Skip to main content

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἡ Ἐκκλησία ὡς ἡ καινή κτίση

Εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου στό ὄγδοο θεολογικό Συνέδριο τῆς Π.Ε.Θ.

Θά ἀρχίσω μέ τίς εὐχαριστίες μου πρός τήν Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων γιά τήν τιμητική πρόσκληση νά ὁμιλήσω στήν ἐκλεκτή αὐτή συνάθροιση, ὅπου ὑπάρχει ὅλο το θεολογικό δυναμικό της κατά Ἑλλάδα Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μέ θέμα τήν Ἐκκλησία, καί μάλιστα μέ τίτλο “ἡ Ἐκκλησία ὡς ἡ καινή κτίση”.   Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα ἀντικείμενο τό ὁποῖο μελετοῦμε καί ἐρευνοῦμε, ὅπως κάνουν ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες, ἀλλά μία πραγματικότητα τήν ὁποία ζοῦμε ἤ τουλάχιστον ἀγωνιζόμαστε νά ζήσουμε. Ὁ καθένας ἀπό μᾶς ἔχει διάφορες διακονίες μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἀπό τήν θέση τοῦ μπορεῖ νά γνωρίζη μερικές ἀκτίνες τῆς δόξης τῆς Ἐκκλησίας μας.

Τό θέμα, βέβαια, εἶναι μεγάλο καί δέν μπορεῖ νά περικλεισθῆ στόν περιοριστικό χρόνο τῶν εἴκοσι λεπτῶν, ἀλλά θά προσπαθήσω νά εἶμαι ὅσο τό δυνατόν τηλεγραφικός, δηλαδή θά ὁμιλήσω σάν νά ἀναγινώσκω τά ἐπιλεγόμενα μιᾶς μεγάλης μελέτης γιά τήν Ἐκκλησία ὡς καινῆς κτίσης. Θά προσπαθήσω νά μή ὁμιλήσω στοχαστικά, ἀλλά ἐκκλησιαστικά, γιατί πιστεύω ὅτι τό μεγαλύτερο χάρισμα πού μπορεῖ νά ἔχουμε σήμερα εἶναι τό λεγόμενο ἐκκλησιαστικό φρόνημα. Δέν μᾶς σώζουν τά λεγόμενα φυσικά χαρίσματα, ἀλλά τά λεγόμενα πνευματικά χαρίσματα, οἱ δωρεές τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Φυσική ἀγάπη μπορεῖ νά ἔχουν καί οἱ ἄθεοι, ὅμως τό πρόβλημα εἶναι πῶς ἡ λεγομένη φυσική ἀγάπη μετατρέπεται σέ χάρισμα, σέ πνευματική ἀγάπη. Οἱ ἀρετές εἶναι ἀνθρωποκεντρικές ἐπιδόσεις, ἐνῶ τά χαρίσματα εἶναι δωρεά τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Γράφει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος: “ἄλλο ἀρετή καί ἕτερον χάρισμα. Αἱ μέν ἀρεταί ἐξ ἡμετέρας κατορθοῦνται σπουδῆς καί ἐξ οἰκείων πόνων συνάγονται, τά δέ πνευματικά χαρίσματα δῶρα εἰσιν ἐκ Θεοῦ τοῖς ἀγωνιζομένοις διδόμενα”.

1. Ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ

Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου: Η Εκκλησία ως η καινή κτίση (Γ)Εἶναι γνωστή ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού εἶναι καρπός ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ “ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους...” (Ἅ’ Κορ. Ἰβ’, 27). Μέ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος γίνεται πραγματικό μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά, βέβαια, τά μυστήρια δέν πρέπει νά θεωροῦνται ὡς μαγικές τελετές καί μηχανικές ἐκδηλώσεις, ἀλλά ὡς πνευματικοί κρουνοί διά τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος γεύεται τῆς θείας Χάριτος καί ἀποκτᾶ ἑνότητα μέ τόν Χριστό. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, ἀλλά ταυτοχρόνως καί κοινωνία θεώσεως.

Μιλώντας γιά τήν Ἐκκλησία ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ τό ἐννοοῦμε μέ τρεῖς βασικές σημασίες. Πρώτον, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τό ὁποῖο προσέλαβε ὁ Χριστός ἀπό τήν Θεοτόκο, μέ τήν ἐνανθρώπηση, καί τό ὁποῖο θέωσε. Δεύτερον, ὅτι εἶναι τό σῶμα, τό ὁποῖο προσφέρεται κατά τήν θεία Εὐχαριστία, δηλαδή εἶναι ὁ εὐχαριστιακός ἄρτος. Ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα βρίσκεται Αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Καί τρίτον εἶναι καί οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι κατά διαφόρους βαθμούς ἀποτελοῦν τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ἐνσωμάτωσή τους σέ αὐτό. Ὑπάρχει δέ μιά θαυμάσια ἑνότητα μεταξύ αὐτῶν τῶν τριῶν παραγόντων, ἅς μου ἐπιτραπῆ ἡ ἔκφραση, πράγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ της ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς προσλήψεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἄρτου, καί τῶν ἁγίων πού προσελήφθησαν ἀπό τόν Χριστό καί ἀποτελοῦν τά ἔνδοξα μέλη Του. Ὁπότε ἡ κοινωνία θεώσεως εἶναι συγκεκριμένη. Τό τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά ζωντανά μέλη τῆς φαίνεται σέ πολλά σημεῖα, θά ἤθελα ὅμως νά ἐπικεντρώσω τήν προσοχή σας σέ δύο θαυμαστά γεγονότα, ἤτοι τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, καί τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς.

Κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε τήν φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Τό ἄκτιστο φῶς δέν ἦταν μιά κτιστῆ ἐνέργεια, οὔτε μιά κεκρυμμένη φύση τοῦ Χριστοῦ, κάτι διαφορετικό ἀπό τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά ἦταν αὐτή ἡ δόξα-ἐνέργεια τῆς θείας φύσεως. Αὐτή ἡ δόξα λάμπρυνε καί τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ φανέρωση τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ εἶναι φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ δόξα τῆς θείας φύσεως πού ἐκφράζεται μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου. Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση κάνουμε τήν διάκριση ὅτι, ἄλλο εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ ἄκτιστη Χάρη καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καί ἄλλο εἶναι τό Βασίλειο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὅλος ὁ κτιστός χῶρος, πού ὅμως ἀφ’ ἑνός μέν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐκφράζει αὐτήν τήν οὐσιοποιό, ζωοποιό καί σοφοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι μετέχουν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅταν μετέχουν τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁλόκληρη ἡ κτίση μετέχει τῆς οὐσιοποιοῦ καί ζωοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί εἶναι τό Βασίλειο τοῦ Θεοῦ. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια λέμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Στό ὅρος Θαβώρ κατά τήν διάρκεια τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, στόν Ὁποῖον ἑνώθηκε τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο. Ταυτόχρονα ἀσχηματίστως εἶναι παρόντες ὁ Πατήρ καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐπίσης παροῦσα εἶναι ἡ Ἐκκλησία, μέ τίς δύο μορφές της, τήν στρατευομένη καί τήν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία. Οἱ δύο Προφῆτες, ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, ἦταν ἀπό τήν βιολογική τους ζωή θεοπτες, ἄρα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέν ἦταν ἀκόμη σῶμα. Οἱ τρεῖς Μαθητές μετεῖχαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τῆς θεοπτίας, ἀλλά ἐπειδή δέν ἦταν ἀκόμη μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἔξω ἀπό αὐτούς, δέν μπόρεσαν νά ἀντέξουν αὐτήν τήν μεγάλη ἐμπειρία. Πάντως, στήν κατάσταση τῆς θεώσεως ἐκείνη τήν στιγμή ἀνετράπησαν ὅλα τα δεδομένα, ἔπεσαν οἱ Μαθητές πρηνεῖς στήν γῆ, καί αὐτό δείχνει ὅτι ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως κινεῖται πέρα ἀπό τίς δυνατότητες καί τίς ἐνέργειες τοῦ λογικοῦ. Ἐπίσης, στήν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ παρόντες ἦταν καί οἱ νοητοί ἄγγελοι, καθώς ἐπίσης μεταμορφώθηκε καί ὁλόκληρη ἡ κτίση. Ἔτσι, ἡ εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως δείχνει ἀκριβῶς τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὑπάρχει ὅμως ἀκόμη διαφορά, γιατί οἱ μαθηταί μετέχουν τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, ἀλλά δέν εἶναι ἀκόμη μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔχουμε τήν γενέθλια ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Οἱ μαθητές διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἀπέκτησαν ἑνότητα καί κοινωνία μαζί Του, καί ζοῦσαν τόν Χριστό κατά πνεῦμα καί κατά σάρκα. Ὅταν ἐξετάζουμε τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς ἀπό πλευρᾶς τῶν μαθητῶν, τότε μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε γιά τήν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος σέ αὐτούς, ἀλλά ταυτοχρόνως μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά κάθοδο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή εἶναι σάν ἔχουμε μιά δεύτερη ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ. Φυσικά, μιά φορά ἐνσαρκώθηκε ὁ Χριστός, ἀλλά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ Ἀπόστολοι ἔλαβαν προσωπική πείρα τί θά πῆ ὅτι τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος προσέλαβε ἀνθρώπινη φύση, ἀφοῦ καί αὐτοί ἐκείνην τήν στιγμή ἐνσωματώθηκαν σέ αὐτήν τήν τεθεωθεῖσα ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, καί ἔζησαν τούς καρπούς καί τόν σκοπό τῆς ἐνανθρωπήσεως. Ὁπότε, τήν Πεντηκοστή ἡ Ἐκκλησία μεταβάλλεται σέ Σῶμα Χριστοῦ. Αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ θεοπτες Προφῆτες καί ἅγιοι ἦταν μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὄντες ναοί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ Ἀπόστολοι γίνονται μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὄχι μόνον ὡς ναοί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά καί ὡς κατοικητήρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Χριστός λίγο πρό τοῦ Πάθους Τοῦ εἶπε στούς Μαθητᾶς ὅτι θά ἀποστείλη τό Ἅγιον Πνεῦμα τό ὁποῖο θά τούς διδάξη τήν πάσαν ἀλήθειαν. Αὐτή ἡ πάσα ἀλήθεια ἀποκαλύφθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί δέν χρειάζεται ἄλλη ἀποκάλυψη. Δηλαδή, διά μέσου των αἰώνων δέν ἔχουμε προοδευτικές ἀποκαλύψεις τῆς ἀλήθειας, ὅπως διδάσκει ἡ δυτική θεολογία, ἀφοῦ αὐτό ἔγινε ἐφ’ ἅπαξ τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Οἱ Χριστιανοί διά μέσου των αἰώνων προσπαθοῦν, μέ τόν δικό τους ἀγώνα καί τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, νά φθάσουν στό ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς. Φθάνοντας στό ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς ἀπαντοῦν στίς διάφορες προκλήσεις τῆς ἐποχῆς τους, πού προέρχονται κυρίως ἀπό τούς αἱρετικούς. Καί ποιά εἶναι αὐτή ἡ πάσα ἀλήθεια, ποῦ ἀποκαλύφθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς; Εἶναι τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν νέα διάστασή της, ὡς Σώματος Χριστοῦ. Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία ἀπό πνευματική ἔγινε Σῶμα Χριστοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἀπό ναοί τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἔγιναν ταυτοχρόνως ναοί - κατοικητήρια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἀκριβῶς αὐτό ἀποκαλύφθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καί ὄχι διδασκαλίες, στοχασμοί, εὐσεβεῖς σκέψεις κλπ. Γι’ αὐτό καί ὅλα τα τροπάρια τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς ἀναφέρονται στήν Ἐκκλησία. Στήν συνέχεια αὐτή ἡ Ἐκκλησία, πού ἔχει ἀποκαλυφθῆ τήν Πεντηκοστή, δογματίζει, διδάσκει, καθοδηγεῖ, ποιμαίνει μέσα ἀπό αὐτήν τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία.

Μέσα ἀπό τά πλαίσια αὐτά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀκμή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὅπως λέγει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, εἶναι ἡ βίωση τοῦ ὕψους τῆς Πεντηκοστῆς. Ὁπότε, ὅταν ἡ πλειοψηφία τῶν Χριστιανῶν φθάνει ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί τόν φωτισμό τοῦ νοῦ στήν θεώση, τότε ἔχουμε τόν “χρυσοῦν αἰώνα” τῆς Ἐκκλησίας, διαφορετικά ἔχουμε τήν ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας, οὐσιαστικά τήν ἐκκοσμίκευση τῶν Χριστιανῶν. Τά δύο, λοιπόν, γεγονότα, ἤτοι ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Πεντηκοστή μας δείχνουν ἀκριβῶς τί εἶναι καί τί δέν εἶναι Ἐκκλησία, ποιός εἶναι πραγματικό καί ζωντανό μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί ποιός δέν εἶναι, τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία ὡς καινή κτίση καί τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία ὡς ἡ παλαιά κτίση.

2. Ἡ Ἐκκλησία ὡς καινή κτίση

Μετά τά σημαντικά αὐτά σημεῖα πού ἀναφέραμε προηγουμένως πρέπει νά προχωρήσουμε στήν σύντομη ἀνάλυση τριῶν χωρίων τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, στά ὁποῖα γίνεται λόγος γιά τήν “καινή κτίση” καί τά ὁποῖα, ὅπως πιστεύω, θά ἐπιβεβαιώσουν τά ὅσα ἀναφέραμε προηγουμένως.

Τό πρῶτο προέρχεται ἀπό τήν Β’ πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί ἔχει ὡς ἑξῆς:

“Ώστε ἠμεῖς ἀπό τοῦ νῦν οὐδένα οἴδαμεν κατά σάρκα• εἰ δέ καί ἐγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν, ἀλλά νῦν οὐκέτι γινώσκομεν. ὥστε εἰ τίς ἐν Χριστῷ, καινή κτίσις• τά ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδού γέγονε καινά τα πάντα. τά δέ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ τοῦ καταλλάξαντος ἠμᾶς ἐαυτῶ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ καί δόντος ἠμίν τήν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς, ὡς ὅτι Θεός ἥν ἐν Χριστῷ κόσμον καταλλάσσων ἐαυτῶ, μή λογιζόμενος αὐτοῖς τά παραπτώματα αὐτῶν, καί θέμενος ἐν ἠμίν τόν λόγον τῆς καταλλαγής” (Β' Κορ. ε', 16-19).

Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του κατήλλαξε τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό διά τοῦ ἐαυτοῦ Του, ὁπότε ἔχουμε καταλλαγή ὄχι τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ἀπέκτησε καινούριο κέντρο ἀναφορᾶς, ἀπέκτησε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τήν δυνατότητα νά φθάση στήν θέωση, ψυχῆς καί σώματος, ἐν τῇ Σαρκί τοῦ Χριστοῦ. Μέ τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀναστήθηκε καί ἡ Ἐκκλησία, ὁπότε ὅλοι ὅσοι εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν τήν δυνατότητα νά ζήσουν αὐτήν τήν καινή κτίση. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶναι σαφής ὅταν λέγει “εἰ τίς ἐν Χριστῷ, καινή κτίσις”, ἀφοῦ τότε ὅλα ἀλλάζουν, ὅλα εἶναι μεταμορφωμένα γιά τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον πού ἐκκεντρίστηκε στό εὐλογημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀποκτᾶ ἄλλη θεώρηση τῆς ζωῆς καί ἄλλη προοπτική, ἐμπνέεται καί καθοδηγεῖται ὄχι ἀπό τό παρελθόν, ἀλλά ἀπό τό μέλλον, ἀποκτᾶ νέα πνευματική οἰκογένεια, ὑπερβαίνει τόν θάνατο καί γενικά ζῆ τόν μέλλοντα αἰώνα ἀπό τήν ζωή αὐτή. Ὅλα τα πρότερα, τά ἀρχαῖα, ἔχουν παρέλθει, καί ὅλα γίνονται καινούρια. Ἀκόμη, ὁ Ἀπόστολος δέν ἐνδιαφέρεται γιά τόν κατά σάρκα Χριστό, δηλαδή γιά τόν ἱστορικό Χριστό πρίν τήν Ἀνάσταση, πού εἶναι τά λεγόμενα ἀδιάβλητα καί ἀκατηγόρητα πάθη τῆς φύσεως, τά ὁποῖα βεβαίως δέν ἐνεργοῦσαν πάνω στόν Χριστό, ἀλλά ὁ Ἴδιος ἐξουσίαζε ἐθελούσια στά ἀδιάβλητα αὐτά πάθη, ἀλλά ἐκεῖνο πού τόν συνέχει εἶναι ὁ κατά πνεῦμα Χριστός, αὐτόν πού γνώρισε ὅταν ὁ ἴδιος ἔφθασε στό ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς. Βεβαίως, δέν ὑπάρχουν δύο Χριστοί, ὁ ἕνας κατά σάρκα καί ὁ ἄλλος κατά πνεῦμα, ἀλλά ὁ ἕνας καί Αὐτός Χριστός ἄλλοτε φαίνεται στούς ἀνθρώπους κατά σάρκα καί ἄλλοτε κατά πνεῦμα. Τό δεύτερο συνδέεται μέ τήν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἀκριβῶς τό βλέπουμε καί στούς Δώδεκα Μαθητᾶς. Ἐγνώρισαν κατά σάρκα τόν Χριστό πρίν τήν Ἀνάσταση καί τήν Ἀνάληψή Του, ἀλλά τήν Πεντηκοστή τόν ἐγνώρισαν κατά πνεῦμα.

Τό δεύτερο χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου προέρχεται ἀπό τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του καί εἶναι τό ἀκόλουθο:

“Εμοί δέ μή γένοιτο καυχάσθαι εἰ μή ἐν τῷ σταυρῶ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δί’ οὐ κόσμος ἐμοί ἐσταύρωται καγῶ τῷ κόσμω. ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τί ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλά καινή κτίσις. καί ὅσοι τῷ κανόνι τούτω στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ’ αὐτούς καί ἔλεος, καί ἐπί τόν Ἰσραήλ τοῦ Θεοῦ” (Γαλ. στ', 14-16).

Τό ἅγιο Βάπτισμα καί ἐν γένει ἡ πνευματική ζωή δέν εἶναι μερικές ἐξωτερικές τυπικές διατάξεις καί μιά ἐξωτερική θρησκεία, ἀλλά ἀνακαινίζει ὅλη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ διά τῆς κατηχήσεως, τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος ὁ ἄνθρωπος βιώνει τήν καθαρτική, φωτιστική καί θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὁπότε γίνεται νέος ἄνθρωπος, ἀποβάλλει τήν παλαιότητα τῆς φύσεώς του. Ἑπομένως, ἡ καινή κτίσις πού ζεῖ ὁ Χριστιανός μέσα στήν καινή κτίση πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τό τεθεωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ, πού εἶναι ἡ βίωση τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ ἀρνητικά, ὡς ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν κόσμο αἰσθητῶς, καί θετικά ὡς σταύρωση τοῦ κόσμου λογιστικῶς. Αὐτό σημαίνει ὅτι διά τῆς δυνάμεως τοῦ Σταυροῦ, ὁ ἄνθρωπος προχωρεῖ ἀπό τήν πράξη στήν θεωρία, καί μόνον τότε βιώνει τήν καινή κτίση, τήν νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀνάσταση τοῦ νέου ἀνθρώπου.

Τό τρίτο χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἔχει σχέση μέ αὐτά πού τονίσαμε προηγουμένως, καί προέρχεται ἀπό τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή του. Εἶναι δέ τό ἀκόλουθο:

“Τοῦτο οὔν λέγω καί μαρτύρομαι ἐν Κυρίω, μηκέτι ὑμᾶς περιπατεῖν καθώς καί τά λοιπά ἔθνη περιπατεῖ ἐν ματαιότητι τοῦ νοός αὐτῶν, ἐσκοτισμένοι τῇ διανοία, ὄντες ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ διά τήν ἄγνοιαν τήν οὖσαν ἐν αὐτοῖς διά τήν πώρωσιν τῆς καρδίας αὐτῶν, οἵτινες, ἀπηλγηκότες, ἑαυτούς παρέδωκαν τή ἀσελγεία εἰς ἐργασίαν ἀκαθαρσίας πάσης ἐν πλεονεξία. ὑμεῖς δέ οὔχ οὕτως ἐμάθετε τόν Χριστόν, εἰγε αὐτόν ἠκούσατε καί ἐν αὐτῶ ἐδιδάχθητε, καθώς ἐστιν ἀλήθεια ἐν τῷ Ἰησοῦ, ἀποθέσθαι ὑμᾶς κατά τήν προτέραν ἀναστροφήν τόν παλαιόν ἄνθρωπον τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἀνανεοῦσθαι δέ τῷ πνεύματι τοῦ νοός ὑμῶν καί ἐνδύσασθαι τόν καινόν ἄνθρωπον τόν κατά Θεόν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνη καί ὀσιότητι τῆς ἀληθείας” (Ἔφ. δ', 17-24).

Καί στό χωρίο αὐτό γίνεται λόγος γιά τήν ἀποβολή τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἔνδυση τοῦ νέου ἀνθρώπου πού κτίστηκε ἀπό τόν Θεό. Δέν πρόκειται γιά ἕνα ἔργο ἀνθρώπινο, ἀλλά ἔργο καθαρά του Θεοῦ. Ἐκεῖνο πού κάνει ἐντύπωση στό ἀποστολικό αὐτό χωρίο εἶναι ὅτι ὁ παλαιός ἄνθρωπος, πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς πτώσεως, συνδέεται μέ τήν ματαιότητα τοῦ νοός, τόν ἐσκοτισμό τῆς διανοίας καί τήν ἀλλοτρίωση ἀπό τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάνη τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τότε φθάνει στόν σκοτασμό τοῦ νοός μέ φοβερές καί συνταρακτικές συνέπειες. Ἐπίσης, ὁ καινός ἄνθρωπος συνδέεται μέ τήν ἀνανέωση τοῦ νοός ἐν πνεύματι, καί βέβαια μέ τήν μεταμόρφωση ὅλων των προηγούμενων δεδομένων.

Ἑπομένως, ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του θέωσε τήν προσληφθεῖσα ἀνθρώπινη φύση καί μέ τήν ἀνάστασή Του νίκησε τόν θάνατο. Στήν συνέχεια, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἡ Ἐκκλησία ἔγινε Σῶμα Χριστοῦ, ὁπότε μέσα στήν καινή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Χριστιανοί γίνονται μέλη τοῦ Θεανθρωπίνου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, γίνονται καινοί. Ἀποκτοῦν ἄλλα δεδομένα καί βλέπουν τόν κόσμο μέσα ἀπό ἕνα διαφορετικό πρίσμα. Αὐτή ἡ ἀλλαγή, ἡ μεταμόρφωση φαίνεται σέ πολλά τροπάρια πού ψάλλουμε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Θά παραθέσω μερικές φράσεις χαρακτηριστικές: “Ὤ τέκνα φωτομορφα τῆς Ἐκκλησίας”, “ὄσοις ἐπνευσεν ἡ θεορρυτος Χάρις, λάμποντες, ἀστράπτοντες, ἠλλοιωμένοι, ὀθνείαν ἀλλοίωσιν εὐπρεπεστάτην”. Ἀπό αὐτά φαίνεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι καινή κτίση καί καινοποιεῖ ὅλους τους γηγενεῖς, ἀρκεῖ αὐτοί μέ τήν εἰδική μέθοδο πού διαθέτει ἡ Ἐκκλησία νά ἀνέλθουν ἤ ἔστω νά ἀνέρχονται στό ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς.

3. Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος γιά τήν καινή κτίση τῆς Ἐκκλησίας

Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος σέ πολλά κείμενά του ἀναφέρεται στήν Ἐκκλησία καί μάλιστα ἐκεῖνο πού κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση εἶναι ὅτι θεωρεῖ στενά συνδεδεμένη τήν Ἐκκλησία μέ τόν Χριστό, καί κυρίως ταυτίζει τήν δόξα καί τό ὠράϊσμα τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν δόξα καί τό ὠράϊσμα τῶν ἁγίων. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ ἅγιοι εἶναι τά ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ αὐτοί ἀποτελοῦν τήν καινή κτίση. Σέ κάποια ὁμιλία τοῦ λέγει ὅτι ὅποια κοινωνία, ἕνωση, οἰκειότητα καί συγγένεια ἔχει ἡ γυναίκα πρός τόν ἄνδρα καί ὁ ἄνδρας πρός τήν γυναίκα “τοιαύτην θεοπρεπῶς καί ὑπέρ πάσαν ἔννοιαν καί λόγον ἔχει καί ὁ δεσπότης καί ποιητής τοῦ παντός μετά τῆς Ἐκκλησίας ἁπάσης, ὡς πρός μίαν γυναίκα, ἀμωμήτως ταύτη καί ὑπεραρρήτως ἐνούμενος καί ἀδιασπάστως καί ἀχωρίστως ὧν καί συνῶν αὐτή, ὡς ἠγαπημένη καί πεφιλημένη αὐτῶ. Οὕτω δέ καί ἡ Ἐκκλησία τῷ αὐτῆς πεφιλημένω Θεῶ ἐνωθεῖσα κεκόλληται ὡς ὁλόκληρον σῶμα τή κεφαλή τή ἰδία αὐτού”.

Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα ἀφηρημένο καθίδρυμα, ἀλλά οἱ ἅγιοι, γι’ αὐτό ἡ ὡραιότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καί ὡραιότητα τῶν Χριστιανῶν, τῶν ἁγίων. Γράφει ὁ ἅγιος Συμεών: “Ἐμοί δοκεῖ κόσμον ὡραϊσμένον εἶναι τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ καί αὐτόν ὅλον τόν ἄνθρωπον, ἐν ὤ κατοικεῖν λέγεται καί ἐμπεριπατεῖν τόν Θεόν καί τάς ἀκτίνας τῶν χαρισμάτων αὐτοῦ φαιδρᾶς, ὡς ἥλιος δικαιοσύνης ὧν, καταπέμπειν”. Καί ἀλλοῦ ἐπανέρχεται σέ αὐτό τό σημεῖο λέγοντας: “Μάθε τοιγαροῦν καί ὅπως πάλιν οἱ πιστοί πάντες, ἤτοι ἡ βασίλισσα Ἐκκλησία καί αἵ ὀπίσω αὐτῆς ἀκολουθήσασαι ναός καί κόσμος τοῦ Θεοῦ καί βασιλέως γενήσονται”. Καί ἡ Ἐκκλησία, ἡ βασιλεία τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως καί οἱ πιστοί, πού εἶναι οἱ ἅγιοι, γίνονται ναός καί κόσμος τοῦ Βασιλέως. Τό ὅτι οἱ ἅγιοι πού μετέχουν τῆς ἁγιότητος τοῦ Χριστοῦ εἶναι πραγματικά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ φαίνεται καί ἀπό ἄλλο χωρίο τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου. Γράφει: “Ἐπεῖ δέ σῶμα Χριστοῦ καί νύμφη Χριστοῦ καί κόσμος ὁ ἄνω καί ναός Θεοῦ ἡ Ἐκκλησία ἐστι, τά δέ μέλη τοῦ σώματος αὐτοῦ οἱ ἅγιοι καθεστήκασι πάντες...”.

Ὁ ἔσχατος σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά γίνη ἅγιος, νά ἀποκτήση κατά Χάριν ὅ,τι ὁ Χριστός εἶναι κατά φύσιν, νά μεθέξη κατά μετουσίαν ὅ,τι ὁ Χριστός εἶναι κατ’ οὐσίαν. Ἄλλωστε, ὁ Χριστός εἶναι τό ἀρχέτυπό του ἀνθρώπου. Λέγει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ὅτι γινόμαστε πιστοί, ἐάν φυλάξουμε ὅλα ὅσα λέγει Αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός: “ἐκ τῶν ἔργων δεικνύοντες τήν πίστιν ἠμῶν, καί γινόμεθα ὡς ἐκεῖνοι ἅγιοι καί τέλειοι, ὅλοι ὅλως ἐπουράνιοι, ἐπουρανίου Θεοῦ, τέκνα, ὅμοιοι αὐτῶ κατά πάντα θέσει καί χάριτι, ἐπειδή καί αὐτός ὡς ἠμεῖς ὅμοιος ἐχρημάτισε πλήν ἁμαρτίας”. Γνωρίζουμε ἀπό τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τό ἀρχέτυπό της δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα τοῦ Λόγου. Ἐπίσης γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ μικρόκοσμος μέσα στόν μεγαλοκόσμο, εἶναι ἡ περίληψη ὅλης της δημιουργίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τήν σχέση του μέ τόν Θεό, τότε διεταράχθηκαν ὅλες οἱ ἄλλες κοσμολογικές σχέσεις καί ὅταν οἱ σχέσεις του μέ τόν Θεό ἐπανέρχονται στήν πραγματική τους διάσταση, τότε μεταμορφώνονται καί ὅλες οἱ ἄλλες παράμετροι. Ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος ἐνσωματούμενος στήν Ἐκκλησία καί δεχόμενος τήν καθαρτική, φωτιστική καί θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, θεοῦται καί τότε ὁλόκληρη ἡ κτίση καί οἱ κοινωνικές σχέσεις ἀλλάζουν, μεταμορφώνονται. Διά τοῦ μεταμορφωμένου ἀνθρώπου γίνονται ὅλες οἱ μεγάλες ἀλλαγές μέσα στήν κοινωνία. Δέν μποροῦμε νά ἐννοήσουμε καινή κτίση ἄνευ καί ἔξω του καινοῦ, ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀνθρώπου.

4. Ὁ παλαιός ἄνθρωπος στήν καινή κτίση τῆς Ἐκκλησίας

Εἶναι δεδομένο ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καθώς ἐπίσης ὅτι οἱ ἅγιοι ἀποτελοῦν τά πραγματικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ καινή κτίση, σημαίνει ὅτι καί οἱ ἅγιοι εἶναι καινή κτίση. Ὅμως, πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι ἀναμένουμε καί τήν τέλεια φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν μέλλοντα αἰώνα, ἀφοῦ κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, πού ἀναφέρεται στά ἔσχατα, “καινούς οὐρανούς καί γῆν καινήν κατά τό ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν, ἐν οἶς δικαιοσύνη κατοικεί” (Β’ Πέτρου γ’, 13). Σέ αὐτήν τήν καινή κτίση ἀναφέρεται καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν Ἀποκάλυψή του: “καί εἶδον οὐρανόν καινόν καί γῆν καινήν” (Ἄπ. κά’, 1). Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ καινή κτίση, ἀλλά ταυτόχρονα ἀναμένει καί τήν τέλεια φανέρωση τῆς καινῆς κτίσεως. Πῶς ἐξηγεῖται αὐτή ἡ φαινομενική ἀντινομία;

Λόγω τῆς ἐπικρατήσεως ἀκόμη τῆς θνητότητος καί τῆς φθαρτότητος, τά πράγματα δέν εἶναι εὐδιάκριτα ἀκόμη στήν παροῦσα βιολογική ζωή. Ἐπίσης, ὁ ἄνθρωπος ὡς ἐθελότρεπτος βιώνει πολλές ἀλλοιώσεις στήν ζωή του, θετικές καί ἀρνητικές. Στούς ἀνθρώπους πού διακατέχονται ἀπό τήν πεπτωκυία κατάσταση, στούς ὁποίους λειτουργεῖ ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ὑπάρχει τό γνωμικό θέλημα πού δημιουγεῖ πολλά προβλήματα. Γι’ αὐτόν τόν λόγο τά πράγματα δέν εἶναι εὐδιάκριτα. Πολλοί ἄνθρωποι δέν ἔχουν τήν δυνατότητα νά ἀναγνωρίζουν τούς ἁγίους, καθώς ἐπίσης οἱ ἅγιοι κρύβουν τήν ἐνοικοῦσα Χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τήν ταπείνωση, ἀκόμη συγχέουμε τό κατά φύσιν μέ τό παρά φύσιν, ὁπότε ἀναμένουμε τήν φανέρωση τῆς πραγματικῆς Ἐκκλησίας στήν μέλλουσα Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

Ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία θά ὑπάρχουν ὑγιῆ καί ἄρρωστα μέλη, ἐκ τῶν ὁποίων τά ὑγιῆ μπορεῖ μετά ἀπό λίγο καιρό νά ἀρρωστήσουν καί τά ἄρρωστα νά ζωοποιηθοῦν. Ὑπάρχουν δυνάμει καί ἐνεργεία μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὁπότε, θά συμφύρωνται τά ζιζάνια μέ τό σιτάρι μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Στήν ἐρώτηση τῶν δούλων τῆς σχετικῆς παραβολῆς νά τούς ἐπιτραπῆ νά συλλέξουν τά ζιζάνια, ὁ οἰκοδεσπότης Χριστός τούς ἀπάντησε: “οὗ, μήποτε συλλέγοντες τά ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον• ἄφετε συναυξάνεσθαι ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμού” (Ματθ. ἰγ’, 24-30).

Μέσα λοιπόν στήν στρατευομένη Ἐκκλησία πού ὁδεύει πρός τήν μέλλουσα ζωή, ὑπάρχει ὁ ἅγιος θεσμός τῆς Ἐκκλησίας, τόν ὁποῖον συγκροτεῖ τό Πανάγιο Πνεῦμα, ἀλλά ταυτόχρονα ἐμπλέκεται καί ἕνας ἀρρωστημένος θεσμός, τά λεγόμενα ζιζάνια. Ὅταν σέ μιά δεδομένη στιγμή κυριαρχοῦν οἱ ἅγιοι, τότε, ὅπως λέγαμε προηγουμένως, ἔχουμε τόν “χρυσοῦν αἰώνα” τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ὅμως κυριαρχοῦν οἱ ἀμεταμόρφωτοι καί ἄρρωστοι ἄνθρωποι, τότε ἔχουμε τήν πτώση τῆς Ἐκκλησίας. Βέβαια, αὐτό δέν λέγεται ἀπό τήν πλευρά τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἀπό τήν πλευρά τῶν Χριστιανῶν πού ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία. Καί τότε πού ἡ Ἐκκλησία φαίνεται νά βρίσκεται σέ κακή κατάσταση, ὑπάρχει καί λειτουργεῖ ἡ πραγματική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἴσως δέν φαίνεται ἀπό τούς ἀνθρώπους.

Ἤδη ἔχουμε κάνει λόγο γιά τόν ἅγιο θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, καί γιά τά λαμπρά καί λάμποντα μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Τώρα ὅμως θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσσω ὅτι μέσα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, ἀνάλογα μέ τίς καταστάσεις πού ἰσχύουν κάθε φορᾶ σέ τοπικές Ἐκκλησίες, λειτουργεῖ καί μιά ἀρρωστημένη κατάσταση, ἡ ὁποία ὅμως μέσα στήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ ἔχει τήν δυνατότητα νά ἀλλαγή. Μιά τέτοια νοοτροπία πού δέν εἶναι ἐκκλησιαστική συνδέεται μέ περίεργες ἰδέες πού ἔχουμε γιά τήν ἁγιότητα. Θεωροῦν πολλοί ὅτι οἱ ἅγιοι εἶναι μερικοί καλοί ἄνθρωποι μέ ἐξωτερικές ἀρετές. Καί μέσα ἀπό αὐτό τό πρίσμα μερικοί ἐκκλησιαστικοί ἄνθρωποι μιλοῦν περιφρονητικά γιά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή γιά τήν θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός, καθώς ἐπίσης δέν δέχονται τόν τρόπο θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση. Δηλαδή, κλονίζουν ὅλα τα θεμέλια της θεολογίας καί τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος καί ὑποβιβάζουν τήν Ὀρθοδοξία σέ μιά οὐμανιστική θρησκεία.

Ἡ ἄλλη ἀρρωστημένη κατάσταση εἶναι ἡ ὑπονόμευση τῶν θεσμῶν. Τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἰεραρχικῶς συνοδικό, ὅπως τό διατυπώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “Καί οὖς μέν ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ ἐκκλησία πρώτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἴτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών” (Ἅ’ Κορ. Ἰβ’, 28). Ὅταν ἀνατρέπεται αὐτή ἡ ἱεραρχική τάξη, ὅταν γίνονται ὑπερβάσεις ἤ συγχύσεις ἁρμοδιοτήτων, τότε ναρκοθετεῖται ὁ ἱερός καί εὐλογημένος χῶρος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ἀρρωστημένη κατάσταση εἶναι ὅταν θεωροῦμε τόν ἐκκλησιαστικό θεσμό ὡς ἕνα πολιτικό καί κομματικό θεσμό καί ὄχι ὡς καινή κτίση, ὡς μετοχή στήν ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ἔγινε στήν Δύση ὅταν ἡ ἐκεῖ ἐκκλησιαστική κατάσταση ἐντάχθηκε στό φεουδαλιστικό σύστημα τῶν Φράγκων. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀπό Σῶμα Χριστοῦ μετατρέπεται σέ ἕνα διοικητικό κομματικό μηχανισμό, μέ ὅλες τίς μεθόδους καί τίς δολοπλοκίες, μέ τίς ὁμάδες καί τίς διαιρέσεις καί ὑποδιαιρέσεις, τούς “παρατρεχάμενους” πού ἀσχολοῦνται μέ τό λεγόμενο ἐκκλησιαστικό “κουτσομπολιό”, τότε ἔχουμε ἕνα τεράστιο πρόβλημα, ἀφοῦ ὅσοι ἀναζητοῦν τήν μεταμόρφωσή τους ἀπογοητεύονται ἀπό τέτοιες καταστάσεις.

Μοῦ ἔτυχε νά βρεθῶ σέ μιά ἐκκλησιαστική σύναξη καί ἅς μου ἐπιτραπῆ νά πῶ, χωρίς νά ἔχω εὐσεβιστικές τάσεις, ἀρρώστησα ἀπό ὅλο αὐτό τό κλίμα πού ἐπικρατοῦσε κατά τήν διάρκεια τοῦ μεγαλυτέρου γεγονότος, δηλαδή τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως. Καί ἀμέσως μετά, ταξιδεύοντας μέ τό αὐτοκίνητο γιά νά ἐπιστρέψω στήν ἕδρα μου, ἄκουσα ἀπό τό ραδιόφωνο τοῦ αὐτοκινήτου τήν ἀκολουθία τῆς Παρακλήσεως στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Καί αἰσθάνθηκα ὅτι αὐτό πού ἔβγαινε ἐκείνη τήν ὥρα ἀπό τήν κατανυκτικότητα τῆς Παρακλήσεως ἐξέφραζε μιά ἄλλη Ἐκκλησία διαφορετική ἀπό ἐκείνη πού εἶχα συναντήσει προηγουμένως. Ἦταν πράγματι μιά συγκλονιστική ἐμπειρία. Βέβαια, αὐτό τό αἰσθάνομαι καί σέ ἄλλους ἐκκλησιαστικούς χώρους, πού δέν εἶναι τοῦ παρόντος νά ἐντοπίσω. Σέ αὐτές τίς ἀρρωστημένες καταστάσεις τήν Ἐκκλησία διασώζουν οἱ ἅγιοι ἀπό τούς ὁποίους ἀντλοῦμε δύναμη καί θάρρος, καί οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά ἡσυχάζουν σέ ἀπομακρυσμένους χώρους, σέ σπήλαια καί τόπους ἀσκήσεως, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἀναπαύουν καί παρηγοροῦν, ἀλλά καί ἔχουν ἀπέραντο σεβασμό στό ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας.

Γιά νά εἴμαστε ἀκριβεῖς θά λέγαμε ὅτι τό φαινόμενο αὐτό δέν εἶναι σημερινό, ἀλλά πάντοτε διά μέσου των αἰώνων, συναυξάνονταν τά ζιζάνια μαζί μέ τόν σίτον καί πάντοτε ὑπῆρχαν προβλήματα ἀπό ἀμεταμόρφωτους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τήν συνείδηση ὅτι εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέν ζοῦσαν τό “μυστήριον τῆς πίστεως ἐν καθαρά συνειδήσει” (Ἅ Τιμ. γ,9). Θά μποροῦσα νά ἀναφέρω πληθώρα πατερικῶν χωρίων ἀπό τόν τέταρτο αἰώνα πού θεωρεῖται ὁ “χρυσούς αἰών” τῆς Ἐκκλησίας. Θά ἀρκεσθῶ ὅμως μόνον σέ ἕνα χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου πού λέγει: “Ἐρωτᾶς πῶς τά ἡμέτερα καί λίαν πικρῶς. Βασίλειον οὐκ ἔχω, Καισάριον οὐκ ἔχω, τόν πνευματικόν ἀδελφόν καί τόν σωματικόν. “Ο πατήρ μου καί μήτηρ μου ἐγκατέλειπον μέ”, μετά τοῦ Δαβίδ φθέγγομαι. Τά τοῦ σώματος πονηρῶς ἔχει, τό γῆρας ὑπέρ κεφαλῆς, φροντίδων ἐπιπλοκαί, πραγμάτων ἐπιδρομαί, τά τῶν φίλων ἄπιστα, τά τῆς Ἐκκλησίας ἀποίμαντα. Ἔρρει τά καλά, γυμνά τα κακά, ὁ πλοῦς ἐν νυκτί, πυρσός οὐδαμοῦ, Χριστός καθεύδει. Τί χρή παθεῖν; Μία μοί τῶν κακῶν λύσις, ὁ θάνατος. Καί τά ἐκεῖθεν μοί φοβερά, τοῖς ἐντεῦθεν τεκμαιρομένω”.

Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, ἀγαπητοί ἀδελφοί

Ἡ πορεία τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι μιά δυναμική πορεία, ἀπό τόν ζόφο στό φῶς, ἀπό τήν δουλεία στήν γῆ τῆς ἐλευθερίας, ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή. Πορευόμαστε στήν ζωή μᾶς “σαλευόμενοι ἐν τῇ ἀναζητήσει τοῦ ἀσαλεύτου”. Παλεύουμε διαρκῶς μεταξύ του παλαιοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ νέου ἀνθρώπου, μεταξύ της φθαρτότητος καί τῆς θνητότητος πού κληρονομήσαμε ἀπό τούς προπάτοράς μας καί τῆς ἐνεργοποιήσεως τῶν σπερμάτων τῆς ἀθανασίας. Σαλευόμαστε διαρκῶς, ἀλλά ὅμως προσδοκοῦμε “τῶν σαλευομένων τήν μετάθεσιν ὡς πεποιημένων, ἴνα μείνη τα μή σαλευόμενα” (Ἑβρ. Ἰβ’, 27). Καί, βέβαια, γνωρίζουμε ἀπό τήν πείρα τῶν ἁγίων ὅτι ἡ πορεία κάθε Χριστιανοῦ καί ἡ πνευματική του αὔξηση ἀκολουθεῖ ἕνα ἰδιαίτερο ρυθμό ἤ διαδικασία, ἡ ὁποία προσιδιάζει μόνο στό δεδομένο πρόσωπο.

Ὑπάρχουν στιγμές στήν ζωή μας πού βλέπουμε μερικές ἀκτίνες αὐτῆς τῆς καινῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας εἴτε στά πρόσωπα τῶν ἁγίων εἴτε στήν προσωπική μας ζωή. Ἀναπολοῦμε μιά νέα ζωή καί τότε τό πνεῦμα μᾶς γεύεται τήν μέθη τῆς Χάριτος καί τότε ἀναζητοῦμε τήν πληρότητα, τό ὅραμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀρχή τοῦ δικαίου γιά μᾶς δέν εἶναι ὁ λαός ἀλλά ὁ Θεός, καί ἡ πραγμάτωση τοῦ δικαίου δέν εἶναι ἡ παροῦσα ζωή ἀλλά ἡ μέλλουσα ζωή, ὄχι ἡ μένουσα πόλη, ἀλλά ἡ μέλλουσα πόλη, τήν ὁποία βιώνουμε λίγο καί τήν προσδοκοῦμε, ὅπως λέγει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης. Ὑπάρχουν, ἐπίσης, στιγμές καί καταστάσεις πού μᾶς τραυματίζουν βαθειά καί μᾶς ὁδηγοῦν σέ μιά κατά ἄνθρωπον ἀπογοήτευση καί τότε ἡ παρουσία ἑνός ἁγίου μας ἀνοίγει τά μάτια τῆς ψυχῆς καί μᾶς κάνει νά δοῦμε τήν Ἐκκλησία ὡς καινή κτίση, ἀλλά συγχρόνως νοσταλγοῦμε τήν φανέρωση στό μέλλον τῆς πραγματικῆς Ἐκκλησίας, ἐκεῖ πού ἤδη ἔχουν εἰσέλθει οἱ παποῦδες καί οἱ γονεῖς μας, οἱ πνευματικοί πατέρες καί Γεροντάδες πού γνωρίσαμε καί οἱ ὁποῖοι μᾶς ἀναμένουν.

Εὔχομαι αὐτό τό Συνέδριο νά δώση αὐτήν τήν προοπτική της Ἐκκλησίας ὡς καινῆς κτίσεως καί νά ἀνάψη τήν νοσταλγία τῆς καινῆς γῆς καί τοῦ καινοῦ οὐρανοῦ, τῆς Ἐκκλησίας τῶν “πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων” (Ἑβρ. Ἰβ’, 23).

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ ρασοφόροι μοναχοί στήν παράδοση καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας

Εἰσήγηση

τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Τήν 7η Ὀκτωβρίου 2025

ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ

Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Σύνεδροι,

Θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καί τά Μέλη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 168ης περιόδου, γιά τήν ἀνάθεση στήν «Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τοῦ Μοναχικοῦ βίου» τῆς εἰσηγήσεως γιά τούς «ρασοφόρους μοναχούς στήν παράδοση καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας».

Χρησιμοποίησα τήν ἔκφραση «τήν ἀνάθεση στήν Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τοῦ Μοναχικοῦ βίου», ἀποδίδοντας τήν ἀπόφαση. Θά ἀναφερθοῦν τά σχετικά μέ τό θέμα αὐτό γιατί ἔχουν ἕνα ἐνδιαφέρον. Κατά τήν Συνεδρίαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ μηνός Μαΐου συζητούσαμε γιά τήν κατάρτιση τῶν θεμάτων τῆς τακτικῆς Συνεδριάσεως τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ Ὀκτωβρίου 2025 ἐτέθη τό θέμα ὅτι πρέπει νά δείξουμε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τίς Συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας, ὥστε νά λαμβάνωνται ἀποφάσεις στήν Ἱεραρχία, καί ἔτσι ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά ἔχη ἀποφασιστικό λόγο στά μεγάλα θέματα καί ὄχι νά παραπέμπωνται στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο.

Μέ τήν συζήτηση πού ἔγινε ἀποφασίσθηκε ἀφ’ ἑνός μέν τά θέματα πού ἔρχονται στήν Ἱεραρχία νά τά ἐπεξεργάζωνται οἱ Συνοδικές Ἐπιτροπές (12 μόνιμες, 15 εἰδικές), ἀφ’ ἑτέρου δέ οἱ Εἰσηγήσεις πού θά γίνωνται στήν Ἱεραρχία νά καταλήγουν σέ συγκεκριμένη πρόταση, γιά τήν ὁποία θά γίνεται ψηφοφορία. Ἔτσι, ἡ Ἱεραρχία θά ἔχη ἀποφασιστικό ρόλο.

Μέσα στήν προοπτική αὐτή ἐτέθησαν τά δύο θέματα, ἤτοι «οἱ ρασοφόροι μοναχοί στήν παράδοση καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας», πού τό εἶχε ἑτοιμάσει σέ ἐπανειλημμένες Συνεδριάσεις ἡ καθ’ ὕλην ἁρμόδια «Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τοῦ Μοναχικοῦ βίου» καί ἐκκρεμεῖ γιά χρόνια ἡ ἔγκριση πολλῶν Ἐσωτερικῶν Κανονισμῶν καί τό θέμα γιά τήν «Τεχνητή εὐφυΐα - Ἡ Ἐκκλησία μπροστά στήν ἀναδυόμενη νέα ἀνθρωπολογία», τό ὁποῖο θά ἑτοιμάση ἡ καθ’ ὕλην ἁρμόδια Ἐπιτροπή Βιοηθικῆς.

Ἔτσι, προῆλθαν τά δύο θέματα πού θά συζητηθοῦν στήν φετεινή Ἱεραρχία καί μακάρι αὐτό νά συνεχισθῆ καί στίς ἑπόμενες Συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὥστε οἱ εἰσηγητές νά μήν ἀναλύουν δικές τους ἀπόψεις, ἀλλά νά προσκομίζουν στήν Ἱεραρχία θέματα ἐπεξεργασμένα ἀπό τίς Συνοδικές Ἐπιτροπές στίς ὁποῖες συμμετέχουν Ἱεράρχες, Καθηγητές Πανεπιστημίου καί ἄλλοι γνῶστες τῶν ἐπί μέρους θεμάτων.

Ὕστερα ἀπό τά εἰσαγωγικά αὐτά ἔρχομαι στήν ἀνάπτυξη τοῦ θέματος, πού εἶναι ἀπόφαση τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τοῦ Μοναχικοῦ βίου, καί ὡς συνέχεια τῶν Πανελληνίων μοναχικῶν Ἡμερίδων πού ἔγιναν τόν περασμένο Ἰούνιο, ὕστερα ἀπό ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἔτσι, γνωρίζουμε καί τίς ἀπόψεις τοῦ συνόλου τῶν μοναχῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως φαίνεται στήν σχετική εἰσήγηση πού ἔγινε, καί τά πορίσματα τῶν Ἡμερίδων. Καί αὐτά θεωρῶ ὅτι εἶναι σημαντικά δεδομένα.

Σκοπός τῆς εἰσηγήσεως εἶναι, ὅπως φαίνεται ἀπό τόν τίτλο τοῦ θέματος, νά παρουσιασθῆ τό ποιά εἶναι ἡ θέση τῶν ρασοφόρων μοναχῶν στήν παράδοση καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς ἀτομικούς στοχασμούς, καί, φυσικά, αὐτή ἡ παράδοση καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας καθορίζεται ἀπό τήν θεολογία της. Ἄλλωστε, ἡ θεολογία εἶναι ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπικουρικῶς δέ καί συνεκδοχικῶς θά παρατεθοῦν καί οἱ νομικές ἀπόψεις.

Πρίν ἀρχίσω τήν εἰσήγηση θεωρῶ ὅτι πρέπει νά τεθῆ ἰδιαιτέρως τό ἐρώτημα πού εἶναι καί δίλημμα: Τί εἶναι τό πρωτεῦον; Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν μοναχισμό ἤ οἱ ἔστω ἀποφάσεις τῶν Δικαστηρίων γιά τά περιουσιακά στοιχεῖα τῶν μοναχῶν; Καί διαφορετικά: Τί εἶναι τό πρωτεῦον, ἡ ἀπόφαση ἑνός ἀνθρώπου νά ἀφιερωθῆ στόν Θεό καί νά γίνη μοναχός ἤ ἡ περιουσία του; Ἄν ἰσχύη τό δεύτερο τότε αὐτό εἶναι ἐκκοσμίκευση τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ.

Ὅμως, τό σπουδαῖο εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν μοναχισμό καί ἡ ἀφιέρωση κάποιου στόν Θεό, καί αὐτήν τήν ἀφιέρωση ὁ Ἡγούμενος καί ἡ Ἡγουμένη πρέπει νά ἀναπτύξουν, τά δέ περιουσιακά του στοιχεῖα εἶναι τό ἔλασσον ἤ τό μηδαμινό. Ἡ διαφορετική ἀντιμετώπιση εἶναι ἀλλοίωση τοῦ μοναχισμοῦ. Καί ἐν πάσῃ περιπτώσει τά Δικαστήρια θά πρέπει νά ἔχουν ὡς βάση τίς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας γιά τά κανονικά καί ἐκκλησιαστικά ζητήματα. Στήν Εἰσήγηση θά ἀναφερθῆ καί ἡ σχετική νομολογία τῶν Δικαστηρίων, ἁπλῶς ὑποστηρικτικά στήν ὑπερχιλιετῆ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

1. Διαβαθμίσεις καί στάδια-βαθμοί προόδου τῶν μοναχῶν

Σέ ὅλα τά θέματα τοῦ ἀνθρωπίνου βίου ὑπάρχουν διαβαθμίσεις καί στάδια-βαθμοί, ὅπως τό βλέπουμε καί στήν ἀνθρώπινη γνώση καί σπουδή. Ὅλοι περνοῦν ἀπό τό Νηπιαγωγεῖο, τήν Στοιχειώδη, τήν Μέση καί τήν Ἀνώτατη Ἐκπαίδευση μέ τίς ἐπί μέρους διαβαθμίσεις, μέ ἐξετάσεις, βαθμούς, ἀπολυτήρια. Καί σέ ὅλες τίς διαβαθμίσεις οἱ διερχόμενοι ἀπό αὐτές λέγονται μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές, προπτυχιακοί, μεταπτυχιακοί, ἐρευνητές, διδακτορικοί κλπ.

Ἡ διαβάθμιση αὐτή παρατηρεῖται καί στήν χριστιανική ζωή, ὅπως προβλέπεται ἀπό τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν ὅλη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι εἶναι οἱ κατηχούμενοι, οἱ φωτιζόμενοι, οἱ πιστοί. Αὐτό φαίνεται εὐδιάκριτα στό ἔργο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων μέ τίτλο «Κατηχήσεις», καί φυσικά στήν λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μέχρι σήμερα. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ Ζ΄ Κανόνας τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ἀναφέρεται στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο δεχόμαστε στήν Ἐκκλησία τούς εἰδωλολάτρες: «Καί τήν πρώτην ἡμέραν ποιοῦμεν αὐτούς Χριστιανούς, τήν δέ δευτέραν κατηχουμένους∙ εἶτα τῇ τρίτῃ ἐξομολογοῦμεν αὐτούς, μετά τοῦ ἐμφυσᾶν τρίτον εἰς τό πρόσωπον, καί εἰς τά ὦτα καί οὕτω κατηχοῦμεν αὐτούς χρονίζειν εἰς τήν Ἐκκλησίαν, καί ἀκροᾶσθαι τῶν γραφῶν, καί τότε αὐτούς βαπτίζειν». Τό σημαντικό εἶναι ὅτι τήν πρώτη ἡμέρα πού ἐγγράφονται, γιά νά ἀρχίση ἡ κατήχηση, λέγονται Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι θά ὁλοκληρωθοῦν διαδοχικά μέχρι τό βάπτισμα.

Ἀκόμη, αὐτό φαίνεται ἔκδηλα στούς Κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πού ἀναφέρονται στίς πτώσεις τῶν πιστῶν Χριστιανῶν, καί ἀνάλογα μέ τήν μετάνοια διακρίνονται σέ στάδια μετανοούντων, ἤτοι «προσκλαίοντες», «ἀκροώμενοι», «ὑποπίπτοντες», «συνιστάμενοι», «κοινωνοῦντες». Ἡ ἴδια διαβάθμιση παρατηρεῖται στήν Ἱερωσύνη, ἀφοῦ πρῶτα γίνεται ἡ χειροτονία τοῦ Διακόνου, μετά ἡ χειροτονία τοῦ Πρεσβυτέρου καί ἀκολούθως ἡ χειροτονία σέ Ἐπίσκοπο καί Μητροπολίτη. Παρά τό ὅτι ὁ Διάκονος δέν εἶναι Ἱερεύς καί δέν τελεῖ τά ἱερά Μυστήρια, ἁπλῶς βοηθᾶ τόν Ἱερέα καί τόν Ἐπίσκοπο, ἐν τούτοις εἶναι καί λέγεται Κληρικός, ὄχι κατώτερος Κληρικός, ἀλλά ἀνήκει στόν λεγόμενο ἀνώτερο Κλῆρο, ἐνῶ κατώτεροι Κληρικοί εἶναι οἱ ἀναγνῶστες, οἱ ψάλτες, οἱ θυρωροί κ.ἄ.

Αὐτό ἰσχύει καί γιά τούς μοναχούς, πού εἶναι οἱ δόκιμοι, γιά νά ἐπιλέξουν ἤ ὄχι τήν μοναχική ζωή, οἱ ρασοφόροι μοναχοί, οἱ μικρόσχημοι μοναχοί, ἔστω καί ἄν ἡ εἰσαγωγή τους ἔγινε μεταγενέστερα, καί οἱ μεγαλόσχημοι μοναχοί. Δέν πρόκειται γιά τρεῖς τυπικές διαβαθμίσεις, ἀλλά γιά οὐσιαστικές πνευματικές ἀναβάσεις. Οἱ βαθμοί στήν μοναχική ζωή συνδέονται μέ τήν πνευματική πρόοδο τῶν μοναχῶν, ὡς πρός τήν ἀφιέρωση, τήν ἀγάπη στόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους, τήν μεταμόρφωση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, ὥστε ἀπό τό παρά φύσιν νά πορευθοῦν στό κατά φύσιν καί ὑπέρ φύσιν. Πρόκειται γιά μιά πορεία γιά τήν μετατροπή τοῦ γνωμικοῦ θελήματος σέ φυσικό θέλημα, ὅπως ἦταν πρό τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων.

Ἡ διαχρονική πείρα τῶν πεπειραμένων περί τά θεῖα Πατέρων, πού ἀσχολοῦνται μέ τήν καθοδήγηση τῶν μοναχῶν, γνωρίζουν πολύ καλά ὅτι δέν εἶναι δυνατόν κάποιος νέος στήν ἡλικία δόκιμος νά γίνη κατ’ εὐθείαν μεγαλόσχημος μοναχός, ὅταν δέν ἔχη ἀκόμη θεραπευθῆ ὁ ἐσωτερικός του κόσμος καί ἐξάπτονται ὅλα τά πάθη. Δηλαδή, δέν εἶναι δυνατόν ἕνας μαθητής τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου νά ἐνταχθῆ κατ’ εὐθείαν στούς φοιτητές τοῦ Πανεπιστημίου, μάλιστα σέ νέα ἡλικία, παρακάμπτοντας τά ἐνδιάμεσα στάδια ἡλικίας, γνώσεως καί παιδείας.

Αὐτή ἡ πρακτική διασώζεται σέ ὅλα τά Μοναστήρια, ὄχι μόνον τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί τῆς Πατριαρχικῆς Μονῆς τῆς Πάτμου, πού ὅλοι εἶναι ρασοφόροι μοναχοί, σπάνια μεγαλόσχημοι, καί τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Στήν πρόσφατη Πανελλήνια Ἡμερίδα πού διοργανώθηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ Εἰσηγητής Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Σεραφείμ Δομβοῦς, Ἀρχιμ. Νεκτάριος Τσεκούρας, ἰατρός καί θεολόγος, καί μάλιστα διδάκτωρ Θεολογίας μέ ἐπιτυχημένη διατριβή μέ τίτλο «Ποιμαντική ἀντιμετώπιση τῶν ἁμαρτανόντων στούς ἱερούς Κανόνες», ἀναφέρεται στήν θεραπευτική πορεία πού ἀκολουθεῖ κάποιος ἤ κάποια πού θέλει νά ἐνταχθῆ στήν μοναχική ζωή. Ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι Θεραπευτήριο-Νοσοκομεῖο σημαίνει ὅτι ὑφίστανται διαβαθμίσεις θεραπείας καί διακρίσεως μεταξύ ἀσθενῶν διαφόρων παθήσεων καί βαθμῶν, νοσηλευτῶν, ἰατρῶν, διοικητικοῦ προσωπικοῦ. Γράφει:

«Ὅπως κάθε τρόπος ζωῆς, κάθε μέθοδος θεραπείας, καθώς καί ἡ εἰλικρινής μετάνοια ἔχουν στάδια, βαθμίδες καί σταθμούς, ἔτσι καί ὁ Μοναχισμός.

»Οἱ βαθμίδες καί τά στάδιά του, ἐπιφέρουν στόν ἄνθρωπο πού θέλει νά γίνη Μοναχός κάποιες ὁρατές ἐξωτερικές ἀλλαγές. Γιά νά ἔχουν ὅμως οὐσιαστικό νόημα θά πρέπει νά συνοδεύονται ἀπό ἐσωτερική πρόοδο στήν πνευματική πορεία του, στήν πορεία τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς κατά Χάριν θεώσεως.

Διακρίνονται συνήθως σέ ἕνα προστάδιο προετοιμασίας, στό στάδιο τοῦ Δοκίμου, στό στάδιο τοῦ Ρασοφόρου Μοναχοῦ καί στό στάδιο τοῦ Μεγάλου καί Ἀγγελικοῦ Σχήματος».

2. Οἱ ρασοφόροι μοναχοί στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας

Ἡ μακραίωνη ἐκκλησιαστική παράδοση γιά τούς ρασοφόρους μοναχούς εἶναι γνωστή καί ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ ρασοφόροι εἶναι δόκιμοι καί ὄχι μοναχοί, ἁπλῶς τήν ἑρμηνεύουν διαφορετικά. Καί αὐτοί οἱ ἴδιοι δέν παραθεωροῦν ὅτι ἤδη ἀπό τόν ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη (8ος - 9ος αἰώνας) γίνεται μνεία τοῦ μικροῦ καί μεγάλου σχήματος, ἀλλά καί ἀπό τόν Εὐστάθιο Θεσσαλονίκης, τόν 12ο αἰώνα, γίνεται διάκριση σέ εἰσαγωγικούς ἤ ἀρχάριους Μοναχούς, σέ Μικρόσχημους, σέ Μανδυῶτες καί σέ Μεγαλόσχημους. Δηλαδή, αὐτή ἡ διάκριση σέ βαθμούς τῆς μοναχικῆς ζωῆς δέν εἶναι νεωτέρα, ἀλλά καί παλαιοτέρα τοῦ 8ου αἰῶνος, ἁπλῶς τόν 8ο αἰώνα ἐπισημαίνεται καί καταγράφεται ἀπό διάφορες ἀφορμές. Πρόκειται, δηλαδή, γιά μιά μακροχρόνια παράδοση τοὐλάχιστον πάνω ἀπό χίλια χρόνια, ἡ ὁποία οὔτε μπορεῖ νά παραθεωρηθῆ οὔτε νά διαγραφῆ.

Βεβαίως, νά σημειωθῆ ὅτι, ἐπειδή γίνεται σύγχυση στό θέμα τοῦ ὅρου «ρασοφόροι», πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι ὑφίσταται μεγάλη διαφορά. Ἄλλο εἶναι νά φορᾶ κανείς τό ράσο μέ εὐλογία τοῦ Ἀρχιερέως (ψάλτες, ἀναγνῶστες, νεωκόροι, μαθητές τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχολῶν), ἄλλο εἶναι νά φορᾶ τό ράσο ἕνας δόκιμος μοναχός πρίν τήν ρασοφορία, μέ εὐλογία, ἄλλο εἶναι νά γίνεται ρασοφορία σέ κάποιον ἁπλῶς ἐγγεγραμμένο σέ Ἱερά Μονή, γιά νά ὑπηρετήση ὡς Ἱερομόναχος στίς ποιμαντικές ἀνάγκες τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων καί ἄλλο εἶναι οἱ ρασοφόροι μοναχοί στίς Ἱερές Μονές, πού γίνονται ὕστερα ἀπό ἀπάρνηση τῶν κοσμικῶν πραγμάτων, ἔνταξη στήν Ἱερά Μονή, τριετῆ, συνήθως, δοκιμασία, κουρά, ὅπως θά δοῦμε στήν συνέχεια, καί παραμονή στήν Ἱερά Μονή ἀναμένοντας, μετά ἀπό κατάλληλη προετοιμασία, τό σχῆμα τοῦ Μεγαλοσχήμου μοναχοῦ. Δηλαδή, ἄλλο εἶναι νά λέγεται κανείς ρασοφόρος, καί ἄλλο νά λέγεται ρασοφόρος μοναχός, ἀφοῦ ἡ λέξη ρασοφόρος προσδιορίζεται ἀπό τό μοναχός, ὅπως εὐφυῶς διευκρινίζει ἡ κ. Εἰρήνη Χριστινάκη, Καθηγήτρια τοῦ Κονονικοῦ Δικαίου τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας καί Θρησκειολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.

Στήν τελευταία περίπτωση, δηλαδή σέ ρασοφόρους μοναχούς στίς Ἱερές Μονές γίνεται σταυροειδής κουρά ὕστερα ἀπό ἀπόφαση τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου, ἔγκριση τοῦ Μητροπολίτη καί τέλεση τῆς κουρᾶς ἀπό τόν Μητροπολίτη μέ ἐπίσημο τρόπο, ἐνώπιον ὅλης τῆς Ἀδελφότητος, πού θεωρεῖται ὡς εἰσαγωγή στόν μοναχικό βίο καί ὡς ἀρχάριος μοναχός, χωρίς νά δίδη τίς ὑποσχέσεις τοῦ μεγαλοσχήμου μοναχοῦ πού προϋποθέτει μεγαλύτερη πνευματική πρόοδο στήν μοναστική ζωή.

Γιά νά ὑποστηριχθῆ αὐτή ἡ πολυχρόνια ἐκκλησιαστική παράδοση, θά παρατεθοῦν μερικά παραδείγματα.

Πρῶτον. Ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση ὅτι οἱ ρασοφόροι μοναχοί εἶναι καί θεωροῦνται εἰσαγωγικοί καί ἀρχάριοι μοναχοί, φαίνεται ἀπό τά διά μέσου τῶν αἰώνων Εὐχολόγια, τά ὁποῖα συμπεριλαμβάνονται ἀπό τούς Aleksej Dmitrievskij καί Goar, στά ὁποῖα γίνεται λόγος γιά «ἀκολουθία τοῦ θείου καί ἀγγελικοῦ σχήματος εἰς ἀρχάριον μοναχόν ρασοφόρον» σέ «ἀπαρχή τοῦ ἁγίου σχήματος».

Στόν δεύτερο τόμο τοῦ τρίτομου ἔργου τοῦ Dmitrievskij μέ τίτλο «Περιγραφή λειτουργικῶν χειρογράφων - Εὐχολόγια», δημοσιεύονται χειρόγραφοι κώδικες τοῦ 15ου καί 16ου αἰῶνος ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, τήν Ἱερά Μονή τοῦ Σινᾶ, τήν Μεγίστη Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἄλλων Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στά ὁποῖα σαφέστατα γίνεται λόγος γιά τόν ρασοφόρον, γιά τόν ὁποῖον ἔγινε ἀκολουθία εἰς ἀρχάριον μοναχόν. Μερικές φράσεις εἶναι ἐκφραστικές: «δεξάμενον τήν ἀπαρχήν τοῦ ἁγίου σχήματος», «ἐναρξάμενος ἔργου ἀγαθοῦ», «Σχηματολόγιον σύν Θεῷ ἁγίῳ, ἔχων ἀκολουθίαν ρασοφόρου, μικροσχήμου καί μεγαλοσχήμου», «Ἀρχή σύν Θεῷ ἀκολουθίας εἰς τό κουρεῦσαι λαϊκόν, τοῦ ποιῆσαι ρασοφόρον μοναχόν», «ἀκολουθία τοῦ θείου καί ἀγγελικοῦ σχήματος εἰς ἀρχάριον μοναχόν ρασοφόρον».

Στό δέ Εὐχολόγιον τοῦ Goar, στήν ἑνότητα «εἰς ἀρχάριον», δημοσιεύεται καί ἡ «Ἀκολουθία τῶν προσχημάτων ἀρχαρίου», στήν ὁποία σαφῶς οἱ εὐχές κάνουν λόγο γιά «παρθενία καί σωφροσύνη ἕως ἐσχάτης ἀναπνοῆς», γιά «συνθήκη» μέ τόν Χριστό καί «ὁμολογία».

Νά θυμηθοῦμε τίς δύο εὐχές πού διαβάζονται σέ ρασοφοροῦντα μοναχόν, ὕστερα ἀπό ἀπόφαση τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου καί ἔγκριση τοῦ Μητροπολίτου.

Εὐχή Α΄: «Εὐχαριστοῦμέν σοι, Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ κατά τό πολύ ἔλεός σου ῥυσάμενος τόν δοῦλόν σου (τόν δε) ἐκ τῆς ματαίας τοῦ κόσμου ζωῆς, καί καλέσας αὐτόν εἰς τό σεμνόν τοῦτο ἐπάγγελμα. Ἀξίωσον οὖν αὐτόν ζῆσαι ἀξίως ἐν τῇ Ἀγγελικῇ ταύτῃ πολιτείᾳ· καί φύλαξον αὐτόν ἐκ τῶν παγίδων τοῦ Διαβόλου, καί καθαράν αὐτοῦ τήν ψυχήν καί τό σῶμα διατήρησον ἕως θανάτου, καί ναόν ἅγιόν σου γενέσθαι καταξίωσον· συνέτισον αὐτόν μνημονεύειν σου διαπαντός, καί τήν τῶν σῶν προσταγμάτων ταπείνωσιν, καί ἀγάπην, καί πρᾳότητα δώρησαι αὐτῷ· πρεσβείαις τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, καί ἀειπαρθένου Μαρίας, καί πάντων σου τῶν Ἁγίων. Ἀμήν».

Εὐχή Β΄: «Εἰς τόν ζυγόν σου, Δέσποτα, τόν σωτήριον, πρόσδεξαι τόν δοῦλόν σου (τόν δεῖνα), καί καταξίωσον αὐτόν ἐν τῇ ποίμνῃ συνταγῆναι τῶν ἐκλεκτῶν σου· ἔνδυσον αὐτόν ἁγιασμοῦ στολήν· σωφροσύνῃ περίζωσον τήν ὀσφύν αὐτοῦ· πάσης αὐτόν ἐγκρατείας ἀνάδειξον ἀγωνιστήν· ἐν αὐτῷ καί ἐν ἡμῖν τήν τῶν πνευματικῶν σου χαρισμάτων τελείαν δωρεάν ἐναπομένειν ἀξίωσον· πρεσβείαις τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, καί ἀειπαρθένου Μαρίας, καί πάντων σου τῶν Ἁγίων. Ἀμήν».

Ποιός λογικός ἄνθρωπος, μάλιστα Κληρικός, μπορεῖ νά ὑποστηρίζη ὅτι, ὅταν διαβάζουμε μιά εὐχή σέ χειροτονία Διακόνου, ἐννοοῦμε ὅτι γίνεται Πρεσβύτερος ἤ ὅταν διαβάζουμε τήν εὐχή σέ χειροτονία Πρεσβυτέρου, έννοοῦμε ὅτι γίνεται Ἐπίσκοπος; Ἡ θεολογική ἀνάλυση τῶν εὐχῶν, πού διαβάζονται σέ κάθε μυστηριακή τελετή, δείχνει ὅτι οἱ εὐχές πού διαβάζονται σέ κάθε ἱερά ἀκολουθία καί ἱερό Μυστήριο προσδιορίζουν ἀπόλυτα τόν σκοπό τοῦ Μυστηρίου καί τό ἔργο τό ὁποῖο πρόκειται νά ἀναλάβη ὁ δεχόμενος τήν συγκεκριμένη εὐχή.

Ἡ ἄποψη δέ ὅτι οἱ εὐχές σέ ρασοφοροῦντα μοναχό ἀναφέρονται στό μέλλον πού θά γίνη μεγαλόσχημος, στερεῖται σοβαρότητος, ἀλλά καί φιλολογικῆς γνώσεως.

Δεύτερον. Ἡ μακροχρόνια παράδοση τοῦ ρασοφόρου μοναχοῦ ὡς ἀρχαρίου ἤ εἰσοδικοῦ μοναχοῦ καταγράφηκε σέ διάφορα πατερικά κείμενα.
Νά θυμίσουμε τόν Θεόδωρο Βαλσαμῶνα, Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντιοχείας, τόν 12ο αἰώνα, πού ἀναφέρεται στό θέμα τῆς ρασοφορίας, ἑρμηνεύοντας τόν Ε΄ Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καταγράφει τίς ἀπόψεις πού ἐπικρατοῦσαν στήν ἐποχή του γιά τούς ρασοφοροῦντας μοναχούς, ἀφοῦ ὑπῆρχαν «οἱ ρασοφορήσαντες μετά τρισαγίου» καί οἱ «χωρίς τούτου», ἐννοεῖται τρισαγίου, καί λαμβάνει θέση, μέ τό νά παραθέτη τήν ἄποψη τῶν «πλειόνων καί εὐλαβεστέρων» (κρατοῦσα ἄποψη) ὅτι «οὐ δοκεῖ τό ἔχειν ἐπ’ ἀδείας τόν εἰσελθόντα εἰς μοναστήριον, καί ὡς ἄν ἔχῃ τό πρᾶγμα, μελανειμονήσαντα, καί κατά μοναχούς διατρίβοντα, μετασχηματισθῆναι εἰς λαϊκούς ἐξῆν γάρ φασιν, αὐτῷ μετά λαϊκῶν ἐσθήτων δοκιμασθῆναι κατά τόν τῆς τριετίας καιρόν. Ἐπεί δέ μοναχικά ἐνεδύσατο, ἀναγκασθήσεται περατῶσαι τήν οἰκείαν πρόθεσιν∙ εἰ δέ πρός τοῦτο ἀποδυσπετήσει, τιμωρηθήσεται».

Ἀνάλυση αὐτῆς τῆς σαφοῦς θέσεώς του κάνει σέ ἀπάντησή του στόν «ὁσιώτατον καθηγητήν τῶν κατά τόν Παπίκιον μοναστηρίων, μοναχόν κυρόν Θεοδόσιον χάριν τῶν ρασοφόρων». Παραθέτω σέ μετάφραση τό τελικό συμπέρασμα:

«Τελικά γι’ αὐτούς τούς λόγους νομίζω ὅτι θεσπίσθηκε ἡ κουρά τῶν ἀδοκίμαστων καί ἀγνώστων, καί γιά νά μήν ἐμπαίξουν τό μοναχικό ἅγιο σχῆμα σάν τούς θεατρίνους καί γιά νά μήν ἐπιστρέψουν στόν ἴδιο ἐμετό, ὅπως κάνουν οἱ σκύλοι.ρασοφόρος λοιπόν πού παρακαλεῖται ἀπό τόν δικό του καθηγητή νά τελειωθῆ μέ τήν κουρά καί παίρνοντας τήν χάρη τῆς δωρεᾶς, μᾶλλον δικαιολογούμενος καί ἔχοντας τό δικαίωμα, κακῶς ἀλλάζει γνώμη καί ἐπιστρέφει στήν προηγούμενη κοσμική ζωή, διότι μοιάζει μέ αὐτόν πού ἔχει πέσει στή θάλασσα καί καθώς προσπαθεῖ νά βρῆ τήν σωτηρία του περιφρονεῖ τό δεξί χέρι πού τόν τραβᾶ γιά νά τόν σώση, μοιάζει μέ ἐκεῖνον πού ζητάει νά ἀπαλειφθοῦν τά χρέη καί καταστρέφει τήν ἀθῴωση τοῦ δανειστῆ του. Μοιάζει μέ αὐτόν ὁ ὁποῖος ἔχει σπείρει στή γῆ καί δέν δέχεται τό στάχυ ἤ ἀλλιῶς μοιάζει μέ ἄνδρα ὁ ὁποῖος θέλει νά περάση ἀπό τή φωτιά μέ μαστίγιο, ἐπειδή τό ξύλο τῆς τιμωρίας δέν ὑφίσταται κάκωση, μοιάζει μέ τόν ἄνδρα ὁ ὁποῖος ἐνῷ ἔχει δυνατά ὅπλα, δειλιάζει νά πολεμήση καί τολμᾶ τήν μάχη χωρίς ὁπλοφορία, μέ ἄνδρα ὁ ὁποῖος παραβλέπει τά φῶτα τοῦ γίγαντα καί ἀντιμετωπίζει τήν τύφλωση μέ μικρό σπινθήρα, μέ ἄνδρα ὁ ὁποῖος θεωρεῖ ναυάγιο τή σωτηρία μέσα στό λιμάνι.
»Αὐτή τή γνώμη σχηματίσαμε καί τήν διατυπώσαμε, ἔτσι ἐξομαλύνθηκε ἡ ἀντίθετη ἑρμηνεία τῶν θείων κανόνων, ἔτσι ἡ σκληρή καί ἀδιόδευτη ὁδός ἔγινε εὐκολοπέραστη καί εὐθεῖα, ὅπως νομίζουμε. Ἐάν, λοιπόν, φανῆ ἀρεστή καί στήν δική σου ὁσιότητα, δόξα τῷ Θεῷ, εἰδεμή ἄς γίνει ὅπως σοῦ τό δηλώσαμε στό προοίμιο» .

Ὁ ἅγιος Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης τόν 12ο αἰώνα (1115-1195/6) στό ἔργο του «ἐπίσκεψις βίου μοναχικοῦ» σαφῶς διαιρεῖ τήν μοναχική ζωή στήν τῶν «εἰσαγωγικῶν», τῶν «μελαγχλαίνων» - μανδυωτῶν καί τῶν «μεγαλοσχημόνων». Καί ὁ εἰσαγωγικός μοναχός μέ τήν ἀκολουθία τῆς ρασοφορίας μέ κουρά («τέθνηκας γάρ ἐν τῷ κείρεσθαι»), εἶναι «ἀποστολικός αὐτίκα δέ καί εὐαγγελικός μοναχός». Καί ὁ «εἰσαγωγικός μοναχός» καί μέ τήν «ἀπεριλάλητον κουράν», «αὐτίκα τῷ Θεῷ καθωσιώθη». Γράφει χαρακτηριστικά:

«Ἐπίκειται οὖν καί σοί χρέος, ὦ εἰσαγωγικέ μοναχέ (ἀπό σοῦ γάρ τό γε νῦν ἄρχομαι), γεγυμνῶσθαι• τοῦτο γάρ ἐστι τό χρῆναι τόν μοναχόν ἑαυτόν καί μόνον ἔχειν. Γεγυμνῶσθαι δέ φημι οὐ τό περιεστάλθαι μηδέν τι ἐς ἀναβολήν διατεθειμένον Βραχμᾶνος δίκην γυμνοσοφιστοῦ κατά τόν πεσόντα ἐκ κοιλίας ἄρτι πρώτως μητρικῆς (ὃ δή ποτε ἀγαθόν καί ἡμετέροις ἁγίοις πατράσι θαυμασίως ἐνέλαμψεν), ἀλλά τό τοῖς ἀναγκαιοτάτοις ἀρκεῖσθαι καί μηδέν τι περικεῖσθαι, λόγῳ δηλαδή περιττότητος• τό δέ οὕτω περιβεβλῆσθαι γυμνώσεώς τινα λόγον ἔχον ἐκβάλλει πᾶσαν ἄλλην περίθεσιν διά τό αὔταρκες καί φυλάττει ἐν σοί τήν εἰρημένην μόνωσιν τήν μοναχοῖς πρέπουσαν.

»Ἀναγκαιότατον ὁ ψωμός• εἰς ἶσον ἔρχεται καί ὁ μέτριος οἶνος, ὅμοιον καί τό σῶφρον ὄψον. Ταῦτα ἔχων, τρόπον μέν τινα οὐκ ἀναστρέφῃ μοναχός ἐν κόσμῳ (ἔχεις γάρ τι ὁπωσοῦν συζυγοῦν), τρόπον δέ ἄλλον ἀληθής πέφηνας μοναχός. Ἀπέζευξας γάρ σεαυτοῦ τά περιττά καί ὅσα μή ἀναγκαῖον συνεζεῦχθαι τῷ ἐγκρατευτῶς ζῆν πραγματευομένῳ - οὐχ’ ὑπερπαθῶς ὡς ὑπερβαίνειν καί τήν φυσικήν ἀπαίτησιν. Εἰ μέν οὖν δύνασαι ζῆν οὕτω (πάντως δέ δύνασαι), καθά καί προείλου, ζῆθι ἐν τῇ μονῇ τοῦ λοιποῦ μετά τήν εἰσδρομήν• εἰ δέ καταγινώσκεις μή ἂν δυνήσεσθαι, ἀπόδραμε• εἰς τοῦτο γάρ καί χρόνος κεκανόνισταί σοι σκέψεως, ἵνα ἢ θαρρῶν παραμείνῃς ἢ μή πεποιθὼς ἀπέλθῃς. Ἀλλά μήν καί ἐσκέψω καί κατέθου ἐπί τοῦ ἱεροῦ καί σὺ βήματος καί εὐλογήθης ἱερῶς καί τήν ἀποστολικήν ἐνεδύσω στολήν. Παράμενε τοίνυν ὡς ἀποστολικός, αὐτίκα δέ καί εὐαγγελικός, μοναχός• παραμενεῖς δέ διχῶς μήτε τῇ ψυχῇ ἔξω ῥεμβόμενος τῷ κρείττονι πάντως μέρει τῆς κατά σέ διαρτίας μηδέ μήν τῷ σώματι καταχρώμενος εἰς αὐτεξούσιον. Ἄλλως γάρ διακονεῖν ἐπιτεταγμένος ἐξελεύσῃ καί αὖθις εἰσελεύσῃ μοναχός, ὁποῖος καί ἐξῆλθες, καθαρός καί σῶμα καί ψυχήν.

»Ἢ οὐκ οἶδας, ὦ εἰσαγωγικέ μοναχέ, ὅτι καί σὺ μετά τήν ἐπίσημον μέν, λεπτήν δέ καί ἀπεριλάλητον κουράν αὐτίκα τῷ θεῷ καθωσιώθης; Διό καί προσφυῶς ψάλλοις ἂν τό• "Μηδέ δώσεις τόν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν". Ἐδουλώθης ἤδη, οὐ πρός βίαν, ἀλλά ἑκών• προτέτακται ὁ πάντιμος σταυρός, ὃν προσκυνητῶς ἐπ’ αὐτοῦ προσώπου ἐχάραξας• οὐκ ἀπελιμπάνοντο οὐδέ ἀπό σοῦ οἱ ἐν τῇ δουλώσει μάρτυρες, ὧν οὐκ ἔστι καθικέσθαι παραγραφήν• ἄγγελοι πρό χειρῶν, καί τό σόν φέρουσι δουλόσυνον ἔγγραφον• μή γάρ νόμιζε μηδέ τά κατά δέ εἰσαγωγικά θεῖα μυστήρια εἶναι θεῷ καί τοῖς αὐτοῦ ἀγγέλοις ἀνεπισκόπητα. Τί γοῦν οὐ προστέτηκας τῇ εὐηρεστημένῃ σοι δουλείᾳ καί προσμένεις τῷ δεσπότῃ μονάζων, ἀλλά ἀφηνιάζεις καί ὡς οἷον ἐκλαθόμενος δοῦλος εἶναι τολμᾷς ῥέμβεσθαι καί πλάζεσθαι; ἐκ πλούτου ἥκεις ἐπί τήν μονήν; καί χαῖρε, ὅτι δεσπότην εὗρες ὑπέρπλουτον, ὃς ἐν τοῖς αὐτοῦ ἀποκαταστήσας καί σέ οὐκ εἰς τόν πρῴην καταδέξεται πλοῦτον ἐπαναγαγεῖν σε τόν περιπέζιον, ἀλλ’ εἰς βασιλέα προχειρίσεταί σε, καί οὐ τόν ἁπλῶς, ἀλλά τόν κατ’ αὐτόν; ἀλλ’ ἐκ πενήτων προσῆλθες; καί χαῖρε καί οὕτως• οὐ γάρ ἀφήσει πτωχόν σε εἶναι ὁ παμβασιλεύς, ἀλλά καί προσβιάσεται βασιλικῶς πλουτῆσαι, εἰ ποιεῖς μονήν παρ’ αὐτῷ. Προσῆλθες ἄδοξος; καί δοξάσει σε. Ἀλλ’ ἔνδοξος; καί ὑπερδοξάσει σε. Μέγα καί τό σόν ἀξίωμα, ὦ εἰσαγωγικέ• ἤδη γάρ εἰς βασιλικήν ἐνεγράφης ὑποταγήν. Καί τοίνυν οὐαί τῷ ἐκεῖθεν ἀποσπασομένῳ καί ἀπάξοντί σε• τίς δέ τοιοῦτος ἔσται, ὅτι μή μόνος ὁ τοῦ σκότους ἄρχων, ὁ σατανᾶς, εἰ μή ἐγκρατῶς τῷ θεῷ προστέτηκας;

»Ἵνα δέ γνῷς, ὡς οὐκέτι ἔστι τοῦ κόσμου ἄνθρωπονεἶναι οὐδέ τόν κατά σέ, πειράθητι ἀπεκδύσασθαι τό ἱερόν ἐν σοί ἄμφιον».

Ἑπομένως, γίνεται λόγος γιά τόν ρασοφόρο ὡς «εἰσαγωγικό μοναχό», «ὅτι καί σύ μετά τήν ἐπίσημόν μου, λεπτήν δέ καί ἀπεριλάλητον κουράν αὐτίκα τῷ Θεῷ καθωσιώθης». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἤδη ἀπό τόν 12ο αἰώνα θεωρεῖται ὅτι ὁ ρασοφόρος εἶναι εἰσαγωγικός μοναχός καί «ἀποστολικός καί εὐαγγελικός μοναχός» πού «καθωσιώθη» στόν Θεό.

Ὑπάρχουν καί ἄλλες μαρτυρίες, ἀλλά θά παρατεθῆ τό σχόλιο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου στό «Πηδάλιον», τό ὁποῖο Πηδάλιο ἐνεκρίθη ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τόν Πατριάρχη Νεόφυτον Ζ΄, ὕστερα ἀπό εἰσήγηση «τοῦ σοφολογιωτάτου διδασκάλου καί Ἱεροκήρυκος κυροῦ Δωροθέου» Βουλυσμᾶ. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τόν μγ΄ (43) ἱερό Κανόνα τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καταγράφει τήν ὅλη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας:

«Ἀπόκαρσιν ἐδῶ ὁ κανών (ΜΓ΄, τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς) λέγει τό μέγα καί ἀγγελικόν σχῆμα, ἐπειδή κατά τόν Βαλσαμῶνα (Ἑρμ. τοῦ β΄ τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ Σοφίᾳ) κυρίως ἀπόκαρσις εἶναι ἡ τοῦ μεγάλου καί ἀγγελικοῦ σχήματος περιβολή. Πρέπει δέ νά ἠξεύρωμεν, ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς τό σχῆμα τῶν Μοναχῶν ἦτο ἕνα καί μόνον, τό μέγα δηλ. καθώς ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης τό γράφει εἰς τήν διαθήκην του. Δέν θέλεις δώσει τινός ἐκεῖνο, ὁποῦ λέγουσι μικρόν σχῆμα, ἔπειτα τό μέγα, διά τί τό σχῆμα ἕνα εἶναι, ὥσπερ καί τό βάπτισμα, καθώς οἱ ἅγιοι Πατέρες τό ἐμεταχειρίσθηκαν. Καί ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἰς μίαν ἐπιστολήν πρός Παῦλον ἱερομόναχον λέγει, τοῦτο εἶναι τό μέγα καί μοναχικόν σχῆμα. Μικρόν δέ σχῆμα τῶν μοναχῶν οἱ Πατέρες δέν ἠξεύρουσιν, ἀλλά μερικοί ἀπό τούς μεταγενεστέρους ἐφάνηκαν μέν, ὅτι τά ἐμοίρασαν εἰς δύω, μέ τό νά κάμνουσιν ὅμως τάς αὐτάς ἐρωταποκρίσεις καί ὑποσχέσεις τόσον εἰς τό μικρόν, ὅσον καί εἰς τό μέγα, πάλιν ἕνα σχῆμα τό ἀποκαθιστῶσι. Καί ὁ Θεσσαλονίκης Συμεών (Κεφ. κ΄.) λέγει, ὅτι καθώς τό βάπτισμα εἶναι ἕν καί μόνον, ἔτσι καί τό σχῆμα τῶν Μοναχῶν. Τό γάρ μικρόν σχῆμα ἀρραβών καί προοίμιον εἶναι τοῦ μεγάλου σχήματος, καί ἐπεννοήθη ἀπό τινας ὑστερινούς Πατέρας διά τήν ἀσθένειαν (ἤ καί ἀμέλειαν) τῶν ἀνθρώπων. Καί τό Εὐχολόγιον δέ καί ὁ Βαλσαμών (Ἑρμην. τοῦ β΄ τῆς ἐν ἁγίᾳ Σοφίᾳ) τό μικρόν σχῆμα ἀρραβῶνα ὀνομάζουσι τοῦ μεγάλου σχήματος. Ὁ δέ Ἰώβ, ὁ καλούμενος ἁμαρτωλός, ἐν τῷ περί Μυστηρίων (παρά τῷ Συνταγματίῳ τοῦ Χρυσάνθου Ἱεροσολύμων.) καί τρίτον σχῆμα προσθέτει λέγων οὕτω. Τό μοναχικόν σχῆμα ἀπό τοῦ ἐλάττονος ἐπί τό τελειότερον προχωρεῖ, ἀπό μικροσχήμου καί ρασοφόρου καλουμένου, εἰς τό τῆς Κουρᾶς ἅγιον σχῆμα, καί ἀπό τούτου πάλιν εἰς τό ἀγγελικόν μέγα καλούμενον• παρομοίως δέ καί τό Εὐχολόγιον εἰς τρία διαιρεῖ τάς ἀκολουθίας τοῦ σχήματος, εἰς ἀκολουθίαν ρασοφόρου, μικροσχήμου καί μεγαλοσχήμου. Καί μικρόσχημον μέν δέν ὀνομάζει τόν ρασοφόρον, ὡς τόν ὀνομάζει ὁ Ἰώβ, ἀλλά τόν κοινῶς παρ’ ἡμῶν λεγόμενον σταυροφόρον, τό ὁποῖον Κουρᾶς σχῆμα ὠνόμασεν ὁ Ἰώβ ἀνωτέρω. Τούτων οὕτως εἰρημένων, ὅσοι μέν φθάσουν νά γένουν ρασοφόροι, δέν δύνανται πλέον νά ρίψουν τά ράσα καί νά ὑπανδρευθοῦν, ἄπαγε. Πῶς γάρ τοῦτο θέλουν τολμήσουν, εἰς καιρόν ὁποῦ καί τάς τρίχας τῆς κεφαλῆς των ἐκούρευσαν, τό ὁποῖον δηλοῖ πῶς ἀπέρριψαν ἀπό τήν κεφαλήν των κάθε φρόνημα κοσμικόν, καί ἀφιέρωσαν τήν ζωήν των εἰς τόν Θεόν; Πῶς, ὁποῦ καί ράσον μοναχικόν δι’ εὐλογίας ἐφόρεσαν, καί καλυμαύχιον, καί τό ὄνομά των ἄλλαξαν, καί δύω εὐχαί παρά τοῦ ἱερέως ἀνεγνώσθησαν εἰς αὐτούς, εἰς τάς ὁποίας ὁ ἱερεύς εὐχαριστεῖ τόν Θεόν, διά τί τούς ἐλύτρωσεν ἀπό τήν ματαίαν καί κοσμικήν ζωήν, καί τούς ἐκάλεσεν εἰς τό σεμνόν ἐπάγγελμα τῶν Μοναχῶν, καί παρακαλεῖ αὐτόν νά τούς δεχθῇ εἰς τόν σωτήριόν του ζυγόν; Καί ἄν ἐκεῖνος ὁποῦ μοναχά ὑποσχεθῇ νά γένῃ καλόγηρος, χωρίς νά ρασοφορέσῃ, πρέπει νά μή παραβαίνῃ, ἀλλά νά τελειόνῃ τήν ὑπόσχεσίν του (καί ὅρα τήν ὑποσημείωσιν τοῦ κη΄. τοῦ Βασιλ.) κατά τό, τάς εὐχάς μου ἀποδώσω τῷ Κυρίῳ, πόσῳ μᾶλλον ὁ καί τά ράσα φορέσας; Διά τοῦτο καί ὁ Βαλσαμών (Ἑρμ. τοῦ ε΄ τῆς α΄. καί β΄.) λέγει, ὅτι ὁ ρασοφόρος δέν ἔχει πλέον ἄδειαν νά γένῃ λαϊκός, ἀλλά θέλει ἀναγκασθῇ νά τελειώσῃ τόν α΄. σκοπόν του, ἤτοι νά λάβῃ τό σχῆμα τέλειον, ὄχι καί δέν θέλει, νά ἔχῃ νά τιμωρῆται καθώς ὁ νόμος προστάζει εἰς τόν α΄. τίτλ. τοῦ δ΄ βιβλ. ὅρα καί τήν ὑποσημείωσιν τοῦ ιη΄. τοῦ Βασιλ. ὁποῦ λέγει τά αὐτά καί Βαλσαμών ὁ αὐτός» .

Ὁ ἅγιος Νικόδημος στό σχόλιο αὐτό καταγράφει ὅλη τήν πάνω ἀπό χίλια ἔτη ἐκκλησιαστική παράδοση τοῦ μοναχισμοῦ γιά τό θέμα αὐτό, εἶναι ξεκάθαρος καί δέν μπορεῖ κανείς νά ἔχη ἐπιφυλάξεις, οὔτε καί νά παρερμηνεύη αὐτά τά σοβαρά καί εὐαίσθητα μοναχικά θέματα. Ἡ ἄποψη ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐκφράζει τήν ἁγιορειτική παράδοση, ἐνῶ ἐμεῖς ἀνήκουμε σέ ἄλλη Ἐκκλησία, δέν εὐσταθεῖ, διότι τό Πηδάλιον ἔχει ἐγκριθῆ ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, στηρίζεται σέ ὅλη τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἀκολουθοῦν, ὅπως θά δοῦμε, καί οἱ Μονές τῆς Ἐκκλησίας μας.

Αὐτήν τήν παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὄρους τήν ἐκφράζει καί ὁ λαοφιλής ἅγιος Παΐσιος, ὁ ὁποῖος σέ ἐρώτηση μοναχῶν ἄν ἡ ρασοφορία καί ἡ ρασοευχή εἶναι τό ἴδιο, ἐκφράζοντας τήν παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῆς Ἐκκλησίας, κάνει διάκριση μεταξύ ἁπλῆς ρασοφορίας καί ρασοευχῆς πού εἶναι κουρά, πρό τοῦ μεγάλου σχήματος. Εἶπε:

«Δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα. Μέ τήν ρασοφορία δέν γίνεται κάποιος μοναχός• ἁπλῶς λαμβάνει τήν εὐλογία νά φοράη ράσο, γιά νά διακονῆ λ.χ. στόν Ναό, ὅπως ὁ νεωκόρος. Ἡ ρασοευχή ὅμως εἶναι κανονική κουρά. Αὐτός πού παίρνει ρασοευχή δέν ἔχει δικαίωμα νά παντρευτῆ, γιατί δίνει σιωπηρά ὑποσχέσεις, ἐγκαταλείπει ὁριστικά τόν κόσμο καί ἀφιερώνεται στόν Θεό. "Εἰς τόν ζυγόν σου, Δέσποτα, τόν σωτήριον, πρόσδεξαι τόν δοῦλον σου...", λέει ἡ εὐχή καί τότε τοῦ δίνεται καί τό νέο ὄνομα.

»Σέ μερικά μοναστήρια, ὅταν κάποιος βάλη μετάνοια καί γίνη δόκιμος, τοῦ φοροῦν ζωστικό, ράσο καί καλυμμαύχι. Ὁ λογισμός μοῦ λέει ὅτι καλύτερα ὁ δόκιμος νά μή φοράη μοναχικά ἐνδύματα, ἀφοῦ δέν ἔχει ρασοευχή, ὥστε, ἄν τυχόν δέν ἀναπαυθῆ καί ἐπιστρέψη στόν κόσμο, νά μή γίνη ἀφορμή σκανδάλου στούς κοσμικούς, οἱ ὁποῖοι δέν θά ξέρουν ὅτι δέν ἔγινε μοναχός».

Σέ ἑπόμενη ἐρώτηση ὅτι κάποιος Ἡγούμενος κατέληξε «νά κάνη τούς δόκιμους ἀπευθείας μεγαλόσχημους μοναχούς», ὁ ἅγιος Παΐσιος ἀπάντησε:

«Αὐτό εἶναι λίγο ἐπικίνδυνο. Ὅπως στήν κοσμική ζωή πρῶτα δίνουν τήν ὑπόσχεση γάμου, ὕστερα κάνουν τόν ἀρραβώνα καί στήν συνέχεια τόν γάμο, ἔτσι καί στήν μοναχική ζωή καλό εἶναι νά γίνωνται τά πράγματα μέ μιά σειρά. Κατ’ ἀρχάς, αὐτός πού θέλει νά γίνη μοναχός βάζει μετάνοια ὡς δόκιμος καί παραμένει δόκιμος ἀπό ἕνα ἕως τρία χρόνια ἤ καί περισσότερα, ἄν ταλαντεύεται. Ὕστερα παίρνει τήν ρασοευχή, ὁπότε γίνεται πλέον μοναχός, καί ἀργότερα λαμβάνει τό Μεγάλο Σχῆμα. Σέ κάποιες περιπτώσεις, βέβαια, μπορεῖ κάποιο ἀπό τά δύο στάδια νά παραλειφθῆ. Καλύτερα ὅμως εἶναι νά προχωράη κανείς μέ τήν κανονική σειρά πού ὅρισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Παλαιότερα μάλιστα σέ μερικά Ἰδιόρρυθμα Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρίν ἀπό τό Μεγάλο Σχῆμα ἔδιναν καί τό μικρό. Τό Σχῆμα, βέβαια, ἕνα εἶναι, ἀλλά τό ἔκαναν αὐτό οἰκονομικῶς, γιά νά φθάνουν οἱ μοναχοί στό Μεγάλο Σχῆμα πιό προετοιμασμένοι».

Τρίτον. Ὁ διακεκριμένος Καθηγητής Παναγιώτης Παναγιωτάκος στό περισπούδαστο ἔργο του «Σύστημα Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου κατά τήν ἐν Ἑλλάδι ἰσχύν αὐτοῦ, τόμος τέταρτος, τό δίκαιον τῶν μοναχῶν», χρησιμοποιώντας ἰσχυρή βιβλιογραφία καί τήν κανονική ἐκκλησιαστική παράδοση, ἀποφαίνεται γιά τό «μοναχικό σχῆμα» καί γιά τούς τύπους τῶν Μοναχῶν, ἤτοι τόν Μεγαλόσχημο, τόν μικρόσχημο, ἤτοι σταυροφόρο καί τόν ρασοφόρο ἤ ἀρχάριο μοναχό. Γράφει:

«Ὁ Ρασοφόρος ἤ ἀρχάριος Μοναχός διανύει τόν βίον ἐν ἀσκήσει ὑπό τά Μοναχικά καθεστῶτα, ὑπείκων εἰς ἐλαφρότερον τύπον ἀσκήσεως τοῦ τε τελείου Μοναχοῦ καί τοῦ Μικροσχήμου ἤ Σταυροφόρου τοιούτου, ἐπιτρεπτῶς προαγόμενος μέχρι τοῦ Μεγαλοσχήμου, ἐπί σκοπῷ προσκτήσεως τοῦ μεγάλου καί ἀγγελικοῦ σχήματος.

»Αἱ ἐκ τῆς Μοναχικῆς Ὁμολογίας ἀνατέλλουσαι νομοκανονικαί συνέπειαι ἐπιφέρουσι τά αὐτά ἀποτελέσματα, ἅτινα συνεπάγεται ἡ εἰς τέλειον Μοναχόν κατάστασις.

»Τοῦτο, διότι καί ᾧδε πρόκειται περί προσκτήσεως τῆς Μοναχικῆς Ἰδιότητος κανονικῶς καί τελείως, δοθέντος ὅτι ὁ Ρασοφόρος ἤ ἀρχάριος Μοναχός κατά τήν λαμβάνουσαν χώραν, κατά τόν χρόνον τῆς χειροθεσίας αὐτοῦ, ἐκκλησιαστικήν τελετήν, εἰς ἥν προσέρχεται μετά πλήρη καί κανονικήν δοκιμασίαν ὑπό τά Μοναχικά καθεστῶτα, σιωπηρῶς παρέχει τήν συγκατάθεσιν αὐτοῦ εἰς τό περιεχόμενον τῆς Μοναχικῆς Ὁμολογίας, περί τῆς ὁποίας, εἰ καί συνοπτικῶς, διαλαμβάνει ἡ ἀναγινωσκομένη χάριν αὐτοῦ εὐχή (τρισάγιον, εὐλογία, ρασοευχή), καί ὑφίσταται, ὡς καί οἱ τῶν ἑτέρων δύο τύπων Μοναχοί, ἤτοι ὁ Μεγαλόσχημος καί ὁ Μικρόσχημος, κανονικήν Μοναχικήν Κουράν.

»Ἡ κατά καιρούς διατυπωθεῖσα ἀντίθετος γνώμη, ἄγουσα μέχρι τοῦ ἀπαραδέκτου συμπεράσματος, ὅτι ὁ ρασοφόρος δικαιοῦται ὁποτεδήποτε νά ἐγκαταλείψῃ τήν ἄσκησιν καί νά ἐπανέλθῃ εἰς τόν κόσμον, ἀκωλύτως συνάπτων καί γάμον, ὡς μή παρέχων τήν ὑπόσχεσιν περί τηρήσεως τῆς ἱερᾶς ἐπαγγελίας τῆς παρθενίας, εἶναι οὐ μόνον ἕωλος καί ἐσφαλμένη, ἀλλ’ αὐτόχρημα νομικῶς καί κανονικῶς ἀστήρικτος καιρίως τραυματίζουσα τήν κανονικήν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας καί θίγουσα ἐκ θεμελίων τήν ἐπί τοῦ θέματος ἰσχύουσαν ἀκρίβειαν, τήν ὁποίαν ἄλλωστε ἡ μακραίων ἐπί τούτου ἐφαρμοσθεῖσα παράδοσις, ἐν τῷ Μοναχικῷ Πολιτεύματι σταθερῶς ἡδραίωσε καί ἐφήρμοσε, ὡς καί ἐφαρμόζει ἀμεταβλήτως μέχρι σήμερον.

»Ὁ Ρασοφόρος ἤ ἀρχάριος Μοναχός, κανονικῶς κειρόμενος ἀμφιέννυται διά τῶν ἀπαρτιζόντων τήν Μοναχικήν στολήν αὐτοῦ ἐνδυμάτων καί συμβόλων, ἅτινα εἶναι:
αα. Τό ράσον, ράκος ἤ χιτών.
ββ. Τό καλυμμαύχιον ἤ καμηλαύχιον.

»Ἀκολούθως δέ, μετά τήν πρόσκτησιν τῆς Μοναχικῆς Ἰδιότητος, ὑποχρεοῦται εἰς τήν τήρησιν τῶν θεσμῶν τῆς ὑπό τά Μοναχικά καθεστῶτα ἀσκήσεως, τελῶν ὑπό τήν ἐξουσίαν καί ἐπιταγήν τοῦ προεστῶτος τῆς Ἱ. Μονῆς καθάπερ οἱ ἕτεροι Μοναχοί, διανύων τόν βίον ἐν προσευχῇ καί ἐργασίᾳ ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ» .

Ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Παναγιώτης Παναγιωτάκος ἐπηρεάσθηκε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, στό ὁποῖο ὑπῆρξε Πολιτικός Διοικητής του, εἶναι ἐπιχείρημα ὑπέρ τοῦ ρασοφόρου μοναχοῦ, γιατί ἐκτός ἀπό τήν ἰσχυρή βιβλιογραφική ἐνημέρωση, ἔχει ὡς βάση καί τήν χιλιόχρονη παράδοση πού ἐπικρατεῖ στό Ἅγιον Ὄρος καί αὐτό εἶναι ἰσχυρό τεκμήριο ὑπέρ τοῦ ρασοφόρου μοναχοῦ.

Τέταρτον. Τό ὅτι οἱ ρασοφόροι μοναχοί εἶναι «εἰσαγωγικοί μοναχοί» ἀποδεικνύεται ἀπό τήν ἰσχυρή παράδοση πού ἰσχύει στίς Ἱερές Μονές τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Ἡ ἀκολουθία εἰς «ἀρχάριον ρασοφοροῦντα», πού εἶναι ἐντεταγμένη στό «Εὐχολόγιο» τῆς Ἐκκλησίας, ἀκολουθεῖ συγκεκριμένη διαδικασία, δηλαδή ὁ ὑποψήφιος ἤ ὑποψήφια, ἀφοῦ κατέληξε νά ἀκολουθήση τόν μοναχικό βίο ἐπιλέγει μιά συγκεκριμένη Ἱερά Μονή καί ἐπιθυμεῖ νά ἐνταχθῆ στήν Ἀδελφότητα πού ἀσκεῖται σέ αὐτήν τήν Ἱερά Μονή.

Μετά τίς ἐπανειλημμένες ἐπισκέψεις του (της) ἀποφασίζει νά μονάση. Ἀσκεῖται στήν ὑπακοή συνήθως ἐπί διετία ἤ τριετία, στήν συνέχεια ὑποβάλλει αἴτηση στό Ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς συγκεκριμένης Ἱερᾶς Μονῆς, αὐτό ἀποφασίζει σχετικῶς καί ἀποστέλλει τήν ἀπόφασή του στόν Μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος καί τήν ἐγκρίνει, ὁπότε σέ συγκεκριμένη ἡμέρα καί ὥρα, συνήθως τελεῖ ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης τήν ἀκολουθία, ἐνώπιον τοῦ Θυσιαστηρίου καί ὅλης τῆς Ἀδελφότητος, κάνει τήν σταυροειδῆ κουρά, ἀλλάζει τό ὄνομά του (της), ἐνδύει μέ τήν ἀμφίεση τοῦ μοναχοῦ (-ῆς) καί ἐντάσσεται στήν Ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἐγγραφόμενος (-η) ὡς ρασοφόρος μοναχός (-ή).

Μέ ὅλη αὐτή τήν διαδικασία ἐκφράζεται, ἀσφαλῶς, ἡ βούληση τοῦ μοναχοῦ (-ῆς), καί αὐτή ἡ δημόσια ἐκφρασθεῖσα βούληση εἶναι δεσμευτική. Αὐτό ἰσχύει καί γιά τήν χειροτονία τοῦ Διακόνου καί τοῦ Πρεσβυτέρου. Μέ τήν ὅλη προηγηθεῖσα διαδικασία, τήν αἴτηση καί τήν ἑκούσια ἀποδοχή τῆς ἀκολουθίας τῆς Χειροτονίας εἶναι Κληρικός, ἔστω καί ἄν δέν ἔδωσε δημόσια ὁμολογία, κατά τήν χειροτονία του.

Στίς πρόσφατες Μοναστικές Ἡμερίδες στήν Ἀθήνα καί στήν Θεσσαλονίκη, τήν 3/6/2025 καί 5/6/2025 ἀντιστοίχως, γιά τούς μοναχούς (-ές) αὐτό ἐκφράσθηκε σαφέστατα ἀπό τήν προμνησθεῖσα Εἰσήγηση τοῦ Παν. Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Σεραφείμ Δομβοῦς, Ἀρχιμ. Νεκταρίου Τσεκούρα, πνευματικοῦ τέκνου τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Βερατίου Αὐλῶνος καί Κανίνης Ἰγνατίου, ἀλλά καί Κληρικοῦ τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρίου Ἱερωνύμου ὡς Μητροπολίτου Θηβῶν καί Λεβαδείας, ὁ ὁποῖος εἶπε:

«Μετά τό ἀναγκαῖο χρονικό διάστημα καί τήν περίοδο τῆς ἐπιτυχοῦς δοκιμασίας ἔρχεται ἡ στιγμή τῆς κουρᾶς μέ ρασοευχή. Ἡ ἔνταξη τοῦ ὑποψηφίου στούς ρασοφόρους Μοναχούς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς του γίνεται μέ εἰδική ἀκολουθία πού περιλαμβάνεται στό Μέγα Εὐχολόγιο, ἀλλαγή τοῦ ὀνόματός του καί ἀπόκαρση σταυροειδῶς. Στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὁ ρασοφόρος Μοναχός χαρακτηρίζεται καί μέ τόν ὅρο "εἰσαγωγικός ἤ ἀρχάριος μοναχός".

»Συνήθως, μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου ὁ δόκιμος ἤ ἡ δόκιμη, "ὑποβάλλει νέα αἴτηση πού ἀποτελεῖ ἔγγραφη ρητή δήλωση τῆς βουλήσεώς του γιά τήν εἰσαγωγή του στήν μοναχική πολιτεία. Ἀκολουθεῖ ἀπόφαση τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου ἡ ὁποία ἐγκρίνεται ἀπό τόν οἰκεῖο Μητροπολίτη. Ἐκεῖνος συνήθως τελεῖ καί τήν Κουρά εἰς ρασοφοροῦντα Μοναχό. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ρασοφόρος Μοναχός ἔχει ὅλα τά γνωρίσματα τῆς μοναχικῆς ἰδιότητος".

»Εἶναι, ἑπομένως, λάθος νά ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ ρασοφόρος Μοναχός ἐξισώνεται μέ τούς λαϊκούς ψάλτες καί ἀναγνῶστες ἤ ὅτι δέν λογίζεται μέλος τῆς μοναστικῆς Ἀδελφότητος ἤ ὅτι μπορεῖ ἀζημίως νά ἀποβάλλη τό μοναχικό ἔνδυμα καί μετά τήν ἀποχώρησή του ἀπό τήν Μονή μπορεῖ ἀκωλύτως νά συνάψει γάμο. Οἱ ἀπόψεις αὐτές, ὅπως τονίζει καί ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἱερόθεος στήν ἐμπεριστατωμένη Εἰσήγησή του στήν κοινή συνεδρίαση δύο Συνοδικῶν ἐπιτροπῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τῆς ἐπιτροπῆς Μοναχικοῦ βίου καί Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν θεμάτων ἀπειλοῦν μέ διάλυση τόν θεσμό τοῦ μοναχισμοῦ.

»Σύμφωνα μέ τήν διαχρονική καί ζῶσα παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἡ ρασοευχή εἶναι κανονική κουρά. Δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα μέ τήν ρασοφορία μέ τήν ὁποία δέν γίνεται κάποιος μοναχός, ἀλλά ἁπλῶς λαμβάνει τήν εὐλογία νά φοράει ράσο γιά μιά συγκεκριμένη διακονία στόν Ναό. Αὐτός πού παίρνει ρασοευχή δέν ἔχει δικαίωμα πλέον νά παντρευτεῖ, γιατί δίνει σιωπηρά ὑποσχέσεις, ἐγκαταλείπει ὁριστικά τόν κόσμο, λαμβάνει νέο ὄνομα καί μέ τήν ἀπόκαρσή του ἀφιερώνεται στόν Θεό».

Στίς Μοναστικές αὐτές Ἡμερίδες δέν ὑπῆρξε καμμιά ἀμφισβήτηση πάνω στήν Εἰσήγηση αὐτή, ἀντίθετα ἐπικροτήθηκε ἀπό ὅλους, ἀλλά ἐπί πλέον στά πορίσματα τά ὁποῖα ἀνεγνώσθησαν καί ἐγκρίθηκαν, μεταξύ τῶν ἄλλων γράφονται:

«5. Ὁ Μοναχισμός ἔχει πνευματικές βαθμίδες καί στάδια πού ἐπιφέρουν στόν ἄνθρωπο ὁρατές ἐξωτερικές ἀλλαγές. Γιά νά ἔχουν ὅμως οὐσιαστικό νόημα, θά πρέπει νά συνοδεύονται ἀπό ἐσωτερική πρόοδο στήν πνευματική πορεία τῆς "καθάρσεως", τοῦ "φωτισμοῦ" καί τῆς "κατά Χάριν θεώσεως". Διακρίνονται συνήθως σέ ἕνα προστάδιο προετοιμασίας, στό στάδιο τοῦ Δοκίμου, στό στάδιο τοῦ Ρασοφόρου Μοναχοῦ καί στό στάδιο τοῦ Μεγάλου καί Ἀγγελικοῦ Σχήματος.

»Μετά τήν κλήση καί τήν ἀποδοχή τῆς κλήσεως ἀρχίζει ἡ προετοιμασία τοῦ ὑποψηφίου μέσα στόν κόσμο γιά τήν εἰσοδό του στό Μοναστήρι. Ἀκολουθεῖ τό στάδιο τοῦ Δοκίμου, κατά τό ὁποῖο ὁ ὑποψήφιος δοκιμάζει καί δοκιμάζεται. Μετά τό ἀναγκαῖο χρονικό διάστημα καί τήν περίοδο τῆς ἐπιτυχοῦς δοκιμασίας ἔρχεται ἡ στιγμή τῆς κουρᾶς μέ ρασοευχή. Στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὁ Ρασοφόρος Μοναχός χαρακτηρίζεται καί μέ τόν ὅρο "εἰσαγωγικός Μοναχός". Στό στάδιο αὐτό καλεῖται νά συνεχίση τήν πνευματική του πορεία πρός τά ἄνω. Ἡ ἑπόμενη βαθμίδα, μετά τήν ἀπαραίτητη πνευματική πρόοδο, εἶναι τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα. Τό πνευματικό πλαίσιο αὐτῆς τῆς βαθμίδας μποροῦμε νά τό ψηλαφήσουμε μέσα ἀπό τήν ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου καί Ἀγγελικοῦ Σχήματος.

»Ἕνα ἑπόμενο πνευματικό βῆμα, ἕνα "ἀνώτερο βραβεῖο" εἶναι ὁ ἡρωϊκός Ἐρημιτισμός. Ἱκανοί γιά τόν ἀναχωρητικό βίο εἶναι μόνον αὐτοί πού ἀπέκτησαν τήν θεία δωρεά νά αἰσθάνονται τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ δίπλα τους».

Ἐπομένως, δέν ὑπάρχει καμμιά ἀμφισβήτηση ἀπό τούς μοναχούς (-ές) γιά τό ὅτι οἱ ρασοφόροι μοναχοί πού δέχθηκαν τήν ἀκολουθία «εἰς ρασοφοροῦντα» εἶναι μοναχοί, εἰσαγωγικοί, πού εἰσέρχονται στόν πνευματικό στίβο γιά νά ἀσκηθοῦν καί νά λάβουν ἐν καιρῷ τό μέγα καί ἀγγελικό σχῆμα. Νά θυμίσουμε τήν βασική θεολογική ἀρχή ὅτι μία εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μετέχεται ἀναλόγως σέ κάθε βαθμό, ὅπως μία εἶναι ἡ Χάρη τῆς Ἱερωσύνης καί μετέχεται ἀναλόγως ἀπό τούς Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Ἐπισκόπους.

Νά προστεθῆ στό σημεῖο αὐτό ὅτι αὐτό ἰσχύει στήν πράξη τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἔκανα μιά ἔρευνα στά Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί στά στοιχεῖα πού δίνουν οἱ Ἱερές Μητροπόλεις. Διεπίστωσα ὅτι ἀναγράφονται στίς Ἱερές Μονές 87 δόκιμοι καί 4.382 μοναχοί. Συγχρόνως, παρεκάλεσα τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Θηβῶν, Λεβαδείας καί Αὐλίδος κ. Γεώργιο, νά μοῦ ἀποστείλη τόν ἀριθμό τῶν ρασοφόρων καί τῶν μικροσχήμων καί μεγαλοσχήμων μοναχῶν ἀπό τίς Ἱερές Μονές τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς του καί ἀπό τούς ἀριθμούς φαίνεται ὅτι ἀπό τούς 111 μοναχούς (-ές) οἱ 62 εἶναι ρασοφόροι, ποσοστό πάνω ἀπό 50%, ἐνῶ σέ ἄλλες Ἱερές Μητροπόλεις τό ποσοστό τῶν ρασοφόρων ἀνέρχεται σέ 60% - 70%, δηλαδή εἶναι περίπου 2.500 ρασοφόροι μοναχοί, πιθανόν καί περισσότεροι.

Μπορεῖτε νά φαντασθῆτε τήν πικρία αὐτῶν τῶν μοναχῶν (-ουσῶν), οἱ ὁποῖοι ἔγιναν ἐνσυνειδήτως μοναχοί (-ές), ἐγκαταλείψαντες τίς οἰκογένειές τους, τίς σπουδές τους, τό ἐπάγγελμά τους καί παραμένουν ἱκανό χρονικό διάστημα στίς Ἱερές Μονές, μέ τό νά ἐκτελοῦν τό Πρόγραμμά τῶν Ἱερῶν Μονῶν καί τήν κοινή διακονία, ὅτι δῆθεν δέν εἶναι μοναχοί, ἔστω καί εἰσαγωγικοί, μέ ἀπόφαση, μάλιστα, τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά εἶναι δόκιμοι καί μποροῦν ὁποιαδήποτε ὥρα θελήσουν νά ἐπιστρέψουν στόν κόσμο καί νά εἰσέλθουν στόν γάμο, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται;

3. Οἱ ρασοφόροι μοναχοί στίς ἀποφάσεις τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου

Τό θέμα τῶν ρασοφόρων μοναχῶν, ἐνῶ στήν ἐκκλησιαστική παράδοση εἶναι λελυμένο, ὅτι εἶναι εἰσαγωγικοί ἤ ἀρχάριοι μοναχοί, ἀπασχόλησε κατά καιρούς τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, ποτέ τήν Ἱεραρχία, ὡς τό ἀνώτατο Ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐξέδωσε μερικές ἀποφάσεις. Πρώτη φορά εἰσάγεται τώρα στήν Ἱεραρχία.

Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά σημειωθοῦν δύο παράμετροι πού εἶναι σοβαροί γιά τήν ἑρμηνεία τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν.

Πρῶτον, ἡ Ἐκκλησία μας, ὅπως καί ἄλλες Ἐκκλησίες, δέχθηκε ἐπιρροές ἀπό τήν Δύση, μάλιστα κατά τήν βαυαρική περίοδο, καί σέ θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά θέματα, καί στόν εὐαίσθητο χῶρο τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ. Κατά τήν περίοδο τῆς Βαυαροκρατίας οἱ Ἱερές Μονές ὑπέστησαν πιέσεις, διωγμούς, διαλύσεις γιά τήν ὑφαρπαγή τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἀλλά καί γιά τήν ὅλη προτεσταντική νοοτροπία πού εἰσέρρευσε στήν μετεπαναστατική Ἑλλάδα. Νά σημειωθῆ ὅτι ἐξυπηρετοῦσε τήν τότε πολιτική κατάσταση, νά θεωρῆται ὅτι οἱ ρασοφόροι δέν εἶναι μοναχοί, γιά νά διαλύεται εὐχερέστερα ἡ Ἱερά Μονή πού δέν ἔχει πάνω ἀπό πέντε μοναχούς.

Δεύτερον, ἡ τάξη γενικά τῶν μοναχῶν ἐθεωρεῖτο τότε ὑποδεεστέρα τάξη, ἀφοῦ συνήθως ἀμόρφωτοι ἀκολουθοῦσαν τόν μοναχικό βίο, ὁπότε ἀπαξιωνόταν ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός. Ἔτσι, καί οἱ δύο αὐτοί λόγοι συνετέλεσαν στήν ἐκκοσμίκευση τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ καί τήν θεώρηση ὅτι οἱ ρασοφόροι δέν εἶναι μοναχοί.

Αὐτό ἐκφράσθηκε σέ μερικές ἀποφάσεις τῶν κατά καιρούς Ἱερῶν Συνόδων μέ ἰδιαίτερη θεματολογία. Ἀπό τίς πρῶτες ἀποφάσεις ἐπηρεάσθηκαν οἱ μεταγενέστερες. Πρόκειται γιά τίς ἀποφάσεις 461/1927, 405/1945, 2362/1983 καί τήν Ἐγκύκλιο 2679/11 Μαΐου 1999.
Θεωροῦμε ὅτι οἱ Ἐγκύκλιοι αὐτές γιά πολλούς λόγους χρήζουν ἀναθεωρήσεως, πράγμα πού μπορεῖ καί πρέπει νά κάνη ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέ τήν ἀπόφασή της, γι’ αὐτό καί εἰσάγεται τό θέμα.

Μελετώντας τίς Ἐγκυκλίους αὐτές τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου παρατηροῦμε μερικές ἀντινομίες καί παρερμηνεῖες, πού θά σημειωθοῦν.

Οἱ συγκεκριμένες Ἐγκύκλιοι τούς ρασοφόρους τούς χαρακτηρίζουν «ρασοφοροῦντας μοναχούς καί μοναχάς» (1927). Τό ἐρώτημα εἶναι: Πῶς δέν εἶναι μοναχοί, ἀλλά εἶναι δόκιμοι καί ἀποκαλοῦνται «ρασοφόροι μοναχοί»; Ἐπίσης, γίνεται λόγος γιά «τάξιν τῶν ρασοφόρων», προφανῶς μοναχῶν.

Ἀκόμη, ἐνῶ οἱ Συνοδικές ἀποφάσεις τούς χαρακτηρίζουν «ρασοφόρους μοναχούς» γράφουν λανθασμένα ὅτι «ἡ κατά τήν ἀκολουθίαν τῆς ρασοευχῆς ἀπόθεσις τῶν τριχῶν εἶναι ἁπλῶς κουρά-σφράγισις ὡς γίνεται καί εἰς τήν Ἀκολουθίαν τῆς χειροθεσίας Ἀναγνώστου καί Ψάλτου». Δυοῖν θάττερον: ἤ εἶναι «ρασοφόροι μοναχοί», ἤ εἶναι Ἀναγνῶστες καί Ψάλτες. Δέν μποροῦν νά χαρακτηριστοῦν καί μέ τά δύο μαζί, καί φυσικά δέν ἐξετάζεται ἡ διαφορά μεταξύ τῶν εὐχῶν πού ἀναγινώσκονται σέ κάθε ἀκολουθία.

Ἐπί πλέον, ἐνῶ τούς ρασοφόρους τούς χαρακτηρίζει ἁπλῶς Ἀναγνῶστες καί Ψάλτες, ἐν τούτοις δέν τούς ἀποκαλεῖ οὔτε δοκίμους, οὔτε τούς δίνει τήν δυνατότητα νά ἀποχωρήσουν καί νά νυμφευθοῦν, ἀλλά τούς προτρέπει νά καταταγοῦν «είς τούς Μοναχούς τοῦ μικροῦ σχήματος».

Μέ τίς Ἐγκυκλίους γίνεται διάκριση μεταξύ τοῦ μικροῦ καί μεγάλου σχήματος, τό ὁποῖο, κατά τούς Πατέρας (ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη, ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἅγιο Νικόδημο Ἁγιορείτη) δέν ὑφίσταται, ἀφοῦ ἕνα εἶναι τό σχῆμα, τό λεγόμενον Μέγα καί ἀγγελικόν Σχῆμα.

Εἶναι, ἐπίσης, σημαντικό ὅτι τήν τέλεση τῆς ἀκολουθίας τοῦ «Μικροῦ σχήματος» οἱ Ἐγκύκλιοι τήν ἀποκαλοῦν «χειροτονία». Προτρέπονται τά Ἡγουμενο-συμβούλια νά «μή ἐγγράφωσιν εἰς τά Μοναχολόγια αὐτῶν πρόσωπα μή χειροτονηθέντα εἰς μοναχούς διά τοῦ Μικροῦ ἀγγελικοῦ σχήματος». Ἐπίσης, προτρέπονται τά Ἡγουμενοσυμβούλια, ἐάν ὑπάρχουν μοναχοί πού ἔχουν «μόνον τήν εὐχήν τῆς ρασοφορίας καί μή καταταγέντα ἐν τῷ μεταξύ εἰς τάς τάξεις τοῦ Κλήρου, δέον νά χειροτονηθῶσιν διά τοῦ Μικροῦ σχήματος».

Αὐτό σημαίνει, ἐκτός τῶν ἄλλων, ὅτι ὅσοι ἦταν μέχρι τότε ρασοφόροι, χωρίς νά γίνουν μικρόσχημοι, ἀλλά ἔχουν καταταγῆ στίς τάξεις τοῦ Κλήρου, δέν εἶχαν ὑποχρέωση νά γίνουν μικρόσχημοι μοναχοί. Ἄρα δέν εἶναι μοναχοί, ἀλλά μποροῦν οἱ ἄγαμοι νά φοροῦν ἐπιριπτάριο, πού εἶναι μοναχικό ἔνδυμα, μποροῦν νά χειροθετοῦνται Ἀρχιμανδρίτες καί νά ἀποκαλοῦνται Ἀρχιμανδρίτες, ὅπως οἱ Ἡγούμενοι τῶν Μονῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι μεγαλόσχημοι μοναχοί. Πρόκειται γιά προκλητικές ἀπομιμήσεις.

Πῶς νοεῖται ἕνας ρασοφόρος πού δέν εἶναι μοναχός κατά τίς ἀποφάσεις νά χειροτονῆται ἱερεύς καί νά ἀποκαλῆται ἱερομόναχος καί νά προχειρίζεται σέ Ἀρχιμανδρίτη, καί νά ἔχη πρεσβεῖα ἱερωσύνης, ἀπό Πρεσβυτέρους ἐγγάμους κληρικούς;

Σέ μιά ἀπό τίς Ἐγκυκλίους τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου γράφεται: «Ἡ τάξις τῶν Ρασοφόρων διαφέρει τῶν τελείων Μοναχῶν». Ὅμως, γιά νά ὑπάρχη ἕνας τέλειος μοναχός, προϋποτίθεται ὅτι ὑπάρχει ἕνας ἀρχάριος ἤ εἰσαγωγικός μοναχός. Ποιός εἶναι αὐτός; Ὁ μικρόσχημος; Φυσικά ὄχι, ἀφοῦ ἕνα εἶναι τό σχῆμα καί δέν διαιρεῖται σέ δύο. Ἀσφαλῶς, ἀρχάριος καί εἰσαγωγικός μοναχός δέν εἶναι ὁ δόκιμος, ἀλλά ὁ ρασοφόρος.

Τό ἀκόμη παράδοξο ὅτι οἱ κατά καιρούς Σύνοδοι, σέ μεγαλύτερο ἀριθμό ἀποφάσεων ἀπό τίς Συνόδους πού ἐξέδωσαν τίς ὡς ἄνω τέσσερεις ἀποφάσεις, πού ὀφθαλμοφανῶς εἶναι ἀντιφατικές καί χρήζουν διορθώσεως, ἐνέκριναν Ἐσωτερικούς Κανονισμούς τῶν Ἱερῶν Μονῶν, στούς ὁποίους σαφῶς φαίνεται ὅτι οἱ ρασοφόροι εἶναι μοναχοί καί, μάλιστα, κατά βάσιν συμμετέχουν στά Ὄργανα τῶν Ἱερῶν Μονῶν καί τέτοια Ὄργανα μέ τήν συμμετοχή τῶν ρασοφόρων μοναχῶν ἐξέδωσαν σοβαρές ἀποφάσεις μέ νομικά ἀποτελέσματα.
Συγκεκριμένα, ὁ Νόμος 590/1977 «περί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» στό ἄρθρο 39 παρ. 4 διαγορεύει:

«Τά τῆς ὀργανώσεως καί προαγωγῆς τοῦ πνευματικοῦ βίου καί τά τῆς διοικήσεως τῆς Μονῆς καθορίζονται ὑπό τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου συμφώνως πρός τούς ἱερούς Κανόνας, τάς μοναχικάς παραδόσεις καί τούς νόμους τοῦ Κράτους, δι’ ἐσωτερικοῦ κανονισμοῦ, δημοσιευμένου διά τοῦ Δελτίου "Ἐκκλησία"».

Βάσει αὐτῆς τῆς διατάξεως ἐξεδόθησαν πολλοί Ἐσωτερικοί Κανονισμοί τῶν Ἱερῶν Μονῶν, ὕστερα ἀπό ἔγκριση τῶν κατά τόπους Μητροπολιτῶν, τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τοῦ Μοναχικοῦ βίου καί ἀποφάσεις τῶν κατά καιρούς Διαρκῶν Ἱερῶν Συνόδων καί ἀποτελοῦν «τό ζωντανό δίκαιο».

Ὅλοι οἱ Ἐσωτερικοί Κανονισμοί προβλέπουν ὅτι οἱ ρασοφόροι εἶναι μοναχοί πού διακρίνονται ἀπό τούς μεγαλόσχημους μοναχούς, ἐγγράφονται στά Μοναχολόγια τῶν Ἱερῶν Μονῶν καί συμμετέχουν στά Ὄργανα Διοικήσεως τῶν Ἱερῶν Μονῶν, μέ διαφοροποιήσεις ὡς πρός τά περιουσιακά τους στοιχεῖα.

Ἀνεζήτησα στό Περιοδικό «Ἐκκλησία» τούς Ἐσωτερικούς Κανονισμούς καί ἐντόπισα 20 Κανονισμούς Ἱερῶν Μονῶν, οἱ ὁποῖοι ἐγκρίθηκαν ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τά τελευταῖα χρόνια μόνο κατά τήν περίοδο 2016-2021, δηλαδή μόλις πέντε ἔτη.

Στούς Ἐσωτερικούς αὐτούς Κανονισμούς μνημονεύονται οἱ ρασοφόροι μοναχοί γιά τούς ὁποίους γίνεται εἰδική ἀκολουθία καί συγκαταλέγονται στήν Ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, καί μάλιστα κατά βάσιν ἔχουν τό δικαίωμα τοῦ ἐκλέγειν καί ἐκλέγεσθαι.

Παραθέτω κατάλογον δειγματοληπτικῶν Ἐσωτερικῶν Κανονισμῶν Ἱερῶν Μονῶν πού ἐγκρίθηκαν ἀπό τήν Διαρκῆ Ἱεράν Σύνοδον μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική.

  1. Ἱ. Μονή Γεργοεπηκόου, Μάνδρας Ἀττικῆς (2016)
  2. Ἱ. Μονή Προφήτου Ἠλιοῦ, Θήρας (2016)
  3. Ἱ. Μονή Ἁγίας Τριάδος, Μάτι Ἀττικῆς (2016)
  4. Ἱ. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου, Κερνίτσης (2016)
  5. Ἱ. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου, Πανόραμα Θεσσαλονίκης (2016)
  6. Ἱ. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου, Καλαμίου Ἀρκαδίας (2016)
  7. Ἱ. Μονή Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου, Μαζαρακίου Θηβῶν (2017)
  8. Ἱ. Μονή Ζωοδόχου Πηγῆς, Πάρου (2017)
  9. Ἱ. Μονή Ζωοδόχου Πηγῆς, Κλειβωκάς Ἀρκαδίας (2017)
  10. Ἱ. Μονή Φανερωμένης, Λευκάδος (2018)
  11. Ἱ. Μονή Ἁγίας Τριάδος, Ἁγίου Νεκταρίου, Τερψιθέας (2018)
  12. Ἱ. Μονή Ἁγίας Βαρβάρας, Ρουσάνου (2018)
  13. Ἱ. Μονή Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Γαβρᾶ, Πέντε Βρύσεων Λαγκαδᾶ (2019)
  14. Ἱ. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου, Λιγοβιτσίου Φυτειῶν Ξηρομέρου Αἰτωλοακαρνανίας (2019)
  15. Ἱ. Μονή Ἁγίου Ἀθανασίου, Ζηκοβίτσης (2020)
  16. Ἱ. Μονή Ἁγίας Παρασκευῆς, Κορωνείας (2020)
  17. Ἱ. Μονή Ἁγίου Νεκταρίου, Σπανοῦ Κιλκισίου (2020)
  18. Ἱ. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου, Σταγιάδων (2020)
  19. Ἱ. Μονή Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, Βογατσικοῦ (2021)
  20. Ἱ. Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν, Αἰγιαλείας (2021).

Εἶναι βέβαιο ὅτι ὅλοι οἱ Ἐσωτερικοί Κανονισμοί Ἱερῶν Μονῶν πού ἐγκρίθηκαν ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο, καί οἱ προηγούμενοι ἀπό τούς ὡς ἄνω ἀναφερθέντας Κανονισμούς, ἔχουν κατά βάσιν τό ἴδιο περιεχόμενο, ὁπότε ἀποτελεῖ ἐκκλησιαστική πρακτική. Ἡ διαφορετική θεώρηση, ὅτι δῆθεν οἱ ρασοφόροι μοναχοί εἶναι δόκιμοι, ὄχι μόνον εἶναι ἀντορθόδοξη καί ἀντιπαραδοσιακή, ἀλλά θά δημιουργήση μεγάλη ἀναταραχή στίς τάξεις τῶν μοναχῶν ἀκρίτως καί ἐπιπολαίως.

Μάλιστα, σέ Ἐσωτερικό Κανονισμό Ἱερᾶς Μονῆς πού ἐγκρίθηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο, ὕστερα ἀπό ἀπόφαση τοῦ ἐπιχώριου Μητροπολίτου καί πρόταση τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τοῦ Μοναχικοῦ βίου καί δημοσιεύθηκε τόν Ἰούλιο 2015 στό Περιοδικό «Ἐκκλησία» διαλαμβάνονται τά ἑξῆς:

«Ἡ μοναχή ἀπό τῆς προσελεύσεώς της ὡς δοκίμου εἰς τήν Ἱεράν Μονήν ἀποξενοῦται τῶν ἰδίων χρημάτων καί πραγμάτων, ἀπό δέ τῆς κατατάξεώς της εἰς τήν Ἀδελφότητα (ἐννοεῖται διά τῆς ρασοφορίας) ἡ διαχείριση τῆς ἀκινήτου περιουσίας καί τῶν εἰσοδημάτων, τά ὁποῖα ἐνδέχεται νά ἔχει, περιέρχονται εἰς τήν Μονήν.

»Μετά τήν μεγαλοσχημίαν ἡ ἀκίνητος περιουσίας τῆς ἀδελφῆς περιέρχεται εἰς τήν Ἱεράν Μονήν κατά τόν Νόμον...».

Οἱ Ἐσωτερικοί Κανονισμοί πού ἰσχύουν στίς Ἱερές Μονές ἰσχύουν ἐν παντί, προκαλοῦν ἐκκλησιαστικές καί νομικές συνέπειες, πού σημαίνει ἀποτελοῦν τό λεγόμενο «ζωντανόν δίκαιον». Ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό ἦταν ἀπαραίτητο τό θέμα νά ἔλθη στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

4. Οἱ ρασοφόροι μοναχοί κατά τήν νομολογία τῶν Ἑλληνικῶν Δικαστηρίων

Εἰσερχόμεθα σέ ἕνα λεπτότατο θέμα πού δημιουργεῖ ἤ ἐπιτείνει τήν σύγχυση καί στό θέμα αὐτό τῶν ρασοφόρων μοναχῶν, ὅπως καί σέ πολλά ἄλλα ἐκκλησιαστικά ζητήματα.

Εἶναι γνωστό σέ ὅσους ἀσχολοῦνται μέ τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ὅτι ἀνέκυψαν πολλές θεωρίες ὡς πρός αὐτήν τήν σχέση, ἄλλοτε ἐπεκράτησαν συστήματα καισαροπαπισμοῦ, ἄλλοτε παποκαισαρισμοῦ, ἄλλοτε σχέσεις νόμῳ κρατούσης Πολιτείας, ἄλλοτε συναλληλίας κλπ. Ἡ Ἐκκλησία κυρίως ἐδῶ στήν Ἑλλάδα, μετά τήν συγκρότηση τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ Κράτους, ὑπέστη πολλά ἀπό τήν Πολιτειοκρατία πού ἐπεκράτησε λόγῳ τῶν παρεμβάσεων ὄχι μόνον τοῦ Ἐθνικοῦ Κοινοβουλίου, ἀλλά καί τῶν Δικαστηρίων στά θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά θέματα. Ἄλλωστε, διαρκής εἶναι «ἡ διαπάλη μεταξύ νομιμότητας καί κανονικότητας». Ἔχουμε ὑποστῆ πολλά ἀπό αὐτήν τήν διαπάλη καί κυρίως τήν προσπάθεια τοῦ Κράτους νά εἰσέλθη στά ἐσωτερικά τῆς Ἐκκλησίας, καί νά τά ἑρμηνεύση σύμφωνα μέ τό δίκαιο τῆς Πολιτείας.

Ἡ Ἐκκλησία ἐργάζεται στήν συγκεκριμένη Πολιτεία μέ βάση τήν θεολογία της, τίς ἐκκλησιαστικές της παραδόσεις καί τό κανονικό της Δίκαιο. Φυσικά, ἐμεῖς οἱ Κληρικοί, ἐξαιρέτως οἱ Ἐπίσκοποι, ζώντας σέ μιά εὐνομούμενη Πολιτεία ποτέ δέν πρέπει νά ὑποτιμοῦμε καί νά παρακάμπτουμε τό ἐκκλησιαστικό πολίτευμά μας καί τό κανονικό μας Δίκαιο, ὑποστηρίζοντας τίς ἀποφάσεις τῶν κοσμικῶν Δικαστηρίων, ὅταν, μάλιστα, ὑπονομεύουν τήν θεολογία καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό συνιστᾶ ἔκπτωση ἀπό τό ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί εἶναι ἐκκοσμίκευση. Δεχόμαστε τούς νόμους τοῦ Κράτους, ὅταν αὐτοί δέν εἰσέρχωνται στά ἐσωτερικά τῆς Ἐκκλησίας καί προσβάλλουν τό Κανονικό της Δίκαιο.

Ἑπομένως, ὅταν διαβάζουμε κείμενα στά ὁποῖα ὑποστηρίζεται ὅτι ναί μέν οἱ ρασοφόροι μοναχοί εἶναι εἰσαγωγικοί μοναχοί κατά τήν ἐκκλησιαστική παράδοση, ἀλλά τά Πολιτικά Δικαστήρια δέν τούς θεωροῦν μοναχούς, τότε αἰσθανόμαστε ἔκπληξη, γιατί αὐτό συνιστᾶ ἄρνηση καί παραθεώρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας παραδόσεως, τήν ὁποία ὑποσχεθήκαμε, κατά τήν χειροτονία μας σέ Ἐπίσκοπο.

Ὅμως, στό προκείμενο θέμα τῶν ρασοφόρων μοναχῶν ὑπάρχουν δεκάδες ἀποφάσεις τῶν Δικαστηρίων καί διαπιστώνεται ὅτι δέν κάνουν λόγο γιά τό ὅτι οἱ ρασοφόροι δέν εἶναι μοναχοί, ἀλλά τούς ἀπασχολοῦν κυρίως τά θέματα πού ἀπορρέουν ἀπό τήν σχέση τῶν μοναχῶν μέ τήν Ἱερά Μονή, ὡς πρός τά περιουσιακά ζητήματα. Κυρίως περιορίζονται νά τονίσουν τήν σταυροειδῆ κουρά πού γίνεται μετά ἀπό ἔγκριση τοῦ Μητροπολίτου ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ Θυσιαστηρίου καί τῆς Ἀδελφότητος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ὕστερα ἀπό αἰτήσεις τῶν ἐνδιαφερομένων καί τῶν συγγενῶν τους, τά περιουσιακά τους στοιχεῖα, ὅταν αὐτά ἀμφισβητοῦνται.

Πρίν προχωρήσουμε σέ συγκεκριμένες δικαστικές ἀποφάσεις, θά πρέπει νά γίνη ἕνα σχόλιο πάνω στόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας γιά τούς ρασοφόρους μοναχούς.

Ἡ παράγραφος 6, τοῦ ἄρθρου 39 τοῦ Νόμου 590/1977 περί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὁρίζει σαφῶς τίς κανονικές ἁρμοδιότητες τοῦ Μητροπολίτου ἐπί τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς Περιφερείας του. Διαλαμβάνει:

«6. Ὁ Μητροπολίτης ἀσκεῖ ἐπί τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς ἐπαρχίας αὐτοῦ τήν κατά τούς ἱερούς κανόνας πνευματικήν ἐποπτείαν διά τήν κανονικήν μνημόνευσιν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἐν ταῖς ἱεραῖς ἀκολουθίαις, τήν χειροθεσίαν τοῦ Ἡγουμένου, τήν ἔγκρισιν τῆς κουρᾶς τῶν μοναχῶν, τήν ἀνάκρισιν τῶν κανονικῶν παραπτωμάτων, τήν μέριμναν διά τήν κατά τούς ἱερούς κανόνας λειτουργίαν τῆς Μονῆς καί τόν ἔλεγχον τῆς νομιμότητος τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως αὐτῆς».

Ἀπό τήν διάταξη αὐτή τοῦ Νόμου φαίνεται ὅτι ἡ κανονική καί νόμιμη ἁρμοδιότητα τοῦ Μητροπολίτου εἶναι «ἡ ἔγκρισις τῆς κουρᾶς τῶν μοναχῶν».

Αὐτό σημαίνει ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ Μητροπολίτης ἐγκρίνει τήν τέλεση τῆς ρασοφορίας σέ μοναχό, διά τῆς κουρᾶς, ὁ ρασοφόρος μοναχός εἶναι μοναχός, καί κατά τήν διάταξη τοῦ νόμου, ἀναμένοντας τήν τέλεση τῆς κουρᾶς σέ μεγαλόσχημο στόν κατάλληλο καιρό. Ἔτσι, ὁ ρασοφόρος πού δέχθηκε κουρά, ὕστερα ἀπό ἔγκριση τοῦ Μητροπολίτου, εἶναι εἰσαγωγικός μοναχός καί ὄχι λαϊκός.

Ὅμως, θά σημειωθοῦν μερικές σημαντικές ἀποφάσεις Δικαστηρίων πού ἐπικυρώνουν τά ἀνωτέρω.

Ἐπειδή δέν προβλέπεται ἀπό τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἡ ἔκδοση Γενικοῦ Κανονισμοῦ γιά τήν Ἵδρυση καί λειτουργία τῶν Ἱερῶν Μονῶν, ἀπό ὅλα τά Δικαστήρια ἐκλαμβάνεται τό ἤδη ὑφιστάμενον Β.Δ. τῆς 28 Ἰουλίου/15 Σεπτεμβρίου 1858 «Κανονισμός περί τῶν Μοναστηρίων» (ΦΕΚ 42). Στό ἐν λόγῳ Β.Δ. (ἀρ. Ζ΄, παρ. β) περί τοῦ μοναχολογίου διαλαμβάνεται ὅτι τά «μοναστικά συμβούλια» μεταξύ τῶν ἄλλων ὀφείλουν νά κρατοῦν τό μοναχολόγιον, «ἐν ᾧ ἐγγράφεται κατ’ ὄνομα καί ἐπώνυμον, πατρίδα, ἡλικίαν, ἐποχήν τῆς εἰς τήν μονήν προσελεύσεως, ἐποχήν τῆς κουρᾶς, καί βαθμόν ἕκαστος τῶν ἐν τῇ μονῇ μοναχῶν».

Παρατηρεῖ κανείς ὅτι ἐδῶ γίνεται λόγος γιά βαθμούς μοναχῶν μέ τόν χρόνο τῆς κουρᾶς τους.

Οἱ Σπύρος Τρωιάνος καί Κωνσταντῖνος Παπαγεωργίου σημειώνουν ὅτι «τό Β.Δ. τῆς 28.7./15.9.1858 ἐξακολουθεῖ καί μετά τό Ν. 590/1977 νά ἰσχύει συμπληρωματικά, ἐφόσον δέν καταργήθηκε ἀπό τόν 39/1977 Καν. τῆς Δ.Ι.Σ., καί νά ρυθμίζει ζητήματα πού δέν ρυθμίζονται ἀπό τόν ΚΧΕΕ» .

Τά Πολιτικά Δικαστήρια ὁσάκις κρίνουν ὑποθέσεις Ἱερῶν Μονῶν καί μοναχῶν, ἔχουν ὑπ’ ὄψη τους τίς διατάξεις τοῦ ὡς ἄνω Βασιλικοῦ Διατάγματος. Γενικά, ἀναφέρονται σέ «μοναχική κουρά» πού γίνεται μέ «θρησκευτική τελετή» καί «περατώνεται μέ σταυροειδῆ ἀπόκαρση τῆς κόμης τοῦ ὑποψηφίου» βεβαιώνεται ἀπό τόν Μητροπολίτη καί στηρίζεται «σέ ὑπεύθυνη δήλωση τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου» καί ἀναγνωρίζουν τόν ρασοφόρο μοναχό ὡς βαθμό τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Θά ἀναφερθοῦν μερικές ἀποφάσεις:

Πρῶτον. Ἡ ὑπ' ἀριθ. 732/1969 ἀπόφαση τοῦ Ἀρείου Πάγου διαλαμβάνει σχετικῶς: «…περί τῆς ἰδιότητος τοῦ μοναχοῦ ἀποτελεῖ πλήρη ἀπόδειξιν ἡ βεβαίωσις τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, στηριζομένη εἰς ὑπεύθυνον δήλωσιν τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου, ὅτι οὗτος φέρεται ἐγγεγραμμένος ἐν τῷ μοναχολογίῳ τῆς Μονῆς, οὐδεμιᾶς ἄλλης ἀποδείξεως ἀπαιτουμένης, σαφῶς συνάγεται ὅτι ἡ βεβαίωσις τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, ἀποτελεῖ πλήρη ἀπόδειξιν περί τῆς ἰδιότητος τοῦ μοναχοῦ μόνον ἐάν ἐκ τούτης προκύπτη ὅτι στηρίζεται αὕτη ἐπί ὑπευθύνου δηλώσεως τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου καί φέρεται οὗτος ἐγγεγραμμένος ἐν τῷ μοναχολογίῳ…».

Δεύτερον. Ἡ ὑπ' ἀριθ. 826/1984 ἀπόφαση τοῦ Ἐφετείου Πειραιῶς ἀναφέρει σχετικῶς: «….…περί τῆς ἰδιότητος τοῦ μοναχοῦ ἀποτελεῖ πλήρη ἀπόδειξιν ἡ βεβαίωσις τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, στηριζομένη εἰς ὑπεύθυνον δήλωσιν τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου, ὅτι οὗτος φέρεται ἐγγεγραμμένος ἐν τῷ μοναχολογίῳ τῆς Μονῆς, οὐδεμιᾶς ἄλλης ἀποδείξεως ἀπαιτουμένης,…. Ἡ ἀπόκτηση ἐξάλλου τῆς ἰδιότητας τοῦ Μοναχοῦ γίνεται κατά τήν διαδικασίαν καί τίς προϋποθέσεις πού ὁρίζουν οἱ Ἀποστολικοί καί Συνοδικοί Κανόνες σέ Ἱερά Μονή πού λειτουργεῖ κανονικά, κατόπιν δοκιμασίας καί μοναχικῆς κουρᾶς πού πραγματοποιεῖται σέ θρησκευτική τελετή καί περατώνεται μέ σταυροειδῆ ἀπόκαρση τῆς κόμης τοῦ ὑποψηφίου….».

Τρίτον. Ἡ ἀπόφαση 102/2008 τοῦ πολ. Πρωτ. Ἡρακλείου διαλαμβάνει:

«Ἡ ἀπόκτηση ἐξάλλου τῆς ἰδιότητας τοῦ Μοναχοῦ γίνεται κατά τή διαδικασία καί τίς προϋποθέσεις πού ὁρίζουν οἱ Ἀποστολικοί καί Συνοδικοί κανόνες σέ Ἱερή Μονή πού λειτουργεῖ κανονικά κατόπιν δοκιμασίας καί μοναχικῆς κουρᾶς πού πραγματοποιεῖται σέ θρησκευτική τελετή καί περατώνεται μέ σταυροειδῆ ἀπόκαρση τῆς κόμης τοῦ ὑποψηφίου καί συνεπῶς ἡ παραπάνω βεβαίωση τοῦ Μητροπολίτη, πού στηρίζεται σέ ὑπεύθυνη δήλωση τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου περί ἐγγραφῆς τοῦ Μητροπολίτη, τήν ὁποία πάλι (ἐγγραφή) ἐνεργεῖ ὁποιοσδήποτε μοναχός ἄσχετα μέ τό ἄν ἐνήργησε ἤ παρακολούθησε τήν κουρά καί τό ἄν ἡ τελευταία ἔγινε σέ προγενέστερο χρόνο σέ ἄλλη Μονή (Μονή Μετανοίας) ἀπό τήν ὁποία ἀπῆλθε ὁ μοναχός γιά νά ἐνταχθῆ στή Μονή πού ἀναφέρεται στό Μοναχολόγιο (Μονή Ἐγκαταβιώσεως) δέν παρέχει καίτοι εἶναι δημόσιο ἔγγραφο ὡς πρός τήν τέλεση τῆς Κουρᾶς καί τήν τήρηση τῶν νομίμων προϋποθέσεων αὐτῆς, πλήρη ἀπόδειξη σέ βαθμό πού νά μήν ἐπιτρέπεται ἀνταπόδειξη παρά μόνο προσβολή αὐτῆς ὡς πλαστῆς (ΑΠ 732/1969, ΝοΒ 18.659, ΕΕΝ 37.331, Εφ.Πειρ 826/1984, ΝοΒ 33,842 επ)».

Τέταρτον. Ἡ ἀπόφαση 173/2001 τοῦ Ἀρείου Πάγου ἀναφέρεται στήν ἐγγραφή τοῦ ρασοφόρου καί τοῦ μεγαλοσχήμου στό μοναχολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, καί αὐτή ἡ διάκριση καθορίζεται ὅπως διαλαμβάνεται στό Β.Δ. 28/7-1/9-1858, ὡς βαθμός μοναχοῦ. Εἰδικότερα, μεταξύ ἄλλων, ἀναφέρεται στήν ἐν λόγῳ ἀπόφαση:

«Μέ τήν εὐθύνη τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου, κάθε Μονή διατηρεῖ εἰδικό ὑποχρεωτικό, βιβλίο, τό Μοναχολόγιο στό ὁποῖο ἐγγράφονται οἱ ἀνήκοντες στήν δύναμη τῆς Μονῆς μοναχοί καί σημειώνεται τό ὄνομα, ἐπώνυμο, πατρίδα, ἡλικία, ἐποχή προσελεύσεως στή Μονή, ἐποχή τῆς κουρᾶς καί ὁ βαθμόςτοῦ μοναχοῦ (παρ. Ζ΄ τοῦ ΒΔ 28/7-15/9-1858).
»Ἡ ἐγγραφή στό Μοναχολόγιο χρησιμεύει γιά τήν ἀπόδειξη τῆς μοναχικῆς ἰδιότητας καί ὄχι γιά τήν ἀπόκτησή της, ἡ ὁποία, ὅπως προαναφέρθηκε ὁλοκληρώνεται μέ τή θρησκευτική τελετή τῆς κουρᾶς. "Ἔτσι, κατά τό ἄρθρο 1 ἐδάφ. β´ τοῦ ΝΔ 1918/1942, πού κυρώθηκε μέ τήν Πράξη Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου 184/1946 σέ συνδυασμό μέ τήν 58/1945 Συντακτική Πράξη" περί τῆς ἰδιότητος τοῦ μοναχοῦ ἀποτελεῖ πλήρη ἀπόδειξιν ἡ βεβαίωσις τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, στηριζομένη εἰς ὑπεύθυνον δήλωσιν τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου, ὅτι οὗτος φέρεται ἐγγεγραμμένος ἐν τῷ Μοναχολογίῳ τῆς Μονῆς, οὐδεμιᾶς ἄλλης ἀποδείξεως ἀπαιτουμένης. …. Ἡ ἐπέλευση τῶν περιουσιακῶν συνεπειῶν, λόγῷ τῆς κουρᾶς, προϋποθέτει πραγματική εἴσοδο καί παραμονή στή Μονή, ἡ ὁποία καί χαρακτηρίζεται ὡς Μονή τῆς μετανοίας τοῦ μοναχοῦ. Γιά τό λόγο αὐτό ἡ πρώτη ἐγγραφή γίνεται ἀμέσως μόλις εἰσέλθει στή Μονή ὁ δόκιμος μοναχός, ἐνῶ μετά τήν κουρά ἀναγράφεται ἡ ἡμερομηνία τελέσεώς της καί ὁ βαθμός τοῦ μοναχοῦ (ρασοφόρος ἡ μεγαλόσχημος)………».

Συνεπῶς, τά ὅσα διαλαμβάνονται περί σταυροειδοῦς ἀποκάρσεως τῆς κόμης καί θρησκευτικῆς τελετῆς ἰσχύουν καί γιά τήν ἀκολουθία σέ ρασοφόρο μοναχό. Γίνεται λόγος γιά βαθμούς τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ὅπως μνημονεύει τό Β. Δ. 1858 καί ἀποσαφηνίζοντας (ρασοφόροι-μεγαλόσχημοι).

Πέμπτον. Ὑφίσταται ad hoc ἀπόφαση Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας (ἀριθμ. 133/1970 Μονομ.) ἡ ὁποία ἀναφέρεται μέ καθαρότατο τρόπο στόν ρασοφόρο μοναχό.

Κατ' ἀρχήν πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι στήν ἐν λόγῳ ἀπόφαση, σχετικά μέ τό κρίσιμο θέμα γίνεται ἀναφορά πέραν τῆς νομολογίας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί σέ πληθώρα συγγραφέων. Συγκεκριμένα γίνεται ἀναφορά στόν καθηγητή Παναγιώτη Παναγιωτάκο, Σύστημα Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου Τόμος Δ΄, τό δίκαιον τῶν Μοναχῶν, στόν καθηγητή Γεώργιο Ράμμο, Στοιχεῖα Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, στόν καθηγητή Χριστοφιλόπουλο, Ἑλληνικόν Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον, στούς Μίλα - Σακελλαρόπουλο, Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον, στόν Ἀντώνιο Μομφεράτο, Κληρονομικόν Δίκαιον τῶν Μοναχῶν, στούς Ράλλη - Ποτλῆ, Σύνταγμα θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, στόν Μελέτιο Σακελλαρόπουλο, Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον, στόν Ἱερώνυμο Κοτσώνη, Προβλήματα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας, στόν Ἀμίλκα Ἀλιβιζάτο, ἡ Οἰκονομία καί τό Κανονικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στόν Π. Χριστοφόρον Νο Β..., στόν Φραγκίστα, Ἑρμηνεία Α.Κ., στόν Γιαννακόπουλο Νο Β..., στόν Β. Παπαθέον Νο Β..., στόν Μπαλῆ..., στόν Βαρυμποπιώτη.

Στήν ἐν λόγῳ ἀπόφαση τοῦ Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας μεταξύ τῶν ἄλλων διαλαμβάνονται τά ἀκόλουθα:

«Ἡ ἰδιότης τοῦ μοναχοῦ ὑφίσταται ἀκεραία ἀπό τῆς κουρᾶς εἶναι δ’ ἑνιαία. Ἡ μοναστηριακή ὅμως πρᾶξις, χωρήσασα διά μέσου τῶν αἰώνων διαφόρως πρός τήν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ κρατοῦσα τάξιν καί ἀκρίβειαν περί τοῦ θεσμοῦ ὀργανώσεως τοῦ μοναχικοῦ βίου διά λόγους πολλούς ἀναγομένους τόσον εἰς τόν σεβασμόν πρός τόν θεσμόν τῆς ἀσκήσεως ὅσον καί εἰς τόν τομέα τῆς εὐρυτέρας ἀναπτύξεως τοῦ μοναχικοῦ βίου ἐντός τοῦ πολιτειακοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος, διαχωρίζει εἰς διαφόρους τύπους τούς μοναχούς. Οὕτως ἀπό τῆς ἀπόψεως αὐστηρότητος τοῦ κανόνος ἀσκητικῆς διαβιώσεως τῶν μοναχῶν τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ μετ’ ἄσκησιν κειρόμενοι μοναχοί διακρίνονται εἰς τρεῖς τύπους: α) Μεγαλόσχημοι ἤ ἄλλως τέλειοι μοναχοί, β) Μικρόσχημοι μοναχοί ἤ ἄλλως σταυροφόροι καλούμενοι, καί γ) Ρασοφόροι ἤ ἀρχάριοι μοναχοί ἑκάστης κατηγορίας διακρινομένης ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἐνδυμάτων καί συμβόλων τῶν ἀπαρτιζόντων τήν ἥν ἀμφιέννυνται οὗτοι μοναχικήν στολήν... Ἀρχικῶς κατά τόν ε΄ μέν αἰῶνα ὑπῆρχαν οἱ δύο πρῶτοι ὡς ἄνω τύποι μοναχῶν (μεγαλόσχημοι καί μικρόσχημοι), βραδύτερον δέ ἐδημιουργήθη καί τρίτος τοιοῦτος (οἱ ρασοφόροι ἤ ἀρχάριοι μοναχοί), οἱ τελευταῖοι οὗτοι ὀφείλουσι τήν ὀνομασίαν αὐτήν εἰς τήν μοναχικήν στολήν ἥν φέρουσιν, τήν ἀπαρτιζομένην α) ἀπό τό ρᾶσον ἤ χιτῶνα καί β) ἀπό τό καλυμαύχιον ἤ καμηλαύχιον, ἐν ἀντιθέσει πρός τούς ἄλλους δύο τύπους ἤ κατ’ ἄλλην ἔκφρασιν τούς δύο ἑτέρους βαθμούς μοναχῶν.... ὧντινων ἡ μοναχική στολή ἀπαρτίζεται ἐκ πλειόνων ἐνδυμάτων καί συμβόλων. Ὁ ρασοφόρος ἤ ἀρχάριος μοναχός προσκτᾶται τήν μοναχικήν ἰδιότητα μετά πλήρη καί κανονικήν ὑπό τά μοναχικά καθεστῶτα δοκιμασίαν ἐν εἰδικῇ θρησκευτικῇ τελετῇ κατά τήν ἐν τῷ Μεγάλῳ Εὐχολογίῳ ὁριζομένην ἀκολουθίαν ἐντός τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ ἐνώπιον τοῦ Ἡγουμένου καί ἁπάντων τῶν μελῶν τῆς μοναχικῆς ἀδελφότητος».

Στήν συνέχεια ἡ ἐν λόγῳ σπουδαιοτάτη ἀπόφαση καταγράφει ὅλην τήν ἀκολουθία τῆς ρασοφορίας-ρασοευχῆς γιά τήν τεκμηρίωση τῶν θέσεων αὐτῶν, μνημονεύοντας τήν εὐχή τοῦ Ἱερέως στόν Χριστό γιά νά ζήση ὁ ρασοφόρος ἐπαξίως στήν Ἀγγελική αὐτή πολιτεία καί νά διατηρῆ «καθαράν αὐτοῦ τήν ψυχήν καί τό σῶμα» «ἕως θανάτου» καί δέεται καταλλήλως. Συνεχίζει τό σκεπτικό τῆς ἐν λόγῳ ἀποφάσεως:

«Ἀκολούθως δέ ὁ ἱερεύς, ὡς συμβαίνει καί ἐπί τῆς τελετῆς τῆς κουρᾶς μικροσχήμων καί μεγαλοσχήμων μοναχῶν, κουρεύει τόν ρασοφόρον σταυροειδῶς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐνδύει αὐτόν τόν χιτῶνα καί τό καλυμαύχιον. Ἡ ὡς ἄνω εὐχή περιέχει συνοπτικῶς τάς διά τῆς καταθέσεως ἱεράς ἐπαγγελίας τῆς ὑπακοῆς, ἐγκρατείας καί τῆς ἀκτημοσύνης, πρός τό περιεχόμενον τῶν ὁποίων συγκατατίθεται σιωπηρῶς ὁ ὑποψήφιος ρασοφόρος μοναχός, ὅστις κείρεται μετά ταῦτα διά τῆς σταυροειδοῦς ἀποκάρσεως τῆς κόμης του... Ὁ κατά τήν προεκτεθεῖσαν διαδικασίαν κειρόμενος ρασοφόρος μοναχός, τόν τύπον τοῦ ὁποίου ἐπέβαλλεν κατά τά προεκτεθέντα ἡ διά μέσου τῶν νεωτέρων αἰώνων μοναστηριακή πρᾶξις, γίνεται τακτικόν καί μόνιμον μέλος τῆς μοναχικῆς ἀδελφότητος ὡρισμένης Ἱερᾶς Μονῆς καί δεσμεύεται ἐκ τῶν ἱερῶν ἐπαγγελιῶν τῆς μοναχικῆς ὁμολογίας. Διαφέρει οὗτος τοῦ ὑποψηφίου, δηλαδή τοῦ δοκίμου μοναχοῦ τοῦ δοκιμαζομένου ἁπλῶς ἔστω καί ἐν χρήσει τοῦ μοναχικοῦ ἐνδύματος... Κατ’ ἀκολουθίαν τῶν προεκτεθέντων οἱ μετά ταύτην δοκιμασίαν ἔχοντες ἅμα τά νόμιμα πρός κατάταξίν των εἰς τήν μοναχικήν ἀδελφότητα προσόντα κειρόμενοι ρασοφόροι μοναχοί ὡς ὁμολογοῦντες τήν διά βίου ἐν τῷ μοναστηρίῳ διαμονήν (κατά τήν προεκτεθεῖσαν ἄποψιν, ἥν καί τό δικαστήριον τοῦτο ἀποδέχεται), εἶναι μοναχοί ὑποκείμενοι εἰς τάς περί τῆς μοναχικῆς πολιτείας διατάξεις, καί ὡς ἐκ τούτου οὗτοι διέπονται ἀπό τό εἰδικόν νομοθετικόν καθεστώς περί τῆς κληρονομίας μοναχῶν... Τήν ὀρθότητα τῆς γνώμης ὅτι οἱ ὑπό τήν ὡς ἄνω διαδικασίαν κειρόμενοι εἶναι μοναχοί ἀπό καί διά τῆς κατά τόν προαναφερόμενον τρόπον κουρᾶς των ὑπό τοῦ τύπου τοῦ ρασοφόρου καί θεωροῦνται ὡς καταταγέντες εἰς τήν Μονήν ἐνισχύουν οἱ κάτωθι λόγοι: Α) Ὁ ρασοφόρος μοναχός δέν παύει νά ὑπέχη λόγῳ τῆς μοναχικῆς του ἰδιότητος ὑποχρέωσιν ἀσκήσεως ἐντός τῆς Μονῆς, ὡς καί οἱ μεγαλόσχημοι ἤ μικρόσχημοι μοναχοί, ἔστω καί ἄν ἡ ἄσκησις αὕτη εἶναι ἠπιωτέρα... Β) Μεταξύ τῆς ἱερᾶς ἀκολουθίας τῆς τελουμένης κατά τήν πανηγυρικήν κουράν τοῦ κειρομένου ὡς μικροσχήμου μοναχοῦ καί τῆς ἀντιστοίχου ἐκείνης ἀκολουθίας κατά τήν κουράν τοῦ μεγαλοσχήμου μοναχοῦ... ὑφίσταται μία οὐσιωδεστάτη διαφορά ἀφορῶσα κυρίως τήν ἀκτημοσύνην, δοθέντος ὅτι ὁ ὑποψήφιος μικρόσχημος μοναχός δέν ἐρωτᾶται, ὡς ὁ μεγαλόσχημος "ἄν ἀποτάσσῃ τῷ κόσμῳ καί τοῖς ἐν τῷ κόσμῳ", κατά τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου... Γ) Ὡς ρασοφόρος μοναχός ὑπό τήν προεκτεθεῖσαν ἔννοιαν θεωρεῖται ἐκεῖνος ὅστις, ἔχων τά νόμιμα προσόντα πρός ἀπόκτησιν τῆς μοναχικῆς ἰδιότητος μετά τήν παρέλευσιν τοῦ χρόνου δοκιμασίας τῶν μοναχῶν μετ’ ἄδειαν τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, κείρεται ὑπό Κληρικοῦ ἐντός τῆς ἐκκλησίας μοναχός καί ἐνδύεται παρά τοῦ τελευταίου τόν τύπον τῆς στολῆς τοῦ ρασοφόρου μοναχοῦ κατόπιν τελέσεως τῆς ἐν τῷ Μεγάλῳ Εὐχολογίῳ ὁριζομένης θρησκευτικῆς τελετῆς καθ’ ἥν ἀναγινώσκεται πρός τόν κειρόμενον ἡ προδιαληφθεῖσα περιληπτική τῆς μοναχικῆς ἐπαγγελίας εὐχή καί κείρεται σταυροειδῶς ἡ κόμη του, ἐγκλείεται δέ ὁ μοναχός οὗτος εἰς τό μοναστήριον πρός ἰσόβιον ἄσκησιν, ἔστω καί ἄν αὕτη εἶναι ἠπιωτέρα τῆς τοῦ μεγαλοσχήμου ἤ μικροσχήμου μοναχοῦ. Πολλάκις δέ, ὡς ἐν τῷ προκειμένῳ, ὁ ρασοφόρος μοναχός ἀποτελεῖ καί μέλος τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου (τῆς διαγραφ. ἡ λέξις)Μονῆς, ἡ ὁποία ὑπέχει ἔναντι αὐτοῦ (ρασοφόρου) ὑποχρέωσιν πρός παροχήν τροφῆς κατά τόν χρόνον τῆς ἐν αὐτῇ ἐγκαταβιώσεώς του, διότι αὐτός εἶναι μοναχός ὑπό πᾶσαν ἔποψιν. Ὅθεν δέν εἶναι συνεπές καί λογικόν νά θεωρηθῇ ὅτι ὁ ρασοφόρος δέν εἶναι μοναχός καί δέν κατετάγη εἰς τήν μοναχικήν ἀδελφότητα. Τοῦτο δέ διότι κατά τήν ὡς ἄνω διαδικασίαν ἐτηρήθησαν ἀμφότερα τά στάδια διά τήν πρόσκτησιν τῆς μοναχικῆς κουρᾶς, ἤτοι α) τό τε συμβουλευτικόν στάδιον τῆς τελέσεως τῆς μοναχικῆς κουρᾶς ἐπί τοῦ κατ’ αὐτόν τόν τρόπον κατά τήν τέλεσιν τῆς οἰκείας θρησκευτικῆς τελετῆς ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου, ὑποσχεθέντος τήν μοναχικήν ἐπαγγελίαν, ἀλλά καί β) τό στάδιον τῆς διαβεβαιώσεως τῆς μοναχικῆς ἐπαγγελίας τόσον κατά τήν ἐσωτερικήν του πλευράν, τήν ἀφορῶσαν τήν οὐσίαν τοῦ περιεχομένου τῆς μοναχικῆς ὁμολογίας, ὅσον καί τήν ἐξωτερικήν πλευράν τοῦ σταδίου τούτου τήν συμβολίζουσαν καί συνιστῶσαν τόν πανηγυρικόν τύπον διά τοῦ ὁποίου, μέ ποίαν τινά εἰς τήν περί ἧς ὁ λόγος περίπτωσιν παραλλαγήν ἐν συγκρίσει μέ τήν κουράν τοῦ μεγαλοσχήμου ἤ μικροσχήμου μοναχοῦ κατατίθεται ἡ μοναχική ὁμολογία περί τῆς ἐν ὑπακοῇ, παρθενίᾳ καί ἀκτημοσύνῃ ἰσοβίου ἐν τῇ μονῇ ἀσκήσεως... Εἰρήσθω ὅτι δέ ἄγει εἰς τήν ἀντίθετον τῆς ἀνωτέρω κρίσεως ἐν σχέσει μέ τήν ρύθμισιν τῆς κληρονομίας τήν ὑπό τήν προεκτεθεῖσαν ἔννοιαν ρασοφόρων μοναχῶν τό γεγονός ὅτι ἤδη ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (ὅρα τήν ὑπ’ ἀριθμ. 98/1945 ἐγκύκλιον καί τό ὑπ’ ἀριθμ. 4811/1968 ἔγγραφον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου), θέλουσα νά ἀντιδράσῃ εἰς τήν ἐφάμαρτον συνήθειαν "τῆς ἀνά τούς αἰῶνας διαμορφωθείσης μοναστηριακῆς πράξεως καταγραφῆς εἰς τά μοναχολόγια τῶν μή χειροτονηθέντων ἀλλ’ ἁπλῶς τήν εὐχήν τῆς ρασοφορίας δεχθέντων προσώπων" ἀπηγόρευσεν πᾶσαν μελλοντικήν καταγραφήν τούτην εἰς τά μοναχολόγια. Τοῦτο δέ διότι ἡ μετά τήν τήρησιν τῆς νομίμου δια-δικασίας (δοκιμασία ὑπό τά μοναχικά καθεστῶτα, ἄδεια Μητροπολίτου, θρησκευτική τελετή μοναχικῆς ἀποκάρσεως κατά τά ἐν τῷ Μεγ. Εὐχολογίῳ διά σταυροειδοῦς ἀποκάρσεως τῆς κόμης τοῦ μοναχοῦ) κουρά ἀκολουθουμένη ἀπό ἐγγραφήν αὐτοῦ εἰς τό μοναχολόγιον καί πολυετῆ διαβίωσιν ἐν τῇ Μονῇ τῆς μετανοίας του τοῦ καρέντος ρασοφόρου μοναχοῦ, δέν δύναται νά παρεμποδίσῃ τ’ ἀποτελέσματα τῆς ἀπό τό μοναστικόν τοῦτο σχῆμα (ρασοφόρου) μοναχικῆς κουρᾶς ἀπό τῆς ὁποίας καί διά τῆς ὁποίας, ὁ ὑπό τάς προεκτεθείσας περιστάσεις κατατάσσεται εἰς τήν μοναχικήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς τῆς μετανοίας του... ἀπό τῆς τοιαύτης δέ κατατάξεως ἔχουσιν ἐφαρμογήν ὡς πρός τήν κληρονομίαν αὐτοῦ αἱ εἰδικαί διατάξεις τοῦ Ν. ΓΥΙΔ/1909, ὡς οὗτος τροποποιηθείς ἰσχύει σήμερον...».

Ἡ ἀπόφαση αὐτή κατέστη ἀμετάκλητη, ὑπό τοῦ ἐν Πάτραις Ἐφετείου (Ἀριθμ. 224 /1971) Πρέπει νά ἐπισημανθῆ ὅτι ἡ ἐν λόγῳ ἀμετάκλητη Δικαστική ἀπόφαση εἶναι πλήρως αἰτιολογημένη, σέ τέτοιο βαθμό ἐμπεριστατωμένη, πού νά ἀνταποκρίνεται πλήρως στήν κανονική καί μοναχική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ ρασοφόρου μοναχοῦ, ἡ ὁποία, μάλιστα, ἀποφασίζει ἀντίθετα ἀπό τίς τότε Ἐγκυκλίους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τίς ὁποῖες καί μνημονεύει.

Ἕκτον. Παρεμπιπτόντως κάνουν λόγο περί «ρασοφόρου μοναχοῦ», ἀποδίδοντας στήν ἰδιότητα αὐτή κανονικές, ἀλλά καί ἐμμέσως ἔννομες συνέπειες καί οἱ ἑξῆς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας : α) 353/2001 (ΕΑ) «….Ἐπειδή ἀπό τά προσκομιζόμενα στοιχεῖα προκύπτει ὅτι ὁ αἰτῶν, δόκιμος μοναχός ἀπό 28-2-1985 , ἔλαβε ρασοευχή καί ἔγινε μοναχός τήν 28-8-1986 ….» (β) ΣτΕ 987/2023, ΣτΕ 433/2024, ΣτΕ 319/2021.

Τέλος θά θέσω καί τόν ἑξῆς προβληματισμό, πού πρέπει νά τύχη εἰδικῆς νομικῆς διερεύνησης: Ἐν ὄψει τοῦ ὅτι, ὅπως εἶναι γνωστό, μέ τήν ἔγκριση τοῦ ἐσωτερικοῦ Κανονισμοῦ ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο στά περισσότερα Ἡγουμενοσυμβούλια, ὡς ὄργανα διοίκησης τῶν Ἱερῶν Μονῶν, συμμετέχουν ὡς μέλη αὐτῶν καί ἴσως κατά πλειοψηφία, ρασοφόροι, ὑπό τήν ὡς ἄνω ἔννοια μοναχοί, σέ περίπτωση πού ἤθελε γίνει δεκτό ὅτι δέν κατέχουν τήν μοναχική ἰδιότητα, τίθεται θέμα ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται, ἀλλά καί δυνατότητας νόμιμης συγκροτήσεώς τους.

Σέ κάθε περίπτωση ἡ εἰσήγησή μου, ὅπως ἀνέφερα καί εἰσαγωγικά, σκοπό ἔχει νά παρουσιάση τό ποιά εἶναι ἡ θέση τῶν ρασοφόρων μοναχῶν στήν παράδοση καί ζωή τῆς Ἐκκλησίας, διότι νομίζουμε ὅτι σέ τέτοια εὐαίσθητα ἐκκλησιαστικά ζητήματα δέν χρειάζεται νά εἴμαστε πολιτειοκράτες, ἀλλά νά ἀκολουθοῦμε τήν Ἐκκλησιαστική, Μοναχική παράδοση αἰώνων καί νά μήν ἀπεμπολοῦμε τά τίμια τά ὁποῖα μᾶς παρέδωσαν οἱ Πατέρες μας.

5. Συνέπειες τῆς ἰσχύος τῶν ἀποφάσεων τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου

Ἡ ἄποψη, παρά τά ἀνωτέρω, ὅτι οἱ ρασοφόροι μοναχοί πού ὑπέστησαν δοκιμασία καί κουρά δέν εἶναι μοναχοί, θά ἐπιφέρη τίς ἑξῆς συνέπειες:

Πρῶτον, θά διαγραφῆ μιά παράδοση πάνω ἀπό χίλια ἔτη πού θεωρεῖ τούς ρασοφόρους εἰσαγωγικούς μοναχούς, ἀρχή τοῦ μεγάλου σχήματος, μέ δικαιολογία μερικά περιουσιακά στοιχεῖα τῶν ρασοφόρων μοναχῶν, πρᾶγμα παράδοξο καί ἀντιεκκλησιαστικό.

Δεύτερον, θά ὑπάρξη διαφοροποίηση πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, κατά τό ὁποῖο οἱ ρασοφόροι εἶναι ἀρχάριοι-εἰσαγωγικοί μοναχοί, ὅπως φαίνεται στό Ἅγιον Ὄρος, τήν Ἱερά Μονή Πάτμου καί ἀλλοῦ.

Τρίτον, θά καταργηθοῦν ὅλοι οἱ ἐγκεκριμένοι ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο Ἐσωτερικοί Κανονισμοί τῶν Ἱερῶν Μονῶν καί θά κληθοῦν νά ὑποβάλουν ἄλλους κανονισμούς μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται.

Τέταρτον, θά ἐπικρατήση δυσφορία καί ἀναστάτωση στίς Ἱερές Μονές καί τά Ἡσυχαστήρια ἀπό ρασοφόρους καί ρασοφόρες μοναχές, ὅτι δέν θεωροῦνται μοναχοί καί μοναχές καί ἐνδεχομένως νά ἀποχωρήσουν ἀπό τίς Ἱερές Μονές, ἀποβάλλοντας τό ράσο, μέ εὐθύνη τῆς Συνόδου. Πρόκειται, ὅπως προαναφέρθηκε, γιά πάνω ἀπό 2.500 ρασοφόρους μοναχούς.

Πέμπτον, ἐφ’ ὅσον οἱ ρασοφόροι δέν θά θεωρηθοῦν μοναχοί, ἀλλά δόκιμοι, θά καταργηθῆ μιά ἀκολουθία ἀπό τό Μέγα Εὐχολόγιον καί δέν θά ἐλέγχεται ἡ κατάσταση στίς Ἱερές Μονές ἀπό τόν Μητροπολίτη, ὡς πρός τό θέμα αὐτό.

Ἕκτον, ἐνδεχομένως θά κριθοῦν παράνομες οἱ ἀποφάσεις πού ἐλήφθησαν ἀπό Ἡγουμενοσυμβούλια στά ὁποῖα συμμετέχουν ρασοφόροι μοναχοί–μοναχές καί ἀκόμη δέν θά μποροῦν νά συγκροτηθοῦν, λόγω ἔλλειψης μοναχῶν καί μοναζουσῶν.

Ἕβδομον, ὅλοι οἱ ἄγαμοι Ἱερομόναχοι στήν διακονία τῆς Ἐκκλησίας πού ἔχουν δεχθῆ τήν εύχή τῆς ρασοφορίας, δέν θά μποροῦν νά τιτλοφοροῦνται Ἱερομόναχοι, δέν θά φέρουν τόν τίτλο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου μέ σταυρὀ, ἐπανωκαλύμαυχο καί δέν θά ἔχουν τιμητικό λειτουργικό προβάδισμα ἔναντι τῶν πιό ἡλικιωμένων ἐγγάμων Ἱερέων.

Ὄγδοον, μιά τέτοια ἀπόφαση θά προκαλέση μείζονα προβλήματα, παρά θά ἐπιλύση, σέ μιά ἐποχή μειωμένων μοναχικῶν κλήσεων καί γενικῶν ἀναστατώσεων.

Διερωτῶμαι: Ἀξίζουν νά γίνουν ὅλα αὐτά, καταργώντας μάλιστα μιά παράδοση τοὐλάχιστον χιλίων ἐτῶν χωρίς οὐσιαστικά ἐπιχειρήματα;

Πρόταση πρός ψηφοφορία

Ὕστερα ἀπό τά ἀνωτέρω μποροῦμε νά ἐπικεντρωθοῦμε στήν ἑξῆς πρόταση.

1. Οἱ ρασοφόροι εἶναι εἰσαγωγικοί μοναχοί, συμμετέχουν στήν ὅλη ζωή τῶν Ἱερῶν Μονῶν καί στά διοικητικά τους ὄργανα, σύμφωνα μέ τούς Ἐσωτερικούς Κανονισμούς πού ἐγκρίθηκαν ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, προετοιμαζόμενοι γιά τήν λήψη ἐν καιρῷ τῆς δωρεᾶς τοῦ Μεγάλου ἀγγελικοῦ Σχήματος.

2. Τό θέμα τῶν περιουσιακῶν στοιχείων κάθε μοναχοῦ καί μοναχῆς, ρυθμίζεται πρίν τήν ἀκολουθία σέ ρασοφόρο μοναχό (-ή), τελικῶς δέ μέ συμβολαιογραφική πράξη μέ διάκριση καί μέ ἐλεύθερη βούληση πρίν τήν ἀκολουθία σέ μεγαλόσχημο μοναχό. Αὐτό εἶναι σύμφωνο μέ τήν ὅλη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν νομολογία τῶν Δικαστηρίων.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος