηγήματος - εἶναι ἡ θειὰ Μαριὼ ἡ Χρήσταινα - ἡ Ντελησυφέρω. Γυναῖκα μὲ ἀγωνιστικό, σχεδὸν ἀντρικό, φρόνημα βλέπει τὴ ζωὴ σὰν ἕναν πόλεμο, τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ κερδίση πάσῃ θυσίᾳ. Πολεμάει μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι της, ἄνδρας καὶ γυναῖκα μαζί, μάνα καὶ πατέρας, πάππος καὶ μάμμη, ἀφοῦ οἱ τραγικὲς συγκυρίες τῆς ζωῆς της τὴν ἄφησαν πρῶτα χήρα νὰ μεγαλώνη τὰ ὀρφανὰ παιδιά της καὶ ἀργότερα χαροκαμένη μάνα νὰ μεγαλώση μέσα σὲ ἀντίξοες συνθῆκες τὰ ὀρφανὰ ἐγγόνια της. Πόλεμος νὰ ἐπιβληθῇ μέσα στὸ σπίτι της, πόλεμος γιὰ νὰ βρῇ τὸ δίκιο της στὴ γειτονιά, στὴν ἀγορά, στὰ δημόσια γραφεῖα. Πόλεμος ἀκόμα καὶ στὴν Ἐκκλησία... γιὰ τὸ στασίδι της, τὴ θέση της, "τὴν ἀράδα της". Καμιὰ ἄλλη δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὸ καταλάβη. Εἶναι σχεδὸν ἰδιοκτησία της, τὴν ὁποία μὲ κάθε τρόπο πρέπει νὰ διαφυλάξη. Ἐξ οὗ καὶ τὸ παρεγκώμι "Ντελησυφέρω", ποὺ τῆς κόλλησαν οἱ ἄλλες γυναῖκες. Ποιά τολμοῦσε νὰ τὰ βάλη μαζί της, γνωρίζοντας μάλιστα ὅτι εἶναι ἱκανὴ νὰ δείρη ἀκόμη καὶ ἄνδρες;

Ἐκεῖνα τὰ Χριστούγεννα ἡ καμπάνα ποὺ καλοῦσε τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων χτύπησε τόσο νωρίς - βαθιὰ μεσάνυχτα - ποὺ βρῆκε τὴ θεια-Μαριώ, τὴ Χρήσταινα - τὴ Ντελησυφέρω - ἀπροετοίμαστη. Αὐτὴ ποὺ ἄλλες φορές, μιὰ ὥρα πρὶν σημάνη ἡ καμπάνα, ἦταν στολισμένη καὶ πανέτοιμη, γιὰ νὰ φτάση ἔγκαιρα στὸ γυναικωνίτη καὶ νὰ καταλάβη τὸ στασίδι της. Βιασύνη καὶ ἀγωνία τὴν κυρίευσε, φοβούμενη μήπως κάποια ἀπὸ αὐτὲς ποὺ μιὰ δυὸ φορὲς τὸ χρόνο πᾶνε στὴν Ἐκκλησία, πιὸ πολὺ ἀπὸ συνήθεια ἢ γιὰ νὰ δείξουν τὰ στολίδια τους χρονιᾶρες μέρες, προλάβη καὶ καταλάβη τὴ θέση της. Φουριόζα καὶ ἑτοιμοπόλεμη ξεκινάει γιὰ τὴν ἀκολουθία τῆς Γέννησης Ἐκείνου, γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ ἄγγελοι ἔψαλαν τὸ "Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη". Εὐτυχῶς, τὸ θαῦμα ἔγινε ἐκεῖνα τὰ Χριστούγεννα καὶ ἐπικράτησε εἰρήνη καὶ στὸ διαμέρισμα τῶν γυναικῶν, ἐφόσον τὸ ὄντως καταληφθὲν ἀπὸ κάποια νεαρὴ γυναῖκα στασίδι, παραχωρήθηκε ἄμεσα στὴ μαχητικὴ θεια-Μαριώ, τῆς ὁποίας ἐξάλλου οἱ ἄγριες διαθέσεις ἦταν ζωγραφισμένες στὸ βλοσυρὸ καὶ ἀπειλητικὸ βλέμμα της. Ἔτσι, γαλήνεψε ἡ καρδιὰ τῆς παράξενης μὲν καὶ ἰδιότροπης, φιλακόλουθης δὲ καὶ φιλέορτης γυναίκας, τὴν ὁποία, Κύριος οῖδεν, πόσο στήριξε τὸ στασίδι ἐκεῖνο τῆς προσευχῆς στὰ τρομερὰ πλήγματα ποὺ δέχτηκε στὴ ζωή της.

Ἐνῷ, λοιπόν, στὴ χριστουγεννιάτικη Ἀκολουθία ἐξελίχθηκαν ὅλα ὁμαλὰ στὸ γυναικωνίτη, μὲ τὴ Ντελησυφέρω νὰ ἔχη καταλάβει ἀμαχητὶ τὸ στασίδι της, στὴ συνέχεια ἡ φιλοπαίγμων ματιὰ τοῦ Παπαδιαμάντη πέφτει πάνω σὲ δυὸ παράξενους γέρους, σὲ μιὰ ἄλλη γωνιὰ τοῦ Ναοῦ, τὸ γερο-Νταραδῆμο καὶ τὸν καπετάν-Γιῶργο, τὸν Κονόμο. Ὁ πρῶτος ἀνήκει στὴν κατηγορία ἐκείνων τῶν χριστιανῶν ποὺ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν ἔχουν τὴ συνήθεια νὰ προφέρουν φωναχτὰ τὶς εὐχὲς ποὺ ἀναπέμπει ὁ ἱερέας, καὶ μάλιστα πρὶν ἀπ' αὐτόν, ἢ νὰ προλαβαίνουν τοὺς ψάλτες, ἄλλος ἀπὸ ὑπέρμετρο ζῆλο καὶ ἄλλος ἀπὸ διάθεση ἐπίδειξης τῶν φωνητικῶν του ἱκανοτήτων ἢ τῆς γνώσης τοῦ περιεχομένου τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Ὁ καπετάν-Γιῶργος, ὁ Κονόμος, πάλι ἀνήκει σ' αὐτοὺς ποὺ ἐνοχλοῦνται καὶ ἀντιδροῦν καὶ καμιὰ φορὰ δημιουργοῦν φαιδρὲς καταστάσεις, μὴ συνάδουσες μὲ τὴν κατανυκτικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ χώρου.

Ὁ γερο-Νταραδῆμος, λοιπόν, κατὰ τὴ συνήθειά του, μὲ δυνατὴ φωνὴ προλάβαινε καὶ καθοδηγοῦσε σὰν ὑποβολέας τὸν ἱερέα καὶ τοὺς ψάλτες, ἐνῷ ὁ γερο-Κονόμος μὴ ἀνεχόμενος αὐτή του τὴ μανία στρεφόταν στοὺς χριστιανοὺς ποὺ βρίσκονταν κοντά του καὶ τὸν κορόϊδευε λέγοντας: "Τ' ἀκοῦτε χριστιανοί...τ' ἀκοῦτε καὶ δὲν ξέραμε νὰ τὸν παίρναμε ἀποβραδὶς στὰ σπίτια μας νὰ μᾶς τὰ πῇ ὅλα!...θά γλιτώναμε ἀπ' τὸν κόπο νὰ 'ρθουμε στὴν Ἐκκλησία". Ὅπως ἦταν φυσικό, γέλιο πνιχτὸ ἀκολούθησε τὸ σχόλιο ἀπὸ τοὺς παρεστῶτες χριστιανούς. Ὡστόσο ὁ Νταραδῆμος συνέχιζε νὰ ψάλλη μεγαλοφώνως μαζὶ μὲ τοὺς ψάλτες καὶ ὁ γερο-Κονόμος νὰ σχολιάζη προκαλῶντας ἀκούσια μειδιάματα στὸ ἐκκλησίασμα: "Τὸν ἀκοῦτε, βρὲ παιδιά... ἀνόητοι ποὺ πᾶν καὶ κοπιάζουν γιὰ νὰ μάθουν ψαλτικά....δέν τὸν παίρνουν δάσκαλο νὰ τοὺς μάθη τζάμπα". Καὶ ὅταν, πρὶν ὁ ἱερέας ἐκφωνήση "Σὺ γὰρ εἶ ὁ Βασιλεὺς τῆς εἰρήνης....." ἄρχισε ὁ Νταραδῆμος νὰ ἐκφωνῇ τὴν εὐχή, ὁ γερο-Κονόμος συγκεφαλαίωσε: "Τ' ἀκοῦτε χριστιανοί; δύο λειτουργίες κάνουμε τώρα... πᾶνε καὶ σκοτίζονται καὶ πληρώνουν, γιὰ νὰ γίνουν παπᾶδες... δὲν βάζουν τὸ Νταραδῆμο, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος καὶ παπᾶς καὶ διάκος καὶ ψάλτης". Ἀπτόητοι οἱ δύο "ἀθεόφοβοι" συνεχίζουν ὁ καθένας το τροπάρι του ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα τῆς θείας Κοινωνίας! Ὅταν καὶ πάλι ὁ Νταραδῆμος προηγήθηκε τοῦ ἱερέως στὸ "Μετὰ φόβου Θεοῦ πίστεως......", ὁ γερο-Κονόμος γύρισε λοξὰ πρὸς τὸ μέρος του, ἔκανε μισὸ σταυρὸ ἐπιλέγοντας: "Κύριε ἐλέησον!.... προσκυνᾶτε, χριστιανοί... καταδῶ, κατὰ τὸν Νταραδῆμο γυρίστε!". Καὶ προχώρησε γιὰ νὰ λάβη τὸ ἀντίδωρο.

Μετὰ τὸ πέρας τῆς ἀκολουθίας οἱ τρεῖς γραφικοὶ χριστιανοί, οἱ δύο γέροντες καὶ ἡ κυρα-Μαριώ, ἡ Χρήσταινα - ἡ Ντελησυφέρω - σκοτάδι ἀκόμα, κατευθύνονται πρὸς τὰ σπίτια τους μέσα στὸ χιόνι καὶ στὸν παγωμένο βοριᾶ ἐκείνου τοῦ πρωϊνοῦ τῶν Χριστουγέννων. Ὡστόσο οἱ καρδιές τους, οἱ ἁπλὲς καὶ ἀνεπιτήδευτες εἶναι ζεστές. Ἀνταλλάσσουν εὐχὲς καὶ ὁ γερο-Κονόμος, σὰν νὰ αἰσθανοταν κάποιες τύψεις γιὰ τὰ πειράγματά του πρὸς τὸν αὐθόρμητο Νταραδῆμο, τὸν καλεῖ στὸ σπίτι του νὰ τοῦ προσφέρη σούπα καὶ λουκουμᾶδες, ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ἡ γερόντισσά του. Ἡ κυρα-Μαριὼ προθυμοποιήθηκε νὰ πάρη μέρος καὶ αὐτὴ στὴν ὁμήγυρη φέρνοντας ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς τηγανίτες. Κοντὰ στὴ γλυκιὰ θαλπωρὴ τῆς ἀναμμένης φωτιᾶς μὲ τὴν καρδιὰ ἀνάλαφρη ἀπὸ τὸ χαρμόσυνο γεγονὸς τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ, ἀπολαμβάνοντας τὰ λαχταριστὰ ἐδέσματα καὶ τὴν ἀρωματικὴ καὶ χαλαρωτικὴ μαστίχα, ὁ γερο-Κονόμος δὲν ἄντεξε νὰ μὴν πειράξη - καλοπροαίρετα τώρα - γιὰ μιὰ τελευταία φορὰ τὸν Νταραδῆμο: "Θὰ μᾶς πῇς τώρα καὶ κανένε τροπάρι γιὰ τὴν καλὴ χρονιά; Μὴν ἐξέχασαν κανένα οἱ ψαλτάδες καὶ δὲν τὸ εἶπαν;" Καὶ ὁ ἁπλοὺς τὴ καρδία Νταραδῆμος τὸν ἀφήνει ἄναυδο: "Ἀληθινὰ ἀπαράτησαν ἕνα Μεγαλυνάριο, δὲν ξέρω πῶς τοὺς ἦρθε: Καὶ ἄρχισε νὰ ψάλλη: "Μεγάλυνον ψυχή μου, τὴν ἁγνὴν Παρθένον, τὴν γεννησαμένην Χριστὸν τὸν Βασιλέα".

Μυστήριον ξένον.....σχολιάζει ὁ Παπαδιαμάντης κλείνοντας τὸ διήγημά του. Μυστήριον ξένον ἡ γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, μυστήριον ξένον καὶ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή. Τὰ βάθη της μόνον Ἐκεῖνος ποὺ τὴν ἔπλασε μπορεῖ νὰ τὰ γνωρίζη.