Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ἡ συνέντευξη στὰ Ἀγγλικά.
Δημοσιεύουμε κατωτέρω τὴν πολὺ ἐνδιαφέρουσα συνέντευξη ποὺ ἔδωσε ὁ Σεβασμιώτατος στὸ περιοδικὸ «Sobornost» ποὺ ἐκδίδει ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος (βλ. σχετικὸ κείμενο). Ὁ Ἀρχισυντάκτης τοῦ περιοδικοῦ, Igor Radev, καὶ οἱ συνεργάτες του κατόρθωσαν νὰ συμπεριλάβουν μέσα σὲ 12 ἐρωτήσεις τὰ σημαντικότερα ζητήματα ποὺ κατὰ κανόνα ἀντιμετωπίζει μιὰ Τοπικὴ Ἐκκλησία σήμερα.
*
1 Ἐρώτηση: Σεβασμιώτατε, ὁ κόσμος σήμερα ἀντιμετωπίζει τὴν ἀνερχόμενη πρόκληση τῆς παγκοσμιοποίησης. Πὼς νομίζετε ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἀντιδράση σὲ αὐτὲς τὶς τάσεις ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ἡ παγκοσμιοποίηση εἶναι μιὰ εὐκαιρία γιὰ ἱεραποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας ἡ μήπως ἀντιπροσωπεύει μιὰ ἀπειλὴ γι’ αὐτήν;
Ἀπάντηση: Ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ παγκοσμιοποίηση, ἐννοοῦμε τὴν μετατροπὴ τοῦ κόσμου σὲ μιὰ ἑνιαία οἰκονομική, πολιτικὴ καὶ πολιτιστικὴ ἐπικράτεια. Ἔτσι, σὲ μερικὰ σημεῖα, ἡ παγκοσμιοποίηση στὴν οἰκονομία ἔχει θετικὰ ἀποτελέσματα, ἀλλά, βέβαια, ἔχει καὶ ἀρνητικὰ ἀποτελέσματα, γιατί αὐξάνει τὴν φτώχεια καὶ τὰ οἰκονομικὰ προβλήματα. Ἡ παγκοσμιοποίηση στὴν πολιτική, ὡς ἑνοποίηση τῆς κεντρικῆς ἐξουσίας, δημιουργεῖ ποικιλότροπες πιέσεις, καὶ ἡ παγκοσμιοποίηση στὸν πολιτισμὸ ἀφανίζει τὶς ἰδιαιτερότητες τῶν πολιτισμῶν. Πέρα ἀπὸ αὐτὸ παρατηρεῖται καὶ μιὰ παγκοσμιοποίηση στὸν θρησκευτικὸ χῶρο, ὡς ἑνοποίηση ὅλων τῶν θρησκειῶν καὶ δημιουργία μιᾶς νέας θρησκείας. Ἀκόμη καὶ ἡ παγκοσμιοποίηση ποὺ λειτουργεῖ ὡς πολυπολιτισμικότητα, ὁδηγεῖ στὴν γκετοποίηση καὶ αὐξάνει τὴν βία καὶ τὴν καταπίεση. Ὁπότε, ἡ παγκοσμιοποίηση λειτουργεῖ ἐν πολλοῖς ὡς μιὰ νέα τάξη πραγμάτων στὸν κόσμο.
Ἡ ὅλη διάρθρωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σὲ Πατριαρχεῖα, Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, Μητροπόλεις, Ἐνορίες καὶ Μοναστήρια, ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους, διατηρῶντας τὴν ἰδιαιτερότητά τους. Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε εἶχε καὶ θὰ ἔχη προκλήσεις. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ἀντιδρᾶ» σὲ αὐτὴν τὴν πρόκληση μὲ τὸ νὰ ἐκφράζη καὶ νὰ βιώνη τὴν ἀποκαλυπτική της ἀλήθεια, νὰ ὁμιλῇ γιὰ τὴν ἐλευθερία, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εἰρήνη, νὰ προσεύχεται γιὰ νὰ ἐπικρατήσουν στὴν κοινωνία καὶ νὰ ἀσκῇ μιὰ ὀρθόδοξη ποιμαντικὴ στὰ μέλη της. Ἔτσι, δὲν ἀντιδρᾶ σὲ τέτοιες προκλήσεις σπασμωδικά, ἀλλὰ ποιμαντικά, ἀφοῦ προσπαθεῖ νὰ βοηθήση τὰ μέλη της νὰ βιώσουν στὴν πράξη τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια. Καὶ βασικὰ νομίζω πρέπει νὰ σταματήσουμε νὰ βλέπουμε γύρω μας ἐχθρούς, ἄλλωστε ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ δὲν φοβᾶται τίποτε, ἀλλὰ νὰ βλέπουμε ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἀποσπασματικὴ ἀντίληψη τῶν ἀληθειῶν περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κόσμου.
2 Ἐρώτηση: Μιὰ ἐρώτηση ποὺ ἀπασχολεῖ σήμερα ἀρκετὲς τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶναι ἡ σχέση μεταξὺ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Κράτους. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ βλέπουμε ἔνθερμες προσπάθειες πολλῶν Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν πάσῃ θυσίᾳ νὰ διατηρήσουν τοὺς συνταγματικοὺς δεσμοὺς τοῦ Κράτους μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ μπορεῖ νὰ τεθῇ τὸ δίλημμα ἐὰν εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ἴδιας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας νὰ ἔχη τέτοιους συνταγματικοὺς δεσμοὺς μὲ ἕνα Κράτος τὸ ὁποῖο στὸ νομικό του σύστημα ἀρνεῖται τὶς πιὸ θεμελιώδεις δοξασίες τῆς Χριστιανικῆς ἠθικῆς (ὅπως φαίνεται, γιὰ παράδειγμα, στὴ νομιμοποίηση τῶν ἐκτρώσεων, τῆς εὐθανασίας, τῶν γάμων μεταξὺ ὁμοφυλοφίλων...). Πῶς θὰ σχολιάζατε αὐτὲς τὶς ἀντιτιθέμενες ἀπόψεις;
Ἀπάντηση: Κατ' ἀρχὰς πρέπει νὰ ὑπογραμμίσω ὅτι ἐνῷ ἐμεῖς κάνουμε λόγο γιὰ σχέση μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Κράτους, σὲ παλαιότερους χρόνους γινόταν λόγος γιὰ σχέση καὶ διαφορὰ μεταξὺ Ἱερωσύνης καὶ Βασιλείας, ποὺ σημαίνει σχέση καὶ διαφορὰ μεταξὺ ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς διοίκησης. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο εἶναι τὸ ὀρθότερο.
Ἔπειτα, οἱ σχέσεις «μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Κράτους» ἐξαρτῶνται κάθε φορὰ ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ μνήμη καὶ τὴν πολιτιστικὴ παράδοση κάθε λαοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι σὲ κάθε Κράτος μπορεῖ νὰ ἐπικρατὴ διαφορετικὴ παράδοση ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτό.
Ἡ βάση πάντως εἶναι ὅτι κάθε Τοπικὴ Ἐκκλησία θὰ πρέπη νὰ διδάσκη καὶ νὰ ἐκφράζη τὴν ὅλη ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια, νὰ ζῇ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ζοῦσαν οἱ ἀποστολικὲς Ἐκκλησίες, ὅπως περιγράφονται στὶς Πράξεις καὶ τὶς Ἐπιστολὲς τῶν Ἀποστόλων, στὶς ὁποῖες ὑπῆρχαν Ἀπόστολοι, Προφῆτες, Μάρτυρες, δηλαδὴ ὑπῆρχαν μέλη ποὺ αἰσθάνονταν ἔντονα τὴν δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ εἶχαν θεωτικὲς ἐμπειρίες. Καθὼς ἐπίσης τὸ σημαντικὸ εἶναι ἡ πολιτικὴ διοίκηση νὰ μὴ εἰσέρχεται στὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ τὴν ρυθμίζη μὲ νόμους.
Γενικῶς, θὰ πρέπη νὰ προσέχουμε νὰ μὴ εἰσδύση τὸ πνεῦμα τῆς ἐκκοσμικεύσεως στὴν θεολογία, στὴν ποιμαντικὴ καὶ στὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, κανένα Κράτος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπολύτως «χριστιανικό», ἀφοῦ θὰ ἐξαναγκάζεται νὰ ψηφίζη νόμους ἀντιχριστιανικούς, ἀλλὰ τοὐλάχιστον θὰ πρέπη νὰ σέβεται τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ μὴ παρεμβαίνη στὰ ἐσωτερικά της.
3 Ἐρώτηση: Ὅταν ἀναφερόμαστε σὲ θέματα βιοηθικῆς, ἡ συνηθισμένη στάση τοῦ κοσμικοῦ κατεστημένου εἶναι ὅτι αὐτὰ εἶναι ἠθικῶς «οὐδέτερα» ζητήματα τῆς ἐπιστήμης καὶ ὅτι, συνεπῶς, δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὴν θρησκεία ἡ τὴν ἠθικὴ σὲ αὐτά. Τί θὰ πρέπη νὰ κάνη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς ἀπάντηση, καὶ πὼς μπορεῖ νὰ φέρη μιὰ διαφορὰ σὲ σχέση μὲ αὐτὰ τὰ προβλήματα;
Ἀπάντηση: Πράγματι ἡ βιοηθικὴ εἶναι ἀντίδραση τῆς ἰδίας τῆς ἐπιστήμης στὶς ἐνδεχόμενες ἀρνητικὲς ἐφαρμογὲς τῆς γενετικῆς μηχανικῆς καὶ τῆς μοριακῆς βιολογίας. Δηλαδή, ἡ γενετικὴ μηχανικὴ καὶ μοριακὴ βιολογία προχώρησαν σὲ ἀνακαλύψεις ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀσκήσουν ἕναν ἰδιότυπο ἰμπεριαλισμὸ στὴν ἀνθρωπότητα, τὸν λεγόμενο γενετικὸ ἰμπεριαλισμὸ καὶ ἀφ' ἑνὸς μὲν νὰ καταστρέψουν τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο, ἀφ' ἑτέρου δὲ νὰ δημιουργήσουν ἕναν γενετικὸ μολυσμὸ στὸ περιβάλλον. Ἀκριβῶς γι' αὐτὸν τὸν λόγο διάφοροι ἐπιστήμονες προσπάθησαν νὰ θέσουν μερικὰ ὅρια στὴν ἐνδεχόμενη αὐτὴν καταστροφὴ καὶ ἔτσι ἀνέπτυξαν τὴν ἐπιστήμη τῆς βιοηθικῆς, ἡ ὁποία συνδέει τὴν σύγχρονη γενετικὴ μηχανικὴ μὲ τὶς ἀνθρωπιστικὲς ἐπιστῆμες.
Ὑπάρχουν μερικοὶ βιοηθικοὶ ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι τὰ βιοηθικὰ προβλήματα εἶναι ἐπιστημονικὰ καὶ δὲν πρέπει νὰ ἐμπλέκωνται σὲ αὐτὰ οἱ θρησκεῖες. Ὅμως ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι καὶ οἱ γενετιστὲς καὶ οἱ βιοηθικολόγοι καὶ οἱ θεολόγοι ἀσχολοῦνται μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἄρα ἔχουν κοινὸ σκοπό, καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι μιὰ ὁλότητα ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα. Ἐὰν περιορίσουμε τὴν προσοχή μας μόνον στὸ σῶμα, τότε εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ ἐκλάβουμε τὸν ἄνθρωπο ὡς μιὰ ζωντανὴ μηχανὴ καὶ ἀφήνουμε ἄλυτα τὰ ὑπαρξιακά του προβλήματα. Εἶναι γνωστὸν ὅτι παλαιότερα, ἐπειδὴ ἡ ἰατρικὴ ἐν πολλοῖς ἦταν μιὰ μηχανιστικὴ ἰατρική, γι' αὐτὸ ἀναπτύχθηκε ἡ ψυχανάλυση, γιὰ νὰ ἐξισορροπήση τὰ πράγματα.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον στὸ μήνυμα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ποὺ ἐξεδόθη ἀπὸ τὸ Συνέδριο ποὺ ἔγινε τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2000 στὴν Κωνσταντινούπολη ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, γινόταν λόγος γιὰ τὸ ὅτι τὰ βιοηθικὰ προβλήματα πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζωνται καὶ μέσα ἀπὸ τὴν βιοθεολογία. Γι' αὐτὸ καὶ τελευταῖα πολλοὶ Κληρικοί, ἀλλὰ καὶ Σύνοδοι Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀσχολοῦνται μὲ θεολογικὰ προβλήματα ποὺ προκύπτουν σχετικὰ μὲ τὴν ἀρχή, τὴν παράταση καὶ τὸ τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν προστασία τοῦ περιβάλλοντος. Φυσικά, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐπιστήμη, ὅταν στέκεται στὰ ὅριά της, ἀλλὰ ἀφ' ἑνὸς μὲν ἡ ἐπιστήμη τῆς βιοηθικῆς θέτει τὰ ὅρια τῆς ἐπιστήμης, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀσχολεῖται μὲ τὴν ποιμαντικὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ὁδηγεῖ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ τελειώνει ἡ ἐπιστήμη μέχρι τὴν θέωση.
4 Ἐρώτηση: Τὸ ζήτημα τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὸν ἀποκαλούμενο «οἰκουμενικὸ διάλογο» μὲ ἑτερόδοξες Ὁμολογίες δημιουργεῖ μεγάλη ταραχὴ καὶ διαφωνίες ἐντὸς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Ἀνάμεσα στὴν ὑπερενθουσιώδη ἐμβύθιση σ’ αὐτὴ τὴν ἐπαναπροσέγγιση μὲ τοὺς ἑτερόδοξους, ἡ ὁποία κατὰ μιὰ ἔννοια ξεθωριάζει (ἀμβλύνει) τὰ ὅρια ποὺ χωρίζουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν κόσμο, καὶ στὸν συχνὰ πολὺ εὔκολο σκανδαλισμὸ ἀπὸ κάθε κίνηση ἡ ὁποία θεωρεῖται ἀδίκως ὕποπτη ἡ ἀκόμη καὶ συμβιβαστικὴ γιὰ τὴν ταυτότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς Una Sancta, ὁ ὁποῖος ἔχει ὁδηγήσει κατὰ καιροὺς στὸ σχίσμα, ποιά εἶναι ἡ σωστὴ στάση ἀντιμετώπισης αὐτοῦ τοῦ ζητήματος; Θεωρεῖτε ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχη ὁποιαδήποτε χρησιμότητα γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἕνας τέτοιος «οἰκουμενικὸς διάλογος»;
Ἀπάντηση: Σήμερα ἐπικρατοῦν οἱ δύο αὐτοὶ πειρασμοὶ τοὺς ὁποίους ἐπισημαίνετε. Ἄλλοτε κυριαρχεῖ μιὰ ὑπεραισιοδοξία ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐκκοσμίκευση καὶ τὸν δογματικὸ μινιμαλισμό, καὶ ἄλλοτε μιὰ ἀντίδραση ποὺ ὁδηγεῖ στὸν φονταμενταλισμό – φανατισμό.
Τὸ θέμα ὅμως δὲν εἶναι αὐτὸς καθεαυτὸς ὁ διάλογος, τὸν ὁποῖο ἔκαναν καὶ οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες, ἀλλὰ πρόβλημα εἶναι ὁ διάλογος ποὺ ἀλλοιώνει καὶ τὴν θεολογία ὡς ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας καὶ τὴν Ἐκκλησία ὡς τὸ μοναδικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ποιμαντικὴ ὡς πράξη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ὁδηγεῖ στὴν θέωση. Στὰ σημεῖα αὐτὰ βρίσκεται τὸ πρόβλημα τοῦ λεγομένου Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Οἰκουμενική, δηλαδὴ καθολική-ὀρθόδοξη, ἀφοῦ ἔχει το καθολικῶς θεολογεὶν καὶ τὸ καθολικῶς ζῆν, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι οἰκουμενιστική, δηλαδὴ νὰ βιώνη ἕναν δογματικὸ μινιμαλισμὸ καὶ μιὰ ἐκκλησιολογικὴ ἐκτροπή.
Ἡ βάση εἶναι ὅτι σὲ ἕναν τέτοιο διάλογο μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἄλλων Ὁμολογιῶν πρέπει νὰ τεθοῦν ὀρθόδοξες ἐκκλησιολογικὲς βάσεις καὶ νὰ συμμετέχουν ἄνθρωποι ποὺ βιώνουν ἐμπειρικὰ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ὁποῖοι θὰ ἔχουν πατερικὸ φρόνημα καὶ θὰ βλέπουν τὸ δόγμα ὄχι ἐξωτερικὰ καὶ ἐννοιολογικά, ἀλλὰ ἐσωτερικά. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι θὰ βλέπουν πὼς ἀπαντᾶ τὸ δόγμα στὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ στὸ τί εἶναι ζωὴ καὶ τί εἶναι ἄνθρωπος καὶ πὼς ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό.
Γι' αὐτὸ στὴν θεία Λειτουργία κάνουμε λόγο γιὰ ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὄχι γιὰ «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» καὶ κοινωνία ἑταιρειῶν, ὀργανώσεων, ἔστω καὶ «χριστιανικῶν», οὔτε γιὰ ἐπικοινωνιακὲς ἐνέργειες.
5 Ἐρώτηση: Ὁ μακαριστὸς Γέροντας Παΐσιος τοῦ Ἁγίου Ὅρους συχνὰ ἔλεγε ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σοβαρὰ προβλήματα ποὺ βιώνει ἡ σύγχρονη ἀνθρωπότητα εἶναι ἡ συνεχῶς αὐξανόμενη ἐξάπλωση τῶν ψυχικῶν ἀσθενειῶν. Θὰ ἦταν σωστὸ νὰ σκεφτοῦμε ὅτι αὐτὲς οἱ ἀσθένειες τῆς ψυχῆς ἔχουν πνευματικὸ ὑπόβαθρο καί, συνεπῶς, ἡ μόνη ἀληθινὴ ψυχοθεραπεία γιὰ αὐτὲς πρέπει νὰ εἶναι αὐτὴ τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ προσφέρη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;
Ἀπάντηση: Οἱ ψυχικὲς καὶ πνευματικὲς ἀνθένειες, ἀκόμη δὲ καὶ οἱ σωματικές, ἔχουν σχέση μὲ τὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ μὲ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν εἴσοδο τοῦ θανάτου στὴν ὕπαρξή μας. Ἡ ἁμαρτία ἐκλαμβάνεται ὡς ἀσθένεια πνευματική. Ἄλλωστε, ὁ σωματικὸς θάνατος, τὸν ὁποῖο κληρονομοῦμε ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ βρίσκεται στὰ κύτταρά μας μὲ τὰ γονίδια τῆς γηράνσεως, εἶναι ἡ συνέπεια τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό.
Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διασώζεται αὐτὴ ἡ μέθοδος θεραπείας ποὺ εἶναι ἡ νηπτικὴ παράδοση, τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ τὴν ἀποκαλέσουμε ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία. Ἄλλωστε, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καὶ κοινωνία θεώσεως. Ἡ φράση κοινωνία θεώσεως δείχνει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βιώνει κανεὶς τὴν κατὰ Χάρη θέωση στὴν προσωπική του ζωή.
Βέβαια, οἱ ψυχικὲς ἀσθένειες ἔχουν συνέπεια καὶ στὸ σῶμα, ὅπως καὶ οἱ σωματικὲς ἀσθένειες ἐπηρεάζουν καὶ τὴν ψυχή. Πέρα ἀπὸ αὐτὸ ὑπάρχουν ἀσθένειες νευρολογικὲς ἀπὸ σωματικὴ ὑπερκόπωση, ἀκόμη παρατηροῦνται ἐπιδράσεις δαιμονικές, καθὼς ἐπίσης ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει μιὰ ἀσθένεια γιὰ τὴν πνευματικὴ βοήθεια τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτὸ ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ οἱ σωματικὲς ἀσθένειες βοηθοῦν στὴν πνευματικὴ ζωὴ τὸν ἄνθρωπο, περισσότερο ἀπὸ τὴν ὑγεία.
Νομίζω ὅτι οἱ Πνευματικοὶ πατέρες, ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, θὰ πρέπη νὰ κάνουν τὴν διάκριση μεταξὺ σωματικῶν, πνευματικῶν, ψυχολογικῶν καὶ δαιμονικῶν ἀσθενειῶν. Αὐτὴ ἡ διάκριση εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας. Ὀρθόδοξος θεολόγος εἶναι αὐτὸς ποὺ διακρίνει τὸ κτιστὸ ἀπὸ τὸ ἄκτιστο, τὸ δαιμονικὸ ἀπὸ τὸ θεϊκό, τὸ ψυχολογικὸ ἀπὸ τὸ πνευματικό, τὸ σωματικὸ ἀπὸ τὸ πνευματικό.
Ἐπειδὴ ἀναφέρετε τὸν π. Παΐσιο, ἔχω προσωπικὴ ἄποψη ὅτι γιὰ διάφορες ἀσθένειες ἄλλοτε παρέπεμπε τοὺς ἀσθενεῖς σὲ πνευματικούς, ἄλλοτε στοὺς γιατροὺς καὶ ἄλλοτε στοὺς ἁγίους. Πολλὲς φορὲς ἔλεγε: «Τὸ παιδὶ θέλει ἅγιο» καὶ τὸ ἔστελνε στὸν ἅγιον Νεκτάριο, στὸν ἅγιο Γεράσιμο κ.α., καὶ ἄλλοτε τὸ ἀπέστελνε σὲ γνωστούς του ἰατρούς.
6 Ἐρώτηση: Ἕνα βασικὸ πρόβλημα τὸ ὁποῖο ἀντιμετωπίζει ἡ Ἐκκλησία στὶς πρώην κομμουνιστικὲς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης εἶναι, βεβαίως, τὸ θέμα τῶν λεγόμενων κατ’ ὄνομα Χριστιανῶν. Δηλαδή, μεγάλο ποσοστὸ τοῦ πληθυσμοῦ αὐτῶν τῶν χωρῶν δηλώνουν ἐπίσημα Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἀλλά, παρ’ ὅλα αὐτά, δὲν ὁμολογοῦν τὴν Ὀρθόδοξη πίστη (ἀντιθέτως ὁμολογοῦν εἴτε τὸν ἀγνωστικισμὸ εἴτε τὴν ἀθεΐα) καὶ συνεπῶς δὲν συμμετέχουν στὴν προσευχητικὴ καὶ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ μόνο ποὺ βλέπουν στὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ἁπλῶς τὸ φολκλὸρ καὶ τὸ ἐθνικὸ γνώρισμα. Τί στάση πρέπει νὰ τηρηθῇ ἀπέναντι σὲ αὐτούς, ἰδιαίτερα ἂν ληφθῇ ὑπόψη ὅτι συχνὰ ἐπιδιώκουν τὴν ἐπιρροὴ καὶ τὸν ἔλεγχο τῆς Ἐκκλησίας; Τέλος, μὲ ποῖο τρόπο θὰ πρέπη νὰ προσεγγίση ἡ Ἐκκλησία αὐτοὺς τοὺς κατ’ ὄνομα Χριστιανούς, ὥστε νὰ τοὺς συνάξη στοὺς κόλπους της;
Ἀπάντηση: «Οἱ κατ' ὄνομα Χριστιανοὶ» ἡ «οἱ κατ' ὄνομα Κληρικοὶ» εἶναι ἀπὸ τὰ βασικὰ προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, διότι αὐτοὶ δημιουργοῦν σχίσματα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ ποικίλα πάθη τὰ ὁποῖα τοὺς διακρίνουν. Θεωροῦν τὴν Ἐκκλησία ὡς ἕναν κοινωνικὸ θεσμό, ὡς μιὰ ὀργάνωση κοινωνική, ὡσὰν μιὰ θρησκεία, ἔστω καὶ τὴν καλύτερη, ὡσὰν ἕνα θρησκευτικὸ σωματεῖο ἡ ἕναν ἐθνικὸ θεσμό.
Ὅμως πρέπει νὰ γίνη σαφὲς ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ἔλεγα προηγουμένως, εἶναι «Σῶμα Χριστοῦ καὶ κοινωνία θεώσεως», κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, ἀφοῦ ἡ Κεφαλή της ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς συνδέεται στενότατα μὲ τὰ μέλη της διὰ τῶν μυστηρίων καὶ τῶν δογμάτων. Ἐπίσης, εἶναι κοινωνία θεώσεως, ἀφοῦ τὰ μέλη της μετέχουν, κατὰ διαφόρους βαθμούς, στὴν κάθαρση, τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θεώση.
Μέλη τῆς Ἐκκλησίας τὰ ὁποῖα δὲν ζοῦν μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ὁδηγοῦνται σταδιακὰ στὸν ἀγνωστικισμὸ καὶ τὴν ἀθεΐα καὶ εἶναι ἐκκοσμικευμένα μέλη, εἶναι ἄρρωστα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω κι ἂν προφασίζονται ὅτι ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία.
Πρέπει νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα πνευματικὸ νοσοκομεῖο καὶ ὄχι ἕνας ἀνταγωνιστικὸς χῶρος ἐπικρατήσεως τῶν παθῶν. Οἱ ἰατροὶ εἶναι οἱ ἅγιοι, κατ' ἐξοχὴν δὲ ἰατρὸς εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἐνεργοῦν ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ καὶ μέσα στὰ πλαίσια τῶν ἁγίων ἐπιτελοῦν ἕνα ἔργο θεραπευτικό. Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ εἶναι θεραπευόμενοι.
Μέσα στὴν προοπτικὴ αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ μετατραπῆ σὲ ἕνα φολκλορισμὸ καὶ σὲ ἕναν ἐθνικισμό. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σαφῶς καθορίζει ποιό εἶναι τὸ ἔργο τῶν Χριστιανῶν ὅταν γράφη: «λογισμοὺς καθαιροῦντες καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ» (Β Κόρ. ἰ , 5).
Τελικά, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ποιμαντικὴ τῆς θεραπεύει τοὺς Χριστιανοὺς σὲ ὅποια πνευματικὴ ἡλικία κι ἂν εὑρίσκονται. Ἀρκεῖ καὶ οἱ Κληρικοὶ νὰ γνωρίζουν τὸν τρόπο θεραπείας.
7 Ἐρώτηση: Ἐπιπλέον, ἐνθυμούμενοι ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο ἀρχίζει μὲ τὸ μήνυμα τῆς μετανοίας, τίθεται τὸ ἐρώτημα ἂν ἡ μετάνοια εἶναι μόνο μιὰ προσωπικὴ ἐμπειρία ἡ ἂν ὑπάρχη ἡ ἔννοια τῆς συλλογικῆς μετάνοιας, ὅπου συμβαίνει ἡ ἐσωτερικὴ μεταμόρφωση ὁλόκληρων λαῶν; Μποροῦμε νὰ βροῦμε τέτοια παραδείγματα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας;
Ἀπάντηση: Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν βίωση τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὁ Χριστὸς ἄρχισε τὸ κήρυγμά του μὲ τὴν μετάνοια, γιατί συνεχίζει τὸν διάλογο μὲ τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος διακόπηκε στὸν Παράδεισο. Ἐκεῖ ὁ Ἀδὰμ διέκοψε τὸν διάλογο μὲ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τώρα ὁ Χριστὸς διὰ τῆς μετανοίας ἀρχίζει τὸν διάλογο γιὰ τὴν ἐπανασύναψη τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.
Ἡ λέξη μετάνοια στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα δηλώνει τὴν ἀλλαγὴ τοῦ νοῦ. Ὁ νοῦς κατὰ τὸν ὀρθόδοξη διδακαλία δὲν εἶναι ἡ λογική, ἀλλὰ ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς. Ἄλλο εἶναι ὁ νοῦς καὶ ἄλλο εἶναι ἡ λογική. Μὲ τὴν ἁμαρτία σκοτίζεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁπότε μὲ τὴν μετάνοια ἀρχίζει ὁ φωτισμός του. Γι' αὐτὸ στὴν Ὀρθόδοξη νηπτικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γίνεται λόγος γιὰ τὸ ὅτι ἡ πορεία πρὸς τὸν Θεὸ διακρίνεται μὲ τὶς τρεῖς αὐτὲς λέξεις: κάθαρση, φωτισμὸς καὶ θέωση. Μὲ τὴν κάθαρση καθαρίζεται ἡ καρδιὰ ἀπὸ τὰ πάθη, μὲ τὸν φωτισμὸ φωτίζεται ὁ νοῦς καὶ ἀρχίζει ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ στὴν θέωση βλέπει κανεὶς τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ἑπομένως, ἡ μετάνοια εἶναι κατ' ἀρχὴν προσωπικὴ ἐμπειρία. Ὅμως εἶναι καὶ συλλογικὴ ἐμπειρία, γιατί ὅταν ὁλόκληρες τοπικὲς Ἐκκλησίες χάνουν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ποιμαντική τους ἀποστολή, πρέπει νὰ μετανοήσουν. Γι' αὐτὸ κάνουμε λόγο γιὰ θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς ἁμαρτίες. Ἔτσι πρέπει νὰ ἑρμηνεύσουμε τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀγγέλους τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπως περιγράφονται στὰ πρῶτα κεφάλαια τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Ἰωάννου.
Γι' αὐτὸν τὸν λόγο δίνουμε πολὺ μεγάλη βαρύτητα στὴν αἵρεση καὶ στὸ σχίσμα, διότι μὲ τὴν αἵρεση ἀποκοπτόμαστε ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἀπεκάλυψε ὁ Χριστὸς καὶ μὲ τὸ σχίσμα διασποῦμε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, μὲ φοβερὲς συνέπειες γιὰ τὴν ζωή μας, διότι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, οὔτε καὶ μαρτύριο αἵματος δὲν μπορεῖ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο, ὅταν ἀσελγὴ πάνω στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁπότε, ἡ συλλογικὴ μετάνοια εἶναι ἡ ἐπαναφορὰ στὴν δογματικὴ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐπανένταξή μας στὴν ἑνότητα τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν.
8 Ἐρώτηση: Θὰ θέλαμε τώρα νὰ ἀγγίξουμε τὴν εὐαίσθητη ἐρώτηση γιὰ τὴν σχέση μεταξὺ τῆς μοναχικῆς ἐμπειρίας καὶ τῆς καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας. Γινόμαστε μάρτυρες περιπτώσεων σὲ ὁρισμένους κύκλους (ἰδιαίτερα στὴν πατρίδα μας) ὅπου προβάλλεται ἡ ἄποψη κάποιας ἀνωτερότητας τῆς «ἄσκησης» καὶ τῆς «καρδιακῆς καὶ νοερᾶς προσευχῆς», ἀκόμη καὶ στὸ θέμα τῆς κανονικῆς τάξης τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Μιᾶς Λειτουργίας της. Καὶ αὐτὸ χρησιμοποιεῖται σὲ τόσο ἀκραῖες ἀξιώσεις, ὥστε νὰ δικαιολογῇ τὴν ἀπόσχιση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν διατήρηση σχίσματος. Θὰ θέλαμε ἐν συντομίᾳ τὴν θέση σας σχετικὰ μὲ αὐτὸ τὸ φαινόμενο. Εἰδικότερα, ἂν ἡ «ἄσκηση» καὶ ἡ «καρδιακὴ καὶ νοερὰ προσευχὴ» ἔχουν νόημα ἐκτὸς τῆς λειτουργικῆς καὶ κανονικῆς ἑνότητας τῆς ὅλης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας;
Ἀπάντηση: Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὸν ἅγιο Εἰρηναῖο καὶ μετά, μᾶς ἔχουν διδάξει ὅτι συνδέεται πάρα πολὺ στενὰ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν θεία Εὐχαριστία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Σῶμα Χριστοῦ καὶ κοινωνία θεώσεως», ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ὀρθὴ διδασκαλία καὶ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ ἀληθινὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ συνδέονται μεταξύ τους καὶ δὲν ὑπερτονίζεται ἡ παραθεωρεῖται το ἕνα ἔναντι τοῦ ἄλλου. «Ἐκκλησία» χωρὶς Ὀρθοδοξία καὶ θεία Εὐχαριστία εἶναι παρασυναγωγή. «Ὀρθοδοξία» χωρὶς Ἐκκλησία καὶ θεία Εὐχαριστία εἶναι αἱρετικὸ διδασκαλεῖον, καὶ «θεία Εὐχαριστία» χωρὶς Ὀρθοδοξία καὶ Ἐκκλησία εἶναι μιὰ ἁπλὴ θρησκευτικὴ συνάθροιση.
Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ πρέπει νὰ δοῦμε καὶ τὴν σχέση μεταξὺ τῆς ἄσκησης, τῆς καρδιακῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι στὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, γιατί δι' αὐτῆς κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἡ θεία Εὐχαριστία προϋποθέτει τὴν ἄσκηση καὶ τὴν καρδιακὴ νοερὰ προσευχή. Καὶ ἡ ἄσκηση καὶ ἡ καρδιακὴ νοερὰ προσευχὴ ἀναφέρεται καὶ παραπέμπει στὴν θεία Εὐχαριστία. Οὔτε ἡ θεία Εὐχαριστία γίνεται ἀπροϋπόθετα, οὔτε ἡ νοερὰ προσευχὴ ξεχωρίζεται ἀπὸ τὴν θεία Εὐχαριστία. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς ἀκραῖες αὐτόνομες καταστάσεις δημιουργοῦν προβλήματα ἐκκλησιολογικά. Ἕνας ποὺ ζῇ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν καρδιακὴ νοερὰ προσευχὴ χωρὶς τὴν θεία Εὐχαριστία ἐπηρεάζεται ἀπὸ νόθες καὶ πλανεμένες καταστάσεις. Καὶ ἕνας ποὺ ζῇ τὴν θεία Εὐχαριστία χωρὶς τὶς προϋποθέσεις τῆς ἀσκήσεως, ζῇ μηχανιστικὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ἔπειτα, δὲν εἶναι δυνατὸν τὰ πνευματικὰ χαρίσματα νὰ ἀναιροῦν τὴν κανονικὴ τάξη τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία συγκροτεῖ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἀφοῦ Αὐτὸ «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας», διὰ τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλὰ καὶ οὔτε ἐν ὀνόματι τῆς κανονικῆς τάξεως θὰ πρέπη νὰ παραθεωροῦμε τὰ πνευματικὰ χαρίσματα.
Γενικὰ χρειάζεται πολὺ μεγάλη προσοχὴ στὶς αὐτονομήσεις καὶ τὶς ὑπερτονίσεις διαφόρων πλευρῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
9 Ἐρώτηση: Τὶς τελευταῖες δεκαετίες οἱ κοινωνίες ποὺ θεωροῦσαν ὅτι εἶναι χριστιανικὲς πέφτουν θύματα τῆς πλημμυρίδας διάφορων ψευδοθρησκευτικῶν αἱρέσεων (ποὺ ἐκπροσωποῦνται ἀπὸ πολυάριθμα συστήματα γιόγκα καὶ διαλογισμοῦ, ὑστερίες γιὰ τὰ ΟΥΦΟ, νεοπαγανιστικὲς σέκτες...), ?λὰ ὑπὸ τὴν κάλυψη τῆς λεγόμενης κίνησης τῆς Νέας Ἐποχῆς. Κατὰ τὴν γνώμη σας, ποιός εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὴν δημοτικότητα αὐτῶν τῶν κινήσεων καὶ πὼς πρέπει νὰ δράση ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπέναντι σ’ αὐτὴ τὴν «πνευματικότητα» τῆς Νέας Ἐποχῆς;
Ἀπάντηση: Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο διαδίδονται διάφορες ψευτοθρησκευτικὲς αἱρέσεις, οἱ λεγόμενες θρησκευτικὲς ἡ νεοπαγανιστικὲς σέκτες, στὶς ὁποῖες πέφτουν θύματα καὶ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὅτι πολλοὶ ἔχουν ἀποδεσμευθῇ ἀπὸ τὴν νηπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὡς γνωστὸν ἡ νηπτική - ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ποὺ συνιστᾶ τὸ προφητικό, ἀποστολικὸ καὶ μαρτυρικὸ φρόνημα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, εἶναι τὸ κριτήριο ἐκεῖνο ποὺ διακρίνει ἂν μιὰ ἐνέργεια προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ ἀπὸ τὸν διάβολο.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης διδάσκει ὅτι οἱ αἱρέσεις εὐδοκιμοῦν στὶς περιοχὲς ἐκεῖνες ποὺ ἀπουσιάζουν οἱ προφῆτες. Γιατί οἱ προφῆτες καὶ οἱ ἀπόστολοι γνωρίζουν νὰ διακρίνουν τὴν πλάνη ἀπὸ τὴν ἀλήθεια.
Ἔπειτα, οἱ ἄνθρωποι σήμερα, κυρίως οἱ νέοι, δὲν ἀναπαύονται μὲ συμβατικότητες, μὲ μιὰ ἐξωτερικὰ ἠθικιστικὴ ζωή, ἀλλὰ ἀναζητοῦν ἀπαντήσεις σὲ ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα, ἀναζητοῦν ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ ὑπαρξιακὴ ἐλευθερία.
Ἑπομένως, ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο στὴν ἐποχή μας, εἶναι ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν βάση τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο γίνεται ἡ θεία Εὐχαριστία καὶ τὴν οὐσία τοῦ ἀποστολικοῦ καὶ πατερικοῦ κηρύγματος. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα βρίσκεται διάχυτα μέσα στὴν Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν καὶ στὸ Γεροντικό. Ὅταν τὰ κείμενα αὐτὰ διαβάζωνται μέσα στὴν κανονικὴ δομὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τότε μᾶς βοηθοῦν νὰ ἀποφύγουμε τὴν πλάνη καὶ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ συνδέονται μαζί της.
10 Ἐρώτηση: Οἱ στατιστικὲς λένε ὅτι σὲ ὁρισμένες χῶρες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης πάνω ἀπὸ τοὺς μισοὺς γάμους καταλήγουν σὲ διαζύγιο. Πιστεύετε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς κοινωνικοὺς ὑπάρχουν ἐπίσης καὶ πνευματικοὶ λόγοι γιὰ τὴν ἀνησυχητικὴ διάλυση τῆς οἰκογένειας στὶς σύγχρονες κοινωνίες καί, ἑπομένως, ποιά ἀκριβῶς στάση καὶ μέτρα θὰ μποροῦσε νὰ πάρει ἡ Ὀρθόδοξη κοινότητα γιὰ νὰ ἀντισταθῆ σ’ αὐτὴ τὴν τάση;
Ἀπάντηση: Ἡ αἰτία τῶν διαζυγίων εἶναι τὰ διάφορα πάθη, τὰ ὁποῖα ἀναπτύσσονται στὸν ἄνθρωπο, ὅπως τῆς φιλαυτίας, τῆς εὐδαιμονίας καὶ τοῦ ἀτομισμοῦ. Ὅταν διαβάση κανεὶς προσεκτικὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου, θὰ διαπιστώση ὅτι ἡ συμβίωση τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικὸς ποὺ πρέπει νὰ γίνεται ἐν Χριστῷ κινεῖται μέσα σὲ ὁρισμένα πλαίσια. Ὅταν κανεὶς ὑπερβαίνη τὰ πλαίσια αὐτά, τότε κατ' ἀρχὰς βιώνει τὸ λεγόμενο συναισθηματικὸ διαζύγιο καὶ κατάληξή του εἶναι τὸ τελικὸ διαζύγιο.
Εἶναι χαρακτηριστικό το πὼς γίνεται ὁ λεγόμενος χορὸς τοῦ Ἠσαΐα κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου. Τοῦ ἀνδρογύνου προηγεῖται ὁ Ἱερεύς, κρατῶντας τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ψάλλοντας τὸ «ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ καλῶς ἀθλήσαντες καὶ στεφανωθέντες». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ βήματα τοῦ νέου ζεύγους θὰ εἶναι μαρτυρικὰ καὶ γι' αὐτὸ πρέπει νὰ προηγῆται πάντοτε ὁ Ἱερεύς, ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς καθοδηγῇ μὲ βάση τὸ Εὐαγγέλιο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ χριστιανικὸς γάμος ἔχει καὶ τὴν ἀσκητική του, ποὺ εἶναι ἡ ἀσκητικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὅταν δὲν συμβαίνη αὐτό, τότε παρατηρεῖται ἡ ἐκκοσμίκευση τοῦ γάμου.
Οἱ Ὀρθόδοξες Κοινότητες θὰ πρέπη νὰ βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν μικρή τους ἡλικία νὰ ἀποκτοῦν σαφῆ γνώση γιὰ τὸ ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, ποιός εἶναι σκοπὸς τοῦ γάμου καὶ ποιά εἶναι ἡ κατάληξή του. Διότι ὁ σκοπὸς τοῦ γάμου δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ κοινωνικὴ συμβίωση, ἀλλὰ εἶναι βίωση τοῦ παραδείσου ἀπὸ τὴν γῆ καὶ πορεία πρὸς τὸν παράδεισο.
11 Ἐρώτηση: Ἐρχόμενοι τώρα στὸ σύγχρονο Ὀρθόδοξο μοναχισμό, ποιός θεωρεῖτε ὅτι εἶναι ὁ πρωταρχικὸς ρόλος του στὶς παροῦσες περιστάσεις σὲ σύγκριση μὲ αὐτὸν τοῦ παρελθόντος; Θὰ λέγατε ὅτι κάθε ἐποχῆ θέτει μιὰ διαφορετικὴ πρόκληση στὴ μοναστικὴ κοινότητα, καί, ἂν ναί, ποιά εἶναι ἡ συγκεκριμένη ἀποστολή της στὴν ἐποχή μας;
Ἀπάντηση: Ὁ γνήσιος Μοναχισμὸς μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι αὐτὸς ποὺ βιώνει στὸ ἔπακρο τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, γιὰ τὴν ὁποία ἀναφέραμε προηγουμένως, καὶ οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ εἶναι, κατὰ μία παλαιὰ ἔκφραση, «οἱ εὐαγγελικῶς ζῶντες».
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὅταν σταμάτησε ὁ διωγμὸς τῆς Ἐκκλησίας τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ εἰσῆλθε μέσα στὴν Ἐκκλησία τὸ «πνεῦμα» τῆς ἐκκοσμικεύσεως, τότε ἀναπτύχθηκε ὁ ἀναχωρητισμός, ὡς ἀντίδραση σ αὐτὸ τὸ «πνεῦμα» τῆς ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας. Γι' αὐτὸν τὸν λόγο, ὁ ὀρθόδοξος Μοναχισμός, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν δυτικὸ μοναχισμό, εἶναι βίωση τῆς προφητικῆς, ἀποστολικῆς καὶ μαρτυρικῆς ζωῆς καὶ οἱ μοναχοὶ δὲν σώζουν τὴν Ἐκκλησία, ὅπως συμβαίνει στὴν Δύση, ἀλλὰ σώζονται παραμένοντες στὴν Ἐκκλησία.
Κατὰ συνέπειαν, τὰ μοναστήρια λειτουργοῦν καὶ πρέπει νὰ λειτουργοῦν ὡς πνευματικὲς ἰατρικὲς Σχολὲς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως οἱ ἰατροὶ μαθαίνουν στὶς ἰατρικὲς Σχολὲς τί εἶναι σωματικὴ ἀσθένεια, ποιός εἶναι ὁ ὑγιὴς ὀργανισμὸς καὶ πὼς θεραπεύονται οἱ ἄρρωστοι, ἔτσι καὶ οἱ μοναχοὶ μαθαίνουν στὶς πνευματικὲς αὐτὲς ἰατρικὲς Σχολὲς τὸν τρόπο τῆς πνευματικῆς θεραπείας τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ὁ Μοναχισμὸς χάνη αὐτὸν τὸν σκοπό, τότε ἐκκοσμικεύεται καὶ δημιουργεῖ μεγαλύτερη ἀπογοήτευση στοὺς Χριστιανούς. Γιατί σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση ὁ Μοναχισμὸς γίνεται μιὰ κοσμικὴ ὀργάνωση, ἕνας χῶρος στὸν ὁποῖο καλλιεργοῦνται ὅλα τὰ πάθη, ἡ ἐπιθετικότητα καὶ ὁ φανατισμός.
12 Ἐρώτηση: Τελειώνοντας, Σεβασμιώτατε, ποιό θὰ ἦταν τὸ μήνυμα καὶ ἡ συμβουλή σας στοὺς Ὀρθόδοξους Χριστιανοὺς τῆς χώρας μας αὐτὲς τὶς στιγμὲς δοκιμασίας γιὰ αὐτούς;
Ἀπάντηση: Νομίζω ὅτι ὅσα εἶπα ἀπαντῶντας στὶς ἐρωτήσεις σας θεωροῦνται καὶ ἀπάντηση στὸ τελευταῖο αὐτὸ ἐρώτημά σας. Γενικὰ σήμερα ὑπάρχει μεγάλη ἀνάγκη νὰ ἐπικρατὴ ἑνότητα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ἤτοι νὰ εἶναι ἑνωμένα τὰ πνευματικὰ χαρίσματα μὲ τὴν κανονικὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ νηπτικὴ ζωὴ μὲ τὴν θεία Εὐχαριστία, ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Εἰδικότερα γιὰ τὴν Χώρα σας, νομίζω ὅτι θὰ πρέπη νὰ βρεθῇ ὁ κατάλληλος τρόπος γιὰ νὰ ἀποκτηθῇ ἡ κανονικὴ ἑνότητα μὲ τὶς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, κάτω ἀπὸ τὴν πρωτοκαθεδρία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὁ Θεὸς δὲν εὐλογεῖ τὰ σχίσματα καὶ τὶς διαιρέσεις καὶ οὔτε μπορεῖ σὲ τέτοια σχίσματα νὰ ἀναπτυχθῇ σωστὴ ὀρθόδοξη πνευματικὴ ζωή. Καὶ πάνω ἀπ' ὅλα πρέπει νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὰ ἔθνη καὶ τὶς πατρίδες, γι' αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεωροῦνται οἱ Ἐκκλησίες ὡς ἐθνικὲς καὶ προπύργια τοῦ ἐθνικισμοῦ.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σαφῶς συνιστᾶ: «ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιππ. γ , 20). Ὁ νοῦς μας, ἡ ὅρασή μας, ἡ προσδοκία μας καὶ ἡ ἐλπίδα μας, εἶναι τὸ οὐράνιο πολίτευμα, ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται τώρα οἱ ἅγιοι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό. Ὅταν σκεφτόμαστε κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο, τότε ἰσχύει ὁ ἄλλος λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Εἰ οὗν συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ, τὰ ἄνω ζητεῖτε, οὐ ὁ Χριστὸς ἐστιν ἐν δεξιὰ τοῦ Θεοῦ καθήμενος, τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κόλ. γ , 1-2) καὶ βεβαίως τότε λύονται ὅλα τὰ προσωπικὰ καὶ κοινωνικὰ προβλήματα.-