Skip to main content

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἐκφραστὴς τῆς ἁγιορειτικῆς ζωῆς

Εἰσήγηση στὸ Διεθνές Συνέδριο γιὰ τὸ Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ (βλέπε σχετική ἀναφορά, σελ. 4).

Ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι γιὰ νὰ ἐρμηνεύση κανεὶς τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, χρησιμοποιῶντας δηλαδὴ κριτήρια φιλοσοφικά, σχολαστικά, ἱστορικά, ἠθικιστικὰ κλπ. Νομίζω ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τρόπους τὸν ἀδικεῖ καὶ τὸν παρερμηνεύει. Προσωπικά, προτιμῶ νὰ τὸν ἑρμηνεύσω μέσα ἀπὸ τὸ φυσικὸ καὶ πνευματικὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ἔζησε καὶ ἀνδρώθηκε πνευματικά, δηλαδὴ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Τὸ θέμα «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς Ἁγιορείτης» πάντοτε μὲ προκαλοῦσε, γιατί ἀντιλήφθηκα ὅτι μόνον μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προϋπόθεση μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐρμηνεύση αὐθεντικὰ τὸ πρόσωπο, τὸ ἔργο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Γι’ αὐτὸ καὶ στὸ παρελθὸν ἔγραψα ἕνα βιβλίο μὲ τὸν τίτλο αὐτόν.

Εἶχα τὴν ἐξαιρετικὴ εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἀρχίσω τὶς μελέτες μοῦ πάνω στὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, κατὰ τὴν διαμονή του στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ νὰ τὴν βλέπω μέσα ἀπὸ τὴν ζωντανὴ παράδοση ποῦ συνάντησα σὲ αὐτὸν τὸν ἱερὸ τόπο. Ἡ συχνὴ ἐπικοινωνία μου μὲ ἐρημῖτες καὶ κοινοβιάτες μοναχούς, ποῦ ζοῦσαν κατὰ διαφόρους βαθμοὺς τὴν ἡσυχαστικὴ καὶ θεοπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, μοῦ ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ τὴν ἀντιπαραβάλω μὲ ἐκεῖνα ποῦ διάβαζα στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ ἔβλεπα τὴν ὁμοιότητά τους. Θεωρῶ ὅτι εἶναι βασικὴ ἀρχή, ἀκόμη καὶ ἐπιστημονική, ὅτι ἡ μελέτη ἑνὸς ἔργου καὶ ἑνὸς προσώπου πρέπει νὰ ἐνταχθῇ μέσα στὸ ζωντανὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ἔζησε καὶ διαμορφώθηκε ἀπὸ αὐτό. Ἔτσι, τὸ θέμα «ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἐκφραστὴς τῆς ἁγιορείτικης ζωῆς» εἶναι σημαντικὸ καὶ δείχνει τὴν προϋπόθεση ἑρμηνείας ὅλου τοῦ ἔργου του.

Ἔχουν διατυπωθῇ διάφορες θεωρίες γιὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅτι δῆθεν ἦταν ἕνας βιβλικὸς θεολόγος, ἕνας νομιναλιστὴς φιλόσοφος, ἕνας μασσαλιανιστὴς κλπ. Θεωρῶ, ὅμως, ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἕνας αὐθεντικὸς ἁγιορείτης καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὸ πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ἡ προσωπικότητα, ἡ διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο του.

1. Ἁγιορείτης κατὰ τὴν καρδία πρὶν γίνη ἁγιορείτης μοναχός

Τὸ Ἅγιον Ὅρος στὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἀσκοῦσε μεγάλη ἐπίδραση στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου γεννήθηκε ὁ ἅγιος, δοθέντος, μάλιστα, ὅτι ἁγιορεῖτες πήγαιναν πολλὲς φορὲς στὴν Βασιλεύουσα. Αὐτοκράτορες καὶ Ἐπίσκοποι μόναζαν στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὁπότε καὶ ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς Βασιλεύουσας, ἀλλὰ καὶ ἡ ζωὴ τῶν κατοίκων της εἶχαν ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὴν ζωὴ ποῦ ἐπικρατοῦσε στὸ Ἅγιον Ὅρος.

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

Ὁ πρῶτος Πνευματικὸς Πατέρας ποῦ ἐπηρέασε τὸν μικρὸ Γρηγόριο ἦταν ὁ Θεόληπτος Φιλαδελφείας, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀναδειχθῇ Ἐπίσκοπος ἀσκοῦνταν στὴν ἡσυχία τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ὁ Θεόληπτος, κατὰ τὸν ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο, ἔγινε γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο «πατὴρ καὶ μυσταγωγὸς τῶν καλλίστων ἐκ Πατέρων ἄνωθεν» καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἁγιορείτη «τὴν νῆψιν καὶ τὴν νοερὰν ἄριστα μυηθεῖς προσευχήν, εἰς ἕξιν θαυμαστῶς αὐτῆς ἐληλάκει, ἐν τοὶς θορύβοις ἔτι καὶ τὼ κόσμῳ διάγων».

Οἱ λόγοι τοῦ Θεολήπτου Φιλαδελφείας τὸν ἀποδεικνύουν πραγματικὸ διδάσκαλο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ἀφοῦ κάνει λόγο γιὰ «τὴν ἐν Χριστῷ κρυπτὴν ἐργασίαν» καὶ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ νοῦ πρὸς τὸν ἑαυτό του. Γενικά, στὰ κείμενά του διδάσκει γιὰ τὴν εὐγένεια καὶ τὴν λαμπρότητα τοῦ Βαπτίσματος, ἡ ὁποία ἀποβλήθηκε μὲ τὴν φιλία πρὸς τὸν κόσμο γιὰ τὴν ἀμαύρωση τοῦ ἐσόπτρου τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀλλοίωση τῶν θείων χαρακτήρων ποῦ προσλάβαμε μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν πράξη καὶ θεωρία γιὰ τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καλεῖται θεωρία καὶ ἡ ὁποία ἑλκύει τὴν ὅραση καὶ τὴν ἔφεση τοῦ νοῦ πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν ὅραση τοῦ Φωτὸς γιὰ τὸ ἀφάνταστο τοῦ νοῦ καὶ τὴν σύνδεσή του μὲ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν κόπο ποῦ πρέπει νὰ καταβάλλη ὁ μοναχὸς γιὰ νὰ ἀναπτύξη αὐτὴν τὴν κρυπτὴ ἔργασίά κλπ. Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ λόγος τοῦ Θεολήπτου: «Πρῶτον ὁ νοὺς ζητεῖ καὶ εὑρίσκει εἶτα ἑνοῦται τὼ εὑρεθέντι καὶ τὴν μὲν ζήτησιν ποιεῖται διὰ τοῦ λόγου, τὴν δὲ ἕνωσιν διὰ τῆς ἀγάπης. Καὶ ἡ μὲν διὰ τοῦ λόγου ζήτησις γίνεται διὰ τὴν ἀλήθειαν ἡ δὲ τῆς ἀγάπης ἕνωσις διὰ τὸ ἀγαθόν».

Ὅποιος εἶναι ἐξοικειωμένος μὲ τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, διαβάζοντας τὰ κείμενα τοῦ Θεολήπτου καταλαβαίνει πόσο τὸν ἐπηρέασαν ὄχι μόνον στὸ νὰ ζὴ ὡς ἁγιορείτης ἀπὸ τὴν νεότητά του, πρὶν ἀκόμη εἰσέλθη στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀλλὰ καὶ στὴν φρασεολογία ποῦ συναντᾶμε στὰ δικά του ἔργα. Πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια θεολογία, ἀκόμη καὶ στὶς λέξεις. Φαίνεται ὅτι ἡ μετέπειτα διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιὰ τὴν νοερὰ ἐργασία εἶναι περαιτέρω ἀνάπτυξη –καὶ μὲ τὴν δική του προσωπικὴ πεῖρα– τῆς διδασκαλίας τοῦ πρώτου Πνευματικοῦ του Πατρός, τοῦ Θεολήπτου Φιλαδελφείας, ὁ ὁποῖος ἄσκησε μεγάλη ἐπίδραση στὴν εὔπλαστη ψυχὴ τοῦ νεαροῦ Γρηγορίου.

Ἔτσι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν κατὰ πνεῦμα ἁγιορείτης πρὶν ἀκόμη εἰσέλθη στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ὁ ἴδιος μνημονεύει τὸν Θεόληπτο στὰ κείμενά του. «Τὸν φερωνύμως Θεόληπτον ἐκεῖνον ἀκούεις, τὸν Φιλαδελφείας πρόεδρον, μᾶλλον δ’ ἀπὸ ταύτης ὡς ἀπὸ λυχνίας τὸν κόσμον φωτίσαντα».

2. Οἱ βάσεις τῆς ἁγιορείτικης ζωῆς

Σὲ ὅλα τὰ θέματα ἀπαιτοῦνται προϋποθέσεις καὶ νόμιμη ἄθληση γιὰ νὰ ἐπιτευχθῇ κάποιο ἀποτέλεσμα. Δὲν μπορεῖ νὰ ἐξετάζεται ἡ ἐπιστημονικὴ κατάρτιση ἑνὸς ἐρευνητοῦ, ἂν δὲν ἐξετασθοῦν τὰ κέντρα στὰ ὁποία σπούδασε καὶ ἐργάσθηκε, ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος καὶ ἡ μέθοδος τῆς ἐργασίας του. Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ γίνη καὶ στὴν περίπτωσή μας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐξετάζεται ὡς ἕνας ἐπιστήμονας θεολόγος, ἀλλὰ ὡς ἕνας ἐμπειρικὸς θεολόγος. Καὶ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἐρευνηθῇ μέσα ἀπὸ τὴν σύγχρονη ἁγιορείτικη ἡσυχαστικὴ παράδοση. Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, ὁ αὐθεντικὸς βιογράφος του, μᾶς δίνει πολλὰ στοιχεῖα γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ποῦ θὰ δοῦμε στὴν συνέχεια.

Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ γίνη μοναχὸς στὸ Ἅγιον Ὅρος πρέπει νὰ ἐπιλέξη τὸν Πνευματικό του Πατέρα, στὸν ὁποῖο θὰ κάνη τελεία καὶ ἀδιάκριτη ὑπακοή, προκειμένου νὰ βοηθηθῇ γιὰ νὰ καθαρισθῇ ὁ νούς του ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὴν φαντασία, νὰ μεταμορφωθῇ τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς του καὶ νὰ στραφῆ ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεό. Ἡ πνευματικὴ πεῖρα τοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ καὶ ἡ ἀδιάκριτη ὑπακοὴ τοῦ ὑποτακτικοῦ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν μύηση στὰ μυστήρια τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Αὐτὴν τὴν ὁδὸ ἀκολούθησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Κατὰ τὸν ἅγιο Φιλόθεο τὸν Κόκκινο, ἐπέλεξε ὡς πνευματικό του ὁδηγὸ τὸν μοναχὸ Νικόδημο καὶ «φοιτᾶ τὼ γενναίῳ ἀνδρὶ θαυμαστῷ κατὰ τὴν πρᾶξιν καὶ θεωρίαν», ποῦ ἑορτάζεται ὡς ἅγιος, γνωστὸς σὲ ὅλους σχεδὸν τοὺς μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος «κείρεται παρ’ αὐτοῦ, καὶ πρὸς ὑποταγὴν ἑαυτὸν τελείως ἐκδίδωσιν». Μὲ τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὴν ἀποταγὴ ἔγινε «θαυμάσιος» «καὶ λόγῳ καὶ πράξει καὶ τοὶς τοῦ νοῦ θεωρήμασι». Ἡ ἀποταγή, ἡ τελεία ὑπακοή, ἡ τήρηση τῶν ὑποσχέσεων ποῦ ἔδωσε κατὰ τὴν μοναχικὴ κουρὰ ἦταν οἱ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις τῆς πνευματικῆς τοῦ ἀνόδου στὴν θεωρία τοῦ Φωτός, διὰ τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοῦ.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος μνημονεύει καὶ τὸν ὁμολογητὴ Νικηφόρο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἰταλικῆς καταγωγῆς καὶ ἀφοῦ καταδίκασε τὴν κακοδοξία, προσχώρησε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Πῆγε στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἐπέλεξε «βίον ἀκριβέστερον, δηλαδὴ τὸν μονήρη», παρέλαβε ἀπὸ τοὺς ἐγκρίτους Πατέρες, διὰ τῆς ὑποταγῆς, «τῆς ἡσυχίας τὴν πεῖραν» καὶ ἔγινε ἀρχηγὸς γι’ αὐτοὺς ποῦ ἀγωνίζονται στὸν κατὰ τὴν διάνοια κόσμο πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας. Ὁ Νικηφόρος ἔκανε συλλογὴ πατερικῶν διδασκαλιῶν καὶ πρότεινε εἰδικὸ τρόπο, ὥστε οἱ ἀρχάριοι ποῦ δὲν μποροῦσαν νὰ συγκρατήσουν «τὴν ἀστασίαν τοῦ νοῦ», νὰ συστείλουν μετρίως «τὸ πολυπόρευτον καὶ φαντασιῶδες» τοῦ νοῦ.

Ἅγιον Ὅρος

Πρόκειται γιὰ τὸν λόγο «Περὶ νήψεως καὶ φυλακῆς τῆς καρδίας» ποῦ εἶναι «μεστὸς οὐ τῆς τυχούσης ὠφελείας». Στὴν εἰσαγωγὴ προτρέπονται ὅσοι θέλουν νὰ ἀποκτήσουν τὴν πνευματικὴ πεῖρα τῆς κοινωνίας τους μὲ τὸν Θεό, νὰ βροὺν τὸν θησαυρὸ μέσα στὴν καρδιά τους, νὰ ὑποδεχθοῦν τὸ ὑπερουράνιο πὺρ καρδιακῶς ἐν αἰσθήσει καὶ νὰ φθάσουν στὴν θεϊκὴ φωτοφανεία. Ἔπειτα, παρατίθενται κείμενα Πατέρων ποῦ κάνουν λόγο γιὰ τὴν νοερὰ προσευχή. Καὶ τέλος περιγράφεται ἡ μέθοδος μὲ τὴν ὁποία ὁ νοὺς θὰ εἰσέλθη «πρὸς τὸν καρδιακὸν τόπον». Μὲ τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ», ποῦ γίνεται μὲ τὸν κατάλληλο τρόπο, ὅπως γράφει ὁ Νικηφόρος, «ἀνοιχθήσεταί σοι διὰ τοῦτο καὶ ἡ καρδιακὴ εἴσοδος, καθὼς σοὶ γεγράφαμεν, ἐκτὸς πάσης ἀμφιβολίας καθὼς καὶ ἡμεῖς πεῖρα ἐγνώκαμεν». Καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς ἔρχεται ὁ χορὸς τῶν ἀρετῶν. Ὁ λόγος καὶ ὁ τρόπος τῆς νοερᾶς προσευχῆς βεβαιώνεται ἀπὸ τὴν προσωπικὴ πεῖρα, δὲν εἶναι ἕνας θεωρητικός, φανταστικὸς βίος.

Ὁ Νικηφόρος στὸν Ἄθωνα εἶχε ἱδρύσει «φροντιστήριον», στὸ ὁποῖο εἶχε ἀφοσιωμένους μαθητὲς καὶ στοὺς ὁποίους ἀπηύθυνε καὶ τὴν θεολογική του διαθήκη. Ἡ διδασκαλία τοῦ Νικηφόρου τοῦ ἡσυχαστὴ ἐπηρέασε ὄχι μόνον τοὺς συγχρόνους του μοναχούς, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν μεταγενέστερη φιλοκαλικὴ καὶ νηπτικὴ παράδοση. Τὸ ἐμπειρικό του ἔργο, ποῦ διασώζεται στὴν Φιλοκαλία, καθόρισε τὴν ζωὴ τῶν ἑπομένων γενεῶν.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει στὰ εἰσαγωγικά του ὅτι «ὁ Νικηφόρος ὁ ὀσιώτατος Πατὴρ ἡμῶν... καθηγητὴς καὶ μυσταγωγὸς τῶν ὑψηλῶν τῆς ἀσκητικῆς φιλοσοφίας μαθημάτων ἐγένετο Γρηγορίου τοῦ Θεσσαλονίκης».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀποδέχθηκε αὐτὴν τὴν μέθοδο τοῦ ὁσίου Νικηφόρου. Ἔχω δὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι ὄχι μόνον ἀποδέχθηκε αὐτὸ τὸ ἔργο, ἀλλὰ τὰ ὅσα γράφει στὸ σύγγραμμά του «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων» γιὰ τὴν ἐπάνοδο τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, τὶς κοινὲς ἐνέργειες ψυχῆς καὶ σώματος, τὴν ἀξία τοῦ σώματος στὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, τὴν ὅραση τοῦ ἀκτίστου Φωτός, εἶναι ἀναλύσεις εὐρύτερες τῶν ὅσων εἶχε διδαχθῇ ἀπὸ τοὺς Πνευματικούς του Πατέρες, τὸν Θεόληπτο Φιλαδελφείας, τὸν ὅσιο Νικόδημο καὶ τὸν Νικηφόρο τὸν Μονάζοντα. Στὴν πραγματικότητα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἑρμήνευσε θεολογικὰ τὴν οὐσία καὶ τὴν μέθοδο τοῦ ἡσυχασμοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων, καὶ τὴν κατοχύρωσε συνοδικά. Ἔχω δὲ τὴν βεβαιότητα, ὅπως φαίνεται ἄλλωστε καὶ στὴν βιογραφία τοῦ ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶχε ἀποκτήσει καὶ δική του προσωπικὴ πεῖρα τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ τοῦ θείου Φωτός, ἡ ὁποία ταυτιζόταν μὲ τὴν πεῖρα τοῦ ὁσίου Νικηφόρου καὶ γι’ αὐτὸ τὴν ὑποστήριξε μὲ θεολογικὸ τρόπο, ἀναιρῶντας τὴν ἀντίθετη διδασκαλία τοῦ Βαρλαάμ.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ Πνευματικοῦ τοῦ Πατρὸς Νικοδήμου, ἐξῆλθε στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ἔζησε καθ’ ὁλοκληρίαν ἡσυχαστικά. Νομίζω ὅτι στὸν λόγο ποῦ συνέταξε γιὰ τὸν ὅσιο Πέτρο τὸν Ἀθωνίτη, ποῦ ἦταν τὸ πρῶτο κείμενο ποῦ ἔγραψε, κατέγραψε τὶς ἐμπειρίες τῆς δικῆς του ζωῆς, τὶς ὁποῖες βίωσε στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ μάλιστα στὴν ἔρημο. Εἶναι φυσικὸ ὅτι, ὅταν κανεὶς ἐρμηνεύη ἕνα γεγονός, ἐκφράζει τὴν βαθύτερη προσωπική του πεῖρα. Ἔτσι, διαβάζοντας τὸν λόγον αὐτὸ αἰσθάνομαι ὡσὰν νὰ αὐτοβιογραφῆται ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γιὰ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸ Ἅγιον Ὅρος, γιὰ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἡσυχία τοῦ στὴν ἔρημο, γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, γιὰ τὴν παραδείσια ζωὴ στὴν ἔρημο, γιὰ τοὺς πειρασμοὺς ποῦ δέχθηκε καὶ πολλὰ ἄλλα.

Κυρίως, ἐκεῖνο ποῦ ἐκφράζει τὸν ἴδιο τὸν ἅγιο Γρηγόριο καὶ τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν κύρια ἐμπειρία του εἶναι τὰ ὅσα περιγράφει γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ στὸν ἐντὸς ἄνθρωπο, ἀπὸ τὴν περιπλάνησή του στὰ αἰσθητά, ὁ ὁποῖος νοὺς βλέπει «τὸ προσγενόμενον εἰδεχθὲς προσωπεῖον ἐκ τῆς κάτω περιπλανήσεως». Αὐτὸ τὸ κάλυμμα, ποῦ ἐμποδίζει τὴν ἔλευση τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, ἐκδιώκεται μὲ τὸ πένθος, ὁπότε ὁ ἀσκητὴς ἀποκτᾶ εἰρήνη καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ.

3. Μυστήρια καὶ ἡσυχασμός

Ὁ ἁγιορείτης μοναχὸς ἐντάσσεται ὀργανικὰ μέσα στὴν ζωὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἢ μιᾶς μοναχικῆς κοινότητας προκειμένου νὰ ἐπιτύχη τὴν θέωσή του, γιατί αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ἡ καθημερινὴ ζωὴ τῆς Μονῆς εἶναι οἱ πολύωρες ἀκολουθίες, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατερικῶν κειμένων καὶ ἡ καθημερινὴ συμμετοχὴ στὴν θεία Λειτουργία. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀναπτύσσεται στὴν πνευματική του ζωή. Αὐτὸν τὸν δρόμο ἀκολούθησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποῦ συνίσταται στὸν συνδυασμὸ θείας Λειτουργίας καὶ ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Δὲν ὑπερτόνιζε τὴν θεία Εὐχαριστία σὲ βάρος τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ὅπως ἔκαναν οἱ δυτικόφρονες, οὔτε ὑπερτόνιζε τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ σὲ βάρος τῆς θείας Λειτουργίας, ὅπως ἔκαναν οἱ μασσαλιανοί.

Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ περιγραφὴ ποῦ κάνει ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος γιὰ τὴν περίοδο ποῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦταν Ἡγούμενος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ συνδύαζε τὶς ἀκολουθίες στὸν Ναό, τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση.

Γιὰ τὴν συμμετοχὴ τοῦ στὶς ἀκολουθίες καὶ τὴν θεία Λειτουργία γράφει ὁ Φιλόθεος ὁ Κόκκινος: «τὴν δὲ περὶ τὸν θεῖον νεῶν καὶ τοὺς ὑπηρέτας καὶ ὑμνωδοὺς ἐκείνου σπουδὴν καὶ φιλοκαλίαν, τὰς δὲ μυστικὰς τῶν ὑπερφυῶν καὶ ὑψηλοτάτων ἱερουργίας καὶ τελετὰς ἔτι τε τὴν εὐκοσμίαν περὶ τὸ ἱερὸν βῆμα καὶ τὴν τῶν εἰς ἱερέας τελούντων ἐπιμέλειαν καὶ ἀνάβασιν, ἥν ἐκεῖνος καὶ μόνον ὁρώμενος ἐν τὼ τὰ θεῖα καὶ μυστικὰ τελεῖν ὑπερφυῶς τοὶς κοινωνοῖς ἐνεποίει, τί χρὴ λέγειν;». Ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας μέσα σὲ μιὰ τέτοια κατάσταση, ὥστε νὰ ἐμπνέη τοὺς συλλειτουργούς του καὶ μόνον ποῦ τὸν ἔβλεπαν, ἦταν ἀποτέλεσμα καὶ καρπὸς τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τὴν ὁποία ἀσκοῦσε, ἀλλὰ καὶ τῶν θεοπτικῶν ἐμπειριῶν ποῦ εἶχε ἀξιωθῇ νὰ γνωρίση.

Παράλληλα δίδασκε τοὺς μοναχούς. Γράφει ὁ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος: «Τὰς δὲ συνεχεῖς καὶ παντοδαπὰς ὁμιλίας τε καὶ διδασκαλίας, καὶ τὸ χρυσοῦν καὶ ἀκάθεκτον ρεῦμα τοῦ λόγου.... τί χρὴ καὶ λέγειν;». Ἡ διδασκαλία ποῦ εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «τὸ ἀκάθεκτον ρεῦμα τοῦ λόγου», ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐσωτερικὴ ζωή, ἀφοῦ ὁ ἅγιος ἔλαβε τὸ χάρισμα τῆς μετατροπῆς τοῦ ἠθικοῦ λόγου σὲ θεολογικὸ λόγο, ὡς καρπὸ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Θεό.

Ἡ ἀκριβὴς τέλεση τῆς λατρείας καὶ τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ποῦ ζὴ ὁ μοναχὸς στὸ κελλί του, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύκτας. Ἡ προσπάθειά του νὰ ξεχωρισθῇ ὁ νοὺς ἀπὸ τὴν ταύτισή του μὲ τὴν λογική, τὰ πάθη καὶ τὸ περιβάλλον καὶ νὰ ἐπιστρέψη στὴν καρδιὰ φαινόταν ἔκδηλα κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Εὐχαριστίας ποῦ γινόταν μὲ τρόπο νηπτικὸ καὶ μυσταγωγικό.

Αὐτὴν τὴν ζωὴ ποῦ ἔζησε στὸ Ἅγιον Ὅρος τὴν ἀποτύπωσε σὲ πολλὰ κείμενά του. Ὅποιο ἔργο του κι ἂν διαβάση κανεὶς διαπιστώνει ἀμέσως τὸ ἁγιορείτικο πνεῦμα του καὶ εἶναι μιὰ αὐτοβιογραφία του. Θὰ μνημονεύσω τρία παραδείγματα.

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ δεύτερη ὁμιλία του στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ περιγραφὴ τῆς ζωῆς τῆς Παναγίας στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅταν τὴν παρουσιάζη ὡς πρότυπο τοῦ ἡσυχαστοῦ καὶ στὴν πραγματικότητα περιγράφη θεολογικὰ τὴν δική του ἡσυχαστικὴ ἐμπειρία. Νομίζω ὅτι εἶναι μιὰ αὐτοβιογραφία τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ δείχνει πῶς ζοῦσε στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν νοῦ καὶ τὴν αἴσθηση καὶ μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο ὑπάρχει ἡ φαντασία, ἡ δόξα καὶ ἡ διάνοια. Τὰ τρία αὐτὰ (φαντασία, δόξα, διάνοια) συνδέονται μὲ τὴν αἴσθηση καὶ εἶναι ἄλογες δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ἡ συνουσία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ δὲν γίνεται μὲ τὴν αἴσθηση, τὴν φαντασία, τὴν δόξα καὶ τὴν διάνοια, ἀλλὰ μόνον μὲ τὸν νοῦ. Ὁπότε, ὁ νοὺς πρέπει νὰ καθαρισθῇ, νὰ ἐνεργοποιηθῇ γιὰ νὰ δοξασθῇ ἀπὸ τὸ Φώς. Αὐτὴ ἡ ἐνεργοποίηση γίνεται μὲ τὴν ἡσυχία τῶν αἰσθήσεων. Πρέπει νὰ προηγηθῇ ἡ λήθη τῶν κάτω, ἡ ἀπόθεση ὅλων τῶν νοημάτων καὶ ἡ μύηση τῶν ἄνω. Τότε ὁ νοὺς συνάπτεται μὲ τὴν στροφὴ πρὸς τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ἀδιάλειπτη θεία προσευχή, ὁπότε καὶ «δόξαν ὁρᾶ Θεοῦ καὶ θείαν ἐποπτεύει χάριν».

Τὸ δεύτερο παράδειγμα εἶναι τὸ ἔργο τοῦ ποῦ τιτλοφορεῖται «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», οἱ γνωστὲς Τριάδες, τὸ ὁποῖο στὴν πραγματικότητα δείχνει τὴν τριάδα τῆς πορείας τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἤτοι τὴν κάθαρση μὲ τὴν ἄσκηση, τὸν φωτισμὸ μὲ τὴν προσευχή, καὶ τὴν θέωση μὲ τὴν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Αὐτὸ εἶναι τὸ περιεχόμενο στὶς δύο πρῶτες Τριάδες, ἀλλὰ καὶ στὴν τρίτη Τριάδα. Συγχρόνως, σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο του δείχνει καὶ τὸν δυτικὸ τρόπο μοναχικῆς καὶ χριστιανικῆς ζωῆς, ποῦ δὲν στηρίζεται σὲ αὐτὴν τὴν ἀποδεδειγμένη πατερικὴ μέθοδο, καὶ ὁ ὁποῖος δυτικὸς μοναχισμὸς ἀντὶ τῆς ἡσυχαστικῆς ἐμπειρίας στηρίζεται στὴν φιλοσοφία, τὸν στοχασμό, τὴν λογικὴ καὶ τὴν ἠθική.

Τὸ τρίτο παράδειγμα εἶναι ἡ ἑρμηνεία διαφόρων χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ποῦ γίνεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ποῦ ἀπέκτησε στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρικὴ ζωὴ τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων. Αὐτὸ πρέπει, ἰδιαιτέρως, νὰ προσεχθῇ καὶ ἀπὸ ἐπιστημονικῆς πλευρᾶς. Γιὰ παράδειγμα ἀναφέρω τὴν ἑρμηνευτικὴ ἀνάλυση τοῦ Τελώνου τῆς σχετικῆς παραβολῆς τοῦ Χριστοῦ (Λούκ. ἰη', 10-14) ὡς τύπου ἡσυχαστοῦ τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ τῆς περιφήμου παραβολῆς τοῦ Χριστοῦ (Λούκ. ἰε', 11-32) ὡς τοῦ νοῦ ποῦ φεύγει ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ στὴν συνέχεια ἐπιστρέφει σὲ αὐτὴν τοῦ σαββατισμοῦ καὶ τῆς καταπαύσεως κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Ἐβρ. δ', 9-11) ὡς τὴν βίωση τοῦ ἱεροῦ ἡσυχασμοῦ. Ἐπίσης, ἕνας καταπληκτικὸς συνδυασμὸς μεταξὺ ἡσυχαστικῆς καὶ λειτουργικῆς ζωῆς παρατηρεῖται στὴν ἑρμηνεία τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς κατὰ τὴν Δευτέρα Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐρμηνεύη τὴν θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Καπερναούμ.

Μὲ ὅσα ἐγράφησαν στὴν ἑνότητα αὐτὴ φαίνεται καθαρὰ ἡ μεγάλη σχέση ποῦ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας, τῆς λατρείας καὶ τῶν βιβλικοπατερικῶν κειμένων. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν στηρίζεται μόνον στὴν θεία Λειτουργία, ἀλλὰ καὶ στὴν ἱερὰ ἡσυχία καὶ τὴν Ἁγία Γραφή - πατερικὰ κείμενα καὶ αὐτὸ συνιστᾶ τὴν ἁγιορείτικη ζωή.

4. Τὸ δόγμα, καρπὸς πράξεως καὶ θεωρίας

Τὸ δόγμα δὲν εἶναι μιὰ προσπάθεια τῶν Πατέρων νὰ ἀνυψώσουν τὴν ἁπλὴ πίστη τῶν πρώτων Χριστιανῶν σὲ φιλοσοφία οὔτε εἶναι καρπὸς μιᾶς φιλοσοφούσης διάνοιας, ἀλλὰ καρπὸς ἐμπειρίας. Ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ ποῦ ἀποκτοῦν οἱ ἅγιοι διατυπώνεται μὲ ὅρους τῆς ἐποχῆς τους, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπισθοῦν οἱ αἱρετικοὶ καὶ νὰ καθοδηγηθοῦν οἱ πιστοί. Οἱ ἁγιορεῖτες δὲν στοχάζονται, δὲν πολυπραγμονοὺν γύρω ἀπὸ τὸ δόγμα, ἀλλὰ μετέχουν τῆς ἀκτίστου καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτὸ ἡ θεολογία τους δὲν εἶναι φιλοσοφικὸς στοχασμός, ἀλλὰ διήγημα, δηλαδὴ ὅσοι ἔχουν τὴν ἐμπειρία διηγοῦνται αὐτὰ ποῦ εἶδαν, ἄκουσαν καὶ βίωσαν. Αὐτὸ τὸ συναντᾶμε καὶ σὲ ἁγιορεῖτες Πατέρες ποῦ ὁμιλοῦν μὲ ἁπλότητα γιὰ ὑψηλὰ θεολογικὰ ζητήματα.

Οἱ δογματικοὶ ἀγῶνες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στηρίζονται στὴν βίωση τῆς νηπτικής-ἡσυχαστικῆς παραδόσεως ποῦ συνάντησε καὶ ἔζησε στὸ Ἅγιον Ὅρος. Δὲν ὁμιλεῖ στοχαστικῶς, ἀλλὰ ἐμπειρικῶς. Φυσικά, γνώριζε καὶ τὴν ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία, ἀλλά, τελικά, ὁμιλοῦσε ἀπὸ τὴν πεῖρα του, καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν πεῖρα ἑρμήνευε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων. Θὰ δοῦμε δύο συγκεκριμένα σημεῖα γιὰ τὸ θέμα αὐτό.

Τὸ πρῶτο εἶναι ὅσα γράφει σχετικὰ περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀντιμετωπίζοντας τὸ Filioque τῶν Δυτικῶν, στὴν πρώτη φάση τοῦ ἀντιαιρετικοῦ τοῦ ἀγῶνος. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι στὸν δυτικόφρονα ἀγνωστικισμὸ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντέταξε τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Δίδασκε ὅτι γνωρίζουμε τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ γενικὰ τὶς ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὄχι, ὅμως, τὴν οὐσία Του. Αὐτὸ δὲν εἶναι θέμα λογικὸ καὶ φιλοσοφικό-φανταστικό, ἀλλὰ καθαρὰ ἐμπειρικό. Κατὰ τὴν θεοπτία ὁ θεόπτης βλέπει ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ πέμπεται καὶ διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ ὅτι ὁ ἴδιος μετέχει τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ποῦ προχέονται διὰ τῶν προσώπων.

Τὸ δεύτερο θέμα ἀναφερόταν στὰ περὶ τῆς μεθέξεως τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ ποῦ ἀντιπαρατασσόταν στὸ actus purus τῶν Δυτικῶν. Ὁ Βαρλαάμ, ἀκολουθῶντας τὴν δυτικὴ παράδοση, ταύτιζε τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ (actus purus) μὲ τὴν οὐσία Τοῦ καὶ ἔθετε κτιστὲς ἐνέργειες στὴν σχέση Τοῦ μὲ τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ διαστρέβλωνε ὅλη τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ φιλοσοφῶν θεολόγος μπορεῖ νὰ καταλήξη σὲ ἕνα τέτοιο συμπέρασμα γιὰ νὰ διασώση τὴν «ὑπερβατικότητα» τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γνώριζε ἀπὸ τὴν ἐμπειρία του ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θεοπτία δὲν μετέχει τῶν δῆθεν κτιστῶν, ἀλλὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.

Καὶ τὰ δύο αὐτὰ θέματα ἀντιμετωπίσθηκαν ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρικὴ θεολογία ποῦ ἔζησε ὁ ἴδιος στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἔτσι πρέπει νὰ δοῦμε τὴν διάκριση μεταξὺ θεοπτίας καὶ στοχαστικῆς ἀναλογίας. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ποῦ κάνει λόγο γιὰ τὸ σοβαρὸ αὐτὸ θέμα. Γράφει: «Θεωρία δὲ ἐστι τῆς ὑγιαινούσης ὁ καρπός, οἷον τί τέλος οὖσα καὶ εἶδος θεουργὸν δι’ αὐτῆς γὰρ θεοποιεῖται ἄνθρωπος, οὐ ἀπὸ τῆς τῶν λόγων ἢ τῆς τῶν ὁρωμένων στοχαστικῆς ἀναλογίας, ἄπαγε (χαμαίζηλος γὰρ αὕτη καὶ ἀνθρωπίνη), ἀλλὰ τῆς ἀπὸ τῆς καθ’ ἡσυχίαν ἀγωγῆς».

Τὸ χωρίο αὐτὸ εἶναι σημαντικὸ γιατί δείχνει τὴν διαφορὰ μεταξὺ τῆς βαρλααμικὴς θεολογίας καὶ τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας. Ἡ ὁμιλία αὐτὴ εἶναι μιὰ πραγματεία ποῦ ἀναλύει ἀκόμη περισσότερο τὴν πρώτη ὁμιλία του στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου ποῦ εἶχε συντάξει ὅταν ἀσκεῖτο στὸ Ἅγιον Ὅρος. Αὐτὴν τὴν δεύτερη ὁμιλία-πραγματεία στὰ Εἰσόδια ἀσφαλῶς τὴν διαμόρφωσε μετὰ τοὺς πρώτους διαλόγους του μὲ τὸν Βαρλαὰμ καὶ ἡ πιθανὴ συγγραφή της πρέπει νὰ ἔγινε τὸ 1341 σὲ Μονὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὅπου καὶ διέμεινε.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος κάνει τὴν διάκριση μεταξὺ τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, τῆς θέας τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ποῦ εἶναι καρπὸς «τῆς καθ’ ἡσυχίαν ἀγωγῆς», ἀπὸ «τῆς τῶν λόγων ἢ τῆς τῶν ὁρωμένων στοχαστικῆς ἀναλογίας». Ἡ στοχαστικὴ ἀναλογία μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν δυτικὴ ἀντίληψη περὶ τῆς ἀποκαλύψεως, ὅτι ὑπάρχει ἀναλογία μεταξὺ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἀντίγραφο τῶν ἀγέννητων ἰδεῶν (τὸ γνωστὸ analogia entis) καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό Του εἴτε μὲ τὴν λογικὴ ποῦ εἶναι τὸ εὐγενέστερο στοιχεῖο τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἀντίγραφο τῶν ἰδεῶν («λόγων», «στοχαστικῆς») εἴτε μὲ τὴν ὅραση τοῦ κόσμου («ὁρωμένων») καὶ αὐτὰ γίνονται μέσα στὴν φιλοσοφία-μεταφυσική («ἀναλογία»). Ὅμως, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι καρπὸς τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς ποῦ γίνεται μὲ τὸν φωτισμένο νοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποδεσμεύεται ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῆς λογικῆς καὶ τὸ περιβάλλον.

Εἶναι ἑπόμενο ὅτι μὲ τὴν δύναμη αὐτὴ τῆς ἐμπειρικῆς ζωῆς κατοχυρώθηκε συνοδικῶς καὶ ὁ ἡσυχασμὸς ὡς μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ τὰ δύο αὐτὰ θέματα (Filioque καὶ actus purus) ἀντιμετωπίσθηκαν ἀπὸ τὶς Ἡ’ καὶ Θ’ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ παρουσιασθῇ ἡ ἀξία τῶν δύο αὐτῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

5. Ἡ ἐξάσκηση τῆς ποιμαντικῆς

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅταν ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἐξάσκησε τὴν ὀρθόδοξη ποιμαντική, ὅπως τὴν βλέπουμε, κυρίως, στὶς ὁμιλίες του. Πρόκειται γιὰ τὴν ποιμαντικὴ ποῦ εἶναι ἁγιορείτικη καὶ ἐξασκεῖται καὶ σήμερα ἀπὸ ἁγιορεῖτες Πατέρες. Εἶναι σημαντικὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον εἰσῆλθε ὁ ἅγιος Γρηγόριος στὴν Θεσσαλονίκη μετὰ τὴν ἐκλογή του καὶ τὴν ἐλευθέρωσή της ἀπὸ τοὺς Ζηλωτές. Μᾶς ἐνθυμίζει ἁγιορείτικες τελετὲς μὲ τὶς εἰκόνες, ψαλμωδίες, καὶ εὐχές, μὲ εἰρηνικὴ διδασκαλία. Ἡ βασική του διακονία, ὅπως καὶ κάθε Ἐπισκόπου, ἦταν ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας καὶ τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ὅπως τὸ διαπιστώνουμε σὲ πολλὲς ὁμιλίες ποῦ κάνει, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας σὲ μεγάλες Δεσποτικὲς ἑορτές, στὶς μνῆμες τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες καθημερινὲς ἀκολουθίες. Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁμολογεῖ ὅτι οἱ περισσότεροι ἀκροατὲς χαρακτήριζαν τὶς πάνδημες ἑορτὲς καὶ συνάξεις, τὶς ἱερὲς πομπὲς καὶ λιτανεῖες, τὶς φωνές του καὶ τὶς διδασκαλίες ὡς «Θεοῦ φωνὰς καὶ ρήματα ζωῆς».

Τὸ κήρυγμα ἦταν ἀπὸ τὶς πιὸ βασικές του ἐνέργειες. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, κατὰ τὸν ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο, διακρινόταν γιὰ «τὴν ἀκάματον σπουδήν τε καὶ προθυμίαν» «περὶ τὸ λέγειν καὶ δημηγορεὶν καὶ διδάσκειν ἐπ' Ἐκκλησίας». Ἐπίσης, δίδασκε εἴτε δημοσίως εἴτε ἰδιωτικῶς, ὅπως γράφει: «τὰ δὲ κοινὴ καὶ ἰδία, νὺν μὲν πρὸς πολλούς, νὺν δὲ πρὸς ὀλίγους, ἔστι δ’ ὅτε καὶ πρὸς τοὺς καθ’ ἕνα διαλέξεις καὶ ὁμιλίας». Ὅλοι θαύμαζαν «τὸ κάλλος τοῦ λόγου, τὸ δὲ πολυειδὲς καὶ πυκνὸν καὶ ὑψηλὸν καὶ ὑπερφυὲς τῶν θείων ἐκείνων θεωρημάτων καὶ νοημάτων». Τὸ περιεχόμενο τοῦ λόγου του ἀναφερόταν στὴν θεραπεία τῶν ἀνθρώπων. Κάθε λόγος, ὁμιλία καὶ διάλεξη «παιδαγωγία ψυχῆς ἄντικρυς ἥν καὶ διόρθωσις ἤθους καὶ ἁμαρτίας ἀνατροπὴ καὶ διδασκάλιον ἀρετῆς καὶ φιλοσοφία παντὸς ἀγαθοῦ». Ἡ ὁμιλία του ἐξέπεμπε τὴν γλυκύτητα καὶ τὴν δύναμη τοῦ λόγου του, ἐνῷ χυνόταν ἤρεμα στὶς ψυχὲς καὶ εἰσερχόταν, κατὰ «τὸν ἐλαίου καὶ μέλιτος τρόπον». Τόση ἐντύπωση προκαλοῦσαν οἱ λόγοι του, ὥστε γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ νὰ τὸν βλέπουν ὅλοι ἔσπρωχνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀπωθοῦσαν καὶ φιλονικοῦσαν, ποιός θὰ ἔλθη πρῶτος γι’ αὐτά.

Στὶς ὁμιλίες του συνέδεε τὸν Χριστὸ μὲ τοὺς ἁγίους, τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν κοινωνία, τὸ δόγμα μὲ τὸ ἦθος, τὴν θεολογία μὲ τὴν προσευχή, τὴν πράξη μὲ τὴν θεωρία, τὰ Μυστήρια μὲ τὴν ἄσκηση, τὴν λατρεία μὲ τὸ κήρυγμα, τὴν ἔγγαμη μὲ τὴν ἀσκητικὴ ζωή. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ποικιλοτρόπως εὐεργετοῦσε τὸ ποίμνιό του, ἀκόμη καὶ μὲ θαύματα. Κατὰ τὸν ἅγιο Φιλόθεο, πολλοὶ ἔρριπταν τοὺς ἀσθενεῖς μπροστὰ στὰ πόδια του καὶ γίνονταν καλά. Τελικά, ὅλοι τὸν ἔβλεπαν «ὡς ἕνα τῶν πάλαι θεοφόρων καὶ ἀποστολικῶν ἀνδρῶν καὶ διδασκάλων» καὶ φιλοτιμοῦνταν νὰ αὐξάνουν καθημερινὰ τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν θερμὴ πίστη τους πρὸς αὐτόν. Τελικά, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐνεργοῦσε ὡς ἕνας ἐμπειρικὸς θεολόγος, ὡς ἕνας θαυμάσιος ἁγιορείτης Πατέρας.

Ἐπίλογος

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μὲ τὴν ζωή του καὶ τὴν διδασκαλία του ἐκφράζει τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ὅρους, τὸ ὁποῖο ἀνέδειξε πολλοὺς θεόπτες, μάρτυρες καὶ ἁγίους. Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἀλλὰ καὶ ὁ θεολόγος αὐτοῦ, ποῦ τὸ ἀνέδειξε καὶ τὸ ἑρμήνευσε θεολογικά. Φυσικά, μὲ αὐτὸ ποῦ λέγω δὲν ἐννοῶ ὅτι τὸ Ἅγιον Ὅρος εἶναι κάτι ξένο πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἁγιασμένος χῶρος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἱερὸ Βῆμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὅλα τὰ κείμενα ποῦ ἔχει γράψει ὄχι μόνον παρουσιάζουν τὴν θεολογικὴ καὶ ἐμπειρικὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἀλλά, συγχρόνως, εἶναι καὶ ἡ αὐτοβιογραφία τοῦ ὡς ἁγιορείτου μοναχοῦ καὶ θεολόγου. Αἰσθάνομαι τὸν ἅγιο Γρηγόριο ὡς ἕναν ἁγιορείτη, ποῦ εἶναι συνισταμένη πολλῶν ἁγιορειτῶν, οἱ ὁποῖοι διέπρεψαν καὶ διαπρέπουν στὸ Ἅγιον Ὅρος, μὲ μεγάλη ἐμπειρία Θεοῦ, μὲ χωρητικότητα νοὸς καὶ ἀτρόμητο χαρακτῆρα.

Τὸν τελευταῖο καιρὸ γράφεται καὶ λέγεται ὅτι στὴν ἐποχή μας παρουσιάσθηκαν πολλὲς θεολογικὲς τάσεις, ποῦ ἐκφράζουν διαφορετικὲς παραδόσεις, οἱ ὁποῖες ἀντιστοιχοῦν σὲ μιὰ ἐπὶ μέρους πλευρὰ τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ τελικὰ πρέπει νὰ γίνη ἡ σύνθεση ὅλων αὐτῶν. Αὐτὸ δημιουργεῖ τὴν αἴσθηση ὅτι ἀναζητᾶμε νὰ βροῦμε τὴν ἀλήθεια καὶ ὅτι πρέπει νὰ βρεθῇ τὸ κατάλληλο πρόσωπο γιὰ νὰ κάνη τὴν σύνθεση αὐτή. Νομίζω, ὅμως, ὅτι ὅσοι ἀναζητοῦν τὴν σύνθεση δὲν πρέπει νὰ ἀποβλέπουν στὸ μέλλον, γιατί αὐτὴ ἡ σύνθεση ἔγινε καὶ εὑρίσκεται στὸ πρόσωπο, τὸ ἔργο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐπίκαιρος καὶ μὲ τὴν διδασκαλία του ἀπαντᾶ τόσο στὸν σχολαστικισμὸ ὅσο καὶ στὸν ἠθικισμό. Ὁ ἅγιος ἐξέφρασε τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὴν συνάντησε στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ὅπως μπορεῖ νὰ τὴν συναντήση κανεὶς καὶ σήμερα στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἂν ὅμως διαθέτη ταπείνωση, ἔμπνευση, προσευχή, εὐαισθησία καὶ πραγματικὴ ἀναζήτηση. Ὅποιος ἑρμηνεύει τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὸ πλαίσιο τὸν ἀδικεῖ.

Τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ σήμερα εἶναι ἡ ζωντανὴ κοινότητα τῆς προφητικῆς, ἀποστολικῆς καὶ πατερικῆς ζωῆς, δηλαδὴ εἶναι τὸ «φροντιστήριο» τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ ἀναμένει μαθητές, γιὰ νὰ μαθητεύσουν στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὡς ποιμένας»

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος μόναζε στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τῶν Χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης ὑπερμάχησε στὴν ἀντίκρουση τοῦ ἀντιησυχασμοῦ τὸν ὁποῖο δίδασκε ὁ Βαρλαάμ. Μὲ τὴν Σύνοδο τοῦ 1341 καταδικάσθηκε ὁ Βαρλαὰμ καὶ ἡ διδασκαλία του. Ἡ ἐκλογὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου σὲ Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ἔγινε στὴν Σύνοδο τοῦ 1347, ἡ ὁποία κατaδίκασε τὴν συνέχιση τῆς ἀντιησυχαστικὴς διδασκαλίας. Ἤδη ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶχε ἀποκτήσει μεγάλο κῦρος στὴν Ἐκκλησία καὶ κλήθηκε νὰ ποιμάνη τοὺς Θεσσαλονικεῖς, ἐκεῖ ὅπου ξέσπασε ἡ ἀντιησυχαστικὴ αἵρεση. Μετὰ τὴν ἐκλογή του, πῆγε στὴν Θεσσαλονίκη, ἀρχὲς τοῦ Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1347, γιὰ νὰ ἀναλάβη τὴν διαποίμανση τοῦ ποιμνίου του σὲ μιὰ τραγικὴ περίοδο, ἀφοῦ ἡ πόλη κυβερνιόταν ἀπὸ τὴν ἡγεσία τῶν Ζηλωτῶν καὶ ὑπῆρχε μεγάλη κοινωνικὴ ἀναταραχή.

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὡς ποιμένας»Οἱ Ζηλωτὲς τῆς Θεσσαλονίκης ἦταν ἕνα καινούριο στοιχεῖο, ξένο πρὸς τὶς παραδοσιακὲς δομὲς τῆς πόλεως, ἐμπνέονταν ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὴν Δύση καὶ ἐξελίχθηκαν σὲ ἕνα κόμμα ποῦ ἀποτελεῖτο, κυρίως, ἀπὸ τοὺς πρόσφυγες καὶ τοὺς πτωχοὺς τῆς πόλεως, μὲ μεταρρυθμιστικὲς καὶ ἀντιμοναχικές-ἀντιησυχαστικὲς ἀρχές, ἐνῷ εἶχαν διατηρήσει τὴν ἀπέχθεια πρὸς τὴν ἰδιοκτησία. Εἶχαν ἐνεργήσει βίαια καὶ κατέλαβαν τὴν διοίκηση τῆς πόλεως τὸ ἔτος 1345 καὶ παρέμειναν στὴν ἐξουσία μέχρι τὸ ἔτος 1350. Οἱ Ζηλωτὲς τῆς Θεσσαλονίκης ποῦ διοικοῦσαν τὴν πόλη –ὄχι ὁ λαός– δὲν δέχθηκαν τὸν ἅγιο Γρηγόριο ὡς Μητροπολίτη, ὅταν πῆγε νὰ ἐνθρονισθῇ τὸ ἔτος 1347.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος δὲν ἐπέμεινε νὰ παραμείνη στὴν Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὅρος. Δὲν θέλησε νὰ δημιουργήση ἔριδες καὶ διαιρέσεις στὸ ποίμνιό του. Συγχρόνως, ἀρνήθηκε τὶς προτάσεις τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Σέρβων Στεφάνου Δουσὰν νὰ τὸν ὑποστηρίξη μὲ ἄλλους ἀπώτερους σκοπούς.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔκανε καὶ μιὰ δεύτερη προσπάθεια νὰ εἰσέλθη στὴν Θεσσαλονίκη, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἐπισκεφθῇ τὴν Κωνσταντινούπολη. Αὐτὸ πρέπει νὰ ἔγινε τὸ φθινόπωρο τοῦ 1348. Τὸν παρακίνησαν τόσο ὁ Πατριάρχης Ἰσίδωρος ὅσο καὶ οἱ Βασιλεῖς, οἱ ὁποῖοι, βέβαια, τότε εἶχαν συμφιλιωθῇ μεταξύ τους. Δυστυχῶς, καὶ πάλι δὲν κατόρθωσε νὰ ἀναλάβη τὴν ποιμαντικὴ διακονία τοῦ λαοῦ. Αὐτὸ ἔγινε γιατί οἱ ἡγέτες τῶν Ζηλωτῶν ζητοῦσαν ἀπὸ τοὺς Βασιλεῖς μεγάλα καὶ ὑπεράνω τῆς τάξεώς τους «ἔπαθλα τῆς ἀταξίας καὶ τῆς στάσεως».

Ἡ ἐνθρόνιση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου στὴν Θεσσαλονίκη ἔγινε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1350, μετὰ τὴν ἐκδίωξη τῶν Ζηλωτῶν καὶ τὴν ἐλευθέρωση τῆς πόλεως ἀπὸ τὴν κατοχή τους, δηλαδὴ τρία χρόνια μετὰ τὴν ἐκλογή του καὶ ἀφοῦ ἀπέτυχε δύο φορὲς νὰ ἀναλάβη τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἄσκησε τὴν ποιμαντική του διακονία φαίνεται σὲ τρία σημεῖα.

Τὸ πρῶτο ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τῆς ἐνθρονίσεώς του. Εἶναι σημαντικὰ τὰ ὅσα λέγει ὁ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ τοὺς στασιαστές, τὴν ἀπομάκρυνσή τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἄνοδο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου στὸν Μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης. Κατ' ἀρχὰς λέγει ὅτι ἦταν ἐλάχιστοι ἐκεῖνοι ποῦ δὲν δέχθηκαν τὸν ἅγιο Γρηγόριο κατὰ τὴν πρώτη εἴσοδό του στὴν Θεσσαλονίκη καὶ αὐτοὶ ἦταν πονηροί, φθορεῖς καὶ ἀνάξιοι. Στὴν συνέχεια λέγει ὅτι ἡ ἴδια ἡ πόλη ἐξεγέρθηκε ἐναντίον τοὺς καὶ ἄλλους μὲν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς «κακούργους καὶ μιαροὺς» τοὺς ἐξωθεῖ καὶ ἀποβάλλει καὶ ἄλλους τοὺς σωφρονίζει καὶ ἀναστέλλει ἀπὸ τὴν κάκιστη ὁρμὴ καὶ τὶς μοχθηρὲς πράξεις μὲ τὰ κατάλληλα θεραπευτικὰ φάρμακα. Οἱ χαρακτηρισμοὶ αὐτοὶ εἶναι ἐνδεικτικοὶ τῆς νοοτροπίας καὶ τοῦ ἔργου τῶν Ζηλωτῶν.

Ἡ ὑποδοχὴ τὴν ὁποία ἐπεφύλαξε ὁ λαὸς στὸν ἅγιο Γρηγόριο ἦταν μεγαλειώδης καὶ δὲν μπορεῖ νὰ παραβληθῇ καθόλου «βασιλικοῖς ἐπινικίοις καὶ θριάμβοις καὶ πομπαῖς εἰσοδίοις». Ἐνεδύθη ποδήρη χιτῶνα καὶ τὴν ἱερὴ στολὴ γιὰ νὰ εἰσέλθη στὴν Θεσσαλονίκη. Ἡ ποιμαντικὴ δράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἄρχισε ἀμέσως μὲ τὴν τελετὴ τῆς ἐνθρόνισής του. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἐνήργησε δείχνει ὅτι συμπεριφερόταν ὡς Πνευματικὸς Πατέρας. Στὰ πρόθυρα τῆς πόλεως ἀπηύθυνε εὐχὴ στὸν Χριστό. Ἦταν μιὰ προσευχὴ μετανοίας γιὰ ὅσα προηγήθηκαν στὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης, προσευχὴ ἐκζητήσεως τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καὶ εἰρηνεύσεως τοῦ λαοῦ. Τὸ περιεχόμενο τῆς προσευχῆς δείχνει ἀφ' ἑνὸς μὲν τὴν τραγικὴ κατάσταση τῆς πόλεως, ποῦ προηγήθηκε, ἀφ' ἑτέρου δὲ τὴν πνευματικὴ προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος συμπεριφέρεται ὡς μεγάλος Πνευματικὸς ἡγέτης. Διερχόμενος τὴν πόλη γιὰ νὰ ἐνθρονισθῇ, ὅλοι οἱ ψάλτες ἔψαλαν ὕμνους ἀναστασίμους, ὡσὰν νὰ ἔβλεπαν τὸν ἀναστάντα Χριστό. Ἔψαλαν: «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις, καὶ ὀψόμεθα τὼ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς ἀναστάσεως Χριστὸν ἐξαστράπτοντα».

Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι τὸ πῶς ἄρχισε τὴν ποιμαντική του διακονία καὶ αὐτὸ δείχνει τὶς ὀρθὲς βάσεις τοῦ ποιμαντικοῦ του ἔργου. Τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὴν εἴσοδό του στὴν πόλη ὅρισε πάνδημη πομπὴ καὶ λιτανεία μὲ ἱερὲς εἰκόνες, ψαλμωδίες καὶ εὐχές. Στὴν λιτανεία αὐτὴ παρευρέθηκαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Θεσσαλονίκης. Διῆλθε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς πόλεως «εὐχόμενος, εὐλογῶν, ὑπὲρ τῶν παρελθόντων εὐχαριστῶν, ὑπὲρ τῶν μελλόντων δεόμενος». Στὸ τέλος δὲ τῆς λιτανείας ὁμίλησε στὸν λαὸ γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια. Ὁ πρῶτος αὐτὸς λόγος τοῦ μεγάλου Ἱεράρχου εἶναι ὑπόδειγμα λόγου καὶ εἰρηνευτικῆς ἀποστολῆς καὶ δείχνει πῶς αἰσθανόταν ὡς Ἐπίσκοπος.

Στὴν ἀρχὴ τοῦ λόγου θέτει τὶς ἀληθινὲς θεολογικὲς προϋποθέσεις τῆς κοινωνίας. Ὁμιλεῖ γιὰ τὸν κοινὸ Πατέρα καὶ γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα. Μᾶς δημιούργησε ὁ Θεός, καὶ εἴμαστε ἀδελφοί, λόγῳ τοῦ ?Ἀδάμ, τοῦ κοινοῦ γενάρχου. Ἐπίσης, ἡ ἀδελφότητα εἶναι ἰσχυρότερη, λόγῳ τῆς ὁμογένειας καὶ τῆς κοινῆς μητέρας, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Χριστιανοὶ εἶναι ἕνα σῶμα, ἔχουν κεφαλὴ τὸν Χριστό. Βαπτίσθηκαν σὲ ἕνα Βάπτισμα, ἔχουν μία πίστη, μία ἐλπίδα, ἕναν Θεό. Ἔτσι, πρέπει νὰ εἶναι στενὰ συνδεδεμένοι μὲ τὴν ἀγάπη. Στὴν συνέχεια ἀναφέρεται στὰ συγκεκριμένα γεγονότα ποῦ τάραξαν τὴν Θεσσαλονίκη. Ἐνῷ ἔπρεπε νὰ εἶχαν ἀγάπη, ἐν τούτοις εἰσῆλθε μὲ τὴν συνέργεια τοῦ πονηροῦ τὸ μῖσος. Ἔτσι, μὲ αὐθεντικὸ τρόπο ὁ ἅγιος Γρηγόριος περιγράφει τὴν κατάσταση ποῦ ἐπικρατοῦσε κατὰ τὴν κατοχὴ τῆς πόλεως ἀπὸ τοὺς Ζηλωτές. Οἱ πληροφορίες εἶναι ἀξιόλογες.

Γράφει ὅτι τὸ μῖσος ποῦ εἰσῆλθε διέσπασε τὴν κοινωνία καὶ τὴν ἑνότητα μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς, ἔκανε τὴν πόλη παράλυτη, δημιούργησε ἐχθρικὲς μερίδες, συγχύσεις, ταραχές, δίνοντας τὴν εἰκόνα ὅτι ἡ πόλη κυριεύθηκε ἀπὸ ἐχθρούς. Οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως ἔτρεχαν σὲ ὅλη τὴν πόλη, ἄλλοι καταστρέφοντας τὰ σπίτια, ἄλλοι ἁρπάζοντας τὰ εὑρισκόμενα σὲ αὐτὰ καὶ μὲ μεγάλη μανία ἀναζητοῦσαν τοὺς οἰκοδεσπότες γιὰ νὰ τοὺς φονεύσουν «ἀνηλεῶς τε καὶ ἀπανθρώπως». Ὡς πραγματικὸς ποιμὴν καὶ ἀληθινὸς ἰατρὸς παρουσίασε τὸ πάθος, τὴν πληγὴ τῆς πόλεως.

Δὲν ἀρκεῖται, ὅμως, μόνον σὲ αὐτό, ἀλλὰ προχωρεῖ καὶ στὴν θεραπεία. Ὁ ἰατρὸς δὲν ἀρκεῖται στὴν ἀποκάλυψη τῆς πληγῆς, ἀλλὰ καὶ θεραπεύει. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ ἅγιος μὲ τὸν θεραπευτικὸ καὶ εἰρηνευτικό του λόγο. Τονίζει ὅτι δὲν ἐπιδιώκει νὰ τοὺς ὀνειδίση, ἀλλά, ἀφοῦ γνωρίσουν τὴν νόσο, στὴν συνέχεια πρέπει νὰ τὴν θεραπεύσουν. Τοὺς προτείνει νὰ ἀναζητήσουν τὴν αἰτία ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπεσαν, νὰ ζητήσουν τὴν θεραπεία καὶ νὰ τὴν διαφυλάξουν. Ἡ αἰτία τοῦ μίσους καὶ τῶν ταραχῶν εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος γνωρίζει ὅτι ἡ πρόθεση τῶν ἐπαναστατῶν δὲν ἦταν ἁπλῶς οἱ κοινωνικὲς μεταρρυθμίσεις καὶ μεταβολές, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία. Ὅλα αὐτὰ ὑποκινοῦνται ἀπὸ τὸν διάβολο. Ἀναλύει πολὺ παραστατικὰ ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ αἰτία τῆς στάσεως αὐτῆς. Οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου δείχνουν τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο, ἐργάσθηκε ποιμαντικὰ στὴν Θεσσαλονίκη.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος δὲν εἶναι ἕνας ξηρὸς κοινωνιολόγος, ἀλλὰ πραγματικὸς πατέρας καὶ ποιμένας, δηλαδὴ ἰατρὸς τῶν νοσούντων ἀνθρώπων, ἀφοῦ προσπαθεῖ νὰ τοὺς θεραπεύση. Συγκρίνοντας τὴν περίπτωση τῶν κατοίκων τῆς Θεσσαλονίκης μὲ τὸν παραλυτικὸ τοῦ Εὐαγγελίου, ποῦ καθόταν στὴν Κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, λέγει ὅτι ὑπάρχουν δύο ὁμοιότητες. Ὅπως ὁ παραλυτικὸς παρέμεινε στὴν Κολυμβήθρα χωρὶς νὰ ἀπομακρύνεται, ἔτσι καὶ αὐτοὶ δὲν ἔφυγαν τελείως ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος δὲν εἶχε ἄνθρωπο νὰ τὸν βοηθήση, ἔτσι καὶ αὐτοὶ δὲν εἶχαν ποιμένα τόσον καιρὸ γιὰ νὰ τοὺς εἰρηνεύση.

Μετὰ προχωρεῖ στὶς παραινέσεις καὶ τὶς προτροπές. Δὲν εἶχαν ποιμένα, τώρα ὅμως ἔχουν. Αὐτὸς θὰ τοὺς παρηγορήση καὶ θὰ τοὺς θεραπεύση. Τοὺς συνιστᾶ συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό, ἐπίγνωση τῆς συγγένειας ποῦ ἔχουν μεταξύ τους, ἀνάμνηση τῶν παλαιῶν ἡμερῶν τῆς εἰρήνης. Τοὺς προτρέπει νὰ μὴ σκέπτωνται τὸ κακό, οὔτε νὰ ἀνταποδώσουν τὸ κακό, ἀλλὰ νὰ νικήσουν τὸ κακὸ μὲ τὸ ἀγαθό. Νὰ ἐνστερνισθοῦν τὴν ἀγάπη, νὰ κάνουν ὑπακοὴ στὸν εὐαγγελισμὸ τῆς εἰρήνης καὶ μάλιστα νὰ συνεργασθοῦν μαζί του στὸ θέμα τῆς εἰρηνεύσεως. Ἡ διακονία του ὡς Ποιμένος εἶναι διακονία ἀγάπης καὶ εἰρήνης. Εἶναι ὑπηρέτης αὐτῆς τῆς διακονίας. Πρέπει νὰ εἶναι συμφιλιωμένοι καὶ ὁμονοοῦντες, ἔχοντες στὸ μέσον τὸν Χριστό. Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν πρώτη ἐκείνη ὁμιλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἀφ' ἑνὸς μὲν προσδιορίζεται ἡ νόσος καὶ ἡ θεραπεία τῶν στασιαστῶν καὶ ὁλοκλήρου τῆς πόλεως, ἀφ' ἑτέρου δὲ προτρέπονται οἱ ἀδικηθέντες νὰ μὴν ἀνταποδώσουν τὸ κακό, ἀλλὰ νὰ εἰρηνεύσουν καὶ νὰ ἀγαπήσουν τοὺς ἐχθρους τους. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ κρύπτεται ὅλο τὸ εἰρηνευτικὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴν Θεσσαλονίκη. Μετὰ ἀπὸ μεγάλες ἀνωμαλίες ἀπαιτεῖται αὐτοσυγκράτηση καὶ ἰσχυρὴ προσωπικότητα γιὰ νὰ θεραπεύση τὴν ὀργὴ τοῦ λαοῦ.

Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος διασώζει τὴν πληροφορία ὅτι μετὰ τὴν ὁμιλία ἐκείνη ἔκανε φίλους καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ὑβριστὲς τοῦ καὶ τοὺς προηγουμένους ἐχθροὺς καὶ στασιαστές. Ὄχι μόνον τοὺς ἔκανε φίλους, ἀλλὰ καὶ δούλους, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἔπεσαν στὰ πόδια του, τὰ ἀσπάζονταν, ἐξομολογοῦνταν τὰ ἁμαρτήματα ποῦ ἔπραξαν καὶ ζητοῦσαν συγγνώμη. Ὁ ἅγιος ὄχι μόνον τοὺς συγχώρησε, ἀλλὰ ἔκανε καὶ κάτι μεγαλύτερο, τοὺς ἐνέγραψε στοὺς φίλους του καὶ τοὺς εὐεργετοῦσε μὲ λόγια καὶ ἐνέργειες. Ἔκανε καὶ σύναξη ἱερέων, στοὺς ὁποίους ὑπενθύμισε τὰ καθήκοντά τους. Καὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τρόπους ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔφερε τὴν εἰρήνη καὶ θεράπευε τοὺς Χριστιανούς.

Τὸ τρίτο σημεῖο ποῦ δείχνει τὸν τρόπο τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας φαίνεται στὸ περιεχόμενο τῶν ὁμιλιῶν τοῦ ποῦ διασώθηκαν. Παρέμεινε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης μέχρι τὴν κοίμησή του ποῦ συνέβη τὴν 14η Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1359, δηλαδὴ ὑπῆρξε Μητροπολίτης γιὰ δώδεκα χρόνια (1347-1359), ἀλλὰ σχεδὸν τὰ μισὰ ἀπὸ αὐτὰ παρέμεινε στὸν ἀρχιερατικό του θρόνο. Ἤδη εἴδαμε ὅτι ἐνθρονίσθηκε τρία χρόνια μετὰ τὴν ἐκλογή του, καθὼς ἐπίσης ἕνα χρόνο πέρασε αἰχμάλωτος στοὺς Ὀθωμανούς. Ὅταν διαβάζη κανεὶς τὶς ὁμιλίες αὐτὲς παρατηρεῖ ὅτι ὁμιλοῦσε ὡς θεολόγος, ἡσυχαστὴς καὶ Πνευματικὸς Πατέρας ποῦ ἀντιμετώπιζε τὰ προβλήματα τοῦ λαοῦ, ἀκόμη καὶ τὰ κοινωνικά, μέσα ἀπὸ τὴν θεολογικὴ προοπτικὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλη τὴν θεολογία, τὴν ὁποία ἀνέπτυξε προηγουμένως ἐναντίον τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τῶν διαδόχων του, τὴν πέρασε μὲ ἀνάλογη προσαρμογὴ στὸ ποίμνιό του στὴν Θεσσαλονίκη. Στὰ κηρύγματά του συνδέει στενὰ τὴν θεοπτικὴ θεολογία μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἄσκηση, τὴν λειτουργικὴ ζωὴ μὲ τὴν φιλανθρωπία.

Ἔτσι, βλέπουμε θαυμάσιες ἀναλύσεις γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν θέα-θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, γιὰ τὴν βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, γιὰ τὴν ἀξία καὶ σημασία τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τοῦ πολιούχου τῆς Θεσσαλονίκης ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου, γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς πτωχοὺς κλπ. Γενικά, ἀπὸ τὶς ὁμιλίες αὐτὲς καταλαβαίνουμε πῶς γίνεται μιὰ ἐκκλησιαστική, ποιμαντικὴ διακονία ἀπὸ ἕναν μεγάλο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἕναν θεολόγο καὶ ἡσυχαστή. Ἀκόμη καὶ ἡ κοινωνική του διδασκαλία εἶναι ἀπόρροια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τῆς φιλοθεΐας καὶ τῆς φιλανθρωπίας. Ὁ τρόπος τῆς ποιμαντικῆς τοῦ διακονίας φαίνεται καὶ σὲ μιὰ ἐπιστολὴ ποῦ ἔστειλε στὸ ποίμνιό του, τὴν ὁποία ἔγραψε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ στοὺς Ὀθωμανοὺς καὶ στὴν ὁποία ἐνημερώνει τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ ὅσα συνέβησαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας του, ποῦ δείχνει τὴν στενὴ ἐπικοινωνία ποῦ εἶχε μαζί τους. Ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ὁ ἐπίλογος τῆς ἐπιστολῆς, γιατί δείχνει πῶς ἐργαζόταν στὸ ποίμνιό του, πῶς ἐξασκοῦσε τὴν ποιμαντική του διακονία.

Γράφει ὅτι, ὅπως διδάσκει τοὺς Θεσσαλονικεῖς τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας μὲ θυσία καὶ παρρησία, ἔτσι τὸ κάνει καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας του. Οἱ Θεσσαλονικεῖς δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦν ὅτι ἔχουν ζωντανὸ καὶ ἀληθινὸ Θεὸ ποῦ μαρτυρεῖται ἀπὸ τοὺς ἁγίους, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ πρέπει νὰ ἔχουν ζωντανὴ καὶ ἀληθινὴ πίστη, γιατί ἡ πίστη ποῦ δὲν μαρτυρεῖται ἀπὸ τὰ ἔργα εἶναι νεκρή. Εἶναι ἀδύνατον κάποιος ἄπιστος νὰ ἐμπιστευθῇ τὸν Χριστιανό, ὅταν, ἐνῷ πιστεύη στὸν Χριστὸ ποῦ γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο Πατέρα ἀχρόνως καὶ ἀπὸ παρθένο Μητέρα ἐν χρόνῳ, ἐν τούτοις ὅμως δὲν ἀσκῇ τὴν παρθενία (ὁ μοναχὸς) καὶ τὴν σωφροσύνη (ὁ ἔγγαμος), ἀλλὰ ζὴ τὴν ἀκολασία. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ γίνη κατὰ Χάρη υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὅταν δὲν κάνη ὅ,τι ἔκανε καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Στὸ τέλος προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ κάνουν αὐτοὶ τὴν ἀρχὴ καὶ ὁ Θεὸς θὰ βοηθήση. Γιὰ νὰ σωθῇ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὴν κακία, νὰ ἀποκτήση τὴν ἀρετή, νὰ ἀναλάβη τὰ ἔργα τῆς μετανοίας, καὶ νὰ προσμένη τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στὴν πρόσκτηση τῶν θεϊκῶν ἀρετῶν «διὰ τῆς τοῦ θείου πνεύματος ἐνοικήσεως» καὶ θεοποιεῖται.

Ἑπομένως, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ὁμιλία ποῦ ἔκανε ὁ ἅγιος Γρηγόριος κατὰ τὴν εἴσοδό του στὴν Θεσσαλονίκη καὶ τὴν ἀνάληψη τῶν ἐπισκοπικῶν του καθηκόντων, οἱ ὁμιλίες στὸ ποίμνιό του, καὶ ἡ ἐπιστολὴ ποῦ ἔστειλε στὴν Ἐκκλησία του ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς αἰχμαλωσίας του φανερώνουν τὸ πῶς ἐνεργοῦσε ὡς Ποιμένας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν μεγάλος ἡσυχαστὴς Πατέρας, ἀλλὰ καὶ ἕνας μεγάλος ποιμένας ποῦ καθοδηγοῦσε ὀρθόδοξα τὸ ποίμνιό του. Στὴν περίπτωσή του φαίνεται εὐδιάκριτα πῶς ἕνας ἡσυχαστὴς μπορεῖ νὰ ποιμαίνη τοὺς ἀνθρώπους, πῶς ἕνας ποιμένας ὀρθοτομεὶ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας μὲ τὴν βίωση τοῦ ἀληθινοῦ ἡσυχαστοῦ καὶ πῶς πρέπει νὰ θεολογὴ καὶ νὰ ποιμαίνη ἕνας Ἐπίσκοπος.

Συνέντευξη «Familia Orthodoxa»: Γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Συνέντευξη στὸ ρουμανικὸ περιοδικὸ «Familia Orthodoxa»

Ἐρώτηση:Στό βιβλίο σας «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὡς Ἁγιορείτης» γράφετε ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ἕνας ἅγιος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ βοηθήση πάρα πολὺ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο. Τί θὰ μπορούσαμε νὰ μάθουμε ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι ζοῦμε σ’ ἕναν κόσμο πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ δεκάτου τετάρτου αἰῶνα;

Ἰάσιο Ρουμανία, Ναυπάκτου Ἱερόθεος αυτόγραφα.

Ἀπάντηση: Πέρα ἀπὸ αὐτὸ ποῦ λέτε, στὸ βιβλίο μου γράφω ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι παράλληλη μὲ τὴν ἐποχὴ στὴν ὁποία ἔζησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, δηλαδὴ ὑπάρχουν τὰ ἴδια ρεύματα καὶ οἱ ἴδιες παραδόσεις. Δηλαδή, τὸν 14ο αἰῶνα στὴν Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, τὸ λεγόμενο Βυζάντιο, ὑπῆρχε μιὰ ζωντανὴ Ὀρθόδοξη Παράδοση, ποῦ ἐξέφραζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἀλλὰ ταυτόχρονα ὑπῆρχαν καὶ πολλὰ στοιχεῖα οὐμανιστικά, ποῦ σημαίνει ὅτι οἱ οὐμανιστὲς στηρίζονταν πολὺ στὸν ἀνθρώπινο παράγοντα. Ἔτσι, ὑπῆρχαν Χριστιανοὶ ποῦ ζοῦσαν μυστηριακὰ καὶ ἀσκητικά, ἀλλὰ παράλληλα καὶ Χριστιανοὶ ποῦ ἐπηρεάζονταν ἀπὸ ἄλλες παραδόσεις καὶ στὴν πραγματικότητα ἦταν οὐμανιστές, δηλαδὴ στηρίζονταν στὸν ἀνθρώπινο παράγοντα.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντιμετώπισε δύο πειρασμούς, ὁ ἕνας προερχόταν ἀπὸ τὴν Δύση μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Βαρλαὰμ ποῦ σαφῶς ἦταν ἕνας ἐκκοσμικευμένος Χριστιανισμὸς καὶ ὁ ἄλλος πειρασμὸς προερχόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ποῦ ἐκφραζόταν ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, στοὺς ὁποίους παρέμεινε αἰχμάλωτος ἕνα σχεδὸν χρόνο καὶ εἶχε συζητήσεις μαζί τους. Καὶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι σήμερα δεχόμαστε προκλήσεις καὶ ἀπὸ τὴν ἐκκοσμικευμένη χριστιανικὴ Δύση καὶ ἀπὸ τὴν ἀνθρωποκεντρικὴ θρησκευτικότητα –μουσουλμανισμό– τῆς Ἀνατολῆς.

Ἔτσι, τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ παρατηρεῖτο ἕνας σχολαστικισμὸς ποῦ κέντρο ἔχει τὴν λογικὴ καὶ ἕνας ἠθικισμὸς ποῦ κέντρο ἔχει τὸ συναίσθημα καὶ τὴν ἐξωτερικὴ συμπεριφορά. Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὑπεγράμμιζε τὸν ὀρθόδοξο ἡσυχασμὸ ποῦ εἶναι ἀναίρεση καὶ τοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ τοῦ ἠθικισμοῦ. Ἐπίσης, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπῆρχαν δύο παραδόσεις, στὴν μία ὑπερτονίζονταν τὰ Μυστήρια σὲ βάρος τῆς προσευχῆς, ὅπως δίδασκε ὁ Βαρλαὰμ καὶ στὴν ἄλλη ὑπερτονιζόταν ἡ προσευχὴ σὲ βάρος τῶν Μυστηρίων, ὅπως πίστευαν οἱ Μασαλιανοί.

Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι παράλληλη μὲ τὴν ἐποχὴ τοῦ 14ου αἰῶνος, ὅπου ἐπικρατοῦν οἱ ἴδιες παραδόσεις καὶ οἱ ἴδιες ἐπιρροὲς ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴν Δύση, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐσωτερικὲς ἐγγενεῖς οὐμανιστικὲς παραδόσεις. Πρόκειται γιὰ ἕναν ἀνθρωποκεντρισμό, μιὰ φιλαυτία καὶ εὐδαιμονία ποῦ εἶναι ἀντίθετα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε πολὺ καλὰ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅπως τὴν ἐκφράζουν οἱ ἅγιοί μας παλαιοὶ καὶ νεώτεροι ποῦ ἔχει τὸ πνεῦμα τῆς προσευχῆς, τῆς λατρείας, τῆς θείας Κοινωνίας, τῆς φιλοθεΐας καὶ τῆς φιλανθρωπίας. Νὰ μάθουμε νὰ διακρίνουμε τί εἶναι καὶ τί δὲν εἶναι ὀρθόδοξο, τί εἶναι καὶ τί δὲν εἶναι ἐκκλησιαστικό. Διότι, ὁ βασικὸς κίνδυνος εἶναι ὁ συγκρητισμός, δηλαδὴ νὰ θεωροῦμε ὅτι ὅλες οἱ παραδόσεις εἶναι ἴδιες καὶ ὅλες οἱ θρησκεῖες μιλᾶνε γιὰ τὸν ἴδιο Θεό.

 

Ἐρώτηση: Σκεπτόμενοι τὸν Κωνσταντῖνο, τὸν πατέρα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, στὸ ὅτι βίωνε ὁσίως, παρ’ ὅλο ποῦ βρισκόταν μέσα στὸν κόσμο καὶ κατεῖχε ὑπεύθυνο ἀξίωμα, –λόγῳ τοῦ ὁποίου μᾶλλον ἐστερεῖτο τὴν εἰρήνη, ἐφόσον ἦταν καὶ αὐλικός– νομίζετε ὅτι ἐμεῖς ὡς σύγχρονοι ἄνθρωποι, θὰ μπορούσαμε σ’ αὐτοὺς τοὺς καθόλου ἥσυχους καιροὺς νὰ βιώσουμε παρόμοια ζωὴ μέσα στὴν ἀναταραχὴ τοῦ κόσμου; Σὲ τί ἔγκειται τέτοια ζωή;

Ἀπάντηση: Πράγματι, ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καίτοι ἦταν συγκλητικός, ζοῦσε μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, εἶχε ἀπόλυτη πίστη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ ἔκανε νοερὰ προσευχὴ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν συνεδριάσεων τῆς συγκλήτου. Ὅλοι τὸν θεωροῦσαν ἅγιο, γι' αὐτὸ ὅταν συναντοῦσαν τὰ παιδιά του, ὅπως καὶ τὸν Γρηγόριο, ἔλεγαν «τὰ παιδιὰ τοῦ ἁγίου». Καὶ ὅταν βρισκόταν στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου, στὴν παράκληση τῆς γυναίκας τοῦ νὰ ζητήση ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ παραλάβη ὑπὸ τὴν προστασία του τὰ παιδιά του, ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι τὰ ἀφήνει στὴν Παναγία, τὴν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ δείχνει τὴν μεγάλη πίστη τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου.

Ἡ χριστιανικὴ ζωή, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσε ὁ Χριστὸς καὶ τὴν ἔζησαν οἱ ἅγιοι διὰ μέσου τῶν αἰώνων, μπορεῖ νὰ βιωθῇ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, σὲ ὅλους τοὺς χρόνους καὶ τοὺς τόπους. Δὲν ἔδωσε ὁ Χριστὸς ἄλλο Εὐαγγέλιο γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ ἄλλο Εὐαγγέλιο γιὰ τοὺς ἐγγάμους, οὔτε ἄλλο Εὐαγγέλιο γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καὶ ἄλλο γιὰ τοὺς μεταγενεστέρους. Ὅλοι πρέπει νὰ τηροῦμε τὴν ἴδια εὐαγγελικὴ ζωή. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἐκκλησιαζόμαστε τακτικά, νὰ συμμετέχουμε στὰ Μυστήρια τῆς μετανοίας καὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας, νὰ προσευχόμαστε στὶς τακτικές, ἀλλὰ καὶ ἄλλες ὧρες τῆς ἡμέρας, νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴν εὐχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ὅπου καὶ ἂν βρισκόμαστε, καὶ νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ.

Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸς ὁ ἐπίλογος μιᾶς ἐπιστολῆς, τὴν ὁποία ἀπέστειλε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Θεσσαλονίκης, ὅταν ὁ ἴδιος ἦταν αἰχμάλωτος στοὺς Ὀθωμανούς. Τοὺς λέγει ὅτι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ἔχουμε ζωντανὸ καὶ ἀληθινὸ Θεὸ καὶ πρέπει νὰ ἔχουμε ζωντανὴ καὶ ἀληθινὴ πίστη ἡ ὁποία θὰ ἐκφράζεται μὲ ἔργα, γιατί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει νεκρὰ πίστη μὲ τὴν ἀπραξία τῶν ἀγαθῶν ἔργων εἶναι νεκρὸς καὶ δὲν ζὴ κατὰ Θεό. Ἐπίσης, τοὺς συνιστᾶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον θὰ γίνουν υἱοὶ τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν κακία, παραμένη στὴν χώρα τῆς ἀρετῆς, ἐπιλαμβάνεται τῶν ἔργων τῆς μετανοίας καὶ προσμένη τὸν Θεό, δὲν θὰ λάβη μόνον τὴν τελείωση τῆς ἀνθρώπινης ἀρετῆς, ἀλλὰ θὰ ἀποκτήση καὶ τὶς ὑπερφυεῖς θεϊκὲς ἀρετές, διὰ τῆς ἐνοικήσεως μέσα τοῦ τοῦ θείου Πνεύματος. Καὶ καταλήγει: «Οὕτω γὰρ θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος». Αὐτὸν τὸν λόγο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς προσφέρει καὶ σὲ μᾶς οἱ ὁποῖοι θέλουμε νὰ εἴμαστε μαθητές του.

Καὶ κάτι ἀκόμη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὡς μοναχὸς στὸ Ἅγιον Ὅρος προσευχόταν μὲ τὴν κραυγή: «Φώτισόν μου τὸ σκότος, φώτισόν μου τὸ σκότος». Ἂν αἰσθανόμαστε ὅτι ὁ νούς μας –ὄχι ἡ λογική, ἀλλὰ ἡ νοερὰ ἐνέργεια– εἶναι ἐσκοτισμένος, ἅς προσευχόμαστε στὸν Θεὸ νὰ τὸν φωτίση, γιὰ νὰ βλέπουμε τὴν ζωὴ μέσα ἀπὸ ἄλλη προοπτική, μέσα ἀπὸ τὴν καθαρὴ καρδιά μας.

 

Ἐρώτηση: Τί εἶναι ἡ καρδιά, κατὰ τὴν Πατερικὴ θεολογία; Πῶς μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεὸ μὲ τὴν καρδιά, ὄχι μὲ τὴν διανόηση, γιὰ νὰ μὴν πέσουμε στὸ λάθος ποὺ ἔκανε ὁ Βαρλαάμ;

Ἀπάντηση: Ἡ καρδιὰ κατὰ τὴν βιβλικοπατερικὴ παράδοση εἶναι τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ χῶρος, ὁ ὁποῖος ἀνακαλύπτεται μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἄσκηση, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ στὸν ὁποῖον χῶρο ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός. Αὐτὸ λέγεται πνευματικὴ καρδιὰ καὶ εἶναι στὸ βάθος τῆς σωματικῆς καρδιᾶς, καὶ βεβαίως δὲν εἶναι τὸ συναίσθημα. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε: «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδία, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Μάτθ. ε', 8).

Στὴν Πατερικὴ Παράδοση φαίνεται ὅτι, ὅταν οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ τὴν καρδιά, ἐννοοῦν κυρίως τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ τὸ θυμικό. Ἑπομένως, καρδιὰ εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης καὶ ἡ δύναμη τοῦ θυμοῦ. Μὲ τὴν ἀγάπη ἐπιθυμοῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ὁ θυμὸς εἶναι ἡ δύναμη ἐκείνη ποὺ ἐνεργοποιεῖ αὐτὴν τὴν ἐπιθυμία. Δυστυχῶς, αὐτὸ τὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ τὸ θυμικὸ τὸ προσφέρουμε στὴν κτίση καὶ ἀναπτύσσονται τὰ πάθη, ἀλλὰ ὅταν τὸ ἐπαναφέρουμε πρὸς τὸν Θεό, τότε ἡ καρδιὰ καθαρίζεται. Ἔτσι ἡ καρδιὰ λειτουργεῖ παρὰ φῦσιν μὲ τὰ πάθη καὶ ὑπὲρ φῦσιν, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσευχή.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καρδιὰ ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο τὸ λεγόμενο λογιστικὸ τῆς ψυχῆς, ποὺ ἐνεργεῖ στὸν ἐγκέφαλο. Μὲ τὴν λογικὴ ἀποκτοῦμε γνώση τοῦ περιβάλλοντος κόσμου, μελετοῦμε βιβλία, σχηματίζουμε σκέψεις γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦμε, ἀλλὰ μὲ τὴν καρδιὰ ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι ὑπάρχει ἡ λογικὴ ἐνέργεια ποὺ δραστηριοποιεῖται στὸν ἐγκέφαλο καὶ ὑπάρχει ἡ νοερὰ ἐνέργεια, ἡ ὁποία στὴν φυσιολογική της κατάσταση ἐνεργοποιεῖται μέσα στὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς, αὐτῆς ποὺ οἱ Πατέρες ὀνομάζουν βαθεῖα καρδία ἢ πνευματικὴ καρδιά.

Τὸ πῶς γνωρίζουμε τὸν Θεὸ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ ὄχι μὲ τὴν λογικὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Συνήθως, ὅταν πονᾶμε ἀπὸ ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονός, τότε ζοῦμε μὲ τὴν καρδιά. Ἔτσι, ὅταν ἔχουμε μετάνοια καὶ ἀναπτύσσεται ἕνας πόνος ἐπειδὴ ἔχουμε ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν Θεό, μαθαίνουμε νὰ ζοῦμε μὲ τὴν καρδιά. Αὐτὸ θὰ μᾶς τὸ δείξη ἡ πορεία τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι, ὅταν συνδεθοῦμε μὲ κάποιον ἄνθρωπο ποὺ ζῆ μὲ τὴν καρδιά, ποὺ ὁ νους του ἔχει ἀποδεσμευθῇ ἀπὸ τὴν λογική, μπορεῖ νὰ μάθουμε νὰ συμπεριφερόμαστε καὶ ἐμεῖς καρδιακά. Αὐτὸ γίνεται μὲ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες, ἀφοῦ χωρὶς καθοδηγό, χωρὶς δάσκαλο, εἶναι δύσκολο κανεὶς νὰ μυηθῇ στὰ μυστικὰ μιᾶς ἐπιστήμης. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ στὰ πνευματκὰ θέματα.

Θὰ πρέπει νὰ ὑπενθυμίσω τὴν πορεία τῶν δύο Μαθητῶν πρὸς Ἐμμαοὺς μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὸ περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Οἱ μαθητὲς διακατέχονταν ἀπὸ πολλοὺς λογισμοὺς ἀπελπισίας καὶ ἀπογνώσεως, ἐπειδὴ εἶχε σταυρωθῇ ὁ Χριστός, ἐνῷ αὐτοὶ ἤλπιζαν ὅτι θὰ ἦταν ὁ Μεσσίας ποὺ θὰ τοὺς ἐλευθέρωνε ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Ρωμαίων. Τότε τοὺς πλησίασε ὁ Χριστὸς καὶ ἄρχισε νὰ ἐρμηνεύη τὶς Γραφές, ποὺ ὁμιλοῦσαν γιὰ τὸ ὅτι ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνουν τὰ πράγματα. Καὶ σιγά-σιγά ἄρχισε νὰ φλέγεται ἡ καρδιά τους, ὅπως οἱ ἴδιοι ὁμολόγησαν: «οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἥν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς;» (Λούκ. κδ', 32).

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ λογισμοὶ ποὺ ἐνεργοῦν στὸν ἐγκέφαλο δημιουργοῦν φόβο, ἀπελπισία καὶ ἀπόγνωση, ἐνῷ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνεργεῖ στὴν καρδιὰ δημιουργεῖ ἀγάπη, πίστη, πόθο γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ τὸ θέμα εἶναι πῶς θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπογνώσεως καὶ τῆς ἀπελπισίας, πῶς θὰ φλεχθῇ ἡ καρδιά μας ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό. Αὐτὸ γίνεται ὅταν ἀποκτήσουμε ὁδηγὸ τὸν Χριστὸ ἢ καθοδηγὸ κάποιον φίλο τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ μάθουμε πῶς νὰ ζοῦμε ἐκκλησιαστικά.

 

Ἐρώτηση: Μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς παλαμικῆς διδασκαλίας, θὰ μπορούσατε, σὲ λίγα λόγια, νὰ μᾶς πῆτε ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως;

Ἀπάντηση: Ἡ βάση τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Φῶς οἱ Πρωτόπλαστοι ζοῦσαν στὸν Παράδεισο μέσα στὸ Φῶς, μὲ τὴν ἁμαρτία ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸ Φῶς καὶ σκοτίσθηκε ὁ νοὺς οἱ ἅγιοι ὅταν βλέπουν τὸν Θεό, τὸν βλέπουν μέσα στὸ Φῶς τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του ἔγινε πηγὴ τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς οἱ ἄνθρωποι ἐν Χριστῷ πρέπει νὰ φθάσουν σὲ μιὰ τέτοια κατάσταση ὥστε νὰ βλέπουν τὸν Χριστὸ ὡς Φῶς, ὅπως οἱ τρεὶς Μαθητὲς πάνω στὸ Ὅρος Θαβὼρ μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα καθαρίζεται ἡ καρδιὰ καὶ φωτίζεται ὁ νοὺς καὶ μὲ τὴν θεία Κοινωνία λαμβάνουμε Φῶς, γι' αὐτὸ ψάλλουμε «εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν...». Τὸ Φῶς αὐτὸ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά Του, ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος, δὲν ἔχει δημιουργηθῇ, ὁπότε ἡ μέθεξη αὐτοῦ τοῦ Φωτὸς εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Στὴν συνέχεια ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκει γιὰ τὴν ἀξία τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ καὶ τῆς νηπτικὴς ζωῆς. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ ἔκανε λόγο γιὰ τὴν προσευχή, τὴν νήψη, τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τὴν μετάνοια, κλπ. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ διαβάση κανεὶς τὶς ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ποὺ ἔκανε στὸ ποίμνιό του στὴν Θεσσαλονίκη. Σὲ αὐτὲς συνδυάζεται ὁ μεγάλος θεολόγος μὲ τὸν μεγάλο Πατέρα, ὁ θεόπτης διδάσκαλος μὲ τὸν ἡσυχαστὴ μοναχό, ὁ ἀντιρρητικὸς θεολόγος μὲ τὸν πνευματικὸ καθοδηγητὴ κλπ. Στὴν πραγματικότητα μὲ τὶς ὁμιλίες αὐτὲς ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μετέφερε ὅλη τὴν θεοπτικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ θεολογία στὴν ζωὴ τῶν πιστῶν.

Φυσικά, δὲν πρόκειται γιὰ δική του διδασκαλία, γι' αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς «παλαμικὴ» διδασκαλία, ἀλλὰ εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπὸ τὸν Ἴδιο, διὰ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Αὐτὴν τὴν διδασκαλία τὴν συναντᾶμε μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, τὰ κείμενα τῶν Πατέρων, τὶς εὐχὲς τῶν Μυστηρίων, καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἔτσι συνδέεται σαφέστατα ὁ lex credendi (νόμος πίστεως) καὶ ὁ lex orandi (νόμος προσευχῆς). Δηλαδή, συνδέεται τὸ δόγμα μὲ τὴν προσευχή.

Τὸ σημαντικὸ εἶναι νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Χριστό, λαμβάνοντας τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι πολὺ λίγος καὶ μέσα σὲ αὐτὸν πρέπει νὰ θεραπευθοῦμε γιὰ νὰ δοῦμε τὸν Θεὸ ὡς Φῶς καὶ ὅτι ἡ μέλλουσα ζωὴ εἶναι αἰώνια καὶ θὰ πρέπει μέσα στὸν λίγο χρόνο ποὺ θὰ ζήσουμε νὰ εἰσέλθουμε στὸν δρόμο τῆς μετανοίας. Θὰ πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε ὡς Χριστιανοί, ὅπως τὸ συνιστᾶ τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ ἂν δὲν μπορέσουμε νὰ ζήσουμε τέλεια ὡς Χριστιανοί, τοὐλάχιστον νὰ πεθάνουμε ὡς Χριστιανοί, μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς.