Κύριο θέμα: Η σάρκωση του Φωτός και η αφή της φλόγας - “Πυρός προσκύνησιν παύσασα”

Η επιλογή της εορτής του Ευαγγελισμού ως εθνική εορτή για την απελευθέρωση της Ελλάδας δεν ήταν τυχαία· οι Έλληνες θέλησαν να συνδέσουν την αρχή της εθνικής τους ελευθερίας με την αρχή της ελευθερίας του ανθρώπου, που είναι η Σάρκωση (Σύλληψη) του Θεού Λόγου στην μήτρα της Θεοτόκου.

Πιθανόν να μην είναι τυχαία και η επιλογή της ημέρας του Ευαγγελισμού για την “αφή της φλόγας”, μια επιλογή που προξένησε αρκετές αντιδράσεις και τελικά τροποποιήθηκε μέχρι την εφαρμογή της. Τυχαίο γεγονός, συμβολισμός η θρησκευτική πράξη; Όπως και να έχη, μας προκαλεί να καταθέσουμε μερικές σχετικές σκέψεις, και για τον πρόσθετο λόγο ότι παρατηρείται μια προσπάθεια ωραιοποίησης η και επαναφοράς του ειδωλολατρικού παρελθόντος μας, με την προβολή συμβόλων, ιδεών και ανθρωποκεντρικών αρετών ως υπέρτατων αξιών, χωρίς, βεβαίως, να λείπουν και άλλες ακραίες εκδηλώσεις.

 *

Το πυρ – φωτιά (ένα από τα τέσσερα συστατικά της φύσεως, κατά τους φυσικούς φιλοσόφους), με την διπλή ιδιότητά του (καυστική και φωτιστική) προσκυνήθηκε ποικιλοτρόπως από τον άνθρωπο στα διάφορα στάδια θρησκευτικής και πολιτιστικής του εξέλιξης:

Στην πρώιμη θρησκευτικότητα παρατηρήθηκε η πυρολατρεία, όταν το πυρ ως μια τρομερή και ανεξέλεγκτη δύναμη της φύσεως θεωρήθηκε ιερό στοιχείο θεϊκής δυνάμεως.

Όταν η φυσική του δύναμη τέθηκε υπό τον έλεγχο του ανθρώπου και στην υπηρεσία του (με την κλοπή του από τους θεούς υπό του Προμηθέως και την απόδοσή του στον άνθρωπο), τότε το πυρ “προσκυνήθηκε” ως στοιχείο - σύμβολο της ανθρωπίνης δυνάμεως.

Με την φωτιστική του ιδιότητα συμβόλισε την ψυχική γαλήνη, την λογική, την ηθική τάξη του κόσμου, την σοφία, την γνώση, την ομόνοια. Αγαπήθηκε ως σύμβολο του υψηλού και ανωτέρου από μύστες, καλλιτέχνες, φιλοσόφους η ακόμη συνδέθηκε με την οικογενειακή θαλπωρή (εστία).

Σ' αυτήν την αντίληψη περί του πυρός εντάσσεται ίσως και ο συμβολισμός της ολυμπιακής φλόγας, καθότι συμβολίζει την συναδέλφωση των λαών, την ειρήνη, τα “υψηλά” ιδανικά.

Το πυρ για το οποίο γίνεται λόγος στην Εκκλησία μας —το οποίο ήλθε να ανάψη στην γη ο Κύριος κατά τον λόγο Του “πυρ ήλθον βαλείν επί την γην”— έχει “ιδιότητες” που το διαφοροποιούν πλήρως από το υλικό η νοητό πυρ-φως, εκ των οποίων μνημονεύουμε τις εξής:

—είναι πραγματικό, όχι συμβολισμός η τύπος η ιδέα,

—είναι θείο, άκτιστο και ανέσπερο,

—είναι δημιουργικό και σωτήριο

—αλλά και κριτικό του βίου μας —“εκάστου το έργον οποίόν εστι το πυρ δοκιμάσει” (Α Κορ. γ , 13)

—είναι ενυπόστατο, προχέεται από τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος (“Φως εκ Φωτός”, “Φως ο Πατήρ, Φως ο Λόγος, Φως και το Άγιον Πνεύμα”),

—όταν φανερώνεται σε δικαίους φανερώνεται με την καθαρτική και φωτιστική του ιδιότητα —“Φως ιλαρόν…”—, και όταν φανερώνεται σε αμαρτωλούς εκπέμπει την καυστική του ιδιότητα —“ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον”.

Το πυρ (δόξα, ενέργεια, χάρη) της θεότητος φανερώθηκε στην Βάπτιση, στο Όρος Θαβώρ, στις θεωρίες (οράσεις) των Μαθητών. Το “απρόσιτον φως της Αναστάσεως” ανέτειλε εκ του Τάφου του Χριστού· κατήλθε την Ημέρα της Πεντηκοστής, και είναι παρόν και καθαρίζει και φωτίζει και θεώνει όλους τους μετέπειτα αγίους, δούλους και μαθητάς του Χριστού. Το πυρ αυτό αναμένεται να “αναχωνεύση” την δημιουργία στο τέλος της ιστορίας και να γίνη για άλλους φως και για άλλους φωτιά.

Τα τροπάρια (η ψαλλομένη θεολογία μας) κυρίως των Δεσποτικών Εορτών ξεχειλίζουν από αναφορές στο φως. Θα μνημονεύσουμε μερικά αναστάσιμα, αν και είναι τολμηρό να ξεχωρίσουμε ορισμένα μόνον από τα αμέτρητα σχετικά τροπάρια:

“Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός…”, “Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως, Χριστόν εξαστράπτοντα”, “νυν πάντα πεπλήρωται φωτός…”, “…εκ του τάφου ωραίος δικαιοσύνης έλαμψεν ήλιος”, “…Χριστόν οψόμεθα δικαιοσύνης ήλιον”, “αύτη η σωτήριος νυξ και φωταυγής της λαμπροφόρου ημέρας της εγέρσεως ούσα προάγγελος, εν η το άχρονον φως, εκ τάφου σωματικώς, πάσιν επέλαμψεν”...

Είναι προφανές ότι η πυρολατρεία και η φωτολατρεία είναι ειδωλολατρεία, ενώ η ανθρώπινη ικανότητα και δύναμη, η “φωτεινή” διάνοια, οι “φωτεινές” ιδέες και τα σύμβολά τους δεν δύνανται να ελευθερώσουν τον άνθρωπο από τον θάνατο, την λογική και τις αισθήσεις και από το περιβάλλον, εφ' όσον αποτελούν και αυτά μέρος της δημιουργίας. Και ναι μεν έχουν ως δημιουργήματα την σχετική τους αξία, όταν όμως λησμονήται η σχετικότητά τους και το “φως” τους προβάλλεται ως πραγματικό, τότε υποκλέπτουν —δια του δέους η της λεπτής ηδονής— την προσκύνηση του ανθρώπου και έτσι φθάνουμε και πάλι σε μια ιδιότυπη ειδωλολατρεία.

Την ελευθερία μας από τα προαναφερθέντα μας την χαρίζει μόνον η μετοχή στο Άκτιστο Φως που ανέτειλε από τον ζωηφόρο Τάφο του Κυρίου και πηγάζει από το δοξασμένο Σώμα Του.

Το Φως αυτό “έφερε” στον κόσμο (“εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα”—Ιω. ιβ 46) ως “άφλεκτος βάτος”, η Θεοτόκος την ημέρα του Ευαγγελισμού. Γι' αυτό και η Παναγία καλείται και μεγαλύνεται ως “πυρός προσκύνησιν παύσασα”.

Ο πνευματικός νόμος λέγει: “εν καιρώ του μείζονος, μη στρέφου επί το έλαττον”. Εκτός και αν λησμονήσαμε ως λαός το μείζον…

Α.Κ.

ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ

  • Προβολές: 2376