Γράφτηκε στις .

Ὁδοιπορικό γιά τό μοναστήρι Παναγία Ἀμπελακιώτισσα

Ἀπό τή φύση του ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν τάση νά θέλη νά γνωρίση τά θαύματα τῆς πλάσης καί τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων. Λαχταρᾶ νά τά κατακτήση μέ τίς αἰσθήσεις καί τό πνεῦμα του καί μέ τήν ἀπόλαυσή τους νά πλουτίση τήν ψυχή του καί τή μνήμη του. Ἀπό τίς περιηγήσεις του σέ στεριές καί θάλασσες παίρνει ἄπειρα ἀναμνηστικά ζωῆς, ψυχῆς, ἀνθρωπιᾶς, πίστης, φύσης καί τέχνης. Τόσες μνῆμες πού τόν δένουν μέ τήν σημερινή ζωή του καί τό αὔριό του.

«Ἡ Ἑλλάδα ὀνειροπάλατο κι ἕνα χαμόγελο ὅλη», θά πῆ ὁ ποιητής. Ὑπάρχουν ὅμως κάποια μέρη πού προσφέρουν μέ περισσότερη ἁπλοχεριά ὅ,τι διψᾶ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Τέτοια εἶναι καί μιά ἄγονη, μά πανέμορφη γωνιά τῆς Ρούμελης, πάνω ἐκεῖ στά ψηλώματα τῆς Ναυπακτίας, στά ξακουστά Κράββαρα, ὅπου ἡ ἀρρενωπή γῆ συνδυάζει ἀγριάδα καί γλυκύτητα, τραχύτητα καί τρυφεράδα. Ἐκεῖνος ὁ τόπος ἀσκεῖ μιά ἕλξη πάνω στόν ἄνθρωπο, δυναμώνει τή γονιμότητα τῆς ψυχῆς του, ἀναπαύει μέσα του μιά ψυχική γαλήνη, δέ βλέπει τό τοπίο, τό αἰσθάνεται. Καί δέ χάνει τήν ὀμορφιά του ὅλο τό χρόνο. Ἀναδίνει πάντοτε τόν αὔρα τῆς λεβεντιᾶς, τήν ἁγνότητα τῆς ἁπλοϊκῆς ζωῆς καί τή στερεότητα τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης, πού μένει ἀτόφια καί ἀκατάλυτη στό πέρασμα τῶν αἰώνων.
Μέ τό φυσικό πλοῦτο τοῦ τόπου σμίγει καί ἡ ἱστορία τῆς πατρίδας καί τῆς πίστης. Ἐκεῖ σ᾿ ἕνα εἰδυλλιακό τοπίο τοῦ χωριοῦ Ἀμπελακιώτισσα ὑπάρχει ἀπό αἰῶνες τώρα, ἕνα ἱερό τέμενος, ὅπου φυλάσσεται ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας καί τό χέρι τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου. Εἶναι τό ἱστορικό Μοναστήρι «Παναγία Ἀμπελακιώτισσα».

Μόνη της ἡ Παναγία ζήτησε τοῦτο τό μάγεμα τῆς φύσης γιά κατοικία της, ὅταν οἱ Ἀγαρηνοί, τό 1457, πέταξαν τήν εἰκόνα της ἀπό τ᾿ Ἀμπελάκια τῆς Θεσσαλίας στόν Πηνειό. Καί ἀπό τότε ἔγινε τοῦτο τό Μοναστήρι τόπος εὐλάβειας καί ἐκπέμπει γαλήνη, φῶς καί καλωσύνη, πού ὁλοένα προχωρεῖ ἀξεδίψαστη γυρεύοντας ν᾿ ἀγγίξη τό μυστηριακό κάλλος τοῦ τοπίου. Ἐκεῖ ἡ ἴδια ἡ φύση μέ τήν παρουσία τῶν δύο ἁγίων γίνεται τό μέσον γιά τήν προσέγγιση τοῦ θείου. Ἡ κτίση γίνεται ἡ σκάλα πού πάει τόν ἄνθρωπο στόν Κτίστη τοῦ παντός. Ἐκεῖ σφιχταγκαλιάζεται ἡ γῆ καί ὁ οὐρανός στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ ἡμερεύει ὁ πόνος, γίνεται ἐλπίδα. Ἐκεῖ ἡ ψυχή ψηλώνει, λυτρώνεται, πλένεται στήν ἁρμονία, ἀκουμπᾶ τό χέρι τοῦ Θεοῦ. Ὁ καθένας ἐκεῖ βρίσκει ὅ,τι ψάχνει. Ὁ φυσιολάτρης τή θαλερή φύση, ὁ πιστός τήν εὐλάβεια καί τήν κατάνυξη. Ὁ ἄρρωστος τή γιατρειά. Ὁ ἁμαρτωλός τή συγχώρεση. Ἐκεῖ καί ὁ πιό φανατικός ἄθεος καί θεομάχος κυριεύεται ἀπό περίεργα σκιρτήματα εὐλάβειας καί λατρείας.

Καί οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν στήν περιοχή εἶναι στό σύνολό τους ζεστοί, φιλόξενοι, κουβαλοῦν μέσα τους μνῆμες πληγωμένες καί κατάφορτες μέ παραδόσεις καί παρελθόν. Ἕνα παρελθόν πού δέν ἔχει ξεθωριάσει κι ἀντέχει στή θύελλα τοῦ χρόνου κι ἔχει ριζώσει γερά στή γῆ τους. Ἐπιμένουν νά ὑπάρχουν καί στέλνουν τό ἁγνό χαμόγελό τους στόν κάθε ἐπισκέπτη καί τόν καλωσορίζουν στόν ὄμορφο τόπο τους.

Γιά τό προσκύνημα τοῦ ἐπισκέπτη στό Μοναστήρι «Παναγία Ἀμπελακιώτισσα» ἀπαιτεῖται μιά μάχη μέ βουνά καί βράχια, πότε γυμνά καί γκρίζα, σκεπασμένα, γεμάτα κρύπτες καί σπηλιές καί πότε πλούσια σέ βλάστηση, καταπράσινα. Μά εἶναι καί ἡ πιό χαρούμενη νίκη, ἄν τά καταφέρης νά φτάσης στόν ἅγιο ἐκεῖνο τόπο. Παλαιότερα ἡ μάχη ἦταν πιό σκληρή. Ποδαρόδρομος μέ τό σακούλι μέ τή μπομπότα στόν ὦμο, πολύωρο περπάτημα σέ στενά μονοπάτια πού ἀλλοῦ χάνονταν κι ἀλλοῦ τελείωναν, σκαμπανεβάσματα σ᾿ ἀγκαλιές βράχων καί στά χείλια γκρεμῶν. Τώρα ἡ διαδρομή εἶναι ἄνετη, ἀκίνδυνη καί ἀπολαυστική.

Τρεῖς δρόμοι ὁδηγοῦν στό Μοναστήρι.

Οἱ δύο πρῶτοι ξεκινοῦν ἀπ᾿ τἠν ὄμορφη καστρόπολη, τή νύμφη τοῦ Πατραϊκοῦ κόλπου, τή Ναύπακτο. Ἀνατολικά, λίγο πιό ἔξω, στό χωριό Δάφνη, ξεχωρίζουν καί ἀπό διαφορετικά μέρη φτάνουν στό μοναστήρι.

Ἀκολουθώντας τόν πρῶτο, μήκους περίπου 70 χιλιομ., προχωρᾶς βορειοανατολικά, περνᾶς ἀμέσως τή μεγάλη γέφυρα τοῦ Μόρνου, διανύεις μιά ἀπόσταση 25 χιλιομ. καί φτάνεις στό Χάνι Ρέρεση. Στή διασταύρωση πρίν τήν γέφυρα ἀνεβαίνεις ἀριστερά τόν ἀνηφορικό δρόμο καί ὕστερα ἀπό 4-5 χιλιόμ. φτάνεις στό χωριό Λιμνίστα. Στήν ἔξοδο τοῦ χωριοῦ ὁ δρόμος διακλαδίζεται. Ἕνας προχωρεῖ ἀριστερά καί μέσω τῶν χωριῶν Χρύσοβο, Κοκκινοχώρι, Ἀσπριά, Κεντρική φτάνει στήν Ἄνω Χώρα. Ὁ ἄλλος πού ἀκολουθοῦμε προχωρᾶ δεξιά. Σέ ἀπόσταση ἑνός χιλιομέτρου κι αὐτός διακλαδίζεται. Ὁ ἕνας προχωρεῖ ἀριστερά, εἶναι πρός τό παρόν χωματόδρομος, σύντομος ὅμως καί φτάνει στήν Ἄνω Χώρα. Ἡ διαδρομή του ἀπολαυστική, πνίγεται μέσα σέ ἕναν πυκνό δεντρώνα. Συναντᾶ τά ἐξωκκλήσια τοῦ Ἁη-Λιά τῆς Κεντρικῆς καί τ᾿ Ἁη-Γιάννη τῆς Ἄνω Χώρας, ὅπου ὑπάρχουν ἄνετες ἐγκαταστάσεις καί γίνονται συχνά τ᾿ «ἀνταμώματα» ὅλων τῶν Πολιτιστικῶν Συλλόγων τῆς Ναυπακτίας. Ἐκεῖ στόν Ἁη-Γιάννη ἔγινε καί ἡ φοβερή ἐμφυλιακή μάχη στά πέτρινα χρόνια τοῦ Ἐμφύλιου. Ὁ ἄλλος δρόμος πού ἀφήνεις στήν τελευταία διασταύρωση προχωρεῖ γιά Τερψιθέα-Ἐλατού. Κι ἐδῶ πυκνός καταπράσινος λόγγος ἀπό κουμαριές, ρίκια καί ἄλλους θάμνους. Σέ τρία-τέσσερα χιλιόμετρα νά μπροστά ἡ Τερψιθέα. Τέρπεται πραγματικά ἡ ματιά σου ἀντικρύζοντάς την. Μέσα σέ ἕνα καταπράσινο τοπίο σκαρφαλωμένα τἀ σπίτια ἀμφιθεατρικά δίνουν τήν ἐντύπωση πώς κάποιος ζωγράφος μέ κόκκινες, πράσινες καί γκρίζες πινελιές ἤθελε νά μαγνητίση τόν ἐπισκέπτη. Ἀμέτρητα φρουτόδεντρα στολίζουν τίς αὐλές καί τούς κήπους. Χάρμα τῶν ματιῶν τήν ἄνοιξη πού στήν ἄνθησή τους βλέπεις τό πραγματικό πρόσωπο.

Σέ δυό-τρία χιλιόμετρα ἀκόμα καί νά μπροστά ἡ Ἐλατού. Τῆς ταιριάζει τό ὄνομα. Τά ἔλατα κυριολεκτικά ἀγκαλιάζουν τά ὄμορφα περιποιημένα σπίτια. Ἕνα χωριό σκηνικῆς ἀγκαλιᾶς καί μέ εὐρύ ὁρίζοντα. Ἀπό ἐδῶ ὁ δρόμος ἀνηφορικός, καγκελωτός, θυμίζει βόα πού κουλουριάζεται καί ξεδιπλώνεται σ᾿ ἕνα πυκνό ἐλατόδασος.

Σέ λιγότερα ἀπό δύο χιλιόμετρα φτάνεις πάλι σέ ἄλλη διασταύρωση. Δέν ἀκολουθᾶς αὐτόν πού ὁδηγεῖ μπροστά πρός Ἐλατόβρυση, Γρηγόρι. Στρίβεις ἀριστερά. Σέ κατευθύνουν οἱ ταμπέλες πρός Ἄνω Χώρα καί Παναγία Ἀμπελακιώτισσα. Ἡ διαδρομή μέσα ἀπό πυκνό δάσος ἀπό ἔλατα. Μιά κρύα βρύση ἀριστερά ξεδιψᾶ τόν διαβάτη. Λίγο ἀκόμα καί ξαγναντεύεις τήν Ἄνω Χώρα, ἀφοῦ ξεπεράσεις καί μιά ἄλλη διασταύρωση πού δείχνει πρός Κρυονέρια.

Θέλεις μιά βαθειά ἀνάσα γιά ν᾿ ἀντέξης τῆς Ἄνω Χώρας τήν ὀμορφιά. Ἀνοίγεις ὅλες τίς αἰσθήσεις σου καί σαστισμένος ἀπολαμβάνεις τό σπάνιο δημιούργημα τῆς φύσης. Ἡ μαγευτική θέα, ἡ ἀπόλυτη γαλήνη καί ὁ καθαρός ἀέρας πού μυρίζει ἔλατο καί καστανιά σέ πλημμυρίζει. Ἄθελά σου ξυπνάει μέσα σου καί ἡ ἱστορική μνήμη. Βλέπεις μπροστά σου τ᾿ ἀχνάρια πού ἄφησε ὁ Πατροκοσμᾶς ὁ Αἰτωλός καί τό σχολεῖο πού δίδαξε ὡς δάσκαλος, τό Καναβέϊκο ἀρχοντικό, τοῦ λαγουμιτζῆ τοῦ Μεσολογγιοῦ καί ἥρωα τοῦ Βασιλαδιοῦ Σωτηρόπουλου.

Καί προχωρᾶς πάλι μέσα σ᾿ ἕνα πανόραμα καστανιᾶς καί ἔλατου. Περνᾶς τό ὄμορφο ἐξωκκλήσι τ᾿ Ἁη-Λιά καί νά μπροστά σου μετέωρος σ᾿ ἕνα καραούλι. Κάτω καί ἀπέναντι βράχοι θεόρατοι. Ὁ Θεός στή δημιουργία, ποιός ξέρει γιατί, χώρισε τό βουνό στά δύο, ὅπως ἄλλοτε ὁ Μωϋσῆς τή θάλασσα, γιά νά περάσουν οἱ Ἑβραῖοι. Κι ἔγινε ἔτσι τό ὄμορφο φαράγγι τοῦ Κάκαβου πού περπατιέται παράλληλα μέ τόν ποταμό Κότσαλο. Πόσες μνῆμες δέν ξυπνάει ἡ κοίτη του μέ τούς δέκα ἱστορικούς, ἐρειπωμένους τώρα νερόμυλους. Εἶναι ἕνα ἥμερο καί τρυφερό ποταμάκι πού τραγουδᾶ καθώς περπατᾶ. Κάνει παιχνίδια μέ τίς πέτρες, χύνεται στίς χοάνες τῶν νερόμυλων καί προχωράει γιά ν᾿ ἀνταμώση τόν Εὔηνο καί νά πᾶνε συντροφιά στή θάλασσα.

Ἀπέναντί σου τώρα τό χωριό Ἀμπελακιώτισσα καί στή μέση τῆς καταπράσινης βουνοπλαγιᾶς τ᾿ Ἁη-Λιά τό μοναστήρι. Δέ χορταίνεις τό θέαμα. Δασωμένες βουνοπλαγιές περισφίγγουν τό χωριό. Ψηλά στέκονται ὄρθιες οἱ πριονωτές προεξοχές τῆς Τσεκούρας, ὅπου φωλιάζουν τ᾿ ἀγρίμια. Ἐκεῖ ἡ γῆ εἶναι γυμνή, ἀσκητική. Πιό κάτω καταπράσινες πλαγιές. Σμίγει κι ἐδῶ ἡ ὀμορφιά μέ τήν ἱστορία. Καί χωρίς νά προκαλῆς τή μνήμη σου παρελαύνουν μπροστά σου ἡρωϊκές μορφές. Ὁ Βασίλης Μποῦσγος, ὁ Παπαφλέσσας ἐκείνης τῆς Ρούμελης, πού ἀναψε τή φωτιά τῆς Ἐπανάστασης τοῦ Είκοσιένα στό Ζεμενό, οἱ ἁρματωλοί Πιλαλαῖοι, ὁ Λιβέρης Λιβερόπουλος, ὁ Κυβερνήτης τῆς Ἀθήνας στά πρῶτα μετεπαναστατικά χρόνια καί τόσοι ἄλλοι.


Στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ στρίβεις γιά τό Μοναστήρι. Ὅσο πλησιάζεις νιώθεις τήν πνευματική του εὠδία. Ἀντικρύζοντάς το ροδίζει μέσα σου ἡ ὀμορφιά, ξεκλειδώνεται ὁ κόσμος τοῦ κόσμου καί τ᾿ οὐρανοῦ, λαμπυρίζουν θεϊκά ἀχνάρια, ἄψυχα καί ἔμψυχα, βγάζουν φωνές, ἡ δημιουργία σφιχτοδένεται στήν ψυχή σου, ἡ ὕπαρξή σου συγκλονίζεται. Εἶναι ὁ τόπος πού δέν τόν κρίνεις, ἀλλά σέ κρίνει. Σταματᾶμε ἔξω ἀπό τήν ἐξωτερική πόρτα γιά νά ἔρθουμε ἐκεῖ κι ἀπό τούς ἄλλους δύο δρόμους.

Ὁ δεύτερος δρόμος μήκους 57 χιλιομ. πού τόν ἀφήσαμε στή Δάφνη, ἔξω ἀπό τήν Ναύπακτο, προχωρᾶ παράλληλα μέ τό ποτάμι Μόρνος. Ἀνεβαίνει ὕστερα μέ κλειστές στροφές τό βουνό κι ὅταν περάσης τό χωριό Παλαιόπυργος, ἀφήνεις τόν κεντρικό πού προχωρεῖ γιά Σίμου-Πλάτανο. Τό δικό μας παρακλάδι ἀνεβαίνει δεξιότερα τό βουνό. Στήν κορυφή «Ἀνεμάκι», λίγο μετά τό ἐξωκκλήσι, προσοχή. Πάλι διασταύρωση. Ἕνας δρόμος δεξιά, ὁλόραχα πάει πρός τό ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Κυριακῆς. Ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε τόν ἀριστερό πού κατεβαίνει πρός τό χωριό Ἐλευθέριανη. Χάνεται τό μάτι σου κι ἐδῶ στό πράσινο. Ἡ φύση στήν ἄγρια καί τήν παρθενική της ἔκφραση. Κρύα νερά ἀναβλύζουν παντοῦ. Παλαιότερα ὅλες οἱ πλαγιές καλλιεργοῦνταν κι ἔδιναν στούς ξωμάχους τό ψωμί τους. Τώρα ἐγκαταλείφθηκαν κι ἔμειναν τά ἐρείπια τῶν καλυβιῶν νά μαρτυροῦν μιά ἄλλη ἐποχή. Περνώντας τό χωριό Ἐλευθέριανη ἀρχίζει χωματόδρομος. Ρομαντικά τοπία κι ἐδῶ μέσα σέ μιά πλούσια βλάστηση, ἰδιαίτερα στό ἐρειπωμένο ἐκκλησάκι τοῦ Ἁη-Γιάννη (Βαρέν), παλιό μετόχι τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Ἀμπελακιώτισσας. Ἀγναντεύεις ἀριστερά καί ἀπέναντι τά χωριά Πλάτανος, Ἁγία Τριάδα καί Χόμορη. Περνᾶς ὕστερα ἀπό ἕναν κάθετα κομμένο βράχο. Κάτω ἀπύθμενος γκρεμός. Εἶναι πορεία τοῦ ποταμοῦ Κότσαλου πού πάλι σχηματίζεται φαράγγι. Πάνω καί κάτω τοῦ δρόμου κυκλώπειες πέτρες κρατιοῦνται ἀπό τίς ρίζες πουρναριῶν κρεμασμένων ἀνάμεσα οὐρανοῦ καί γῆς. Καί νά, ξαφνικά ξαγναντεύεις τό ὄμορφο χωριουδάκι Πόδος. Πνίγεται κι αὐτό στό πράσινο. Τά ἔλατα φτάνουν στίς αὐλές τῶν σπιτιῶν. Ὁ μεγαλύτερος πλοῦτος του εἶναι ἡ πλούσια πλατανοσκέπαστη πηγή μέ τό κρύο νερό. Ἐκεῖ στό βαθύ ἴσκιο κάθε χρόνο, τό μήνα Αὔγουστο, οἱ κάτοικοί του ἀπό ὅλα τά μέρη τῆς Ἑλλάδας μέ πολλούς φιλοξενούμενους στήνουν τρικούβερτο γλέντι γιορτάζοντας τό «ἀντάμωμά» τους. Δύο χιλιόμετρα περίπου ἀκόμα καί συναντᾶς τόν ἀσφαλτοστρωμένο πρῶτο δρόμο πού ἔρχεται ἀπό τήν Ἄνω χώρα καί κατευθύνεται πρός τό Μοναστήρι τῆς Ἀμπελακιώτισσας.
Ρομαντική, παραδεισένια διαδρομή εἶναι καί κείνη τοῦ τρίτου δρόμου. Αὐτή κατεβαίνει ἀπό τήν Εὐρυτανία καί ἀπό τό ἄλλο πανελλήνιο προσκύνημα τῆς Παναγίας, τόν Προυσσό. Ὅποιος δέν τή διάβηκε αὐτή τή διαδρομή δέν ἔζησε τό μεγαλεῖο τῆς ἑλληνικῆς φύσης.

Μπαίνοντας στά ὅρια τῆς Ναυπακτίας, νά τό πρῶτο χωριό, ἡ Ἀράχωβα, ἄλλοτε πρωτεύουσα τοῦ Δήμου Κλεπαῒδας. Εἶναι τό χωριό μέ τούς περισσότερους κατοίκους σ᾿ ὅλη τήν ὀρεινή Ναυπακτία. Χάνεται ἡ ἱστορία στά βάθη τοῦ χρόνου. Οἱ θρύλοι τῶν Σισμαναίων σέ πολιορκοῦν. Σέ λίγα χιλιόμετρα ἡ Κλεπᾶ. Μεγαλοχώρι κι αὐτή καί πανέμορφη. Καινούργιες βιλίτσες φυτρώνουν κάθε χρόνο σάν μανιτάρια. Καί ὕστερα μπροστά σου ἕνα ὑπερθέαμα. Ἀπό μιά βουνίσια σχισμή προβάλλει ὁ ποταμός Εὔηνος ἤ Φίδαρης. Ἀφέντης καί εὐεργέτης τοῦ τόπου καί ὅλης τῆς Ἀττικῆς, κυλιέται βουερός, πότε φουσκωμένος καί θολός καί πότε ἤρεμος καί γαλήνιος. Τόν παγίδεψαν ὅμως τελευταῖα οἱ ἄνθρωποι, τοῦ ἔκοψαν τά φυσικά του πόδια καί τοῦ ἔδωσαν ἄλλη κατεύθυνση μέ τό περίφημο «Φράγμα Εὐήνου». ῎Ετσι ἔγινε ἡ πανέμορφη λίμνη Εὐήνου. Τά νερά της δημιουργοῦν μιά χρωματική συμφωνία μέ τά γύρω δάση. Σέ μαγεύει ἡ ὀμορφιά της σάν τό γλυκό τραγούδι τῶν Σειρήνων καί δέ θέλεις νά τή χάσης ἀπ᾿ τά μάτια σου. Πλούσιο καί τό οἰκοσύστημα τῶν πουλιῶν της. Πετυχημένη καί σωτήρια ἡ παρέμβαση τῶν ἀνθρώπων μέ τό θεόρατο φράγμα. Ἡ φύση εἶναι θεϊκό θαῦμα. Ἡ τέχνη εἶναι ἀνθρώπινο θαῦμα, ἀλλά καί σ᾿ αὐτή τή δεύτερη περίπτωση τό μυαλό τοῦ τεχνίτη κατευθύνεται ἀπό τόν Δημιουργό. Λέει κρυφά στ᾿ αὐτί τοῦ τά σχέδιά Του.

Καί μετά τή σύγχρονη γέφυρα τό χωριό Περδικόβρυση. Πανέμορφο χωριό πού πνίγεται στό πράσινο. Ἐκεῖ φτάνουν οἱ δρόμοι ἀπό τά χωριά Πλάτανος, Πέρκος, Περίστα, Καστανιά, Νεοχώρι, Ἅγιος Δημήτριος καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά τά Κρυονέρια καί ἡ Ἐλατόβρυση. Ὅλα τότε γίνονται ἕνας μονόδρομος χωματόδρομος καί πηγαίνει γιά τό Μοναστήρι. Ἀνεβαίνει κατά τό διάσελο ἀνάμεσα στά βουνά Ἀρδίνης καἰ Τσεκούρα. Γοητευτικός καί μυστηριώδης ὁ Ἀρδίνης, εἶναι τό ψηλότερο βουνό τῆς Ναυπακτίας. Μέ τήν ἐπιβλητική χιονοσκέπαστη μέχρι τό Μάη κορφή του γίνεται ἕνα μπαλκόνι κι ἕνα ἀνοιχτό παράθυρο. Ἀπό ἐκεῖ φτάνει ἡ ματιά σου μακριά. Ἀνάμεσα στίς πυκνές φυλλωσιές τῶν ἐλατιῶν παίζει κρυφτό ὁ γαλάζιος ούρανός καί μέσα στήν ἡσυχία τῆς ἐρημιᾶς τοῦ τοπίου ἀκούεται ἡ κραυγή κάποιου ἀετοῦ, πού ζυγιάζεται στούς αἰθέρες κοντά στά γυμνά βράχια τῆς Τσεκούρας, τό φτερούγισμα κάποιου κότσυφα, τό ρεσάλτο κάποιου σκίουρου, πού ξαφνιάζεται ὅταν σέ βλέπη. Εἰκόνες ὁλοζώντανες χωρίς ψεγάδια καί ὑπερβολές, γεμάτες ἁρμονία. Κατηφορίζεις ὕστερα μέσα σέ μιά θάλασσα πράσινου καί βρυσομάνες, τά περίφημα «Φτεριάρια» τῆς Ἀμπελακιώτισσας καί σέ ἕνα τέταρτο βρίσκεσαι στήν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπου κατέληξαν καί οἱ δύο ἄλλοι δρόμοι.

Μπαίνοντας στόν ἱερό χῶρο δέν ἀκοῦς μόνο τά τραγούδια τῶν πουλιῶν γύρω σου, μά καί τά ἐπίμονα καλέσματα τῆς ψυχῆς σου. Αἰσθάνεσαι τή μικρότητά σου. Βυθομετρᾶς τήν ἐσωτερική σου ὕπαρξη κι ἀναρωτιέσαι μήπως γυμνός καί ἀνάξιος βρεθῆς τή μεγάλη στιγμή. Κείνη τή στιγμή δέ μπαίνεις στόν ἱερό χῶρο οὔτε ὡς τουρίστας οὕτε ὡς ἐπηρμένος ἱστοριοδίφης, οὔτε ἀκόμα ὡς θαυμαστής τῶν μεγαλουργημάτων τῆς τέχνης. Εἶσαι ὁ συντριμμένος ταξιδευτής πού δέ νιώθεις τίποτα γήϊνο πάνω σου. Σοῦ ταιριάζει ἡ σιωπηλή ἀνατένιση, ἡ κατάνυξη καί ἡ προσευχή «Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία καί μηδέν τό γήϊνον ἐν αὐτῇ λογιζέσθω». Καί ἀναφωνεῖς: «Εἰσελεύσομαι εἰς τόν οἶκον Σου, προσκυνήσω πρός ναόν τόν ἅγιόν Σου ἐν φόβῳ....»

Τέτοιες ὧρες ἀπόλυτης ὀμορφιᾶς καί ἀνάτασης ψυχῆς ἐγκλωβισμένες σ᾿ αὐτό τὀ χῶρο δέν πρέπει νά χάνονται. Χωρίς αὐτές ἡ ζωή μας ἀποχυμώνεται, ξηραίνεται.

Γιά νά τή ζήσης καί σύ, ἀναγνώστη, δέν μποροῦν νά σέ βοηθήσουν τά φτωχά δικά μου λόγια. Οὔτε νά ζητήσης νά μάθης περισσότερα ἀπό βιβλία. Ἀνέβα μόνος ὡς ἐκεῖ νά τά μάθης καί νά τά ζήσης κοντά σέ κείνους πού συγκατοικοῦν μέ τούς ἁγίους προτιμήσαντες «παραρριπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ», πού θυσίασαν τό παρόν χάρη τοῦ αἰωνίου.-