Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ τέταρτος (4ος) αἰῶνας ὡς ὁ «χρυσοῦς» αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας

(Ὁμιλία στοὺς Ἐκπαιδευτικοὺς τῆς πόλεως Ναυπάκτου τὴν 30η Ἰανουαρίου 2013

καὶ στὴν Ἱερατικὴ Σύναξη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κηφισίας, τὴν 14 Φεβρουαρίου 2013 )

Εὐχαριστῶ γιατί ἀνταποκριθήκατε στὴν πρόσκλησή μου νὰ ἔλθετε σήμερα στὴν ἐκδήλωση αὐτή, τὴν ὁποία καθιέρωσα ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, ἀπὸ τὴν πρώτη χρονιὰ τῆς ἐλεύσεώς μου στὴν Ναύπακτο. Κάθε χρόνο ἀναπτύσσω διάφορα θέματα σὲ σχέση μὲ τὴν ζωή, τὴν διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ προσπαθῶ νὰ θίξω πλευρὲς ποὺ ξεφεύγουν λίγο ἀπὸ τὰ τετριμμένα καὶ καθιερωμένα. Τὸ θέμα τῆς σημερινῆς ὁμιλίας μου εἶναι «Ὁ τέταρτος αἰῶνας (στὸν ὁποῖον ἔζησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες) ὡς ὁ "χρυσοῦς" αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας».

Ἡ Α΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἰς τὴν Νίκαια

Ο τέταρτος (4ος) αἰῶνας ἔχει χαρακτηρισθῇ ἀπὸ πολλοὺς θεολόγους καὶ μελετητὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ὡς ὁ «χρυσοῦς αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας». Αὐτὸ ὀφείλεται σὲ πολλοὺς παράγοντες. Πρῶτον, στὴν διοργάνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν καὶ τὴν ἔκδοση τοῦ Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων. Δεύτερον, στὴν συνάντηση μεταξὺ μεγάλων θεολογικῶν καὶ θρησκευτικῶν ρευμάτων ἤτοι τῆς ἰουδαϊκῆς σκέψεως, τῆς χριστιανικῆς ἀποκαλύψεως, τῆς γνωστικῆς διδασκαλίας καὶ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Τρίτον, στὸν καθορισμὸ τῶν δογμάτων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, λόγῳ τῶν πολλῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισματικῶν καταστάσεων ποὺ παρατηρήθηκαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Τέταρτον στὴν ἐμφάνιση μεγάλων Πατέρων στὴν Ἐκκλησία, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.

Ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ δοῦμε ἀναλυτικότερα στὴν συνέχεια καὶ ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε καλύτερα τὸν μεγάλο θησαυρὸ ποὺ μᾶς κληροδότησαν καὶ τὸ καθῆκον μας νὰ διατηρήσουμε γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιές.

1. Τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων

Ὁ 4ος αἰῶνας ἄρχισε μὲ τοὺς μεγάλους καὶ σκληροὺς διωγμοὺς ποὺ εἶχε διατάξει ὁ Διοκλητιανός. Ἑκατομμύρια μάρτυρες θυσιάσθηκαν γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη στὸν Τριαδικὸ Θεό. Τὸν διωγμὸ αὐτὸν τὸν ὑποκίνησε στὴν πραγματικότητα ὁ γαμβρὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ Γαλέριος, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἐξέδωσε διάταγμα τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 311 στὴν Νικομήδεια ἢ στὴν Σαρδικὴ μὲ τὸ ὁποῖο ἔθεσε τέρμα στὸν διωγμό. Ὁ Γαλέριος ἐπέτρεψε τὴν χριστιανικὴ λατρεία, ἀλλὰ μὲ τοὺς ὅρους νὰ μὴ πράττουν οἱ Χριστιανοὶ κάτι ἔναντι τῶν νόμων τοῦ Κράτους, καὶ νὰ εὔχωνται γιὰ τὸν αὐτοκράτορα. Ἐπίσης, διέτασσε νὰ ἐπιστραφοῦν στοὺς Χριστιανοὺς οἱ κατασχεθέντες καὶ ἀπαλλοτριωθέντες τόποι προσευχῆς, ἔναντι ἀποζημιώσεως. Ἡ ἔκδοση τοῦ Διατάγματος αὐτοῦ ὀφειλόταν ἀφ’ ἑνὸς μὲν στὴν θετικὴ ἐπίδραση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἐπάνω στὸν Γαλέριο, ἀφ’ ἑτέρου δὲ στὴν ἀσθένεια τοῦ Γαλερίου ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέθανε μετὰ ἀπὸ λίγο.

Δύο χρόνια μετά, καὶ συγκεκριμένα κατὰ τὸ ἔτος 313, ἐξεδόθη ἕνα Διάταγμα ποὺ φέρει τὴν ὀνομασία «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων», διότι ὑπογράφηκε στὰ Μεδιόλανα, σημερινὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας, κατόπιν συσκέψεως μεταξὺ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου καὶ τοῦ Λικινίου. Ἐφέτος ἐνθυμούμαστε τὰ 1700 χρόνια ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων, ποὺ εἶναι πολὺ σημαντικό. Πρόκειται γιὰ δύο κείμενα τὰ ὁποία διαφέρουν μεταξύ τους. Τὸ ἕνα διασώζεται ἀπὸ τὸν Λακτάντιο, ὁ ὁποῖος ἀντέγραψε τὸ ἔγγραφο, τὸ ὁποῖο δημοσιεύθηκε στὴν Νικομήδεια ἀπὸ τὸν Λικίνιο, μετὰ τὴν ἀπόσπαση τῆς Βιθυνίας (Μικρᾶς Ἀσίας) ἀπὸ τὸν Μαξιμίνο. Τὸ ἄλλο κείμενο διασώζεται ἀπὸ τὸν Εὐσέβιο ὁ ὁποῖος μετέφρασε τὸ κείμενο ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης. Τὰ δύο αὐτὰ ἔγγραφα τὰ ὁποία ἦταν ἕνα καὶ ἔφεραν τὰ ὀνόματα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ τοῦ Λικινίου ὀνομάζονται Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων. Οἱ ἱστορικοὶ προσπαθοῦν νὰ ἐξηγήσουν αὐτὴν τὴν διαφορὰ μεταξύ τους καὶ δίνουν διάφορες ἑρμηνεῖες ποὺ δὲν μᾶς ἀφορᾶ ἐδῶ. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων ἔδωσε πλήρη ἐλευθερία στοὺς πολῖτες τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους νὰ ἀσπασθοῦν τὸν Χριστιανισμὸ καὶ πλήρη ἐλευθερία τελέσεως τῆς λατρείας τους. Ἐπίσης, διέτασσε τὴν πλήρη ἐπιστροφὴ τῶν ἀπαλλοτριωθέντων ἢ δωρηθέντων τόπων τῆς προσευχῆς καὶ τῶν κοινοτικῶν κτημάτων, χωρὶς νὰ δοθῇ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἀποζημίωση. Μὲ τὸ Διαταγμα αὐτὸ ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν ἐλεύθερος νὰ τελῇ τὴν λατρεία του καὶ νὰ δέχεται πιστούς, ἀλλὰ δὲν καθοριζόταν ὅτι ἦταν ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους.

Θὰ παραθέσω δύο φράσεις ἀπὸ τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, ὅπως διασώθηκε ἀπὸ τὸν Εὐσέβιο Καισαρείας καὶ ἀναφέρεται στὸ θέμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ἡ μία φράση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἤδη μὲν πάλαι σκοποῦντες τὴν ἐλευθερίαν τῆς θρησκείας οὐκ ἀρνητέαν εἶναι, ἀλλ’ ἑνὸς ἑκάστου τὴ διανοία καὶ τῇ βουλήσει ἐξουσίαν δοτέον τοῦ τὰ θεῖα πράγματα τημελεῖν κατὰ τὴν αὐτοῦ προαίρεσιν ἕκαστον, κεκελεύκειμεν τοῖς τε Χριστιανοῖς τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς θρησκείας ἑαυτῶν τὴν πίστιν φυλάττειν». Ἡ ἄλλη φράση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ὁπότε εὐτυχῶς ἐγὼ Κωνσταντῖνος ὁ Αὔγουστος καγὼ Λικίνιος ὁ Αὔγουστος ἐν Μεδιολάνῳ ἐληλύθειμεν καὶ πάντα ὅσα πρὸς τὸ λυσιτελὲς καὶ τὸ χρήσιμον τῷ κοινῷ διέφερεν, ἐν ζητήσει ἔσχομεν ταῦτα μεταξὺ τῶν λοιπῶν ἅτινα ἐδόκει ἐν πολλοῖς ἄπασιν ἐπωφελὴ εἶναι, μᾶλλον δὲ ἐν πρώτοις διατάξαι ἐδογματίσαμεν, οἷς ἡ πρὸς τὸ θεῖον αἰδώς τε καὶ τὸ σέβας ἐνείχετο, τοῦτ’ ἔστιν, ὅπως δῶμεν καὶ τοῖς Χριστιανοῖς καὶ πᾶσιν ἐλευθέραν αἵρεσιν τοῦ ἀκολουθεῖν τῇ θρησκεία ἢ δ’ ἂν βουληθῶσιν...».

Πρόκειται γιὰ ἕνα Διάταγμα ποὺ καθόριζε τὴν λήξη τῶν διωγμῶν ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔδινε ἐλευθερία στὸν Χριστιανισμὸ νὰ ἐπιτελῆ τὴν λατρεία του καὶ ἄνοιγε τὸν δρόμο γιὰ νὰ γίνη ἀργότερα ὁ Χριστιανισμὸς ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους.

2. Ἡ συνάντηση τῶν μεγάλων θεολογικῶν ρευμάτων

Ὁ Χριστιανισμὸς μὲ τὴν ἐλευθερία ποὺ τοῦ δόθηκε ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται καὶ νὰ δέχεται νέα μέλη στοὺς κόλπους του, διὰ τοῦ βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος, καὶ τελοῦσε ἐλεύθερα τὴν λατρεία του, ἰδιαίτερα τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἄρχισε μιὰ ἀναζωογόνηση καὶ ἀνασυγκρότηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὕστερα ἀπὸ τὴν λαίλαπα τῶν διωγμῶν καὶ τῶν μαρτυρίων. Ὅμως, ἡ ἐλευθερία δημιούργησε ἄλλους πειρασμούς, ὁ κυριότερος ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν οἱ αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία προσπάθησε νὰ δημιουργήση τοὺς χώρους τῆς λατρείας, δηλαδὴ τοὺς Ναούς, νὰ καθορίση τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ δεχθῇ τὰ νέα μέλη της, νὰ συγκροτήση τὸν τρόπο διοικήσεώς της καὶ φυσικὰ νὰ ἀντιμετωπίση τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς σχισματικούς. Ἕνα χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ 4ου αἰῶνος εἶναι ὅτι συναντήθηκαν μεγάλα φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ ρεύματα τὰ ὁποία κυριαρχοῦσαν στοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἰδιαιτέρως τὸν 2ο καὶ τὸν 3ο αἰῶνα. Θὰ γίνη μιὰ παρουσίαση αὐτῶν τῶν θρησκευτικῶν ρευμάτων γιὰ νὰ διαπιστωθῇ ἡ μεγάλη σπουδαιότητα τῆς συναντήσεώς τους μὲ τὸν Χριστιανισμό.

Τὸ βασικὸ θρησκευτικὸ ρεῦμα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἰδίως στὴν Παλαιστίνη, ἦταν ὁ Ἰουδαϊσμός. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀναπτύχθηκε στὰ μέρη τῆς Παλαιστίνης καὶ στὴν συνέχεια ἐξῆλθε ἀπὸ τὰ ὅριά της στὸν γνωστὸ τότε κόσμο. Οἱ Ἀπόστολοι ἦταν Ἰουδαῖοι κατὰ τὴν καταγωγὴ καί, ὅπως ἦταν φυσικό, γνώριζαν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ τὶς ἑρμηνευτικὲς διατάξεις, τὸ Ταλμούδ, δηλαδὴ γνώριζαν τὸν νόμο καὶ τὶς ἑρμηνεῖες του, ἀλλὰ τελικὰ δέχθηκαν καὶ τὴν νέα ἀποκάλυψη ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Οἱ Ἀπόστολοι ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γνώριζαν ὅτι στοὺς Προφῆτες ἀποκαλυπτόταν ὁ Κύριος τῆς δόξης, ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος καὶ τοὺς φανέρωνε τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ. Στὴν συνέχεια βρῆκαν τὸν Μεσσία, κατάλαβαν ἀπὸ τὴν πεῖρα τους ὅτι ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, ὁ Γιαχβὲ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Κύριος τῆς δόξης, ἔγινε ἄνθρωπος, βίωσαν τὴν ἄκτιστη δόξα Του στὸ ὅρος Θαβώρ, Τὸν εἶδαν ἀναστάντα καὶ ἔλαβαν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁπότε ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματός Του.

Εἶναι φυσικὸ ὅτι ἡ σκέψη τους καὶ ἡ φρασεολογία τους ἦταν καθαρὰ Παλαιοδιαθηκική. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὶς ἐπιστολές του ἔκανε λόγο γιὰ τὸν Κύριο τῆς δόξης, γιὰ τὸν σαρκικό, ψυχικὸ καὶ πνευματικὸ ἄνθρωπο, γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, γιὰ τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου κ.λ.π. Ἔτσι, ὅλη ἡ σκέψη καὶ ἡ φρασεολογία τῆς Καινῆς Διαθήκης, δηλαδὴ τῶν Εὐαγγελίων, τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἐπιστολῶν τους, εἶναι καθαρὰ ἑβραϊκή, ἀλλὰ μὲ νέα ἑρμηνεία, σύμφωνα μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως, οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ποὺ δὲν δέχθηκαν τὸν Χριστὸ ἐξακολουθοῦσαν νὰ διαβάζουν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, δὲν μποροῦσαν ὅμως νὰ ἀποδεχθοῦν τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, οὔτε τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτὸ πολεμοῦσαν τοὺς Ἀποστόλους καὶ γενικὰ τοὺς Χριστιανούς. Ὁ Φίλων ὁ Ἰουδαῖος, ποὺ ἔζησε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἦταν σύγχρονος τοῦ Χριστοῦ, προσέλαβε καὶ μερικὰ ἑλληνιστικὰ στοιχεῖα στὴν διδασκαλία του.

Κατὰ τὸν 2ο αἰῶνα ἀναπτύχθηκε ἕνα ρεῦμα ποὺ ὀνομάσθηκε γνωστικισμός. Πρόκειται γιὰ ἕνα «φιλοσοφικό-πνευματιστικό-θρησκευτικό-μυστικιστικό-μαγικὸ πλέγμα διαφόρων ἀπόψεων, ποὺ διατυπώθηκαν στὴν διάρκεια τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων». Ὁ γνωστικισμὸς συνιστᾶ ἕνα θρησκευτικὸ συγκρητισμὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Στὴν διδασκαλία του συνυπάρχουν ἀναμεμειγμένα διάφορα «ἑτερόκλητα στοιχεῖα ἀπὸ τὴν μυθολογία τῶν Αἰγυπτίων, τῶν Βαβυλωνίων καὶ ἄλλων ἀνατολικῶν λαῶν, ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ παράδοση καὶ φιλοσοφία καὶ ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ θεολογία».

Βασικὴ ἀρχὴ τοῦ γνωστικισμοῦ εἶναι ὅτι ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ ἀγαθὸς Θεὸς εἶναι ἕνα ὑπερβατικὸ ὃν ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸν κόσμο, ἀντίθετα ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου εἶναι ὁ κακὸς Θεός, ὅπως εἶναι ὁ Θεὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν πίστη, ἀλλὰ μὲ τὴν γνώση, ἡ ὁποία «ἀποτελεῖ μιὰ ἀνώτερη, πνευματική, ἐνορατικὴ θεία μορφὴ γνώσης ποὺ ἀντιδιαστέλλεται τόσο πρὸς τὴν ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ἔχει κοσμικὸ περιεχόμενο, ὅσο καὶ πρὸς τὴν θρησκευτικὴ πίστη, ἡ ὁποία ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸ δόγμα». Αὐτὴ ἡ γνώση εἶναι μιὰ ἐσωτερικὴ σπίθα, καὶ ὁ ἄνθρωπος σώζεται δι’ αὐτῆς. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ ὕψιστος ἄρχων, ὁ σωτῆρας ποὺ ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ Θεὸ γιὰ νὰ ἀναζωπυρώση τὶς σπίθες αὐτὲς ποὺ ὑπάρχουν μέσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ βοηθήση στὴν ἀποκατάστασή τους.

Γνωστικιστὲς τῶν πρώτων αἰώνων ἔδρασαν σὲ διάφορα μέρη τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου, ὅπως εἶναι ὁ Βασιλείδης στὴν Αἴγυπτο, ὁ Βαρδησάνης στὴν Μεσοποταμία, ὁ Μαρκίων στὴν Σινώπη καὶ τὴν Ρώμη, ὁ Καρποκράτης στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ὁ Μάνης στὴν Περσία ποὺ εἶναι καὶ ὁ εἰσηγητὴς τοῦ μανιχαϊσμοῦ. Τὸν γνωστικισμὸ ἀντιμετώπισαν οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες, κυρίως ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, Ἐπίσκοπος Λυῶνος, ποὺ ἔγραψε τὸ βιβλίο «ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως». Ὁ γνωστικισμὸς θεωρήθηκε ὡς μιὰ ἀπειλὴ ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ γιατί ἀμφισβητοῦσε τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τὶς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ὑπονόμευε τὴν ἀπολυτρωτικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔθετε τὶς βάσεις γιὰ ἕναν θεολογικὸ καὶ φιλοσοφικὸ δυϊσμὸ (διάκριση μεταξὺ καλοῦ καὶ κακοῦ Θεοῦ), ἀλλὰ καὶ ὑπερτόνιζε τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στὸν ὁποῖο ὑπάρχουν οἱ σπίθες τῆς γνώσεως, παραθεωρῶντας τὴν πίστη στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.

Ἕνα ἄλλο ρεῦμα ποὺ κυριαρχοῦσε τὸν 3ο αἰῶνα ἦταν ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνος τοῦ Ἀριστοτέλη, ἐκτὸς τῶν Ἀθηνῶν, καὶ στὸν χῶρο τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ τῆς Ἀντιοχείας, ποὺ ἐπηρέασε μερικοὺς Χριστιανοὺς θεολόγους. Ἐξακολουθοῦσαν νὰ λειτουργοῦν οἱ φιλοσοφικὲς σχολὲς στὶς ὁποῖες διδασκόταν ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία, καὶ κυκλοφοροῦσαν τὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων. Κυρίως ἀπὸ τὸν 3ο αἰῶνα ἀναπτύχθηκε ὁ νεοπλατωνισμὸς ποὺ ἦταν μιὰ προσπάθεια ἀναβίωσης τοῦ ἀρχαίου πλατωνισμοῦ, μὲ νέα στοιχεῖα. Βασικὴ διδασκαλία τοῦ νεοπλατωνισμοῦ εἶναι ὅτι χωρίζεται ἡ πραγματικότητα σὲ τέσσερα ἐπίπεδα, ἤτοι τὸ ἕν ποὺ εἶναι ἡ οὐσία, ὁ νοῦς, ἡ ψυχή, καὶ ὁ αἰσθητὸς κόσμος. Κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ προηγούμενο, διὰ τῆς ἀπορροῆς, καὶ μεταξύ τους ὑπάρχει ἡ λεγόμενη «ἁλυσίδα τοῦ ὄντος». Ἔτσι, ἀπὸ τὸ πλεόνασμα τοῦ ἑνός –τῆς οὐσίας– δημιουργήθηκε διὰ τῆς ἀπορροῆς ὁ νοὺς ἀπὸ τὸ πλεόνασμα τοῦ νοῦ δημιουργήθηκε, διὰ τῆς ἀπορροῆς, ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ πλεόνασμα τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς δημιουργήθηκε, διὰ τῆς ἀπορροῆς, ὁ αἰσθητὸς κόσμος.

Κατὰ τὸν νεοπλατωνισμὸ ἡ ψυχὴ διακρίνεται σὲ κοσμικὴ ψυχὴ «χάρη στὴν ὁποία ἡ ἀπροσδιόριστη ὕλη προσέλαβε μορφὴ» καὶ ἔτσι σχηματίζονται τὰ αἰσθητὰ πράγματα, καὶ στὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ «ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴ μορφὴ τοῦ σώματος τοῦ φορέα της». Ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐπανάκαμψη τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ σώματος στὸ ἀρχικὸ ἕν ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθε. Ἔτσι γίνεται λόγος γιὰ τρία στάδια, ἤτοι τὴν μονή, τὴν πρόοδο καὶ τὴν ἐπιστροφή. Ὁ νεοπλατωνισμὸς διαμορφώθηκε σὲ διάφορες σχολὲς στὶς μεγάλες πόλεις καὶ περιοχὲς τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως τὴν Ρώμη, τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴν Συρία, τὴν Πέργαμο, τὴν Ἀθήνα κ.λ.π. καὶ ἐκφραστές τους ἦταν ὁ Πλωτῖνος, ὁ Πορφύριος, ὁ Ἰάβλιχος κ.ἄ. Ὁ νεοπλατωνισμὸς ποὺ ἐμφανίσθηκε τὸν 3ο αἰῶνα ἐπέζησε μὲ διάφορες μορφὲς σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες, μέχρι τὴν φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς μας.

Ἀποστέλεσμα ὅλων αὐτῶν τῶν φιλοσοφικῶν καὶ θρησκευτικῶν ρευμάτων ἦταν ὅτι ἐπηρεάσθηκαν μερικοὶ Χριστιανοὶ θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι φιλοσοφοῦσαν πάνω στὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀνέπτυξαν τὸν λεγόμενο ἐξελληνισμένο Χριστιανισμό. Πρόκειται γιὰ μερικοὺς θεολόγους οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νὰ κατανοήσουν καὶ νὰ ἑρμηνεύσουν τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία μέσα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τὰ φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς τους. Οἱ Χριστιανοὶ θεολόγοι αὐτῆς τῆς κατηγορίας θεολογούσαν περισσότερο φιλοσοφικά, χωρὶς νὰ διαθέτουν προσωπικὴ ἐμπειρία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἔτσι ἐξελλήνισαν τὸν Χριστιανισμό, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ κατέληξαν σὲ αἱρέσεις.

Στὴν κατηγορία αὐτὴν ὑπάγονται ὁ Παῦλος Σαμοσατεύς, ὁ Λουκιανὸς Ἀντιοχεύς, ὁ Σαβέλλιος, ὁ Ἄρειος καὶ οἱ Ἀρειανοί, ὁ Εὐνόμιος, τοὺς ὁποίους ἀντιμετώπιζαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι αὐτοὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἑρμηνεύσουν τὴν χριστιανικὴ θεολογία, χρησιμοποιῶντας τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, στὰ θέματα σχέσεως μεταξὺ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό, καὶ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου. Ἔκαναν λόγο γιὰ πρόσωπα καὶ ὑπόσταση, γιὰ οὐσία καὶ ἐνέργειες, γιὰ μεταφυσικά, ἀμετάβλητα καὶ μεταβλητά, γιὰ ἐντελέχεια κλπ.

Τὰ φιλοσοφικά, θρησκευτικὰ καὶ θεολογικὰ αὐτὰ ρεύματα διαμόρφωσαν ἕνα κλίμα στὴν Ἐκκλησία τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων καὶ κυριαρχοῦσαν στὶς ἀπόψεις μερικῶν θεολόγων γύρω ἀπὸ τὰ θεολογικὰ θέματα. Αὐτὲς οἱ αἱρετικὲς ἀπόψεις ἐπηρέαζαν τοὺς Χριστιανούς, ὅπως ἦταν φυσικό, καὶ οἱ Ἐπίσκοποι προσπαθοῦσαν νὰ τὶς ἀντιμετωπίσουν. Ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ νέα πρόκληση στὴν ὁποία βρέθηκε ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Ἐνῷ στοὺς πρώτους αἰῶνες ἡ πρόκληση ἀναφερόταν στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως ἡ ὁποία ἐκφραζόταν διὰ τοῦ μαρτυρίου καὶ ἀνέδειξε τοὺς μάρτυρες, κατὰ τὸν 3ο καὶ 4ο αἰῶνα, ἡ πρόκληση ἀναφερόταν στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως μὲ ὅρους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ ἀνέδειξε τοὺς Μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

3. Ἡ διαμόρφωση τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καὶ ζωῆς

Ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα βρέθηκε μπροστὰ σὲ αὐτὲς τὶς προκλήσεις, ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμό, τὸν γνωστικισμό, τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ κυρίως τὸν νεοπλατωνισμό. Χρειάσθηκε, ἑπομένως νὰ ἀντιμετωπίση ὅλα αὐτὰ τὰ φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ ρεύματα καὶ νὰ ἐκφράση τὴν ἀποκαλυπτική της ἀλήθεια μέσα ἀπὸ τὴν νέα ὁρολογία. Ἔτσι, χωρὶς νὰ χάση καθόλου τὸ περιεχόμενο τῆς Ἀποκαλύψεως υἱοθέτησε μιὰ νέα ὁρολογία. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀντιμετώπισε καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ προερχόταν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ἐξέφραζαν τὸν λεγόμενο ἐξελληνισμένο Χριστιανισμό, καὶ οἱ ὁποῖοι μετέτρεπαν τὸν Χριστιανισμὸ σὲ μιὰ μορφὴ τοῦ ἑλληνισμοῦ, μὲ τὴν δική του φιλοσοφικὴ σκέψη. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτὴν τὴν συνάντηση, διὰ τῶν Πατέρων της, ἐξέφρασε τὸν ἐκχριστιανισμένο ἑλληνισμό, ὅπως τὸ χαρακτήριζε ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι. Τὰ ἰδιαίτερα σημεῖα ποὺ διακρίνουν αὐτὴν τὴν προσπάθεια, ποὺ εἶναι πραγματικὰ ἐργώδης, μποροῦν νὰ ἐντοπισθοῦν σὲ δύο ἐνδεικτικὲς χρονολογίες, ἤτοι τὸ ἔτος 325 μ.Χ. ποὺ συνεκλήθη ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, καὶ τὸ ἔτος 381 μ.Χ. ποὺ συνεκλήθη ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη.

Τὸ διάστημα ποὺ προηγήθηκε τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τὸ διάστημα μεταξὺ τῆς Α’ καὶ Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἦταν πολὺ σημαντικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιατί τότε ἀγωνίσθηκε γιὰ νὰ διαμορφωθῇ ἡ νέα πραγματικότητα, νὰ ἐκφρασθῇ ἡ αὐθεντικὴ θεολογία μέσα ἀπὸ νέους ὅρους, οἱ ὁποῖοι θὰ παραμείνουν ἔκτοτε στὴν Ἐκκλησία μέχρι σήμερα. Ὑπέρμαχος στὴν Ἂ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἦταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ στὴν Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, καὶ ἀκόμη ἔμμεσα ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ὁποῖος εἶχε κοιμηθῇ πρὶν συνέλθη ἡ Σύνοδος (379 μ.Χ.) ἀλλὰ μὲ τὴν διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο του προετοίμασε ὅλη τὴν θεολογία τῆς Συνόδου αὐτῆς. Στὴν συνέχεια θὰ τονισθοῦν μερικὰ σημεῖα τὰ ὁποία δείχνουν τὸ τί ἔγινε τὸν 4ο αἰῶνα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μόλις βγῆκε ἀπὸ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν καὶ τοῦ μαρτυρίου, ἀλλὰ καὶ πῶς ἀντιμετώπισε τὴν πρόκληση τῶν αἱρέσεων πάνω στὸ θέμα αὐτό. Στὴν θεολογία, δηλαδὴ τὴν τριαδολογία, χρησιμοποιήθηκε μιὰ νέα ὁρολογία μέσα στὴν ὁποία διασώθηκε ὅλη ἡ ἀποκαλυπτικὴ θεολογία γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα. Ἔτσι, ἐνῷ μέχρι τότε ἔκαναν λόγο γιὰ τὸ τρισήλιο Φῶς, τὰ τρία Φῶτα –τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος– τώρα οἱ Μεγάλοι Πατέρες, χωρὶς νὰ ἀποδεσμευθοῦν καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν βιβλικὴ ὁρολογία, ἔκαναν λόγο γιὰ πρόσωπα, οὐσία, ἐνέργεια, τρόπο ὑπάρξεως, προκειμένου νὰ ἐκφράσουν τὴν σχέση μεταξύ τους. Ὁ Θεὸς εἶναι τρία πρόσωπα-ὑποστάσεις, ὑπάρχει μιὰ κοινὴ οὐσία καὶ ἐνέργεια, τὸ κάθε πρόσωπο ἔχει τὸν ἰδιαίτερο τρόπο ὑπάρξεώς του, τὸ λεγόμενο ὑποστατικὸ ἰδίωμα, ὁ ἄνθρωπος μετέχει τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τῆς οὐσίας Τοῦ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετώπισαν ὅλες τὶς ἐμφανισθεῖσες αἱρέσεις καὶ διασώθηκε ἡ ἀποκαλυπτικὴ θεολογία. Αὐτὴ εἶναι ἡ λεγόμενη πολεμικὴ θεολογία. Τελικά, στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ στὰ πατερικὰ κείμενα, διασώθηκαν τόσο ἡ βιβλικὴ ὅσο καὶ ἡ πατερικὴ ὁρολογία.

Στὴν χριστολογία, οἱ Πατέρες, χρησιμοποιῶντας τοὺς ὅρους τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων, ἔκαναν κάποια ἄλλη χρήση τους γιὰ νὰ τὸ ἐκφράσουν καλύτερα. Ἐνῷ ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔχουν μία φύση καὶ ἐνέργεια στὰ Τρία Πρόσωπα, ὁ Χριστὸς ἔχει δύο φύσεις καὶ ἐνέργειες, θεῖα καὶ ἀνθρώπινη, στὸ ἕνα πρόσωπό Του. Στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ στὰ πατερικὰ κείμενα διασώθηκε καὶ στὸ θέμα αὐτὸ τόσο ἡ βιβλικὴ θεολογία ποὺ κάνει λόγο γιὰ τὸν Μεγάλης Βουλῆς ἄγγελο, γιὰ τὸν Κύριο τῆς δόξης, ὅσο καὶ ἡ πατερικὴ ὁρολογία, γιὰ τὶς δύο φύσεις, θεῖα καὶ ἀνθρώπινη, ποὺ ἑνώθηκαν στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Λόγου. Στὴν ἐκκλησιολογία ἔγινε μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ κατοχυρωθῇ ἡ ἑνότητα τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Αὐτὸ τὸ ἐπέτυχαν οἱ Πατέρες μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες στὶς Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐνεργοῦν τὰ χαρίσματα κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ἐπισκοποκεντρικὴ θεώρησή της. Ἐπίσης, προσλήφθηκε τὸ διοικητικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας μὲ τὶς Ἐπαρχίες, τὶς Διοικήσεις - Ἐξαρχίες καὶ τὶς Ὑπαρχίες, γιὰ νὰ συγκροτηθῇ τὸ συνοδικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ αὐτὴν τὴν ρύθμιση ὅρισαν τὸ Μητροπολιτικὸ σύστημα στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, στὴν Β' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο θεσπίσθηκε τὸ ὑπερμητροπολιτικὸ σύστημα τὸ ὁποῖο ἐξελίχθηκε σὲ Πατριαρχικὸ σύστημα διοικήσεως. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀντιμετωπίσθηκαν τὰ σχίσματα καὶ οἱ διαιρέσεις, καὶ διατηρήθηκε ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Στὴν εὐχαριστιολογία ἐπικεντρώθηκε τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἡ προσοχὴ στὴν θεία Εὐχαριστία σὲ σχέση μὲ τὰ ἄλλα Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ θεία Εὐχαριστία, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ δόγματα καὶ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Οἱ Κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ συνέρχονται στὴν θεία Εὐχαριστία γιὰ νὰ κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, καὶ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες συνέταξαν εὐχὲς γιὰ τὴν θεία Εὐχαριστία, ποὺ ἔλαβαν καὶ τὸ ὄνομά τους.

Στὴν ἀνθρωπολογία ἔγινε προσπάθεια νὰ καθορισθῇ ἡ διδασκαλία τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποιός τὸν δημιούργησε καὶ ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς του. Ἀναπτύχθηκε ἰδιαίτερα ἡ διδασκαλία γιὰ τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ τὸ καθ’ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἑρμηνεύθηκαν οἱ ὅροι αὐτοὶ θεολογικά. Παρουσιάσθηκε ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι δημιούργημα τοῦ κακοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ μηδενός, ἀλλὰ ποίημα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν προϋπῆρχε ἡ ψυχὴ τοῦ σώματος οὔτε τὸ σῶμα τῆς ψυχῆς.

Στὴν μοναχικὴ ζωὴ καθορίσθηκαν οἱ κανόνες καὶ οἱ ὅροι μέσα ἀπὸ τοὺς ὁποίους μποροῦν οἱ μοναχοὶ νὰ ζήσουν ἐκκλησιαστικὰ καὶ εὐαγγελικά. Γιατί μετὰ τὴν λήξη τῶν διωγμῶν καὶ τὴν ἐπελθοῦσα ἐκκοσμίκευση στὸν χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀναπτύχθηκε στὸ ἔπακρο ὁ ἀναχωρητισμὸς ποὺ μποροῦσε νὰ ἐξελιχθῆ σὲ ἕναν χριστιανικὸ ἀναρχισμό. Ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν φωτισμένων Πατέρων καθόρισε τοὺς κανόνας βάσει τῶν ὁποίων θὰ ὀργανωθοῦν οἱ μοναχοὶ σὲ κοινόβια καὶ τὸ κυριότερο θὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν ποιμαντικὴ καθοδήγηση τῶν Ἐπισκόπων τῆς Πόλεως.

Στὴν ποιμαντικὴ καθοδήγηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας δόθηκε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, διότι τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἔπρεπε νὰ παιδαγωγοῦνται γιὰ νὰ ζοὺν πραγματικὰ τὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ δοῦμε τὶς ὁμιλίες τῶν Πατέρων κατὰ τὶς λειτουργικὲς καὶ λατρευτικὲς συνάξεις, ποὺ ἀναφέρονται στὸ δόγμα καὶ τὴν ἄσκηση. Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα τὸν 4ο αἰῶνα, ἐργάσθηκε συστηματικὰ γιὰ τὴν ὀργάνωση καὶ τὴν ἀνάπτυξή της, ἀφοῦ ἀπέκτησε τὴν ἐλευθερία της. Ὁ 4ος αἰῶνας εἶναι ἕνας αἰῶνας πολὺ σημαντικὸς γιὰ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ποὺ ἀντιμετώπισε δημιουργικὰ ὅλες τὶς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

4. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ἰδιαιτέρως ὁ Μέγας Βασίλειος

Σὲ αὐτὴ τὴν ὀργανωτικὴ προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας ἔπαιξαν σημαντικὸ ρόλο μεγάλοι Πατέρες, ὅπως εἶναι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ἤτοι ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ λίγο ἀργότερα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Σὲ αὐτοὺς πρέπει νὰ προστεθοῦν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ποῦ προηγήθηκε καὶ τὸν ὁποῖο οἱ ἑπόμενοι θεωροῦσαν ὡς θεολογικό τους Γέροντα, ὅπως καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ ἄλλοι Πατέρες.

Μέγας Βασίλειος

Ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σπούδασαν στὶς φιλοσοφικὲς σχολὲς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ στὴν Ἀθήνα, καὶ γνώρισαν ὅλη τὴν παιδεία τῆς ἐποχῆς τους. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο ποῦ εἶχε διδάσκαλο τὸν ρήτορα Λιβάνιο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐκτιμοῦσε.

Ἔτσι, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες εἶχαν ἐξαιρετικὰ χαρίσματα, ἤτοι μεγάλη χωρητικότητα διανοίας, γνώση τῶν φιλοσοφικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς τους, καὶ ἐπὶ πλέον πνευματικὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ γνωρίσματα ἦταν ἱκανὰ νὰ τοὺς βοηθήσουν γιὰ νὰ διαδραματίσουν αὐτὸν τὸν μεγάλο ρόλο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Πρόκειται γιὰ ἰδανικοὺς παράγοντες προκειμένου νὰ συντελέσουν στὴν συνάντηση μεταξὺ τῆς χριστιανικῆς ἀποκαλύψεως καὶ τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως, χωρὶς νὰ ἐπιτευχθῇ κάποιος συγκρητισμός. Αὐτὸ δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα μόνον τῆς γνώσεως τῆς παιδείας τῆς ἐποχῆς τους, ποῦ ἀπέκτησαν, οὔτε ἁπλῶς καρπὸς τῶν μεγάλων διανοητικῶν χαρισμάτων τους ποῦ εἶχαν, ἀλλὰ ὀφειλόταν καὶ στὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ ποῦ διέθεταν. Δὲν γνώρισαν μόνον μεγάλους ἀσκητὰς στὴν ἐποχή τους, ἀλλὰ ἔζησαν οἱ ἴδιοι στὴν ἔρημο, καὶ διὰ τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοῦ ἔφθασαν στὴν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Μὲ τόσα μεγάλα χαρίσματα μπόρεσαν νὰ διαδραματίσουν σπουδαῖο ρόλο στὴν ἐποχή τους.

Προηγουμένως ὑπογραμμίσθηκε ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ξεκίνησε μὲ ἄλλη ὁρολογία, δηλαδὴ τὴν ἑβραϊκὴ σκέψη, ὅπως διαμορφώθηκε μὲ τὴν νέα Ἀποκάλυψη, συνάντησε τὸν γνωστικισμό, καὶ τὸν ἑλληνισμό, κυρίως τὸν νεοπλατωνισμὸ καὶ τελικὰ διαρθρώθηκε στὰ βασικὰ σημεῖα, μὲ τὴν σημαντικὴ βοήθεια τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.

Χωρὶς νὰ παραγνωρίζεται ἡ σπουδαιότητα ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ὁ καθένας ἔχει τὸ δικό του χάρισμα καὶ τὴν ἰδιαίτερη προσφορὰ τοῦ στὴν Ἐκκλησία, θὰ μποροῦσε νὰ σημειωθῇ ἡ σημαντικὴ παρουσία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Νομίζω ὅτι ἀποτελεῖ κεντρικὸ πρόσωπο μεταξὺ τῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος, καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες τὸν ἀνεγνώριζαν ὡς ἡγετικὴ φυσιογνωμία. Θὰ γίνη μιὰ ἐνδεικτικὴ ἀναφορὰ σὲ μερικὰ σημεῖα στὰ ὁποία φαίνεται ἡ προσφορὰ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὴν Ἐκκλησία πάνω στὰ θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα ποῦ ἀνέκυψαν τὸν 4ο αἰῶνα.

Στὸ θεολογικὸ θέμα (Τριαδικὸς Θεὸς) εἶναι ἐκεῖνος ποῦ προσδιόρισε τὴν διαφορὰ μεταξὺ χρόνου, αἰωνίου καὶ ἀϊδίου, καθὼς ἐπίσης τὴν διαφορὰ μεταξὺ τοῦ «ὅ,τι ἐστιν ὁ Θεός», ποῦ τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὶς ἐνέργειές Τοῦ, τοῦ «τί ἐστι» ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ «πῶς ἐστιν» τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος τὰ ὁποία ἀγνοοῦμε. Ἀκόμη, ὁ Μέγας Βασίλειος ταύτισε τοὺς ὅρους πρόσωπο καὶ ὑπόσταση γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση τοὺς διαφόρους αἱρετικοὺς τῆς ἐποχῆς του, κυρίως τὸν Εὐνόμιο, καὶ προσδιόρισε τὴν διαφορὰ μεταξὺ τοῦ προσώπου-ὑποστάσεως καὶ τῆς οὐσίας. Ἐπίσης, ὁμίλησε γιὰ τὸ ἀμέθεκτο τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ μεθεκτὸ τῶν ἐνεργειῶν Τοῦ, καὶ καθόρισε τὴν ἀληθινὴ ἔννοια τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μὲ συντονισμένες καὶ κοπιαστικὲς περιοδεῖες του, παρὰ τὴν εὔθραυστη ὑγεία του, διαφύλαξε τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στὸ διάστημα μεταξὺ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ταλαιπωρεῖτο ἀπὸ σχίσματα καὶ διαιρέσεις. Οἱ περιοδεῖες ποῦ ἔκανε καὶ οἱ ἐπιστολὲς ποῦ ἀπέστειλε σὲ διαφόρους Ἐπισκόπους δείχνουν ὅτι ἦταν ἕνας ἀληθινὸς ἐκκλησιαστικὸς ἡγέτης.

Μὲ ἀληθινὴ σοφία καὶ ποιμαντικὴ εὐαισθησία καθόρισε τὰ ἐκκλησιαστικά, κανονικὰ καὶ ποιμαντικὰ ζητήματα, ποῦ ἀπασχολοῦσαν τοὺς Ἐπισκόπους καὶ Κληρικοὺς τῆς ἐποχῆς του, καὶ τὰ ἀντιμετώπισε μὲ πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως. Εἶναι σημαντικὲς οἱ κανονικὲς ἐπιστολὲς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ποῦ περικλείουν τοὺς 92 κανόνες τοῦ καὶ δείχνουν τὴν σοφία καὶ τὸ μεγαλεῖο αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρὸς καὶ ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν 2ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου προσέλαβε καὶ κατοχύρωσε τὰ κείμενα αὐτὰ ὡς ἐκκλησιαστικὰ καὶ κανονικά. Διαβάζοντας κανεὶς τὶς μεγαλοπρεπεῖς εὐχὲς ποῦ συνέταξε καὶ ἀπήρτισαν τὴν θεία Λειτουργία, ποῦ φέρει τὸ ὄνομά του, θαυμάζει τὸν πλοῦτο τῆς ἐσωτερικῆς του καταστάσεως, τὴν θεολογική του πληρότητα, ἀλλὰ κυρίως τὴν πνευματική του ἐμπειρία, ἀφοῦ φαίνεται ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο πλησίαζε ὁ ἴδιος τὸν Θεό, ὁ τρόπος τῆς προσευχῆς του, καὶ οἱ πλούσιες πνευματικὲς ἐμπειρίες του. Ἡ διδασκαλία τοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἡ ἀνάλυση τοῦ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση, ὁ σκοπὸς τῆς ὑπάρξεώς του καὶ ἡ ἀποστολή του στὴν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἕναν ὑπέροχο καθρέπτη τῆς ὅλης προσωπικότητάς του. Τὰ ἀσκητικὰ κείμενά του, ὅπως οἱ ἀσκητικοὶ λόγοι, «οἱ ὅροι κατὰ πλάτος» καὶ «οἱ ὅροι κατ’ ἐπιτομήν», καθὼς ἐπίσης καὶ «οἱ ἀσκητικὲς διατάξεις», τὸν ἀποδεικνύουν ὡς τὸν μεγάλο διοργανωτὴ τοῦ μοναχικοῦ βίου, καὶ διαβάζοντας κανεὶς τὰ κείμενα αὐτὰ ἀντιλαμβάνεται τὸ πόσο γνώριζε στὸ βάθος τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὰ πάθη ποῦ τὴν διακρίνουν, ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο οἱ μοναχοὶ μποροῦν νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἕνωσή τους μὲ τὸν Θεό.

Οἱ ὁμιλίες του δείχνουν τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς του, τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις ποῦ εἶχε ἀποκτήσει, μὲ τὴν σπουδὴ καὶ τὴν μελέτη, ἀφοῦ στὴν ἑρμηνεία στὴν «ἑξαήμερο» κατόρθωσε νὰ συγκεντρώση ὅλες τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καὶ νὰ τὶς ἀντιμετωπίση θεολογικά. Ἐπίσης, οἱ ἑρμηνευτικὲς ἀναλύσεις στοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαυΐδ δείχνουν τὴν προσευχὴ ποῦ εἶχε καὶ τὴν θεοπτικὴ ἐμπειρία τὴν ὁποία εἶχε ἀποκτήσει. Οἱ ὁμιλίες του φανερώνουν τὴν διακριτικὴ καὶ μαχητικὴ ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικῶν ζητημάτων τῆς ἐποχῆς τοῦ καὶ ἀναφέρονται στοὺς πλουσίους καὶ τοὺς πτωχούς, στὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ τὶς κοινωνικὲς ἀκαταστασίες. Οἱ ἐπιστολὲς ποῦ ἀπέστειλε στὸν φίλο του ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, τὸν ἀδελφό του ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης καὶ σὲ ἄλλους Ἐπισκόπους δείχνουν τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση ποῦ εἶχε βιώσει, τὶς θλίψεις καὶ τὶς δοκιμασίες ποῦ εἶχε περάσει.

Ὅταν διαβάση κανεὶς ὅλο τὸ θεολογικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ ἔργο ποῦ ἐπετέλεσε ὁ Μέγας Βασίλειος, μὲ τὴν μεγάλη ἐμπειρικὴ θεολογικὴ γνώση, τὴν καταπληκτικὴ διάκρισή του, καὶ τὴν ἐκκλησιαστική του σοβαρότητα, μάλιστα μέχρι τὴν ἡλικία τῶν 49 ἐτῶν, ὅπου καὶ κοιμήθηκε, ἐκπλήττεται γιὰ τὴν μεγάλη χωρητικότητα τῆς διάνοιας, γιὰ τὰ σημαντικὰ διοργανωτικά του προσόντα καὶ τὶς θεοπτικὲς ἐμπειρίες του, τὶς ὁποῖες εἶχε ἀποκτήσει στὴν ἔρημο, ἀλλὰ καὶ στὴν μετέπειτα ζωή του. Αὐτὸ δείχνει γιατί τὰ γραπτά του κείμενα ἦταν ἐκεῖνα ποῦ προσδιόρισαν τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὰ μετέπειτα χρόνια, ὅπως γιὰ παράδειγμα κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, τὴν ἀπόφαση τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλὰ καὶ τὴν περίοδο τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων, ἀφοῦ στὴν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου βρίσκεται ἐν σπέρματι ὅλη ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ ἐμπειρία, ὅπως καθορίσθηκε τὸν 14ο αἰῶνα καὶ σὲ αὐτὴν παραπέμπει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Σὲ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ κατέχει κεντρικὴ θέση ἡ προσωπικότητα, τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Γιὰ νὰ φανῇ ἡ μεγάλη προσωπικότητά του θὰ ἀναφερθοῦν τέσσερα σημαντικὰ βιβλία, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων ποῦ κυκλοφοροῦν, στὰ ὁποία ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ διαπιστώση τὴν πολυεδρικὴ προσωπικότητα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Τὸ ἕνα εἶναι τὸ σύγγραμμα τοῦ διακεκριμένου Καθηγητοῦ τῆς Πατρολογίας Παναγιώτου Χρήστου, μὲ τίτλο «ὁ Μέγας Βασίλειος», στὸ ὁποῖο παρουσιάζεται ὅλη ἡ ζωὴ καὶ τὸ θεολογικὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶναι γραμμένο μὲ πλήρη ἐπιστημονικὴ ἐπάρκεια καὶ ἐπιστημονικὴ ὡριμότητα. Στὸ πρῶτο μέρος μὲ τίτλο «βίος καὶ πολιτεία» παρουσιάζει τὴν καταγωγή, τὶς σπουδὲς καὶ τὶς ἀναζητήσεις τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὴν ζωὴ τοῦ ὡς μοναχοῦ καὶ πρεσβυτέρου, τὴν ἐπισκοπική, μητροπολιτική, ἐξαρχικὴ καὶ οἰκουμενική του δραστηριότητα. Στὸ δεύτερο μέρος παρουσιάζει τὸν Μέγα Βασίλειο ὡς συγγραφέα ἀπὸ τὰ κείμενά του ποῦ ἔχουν διασωθῇ, ἤτοι τὸ συγγραφικό του ἔργο καὶ τὰ ἑρμηνευτικά, δογματικά, ἀσκητικὰ συγγράμματα, τὶς ὁμιλίες, τὶς ἐπιστολὲς καὶ τὴν θεία Λειτουργία του. Στὸ τρίτο μέρος ἐκτίθεται ἡ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τὴν σχέση μεταξὺ χριστιανικῆς καὶ ἑλληνικῆς παιδείας, γιὰ τὸ θεολογικὸ (τριαδολογικὸ) πρόβλημα, γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὴν δημιουργία, γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὶς κοινωνικές του ἀπόψεις, γιὰ τὸν μοναχικὸ καὶ πνευματικὸ βίο, καὶ γιὰ τὴν ἐσχατολογική του διδασκαλία. Στὸ τέταρτο μέρος ἀναφέρει τὰ σχετικὰ μὲ τὸ τέλος καὶ τὴν μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὴν βιβλιογραφία καὶ διαφόρους πίνακες. Πρόκειται γιὰ ἕνα πανόραμα τοῦ βίου, τῆς πολιτείας καὶ τῆς θεολογίας τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρὸς καὶ ἁγίου.

Τὸ δεύτερο βιβλίο εἶναι τοῦ καθηγητοῦ τῆς Πατρολογίας Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου μὲ τίτλο «ἡ ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου, Βασίλειος Καισαρείας». Στὸ ἐξαιρετικὸ καὶ μυσταγωγικὸ αὐτὸ βιβλίο παρουσιάζεται ἡ ζωή, ἡ δράση καὶ ἡ θεολογία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μέσα ἀπὸ τὰ δικά του κείμενα, τὶς ἀπόψεις τῶν συγχρόνων του, ὅπως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀρχαῖες καὶ νεώτερες πηγές. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὁ συγγραφέας μὲ γνώση τῶν πηγῶν καὶ τῶν βοηθημάτων παρουσιάζει ἀνάγλυφα, γλαφυρὰ καὶ διηγηματικὰ τὸν βίο, τὴν πολιτεία καὶ τὴν θεολογικὴ σκέψη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια, τὶς σπουδές του, τὴν μοναχικὴ ζωή, τὴν ζωὴ τοῦ ὡς Κληρικοῦ καὶ Ἐπισκόπου, τοὺς ἀγῶνες τοῦ γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ἀνακούφιση τοῦ πόνου καὶ γιὰ τὴν κοίμηση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἁγίου. Τὸ βιβλίο αὐτὸ διαβάζεται μὲ εὐκολία, μὲ ἱερὰ μέθεξη, καὶ εἶναι ὑπόδειγμα γιὰ τὸ πῶς ἡ θεολογία μπορεῖ νὰ περάση στὸν λαό. Ἡ διήγηση εἶναι συγκινητικὴ καὶ δημιουργεῖ ἔμπνευση.

Τὸ τρίτο βιβλίο μὲ τὸν τίτλο «Βασιλειὰς» εἶναι συλλογικὸς τόμος καὶ συγκροτεῖται ἀπὸ εἰσηγήσεις ποῦ ἔγιναν στὴν Θεσσαλονίκη σὲ συνεργασία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καὶ τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν. Στὸν συλλογικὸ αὐτὸν τόμο Κληρικοὶ καὶ Καθηγητὲς ἐξέθεσαν τὶς ἔρευνές τους στὶς διάφορες οὐσιαστικὲς πλευρὲς τοῦ βίου, τοῦ ἔργου καὶ τῆς θεολογικῆς σκέψεως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Εἶναι ἕνας τόμος καταπληκτικός, διότι διάφοροι ἐπιστήμονες παρουσιάζουν πολλὲς πλευρὲς τῆς προσωπικότητας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Καὶ τὸ τέταρτο βιβλίο εἶναι ἡ διδακτορικὴ διατριβὴ τῆς Ὀλυμπίας Παπαδοπούλου-Τσανανὰ μὲ τίτλο «ἡ ἀθρωπολογία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου». Τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶναι πραγματικὰ ὑπόδειγμα διδακτορικῆς διατριβῆς πάνω στὸ θέμα τῆς ἀνθρωπολογίας, κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ διαρθρώνεται σὲ πέντε κεφάλαια. Στὸ πρῶτο κεφάλαιο μὲ τίτλο «τοῦτο ἄνθρωπος» γίνεται λόγος γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ζωὴ τῶν Πρωτοπλάστων στὸν Παράδεισο. Στὸ δεύτερο κεφάλαιο μὲ τίτλο «Θεοῦ ἀλλοτρίωσις» ἀναπτύσσεται τὸ θέμα τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, οἱ συνέπειές της, καὶ γίνεται λόγος γιὰ τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ, παρουσιάζοντας τὴν σχετικὴ διδασκαλία γιὰ τὸν διαβολο, τὸν θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία. Στὸ τρίτο κεφάλαιο μὲ τίτλο «ἡ τοῦ Υἱοῦ περὶ τὸν ἄνθρωπον οἰκονομία» ἐκτίθεται ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τὸ σεσιγημένο μέγα μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀνάκληση καὶ ἐπάνοδο τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἀρχαῖο κάλλος. Στὸ τέταρτο κεφάλαιο μὲ τίτλο «Χριστοῦ μίμησις» ἐκτίθεται ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου ποῦ γίνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴν οἰκειοποίηση τῶν καρπῶν τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ Μυστήρια καὶ τὴν ἀσκητικὴ ζωή. Τέλος, στὸ πέμπτο κεφάλαιο μὲ τίτλο «ἡ συντέλεια τοῦ αἰῶνος τούτου» παρουσιάζεται ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τὴν καθολικὴ ἀνάσταση τῶν σωμάτων, τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ τέλος ἡ σύνοψη καὶ τὰ συμπεράσματα διατρέχουν ὅλο τὸ περιεχόμενο τῆς διατριβῆς. Πράγματι, πρόκειται γιὰ μιὰ σημαντικὴ διατριβή, στὴν ὁποία τονίζονται ὑπέροχες ἀλήθειες, ὅλη ἡ σκέψη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὴν δημιουργία του, τὴν πτώση του καὶ τὴν θέωσή του, μέσα σὲ λίγες σχετικὰ (133) σελίδες.

Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ θὰ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῇ μιὰ παρατήρηση τὴν ὁποία θεωρῶ σημαντικὴ ποῦ εἶναι ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν ἕως τώρα μελετῶν μοῦ πάνω στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ τὴν πατερικὴ διδασκαλία. Ὁ 4ος αἰῶνας ἀποτελεῖ κεντρικὸ σημεῖο στὴν ζωὴ καὶ τὴν διδασκαλία τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, γιατί τότε διαμορφώθηκε καὶ ἐκφράσθηκε ἡ διδασκαλία τῆς στὴν ἀντιμετώπιση ὅλων τῶν ἕως τότε θεολογικῶν καὶ φιλοσοφικῶν ρευμάτων, καθὼς ἐπίσης ὅτι αὐτὸς ἀπετέλεσε τὴν βάση τῆς μετέπειτα θεολογίας μέχρι σήμερα. Ὅλα ὅσα ἀναπτύχθηκαν στὴν Ἐκκλησία στοὺς μετέπειτα αἰῶνες ἀπὸ ἄλλους ἁγίους Πατέρες, ἔχουν τὴν ἐν σπέρματι ἀναφορά τους στὸν 4ο αἰῶνα, δηλαδὴ στὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο. Ὅλοι οἱ μεταγενέστεροι Πατέρες ἔχουν ὁπωσδήποτε ὑπ’ ὄψη τους τὴν διδασκαλία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ παραπέμπουν σὲ αὐτούς, ἢ ἀναπτύσσουν τὴν διδασκαλία τους, καὶ κυρίως ἀναφέρονται στὴν μεγάλη προσωπικότητα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τὴν διδασκαλία του.

Γιὰ παράδειγμα, οἱ ἑπόμενες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι σὲ βασικὰ ζητήματα στηρίζονται στοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογιτὴς τὴν διδασκαλία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς Χριστολογικὲς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ κορυφαῖος αὐτὸς δογματικὸς θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖ ὡς πνευματικό του πατέρα τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ποῦ ἔζησε τέσσερεις αἰῶνες πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ποῦ ἔζησε τὸν 14ο αἰῶνα ἀντιμετωπίζοντας τὸν Βαρλαάμ, ποῦ ἐξέφραζε τὴν αὐγουστίνεια θεολογία, ὅπως τὴν παρουσίαζε ὁ δυτικὸς σχολαστικισμός, παραπέμπει συχνὰ στὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, καὶ τὸ ἴδιο κάνουν οἱ μετέπειτα Φιλοκαλικοὶ Πατέρες τοῦ 18ου αἰῶνος.

Ἑπομένως, ὁ πυρῆνας τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρι τὶς ἡμέρες μας, ἡ ὁποία βεβαίως εἶναι προφητική, ἀποστολικὴ καὶ πατερική, εἶναι ὁ 4ος αἰῶνας, καὶ κατὰ βάση εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἰδιαίτερα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Ἀγαπητοί μου,

Σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς ὁμιλίας αὐτῆς τονίσθηκε ὅτι πολλοὶ θεολόγοι ἔχουν ἐντοπίσει ὅτι ὁ 4ος αἰῶνας, γιὰ τοὺς λόγους ποῦ καταγράφηκαν πιὸ πάνω, κυρίως γιὰ τὸ θεολογικὸ ἔργο τῶν Μεγάλων Πατέρων, θεωρεῖται ὡς ὁ «χρυσοῦς αἰῶνας» τῆς Ἐκκλησίας. Τότε τέθηκαν οἱ βάσεις γιὰ τὴν ὅλη διοργάνωση καὶ τὴν θεολογικὴ ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ὅμως, τελικὰ θεωρῶ ὅτι ὁ 4ος αἰῶνας χαρακτηρίζεται ὡς «χρυσοῦς αἰῶνας» τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ἁπλῶς γιὰ τὶς ἀποφάσεις τῶν δύο πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οὔτε ἁπλῶς γιὰ τὴν διοργάνωση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ γιὰ τὴν ὕπαρξη μεγάλων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων εἶναι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ἰδιαιτέρως ὁ Μέγας Βασίλειος, οἱ ὁποῖοι ἕνωσαν στενὰ τὴν πράξη μὲ τὴν θεωρία καὶ βοήθησαν τὴν Ἐκκλησία σὲ μιὰ δύσκολη περίοδο.

Ὅταν διαβάσουμε προσεκτικὰ τὴν ζωή τους, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἀκολούθησαν ὅλη τὴν μέθοδο γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως περιγράφεται ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, τοὺς Ἀποστόλους, καὶ τοὺς Πατέρας ὅλων τῶν αἰώνων, ποῦ εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση. Πρόκειται γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ μέθοδο, τὴν νοερὰ προσευχὴ καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ. Οἱ Πατέρες αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἀναφερθήκαμε πιὸ πάνω εἶναι θεούμενοι μὲ ὅλη τὴν σημασία τῆς λέξεως. Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ βοήθησαν τὰ ποίμνιά τους νὰ ζοὺν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, γι’ αὐτὸ καὶ ὁδήγησαν πολλοὺς στὴν ἁγιότητα καὶ τὴν θέωση.

Αὐτὴ ἦταν ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔλεγε ὅτι κάθε αἰῶνας στὸν ὁποῖο ἡ πλειοψηφία τῶν Χριστιανῶν φθάνουν στὴν θέωση, διὰ τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ, εἶναι «χρυσοῦς αἰῶνας» τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τότε διατηρεῖται αὐτὴ ἡ μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε, ἡ πραγματικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία εἶναι τὰ συναξάρια τῶν ἁγίων. Ὅλα τὰ ἄλλα κινοῦνται στὴν περιφέρεια καὶ τὴν ἐπιφάνεια. Οἱ ἅγιοι ποῦ γνωρίζουν ἐμπειρικὰ τὸ μυστήριο τῆς θεολογίας καὶ τῆς σωτηρίας, διὰ τῆς πράξεως καὶ τῆς θεωρίας, εἶναι οἱ μυστικοὶ πνευματικοὶ ἀδένες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Κάθε φορὰ ποῦ ἕνας ὀρθόδοξος Χριστιανὸς φθάνει στὸν φωτισμὸ ἤδη μετέχει στὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, ποῦ προγεύεται μὲ τὸν φωτισμὸ καὶ ὁλοκληρώνεται πλέον, ὅταν φθάνη στὴν θέωση. Ὁπότε, ὁ «χρυσοῦς αἰὼν» μπορεῖ νὰ περιγραφὴ ὡς ἑξῆς νομίζω. Ὅταν, ἡ πλειοψηφία τῶν Χριστιανῶν φθάνουν στὸν φωτισμό, στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν φθάνουν καὶ στὴν θέωση, ἔχουμε «χρυσοῦν αἰῶνα». Ἑπομένως, αὐτὸ εἶναι τὸ κριτήριο γιὰ τὸ ποῦ βρισκόμαστε. Λοιπόν, εἶχαν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα οἱ Χριστιανοὶ στοὺς πρώτους αἰῶνες; Βέβαια τὸ εἶχαν. Τὸ μαρτυροῦν τόσα πολλὰ λείψανα, ποῦ ἔχουμε ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχῆ ἀπὸ τοὺς μάρτυρες».

Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ἡ πατερικὴ περίοδος δὲν τελείωσε ποτέ, ἀλλὰ ὑπάρχει μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀναδεικνύει Πατέρες. Οἱ Πατέρες εἶναι οἱ μεγάλοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι γνώρισαν ἐκ πείρας τὸν Θεὸ καὶ στὴν συνέχεια θεολόγησαν ἀπλανῶς. Ἡ ἄποψη ὅτι τελείωσε ἡ πατερικὴ θεολογία τὸν 8ο αἰῶνα, ἔπειτα ἀναπτύχθηκε ἡ σχολαστικὴ θεολογία τὸν 11-13ο αἰῶνα, ποῦ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν πατερική, καὶ στὴν συνέχεια ἀναπτύχθηκε ἡ ρωσικὴ θεολογία, ποῦ εἶναι ἀνώτερη καὶ ἀπὸ τὶς δύο προηγούμενες, εἶναι κακόδοξη ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς. Εἶναι γνωστὸς ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: «Μὴ μέταιρε ὅρια αἰώνια ἅ οἱ Πατέρες ἡμῶν ἔθεντο, μὴδ' ὑπέρβαινε τὴν θείαν Παράδοσιν». Δυστυχῶς, ἡ σύγχρονη θεολογία ἔχει κάνει σοβαρὰ λάθη καὶ σὲ μερικὰ βασικὰ σημεῖα ἔχει ἀποδεσμευθῇ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πατερικὴ διδασκαλία.

Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπικὴ ἑορτάζουμε τὶς μνῆμες τῶν ἁγίων, καὶ τὴν ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Δὲν τιμᾶμε ἁπλῶς ἐκείνους ποῦ ἐργάσθηκαν ἐγκεφαλικὰ καὶ συνέδεσαν τὸν ἑλληνισμὸ μὲ τὸν χριστιανισμό, ἀλλὰ τιμᾶμε τοὺς μεγάλους ἐκείνους Πατέρας ποῦ μὲ τὴν ζωή, τὸ ἔργο καὶ τὴν θεολογία τους δόξασαν τὸν Τριαδικὸ Θεό, καὶ δοξάσθηκαν ἀπὸ Αὐτόν, καὶ ἀξιώθηκαν νὰ ζοὺν μέσα στὸ θεῖο καὶ ἄκτιστο Φῶς, καὶ ἔτσι ἀποτελοῦν γιὰ ὅλους ἐμᾶς, Κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ποιμένας καὶ διδασκάλους, ὑποδείγματα τῆς θείας ζωῆς καὶ φωτεινὰ παραδείγματα πρὸς μίμηση.–



ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ

  • Προβολές: 3803