Ἀναστασίου Φιλιππίδη: Ἡμέρες τοῦ Σχίσματος 1054
Ἀναστασίου Φιλιππίδη
Τὸ πρωὶ τοῦ Σαββάτου 16 Ἰουλίου 1054, λίγο πρὶν ἀρχίσει ἡ θεία Λειτουργία στὴν Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινούπολης, τρεῖς ξένοι μὲ παράξενα ροῦχα μπῆκαν στὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ ἀπέθεσαν ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα ἕνα ἔγγραφο καὶ ἀπομακρύνθηκαν. Ὅταν ἔφτασαν στὸν νάρθηκα φώναξαν μὲ δυνατὴ φωνή: "Videat Deus et judicet" (βλέπει ὁ Θεὸς καὶ κρίνει) καὶ ἔφυγαν. Οἱ τρεῖς ξένοι, μὲ ἐπί κεφαλῆς τὸν καρδινάλιο Οὐμβέρτο, ἦταν ἀπεσταλμένοι τοῦ Πάπα καὶ τὸ ἔγγραφο περιεῖχε βαριὲς κατηγορίες καὶ ἕναν ἀναθεματισμὸ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Πατριάρχη, Μιχαὴλ Κηρουλάριο. Τέσσερις μέρες ἀργότερα ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινούπολης ἀναθεμάτισε μὲ τὴν σειρά της τοὺς συντάκτες τοῦ ἐγγράφου. Τὴν Κυριακὴ 24 Ἰουλίου ὁ ἀναθεματισμὸς ἀναγνώστηκε ἐπίσημα μέσα στὴν Ἁγία Σοφία.
Τὰ γεγονότα αὐτὰ καταγράφηκαν στὴν Ἱστορία ὡς τὸ ὁριστικὸ Σχίσμα ἀνάμεσα στὴν Ἀνατολικὴ καὶ τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία. Καθὼς φέτος συμπληρώνονται ἐννιακόσια πενῆντα χρόνια ἀπὸ τὸ 1054, θὰ ἀφιερώσουμε μιὰ σειρὰ ἄρθρων στὶς ἱστορικὲς συνθῆκες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἡ ὁποία σφράγισε μιὰ διαίρεση ποὺ δὲν ἔχει γεφυρωθῇ ὡς τὶς μέρες μας. Γιὰ τὶς θεολογικὲς διαφορὲς καὶ τὰ βαθύτερα αἴτια τοῦ Σχίσματος θὰ μιλήσουν ἀσφαλῶς ἄλλοι ἁρμοδιότεροι. Στὰ ἄρθρα μας θὰ ἀρκεστοῦμε σὲ μιὰ ἱστορικὴ παρουσίαση τῆς ἐποχῆς, ὥστε νὰ γίνη κατανοητὸ τὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο ἐπῆλθε τὸ Σχίσμα.
Τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ ἐντυπωσιάζει τὸν ἐρευνητὴ ὁ ὁποῖος ἐξετάζει τὶς πηγὲς γιὰ τὴν δεκαετία τοῦ 1050 εἶναι ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς σύγχρονους ἢ λίγο μεταγενέστερους ἱστορικοὺς τοῦ Βυζαντίου ποὺ καλύπτουν τὴν ἐποχὴ δὲν ἀναφέρει ὄ τιδήποτε γιὰ τὸ Σχίσμα. Οὔτε ὁ Ψελλός, οὔτε ὁ Ἀτταλειάτης, ὁ Μανασής, ὁ Ζωναράς, κανείς. Εἰδικὰ μάλιστα ἀπὸ τὸν Ψελλό, ποὺ συνέγραψε μιὰ ὀγκώδη λεπτομερειακὴ Ἱστορία καὶ ποὺ εἶχε σφοδρὴ πολιτικὴ ἀντιπάθεια γιὰ τὸν Πατριάρχη Μιχαὴλ Κηρουλάριο, θὰ περίμενε κάποιος νὰ χρησιμοποιήση τὰ γεγονότα γιὰ νὰ δυσφημήση τὸν ἀντίπαλό του. Ἀναφορὰ ὑπάρχει μόνο στὸν ἐπικήδειο γιὰ τὸν Κηρουλάριο ποὺ ἐκφώνησε ὁ Ψελλὸς καὶ μιλᾶ γιὰ τὴν ἀνταρσία τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης κατὰ τῆς Νέας Ρώμης ("στασιάζει" εἶναι ἡ λέξη ποὺ χρησιμοποιεῖ).
Φαίνεται λοιπὸν ὅτι οἱ σύγχρονοι μὲ τὸ Σχίσμα ἀξιολόγησαν πολὺ διαφορετικὰ τὸ συμβὰν ἀπὸ ὅ,τι οἱ ἱστορικοὶ τῶν ἑπόμενων αἰώνων. Γιὰ νὰ καταλάβουμε γιατί συνέβη αὐτό, θὰ χρειαστῇ νὰ μεταφερθοῦμε στὸν ἑνδέκατο αἰῶνα καὶ στὶς πολιτικὲς καὶ πνευματικὲς συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦσαν λίγο πρὶν τὸ 1054.
Α. ἡ Ἐποχή
Τὸ 1054 ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ζοῦσε ἀκόμα στὸν "χρυσὸ αἰῶνα" της. Τὰ σύνορά της ἁπλώνονταν στὴν μεγαλύτερη ἔκταση ποὺ εἶχε γνωρίσει τὰ τελευταῖα 300 χρόνια. Οἱ ἰσχυροὶ ἀντίπαλοι τῶν προηγούμενων αἰώνων, Πέρσες, Ἄραβες, Φράγκοι, Βούλγαροι εἶχαν ἐξοντωθῇ ἢ ἀποδυναμωθῇ σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ μὴν εἶναι πιὰ ἀπειλητικοί. Ἡ Μακεδονικὴ δυναστεία εἶχε ὁδηγήσει τὰ ρωμαϊκὰ λάβαρα σὲ διαδοχικοὺς θριάμβους, ἀνακτῶντας περιοχὲς ὅπως ἡ Κρήτη, ἡ Κύπρος, ἡ Ἀντιόχεια. Στὴν Ἀνατολή, ὅπως σημειώνει ὁ Χ. Παπασωτηρίου, τὸ Βυζάντιο εἶχε ἐπιβάλει μιὰ "ἡγεμονικὴ εἰρήνη". Γιὰ πρώτη φορὰ ἔπειτα ἀπὸ τέσσερις αἰῶνες οἱ κάτοικοι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἦταν ἀσφαλεῖς ἀπὸ ἐξωτερικὲς εἰσβολές, καθὼς τὰ σύνορα ἔφταναν καὶ πάλι ὡς πέρα ἀπὸ τὸν Εὐφράτη. Ἀπὸ τὸν δέκατο αἰῶνα ἡ ἀραβικὴ αὐτοκρατορία εἶχε ἀρχίσει νὰ διασπᾶται καὶ νὰ παρακμάζη. Ἤδη ἀπὸ τὸ 929 ὁ ἐμίρης τῆς Ἱσπανίας εἶχε αὐτοανακηρυχθῇ χαλίφης, δημιουργῶντας ἕνα ἀντίπαλο πολιτικὸ κέντρο σὲ σχέση μὲ τὴν Βαγδάτη. Στὴν διάρκεια τοῦ δέκατου αἰῶνα ἡ Συρία, ἡ Ἀραβία καὶ ἡ Αἴγυπτος ἔγιναν αὐτόνομες. Τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ αὐτὰ τὰ κράτη τὸ ἵδρυσαν οἱ Φατιμίδες στὴν Αἴγυπτο ἐγκαθιστῶντας ἀντίζηλο χαλιφᾶτο μὲ ἕδρα τὸ Κάϊρο (τὸ 969) ποὺ ἠρνεῖτο τὴν νομιμότητα τῆς Βαγδάτης. Μὲ τὸν καιρό, τὸ Κάϊρο ξεπέρασε τὴν Βαγδάτη σὲ πλοῦτο καὶ δύναμη, χωρὶς ὅμως νὰ ἀπειλήση βυζαντινὰ ἐδάφη.
Τὸ ἴδιο ἴσχυε καὶ στὰ Βαλκάνια. Μὲ τὴν καθυπόταξη τῆς Βουλγαρικῆς ἐξέγερσης τὸ 1018, ἡ Κωνσταντινούπολη εἶχε ἐπιβάλει τὴν ἐξουσία της μέχρι τὸ Δούναβη καὶ τὴν Ἀδριατικὴ θάλασσα.
Στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη, οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Βίκινγκς καὶ τῶν Μαγυάρων κατὰ τὸν δέκατο αἰῶνα εἶχαν καταστρέψει κάθε ὑπόλειμμα τῆς ἑνιαίας Φραγκικῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Καρλομάγνου. Ἀπειράριθμοι δοῦκες καὶ ρῆγες ἀνεξαρτητοποιήθηκαν καὶ ἐπέβαλαν τὴν κυριαρχία τους στὶς ἐκτάσεις ποὺ κατεῖχαν. Μόνο σταδιακὰ στὴν διάρκεια τοῦ ἑνδέκατου καὶ τοῦ δωδέκατου αἰῶνα κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς θὰ δημιουργήσουν ἰσχυρότερα κράτη.
Μὲ λίγα λόγια, τὸ Βυζάντιο εἶχε ἀναδειχθῇ στὴν κύρια ὑπερδύναμη τοῦ γνωστοῦ κόσμου. Ὅπως τὸ συνόψισε ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Μονομάχος (1042-55), "ἠρεμεῖ μὲν τὸ ἀντίπαλον, εἰρηνεύει δὲ τὸ ὑπήκοον, πολλὴ δὲ γαλήνη τὰ τῶν Ρωμαίων κατέχει καὶ οὐδὲν ἐστι τὸ καθέλκον τὰς ἡμετέρας φροντίδας". Μάλιστα ἡ ψευδαίσθηση τῆς "διαρκοῦς εἰρήνης" ποὺ ἐξαπλώθηκε στὴν βυζαντινὴ κοινωνία ἐπέτρεψε τὴν ἀποστράτευση τοῦ πληθυσμοῦ καὶ ὁδήγησε στὴν παραμέληση τοῦ στρατοῦ καὶ στὴν ἀνάπτυξη μισθοφορικῶν δυνάμεων, μὲ δυσάρεστες συνέπειες ἀργότερα.
Εἶναι μιὰ ἐποχὴ μεγάλης εὐημερίας καὶ πολιτιστικῆς ἀνόδου. Ἱδρύονται νέες σχολές, ὅπως ἡ Νομικὴ Σχολὴ τῆς Κωνσταντινούπολης μὲ πρῶτο καθηγητὴ τὸν Ξιφιλίνο, νέα μοναστήρια, γηροκομεῖα, πτωχοτροφεία, κλπ. Στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινούπολης διδάσκει ὁ Μιχαὴλ Ψελλός, ἀπὸ τὰ πολυμαθέστερα πνεύματα ὅλων τῶν Μέσων Χρόνων. Ἀπὸ τὴν περίοδο αὐτὴ σώζονται τὰ ἔξοχα δείγματα εἰκονογραφίας στὰ ψηφιδωτὰ τῆς Μονῆς τοῦ ὁσίου Λουκᾶ στὴν Βοιωτία, τῆς Νέας Μονῆς τῆς Χίου καὶ στὶς τοιχογραφίες τῆς Ἁγίας Σοφίας Ἀχρίδος. Εἶναι ἐπίσης ἐποχὴ μεγάλης πνευματικῆς ἀκμῆς. Ἀπὸ τὸ 963 ἀρχίζουν νὰ ἱδρύονται τὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους ποὺ θὰ ἐξελιχθοῦν σὲ μέγιστο πνευματικὸ κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ ἅγιος Νεῖλος ἱδρύει τὴν περίφημη μονὴ τῆς Κρυπτοφέρης (Grottaferrata) 15 μίλια νότια τῆς Ρώμης. Στὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ ἑνδέκατου αἰῶνα δεσπόζει ἡ μορφὴ τοῦ ἁγίου Συμεῶν τοῦ Νέου Θεολόγου. Ὁ μαθητὴς καὶ βιογράφος τοῦ ἅγιος Νικήτας Στηθάτος θὰ λάβει μέρος στὶς συζητήσεις μὲ τοὺς Λατίνους τὸ 1054.
Ἀντίθετα, στὴν Δύση, τὰ χρόνια πρὶν τὸ 1050 ἔχουν δίκαια ἀποκληθῇ "ὁ ἐπαναβαρβαρισμὸς τῆς Εὐρώπης". Οἱ ἀδιάκοπες ἐπιδρομὲς τῶν Βίκινγκς καὶ τῶν Μαγυάρων τὸν δέκατο αἰῶνα κατέστρεψαν ὄχι μόνο τὴν οἰκονομία ἀλλὰ καὶ τὶς λιγοστὲς πόλεις καὶ τὰ δίκτυα συγκοινωνίας. Οἱ πληθυσμοὶ συσσωρεύτηκαν σὲ πυκνοκατοικημένα αὐτάρκη χωριὰ μὲ μόνη ἔγνοιά τους τὴν φυσικὴ ἐπιβίωση. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνη κανένας λόγος γιὰ πολιτιστικὴ δημιουργία. Ἡ δυτικὴ ἐκκλησία εἶχε πέσει σὲ ὕψιστη παρακμή, καθὼς ἡ σιμωνία καὶ ἡ ἀνηθικότητα γενικεύτηκαν καὶ πολλοὶ (ἐπισήμως) ἄγαμοι κληρικοὶ συζοῦσαν μὲ γυναῖκες. Σὲ ὅλη τὴν φραγκοκρατούμενη Εὐρώπη ἡ ἐκκλησία εἶχε ἐκκοσμικευθῇ.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ περιουσία εἶχε κατασχεθῆ ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Πιπίνου καὶ τοῦ Καρλομάγνου καὶ εἶχε διανεμηθῇ στοὺς ἔμπιστους αὐλικούς τους. Μὲ τὴν ὑπαγωγή της στὸ φεουδαρχικὸ σύστημα, τόσο τὰ ἀξιώματα ὅσο καὶ ἡ περιουσία μοιράζονταν ἀπὸ τὸν τοπικὸ φεουδάρχη, ὁ ὁποῖος προέβαινε καὶ στὶς χειροτονίες τῶν κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμῶν. Ἕνα διάσημο παράδειγμα τοῦ ξεπεσμοῦ ἀκόμη καὶ τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου προσφέρει ἡ ἀφήγηση τοῦ ὑποκόμη τῆς Ναρβόννης (Γαλλία), Βερενγκάρ, στὴν Σύνοδο τῆς Τουλούζης σχετικὰ μὲ τὴν ἐξαγορὰ τῆς ἀρχιεπισκοπῆς τῆς Ναρβόννης: "Ὅταν ὁ θεῖος μου, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ναρβόννης πέθανε, ὁ κόμης Βίλφρεντ τῆς Κερντάνα, συγγενὴς τῆς συζύγου μου, ἦρθε στὴ Ναρβόννη καὶ πλησίασε τοὺς γονεῖς μου καὶ ἐμένα γιὰ νὰ κερδίση τὴν ἀρχιεπισκοπὴ γιὰ τὸ γιό του ποὺ ἦταν τότε δέκα χρονῶν. Καὶ πρόσφερε ἕνα τεράστιο δῶρο ἑκατὸ χιλιάδων solidi στὸν πατέρα μου [...] Τὴ δώσαμε στὸ γιὸ τοῦ Βίλφρεντ [...] καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ καὶ αὔξανε σὲ ἡλικία [...] Ἀλλὰ στὴν συνέχεια, ἀπροσδόκητα, [...] ξεκίνησε ἕναν ἄγριο πόλεμο ἐναντίον μου μὲ πολὺ στρατό..."
Μὲ ὅλα αὐτά, δὲν εἶναι καθόλου παράξενο ποὺ ἡ Κωνσταντινούπολη δείχνει σχετικὴ ἀδιαφορία γιὰ τὶς ἐξελίξεις στὴν κατακερματισμένη Δύση. Καθὼς μάλιστα ἡ παπικὴ ἕδρα εἶχε γίνει ἀντικείμενο σκληρῆς διαμάχης μεταξὺ τῶν ἀριστοκρατικῶν οἰκογενειῶν τῆς Ρώμης (ἀρχικὰ) καὶ Ρωμαίων καὶ Φράγκων (στὴν συνέχεια), οἱ ἐναλλαγὲς στὸν θρόνο ἦταν τόσο συχνὲς ποὺ ἐνίσχυαν τὴν ἀδιαφορία τῆς Βασιλεύουσας. Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι λίγα χρόνια πρὶν τὸ 1054 ὑπῆρχαν στὴν Ρώμη ταυτόχρονα τρεῖς αὐτοαποκαλούμενοι Πᾶπες. Συνεπῶς, ὅπως σημειώνουν ἔγκυροι ἱστορικοί, ἦταν μᾶλλον ἀδύνατο γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο νὰ λάβη πολὺ σοβαρὰ ὑπόψη τὴν συμπεριφορὰ τοῦ καρδινάλιου Οὐμβέρτου τὸ 1054.
Ὁ ἑνδέκατος αἰῶνας, ὅμως, ἦταν καὶ αἰῶνας βαθύτατων ἀλλαγῶν τόσο στὸ Βυζάντιο ὅσο καὶ στὴν Δύση. Ἤδη στὰ μέσα τοῦ αἰῶνα ἄρχισαν νὰ γίνονται αἰσθητὰ τὰ σημάδια τῆς μεγάλης κρίσης ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε στὴν ὁριστικὴ παρακμὴ τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ἀλλεπάλληλοι ἀνίκανοι αὐτοκράτορες διασπάθισαν τὰ τεράστια πλεονάσματα ποὺ εἶχε συγκεντρώσει στὸ Δημόσιο Ταμεῖο ὁ Βασίλειος Β' πεθαίνοντας τὸ 1025. Νέοι ἐχθροὶ ἦρθαν νὰ ἀντικαταστήσουν τοὺς παλιοὺς καὶ νὰ ἐπιφέρουν βαριὰ πλήγματα στὸ κράτος. Οἱ ἀρχικὲς ἐπιδρομὲς τῶν νομάδων Σελτζούκων μετατράπηκαν σταδιακὰ σὲ μονιμότερη παρουσία στὰ σύνορα τοῦ Βυζαντίου. Τὸ 1054 πολιόρκησαν τὴν στρατηγικὴ πόλη τοῦ Ματζικέρτ. Ἀπέτυχαν, ἀλλὰ 17 χρόνια ἀργότερα ἦταν πολὺ πιὸ ἐπιτυχεῖς. Καταλαμβάνοντας τὸ 1055 τὴ Βαγδάτη, ἱστορικὴ πρωτεύουσα τῶν Ἀράβων, ἑδραιώνουν τὴν κυριαρχία τους καὶ παύουν πιὰ νὰ εἶναι ἕνας συνήθης νομαδικὸς ἐπιδρομέας.
Ἀντίστοιχα στὴν Δύση ἐμφανίζεται ἕνας νέος σημαντικὸς παράγοντας ποὺ θὰ διαδραματίση καταλυτικὸ ρόλο στὰ γεγονότα τοῦ 1054. Εἶναι οἱ Νορμανδοί, οἱ ὁποῖοι πρωτοῆλθαν στὴν νότια Ἰταλία ὡς μισθοφόροι τὸ 1016. Τὸ 1041 κατέλαβαν γιὰ λογαριασμό τους τὴν Μέλφη καὶ ἄρχισαν νὰ ἐπεκτείνονται αὐτόνομα, ἀπειλῶντας τόσο τὶς παπικὲς κτήσεις ὅσο καὶ τὰ βυζαντινὰ ἐδάφη. (Στὴν βυζαντινὴ αὐτοκρατορία ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀνήκη τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῆς νότιας Ἰταλίας).
Στὴν Ρώμη, ὁ 11ος αἰῶνας ἔχει μείνει στὴν Ἱστορία ὡς ὁ αἰῶνας τῆς μεγάλης Παπικῆς μεταρρύθμισης, ἡ ὁποία καθόρισε τὸν χαρακτῆρα τῆς παπικῆς ἐκκλησίας μέχρι σήμερα. Ἡ μεταρρύθμιση ἀποτελοῦσε τὸν καρπὸ ἑνὸς πλατύτερου κινήματος καὶ ὑλοποιήθηκε τὴν δεκαετία τοῦ 1070 ἀπὸ τὸν Πάπα Γρηγόριο Ζ'. Οἱ μεταρρυθμιστικὲς ἰδέες, ὅμως, εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἀναπτύσσονται εἴκοσι χρόνια νωρίτερα, ὅταν ὁ Γρηγόριος, ποὺ τότε ὀνομαζόταν Χίλντεμπραντ, ὑπηρετοῦσε ὡς ἀρχιγραμματέας στὴν Παπικὴ Ἕδρα. Μεταξὺ τῶν ἰδεῶν ποὺ πρόβαλλε ἡ μεταρρύθμιση ἦταν ἡ ὑποταγὴ ὅλης τῆς Χριστιανωσύνης στὸν Πάπα. Αὐτὸ σήμαινε ὑποταγὴ ὄχι μόνο τῶν ἄλλων Πατριαρχείων, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Ὅταν ὁ Γρηγόριος Ζ' προώθησε τὴν τελευταία ἄποψη, ὁδηγήθηκε ἀναπόφευκτα σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Γερμανὸ ἡγεμόνα κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ 1070. Ἡ σύγκρουση, γνωστὴ ὡς "ἔρις τῆς περιβολῆς", σημάδεψε τὴν δυτικοευρωπαϊκὴ Ἱστορία, τόσο ὡς γεγονὸς ὅσο καὶ διότι ἔδωσε τὸ ἔναυσμα γιὰ σύνθετους προβληματισμοὺς πολιτικῆς φιλοσοφίας πάνω στὴν σχέση κράτους - ἐκκλησίας.
Τὴν δεκαετία τοῦ 1050, πάντως, δὲν εἶχαν ἐκδηλωθῇ στὴν πλήρη ἔκτασή τους οἱ παπικὲς βλέψεις. Οἱ ἀρχικὲς μεταρρυθμίσεις ἀφοροῦσαν τὴν ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση καὶ τὴν ἠθικὴ τοῦ κλήρου. Ἡ διοίκηση ἀναδιοργανώθηκε σύμφωνα μὲ τὸ μοναρχικὸ πρότυπο, ἀπομακρυνόμενη ἀπὸ τὸ συνοδικὸ σύστημα, ἀντανακλῶντας ἴσως τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλοι οἱ μεταρρυθμιστὲς ἦταν Γερμανοὶ καὶ ὄχι Ρωμαῖοι. Ὁ Πάπας ἀπαίτησε ἀναγνώριση τῆς οἰκουμενικῆς ἐξουσίας του μὲ δικαιοδοσίες ἀπόλυτης φύσεως. Σὲ μιὰ πρώτη ἐφαρμογὴ τῆς ἀξίωσής του τὸ 1050 καθήρεσε τὸν ἀρχιεπίσκοπο Σιπόντου τῆς Ἀπουλίας, ὁ ὁποῖος ἀνῆκε στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ κατήργησε τὴν ἀρχιεπισκοπή, ὑπαγάγοντάς την στὴν παπικὴ δικαιοδοσία. Ἦταν ἡ πρώτη ἐπίδειξη δύναμης τῶν μεταρρυθμιστῶν. Σημειώνεται ὅτι στὶς περιοχὲς ὅπου ἐπεξέτεινε τὴν κυριαρχία του ὁ Πάπας, ἡ περιουσία τῶν ὀρθόδοξων ἐκκλησιῶν καὶ μοναστηριῶν ἀπαλλοτριωνόταν ὑπὲρ τῶν Λατίνων καὶ ἐγκαθίσταντο μόνον Λατῖνοι ἐπίσκοποι.
Ἡ μεταρρύθμιση ἄγγιξε ὅλες τὶς πλευρὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς στὴν Δύση, ἀκόμη καὶ τὸν μοναχισμό. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι αὐτὴ τὴν ἐποχὴ κατασυκοφαντοῦνται οἱ Βενεδικτίνοι μοναχοί, ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸ τυπικὸ τοῦ ἁγίου (καὶ γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους) Βενεδίκτου, ἐνῷ ἐμφανίζονται τὰ νέα, ἀποκλειστικὰ δυτικά, τάγματα τῶν Κλουνιακῶν, τῶν Κιστερσιανῶν καὶ ἀργότερα τῶν Δομηνικανῶν τὰ ὁποῖα ἀπομακρύνονται ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ νεώτερη ἔρευνα, πάντως, τείνει νὰ ἀποκαταστήση τὴν εἰκόνα τῶν Βενεδικτίνων, οἱ ὁποῖοι, προφανῶς, ἔπεσαν θύματα τῆς προπαγάνδας τῶν μεταρρυθμιστῶν, μετὰ τὴν κατάληψη τοῦ παπικοῦ θρόνου.
Ταυτόχρονα, μὲ τὴν μεταρρύθμιση ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία αὐτονομήθηκε ἀπὸ τὴν κοινωνία: ὁ λαὸς τῆς Ρώμης ἀποκλείστηκε ἀπὸ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Πάπα, μὲ τὸ Dictatus Papae τοῦ Νικολάου Β' τὸ 1059, ἐνῷ ἐπιβλήθηκε αὐστηρὰ ἡ ἀγαμία τοῦ κλήρου, ὥστε νὰ δημιουργηθῇ μιὰ πνευματικὴ ἐλὶτ ἀποκομμένη ἀπὸ τὸν λαό. Τὸ Σχίσμα τοῦ 1054 μπορεῖ νὰ εἰδωθὴ ὡς ἡ ἀναπόφευκτη σύγκρουση τῶν μεταρρυθμιστῶν μὲ τὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, ὅταν αὐτοὶ θέλησαν νὰ ἐπιβάλουν τὶς νέες ἀξιώσεις τους στὸ σύνολο τῆς Χριστιανωσύνης.
Β. Τὰ Στάδια τοῦ Σχίσματος
Τὸ Σχίσμα ἦταν στὴν πραγματικότητα σταδιακό. Ὡστόσο, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν παπικὴ προπαγάνδα πολλῶν αἰώνων, ὁ ἱστορικοὶ συνήθως ἀνατρέχουν σὲ "σχίσματα" τοῦ 5ου, τοῦ 7ου καὶ κυρίως τοῦ 9ου αἰῶνα (ἐπὶ Φωτίου) τὰ ὁποῖα δὲν συνέβησαν ποτέ. Στὶς μέρες μας, χάρη στὶς σημαντικὲς ἔρευνες τοῦ F. Dvornik καὶ τοῦ Π. Ι. Ρωμανίδη, ἀποκαθίσταται σταδιακὰ ἡ ἀλήθεια. Ἔτσι τὰ στάδια ποὺ ὁδήγησαν στὸ Σχίσμα τοῦ 1054 δὲν ἦταν ἡ εἰκονομαχικὴ στάση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸν 8ο αἰῶνα, οὔτε κάποιος μυθικὸς ἀφορισμὸς τοῦ Φωτίου τὸν 9ο αἰῶνα. Ὅλα αὐτά, ὅπως καὶ προηγούμενες διαφορές, ἐπιλύθηκαν μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ ἐπικυρώθηκαν ἐπίσημα σὲ Συνόδους μὲ τὴ συμμετοχὴ τόσο τῶν Ἀνατολικῶν Πατριαρχείων ὅσο καὶ τοῦ Πάπα. Τὰ πραγματικὰ στάδια ποὺ ὁδήγησαν στὸ 1054 ἦταν τὰ ἀκόλουθα τέσσερα:
Τὸ πρῶτο βῆμα ἔγινε τὸ 794 ὅταν οἱ Φράγκοι ἐπὶ Καρλομάγνου συγκάλεσαν τὴ Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης ἡ ὁποία ἀπέρριψε τὴν Ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 787. Ἔτσι ἡ Φραγκικὴ Ἐκκλησία διαφοροποιήθηκε ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη Χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Στὴ συνέχεια, τὸ 809, οἱ Φράγκοι ἐπισημοποίησαν τὸ φιλιόκβε, στὴ Σύνοδο τοῦ Ἄαχεν, εἰσάγοντας ἔτσι στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως μιὰ δογματικὴ διαφορὰ μὲ τὴν ὑπόλοιπη ἑνωμένη Ἐκκλησία. Ἡ κίνησή τους βέβαια ἀπορρίφθηκε σθεναρὰ ἀπὸ τὸν Πάπα Λέοντα Γ'. Ἡ ἀπόρριψη ἐπαναλήφθηκε ἐπίσημα στὴ θεωρούμενη Ὄγδοη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 879. Ἡ Ἐκκλησία τῶν πέντε Πατριαρχείων παρέμενε ἑνωμένη τὸν ἔνατο αἰῶνα, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία τῶν Φράγκων, οἱ ὁποῖοι κατεῖχαν μεγάλο τμῆμα τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης εἶχε ἀποσχιστεῖ.
Τὸ δεύτερο βῆμα ἔγινε τὸ 962 ὅταν ὁ Σάξονας βασιλιᾶς Ὄθων Α' κατέβηκε μὲ τὸ στρατό του στὴ Ρώμη, ἐπεμβαίνοντας σὲ μιὰ τοπικὴ διαμάχη, καὶ ἀνάγκασε τὸν Πάπα Ἰωάννη ΙΒ' νὰ τὸν στέψη αὐτοκράτορα. Γιὰ νὰ ἐξασφαλίση τὴν ὑποταγὴ τοῦ ἑκάστοτε Πάπα, ὁ Ὄθων θεσμοθέτησε ὅτι ὅλοι οἱ μελλοντικοὶ Πᾶπες θὰ ἔπρεπε νὰ τοῦ ὁρκιστοῦν πίστη καὶ ὑποταγὴ πρὶν ἀνέλθουν στὸ θρόνο. Συνεπῶς οἱ Ρωμαῖοι δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ ἐκλέγουν τὸν Πάπα χωρὶς Γερμανικὴ ἔγκριση. Ὁ πάπας Ἰωάννης ΙΒ' δὲν δέχθηκε αὐτὴ τὴν ἀξίωση καὶ ὁ Ὄθων συγκάλεσε σύνοδο Ἰταλῶν ἐπισκόπων τοὺς ὁποίους "ἔπεισε" νὰ ἐκθρονίσουν τὸν Ἰωάννη καὶ νὰ ἐκλέξουν τὸ δικό του ὑποψήφιο, τὸ 963. Ἔτσι ὁ Πάπας μετατράπηκε σὲ ὄργανο τῆς Γερμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Τὰ ἑπόμενα ἑκατὸ χρόνια, οἱ 21 ἀπὸ τοὺς 25 Πᾶπες ἐπιλέχθηκαν ἀπὸ τὸν Γερμανὸ βασιλιᾶ. Ἡ ἀντίδραση τῶν Ρωμαίων αὐτὸ τὸν αἰῶνα, ἀπὸ τὸν Ὄθωνα ὡς τὸ 1054, ἦταν ἡ γνώριμη ἀντίδραση κάθε λαοῦ ὑπὸ κατοχή: κάποιοι ἔγιναν συνεργάτες τῶν Γερμανῶν καὶ κάποιοι ἔγιναν ἀντιστασιακοί. Μιὰ καὶ ἡ κατοχὴ αὐτὴ δὲν ἔληξε ποτέ, καὶ τὴν ἱστορία τὴν ἔγραψαν οἱ νικητές, τὰ χρόνια αὐτὰ ἔχουν μείνει στὴν ἱστορία ὡς χρόνια παρακμῆς τοῦ παπικοῦ θρόνου καὶ εἰδικὰ ὁ πάπας Ἰωάννης ΙΒ' θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς πλέον "ἀνήθικους" πᾶπες τῆς Ἱστορίας...
Τὸ λογικὸ τρίτο βῆμα ἦταν ἡ ὁριστικὴ ἐκδίωξη τῶν Ρωμαίων ἀπὸ τὸν Παπικὸ θρόνο καὶ ἡ ἀντικατάστασή τους μὲ Γερμανούς. Ἐξ αἰτίας τῆς ἀντίστασης τῶν Ρωμαίων, ἀπαιτήθηκαν ἀρκετὰ χρόνια γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ τὸ βῆμα. Tὸ 996 ὁ Γερμανὸς αὐτοκράτορας Ὄθων Γ' τοποθέτησε τὸν πρῶτο Γερμανὸ Πάπα, τὸν νεαρὸ ξάδερφό του Μπροῦνο, ὡς Γρηγόριο Ε'. Ὁ νέος Πάπας δὲν ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, εἴτε ἐπειδὴ πρόσθετε τὸ φιλιόκβε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως εἴτε ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ στείλη Συστατικὴ Ἐπιστολὴ ἐκεῖ. Σύντομα ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους, οἱ ὁποῖοι ἐξέλεξαν ἕνα Ρωμηό, τὸν Ἰωάννη Φιλάγαθο. Αὐτὸς ἔστειλε Συστατικὴ Ἐπιστολὴ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ αὐτήν. Ὁ Ὄθων ἐξοργισμένος πῆγε στὴ Ρώμη καὶ ἀπεκατέστησε τὸν Γρηγόριο, ἀφοῦ συνέλαβε καὶ ἀκρωτηρίασε τὸν Ἰωάννη. Ὅταν πέθανε ὁ Γρηγόριος, ὁ Ὄθων τοποθέτησε τὸν πρῶτο Γάλλο Πάπα, τὸν Ζερμπὲρ ντ' Ὠριλάκ, ὡς Σίλβεστρο Β', ὁ ὁποῖος ἐπίσης δὲν καταγράφηκε στὰ δίπτυχα τῆς Κωνσταντινούπολης.
Ὁ τελευταῖος Ὀρθόδοξος Πάπας παραιτήθηκε (γιὰ ἄγνωστους λόγους) τὸ 1009. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ τελευταία, μέχρι σήμερα, χρονιὰ στὴν ὁποία ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ Πάπα στὰ δίπτυχα τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἔχει διατυπωθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι ἀπὸ τότε οἱ Γερμανοὶ πᾶπες ἀντικατέστησαν ὁριστικὰ τοὺς Ρωμαίους. Φαίνεται ὅτι αὐτὴ ἡ ἄποψη δὲν εὐσταθεῖ, διότι καὶ στὶς ἑπόμενες τέσσερις δεκαετίες ὑπῆρχαν Ρωμαῖοι πᾶπες. Ὅπως, ὅμως, διαπίστωσε ὁ Π. Ι. Ρωμανίδης, προέρχονταν ἀπὸ ἀπολύτως γερμανόφιλες οἰκογένειες καὶ γι' αὐτὸ εἰσήγαγαν ἐπίσημα τὸ φιλιόκβε στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἀπὸ τὸ 1014. Ἀργότερα, ἡ γερμανοκρατούμενη πλέον παπικὴ Ἐκκλησία ἀναγνώρισε ὡς "ἅγιο" τὸν βασιλιᾶ Ἑρρῖκο Β' (1002-1024) ὁ ὁποῖος πέτυχε τὴν ὁριστικὴ ἐκδίωξη τῶν ὀρθόδοξων Ρωμαίων ἀπὸ τὸν παπικὸ θρόνο καὶ τὴν εἰσαγωγή του φιλιόκβε. Μετὰ ἀπὸ διακόσια χρόνια προσπάθειας, ἡ προσθήκη του φιλιόκβε στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἀντιπροσώπευε τὸ θρίαμβο τῆς Γερμανικῆς πολιτικῆς ἐκεῖ.
Τὸ τέταρτο βῆμα ἦταν τὰ γεγονότα τοῦ 1046-49 στὴ Ρώμη. Λόγῳ τῆς σύγκρουσης γερμανόφιλων καὶ ἀντιστασιακῶν, τὸ 1046 ὑπῆρχαν ταυτόχρονα τρεῖς Πᾶπες. Ὁ Γερμανὸς βασιλιᾶς Ἑρρῖκος Γ' κατέβηκε στὴ Ρώμη, ἐκδίωξε καὶ τοὺς τρεῖς καὶ τοποθέτησε τὸν δικό του ἐκλεκτό, ὁ ὁποῖος ὅμως πέθανε σὲ λιγότερο ἀπὸ ἕνα χρόνο. Ὁ Ἑρρῖκος τοποθέτησε ἕναν δεύτερο, ποὺ ἔζησε μόνο 23 ἡμέρες. Ὑπάρχει ἡ ὑπόνοια ὅτι καὶ οἱ δυὸ ἔπεσαν θύματα τῆς ρωμαϊκῆς ἀντίστασης κατὰ τῶν Γερμανῶν. Ὁ τρίτος ποὺ διορίστηκε ἀπὸ τὸν Ἑρρῖκο, ὁ ξάδερφός του Λέων Θ', ἦταν πιὸ τυχερὸς καὶ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του στάλθηκε ἡ κρίσιμη ἀντιπροσωπεῖα μὲ τὸν Οὐμβέρτο στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1054.
Γ. Τὸ Καλοκαίρι τοῦ 1054
Τὰ γεγονότα τοῦ 1054 εἶχαν ὡς ἄμεση ἀφορμὴ τὶς στρατιωτικὲς ἐξελίξεις στὴ Νότια Ἰταλία, ὅταν ἀνατράπηκε ἡ ἰσορροπία δυνάμεων μεταξὺ τοῦ Παπικοῦ κράτους, τῶν Βυζαντινῶν καὶ τῶν Νορμανδῶν, ἐξ αἰτίας τῆς προέλασης τῶν τελευταίων. Οἱ τριβές, πάντως, εἶχαν ἀρχίσει ἀπὸ τὸ 1050, ὅταν ὁ Πάπας διόρισε ἀρχιεπίσκοπο Σικελίας τὸν καρδινάλιο Οὐμβέρτο, τὸν μετέπειτα ἀπεσταλμένο στὴ μοιραία πρεσβεία τοῦ 1054, ἐνῷ ἡ Σικελία ἀνῆκε στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινούπολης καὶ δὲν εἶχε κατακτηθεῖ (ἀκόμη) ἀπὸ τοὺς Νορμανδούς. Σὲ ἀντίποινα ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαὴλ Κηρουλάριος πῆρε μέτρα κατὰ τῶν λατινικῶν ἐκκλησιῶν τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ παρότρυνε τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀχρίδος Λέοντα νὰ ἐκθέση γραπτῶς τὶς λατινικὲς πλάνες τὸ 1053. Ἡ νεώτερη ἔρευνα, πάντως, δὲν δέχεται ὅτι ὁ Πατριάρχης ἔκλεισε τὶς λατινικὲς ἐκκλησίες τῆς Πόλης, ὅπως πιστευόταν μέχρι πρόσφατα. Ὅταν ὁ Οὐμβέρτος βρέθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1054 προέβη σὲ μεταρρυθμίσεις τῶν ἐθίμων ὁρισμένων Ἐκκλησιῶν ἐκεῖ, ἄρα, προφανῶς, οἱ λατινικὲς Ἐκκλησίες στὴν Κωνσταντινούπολη θὰ πρέπη νὰ παρέμεναν ἀνοικτές.
Στὴ διάρκεια τοῦ 1053 σημειώθηκαν ραγδαῖες στρατιωτικὲς ἐξελίξεις στὴν Ἰταλία. Ἀρχικὰ ὁ Πάπας Λέων δὲν εἶχε πρόβλημα μὲ τὶς συνεχεῖς κατακτήσεις τῶν Νορμανδῶν, ἀφοῦ αὐτοὶ ἀνῆκαν στὴ Λατινικὴ Ἐκκλησία. Ὅταν ὅμως ἄρχισαν νὰ πλησιάζουν πρὸς τὴ Ρώμη, θορυβήθηκε καὶ προσπάθησε νὰ συνάψη συμμαχία μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία ἐπίσης εἶχε συμφέρον νὰ ἀνακοποῦν οἱ Νορμανδοί. Πρὶν καταφέρουν νὰ συναντηθοῦν οἱ δυὸ συμμαχικοὶ στρατοί, οἱ Νορμανδοὶ νίκησαν τοὺς βυζαντινοὺς τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1053 καὶ αἰχμαλώτισαν τὸν ἴδιο τὸν Πάπα τὸν Ἰούνιο τοῦ 1053. Στὴ διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας του ὁ Πάπας ἔλαβε τὴν ἐπιστολή του Ἀχρίδος Λέοντα καὶ ἔδωσε ἐντολὴ στὸν καρδινάλιο Οὐμβέρτο νὰ συντάξη ἀπάντηση πρὸς τὸν Πατριάρχη. Σ' αὐτήν, χρησιμοποιῶντας ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὴν Ψευδο-Κωνσταντίνεια Δωρεά, ὑπερασπιζόταν τὸ παπικὸ πρωτεῖο. Τὴν ἐπιστολὴ μετέφεραν μαζί τους οἱ ἀπεσταλμένοι του στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1054.
Οἱ λεπτὲς διπλωματικὲς ἰσορροπίες τῆς ἐποχῆς ἀντανακλῶνται στὶς δυὸ ἑπόμενες ἐπιστολὲς ποὺ ἔλαβε ὁ Πάπας στὴν αἰχμαλωσία του, μιὰ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Μονομάχο καὶ μιὰ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη τὸν ἴδιο. Ἡ πρώτη, σὲ πολὺ φιλικὸ ὕφος, τασσόταν ὑπὲρ μιᾶς στενότερης πολιτικῆς συμμαχίας, ἐνῷ στὴ δεύτερη ὁ Κηρουλάριος ἀπευθυνόταν μὲ σεβασμὸ στὸν Πάπα καὶ προσευχόταν γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν δυὸ Ἐκκλησιῶν, χωρὶς νὰ ἀναφέρεται σὲ σημεῖα τριβής. Ὡστόσο ὁ Πάπας ἀγνόησε τὸ ὅλο ὕφος καὶ ἀντέδρασε στὸν τίτλο "Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης" μὲ τὸν ὁποῖο ὑπέγραφε ὁ Κηρουλάριος. Ἔτσι ἀποφάσισε νὰ στείλη τὴν παπικὴ ἀντιπροσωπεῖα ὑπὸ τὸν Οὐμβέρτο στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1054. (Ἀξίζει νὰ σημειωθῇ ὅτι τελικὰ ὁ Πάπας ἀναγνώρισε τοὺς Νορμανδοὺς καὶ συμμάχησε μαζί τους. Τὸ 1059 ὁ ἀρχηγός τους Ροβέρτος Γυισκάρδος ἔλαβε τὸν τίτλο τοῦ δούκα μὲ ἐξουσία στὴν Ἀπουλία καὶ Καλαβρία καὶ μὲ δικαίωμα νὰ ἐπεκτείνη τὴν ἀρχή του στὴ Σικελία, ἂν μποροῦσε νὰ τὴν κατακτήση. Ἀπὸ τὴ μεριά τους οἱ Νορμανδοὶ παρέδωσαν στὸν Πάπα τοὺς βυζαντινοὺς ναοὺς ποὺ βρίσκονταν στὴν ἐπικράτειά τους)
Τί ἀκριβῶς συνέβη ἐκεῖνο τὸ καλοκαίρι τοῦ 1054;
Ὅταν οἱ τρεῖς παπικοὶ λεγάτοι ἔφτασαν στὴν Κωνσταντινούπολη, φέρθηκαν μὲ περιφρονητικὸ τρόπο στὸν Πατριάρχη ἀρνούμενοι νὰ τὸν τιμήσουν μὲ τὴν καθιερωμένη προσκύνηση ἢ ἔστω μὲ μιὰ τυπικὴ κλίση τῆς κεφαλῆς πρὸς τὰ δεξιὰ πρὸς ἔνδειξη σεβασμοῦ. Ὅταν ἀναγνώστηκε ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Πάπα μὲ τὴν ὁποία ὁ Λέων ἐπέκρινε τὸν Πατριάρχη γιὰ τὸν τίτλο "οἰκουμενικὸς" καὶ συνέχιζε τὴν πολεμική του γιὰ τὰ λοιπὰ ζητήματα, ὁ Πατριάρχης ἀπογοητεύτηκε τόσο πολὺ ὥστε ἀρνήθηκε νὰ πιστεύση ὅτι προερχόταν ἀπὸ τὴν παπικὴ ἕδρα. Ἐξέτασε προσεκτικὰ τὶς σφραγῖδες καὶ ἀποφάνθηκε ὅτι τὸ ἔγγραφο ἦταν πλαστό. (Αὐτὸ ὅμως ὀφειλόταν μᾶλλον στὴν πρόσφατη ἀλλαγὴ σφραγίδων ποὺ εἶχε υἱοθετήσει ὁ Πάπας). Στὴ συνέχεια ὁ Οὐμβέρτος παρουσίασε τὴν ἀπάντηση πρὸς τὸν Λέοντα Ἀχρίδος, ποὺ εἶχαν συντάξει οἱ Λατῖνοι. Οἱ Βυζαντινοὶ ἀπάντησαν μὲ κείμενο τοῦ Νικήτα Στηθάτου ἐναντίον τῆς χρήσης τῶν ἀζύμων, τῆς ἀγαμίας τοῦ κλήρου, καὶ ἄλλα. Ὁ Οὐμβέρτος ἀντέδρασε βίαια καὶ ὑβριστικά. Ὁ Νικήτας Στηθάτος, ὅμως, ἀναγκάστηκε νὰ σιωπήση ἔπειτα ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορα ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ διατηρηθῇ ἡ συμμαχία μὲ τὸν Πάπα κατὰ τῶν Νορμανδῶν. Ὁ Οὐμβέρτος, ἐνθαρρυμένος, προχώρησε σὲ νέα ἐπίθεση κατηγορῶντας τοὺς Βυζαντινοὺς γιὰ τὴν μὴ ἀποδοχή του φιλιόκβε. Ὁ Κηρουλάριος ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ νὰ συζητήση σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἐπιμένοντας ὅτι σὲ τέτοια συζήτηση θὰ ἔπρεπε νὰ λάβουν μέρος καὶ τὰ ὑπόλοιπα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς. Τότε ὁ Οὐμβέρτος ἀποφάσισε νὰ προχωρήση στὸν ἀναθεματισμό.
Τὸ ἔγγραφο τοῦ ἀναθεματισμοῦ προκαλεῖ κατάπληξη σήμερα, καθὼς βρίθει ἀνακριβειῶν. Τὸ μόνο λογικὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι οἱ Λατῖνοι βρίσκονταν σὲ ἀπελπιστικὴ ἔνδεια ἐπιχειρημάτων γιὰ νὰ στηρίξουν το ἕνα πρᾶγμα ποὺ τοὺς ἐνδιέφερε, δηλαδὴ τὸ ἀπολυταρχικὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα. Θὰ παραθέσουμε ἐδῶ ὁρισμένες ἀπὸ τὶς κατηγορίες ποὺ περιεῖχε, μαζὶ μὲ τὸ σχολιασμό τους (σὲ παρένθεση) ἀπὸ ἕναν σύγχρονο, μὴ Ὀρθόδοξο, ἱστορικό, τὸν Στῆβεν Ράνσιμαν.
Σύμφωνα μὲ τὸν Ράνσιμαν, τὸ ἔγγραφο ποὺ ἐναπέθεσαν οἱ παπικοὶ ἀπεσταλμένοι στὴν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἀγια-Σοφιὰς στὶς 16 Ἰουνίου 1054 κατηγοροῦσε μεταξὺ ἄλλων ὅτι ὅλοι ὅσοι ὑποστήριζαν τὸν Κηρουλάριο ἦταν ἔνοχοι σιμωνίας ("πρᾶγμα πού, ὅπως γνώριζε καλὰ ὁ Οὐμβέρτος, ἦταν ἡ κυρίαρχη διαστροφὴ τῆς ἐποχῆς στὴ δική του Ἐκκλησία"), ὅτι ἐνθάρρυναν τὸν εὐνουχισμό ("μία πρακτικὴ ποὺ ἐπίσης ἐφαρμοζόταν στὴ Ρώμη"), ὅτι ἐπέμεναν νὰ ξαναβαπτίζουν τοὺς Λατίνους ("κάτι ποὺ δὲν ἦταν ἀλήθεια, ἐκείνη τὴν ἐποχή"), ὅτι ἐπέτρεπαν στοὺς ἱερεῖς νὰ παντρεύονται ("πρᾶγμα ποὺ ἦταν λάθος: ἕνας ἔγγαμος μποροῦσε νὰ γίνει ἱερέας, ἀλλὰ κανεὶς ἤδη χειροτονημένος δὲν μποροῦσε νὰ παντρευτῇ"), ὅτι βάπτιζαν τὶς γυναῖκες τὶς ἡμέρες τοῦ τοκετοῦ, ἀκόμη κι ἂν ἦταν στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου ("μιὰ καλὴ πρακτικὴ τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας"), ὅτι ἀρνοῦνταν τὴν κοινωνία σὲ ξυρισμένους ἄντρες ("πρᾶγμα ἀναληθές, παρ' ὅ,τι οἱ Ἕλληνες δὲν ἐνέκριναν τοὺς ξυρισμένους ἱερεῖς") καί, τέλος, ὅτι παρέλειπαν μιὰ φράση στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ("πρᾶγμα ποὺ ἦταν τὸ ἀκριβῶς ἀντίστροφο τῆς ἀλήθειας").
Ἡ δημοσιοποίηση τοῦ ἐγγράφου προκάλεσε λαϊκὴ ἐξέγερση στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ἀποτέλεσμα τὴ σύγκληση τῆς Συνόδου ἡ ὁποία ἀναθεμάτισε τοὺς συντάκτες του.
Δ. Ἀντίκτυπος τοῦ Σχίσματος στὴν Κωνσταντινούπολη
Μετὰ τὴν πρώτη ἀγανάκτηση, φαίνεται πῶς ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν ἔδωσε μεγάλη βαρύτητα στὶς ἐνέργειές του ὡς τότε ἀδύναμου παπικοῦ θρόνου. Στὸ κλίμα πολιτικῆς καὶ πολιτιστικῆς ἀνωτερότητας ποὺ διακατεῖχε τοὺς Βυζαντινοὺς τὸν ἑνδέκατο αἰῶνα, οἱ πράξεις τῶν Δυτικῶν ἀντιμετωπίζονταν μᾶλλον μὲ ὑπεροψία καὶ περιφρόνηση. Ἡ ἀγενὴς συμπεριφορὰ τῶν παπικῶν ἀπεσταλμένων ἁπλῶς ἐπιβεβαίωσε τὴ βυζαντινὴ ἀντίληψη.
Πέρα ἀπὸ τὸν Κηρουλάριο, οἱ λοιποὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες τῆς ἐποχῆς διατήρησαν χαμηλοὺς τόνους. Γιὰ παράδειγμα ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Πέτρος καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος Λέων στὰ γραπτὰ τοὺς ἔχουν ἀρκετὰ συγκαταβατικὸ ὕφος. Πιστεύουν ὅτι οἱ Λατῖνοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ δρόμο λόγῳ ἄγνοιας καὶ ὅτι ἂν διορθώνονταν ἀπὸ τοὺς πιὸ μορφωμένους καὶ σοφότερους Ἀνατολικοὺς ἀδερφούς τους θὰ ἐπέστρεφαν στὴν εὐθεῖα ὁδό. Ὁ Πέτρος Ἀντιοχείας σὲ γράμμα πρὸς τὸν Κηρουλάριο γράφει "Διότι εἶναι ἀδελφοί μας, ἔστω κι ἂν λόγῳ ἔλλειψης ἐκπαίδευσης" συχνὰ ἔχουν ἐκπέσει ἀπὸ τὸ ὀρθό. Ἐπίσης, στὴν ἀναφορὰ στὴν Παπικὴ Ἐκκλησία μιλᾶ γιὰ "Ρωμαίους", τοὺς ὁποίους διαχωρίζει ἀπὸ τοὺς "Βανδάλους", ἂν καὶ ἐκφράζη τὸν φόβο ὅτι οἱ Ρωμαῖοι ἴσως ἔχουν ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τοὺς Βανδάλους.
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ἀρχικὰ οἱ Βυζαντινοὶ δὲν ἰσχυρίζονταν ὅτι συνολικὰ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἔχει πέσει σὲ σφάλμα. Ὁ Κηρουλάριος στὴν ἀλληλογραφία του συνήθως ἐπέμενε ὅτι δὲν ἔφταιγε ὁ Πάπας γιὰ τὰ σφάλματα τῆς Δύσης ἢ γιὰ τὴν διαμάχη του μὲ τὸν Οὐμβέρτο. Ἔκανε διάκριση ἀνάμεσα στὸν Πάπα, μὲ τὸν ὁποῖο ζητοῦσε συμμαχία, καὶ στοὺς "Φράγκους" (ἐννοῶντας αὐτοὺς ποὺ ἐμεῖς ὀνομάζουμε Νορμανδούς). Ἄλλωστε ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινούπολης στὶς 20 Ἰουλίου 1054 δὲν καταδίκασε τὸν Πάπα ἢ τοὺς Δυτικοὺς γενικά, ἀλλὰ ἐπέρριπτε τὴν εὐθύνη στὸν Οὐμβέρτο καὶ στοὺς ἄλλους ἀπεσταλμένους ποὺ ἔφεραν πλαστογραφημένα ἔγγραφα. Ὁ Πέτρος Ἀντιοχείας ἐπέμεινε ὅτι ἂν κάποιοι Δυτικοὶ παρέβαιναν τοὺς κανόνες θὰ πρέπει νὰ τὸ ἔκαναν χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει ὁ Πάπας.
Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατέβαλλε προσπάθεια νὰ διατηρηθοῦν ἀνοικτοὶ δίαυλοι ἐπικοινωνίας μὲ τὴν Δύση, ἐλπίζοντας ὅτι οἱ παπικοὶ ἀπεσταλμένοι εἶχαν ἐνεργήσει αὐθαίρετα, χωρὶς τὴν ἔγκριση τοῦ Πάπα, ἢ ὅτι κάποιος ἑπόμενος Πάπας θὰ ἀναιροῦσε τὶς σχισματικὲς ἀπόψεις τοῦ προκατόχου του. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ πρώτη γνωστὴ ἀναφορὰ σὲ σχίσμα μεταξὺ Κηρουλάριου καὶ Οὐμβέρτου χρονολογεῖται ἀρκετὰ ἀργότερα, στὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰῶνα.
Ἐπιπλέον, ὅπως σωστὰ ἔχει τονιστεῖ ἀπὸ σύγχρονους ἱστορικούς, γενικὰ οἱ πρωταγωνιστὲς τῆς περιόδου στὸ Βυζάντιο δὲν ἀντιμετώπιζαν τὴ Δύση ὡς κάτι μονολιθικό, κι ἄρα δὲν αἰσθάνονταν ὅτι ζοῦσαν σὲ ἕναν κόσμο μὲ σαφῆ διάκριση Ἀνατολῆς-Δύσης. Ἀντὶ γιὰ σύγκρουση Ρώμης-Κωνσταντινούπολης ἔβλεπαν διάφορες ὁμάδες μὲ διαφορετικὰ συμφέροντα. Στὴν Ἰταλία, ἂς ποῦμε, ὑπῆρχε ὁ Πάπας, ὁ Γερμανὸς αὐτοκράτορας, οἱ Νορμανδοί, οἱ Λογγοβάρδοι καὶ οἱ γηγενεῖς Ἰταλοὶ ποὺ θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους ὑπηκόους τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινούπολης. Πολλὰ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῶν μεταγενέστερων σχέσεων ἀνάμεσα στὸ Βυζάντιο καὶ στοὺς Δυτικοὺς δὲν ἦταν ἀκόμη ἐμφανῆ. Ἡ ἀντίληψη περὶ τῆς Δύσης ὡς ἑνωμένης καὶ ὡς ἀπειλῆς, ἡ λαϊκὴ ἀντιπάθεια ἀπέναντι στοὺς "Λατίνους", αὐτὰ ὅλα θὰ ἀναδυθοῦν ἀργότερα. Θὰ λέγαμε μάλιστα πῶς τὸ ἴδιο τὸ Σχίσμα ὁδήγησε σταδιακὰ στὴν κατασκευὴ μιᾶς μονολιθικὴς Δύσης στὰ μάτια τῶν Βυζαντινῶν, καθὼς οἱ λεπτὲς ἀποχρώσεις ὑποχώρησαν μπροστὰ στὴν προτεραιότητα τῆς ὁριοθέτησης ἀνάμεσα σὲ Ὀρθόδοξους καὶ αἱρετικούς.
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ἀρχικὰ οἱ Βυζαντινοὶ δὲν ἰσχυρίζονταν ὅτι συνολικὰ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἔχει πέσει σὲ σφάλμα. Ὁ Κηρουλάριος στὴν ἀλληλογραφία του συνήθως ἐπέμενε ὅτι δὲν ἔφταιγε ὁ Πάπας γιὰ τὰ σφάλματα τῆς Δύσης ἢ γιὰ τὴ διαμάχη του μὲ τὸν Οὐμβέρτο. Ἔκανε διάκριση ἀνάμεσα στὸν Πάπα, μὲ τὸν ὁποῖο ζητοῦσε συμμαχία, καὶ στοὺς "Φράγκους" (ἐννοῶντας αὐτοὺς ποὺ ἐμεῖς ὀνομάζουμε Νορμανδούς). Ἄλλωστε ἡ σύνοδος τῆς Κωνσταντινούπολης στὶς 20 Ἰουλίου 1054 δὲν καταδίκασε τὸν Πάπα ἢ τοὺς Δυτικοὺς γενικά, ἀλλὰ ἐπέρριπτε τὴν εὐθύνη στὸν Οὐμβέρτο καὶ στοὺς ἄλλους ἀπεσταλμένους ποὺ ἔφεραν πλαστογραφημένα ἔγγραφα. Ὁ Πέτρος Ἀντιοχείας ἐπέμεινε ὅτι ἂν κάποιοι Δυτικοὶ παρέβαιναν τοὺς κανόνες θὰ πρέπη νὰ τὸ ἔκαναν χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζη ὁ Πάπας.
Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατέβαλε προσπάθεια νὰ διατηρηθοῦν ἀνοικτοὶ δίαυλοι ἐπικοινωνίας μὲ τὴ Δύση, ἐλπίζοντας ὅτι οἱ παπικοὶ ἀπεσταλμένοι εἶχαν ἐνεργήσει αὐθαίρετα, χωρὶς τὴν ἔγκριση τοῦ Πάπα, ἢ ὅτι κάποιος ἑπόμενος Πάπας θὰ ἀναιροῦσε τὶς σχισματικὲς ἀπόψεις τοῦ προκατόχου του. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ πρώτη γνωστὴ ἀναφορὰ σὲ σχίσμα μεταξὺ Κηρουλάριου καὶ Οὐμβέρτου χρονολογεῖται ἀρκετὰ ἀργότερα, στὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰῶνα.
Ἐπιπλέον, ὅπως σωστὰ ἔχει τονιστεῖ ἀπὸ σύγχρονους ἱστορικούς, γενικὰ οἱ πρωταγωνιστὲς τῆς περιόδου στὸ Βυζάντιο δὲν ἀντιμετώπιζαν τὴ Δύση ὡς κάτι μονολιθικό, κι ἄρα δὲν αἰσθάνονταν ὅτι ζοῦσαν σὲ ἕναν κόσμο μὲ σαφῆ διάκριση Ἀνατολῆς-Δύσης. Ἀντὶ γιὰ σύγκρουση Ρώμης-Κωνσταντινούπολης ἔβλεπαν διάφορες ὁμάδες μὲ διαφορετικὰ συμφέροντα. Στὴν Ἰταλία, ἂς ποῦμε, ὑπῆρχε ὁ Πάπας, ὁ Γερμανὸς αὐτοκράτορας, οἱ Νορμανδοί, οἱ Λογγοβάρδοι καὶ οἱ γηγενεῖς Ἰταλοὶ ποὺ θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους ὑπηκόους τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινούπολης. Πολλὰ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῶν μεταγενέστερων σχέσεων ἀνάμεσα στὸ Βυζάντιο καὶ στοὺς Δυτικοὺς δὲν ἦταν ἀκόμη ἐμφανῆ. Ἡ ἀντίληψη περὶ τῆς Δύσης ὡς ἑνωμένης καὶ ὡς ἀπειλῆς, ἡ λαϊκὴ ἀντιπάθεια ἀπέναντι στοὺς "Λατίνους", αὐτὰ ὅλα θὰ ἀναδυθοῦν ἀργότερα. Θὰ λέγαμε μάλιστα πῶς τὸ ἴδιο τὸ Σχίσμα ὁδήγησε σταδιακὰ στὴν κατασκευὴ μιᾶς μονολιθικὴς Δύσης στὰ μάτια τῶν Βυζαντινῶν, καθὼς οἱ λεπτὲς ἀποχρώσεις ὑποχώρησαν μπροστὰ στὴν προτεραιότητα τῆς ὁριοθέτησης ἀνάμεσα σὲ Ὀρθόδοξους καὶ αἱρετικούς.
Ε. Τὰ μετὰ τὸ Σχίσμα
Ἡ ἐξαντλητικὴ ἔρευνα στὶς πηγὲς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα ὁδήγησε πολλοὺς ἱστορικοὺς στὸ συμπέρασμα ὅτι δὲν ἔγινε κανένα ὁριστικὸ σχίσμα τὸ 1054. Ἡ ἄποψη αὐτὴ ὑποστηρίζεται ἀπὸ δυὸ ρεύματα.
Τὸ πρῶτο ἰσχυρίζεται ὅτι ἤδη πρὶν ἀπὸ τὸ 1054 σημειωνόταν μιὰ αὐξανόμενη ἀπομάκρυνση τῶν δυὸ ἐκκλησιῶν καὶ τὸ 1054 δὲν ἐπῆλθε παρὰ ἡ τυπικὴ ἐπισφράγιση τῆς διάστασης ποὺ προϋπῆρχε μεταξὺ Ἑλληνόφωνου καὶ Λατινόφωνου κόσμου. Οἱ δυὸ κόσμοι εἶχαν σταδιακὰ ἀποξενωθῇ μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων καὶ τὸ Σχίσμα ἦταν ἁπλῶς τὸ ἐπιστέγασμα τῆς ρήξης.
Τὸ δεύτερο ρεῦμα ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν ἔγινε τὸ Σχίσμα τὸ 1054 γιὰ τὸν ἀκριβῶς ἀντίθετο λόγο: παρὰ τὶς πολιτιστικὲς καὶ θεολογικὲς διαφορὲς καὶ τὰ γεγονότα τοῦ 1054, οἱ δυὸ πλευρὲς συνέχισαν τὶς ἐπαφὲς χωρὶς νὰ δείχνουν ὅτι εἶχε συμβεῖ κάτι ὁριστικό. Ἀντίθετα, συνηθισμένες ἀπὸ παλαιότερες συγκρούσεις, πίστευαν ὅτι μὲ τὸν καιρὸ μποροῦσε νὰ γεφυρωθῇ καὶ πάλι τὸ παροδικὸ χάσμα. Πιθανὸν αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ οἱ ἱστορικοὶ τῆς ἐποχῆς δὲν θεώρησαν ἄξια λόγου τὴν καταγραφὴ τῶν γεγονότων τοῦ 1054. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἄποψη, τὸ "ὁριστικὸ" γεγονὸς ἦρθε μὲ τὴν τέταρτη σταυροφορία καὶ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Δυτικούς. Οἱ λεηλασίες ποὺ ἀκολούθησαν καὶ ἡ κατοχὴ τῆς χώρας, ἡ Φραγκοκρατία, "ριζοσπαστικοποίησαν" τοὺς πληθυσμούς, "ἀπὸ τοὺς πιὸ μορφωμένους θεολόγους τῆς Κωνσταντινούπολης ὡς τοὺς τελευταίους ἀγρότες τῆς Πελοποννήσου", ὅπως σημειώνει ἡ καθηγήτρια τοῦ πανεπιστημίου του Πρίνστον Τ.Κολμπάμπα. Τότε τὰ γεγονότα τοῦ 1054 ἀπέκτησαν ἐκ τῶν ὑστέρων ἄλλο νόημα.
Ἀντίστοιχα ὁ Ράνσιμαν γράφει ὅτι μετὰ τὴν κατάκτηση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους τὸ 1204, "ὁ Πάπας ἔμεινε ἐγκλωβισμένος ἀνάμεσα στὴν εὐχαρίστησή του γιὰ τὸ συνολικὸ ἀποτέλεσμα καὶ τὴν ἀντιπάθεια γιὰ τὶς μεθόδους, κι ἔτσι ἔχασε τὴ μοναδικὴ εὐκαιρία νὰ ἀνακτήσει καλὴ θέληση στὴν Ἀνατολή. Στὴν κρίσιμη στιγμὴ ἔδειξε ὅτι τοῦ ἔλειπε συμπόνοια καὶ κατανόηση, καὶ αὐτὸ δὲν τοῦ συγχωρήθηκε ποτέ".
Κατὰ τὴν ἄποψή μας, ἡ ἀλήθεια βρίσκεται κάπου ἀνάμεσα στὰ δυὸ ἱστοριογραφικὰ ρεύματα. Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ διαφορετικὴ ἱστορικὴ ἐξέλιξη Ἀνατολῆς καὶ Δύσης καὶ οἱ πολιτιστικὲς διαφορὲς ἀπομάκρυναν τοὺς δυὸ κόσμους. Ἀπὸ μόνο του ὅμως αὐτὸ δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ δημιουργήση σχίσμα. Διαφορετικὴ ἱστορικὴ ἐξέλιξη βίωσαν καὶ τὰ τρία ἄλλα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων). Τεράστια διαφορὰ πολιτιστικοῦ ἐπιπέδου ὑπῆρχε ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ μεταξὺ Κωνσταντινούπολης καὶ Σλάβων. Δὲν σημειώθηκε ὅμως σχίσμα μεταξύ τους.
Ἐπίσης, εἶναι σωστὸ ὅτι ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν Βυζαντινῶν δὲν ὑπάρχουν ἐνδείξεις ἀμετάκλητης ρήξης τὰ πρῶτα χρόνια μετὰ τὸ 1054. Τὸ 1073, γιὰ παράδειγμα, ἡ βυζαντινὴ διπλωματία προσέγγισε τὸν Πάπα γιὰ τὴ σύναψη συμμαχίας κατὰ τῶν Σελτζούκων. Ἡ ἀνταπόκριση ἦταν θετική, ἂν καὶ τελικὰ ἡ Κωνσταντινούπολη ἐξασφάλισε τὴ βοήθεια τῶν Νορμανδῶν καὶ δὲν ἔδωσε συνέχεια. Στὰ 1089, ὅταν ὁ Ἀλέξιος Α' ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴ διάλυση τῆς συμμαχίας ἀνάμεσα στὸν Πάπα καὶ στοὺς Νορμανδούς, δέχθηκε ἀπεσταλμένους τοῦ πάπα Οὐρβανοῦ Β' καὶ συμβουλεύθηκε τὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινούπολης σχετικὰ μὲ τὴν κατάσταση τοῦ σχίσματος μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν. Κανένα ἐπίσημο ἔγγραφο δὲν βρέθηκε γιὰ τὸ σχίσμα στὰ ἀρχεῖα τοῦ Πατριαρχείου καὶ ὁ Πατριάρχης Νικόλαος Γ' ἀπηύθυνε ἐπιστολὴ στὴ Ρώμη ποὺ πρόσφερε ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων μὲ βάση τὸν συνήθη ὅρο τῆς ἀποστολῆς τῆς παπικῆς ὁμολογίας τῆς Ὀρθόδοξης πίστης στὴν Κωνσταντινούπολη. "Προφανῶς στὰ μάτια τῶν Βυζαντινῶν δὲν ὑπῆρχε ἐπίσημο "σχίσμα" τῶν ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ μόνο μιὰ ἀποξένωση ποὺ μποροῦσε νὰ θεραπευθεῖ διὰ τῆς ἁπλῆς, ἀλλὰ ἐπισήμου ἀποβολῆς τοῦ Filioque ἀπὸ τὸ Λατινικὸ Σύμβολο", σημειώνει ὁ Μέγιεντορφ. Βέβαια, ὁ Πάπας δὲν ἀπάντησε ποτέ, ἀφοῦ γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι ὁμολογία πίστεως μὲ τὴν προσθήκη του φιλιόκβε δὲν ἐπρόκειτο νὰ γίνη ποτὲ δεκτὴ στὴν Κωνσταντινούπολη. Συνεπῶς, ναὶ μὲν ὑπῆρχε διάθεση γεφύρωσης τῆς διαφορᾶς ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων, ταυτόχρονα ὅμως ἀναγνωριζόταν ὅτι ἡ διατήρηση τοῦ φιλιόκβε ἀποτελοῦσε αἰτία σχίσματος.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι γύρω στὸ 1090 ὁ Θεοφύλακτος Ἀχρίδος γράφει ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ἐμποτισμένος στὴν παράδοση τῆς ἐκκλησίας μας γνωρίζει ὅτι κανένα ἔθιμο δὲν εἶναι τόσο σημαντικὸ ὥστε νὰ διαιρέση τὶς ἐκκλησίες, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν καταστροφὴ τοῦ δόγματος. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν θὰ συμφωνήση ὅτι οἱ Δυτικοὶ ὑποπίπτουν σὲ ἀσυγχώρητες ἁμαρτίες σὲ ζητήματα ὅπως τὰ ἄζυμα. Ἀντίθετα πιστεύει ὅτι τὸ φιλιόκβε εἶναι τρομακτικὸ σφάλμα.
Δυστυχῶς, παρὰ τὴν καλὴ θέληση τῶν Ὀρθοδόξων, δὲν ὑπῆρξε καμιὰ ἀνταπόκριση ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρά. Μάλιστα ἂν ὑπῆρχε διάθεση, θὰ ἦταν πολὺ ἁπλὴ ἡ σύντομη ἀκύρωση τῶν ἀναθεμάτων, μὲ ἄλλοθι ἕνα τυπικὸ πρόβλημα: θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστηριχτῇ ὅτι ἡ ἐνέργεια τῶν παπικῶν ἀπεσταλμένων στερεῖτο νομιμότητας, διότι ὁ Πάπας Λέων εἶχε πεθάνει τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1054 (ὁ θρόνος παρέμενε κενὸς ἀκόμη τὸν Ἰούλιο) καὶ ἑπομένως ὁ Οὐμβέρτος δὲν εἶχε ἐξουσιοδότηση γιὰ ὅ,τι ἔκανε! Ὡστόσο οἱ μετὰ τὸ 1054 Πᾶπες δὲν ἀπεκήρυξαν τὴν ἐνέργεια τοῦ Οὐμβέρτου καὶ ἔτσι ὁ ἀναθεματισμὸς διατηρήθηκε σὲ ἰσχύ. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, διάδοχος τοῦ Λέοντα ὁρίστηκε ἀπὸ τὸν Γερμανὸ βασιλιᾶ Ἑρρῖκο Γ' ὁ Στέφανος Θ', ὁ ὁποῖος, ὡς Φρειδερίκος τῆς Λορραίνης, ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς δυὸ συνοδοὺς τοῦ Οὐμβέρτου στὴν πρεσβεία τοῦ 1054. Μιὰ καὶ ὁ νέος Πάπας εἶχε ἤδη καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινούπολης στὶς 20 Ἰουλίου 1054, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἐπιλογή του ἀποτελοῦσε συνειδητὴ πρόκληση πρὸς τὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία καὶ ὑποδήλωνε τὴ βαθύτερη πολιτικὴ τῶν Γερμανῶν ἐναντίον τῆς προσέγγισης τῶν δύο κόσμων. Τελικὰ τὸ 1098 ἡ σύνοδος τοῦ Μπάρι καταδίκασε ἐπίσημα ὡς αἱρετικοὺς ὅσους δὲν δέχονταν τὸ φιλιόκβε, ὁριστικοποιῶντας τὸ Σχίσμα. Χρειάστηκε νὰ περάσουν ἐννιακόσια χρόνια καὶ νὰ φτάσουμε στὸ 1965 γιὰ νὰ ἀρθοῦν τὰ ἀναθέματα. Ἦταν, βέβαια, πολὺ ἀργά.
Στοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν μετὰ στὸ Σχίσμα, ἡ δυτικὴ θεολογία ὀδεύτηκε σὲ καινούρια μονοπάτια, βασιζόμενη στὴν ὀρθολογικὴ ἐπεξεργασία τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστης. Σταδιακά, ὁ ὀρθολογισμὸς μονοπώλησε τὸν τρόπο προσέγγισης τοῦ Θεοῦ στὴν Δύση. Ἡ παπικὴ Ἐκκλησία ἐγκλωβίστηκε σὲ μιὰ συγκεκριμένη φιλοσοφικὴ Σχολὴ καὶ ταυτίστηκε μὲ αὐτή. Ἔτσι, ὅταν οἱ ἐπιστημονικὲς ἀνακαλύψεις τοῦ Κοπέρνικου, τοῦ Γαλιλαίου καὶ τοῦ Νεύτωνα ἐπέφεραν τὴν κατάρρευση τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς, ἡ παπικὴ Ἐκκλησία αἰσθάνθηκε ἀπειλημένη καὶ ἀντέδρασε μὲ τὸν γνωστὸ βίαιο τρόπο. Ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν ἐξελίξεων, ἕνας ὁλότελα καινούριος πολιτισμὸς ἔχει γεννηθεῖ στὴν Δύση μετὰ τὸ Σχίσμα. Μιὰ διαφορὰ ποὺ ξεκίνησε ὡς θεολογικὴ καὶ πολιτικὴ ἔχει ἀλλοιώσει πλέον τὴν συνολικὴ ἐξέλιξη τῆς ἀνθρωπότητος.
Τὸ θέμα τῆς ἕνωσης τῶν Ἐκκλησιῶν δὲν ἔπαυσε νὰ ἀπασχολῇ ὅσους ἀγάπησαν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Οἱ μέχρι τώρα προσπάθειες ἀποδείχθηκαν μάταιες. Ὡστόσο τὸ χρέος τῶν Ὀρθοδόξων παραμένει. Θὰ κλείσουμε τὴ μελέτη μας μὲ τὴν ἄποψη τοῦ μεγάλου θεολόγου τῆς ἐποχῆς μας, π. Ι. Ρωμανίδη, ἡ ὁποία εἶναι ἡ γνήσια ὀρθόδοξη ἄποψη καὶ ἡ μόνη βασισμένη στὰ ἱστορικὰ δεδομένα:
"Ἡ ἁπλὴ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054 δὲν δύναται νὰ ἐπιτύχη τὴν ἕνωσιν. Ἐπανερχόμενοι εἰς τὴν πρὸ τοῦ 1054 κατάστασιν εὑρίσκομεν πάλι σχίσμα μεταξὺ Λατίνων καὶ Ρωμαίων ἐξ αἰτίας τοῦ Filioque". "Ἔχομεν τὸ ἱερὸν καθῆκον, τὸ ἐπιβεβλημένον καὶ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Ρωμαίους πάπας τῆς Ρώμης πρὸ τοῦ 1009, νὰ ἐπιδιώξωμεν τὴν ἐξάλειψιν τοῦ σχίσματος οὐχὶ διὰ τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054, ἀλλὰ διὰ τῆς ἄρσεως τοῦ Filioque καὶ τῶν προϋποθέσεων καὶ ἀποτελεσμάτων αὐτοῦ".—
- Προβολές: 3516