Skip to main content

«Ἕνας ὑποψήφιος γιὰ τὴν γιορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν»

Στὰ πλαίσια τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν πραγματοποιήθηκε στὴν Αἴθουσα τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἡ ἐκδήλωση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως πρὸς τιμὴν τῶν Ἐκπαιδευτικῶν τῆς Ἐπαρχίας μας. Τὸ πρόγραμμα περιελάμβανε ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου κ. Ἱεροθέου μὲ θέμα «Ἕνας ὑποψήφιος γιὰ τὴν γιορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν», συζήτηση πάνω στὸ θέμα καὶ δεξίωση. Τὴν ἐκδήλωση παρακολούθησαν οἱ Σχολικοὶ Σύμβουλοι Δασκάλων καὶ Νηπιαγωγῶν τῆς Περιφερείας Ἰω. Εὐαγγέλου καὶ Δώρ. Κοταντούλα, οἱ Διευθυντὲς τῶν Σχολείων, ὁ Δήμαρχος Ναυπάκτου Ἀθ. Παπαθανάσης, ὁ Πρόεδρος τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου Γ. Τριανταφύλλου, οἱ Ἀντιδήμαρχοι Χρ. Σικώλας καὶ Ν. Κατσαντώνης καὶ πολλοὶ Ἐκπαιδευτικοὶ ὅλων τῶν βαθμίδων.

Ὁ Μητροπολίτης στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας του εὐχαρίστησε καὶ συνεχάρη τοὺς Ἐκπαιδευτικοὺς γιὰ τὴν προσφορά τους στοὺς μαθητές, καὶ γενικὰ σ' ὅλη τὴν κοινωνία, μέσα στὸ σύγχρονο δύσκολο ἀντιπαιδευτικὸ καὶ ἀντιπαιδαγωγικὸ περιβάλλον. Ὅπως ἀνέλυσε ὁ Σεβασμιώτατος, ὅταν συζητοῦσαν γιὰ τὸν ἀπαρτισμὸ τῆς Τριάδος τῶν Ἱεραρχῶν, μεταξὺ τῶν ἁγίων συμπεριελάμβαναν καὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Νύσσης, ἀδελφὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ σημαντικὴ προσωπικότητα μεταξὺ τῶν Καππαδοκὼν Πατέρων.

Μετὰ τὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα ποὺ παρέθεσε, ἐπικέντρωσε τὴν ὁμιλία τοῦ σὲ τρία σημαντικὰ θέματα τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου σὲ σχέση μὲ τὸν σύγχρονο ἐπιστημονικό, φιλοσοφικὸ καὶ κοινωνικὸ προβληματισμό. Τὸ πρῶτο θέμα ἦταν ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου, ὅπου παρουσίασε τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης γιὰ τὴν δημιουργικὴ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν πρώτη ὁρμὴ καὶ τὸν ἐγκείμενο στὴν κτίση λόγο, γιὰ τὴν σπερματικὴ δύναμη κ.α., σὲ σχέση μὲ τὶς σύγχρονες ἐπιστημονικὲς θεωρίες γιὰ τὴν μεγάλη ἔκρηξη, τὸ πρωτοκύτταρο (μὲ DNA ἡ RNA) καὶ τὴν ἐξέλιξη.

Τὸ δεύτερο θέμα ἦταν ἡ ἐμφάνιση τῆς ζωῆς καὶ ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, σὲ σχέση μὲ τὶς σύγχρονες βιταλιστικὲς θεωρίες (Vis Vitalis). Μίλησε γιὰ τὴν ζωὴ ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν καταπληκτικὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὅπως φανερώνεται στὴν κατασκευὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ συγκεκριμένα στὸ πὼς ἡ ἐξωτερικὴ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου σὲ σχέση μὲ τὰ ἄλλα ζῶα καὶ τὴν δημιουργία τὸν κατέστησε βασιλέα τῆς κτίσης καὶ πὼς ἡ ὄρθια στάση τοῦ ἀνθρώπου του ἐπιτρέπει νὰ ἔχη ἐλεύθερα τὰ χέρια του γιὰ τὶς διάφορες ἐργασίες, νὰ ὁμιλῇ καὶ νὰ κοινωνῇ τὴν κρυφὴ χάρη τοῦ νοῦ διὰ τοῦ λόγου (προφορικοῦ καὶ γραπτοῦ) στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.

Τὸ τρίτο σημεῖο τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης τὸ ὁποῖο παρουσίασε ὁ Σεβασμιώτατος σὲ σύγκριση μὲ τὶς σύγχρονες βιολογικὲς ἀπόψεις τῆς γενετικῆς ἦταν ὁ γήρανση, ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάσταση. Συγκεκριμένα ἐξέτασε τὶς ἐπιστημονικὲς παρατηρήσεις γιὰ τὸν «θάνατο ποὺ εἶναι ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ζωή», δηλαδὴ γιὰ τὸν προγραμματισμένο θάνατο τῶν κυττάρων μὲ τὴν «ἀπόπτωση», ἤτοι τὴν «αὐτοκτονία» τους, ἀλλὰ καὶ τὸν φυσιολογικὸ θάνατό τους ποὺ λέγεται «νέκρωση», ποὺ συμβάλλει στὴν διατήρηση τῆς ζωῆς καὶ τὴν δημιουργία τοῦ σώματος, σὲ σχέση μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου γιὰ τὴν συνύπαρξη ζωῆς καὶ θανάτου, γιὰ τὸ πὼς ἡ ζωὴ ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ δύο θανάτους, γιὰ τὸ πὼς τὰ ὄντα καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς δημιουργήματα ἦλθαν ἀπὸ τὸ μὴ ὀν καὶ πορεύονται πάλι στὸ μὴ ὀν καὶ πὼς αὐτὴ ἡ πορεία ἀναστέλλεται μόνον μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ μπορεῖ νὰ παραμείνη γιὰ πάντα τὸ ὀν καὶ νὰ νικηθῇ ὁ θάνατος, ὅπως τὸν νίκησε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ζωή, τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή Του.

Στὸ ἴδιο ἐπίπεδο προβληματισμοῦ κινήθηκαν καὶ οἱ ἐρωτήσεις τῶν ἐκπαιδευτικῶν καὶ ἡ συζήτηση ποὺ ἀκολούθησε σχετικὰ μὲ τοὺς «δερμάτινους χιτῶνες», τὸ φοβερὸ τοῦ θανάτου καὶ τὴν θεωρία τῆς ἐξελίξεως. Ἔτσι πραγματεύθηκαν σημαντικὲς ἔννοιες, ἐρωτήματα καὶ ἀξίες τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὁ Σεβασμιώτατος περάτωσε τὴν συνάντηση ἀναφερόμενος καὶ πάλι στὴν προσφορὰ τῶν Ἐκπαιδευτικῶν ὡς σημαντικῶν διορθωτικῶν καὶ μορφωτικῶν παραγόντων τῆς κοινωνίας καὶ ποὺ συντελοῦν στὴν «ἐξέλιξη» τῶν μαθητῶν σὲ μορφωμένους καὶ πεπαιδευμένους πολῖτες, ἀλλὰ καὶ σὲ θεουμένους. Ἀκολούθησε δεξίωση μὲ ἐδέσματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει Κυρίες τῶν Συνδέσμων Ἀγάπης τῶν Ἐνοριῶν της Ναυπάκτου.

Νὰ ἀναφέρουμε ἐπίσης ὅτι τὸ πρωΐ τῆς Ἑορτῆς τελέσθηκε ἀρχιερατικὴ θεία Λειτουργία μετ' ἀρτοκλασίας γιὰ τὰ Σχολεῖα τῆς Β/θμιας Ἐκπαίδευσης Ναυπάκτου στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου τὸν πανηγυρικὸ τῆς ἡμέρας ἐκφώνησε ἡ κ. Βεατρίκη Λιάκα, Θεολόγος τοῦ 2ου Λυκείου Ναυπάκτου. Μετὰ δὲ τὸ πέρας τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ Ἐνορία δεξιώθηκε στὴν Αἴθουσά της ὅλους τοὺς ἐκκλησιασθέντας Ἐκπαιδευτικούς. Θεία Λειτουργία μετ' ἀρτοκλασίας τελέσθηκε καὶ στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ὅπου ἐκκλησιάσθηκαν οἱ ἐκπαιδευτικοὶ καὶ οἱ μαθητὲς τῆς Α/θμιας Ἐκπαίδευσης. Τὸν πανηγυρικὸ τῆς ἡμέρας ἐκφώνησε ὁ κ. Γεώργιος Σουλτανίδης, Δάσκαλος τοῦ 2ου Δημοτικοῦ Σχολείου Ναυπάκτου.

Φέτος, κατὰ τὴν καθιερωμένη ἑορταστικὴ συνάντηση τῶν Ἐκπαιδευτικῶν Α'/θμιας Ἐκπαίδευσης τιμήθηκε ὁ συνταξιοδοτηθεὶς δάσκαλος κ. Γεώργιος Παπαθανασίου, ὁ ὁποῖος προσέφερε τὶς ὑπηρεσίες του στὴν παιδεία μέσα στὴν Τάξη ὡς δάσκαλος, ἀπὸ τὴν θέση τοῦ διευθυντοῦ, μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ συνδικαλιστοῦ καὶ ὡς ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἔκδοση τοῦ περιοδικοῦ τῶν Δασκάλων-Νηπιαγωγών τῆς Ἐπαρχίας μας.

Α.Κ.

Ἡ πεῖνα τῶν πτωχῶν καὶ ἡ πλεονεξία-ἀσπλαχνία τῶν πλουσίων, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου πρὸς τοὺς Ἐκπαιδευτικοὺς τῆς Ἐπαρχίας μας, κατὰ τὴν ἐκδήλωση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως γιὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν (βλ. τ. 175).

Ὁ Μεγὰς Βασίλειος ἦταν μιὰ μεγάλη προσωπικότητα καὶ ἄσκησε μεγάλη ἐπίδραση ὄχι μόνον στοὺς συγχρόνους του, ἀλλὰ καὶ στοὺς μεταγενεστέρους, μέχρι τὴν ἐποχή μας. Πολλοὶ ὅταν θέλουν νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ θέματα θεολογικά, ποιμαντικά, ἀσκητικά, ἀλλὰ καὶ ἐπιστημονικά, ἤτοι, ἰατρικά, ἀστρονομικά, θέματα παιδείας, καταφεύγουν στὸν Μ. Βασίλειο καὶ ἀναφέρονται στὰ κείμενά του, τὰ ὁποῖα εἶναι καταπληκτικὰ καὶ ἔχουν μιὰ διαχρονικὴ ἐπικαιρότητα.

Agios VasiliosἈπὸ πλευρᾶς ἐκκλησιαστικῆς ὁ Μ. Βασίλειος ἦταν πραγματικὰ μεγάλος. Τὸν τίτλο τοῦ μεγάλου τὸν ἔδωσε κατ’ ἀρχὰς ὁ φίλος του ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μὲ τὸν ὁποῖο σπούδασαν μαζὶ στὴν Ἀθήνα καὶ εἶχαν μιὰ φιλία καὶ συνοδοιπορία κατὰ τὰ μετέπειτα χρόνια. Καὶ εἶναι σημαντικὸ ὅτι αὐτὸς ὁ ὑψιπέτης τῆς θεολογίας ἀετός, δηλαδὴ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀναγνωρίζει τὸν Μ. Βασίλειο καὶ τὸν ἀποκαλεῖ Μέγαν. Φαντασθῆτε τί μεγάλη προσωπικότητα ἦταν ὁ Μ. Βασίλειος.

Ἐξετάζοντας τὸ θεολογικό του ἔργο πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι ἀσχολήθηκε μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ ἐν πολλοῖς ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποῦ ἀποφάσισε περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στηρίχθηκε στὴν δική του διδασκαλία ἐνδιαφέρθηκε μὲ τὴν διοργάνωση τοῦ μοναχικοῦ βίου καὶ μάλιστα αὐτὸ ἐπηρέασε ὄχι μόνον τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ καὶ τὸ δυτικὸ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν διοργάνωση τῆς θείας λατρείας καὶ συνέταξε τὴν θεία Λειτουργία ποῦ φέρει τὸ ὄνομά του ἔδειξε σημαντικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ ποιμαντικὰ θέματα τοῦ ποιμνίου του καὶ ἀκόμη ἀσχολήθηκε μὲ τὰ προβλήματα ποῦ ἀπασχολοῦσαν ὁλόκληρη τὴν τότε Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἦταν ἕνας ἡγέτης μὲ πολλὰ προσόντα καὶ παρουσιάζεται ὡς Μωϋσὴς ποῦ καθοδηγοῦσε ὅλον τὸν ὀρθόδοξο λαό. Ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι τῆς ἐποχῆς του ἀναφέρονταν στὸν Μ. Βασίλειο καὶ ἤθελαν νὰ ἔχουν τὴν γνώμη του γιὰ τὰ θέματα ποῦ ἀπασχολοῦσαν τὴν Ἐκκλησία. Καὶ νὰ φαντασθῇ κανεὶς ὅτι ὅλο αὐτὸ τὸ μεγάλο ἐκκλησιαστικὸ ἔργο τὸ ἔκανε σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα, ἀφοῦ, ὅπως εἶναι γνωστόν, ἐκοιμήθη στὴν ἡλικία τῶν 49 ἐτῶν.

Στὴν σημερινή, ὅμως, ὁμιλία θὰ παρακάμψουμε ὅλα τὰ ἀνωτέρω καὶ θὰ δοῦμε, ὅπως ἔχει ἤδη ἀνακοινωθῇ, τὸ θέμα τῆς πείνας τῶν πτωχῶν καὶ τῆς πλεονεξίας-ἀσπλαχνίας τῶν πλουσίων τῆς ἐποχῆς του, δηλαδὴ θὰ δοῦμε ἕνα τμῆμα τῆς κοινωνικῆς διδασκαλίας τοῦ Μ. Βασιλέϊου, ἀφοῦ εἶναι ἕνα σύγχρονο θέμα ποῦ ἀπασχολεῖ τὴν πατρίδα μας.

1. Τὸ προσωπικό του παράδειγμα

Ὁ Μ. Βασίλειος, μετὰ τὶς λαμπρὲς σπουδές του, ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ποιμαντικὸ ἔργο, ἀφοῦ χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καὶ στὴν συνέχεια Ἐπίσκοπος τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Ἑπομένως, δὲν ἦταν ἕνας θεολόγος ποῦ ἔγραφε στὸ γραφεῖο του θεωρητικά, ἀλλὰ ἕνας ποιμένας ποῦ ἀσχολήθηκε μὲ ἕνα συγκεκριμένο ποίμνιο καὶ ἀντιμετώπισε ὅλες τὶς δυσκολίες τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του. Μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτὸ πρέπει νὰ δοῦμε καὶ τὸ κοινωνικό-φιλανθρωπικό του ἔργο.

Πρὶν ὅμως γίνει Πρεσβύτερος καὶ Ἐπίσκοπος, ἔγινε ἡσυχαστὴς μοναχός. Ἐγκατέλειψε τὰ πάντα καὶ ἀποσύρθηκε σὲ ἔρημο τόπο παρὰ τὸν Ἴρι ποταμὸ καὶ ἀσκήθηκε στὴν ἱερὰ ἡσυχία, ὑποδεικνύοντας ὅτι γιὰ νὰ κάνη κανεὶς ἕνα μεγάλο ἔργο πρέπει πρῶτα νὰ προετοιμάση τὸν ἑαυτό του, γιατί ἡ ποιμαντικὴ καθοδήγηση τῶν ἀνθρώπων δὲν γίνεται μὲ θεωρίες καὶ κούφια λόγια, δὲν γίνεται μὲ βερμπαλιστικὸ τρόπο, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν φωτισμένη προσωπικότητά του.

Καταγόταν ἀπὸ πλούσια οἰκογένεια καὶ ὁ ἴδιος διέθετε ἱκανὴ περιουσία. Ὅμως, ὅταν θέλησε νὰ ἀκολουθήση τὴν μοναχικὴ ὁδό, ἐγκατέλειψε τὰ πάντα, διένειμε τὰ κυριότερα ἀπὸ τὰ περιουσιακά του στοιχεῖα στοὺς πτωχοὺς σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε ἀργότερα, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, ὅταν ὑπηρετοῦσε στὴν Καισάρεια νὰ μὴν ἔχη τὰ μέσα γιὰ τὴν διατροφή του, καὶ νὰ βοηθῆται ἀπὸ οἰκογένεια στὴν ὁποῖα εἶχε παραχωρήσει τὴν οἰκία καὶ τὸ κτῆμα του. Αὐτὴ εἶναι μιὰ σημαντικὴ πληροφορία, γιατί δείχνει ὅτι, ἐνῷ ἦταν πλουσιόπαιδο, στὴν συνέχεια λάμβανε συνδρομὴ γιὰ νὰ ζήση ἀπὸ τὴν οἰκογένεια ποῦ αὐτὸς εὐεργέτησε, παραχωρῶντας τὴν πατρική του περιουσία. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἔδωσε ἕνα καλὸ προσωπικὸ παράδειγμα.

Αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὸ θεωρῶ πολὺ σημαντικὸ γιατί δείχνει ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἦταν ἕνας ἔξυπνος ἄνθρωπος ποῦ εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ συνθέτη θεωρίες κοινωνιολογικοῦ περιεχομένου καὶ νὰ γράφη προκειμένου νὰ ἀποσπᾶ τὴν προσοχὴ καὶ τὸν ἔπαινο τῶν ἐπιστημόνων, ἀλλὰ ἔδινε στοὺς ἀνθρώπους προσωπικὸ παράδειγμα, προτιμῶντας νὰ ζὴ μὲ τὴν πτωχεία καὶ νὰ ἐκδηλώνη πλούσια τὴν ἀγάπη του στοὺς πτωχούς. Ἔκανε, δηλαδή, προσωπικὴ θυσία στὴν ζωή του καὶ αὐτὸ ἔκανε τοὺς πτωχοὺς νὰ τὸν ἀκοῦνε μὲ ἐνδιαφέρον, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς ἔκανε καὶ τοὺς πλουσίους νὰ ἀνοίγουν τὶς ἀποθῆκες τοὺς καὶ νὰ σκορποῦν τὰ ἀγαθὰ στοὺς ἀνθρώπους ποῦ εἶχαν ἀνάγκη.

Τὸ κοινωνικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο τοῦ Μ. Βασιλείου ἦταν μεγάλο. Εἶναι γνωστὴ ἡ Βασιλειάδα, τὸ μεγάλο αὐτὸ ἔργο τῆς φιλανθρωπίας καὶ τῆς ἀγάπης, γιὰ τὸ ὁποῖο κάνει ἀναφορὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὸν ἐπιτάφιο λόγο του στὸν Μ. Βασίλειο. Ἐπίσης, στὸν κάθε μελετητῆ τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου εἶναι γνωστὲς οἱ ἀναφορὲς ποῦ κάνει γιὰ τὴν κατάσταση τῆς ἐποχῆς του, καὶ γιὰ τὴν προτροπὴ τῶν πλουσίων νὰ προσφέρουν ὅ,τι διέθεταν στοὺς πτωχοὺς ποῦ ὑπέφεραν καὶ βασανίζονταν. Ἀλλὰ ἐδῶ θὰ γίνη μιὰ μικρὴ ἀναφορὰ μόνον σὲ τρεὶς ὁμιλίες του τὶς ὁποῖες ἐξεφώνησε, ἐνῷ ἀκόμη ἦταν Πρεσβύτερος, πρὶν δηλαδὴ γίνη Ἐπίσκοπος, στὴν Καισάρεια, ποῦ ἀναφέρονταν στὴν πεῖνα τῶν πτωχῶν καὶ τὴν ἀσπλαχνία ἢ τὴν πλεονεξία τῶν πλουσίων. Θὰ γίνη μιὰ εὐρεῖα περίληψη τριῶν ὁμιλιῶν μὲ τὸ θέμα αὐτὸ γιὰ νὰ δοῦμε τὴν σκέψη τοῦ Μ. Βασιλείου γιὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πλουσίους.

2. Τρεῖς κοινωνικές του ὁμιλίες

Τὸ ἔτος 368 μ. Χ. στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας ὑπῆρξε μιὰ παρατεταμένη ἀνομβρία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πέση μεγάλη πεῖνα στὸν λαό. Συγχρόνως οἱ πλούσιοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, οἱ γαιοκτήμονες καὶ οἱ ἔμποροι, συγκέντρωναν τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ σὲ μεγάλες ἀποθῆκες καὶ βρῆκαν τὴν εὐκαιρία νὰ πλουτίσουν σὲ βάρος τοῦ λαοῦ. Τότε ὁ Μ. Βασίλειος, ποῦ βρισκόταν στὴν ἡλικία τῶν 38 ἐτῶν, ἀνέλαβε τὸ ἔργο νὰ βοηθήση τὸν λαό, νὰ τὸν ἐμψυχώση, νὰ τὸν διδάξη, ἀλλὰ συγχρόνως νὰ πείση τοὺς πλουσίους νὰ μὴν εἶναι ἄσπλαχνοι, ἀλλὰ νὰ προσφέρουν τὰ προϊόντα ποῦ βρίσκονταν κλεισμένα στὶς ἀποθῆκες τους γιὰ νὰ σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι τῆς Καισαρείας ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὸν βέβαιο θάνατο.

Μὲ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἐξεφώνησε τρεὶς ὁμιλίες. Ἡ πρώτη ἔχει τίτλο «ἐν λιμῷ καὶ αὐχμώ», δηλαδὴ σὲ πεῖνα καὶ ξηρασία, ἡ δεύτερη ποῦ εἶναι συνέχεια τῆς πρώτης ἔχει τίτλο «πρὸς τοὺς πλουτοῦντας» καὶ ἡ τρίτη, ποῦ εἶναι συνέχεια καὶ τῶν δύο, ἔχει τίτλο «Εἰς τὸ ρητὸν "καθελῶ μοῦ τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω" καὶ περὶ πλεονεξίας». Μέσα στὶς τρεὶς αὐτὲς ὁμιλίες βλέπουμε τὴν κατάσταση τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τόσο τὴν πεῖνα τῶν πτωχῶν, ὅσο καὶ τὴν ἀσπλαχνία τῶν πλουσίων, παρατηροῦμε τὶς συνήθειες τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξυπνάδα, τὸ θάρρος καὶ τὴν μεγαλωσύνη τοῦ Μ. Βασιλείου ποῦ ὁμιλεῖ μὲ τρόπον δυνατὸ καὶ ἐκπληκτικό.

Βέβαια, ὅταν διαβάζη κανεὶς καὶ τὶς τρεὶς αὐτὲς ὁμιλίες εἴτε ἀπὸ τὸ αὐθεντικὸ καὶ πρωτότυπο κείμενο εἴτε ἀπὸ τὴν μετάφραση, θαυμάζει τὴν ἐπιχειρηματολογία καὶ τὴν δεινότητα τοῦ λόγου τοῦ Μ. Βασιλείου. Ὅμως, στὰ περιορισμένα χρονικὰ ὅρια ποῦ ἔχουμε στὴν διάθεσή μας γιὰ τὴν διαπραγμάτευση τοῦ θέματος αὐτοῦ, δὲν ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ διαβάσουμε ὅλο τὸ κείμενο αὐτῶν τῶν ὁμιλιῶν καὶ νὰ ἔλθουμε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν προσωπικὸ λόγο τοῦ Μ. Βασιλείου, ἀλλὰ ἀναγκαστικὰ θὰ κάνουμε περιλήψεις τῆς σκέψεως τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρὸς γιὰ τὰ θέματα αὐτά. Σὲ μερικὰ σημεῖα θὰ παρεμβάλλουμε καὶ κομμάτια τοῦ λόγου τοῦ γιὰ νὰ δοῦμε τὴν δύναμη τοῦ λόγου του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποτελεσματικότητά του.

3. Κεντρικὰ σημεῖα τῶν περιεχομένου τῶν τριῶν ὁμιλιῶν

Α) Ἡ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΤΩΧΩΝ

Στὴν ἀρχὴ περιγράφει τὴν δεινὴ κατάσταση ποῦ ὑπάρχει στὴν περιοχὴ ἐκείνη ἀπὸ τὴν ἀνομβρία. Οἱ περιγραφὲς εἶναι καταπληκτικές. Ὁ οὐρανὸς εἶναι ἑρμητικὰ κλειστός, ἡ γῆ ἔχει ξηρανθῇ καὶ εἶναι στεῖρα καὶ ἄγονη, οἱ ἀστείρευτες καὶ πλούσιες πηγὲς ἔλλειψαν, τὰ ποτάμια στέρεψαν, ὥστε νὰ τὰ περνοῦν καὶ τὰ μικρὰ παιδιά, τὸ πόσιμο νερὸ ἔλειψε καὶ κινδυνεύουν οἱ ἄνθρωποι νὰ πεθάνουν ἀπὸ τὴν δίψα, καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν ἕναν νέο Μωϋσὴ γιὰ νὰ προσευχηθῇ στὸν Θεό, προκειμένου νὰ φέρη νερὸ καὶ τροφή. Ὁ ἴδιος λέγει ὅτι, ὅταν ἀντίκρυσε τὰ χωράφια ἔκλαψε πολὺ γιὰ τὴν ἀκαρπία καὶ ξέσπασε σὲ θρῆνο, ἐπειδὴ δὲν πέφτει βροχή. Ἡ γῆ δὲν παράγει καρποὺς καὶ οἱ γεωργοὶ κάθονται στὰ χωράφια τους καὶ πενθοῦν.

Ἀναφέρεται στὴν κατάσταση τῆς πείνας ἀπὸ εἰκόνες ποῦ ἔβλεπε καθημερινῶς δίπλα του. Ἡ πεῖνα εἶναι μιὰ φοβερὴ ἀρρώστια, ἕνας φοβερὸς καὶ ἀργὸς θάνατος, χειρότερος ἀπὸ τὸν φυσικὸ θάνατο τοῦ σώματος. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν αἰφνίδια ἀπὸ κάτι, ἀπὸ τὸ ξίφος, τὴν φωτιά, τὰ δόντια τῶν θηρίων καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ τρόποι θανάτου δὲν ἔχουν κάποια διάρκεια, ἐνῷ ἡ πεῖνα ἐπιβραδύνει τὸ κακό, παρατείνει τὸν πόνο. Ὡς ἰατρὸς ὁ Μ. Βασίλειος περιγράφει τὰ συμπτώματα καὶ τὴν κατάσταση τῆς ἀρρώστιας τῆς πείνας, ἀφοῦ ἡ πεῖνα δαπανᾶ τὸ ὑγρὸ ποῦ ὑπάρχει στὸν ὀργανισμό, καταστέλλει τὴν θερμότητα, περιορίζει τὸ βάρος, μαραζώνει σιγά-σιγά τὴν δύναμη, ἡ σάρκα κολλᾶ σὰν ἀράχνη στὰ κόκκαλα, τὸ χρῶμα τοῦ σώματος δὲν εἶναι ἀνθηρό, ἡ ἐπιδερμίδα μελανιάζει, μαυροκιτρινίζει τὸ σῶμα, τὰ γόνατα δὲν ἀντέχουν, ἀλλὰ λυγίζουν, ἡ φωνὴ ἀδυνατίζει, τὰ μάτια ἀσθενοῦν στὶς κόγχες, ἡ κοιλιὰ εἶναι ἄδεια καὶ ζαρωμένη. Ἡ πεῖνα πολλὲς φορὲς ἐξανάγκασε τοὺς ἀνθρώπους νὰ παραβιάσουν καὶ τοὺς φυσικοὺς νόμους καὶ νὰ φᾶνε τὰ σώματα τῶν συγγενῶν τους, ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ μητέρα φθάνει στὸ σημεῖο νὰ φάγη τὸ παιδὶ ποῦ γέννησε, δηλαδὴ τὸ ἐγέννησε ἀπὸ τὴν κοιλιά της καὶ στὴν συνέχεια τὸ βάζει πάλι μέσα σὲ αὐτήν.

Ὁ Μέγας Βασίλειος περιγράφει μὲ ἀπαράμιλλο τρόπο τὰ βάσανα τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του. Ἡ πεῖνα ἀπειλεῖ τὸν οἰκτρότατον θάνατο καὶ οἱ γονεῖς φθάνουν στὸ σημεῖο νὰ σκέπτωνται νὰ πωλήσουν τὰ παιδιά τους γιὰ νὰ ζήσουν, ἂν καὶ ἀνθίσταται ἡ φυσικὴ στοργή τους. Οἱ γονεῖς προβληματίζονται ποιό ἀπὸ τὰ παιδιὰ θὰ πωλήσουν, τὸ μεγαλύτερο ἢ τὸ μικρότερο, ἐκεῖνο ποῦ φέρει τὰ δικά τους χαρακτηριστικὰ ἢ ἐκεῖνο ποῦ ἔχει καλὴ ἐπίδοση στὰ μαθήματα. Βλέποντας ὁ Μ. Βασίλειος αὐτὸ τὸ γεγονός -ποῦ φαίνεται γινόταν στὴν ἐποχή του- ἐλέγχει τὸν πλεονέκτη πλούσιο ποῦ παραμένει ἀσυγκίνητος καὶ ἀνάλγητος σὲ αὐτὸ τὸ θέαμα, ποῦ δὲν τὸν μαλακώνουν οὔτε τὰ δάκρυα οὔτε οἱ ἀναστεναγμοὶ τῆς καρδίας, ἀλλὰ παραμένει ἀλύγιστος καὶ σκληρός. Ὅπως ὁ τρελλὸς παντοῦ βλέπει αὐτὸ ποῦ τοῦ ὑπαγορεύει τὸ πάθος, ἔτσι καὶ ὁ πλεονέκτης παντοῦ βλέπει τὸν χρυσὸ καὶ τὸν εὐχαριστεῖ περισσότερο ὁ χρυσὸς ἀπὸ τὸν ἥλιο.

Δὲν ἀρκεῖται στὴν περιγραφὴ τῆς κατάστασης τῶν πτωχῶν, ἀλλὰ προσδιορίζει καὶ τὰ αἴτια τῆς ξηρασίας ἀπὸ τὴν ὁποῖα προῆλθε ἡ πεῖνα. Ὡς ἐκκλησιαστικὸς ποιμὴν δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ περιγράψη τὸ γεγονός, ἀλλὰ κάνει καὶ ὀρθὴ διάγνωση. Ὁ Θεός, μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, δίνει κτυπήματα, γιατί ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸν νόμο του καὶ δὲν τηροῦν τὶς ἐντολές Του, ὅπως τὸ κάνουν οἱ γονεῖς ποῦ παιδαγωγοῦν τὰ παιδιά τους. Τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων ἔβγαλαν τὶς ἐποχὲς ἀπὸ τὸν ρυθμό τους καὶ ἄλλαξαν τὴν φύση σὲ ἀλλόκοτα ἀνακατώματα. Ἔτσι, βλέπει κανεὶς ὅτι ὁ χειμῶνας δὲν ἔχει ὑγρασία, ἡ ἄνοιξη ἔχασε τὰ χαρακτηριστικά της, ποῦ εἶναι ἡ ἀνθοφορία, ἡ ζέστη καὶ ἡ παγωνιὰ ὑπερέβησαν τὰ φυσικά τους ὅρια. Ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι ἁπλῶς φυσικὰ φαινόμενα, ἀλλὰ ἐπιρροὴ τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ.

Ἡ κατάσταση αὐτὴ ποῦ ἐπικρατεῖ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς ὡς κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος δὲν ὑπάρχει, οὔτε ὅτι ξέχασε τὴν πρόνοιά του οὔτε ἔχασε τὴν ἐξουσία καὶ τὴν δύναμή Του, ἀλλὰ ἐμεῖς εἴμαστε ἄσπλαχνοι, δὲν εὐγνωμονοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὰ δῶρά Του, δὲν σπλαχνιζόμαστε τοὺς συνδούλους μας, περιφρονοῦμε τοὺς πτωχούς, οἱ ἀποθῆκες εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ ἀγαθὰ καὶ δὲν ἐλεοῦνται αὐτοὶ ποῦ στενάζουν. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποῦ δὲν εὐλογεῖ ὁ Θεός, δὲν εἰσακούονται οἱ προσευχὲς ποῦ γίνονται μὲ τὶς λιτανεῖες, τὶς ὁποῖες ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γιὰ νὰ στείλη ὁ Θεὸς τὴν βροχή. Οἱ ἄνδρες, ἐκτὸς ἀπὸ λίγους, ἀσχολοῦνται μὲ τὸ ἐμπόριο, καὶ οἱ γυναῖκες τοὺς τοὺς βοηθοῦν στὸν μαμωνὰ καὶ πολὺ λίγοι συμμετέχουν στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἐκκλησιάζονται δὲν προσέχουν, χασμουριοῦνται καὶ εὔχονται νὰ τελειώσουν οἱ ψάλτες τοὺς ψαλμοὺς ποῦ ψέλνουν. Οἱ ἄνθρωποι διαπράττουν ἁμαρτίες, περιφέρονται στὴν πόλη, καὶ μόνο τὰ μικρὰ παιδιὰ (τὰ βρέφη) πηγαίνουν νὰ ἐξομολογηθοῦν. Συνιστᾶ, λοιπόν, στὸν λαὸ νὰ κηρύξουν μετάνοια, ὅπως ἔκαναν οἱ Νινευΐτες καὶ σώθηκαν ἀπὸ τὴν καταστροφή, γιατί ὅπως τότε ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή τους, ἔτσι θὰ κάνη καὶ στὴν περίπτωση αὐτή.

Β) Ἡ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ ΚΑΙ Ἡ ΑΣΠΛΑΧΝΙΑ ΤΩΝ ΠΛΟΥΣΙΩΝ

Στὶς ὁμιλίες αὐτὲς ὁ Μέγας Βασίλειος κάνει ὡραῖες περιγραφὲς τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦσαν οἱ πλούσιοι τῆς ἐποχῆς του. Πρόκειται γιὰ μιὰ σημαντικὴ ἠθογραφία μὲ τὴν ὁποίαν καταλαβαίνουμε καὶ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς, ἡ ὁποία εἶναι σχεδὸν ἴδια μὲ τὴν ἐποχή μας, μόνον ποῦ διαφέρουν τὰ ἀντικείμενα. Ἅς δοῦμε τὶς περιγραφὲς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Κάνει λόγο γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς τῶν πλουσίων τῆς ἐποχῆς του, μὲ τὰ ἁμάξια καὶ τὰ ἄλογα ποῦ διαθέτουν καὶ τὰ στολίσματα ποῦ τοὺς βάζουν, μὲ τοὺς ὁδηγοὺς τῶν ἁμαξιῶν, τοὺς ὑπηρέτες, τοὺς μαγείρους, τοὺς ἀρτοποιούς, τοὺς οἰνοχόους, τοὺς κυνηγούς, τοὺς γλύπτες, τοὺς ζωγράφους, τοὺς δημιουργοὺς κάθε διασκέδασης γιὰ νὰ κάνουν ἄνετη καὶ ἀπολαυστικὴ τὴν ζωή τους. Οἱ πλούσιοι ἔχουν κοπάδια ἀπὸ καμῆλες, ἀπὸ ἄλογα, βόδια, ποίμνια, ἀγέλες, χοίρους, βοσκούς, βοσκοτόπια. Ἐπίσης, διαθέτουν λουτρὰ στὴν πόλη, λουτρὰ στὰ ἐξοχικά, σπίτια περίλαμπρα ἀπὸ μάρμαρα, ἀπὸ λίθο φρυγικό, ἀπὸ πλάκα λακωνικὴ ἢ θεσσαλική. Ἀπὸ αὐτὰ ἄλλα ζεσταίνουν τὸν χειμῶνα καὶ ἄλλα δροσίζουν τὸ καλοκαίρι. Ἀκόμη, φροντίζουν οἱ πλούσιοι τὰ δάπεδά τους νὰ εἶναι στολισμένα μὲ ψηφιδωτὰ καὶ ἡ ὀροφὴ νὰ εἶναι χρυσοκέντητη. Τὸ μέρος τοῦ τοίχου ποῦ δὲν καλύπτεται ἀπὸ μάρμαρο, καλλωπίζεται ἀπὸ ζωγραφιστὰ ἄνθη.

Ὁ πλούσιος ὅ,τι δὲν μπόρεσε νὰ καταναλώση τὸ παραχώνει στὴν γῆ ἢ τὸ φυλάσσει σὲ μέρη μυστικά. Καὶ γίνεται τὸ ἑξῆς παράδοξο, ὅτι τὸν χρυσὸ ποῦ εἶναι μετάλλευμα τὸν ἀνασύρουν ἀπὸ τὴν γῆ, ὅταν δὲ τὸν ἀνακαλύψουν τὸν κρύβουν πάλι στὴν γῆ. Τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι παραχώνει κανεὶς τὸν πλοῦτο καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν παραχώνει καὶ τὴν καρδιά του, γιατί, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ἐκεῖ ποῦ εἶναι ὁ θησαυρὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ καρδιά του. Τὸ χειρότερο εἶναι ποῦ ὑπάρχουν Χριστιανοὶ ποῦ νηστεύουν, προσεύχονται, στενάζουν καὶ φανερώνουν ὅλη τὴν ἀνέξοδη εὐλάβεια τους, ἀλλὰ δὲν ἀφήνουν ἕναν ὀβολὸ σὲ αὐτοὺς ποῦ θλίβονται. Στὴν πραγματικότητα ἡ χρήση τοῦ πλούτου θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι οἰκονομικὴ καὶ ὄχι ἀπολαυστική, ὁπότε καὶ ὅταν τὸν ἀποχωρίζωνται νὰ χαίρουν σὰν νὰ ἀποχωρίζωνται ξένα πράγματα καὶ νὰ μὴ δυσανασχετοῦν σὰν νὰ εἶναι δικά τους.

Δὲν ἀποδέχεται αὐτὴν τὴν νοοτροπία τῶν πλουσίων ὁ Μ. Βασίλειος, ἀλλὰ ἐλέγχει τοὺς πλουσίους, ποῦ ἐνδύουν τοὺς τοίχους καὶ ὄχι τοὺς ἀνθρώπους, ποῦ στολίζουν τὰ ἄλογα καὶ περιφρονοῦν τὸν ἀδελφό τους ὁ ὁποῖος εἶναι γυμνός, ποῦ παραχώνουν τὸν χρυσὸ καὶ καταφρονοῦν τὸν πιεζόμενο ἄνθρωπο. Στὴν συνέχεια λέγει, ὅτι ὅταν ὁ πλούσιος συζῇ μὲ γυναῖκα ποῦ καὶ ἐκείνη ἀγαπᾶ τὸν πλοῦτο, τότε ἡ ἀρρώστια εἶναι διπλῆ. Διότι αὐτὴ ἡ συνύπαρξη ἀνάβει τὶς τέρψεις, αὐξάνει τὶς φιληδονίες, κεντρίζει τὶς περίεργες ἐπιθυμίες μὲ τὸ νὰ θέτη ἐπιθυμίες γιὰ διαφόρους λίθους, μαργαριτάρια, σμαράγδια, σαπφείρους καὶ χρυσό, κοσμήματα, ὑφαντὰ καὶ ἔτσι αὐξάνει κάθε πολυτέλεια. Περιγράφει ὅτι ὅσοι πάσχουν ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀρρώστια ἀσχολοῦνται μέρα καὶ νύχτα μὲ τὸν πλοῦτο καὶ πλαισιώνονται ἀπὸ διαφόρους κόλακες ποῦ ἱκανοποιοῦν τὶς ἐπιθυμίες τους, συγκεντρώνουν ἀνθοβαφείς, χρυσοχόους, ἀρωματοποιούς, ὑφαντές, διακοσμητές. Παρατηρεῖ ὅτι κανένας πλοῦτος δὲν εἶναι ἀρκετὸς νὰ ἐξυπηρετήση τὴν γυναικεία ἐπιθυμία καὶ ἔτσι τέτοιες γυναῖκες δὲν παρέχουν περιθώρια στὸν ἄνδρα νὰ ἀναπνεύση, ἀπὸ τὶς συνεχεῖς παραγγελίες τους. Κάνει λόγο γιὰ χρυσᾶ κοσμήματα μὲ πολύτιμα πετράδια ποῦ τοποθετοῦνται σὲ διάφορα μέρη τοῦ σώματος, τὸ μέτωπο, τὸν λαιμό, τὴν ζώνη, τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια. Ὅσοι ἀγαποῦν τὰ χρυσᾶ κοσμήματα μοιάζουν νὰ εἶναι δεμένοι μὲ χειροπέδες. Ἔτσι, αὐτὸς ποῦ δουλεύει στὶς γυναικεῖες ἐπιθυμίες δὲν μπορεῖ νὰ φροντίση τὴν ψυχή του.

Μὲ ὡραῖο τρόπο ἀντιπαραβάλλει τὴν πλεονεξία τῶν πλουσίων μὲ τὶς ἀνάγκες τῶν πτωχῶν. Δυστυχῶς δὲν μπορῶ νὰ παραθέσω ὅλη τὴν σκέψη τοῦ Μ. Βασιλείου, γι’ αὐτὸ θὰ ἀρκεσθῶ στὰ κυριότερα ἀπὸ ὅσα λέγει. Κατακευάσθηκαν ὄμορφοι τοῖχοι ποῦ ἀργότερα κατέρρευσαν, ἐνῷ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπῆρχαν πολλοὶ πτωχοὶ στὴν πόλη ποῦ παραβλέπονταν. Τὸ σπίτι τοῦ πλουσίου εἶναι στολισμένο μὲ ποικίλα ἄνθη, ὁπότε καλλωπίζονται τὰ ἄψυχα καὶ παραμένει ἀστόλιστη ἡ ψυχή του. Μέσα στὸ σπίτι τοῦ πλουσίου βλέπει κανεὶς ἀργυρένια κρεββάτια καὶ τραπέζια, ἐλεφάντινα καθίσματα καὶ ἐλεφάντινα ἁμάξια, καὶ ὅμως πολλοὶ πτωχοὶ κάθονται ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι αὐτὸ καὶ κλαῖνε λυπητερά. Τὰ δακτυλίδια ποῦ φοροῦν οἱ πλούσιοι θὰ μποροῦσαν νὰ ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὰ χρέη τοὺς πτωχούς. Μιὰ ἱματιοθήκη τοῦ πλουσίου θὰ μποροῦσε νὰ ἐνδύση ἕναν λαὸ ποῦ τρεμουλιάζει ἀπὸ τὸ κρύο. Ὅμως, ἂν κανεὶς δὲν ἐλεήση τὸν πτωχό, δὲν θὰ ἐλεηθῇ, ἂν δὲν ἀνοίξη τὴν πόρτα στὸν ξένο, δὲν θὰ εἰσέλθη στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν δώση ψωμὶ στὸν πεινασμένο, δὲν θὰ λάβη τὴν αἰώνια ζωή.

Οἱ νεόπλουτοι ὁμοιάζουν μὲ τοὺς μεθυσμένους, ἀφοῦ ὅσα κι ἂν ἀποκτήσουν θέλουν καὶ ἄλλα, καὶ μὲ αὐτὰ τρέφουν τὴν ἀσθένειά τους. Τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας εἶναι ἀχόρταγο, γιατί συγκρίνει αὐτὰ ποῦ ἔχει μὲ αὐτὰ ποῦ ἔχουν οἱ γείτονές του καὶ θέλει νὰ τὰ ἀποκτήση. Ἔτσι, ὁ πλεονέκτης εἶναι κακὸς γείτονας στὴν πόλη, κακὸς γείτονας καὶ στὴν ἐξοχή. Ὁ πλεονέκτης δὲν σέβεται τὸν χρόνο, δὲν γνωρίζει σύνορα, δὲν ἀναμένει τὴν σειρὰ τῆς διαδοχῆς, ἀλλὰ μιμεῖται τὴν ὀρμητικότητα τῆς φωτιᾶς ποῦ ὅλα τὰ κατατρώγει. Ἀκόμη, μιμεῖται καὶ τὴν ὀρμητικότητα τῶν ποταμῶν, ἀφοῦ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθῇ στὴν δύναμή του.

Ἀπευθύνει πολλὲς προσωπικὲς ἐρωτήσεις στοὺς πλουσίους ποῦ δείχνουν τὴν ματαιότητα τῆς συγκεντρώσεως πολλῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀφοῦ ὁ πλούσιος, φεύγοντας ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν, δὲν θὰ πάρη τίποτε, ἀλλὰ θὰ ἀντιμετωπίση καὶ τὸ μελλοντικὸ δικαστήριο. Τότε, δὲν θὰ μπορέση νὰ πληρώση συνηγόρους, οὔτε θὰ παρίστανται δικηγόροι οὔτε μάρτυρες ὑπερασπίσεως, καὶ δὲν θὰ μπορέση νὰ ξεγελάση τοὺς δικαστές. Θὰ εἶναι μόνος του χωρὶς φίλους, χωρὶς βοηθούς, ὁλομόναχος καὶ δειλός. Ὄχι μόνον δὲν θὰ ἔχη μάρτυρες ὑπερασπίσεως, ἀλλὰ θὰ ἔχη καὶ μάρτυρες κατηγορίας. Στρέφοντας τὰ βλέμματά του θὰ δὴ τὶς εἰκόνες τῶν κακῶν ἔργων του, τὰ δάκρυα τοῦ ὀρφανοῦ, τοὺς στεναγμοὺς τῆς χήρας, τῶν πτωχῶν ποῦ εἶχαν γρονθοκοπηθῇ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν πλεονέκτη, τοὺς στεναγμοὺς τῶν ὑπηρετῶν τῶν ὁποίων εἶχε αὐτὸς κατασχίσει τὶς σάρκες, τῶν γειτόνων ποῦ εἶχε ἐξοργίσει. Καὶ ὅλοι θὰ ξεσηκωθοῦν ἐναντίον του. Στὴν περιγραφὴ αὐτὴ φαίνεται ἡ τραγικὴ κατάσταση τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Βασιλείου, ἀφοῦ ἡ κατώτερη τάξη τῶν ἀνθρώπων ὑπέφερε ἀπὸ τοὺς πλουσίους, ὑφίσταντο ἀκόμη καὶ σωματικὲς κακώσεις.

<Ἡ φύση τοῦ πλούτου δὲν μπορεῖ νὰ κάνη τὸν ἄνθρωπο νὰ ὑπερηφανεύεται, διότι ὁ χρυσός, ὁ ἄργυρος, ὁ μαργαρίτης εἶναι πέτρες. Ἀπὸ αὐτὰ ἄλλα τὰ ἀποθηκεύει, ἄλλα τὰ παραχώνει, τὰ καλύπτει, καὶ ἄλλα τὰ περιφέρει φορῶντας τα καὶ μάλιστα καμαρώνοντας γιὰ τὴν λάμψη τους. Ὅμως, ὅλα αὐτὰ δὲν τοὺς προσθέτουν μιὰ ἡμέρα ζωή, δὲν τοὺς λυπᾶται ὁ θάνατος γι’ αὐτά, δὲν γλιτώνει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Ἀκόμη περισσότερο ὁ χρυσὸς εἶναι ἡ ἀγχόνη τῶν ψυχῶν, τὸ ἀγκίστρι τοῦ θανάτου καὶ τὸ δόλωμα τῆς ἁμαρτίας. Λόγῳ τοῦ χρυσοῦ γίνονται πόλεμοι, μαλώνουν οἱ συγγενεῖς, ἐκδηλώνονται τὰ πάθη τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ψευδορκίας, καὶ ἔτσι τὰ χρήματα γίνονται αἰτία καταστροφῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

Φαίνεται ὅτι σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν περιγραφὴ καὶ τὸν ἐκπληκτικὸ ἔλεγχο τοῦ Μ. Βασιλείου οἱ πλούσιοι ἀντέτασσαν διάφορα ἐπιχειρήματα γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν συγκέντρωση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι ἀναγκαῖος γιὰ τὰ παιδιὰ ποῦ γέννησαν. Σὲ αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα ὁ Μ. Βασίλειος ἀντιτείνει ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο γράφηκε καὶ γιὰ τοὺς ἐγγάμους, ὁπότε ὅταν ὁ πλούσιος ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸ παιδιά, δὲν τὸ ἔκανε γιὰ νὰ παραβιάση τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει δὲ τὸ ἐνδεχόμενο ὁ πλοῦτος ποῦ θὰ κληρονομηθῇ στὰ παιδιὰ νὰ γίνη αἰτία ἀκολασίας καὶ πολλῶν ἁμαρτημάτων.

Ἕνα ἄλλο ἐπιχείρημα ποῦ ἀντέτασσαν οἱ πλούσιοι ἦταν ὅτι ὁ ἄνθρωπος συγκεντρώνει τὸν πλοῦτο γιὰ νὰ τὸν ἀπολαύση ὅσο ζὴ καὶ ὅταν πεθάνη θὰ τὸν κληρονομήση μὲ διαθῆκες στοὺς πτωχούς. Ὁ Μ. Βασίλειος θεωρεῖ ἀνόητο αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα, γιατί δὲν μπορεῖ νὰ θεωρήση φιλάνθρωπο κάποιον, ὅταν δὲν βρίσκεται μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, οὔτε φιλάδελφον, ὅταν θὰ τὸν ἀντικρύση νεκρό. Δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ φιλοτιμία, ὅταν γίνεται κανεὶς μεγαλόκαρδος τὴν ὥρα ποῦ βρίσκεται στὸν τάφο, καὶ τὸ σῶμα ἔχει διαλυθῇ στὸ χῶμα. Ὁ Μ. Βασίλειος θέλει τὸν πλούσιο νὰ δείξη τὴν ἀγάπη του ὅσο ζή, καὶ ὄχι νὰ ζὴ πολυτελῶς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του καὶ νὰ μὴ συγκινῆται ἀπὸ τὴν κατάσταση τῶν πτωχῶν, ἀλλὰ νὰ τοὺς εὐεργετῇ τότε ποῦ δὲν θὰ χρειαζόταν τὸν πλοῦτο ὁ ἴδιος. Συμπληρώνει δὲ τὴν σκέψη του μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι δὲν ἐμπορεύεται κανεὶς μετὰ τὸ τέλος τῆς πανήγυρης, δὲν ἀγωνίζεται ὡς ἀθλητής, ὅταν τελειώσουν οἱ ἀγῶνες. Ἐπίσης, ἐρωτᾶ: ποιός μπορεῖ νὰ ἐγγυηθῇ τὸν χρόνο καὶ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου καὶ ποιός μπορεῖ νὰ ἐγγυηθῇ ὅτι δὲν θὰ ἁρπαγὴ ὁ πλοῦτος μετὰ τὸν θάνατο; Ἡ σκέψη νὰ διαθέτη τὸν πλοῦτο τώρα ποῦ ζὴ στὴν ἀπόλαυση καὶ νὰ τὸν διαθέση γιὰ ἀγαθοεργίες ὅταν πεθάνη, τότε ποῦ δὲν θὰ εἶναι πλέον κύριος του, εἶναι πονηρά.

Ὅλα ὅσα λέγει ὁ Μ. Βασίλειος ἀποβλέπουν στὸ νὰ παρακινήση τοὺς πλουσίους νὰ διαθέσουν τὸν πλοῦτο τοὺς καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποῦ ἔχουν στοὺς ἀνθρώπους ποῦ τὰ ἔχουν ἀνάγκη. Νὰ τὰ προσφέρουν ὡς ζωντανὴ θυσία, γιατί τὸ νεκρὸ δὲν προσφέρεται σὲ θυσία. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ εὐεργετῇ μὲ τὰ περισσεύματα μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς, γιατί κανεὶς δὲν δεξιώνεται ἐπισήμους μὲ τὰ περισσεύματα ἑνὸς τραπεζιοῦ. Προτρέπει τοὺς πλουσίους νὰ μὴν εἶναι παθιασμένοι μὲ τὸν πλοῦτο, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν προσφέρουν στοὺς ἀδελφοὺς ποῦ ὑποφέρουν, γιατί τότε θὰ εἶναι πάντοτε πνευματικὰ πλούσιοι. Εἶναι προτιμότερο νὰ στολίζη κανεὶς τοὺς ἀνθρώπους ποῦ ζούν, παρὰ νὰ κάνη τὴν ἐκφορὰ τοῦ νεκροῦ σώματός του μὲ πολυτέλεια. Εἶναι προτιμότερο νὰ δοθῇ ὁ πλοῦτος στοὺς πτωχοὺς ὅσο ζή, παρὰ νὰ χρησιμοποιηθῇ γιὰ τὸ ἐπίσημο μνῆμα, γιὰ μιὰ πολυτελῆ ταφὴ καὶ γιὰ δαπάνη χωρὶς πνευματικὸ κέρδος. Τὸ καλύτερο ἐντάφιο εἶναι ἡ εὐσέβεια. Μὲ αὐτὸν τὸ πλοῦτο ἐνδεδυμένος πρέπει νὰ φεύγη ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ζωή. Πρέπει νὰ ὑπακούσουμε στὸν Χριστὸ ποῦ μᾶς ἀγάπησε καὶ ἐπτώχευσε γιὰ χάρη μας, ὥστε ἐμεῖς νὰ πλουτήσουμε ἀπὸ τὴν δική του πτωχεία.

4. Ἡ ποιμαντικὴ ἀντιμετώπιση τῆς καταστάσεως

Μέγας Βασίλειος

Ὅπως ὁ γιατρὸς μετὰ τὴν διάγνωση μιᾶς ἀσθενείας προχωρεῖ στὴν θεραπεία της, ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἀντιμετώπιση κοινωνικῶν προβλημάτων, πέρα ἀπὸ τὴν καλὴ διάγνωση, πρέπει νὰ καταλήγουν καὶ σὲ ὀρθοὺς τρόπους θεραπείας. Τὸ ἴδιο παρατηροῦμε καὶ στοὺς λόγους τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Α) ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Εἴδαμε προηγουμένως τὴν ἄποψή του ὅτι ἡ κατάσταση τῆς ξηρασίας στὴν ἐποχή του προερχόταν καὶ ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, γι' αὐτὸ προέτρεπε τοὺς ἀνθρώπους νὰ μετανοήσουν.

Ὅμως, ὅταν κάνη λόγο γιὰ μετάνοια δὲν ἐννοεῖ ἁπλῶς μιὰ μεταμέλεια, ἀλλὰ μιὰ κατάσταση ποὺ ἐκφράζεται στὴν πράξη, καὶ συνιστᾶται στὸ νὰ πλύνουν τὰ πόδια τῶν ξένων, ποὺ σημαίνει νὰ τοὺς φιλοξενήσουν, καὶ τὸ πρῶτο σημεῖο ἦταν ἡ πλύση τῶν ποδιῶν τους, κατὰ τὴν συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, νὰ θρέψουν τὸ ὀρφανὸ παιδὶ ἀπὸ πατέρα, νὰ περιθάλψουν τὴν χήρα ποὺ βασανίζεται, νὰ ξεσχίσουν τὸ ἄδικο γραμμάτιο, νὰ ἐξαφανίσουν τὴν ὁμολογία τῶν βαρυτάτων τόκων, νὰ γκρεμίσουν τὶς ἀποθῆκες καὶ νὰ προσφέρουν τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ στοὺς πτωχοὺς ποὺ ὑποφέρουν καὶ νὰ ἀνοίξουν τὰ πορτοφόλια τους, γιατί ἀλλιῶς θὰ πεθάνουν καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι καὶ θὰ ἐνταφιασθοῦν μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ τὸν χρυσό, ἀφοῦ ὁ χρυσὸς εἶναι χῶμα καὶ θὰ τοὺς σκεπάση. Μάλιστα κάνει μιὰ σημαντικὴ παρατήρηση ὅτι ἐξ αἰτίας τῶν ὀλίγων τὰ κακὰ ξεσποῦν καὶ στὸν λαό, ὁπότε καὶ ὁ λαὸς τιμωρεῖται γιὰ τὴν μοχθηρία κάποιου.

Β) ΣΥΝΙΣΤΑ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΙ ΥΠΟΜΟΝΗ ΣΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ πιστεύη ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, Αὐτὸς εἶναι ρυθμιστὴς τῶν ἐποχῶν, αὐτὸς εἶναι δυνατὸς καὶ ἀγαθός. Οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ ἀποκτήσουν αὐτοκυριαρχία καὶ νὰ μὴν ὁμοιάζουν μὲ τὰ ἀνόητα παιδιὰ ποὺ ὅταν τὰ μαλώνουν οἱ διδάσκαλοι γιὰ τὸ καλό τους, αὐτὰ ξεσχίζουν τὰ βιβλία τους, καὶ ἐπειδὴ οἱ πατέρες τους ἀναβάλλουν νὰ δώσουν τὴν τροφὴ γιὰ τὴν ὠφέλειά τους, αὐτὰ ξεσχίζουν τὰ ἐνδύματα τοῦ πατρός τους ἢ μὲ τὰ νύχια τους καταγρατσουνοῦν τὸ πρόσωπο τῆς μητέρας τους. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ αἰσθανθῇ ὅτι τὸν κυβερνήτη τοῦ πλοίου τὸν δοκιμάζει ἡ τρικυμία, τὸν ἀθλητὴ τὸ στάδιο, τὸν στρατηγὸ τὸ στρατόπεδο, τὸν γενναιόκαρδο ἡ συμφορά, τὸν δὲ Χριστιανὸν ἡ δοκιμασία. Ἔτσι, οἱ λῦπες δοκιμάζουν τὴν ψυχή, ὅπως ἡ φωτιὰ δοκιμάζει καὶ ἐπεξεργάζεται τὸν χρυσό. Οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἐλπίζουν στὸν Θεό. Μέσα στὴν προοπτικὴ αὐτὴ ἀναφέρει διάφορα πρόσωπα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπως τὸν Ἠλία, τὸν Δανιὴλ στὸν λάκκο τῶν λεόντων, τὸν Ἀββακοὺμ ποὺ τρεφόταν ἀπὸ τὸν ἄγγελο, τοὺς Ἰουδαίους ποὺ προχωροῦσαν στὴν ἔρημο μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Μωϋσέως, τὸν Ἰὼβ ποὺ ἀντιμετώπισε μὲ καρτερία τὴν συμφορά.

Γ) Ἡ ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ

Διδάσκει τοὺς ἀκροατές του νὰ ἀποφεύγουν τὴν πλεονεξία, ἡ ὁποία δημιουργεῖ πολλὰ προβλήματα στὸν ἄνθρωπο. Ἡ πλεονεξία εἶναι μεγάλο πάθος ποὺ ὁμοιάζει μὲ τὸ πάθος τῆς γαστριμαργίας, ἀφοῦ οἱ λαίμαργοι προτιμοῦν νὰ σκάζουν παρὰ νὰ δώσουν κάτι ἀπὸ τὰ περισσεύματα στοὺς πτωχούς. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὴν πλεονεξία. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ γίνη ὑπηρέτης τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ καὶ οἰκονόμος τῶν συνανθρώπων τοῦ καὶ νὰ μιμηθῇ τὸν Ἰωσήφ, δίδοντας ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ὡσὰν ἀπὸ κοινὴ πηγή. Ὅμως, ὁ πλεονέκτης πλούσιος δὲν σκεπτόταν τὸν Θεὸ καὶ τοὺς πτωχοὺς ἀδελφούς του, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ φανταζόταν πολυχρόνια τὴν ἀπόλαυση, ἐνῷ τὴν ἴδια νύκτα θὰ ἀπέθνησκε. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ μιμηθῇ τὴν ἄψυχο γῆ, ἡ ὁποία δέχεται τὸν σπόρο, τὸν καρποφορεῖ, ἐκτρέφει τοὺς καρπούς, ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τοὺς ἀνθρώπους. Ὅπως ὁ σπόρος ποὺ πέφτει στὴν γῆ γίνεται κέρδος γιὰ τὸν σπορέα, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ δίνει τὸν ἄρτο σὲ αὐτὸν ποὺ πεινάει δέχεται τὴν ὠφέλεια, γιατί τὸ τέλος τῆς γεωργίας γίνεται ἀρχὴ τῆς ἐπουρανίου σπορᾶς. Ὅταν προσφέρη κανεὶς σὲ αὐτοὺς ποὺ ὑποφέρουν γίνεται πατέρας τους καὶ θὰ λάβη τὸν ἀνάλογο μισθό. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δωρίζουν τὸν πλοῦτο τοὺς στὰ θέατρα, δηλαδὴ στοὺς ἀθλητὲς τοῦ παγκρατίου, στοὺς γελωτοποιούς, καὶ θηριομάχους ἀνθρώπους γιὰ νὰ δεχθοῦν τὶς ζητωκραυγὲς καὶ τὰ χειροκτοτήματα τοῦ λαοῦ. Ὁ πλούσιος, ὅμως, δὲν προσφέρει τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ γιὰ νὰ ἀπολαύση τὴν μεγάλη δόξα ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂν συμβῇ κάτι τέτοιο, θὰ τὸν ὑποδεχθῇ ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, θὰ τὸν ἐπευφημίσουν οἱ ἄγγελοι, θὰ τὸν μακαρίσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, θὰ ἀποκτήσουν αἰώνια δόξα, θὰ στεφανωθοῦν μὲ τὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης καὶ θὰ πάρουν τὰ ἔπαθλα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Προτρέπει τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴν περιμένουν νὰ πέση πεῖνα γιὰ νὰ κερδίσουν χρυσό, νὰ μὴ γίνουν ἔμποροι τῶν ἀνθρωπίνων συμφορῶν, νὰ μὴν ἐρεθίσουν τὰ τραύματα αὐτῶν ποὺ ταλαιπωροῦνται μὲ τὸ μαστίγιο τῆς συμφορᾶς.

Δ) Ἡ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ οἰκειοποιῆται τὰ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ δίνει ὁ Θεός. Σὲ τέτοια περίπτωση ὁμοιάζει μὲ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ποὺ εἰσέρχεται στὸ θέατρο, καταλαμβάνει μιὰ θέση θέας καὶ ἐμποδίζει τοὺς ἄλλους νὰ εἰσέλθουν, θεωρῶντας ὅτι εἶναι δικό του τὸ θέατρο, ἐνῷ αὐτὸ εἶναι κοινὸ γιὰ ὅλους. Δυστυχῶς αὐτὴ εἶναι ἡ νοοτροπία τῶν πλουσίων, ποὺ οἰκειοποιοῦνται τὰ κοινὰ ἀγαθά. Ἂν ὅλοι κρατοῦσαν μόνον αὐτὰ ποὺ χρειάζονταν, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχαν πτωχοὶ καὶ πλούσιοι. Κανεὶς δὲν ἔφερε τὰ ἀγαθὰ μὲ τὴν γέννησή του, ἀφοῦ βγήκαμε γυμνοὶ ἀπὸ τὴν κοιλία τῆς μητέρας μας καὶ θὰ ἐπιστρέψουμε γυμνοὶ στὴν γῆ. Τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀποκτοῦν οἱ πλούσιοι, ἂν νομίζουν ὅτι τὰ ἀπέκτησαν ἀπὸ τὴν τύχη, εἶναι ἄθεοι, διότι δὲν γνωρίζουν τὸν δημιουργὸ οὔτε εὐχαριστοῦν τὸν δοτήρα. Ἂν νομίζουν ὅτι τὰ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Θεό, τότε πρέπει νὰ καταλάβουν τὸν λόγο, γιὰ νὰ κάνουν καλὴ διαχείριση. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἄδικος γιὰ νὰ μοιράζη ἄνισα αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ζωή. Ὅμως, αὐτὸς ποὺ συγκεντρώνει τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ εἶναι πλεονέκτης καὶ τὰ στερεῖ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Εἶναι ἅρπαγας, γιατί οἰκειοποιεῖται αὐτὰ ποὺ ἔλαβε γιὰ νὰ τὰ διαχειρισθῇ καλά. Εἶναι λωποδύτης, γιατί δὲν ἐνδύει τὸν γυμνὸ ἄνθρωπο, ἐνῷ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνη. Τὸ ψωμὶ ποὺ κρατᾶ ὁ πλούσιος εἶναι αὐτοῦ ποὺ πεινᾶ, τὸ ἔνδυμα ποὺ φυλάσσει στὶς ἱματιοθῆκες εἶναι αὐτοῦ ποὺ εἶναι γυμνός, τὰ παπούτσια ποὺ σαπίζουν στὶς ἀποθῆκες εἶναι τοῦ ξυπόλυτου, τὸ ἀργύριο ποὺ ἔχει παραχωμένο εἶναι αὐτοῦ ποὺ τὸ χρειάζεται. Ἔτσι, ὁ πλούσιος ἀδικεῖ τόσους ὅσους θὰ μποροῦσε νὰ εὐεργετήση.

Ε) ΣΚΛΗΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΑΣΠΛΑΧΝΩΝ ΠΛΟΥΣΙΩΝ

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔχει μπροστά του ἕνα μεγάλο κοινωνικὸ πρόβλημα, ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ὅλη ἡ πόλη πεινάει καὶ ὑποφέρει καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ οἱ πλούσιοι ἔχουν συγκεντρωμένα τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς στὶς ἀποθῆκες, ἀναμένοντας νὰ πλουτίσουν μὲ τὴν αἰσχροκέρδια. Ἑπομένως, ὁ λόγος του εἶναι πολὺ σκληρός. Λέγει ὅτι ὅποιος δὲν ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτοὺς ποὺ πεινοῦν, ποὺ τοὺς βλέπει νὰ σβήνουν καθημερινῶς, πρέπει νὰ συγκαταριθμηθὴ μεταξὺ τῶν θηρίων καὶ νὰ θεωρῆται ἀνθρωποκτόνος. Γι’ αὐτὸ στὴν Δευτέρα Κρίση ὁ Θεὸς θὰ τιμήση αὐτὸν ποὺ ἔθρεψε τοὺς πεινασμένους καὶ ἔδωσε νερὸ στοὺς διψασμένους, ἐνῷ τὸν τσιγκούνη θὰ τὸν στείλη στὴν Κόλαση. Ὁπότε ἡ περίπτωση τῆς πείνας δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ ἐφαρμόση κανεὶς τὴν πρώτη ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ προσφέρη κανεὶς στοὺς πεινασμένους τὰ ἀπαραίτητα, ὥστε νὰ ἀπολαύση πολλά. Γιὰ νὰ παρακινήση ὅσους ἔχουν νὰ δώσουν στοὺς πεινασμένους ποὺ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα χρησιμοποιεῖ διάφορα παραδείγματα ἀπὸ τὴν φύση, τὴν ζωὴ τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ τὴν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη.

Τὰ ἄλογα ζῶα βόσκουν στὸ ἴδιο βουνό, στὰ ἴδια βοσκοτόπια, καὶ παραχωροῦν τὸ ἕνα στὸ ἄλλο διάφορα τμήματα τῆς γῆς. Ὅλα τρώγουν ἀπὸ τὴν ἴδια τροφή, στὸ ἴδιο χωράφι. Ὅμως, οἱ ἀνθρωποι ποὺ οἰκειοποιοῦνται τὰ κοινὰ καὶ κατέχουν μόνοι αὐτοί, αὐτὰ ποὺ εἶναι γιὰ ὅλους κοινά, γίνονται σκληρότεροι ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα. Οἱ εἰδωλολάτρες, καὶ οὐσιαστικὰ ὑπαινίσσεται μᾶλλον τὴν σπαρτιατικὴ πολιτεία, εἶχαν θεσπίσει κοινὰ συσσίτια, ὄχι βεβαίως ἀπὸ λόγους φιλανθρωπίας, καὶ προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ τοὺς μιμηθοῦν. Ἀναφέρει παραδείγματα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ ὑπενθυμίζει καὶ τὴν πρώτη Ἐκκλησία στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπως τὸ βλέπουμε στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὅπου τὰ πάντα ἦταν κοινά, δηλαδή, ἡ ζωή, ἡ ψυχή, ἡ συμφωνία, ἡ κοινὴ τράπεζα, ἡ ἀδιαίρετη ἀδελφότητα, ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη ποὺ ἕνωνε σὲ ἕνα ὅλα τὰ σώματα, καὶ συνήρμοζε διάφορες ψυχὲς σὲ μιὰ ὁμόνοια. Μὲ ὅλα αὐτὰ προτρέπονται οἱ Χριστιανοὶ νὰ βοηθοῦν αὐτοὺς ποὺ ὑποφέρουν καὶ πεινοῦν.

Στὴν συνέχεια ἐλέγχει μὲ σκληρὰ λόγια τὴν σκληροκαρδία τοῦ πλεονέκτη, ποὺ ἐπιδιώκει νὰ μετατρέψη τὰ πάντα σὲ χρυσό, καὶ δὲν ἔχει κορεσμό, ποὺ τὸν πολλαπλασιάζει μὲ τὰ δανείσματα. Ὅταν ὁ πλοῦτος κρατῆται κλειστὸς σὲ ἀποθῆκες λιμνάζει, καὶ κάποτε σπᾶνε τὰ ἐμπόδια, κρημνίζονται οἱ ἀποθῆκες καὶ κατεδαφίζονται τὰ χρηματοκιβώτια. Ἔτσι, προτρέπει τὸν πλούσιο νὰ ἀνοίξη μόνος του τὶς θύρες τῶν χρηματοκιβωτίων καὶ νὰ προσφέρη διέξοδο στὸν πλοῦτο, ποὺ σὰν ποτάμι μὲ τὰ διάφορα κανάλια θὰ διασχίση τοὺς διαφόρους δρόμους τῶν πτωχῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἔπαινος ποὺ προέρχεται ἀπὸ τοὺς εὐεργετουμένους εἶναι μεγάλος. Πρέπει νὰ προσφέρεται ὁ πλοῦτος στοὺς πτωχοὺς ἀνθρώπους, γιατί ὅταν στέκεται εἶναι ἄχρηστος. Τὰ πηγάδια ὅταν ἀντλοῦνται δίδουν πιὸ ἄφθονο νερό.

Ἡ σκέψη τοῦ ἄφρονος πλουσίου ποὺ εἶπε «ψυχὴ ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά, ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου», ποὺ στὴν πράξη λέγεται καὶ ἀπὸ τοὺς πλεονέκτες τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Βασιλείου, τὸν ἐρεθίζει, γι’ αὐτὸ ἐλέγχει αὐτὴν τὴν νοοτροπία μὲ σκληρὰ λόγια καὶ λέγει: «Ὧ τί παραλογισμός! Ἐὰν εἶχες ψυχὴν χοίρου τί ἄλλο καλύτερο ἀπὸ αὐτὸ θὰ μποροῦσες νὰ τῆς εὐαγγελισθῇς; Πόσον κτηνώδης εἶσαι, πόσον ἄμυαλος ἀπέναντι τῶν ἀγαθῶν τῆς ψυχῆς νὰ χαιρετίζης αὐτὴν μὲ τὰ βρώματα τῆς σαρκός. Αὐτὰ ποὺ καταλήγουν στὸν ἀπόπατο, αὐτὰ ἐσὺ τὰ παραπέμπεις στὴν ψυχή; Ἐὰν μὲν διαθέτη (ἡ ψυχὴ) ἀρετή, ἐὰν εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀγαθά, ἐὰν ἔχη προσοικειωθὴ τὸν Θεό, ἔχει πολλὰ ἀγαθὰ καὶ ἅς εὐφρανθῇ τὴν καλὴ εὐφροσύνη τῆς ψυχῆς. Ἐπειδὴ ὅμως σκέπτεσαι τὰ ἐπίγεια καὶ ἔχεις διὰ τὸν Θεὸ τὴν κοιλία καὶ εἶσαι ὁλόκληρος σάρκες, ὑποδουλωμένος στὰ πάθη, ἄκουσε τὴν προσωνυμία ποὺ σοῦ ἁρμόζει καὶ τὴν ὁποῖα δὲν σοῦ τὴν ἔδωκε κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: "ἀνόητε αὐτὴν τὴ νύκτα ζητοῦν ἀπὸ σὲ τὴν ψυχήν σου. Αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασες, ποιός θὰ τὰ πάρη";».

Προτρέπει τὸν πλούσιο νὰ μὴ ἀνεγείρη ἀποθῆκες γιὰ νὰ συγκεντρώση τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ νὰ κάνη ἀποθῆκες τὰ σπίτια τῶν πτωχῶν, νὰ κάνη ἐλεημοσύνη, νὰ μὴν τὴν ἀναβάλη γιὰ ἄλλη ἡμέρα, γιὰ νὰ μὴν ἔλθη ὁ θάνατος. Εἶναι χαρακτηριστικὰ τὰ λόγια του: «Ρίχνε κάτω μὲ τὰ ἴδια σοῦ τὰ χέρια αὐτὰ ποὺ κακῶς ἔχεις οἰκοδομήσει. Σπάσε τὰ ἀμπάρια τοῦ σιταριοῦ ἀπὸ τὰ ὁποῖα κανένας ποτὲ δὲν ἔφυγε παρηγορημένος. Ἐξαφάνισε κάθε οἴκημα ποὺ φυλάσσει τὴν πλεονεξία. Βγάλε τὴν στέγη, γκρέμισε τοὺς τοίχους, δεῖξε στὸν ἥλιο τὸ μουχλιασμένο πλοῦτο, σύντριψε τὰ σκοτεινὰ καταγώγια τοῦ μαμωνά». Ἄλλωστε, ὁ πεινασμένος λυώνει, ὁ γυμνὸς ξεπαγιάζει ἀπὸ τὸ κρύο, ὁ ὀφειλέτης πνίγεται ἀπὸ τὰ χρέη καὶ ὁ πλούσιος ἀναβάλλει τὴν ἐλεημοσύνη. Ὅταν κανεὶς προφασίζεται ὅτι δὲν ἔχει νὰ δώση γιατί εἶναι πτωχός, στὴν πραγματικότητα εἶναι πτωχὸς ἀπὸ φιλανθρωπίες, πτωχὸς ἀπὸ πίστη στὸν Θεό, πτωχὸς ἀπὸ ἐλπίδα αἰώνια.

Τελικά, προτρέπει τοὺς ἀκροατές του νὰ σκεφθοῦν τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον, καὶ νὰ μὴ προδώσουν τὸ μέλλον τους μὲ τὴν αἰσχροκέρδεια. Θὰ ἔλθη καιρὸς ποὺ τὸ σῶμα θὰ ἀφήση τὸν ἄνθρωπο, τὸ σῶμα θὰ ἐξαφανισθῇ στὸν τάφο, ἀλλὰ θὰ ἔλθη καὶ ἐποχὴ ποὺ θὰ ἀναστηθοῦν τὰ σώματα, ἡ ψυχὴ θὰ κατοικήση πάλι στὸ σῶμα καὶ θὰ γίνη ἀκριβὴς ἔλεγχος τῶν πράξεων τῆς ζωῆς ὄχι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν συνείδηση ποὺ θὰ καταθέση τότε ὡς μάρτυρας ἐναντίον του. Καὶ ἐπισημαίνει ὅτι αὐτὸ δὲν τὸ λέγει, ὅπως κάνει κάποια μητέρα ἢ κάποια τροφὸς ποὺ ἐπισείει στὰ παιδιὰ κάποια ψεύτικα μορμολύκεια, ὅταν αὐτὰ εἶναι ἄτακτα καὶ ἔτσι τὰ καθησυχάζουν μὲ φανταστικὰ διηγήματα. Αὐτὰ ποὺ λέγει γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ δὲν εἶναι παραμύθι, ἀλλὰ τὸ κήρυξε ἡ ἀδιάψευστη φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, θὰ ἔλθη ἡ ἡμέρα ποὺ στὸν καθένα θὰ ἀποδοθῇ ἀπὸ τὸν δίκαιο δικαστὴ κατὰ τὴν ἀξία του.

5. Ἡ ἀνταπόκριση τῶν πλουσίων στὶς προτροπές του

Οἱ προτροπὲς αὐτὲς τοῦ Μ. Βασιλείου δὲν ἔμειναν ἄκαρπες. Ὁ ἄγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὸν Ἐπιτάφιο στὸν Μεγάλο Βασίλειο μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἐπέπεσε λιμός-πεῖνα στὴν Καισάρεια «καὶ τῶν πώποτε μνημονευομένων ὁ χαλεπώτατος», δηλαδὴ ἦταν ἡ βαρύτερη πεῖνα ἀπὸ ὅσες διασώζονται στὴν μνήμη τῶν ἀνθρώπων. Ὁλόκληρη ἡ πόλη ὑπέφερε καὶ δὲν φαινόταν ἀπὸ πουθενὰ βοήθεια, ἀντιφάρμακο γιὰ τὴν ταλαιπωρία. Σὲ τέτοιες δυσκολίες, ὅπως γράφει ὁ ἄγιος Γρηγόριος, οἱ ἔμποροι καὶ οἱ προμηθευτὲς τοῦ σίτου οὔτε λυποῦνται τοὺς συγγενεῖς, οὔτε εὐαρεστοῦν στὸν Θεό. Τότε ὁ Μ. Βασίλειος ἔδρασε ἀποτελεσματικά. Δὲν μποροῦσε νὰ βρέξη ἄρτο ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μὲ τὴν προσευχή του, ὅπως ἔκανε ὁ Μωϋσής, οὔτε μποροῦσε νὰ βγάλη τροφὴ ἀπὸ τὸν πυθμένα τῆς ὑδρίας, ὅπως ἔκανε ὁ Προφήτης Ἠλίας, οὔτε νὰ θρέψη χιλιάδες ἀνθρώπους μὲ πέντε ἄρτους, ὅπως ἔκανε ὁ Χριστός. Ἀλλὰ μὲ τὸν λόγο του καὶ τὶς προτροπές του ἄνοιξε τὶς ἀποθῆκες τῶν πλουσίων καὶ ἔτσι μοίρασε τροφὴ σὲ ὅσους πεινοῦσαν, χόρτασε μὲ ψωμὶ τοὺς πτωχούς, διέθρεψε τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὴν περίοδο τῆς πείνας καὶ γέμισε μὲ ἀγαθὰ τοὺς πεινασμένους. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε μὲ τὸ νὰ συγκεντρώση σὲ ἕνα μέρος αὐτοὺς ποὺ μόλις ἀνέπνεαν, ποὺ ἦταν ἄξιοι συμπαθείας, καὶ ἐνήργησε ἔρανο ἀπὸ κάθε εἶδος τροφῆς, παραθέτοντας καὶ φαγητὰ ἀπὸ χυλὸ καὶ παστὰ ψάρια. Ὁ ἴδιος διακονοῦσε τοὺς πτωχοὺς καὶ θεράπευε τὶς ψυχές τους, συμπλέκοντας τὴν τιμὴ μὲ τὴν ἀνάγκη καὶ ἀνακουφίζοντας αὐτοὺς καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Ὁπότε, λέγει ὁ ἄγιος Γρηγόριος γιὰ τὸν Μεγάλο Βασίλειο: «Τοιοῦτος ἥν ὁ νέος σιτοδότης ἡμῖν καὶ δεύτερος Ἰωσήφ», κάνοντας μάλιστα πολὺ μεγαλύτερο ἔργο ἀπὸ ἐκεῖνον.

Ἀγαπητοί μου,

Προσπάθησα νὰ παρουσιάσω τὶς κεντρικὲς ἰδέες τῶν τριῶν κοινωνικῶν ὁμιλιῶν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μὲ ἀφορμὴ τὴν πεῖνα ποὺ ἔπεσε τότε στὴν Καισάρεια, κατὰ τὴν ὁποῖα φάνηκαν δύο ἀντίθετες καταστάσεις. Ἡ μία νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ πεινοῦν καὶ ὑποφέρουν, νὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα, καὶ ἡ ἄλλη νὰ ὑπάρχουν πλεονέκτες πλούσιοι ποὺ ἔκλειναν στὶς ἀποθῆκες τὰ γεννήματα τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, καὶ τὰ χρήματα τὰ κρατοῦσαν μυστικὰ μὲ σκοπὸ τὴν δική τους καλοπέραση καὶ νὰ ἀποβλέπουν στὸν μεγαλύτερο πλουτισμό, δηλαδὴ τὴν αἰσχροκέρδεια. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὸ εἴδαμε στὸν Μ. Βασίλειο, στηλίτευαν τέτοιες νοοτροπίες. Πίστευαν ὅτι ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Θεός, αὐτὸς δημιούργησε τὰ πάντα καὶ σὲ αὐτὸν ἀνήκουν τὰ πάντα. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, παιδιά Του, καὶ ἔχουν ἴσα δικαιώματα πάνω στὴν γῆ. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀδέλφια καὶ θὰ πρέπει νὰ μοιραζόμαστε τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ὁ ἕνας νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν ἄλλο ἀδελφό του. Ἡ κοινωνικὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας δὲν ξεκινᾶ ἀπὸ κάποια φιλοσοφία καὶ κοινωνιολογία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν θεολογία τῆς πατρότητος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητος.

Ζοῦμε σὲ μιὰ δύσκολη περίοδο, γιὰ τὴν ὁποῖα διαθρυλοῦνται πολλά. Σίγουρα ὑπάρχει ἀνισότητα στὴν κοινωνία μας, ποὺ ὀφείλεται στὴν πλεονεξία καὶ τὴν φιλαργυρία τῶν ἀνθρώπων καὶ αὐτὸ συνδέεται μὲ τὴν εὐδαιμονία. Στὴν πραγματικότητα τὸ Κράτος πρέπει νὰ θεσπίζη νόμους σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς δικαιοσύνης. Δυστυχῶς, ὅμως, οἱ νόμοι πολλὲς φορὲς δὲν εἶναι δίκαιοι, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ ὑπάρχουν καταστρατηγοῦνται μὲ τὴν ἀδιαφάνεια καὶ τὴν διαφθορά. Ὅλοι θέλουν νὰ ἀπομυζοῦν τὸ Κράτος, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀδελφούς τους. Ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ἐδῶ στὴν χώρα μας, τὸ Κράτος αὐξάνει συνεχῶς τοὺς φόρους, ἔμμεσους καὶ ἄμεσους, καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς μισθωτούς, ἐνῷ ἀφήνει οὐσιαστικὰ ἀνέγγιχτους τοὺς ἔχοντες καὶ κατέχοντες. Τὸ πρόβλημα ὅμως δὲν λύνεται μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀλλὰ αὐξάνεται ἀκόμη περισσότερο. Ἀπὸ τὶς ὁμιλίες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ποὺ εἴδαμε προηγουμένως φαίνεται ποιό εἶναι τὸ χρέος μας.

  • Πρῶτον, ἐμεῖς οἱ Κληρικοὶ πρέπει νὰ εἴμαστε φτωχοὶ ἢ τοὐλάχιστον νὰ ἔχουμε μόνον τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴν συντήρησή μας. Ἰδιαιτέρως αὐτὸ ἰσχύει γιὰ μᾶς τοὺς μοναχούς. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν μοναχοί, ἐνῷ ἔχουν ὑποσχεθῇ κατὰ τὴν κουρὰ τοὺς νὰ εἶναι ἀκτήμονες, ὅμως εἶναι πλούσιοι, μὲ λογαριασμοὺς στὴν τράπεζα, μὲ ἐμπορικὲς Ἑταιρεῖες καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι οἰκογενειάρχες καὶ ἀνήκουν στὸ ποιμνιό μας, νὰ ὑποφέρουν ποικιλοτρόπως καὶ νὰ πεινοῦν. Οὔτε μποροῦμε νὰ δικαιολογηθοῦμε γιὰ πατρικὴ κληρονομιὰ ἀπὸ πλούσιους γονεῖς, γιατί εἴδαμε ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος τὴν πούλησε καὶ τὴν ἐδώρισε. Μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ μποροῦμε νὰ ἐλέγχουμε τοὺς πλεονέκτες, τοὺς τοκογλύφους, καὶ νὰ βοηθοῦμε, μὲ τὸν τρόπο μας, νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ τὴν φοβερὴ αὐτὴ ἀσθένεια.
  • Δεύτερον, ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ θὰ πρέπει νὰ ζοὺν μὲ λιτότητα καὶ ὀλιγάρκεια, ὅπως τὸ συνιστοῦν οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ βλέπουμε στὴν ἐπὶ τοῦ ὅρους ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ. Νὰ συνδέουμε τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὸ ὅτι εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά.
  • Τρίτον, ὅλοι πρέπει νὰ συνδράμουμε αὐτοὺς ποὺ πραγματικὰ στεροῦνται τῶν ἀναγκαίων γιὰ νὰ συντηρήσουν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴν οἰκογένειά τους. Ἂν θέλουμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν πλεονεξία, τότε κάθε οἰκογένεια θὰ πρέπει, ἀπὸ τὸ πλεόνασμα ἢ τὸ ὑστέρημα, νὰ ἀναλάβη νὰ φροντίση μιὰ ἄλλη οἰκογένεια ποὺ ὑποφέρει, ὁπότε θὰ μειώσουμε τὴν φτώχεια. Μὴν τὰ περιμένουμε ὅλα ἀπὸ τὸ Κράτος, γιατί αὐτὸ εἶναι μαξιμαλισμός, δηλαδὴ νὰ μὴν ἀναμένουμε νὰ συγκροτηθῇ πρῶτα τὸ Κράτος, ὥστε τότε νὰ ἰκανοποιήση ὅλες τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων. Μακάρι αὐτὸ νὰ γινόταν, ἀλλὰ δυστυχῶς εἶναι μιὰ οὐτοπία. Ὁπότε, ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς θὰ πρέπει νὰ ἀναλάβη τὶς εὐθύνες του. Ἐπειδὴ πολλοὶ θεωροῦμε ὅτι τὰ θέματα ποὺ μαστίζουν τὴν κοινωνία μας εἶναι θέματα ἐλλείψεως παιδείας, θὰ πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ ἀναλγησία, ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀδικία στὴν κοινωνία μας εἶναι ἔλλειψη παιδείας, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἐμεῖς πρέπει νὰ βροῦμε τοὺς κατάλληλους τρόπους νὰ θεραπευθοῦμε.

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, νὰ μᾶς φωτίσουν νὰ εἴμαστε εὐαίσθητοι στὸν ἀνθρώπινο πόνο ἀπὸ ὁπουδήποτε κι ἂν προέρχεται καὶ νὰ βοηθᾶμε στὴν λύση τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων.–

Κύριο ἄρθρο: Μέγας Βασίλειος: ἡσυχαστής, ἐπίσκοπος καί θεολόγος.

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πρωτοχρονιᾶς 2018

Κύριο ἄρθρο: Μέγας Βασίλειος: ἡσυχαστής, ἐπίσκοπος καί θεολόγος, Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πρωτοχρονιᾶς 2018

Ἡ πρώτη Ἰανουαρίου εἶναι ἀφιερωμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία στό γεγονός τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ Χριστός ὀκτώ ἡμέρες ἀπό τήν γέννησή Του δέχθηκε ἀπό ἄκρα ταπείνωση τήν περιτομή τήν ὁποία Αὐτός ὁ Ἴδιος θέσπισε στήν Παλαιά Διαθήκη. Ὅμως, ἡ ἡμέρα αὐτή, πού εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τοῦ πολιτικοῦ ἔτους, εἶναι ἀφιερωμένη καί στόν Μέγα Βασίλειο, Ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε αὐτήν τήν ἡμέρα τό ἔτος 379 μ.Χ. Ἔτσι, θά γίνη μιά μικρή ἀναφορά στόν μεγάλο αὐτόν Οἰκουμενικό διδάσκαλο καί Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ περισσότεροι ἔχουν ἀκούσει ἀπό τό Σχολεῖο τίς σημαντικές σπουδές πού ἔκανε ὁ Μέγας Βασίλειος στήν Ἀθήνα, κατά τίς ὁποῖες ἀπέκτησε ὅλη τήν γνώση καί τήν σοφία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὅμως, πρέπει νά μή μένουμε μόνον σέ αὐτές τίς γνώσεις, ἀλλά νά τόν παρακολουθήσουμε στήν μετέπειτα ἐκκλησιαστική του πορεία.

Κατ’ ἀρχάς, ὁ Μέγας Βασίλειος μετά τήν ἐπιστροφή του στήν Καισάρεια βαπτίσθηκε Χριστιανός, γιατί μέχρι τότε ἦταν κατηχούμενος, καί ἀμέσως ἐπιδόθηκε στήν ἀναζήτηση ἀληθινῶν μοναχῶν πού νά ἐφαρμόζουν τίς εὐαγγελικές ἐντολές. Ἔκανε ἕνα κοπιαστικό ταξίδι σέ κέντρα μοναχικοῦ βίου, μέ τά μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γιά νά γνωρίση μοναχούς πού νά ἔχουν πνευματικές ἐμπειρίες. Πῆγε στήν Ἀλεξάνδρεια καί σέ ἄλλα μέρη τῆς Αἰγύπτου, στήν Παλαιστίνη, στήν Κοίλη Συρία καί ἔφθασε μέχρι τήν Μεσοποταμία. Σέ ὅλα αὐτά τά μέρη ἀναπτύχθηκε καί καλλιεργήθηκε ὁ ἀσκητικός καί ἀναχωρητικός βίος, καί ἐκεῖ συνάντησε πολλούς πνευματικούς ἀδελφούς πού ζοῦσαν ἀσκητικά. Αὐτό τό ταξίδι σέ κέντρα μοναχικῆς ζωῆς πρέπει νά κράτησε πολλούς μῆνες.

Στήν συνέχεια ἐπανῆλθε στήν Καισάρεια καί ἀποσύρθηκε στόν Πόντο, κοντά στόν Ἴρι ποταμό, ὅπου στήν ἀρχή μόνος του καί ἔπειτα μαζί μέ τόν φίλο του ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ἔζησε τήν ἐρημική ζωή, τήν ἀπόλυτη ἡσυχία, καί γεύθηκε τούς γλυκεῖς καρπούς τῆς ἐρήμου. Ἀπό τίς ἐπιστολές πού ἔστειλε στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί ἀπό ἄλλα κείμενά του φαίνεται ὅτι στήν ἔρημο ἀπέκτησε μεγάλες ἐμπειρίες τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ἀναδείχθηκε ἕνας ἀληθινός ἐμπειρικός θεολόγος.

Μετά ἀπό ἱκανή πνευματική πείρα κλήθηκε νά ὑπηρετήση τήν Ἐκκλησία ὡς Πρεσβύτερος καί ἀργότερα ὡς Μητροπολίτης Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Ἡ ἀσκητική του ζωή τόν ἔκανε νά εἶναι σοβαρός, πράγμα πού μερικοί τό θεώρησαν ὡς ὑπεροψία. Πάντως, ἡ ποιμαντική του δραστηριότητα μέ τίς ὁμιλίες του, τίς Λειτουργίες, τήν φιλανθρωπική δράση του, τόν ἀνέδειξαν ὡς ἕναν πραγματικό ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, παρά τό εὔθραυστον τῆς σωματικῆς του ὑγείας. Ἔδειξε μεγάλο ἐνδιαφέρον γιά τήν κατάρτιση ἀξίων συνεργατῶν του σέ ὅλη αὐτήν τήν ποιμαντική δραστηριότητα.

Ἀποδείχθηκε ἕνας λαμπρός πνευματικός πατέρας καί ἀληθινός ποιμήν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Καισαρείας, καταβάλλοντας σημαντικές προσπάθειες γιά τήν ἀνάδειξη καλῶν Ἐπισκόπων, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ φίλος του ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἀδελφός του ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης.

Ἡ σοβαρή αὐτή προετοιμασία του τόν κατέστησε καί μεγάλο θεολόγο στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τήν περίοδο ἐκείνη στήν ὁποία ἦταν Ἐπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας γινόταν μεγάλη θεολογική συζήτηση γιά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, εἶχε δέ προηγηθῆ ἡ σύγκληση τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί ὑπῆρξαν διάφοροι Ἐπίσκοποι πού ἀντιτάχθηκαν στίς ἀποφάσεις της. Ὁ Μέγας Βασίλειος μέ τήν ἐμπειρική γνώση πού ἀπέκτησε, μέ τά χαρίσματα πού τόν διέκριναν, μέ τά ἡγετικά προσόντα πού διέθετε ἦταν ὁ πνευματικός ἡγέτης, πού ἀναγνωρίσθηκε ἀκόμη καί ἀπό τούς ἐχθρούς του, καί κατόρθωσε νά ἐπιβάλη τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τήν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποφεύγοντας διάφορες ἀκρότητες καί φανατισμούς. Ἔτσι, ἐπιτέλεσε ἕνα μεγάλο οἰκουμενικό ἔργο καί συντόνιζε τόν ἀγώνα γιά τήν ἐπικράτηση τῶν ὀρθοδόξων ἀπόψεων. Ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος πού συνεκλήθη δύο χρόνια μετά τήν κοίμησή του, τό ἔτος 381 μ.Χ. βασίσθηκε στήν δική του θεολογική διδασκαλία, ὅπως καί στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.

Ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος ὑπῆρξε ἕνας ἀληθινός Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι εἶχε ὀρθόδοξες προϋποθέσεις, τίς ὁποῖες ἀπέκτησε μέσα ἀπό τήν ἀσκητική καί ἡσυχαστική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή δέν ἦταν ἕνας Ἐπίσκοπος πού παρέμεινε μόνο στήν ἐξωτερική λάμψη τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ. Ἔπειτα, ἦταν ἕνας ἐμπνευσμένος πνευματικός καθοδηγός, ἕνας ὁλοκληρωμένος ποιμήν στήν Ἐκκλησία τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, τρέφοντας τό ποίμνιό του μέ τόν προφητικό, εὐαγγελικό, ἀποστολικό καί πατερικό λόγο.

Ἑπομένως, στόν Μέγα Βασίλειο συνδυάζονται στενά καί ἄρρηκτα ἡ ἡσυχαστική παράδοση μέ τήν ποιμαντική δράση καί τήν ἐμπειρική θεολογία. Τά τρία αὐτά γνωρίσματα (ἡσυχαστής, ἐπίσκοπος καί θεολόγος) τόν κατέστησαν μεγάλο Οἰκουμενικό Πατέρα, πού δείχνει ποιός εἶναι ἀληθινός ἡσυχαστής, ἐμπνευσμένος ποιμένας καί ἐμπειρικός θεολόγος. Γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔγραψε γι’ αὐτόν: «Βροντή σεῖο λόγος, ἀστραπή δέ βίος», δηλαδή «ὁ λόγος σου ἦταν βροντή καί ἀστραπή ὁ βίος».

Τέτοιους πνευματικούς πατέρας χρειαζόμαστε σήμερα, σέ αὐτήν τήν συγκεχυμένη ἐποχή τοῦ συγκρητισμοῦ, τοῦ μεταμοντερνισμοῦ, τῆς μεταπατερικότητας, πού γίνεται διάσπαση μεταξύ θεσμοῦ καί χαρίσματος, καί ἀκούγονται διάφοροι λόγοι ξένοι καί ἀλλότριοι πρός τήν ὀρθόδοξη παράδοση, κατά τήν ὁποία ἐποχή ἡ ἐκκοσμίκευση ὑπονομεύει τήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή. Ὅλοι πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε νά εἴμαστε μιμητές τέτοιων ἁγίων ἀνθρώπων, γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν εὔκλεια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Νά ἔχουμε τίς πρεσβεῖες τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας.

Κύριο ἄρθρο: Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ κοινή ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού καθιερώθηκε τόν 11ο αἰώνα, ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στήν παρουσίαση τῆς ἑνότητας τῆς διδασκαλίας τους καί στόν καθορισμό τῶν τριῶν αὐτῶν Οἰκουμενικῶν Πατέρων καί διδασκάλων, ὡς προστατῶν τῆς ὀρθοδόξου παιδείας. Ἄν σκεφθῆ κανείς ὅτι τόν 11ο αἰώνα στήν Δύση ἀναπτυσσόταν ἡ σχολαστική θεολογία, πού εἶχε ὡς βάση τόν Πλατωνισμό καί τόν Νεοπλατωνισμό, ἀλλά καί τόν Ἀριστοτελισμό, ὡς ὑπέρβαση τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων μέχρι τῶν 8ο αἰώνα, τότε καταλαβαίνει τήν διαφορά μεταξύ τῆς δυτικῆς καί ὀρθοδόξου παραδόσεως.

Τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού συνέταξε ὁ Ἰωάννης Μαυρόπους δείχνει ὅτι εἶναι οἱ τρεῖς φωστῆρες τῆς τρισηλίου Θεότητος, οἱ ὁποῖοι φώτισαν τήν οἰκουμένη μέ τίς ἀκτίνες τῶν θείων δογμάτων, ἀλλά εἶναι καί οἱ τρεῖς μελίρρυτοι ποταμοί τῆς σοφίας πού πότισαν ὅλη τήν κτίση μέ τά νάματα τῆς θεογνωσίας. Ὁ Βασίλειος χαρακτηρίζεται «Μέγας», ὁ Γρηγόριος «Θεολόγος» καί ὁ Ἰωάννης «Χρυσορρήμων» στήν γλῶσσα. Αὐτούς τούς Τρεῖς Ἱεράρχες τιμοῦν οἱ «ἐρασταί» τῶν λόγων τους, καί ἐκεῖνοι πρεσβεύουν πάντοτε στήν Ἁγία Τριάδα ὑπέρ αὐτῶν.

Ὅμως, πέρα ἀπό τό κοινό αὐτό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν κάθε Ἱεράρχης ἔχει καί τό δικό του ἀπολυτίκιο-τροπάριο, τό ὁποῖο μέ πολύ σύντομο τρόπο παρουσιάζει ὅλη τήν λαμπρή ἀπό κάθε πλευρά προσωπικότητά τους. Θά γραφοῦν αὐτά τά ἀπολυτίκια καί θά ἐπισημανθοῦν τά βασικά θεολογικά τους σημεῖα. Τό ἀπολυτίκιο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶναι τό ἀκόλουθο:

«Εἰς πᾶσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου ὡς δεξαμένην τόν λόγον σου∙ δι’ οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τήν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τά τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, πάτερ ὅσιε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος».

Στό ἀπολυτίκιο αὐτό φαίνονται τά μεγάλα χαρίσματα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, πού τόν ἀνέδειξαν ὄντως Μέγα. Ὑπῆρξε ἡγετική προσωπικότητα ὄχι μόνον στήν ἐποχή του, ἀλλά σέ ὅλες τίς ἐποχές.

Ὁ Μέγας Βασίλειος δογμάτισε «Θεοπρεπῶς» γιά τόν Τριαδικό Θεό καί καθόρισε τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τῶν μεταγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἄν καί εἶχε κοιμηθῆ λίγο πρίν τήν συγκρότησή της. Εἶχε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, καί τήν ἐξέφρασε «Θεοπρεπῶς». Ἔπειτα, διελεύκανε καί διασαφήνισε τήν φύση τῶν ὄντων μέ τήν ἑρμηνεία πού ἔκανε γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, καί ἀκόμη μέ τίς ἠθικές του διδασκαλίες στόλισε τά ἤθη τῶν ἀνθρώπων.

Αὐτό σημαίνει ὅτι διέπρεψε στήν δογματική, τήν κοσμολογία καί τήν ἀνθρωπολογία, γι’ αὐτό ὁ λόγος του ξεχύθηκε σέ ὅλη τήν γῆ, σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού τόν δέχθηκαν. Ὁ ἴδιος ὑπῆρξε «Βασίλειον ἱεράτευμα», δηλαδή ὑπῆρξε ἀληθινός Ἱερεύς τῆς θείας Χάριτος, καί δίδαξε τόν τρόπο τῆς ἀληθινῆς ἱερουργίας, ἀκόμη καί μέ τίς εὐχές πού συνέταξε στήν θεία Λειτουργία πού φέρει τό ὄνομά του. Ὑπῆρξε οἰκουμενικός διδάσκαλος καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μέ θεωρία καί πράξη, μέ λόγο καί ἔργα. Τό ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου εἶναι τό ἑξῆς:

«Ὁ ποιμενικός αὐλός τῆς θεολογίας σου τάς τῶν ρητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας∙ ὡς γάρ τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι καί τά κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλά πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν».

Οἱ αἱρετικοί τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου εἶχαν λόγο πού ὁμοίαζε μέ τίς σάλπιγγες τῶν ρητόρων, μέ δυνατές φωνές καί ἔντονη φιλοσοφική σκέψη, πού προκαλοῦσαν τό ἐνδιαφέρον καί τήν προσοχή τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος διέθετε, ὡς καλός ποιμήν, τόν «αὐλό τῆς θεολογίας». Ὁ αὐλός εἶναι ἡ φλογέρα, ἀπό τήν ὁποία ἐξέρχεται ἁπλός καί γλυκύς ἦχος πού σαγηνεύει τούς ἀνθρώπους. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, ὡς ἀπόρροια τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας εἶναι ἀληθινή, διαθέτει ἁπλότητα καί πνευματική ὀμορφιά.

Ἔτσι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ὑπῆρξε μεγάλος Θεολόγος, ὅπως φαίνεται στούς θεολογικούς του λόγους, ἀλλά γενικά σέ ὅλα τά κείμενά του, καί ἔκανε μέ τόν θεολογικό καί ποιμενικό αὐλό του νά σιγήσουν οἱ δυνατές σάλπιγγες τῶν ρητόρων αἱρετικῶν. Ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἔχει ὀρθό περιεχόμενο, εἶναι ἀπόσταγμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά καί διατυπώνεται καί μέ ὀρθό λόγο. Ὁ ἴδιος, ἐπειδή ἀναζήτησε τά βάθη τοῦ Πνεύματος καί διείσδυσε, ὅσο ἦταν δυνατόν, στήν θεολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὄχι βέβαια στά ἐνδότερα τῆς Ἁγίας Τριάδος, γι’ αὐτό καί τοῦ δόθηκε ὡς δῶρο καί ἡ ὀμορφιά τῆς γλώσσης, τό κάλλος τοῦ λόγου. Ἔτσι, ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἔχει ὑπέροχο περιεχόμενο, ἀλλά καί λαμπρή ἔκφραση. Τό ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι τό ἀκόλουθο:

«Ἡ τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρσός ἐκλάμψασα χάρις, τήν οἰκουμένην ἐφώτισεν∙ ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ θησαυρούς ἐναπέθετο∙ τό ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν. Ἀλλά σοῖς λόγοις παιδεύων, πάτερ Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἦταν πραγματικά χρυσορρήμων, ὁ μεγαλύτερος ρήτορας τῶν αἰώνων, τό πνευματικό ἀηδόνι τοῦ ἄμβωνος. Ἡ χάρις τῶν λόγων του πού ἐξέλαμψε ἀπό τό στόμα του ὡσάν πυρσός, δηλαδή σάν ἕνα δαδί ἀναμμένο, ἐφώτισε ὅλη τήν οἰκουμένη. Οἱ λόγοι του αὐτοί ἐναπέθεσαν στόν κόσμο θησαυρούς ἀφιλαργυρίας καί ὑπέδειξαν τό ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης, καί αὐτοί οἱ λόγοι μᾶς ἐκπαιδεύουν γιά νά ἀποκτήσουμε τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δέν ἦταν μόνο ρήτορας, ἀλλά μέσα ἀπό τήν ρητορική του τέχνη μᾶς μετέδωσε θησαυρούς ἀφιλαργυρίας, ἀγάπης πρός τούς ἀνθρώπους καί τόν Θεό, ἀλλά ταυτοχρόνως μᾶς μετέδωσε τήν μεγάλη ἀξία, τό μεγάλο ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀποκτᾶ τήν κενωτική ἀγάπη πού εἶναι ἡ χριστοειδής ταπείνωση, γίνεται χορηγός ἀγάπης σέ ὅλους.

Καί οἱ τρεῖς Ἱεράρχες ἦταν μεγάλοι θεολόγοι, ἐμπειρικοί Πατέρες, χαρισματικοί ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας, ἐξαγιασμένοι ρήτορες τοῦ θείου λόγου, οἰκουμενικοί διδάσκαλοι. Εἶναι ἀκατάλυτοι μέσα στούς αἰῶνες, μέ τά μεγάλα διανοητικά τους χαρίσματα, τίς ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους. Ὅσοι μελετοῦν τά ἔργα τους μέ συστηματικό τρόπο καί μέ προσευχή, αὐτοί φωτίζονται ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, πού προέρχεται ἀπό τόν λόγο τους, ἀποκτοῦν νοῦ Χριστοῦ καί καρδιά θεοφιλῆ. Οἱ λόγοι τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὅπως ἔχουν διασωθῆ σέ πατερικές ἐκδόσεις, δέν εἶναι γιά νά στολίζουν τίς βιβλιοθῆκες τῶν οἴκων μας, ἀλλά γιά νά μελετῶνται καί στήν συνέχεια γιά νά φωτίζωνται οἱ ψυχές μας πρός ἀνάβαση σέ ὕψος θεοπτίας.

Κύριο Θέμα: Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Ὁ τέταρτος Ἱεράρχης καί ὁ τέταρτος Θεολόγος

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

 Κύριο Θέμα: Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Ὁ τέταρτος Ἱεράρχης καί ὁ τέταρτος Θεολόγος

Ὁ καθορισμός τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τήν Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν ὡς συνέχεια τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, δείχνει τήν μεγάλη ἀξία του καί σέ αὐτό θά ἀναφερθῆ τό κείμενο αὐτό.

Εἶναι γνωστή ἡ ἑορτή τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἐπίσης, εἶναι γνωστόν ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παράδοση ὅτι τρεῖς ἅγιοι ἔχουν τόν τίτλο τοῦ Θεολόγου: ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος. Τόσο στούς τρεῖς Ἱεράρχες ὅσο καί στούς τρεῖς θεολόγους συγκαταλέγεται ἀπό τήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καί τέταρτος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος σέ κείμενα χαρακτηρίζεται θεολόγος. Τό ὅτι μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά τέσσερεις Ἱεράρχες καί γιά τέσσερεις θεολόγους φανερώνει τήν μεγάλη ἀξία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.

1. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος καί Ἀποκαλυπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας

῾Υπῆρξαν δύο διαφορετικές τοποθετήσεις ἔναντι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἡ μία, ὅτι εἶναι ἕνας συντηρητικός θεολόγος, ὁ ὁποῖος στηρίζεται σέ παλαιές ἑρμηνεῖες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὑποστηρίζοντας τούς ἀγραμμάτους ἡσυχαστές πατέρες, καί ἡ ἄλλη, ὅτι εἶναι ἕνας θεολόγος πού εἰσήγαγε καινούρια δόγματα καί νέες ἀντιλήψεις στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀλήθεια, ὅμως, εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχήν παραδοσιακός θεολόγος, φορεύς τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Ἄλλο εἶναι ἡ συντήρηση καί ἄλλο ἡ παράδοση. Ἡ πρώτη συντηρεῖ μερικά σχήματα τοῦ παρελθόντος, ἐνῶ ἡ δεύτερη παρουσιάζει τήν Ἀποκάλυψη  μέσα ἀπό τά σχήματα τοῦ παρόντος. Γι᾿ αὐτό ἡ Παράδοση εἶναι δυναμική. Αὐτό τό βλέπουμε καθαρά σέ ὅλο τό ἐργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.

Ὁ Γρηγόριος Ἀκίνδυνος χαρακτηρίζει τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ «καινόν θεολόγον», τήν δέ διδασκαλία του «νέαν θεολογίαν». Ὁ Ἰωάννης Κυπαρισσιώτης, πολέμιος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, τόν θεωρεῖ «ἀλλόκοτον περί τήν θρησκείαν» καί «ἀπερίσκεπτον». Ἀντίθετα μέ αὐτούς, ὁ ἅγιος Γρηγόριος θεωρεῖ ὅτι δέν συνθέτει νέα διδασκαλία, ἀλλά ἀκολουθεῖ πιστῶς τήν πατερική παράδοση καί «διά τῶν πατερικῶν φωνῶν ὑπερυψοῖ τόν τῶν Πατέρων Θεόν». Ὁ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος λέγει ὅτι οἱ Ζηλωτές τῆς Θεσσαλονίκης δέν τόν δέχθηκαν ὡς Μητροπολίτη, ἰσχυριζόμενοι ὅτι ὁ ἅγιος καινοτόμησε γιά τά θεῖα δόγματα. «Προσῆν δέ τισι καί ἡ θρυληθεῖσα παρά τῶν δυσσεβῶν καινοτομία τῶν θείων δογμάτων καί ἡ πονηρά περί αὐτῆς ὑποψία».

Ὅμως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν εἰσάγει νέα θεολογία, ἀλλά ἑρμηνεύει καί ἀναλύει διεξοδικά τήν πατερική παράδοση καί θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπό τήν δική του ἐμπειρία. Ὁ ἅγιος δέν ἀρκεῖται μόνον στήν παράθεση πατερικῶν χωρίων, ὅπως ἐκαναν οἱ ἀντίπαλοί του, ἀλλά τά ἑρμηνεύει μέσα στά αὐθεντικά ὀρθόδοξα πλαίσια καί μέ τίς ἀπαραίτητες ὀρθόδοξες προϋποθέσεις. Γι᾿ αὐτό καί εἶναι μέγας Πατήρ καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅσοι ἔφθασαν στόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου, ἔχουν τήν ἴδια θεολογία. Εἶναι ἀδύνατον νά φθάση κανείς στήν θέωση καί νά ἐχη διαφορετική διδασκαλία γιά τόν Χριστό. Ὁ Ἄρειος, ἐπειδή ἐφθασε στό σημεῖο νά ὑποστηρίζη τό κτιστό τοῦ Λόγου, φανερώνει ὅτι δέν βρισκόταν μέσα στά ἐκκλησιαστικά καί πατερικά πλαίσια. Οἱ θεούμενοι ἔχουν τήν ἴδια ἐμπειρία, γνωρίζουν ὅτι ὁ Λόγος εἶναι «Φῶς ἐκ Φωτός, Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», ἀλλά μπορεῖ νά διαφέρουν στήν ὁρολογία πρό τῆς συγκλήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὅταν ὅμως οἱ θεούμενοι συναντῶνται σέ Οἰκουμενική Σύνοδο, τότε, ἔχοντας τήν ἴδια ἐμπειρία, ταυτίζονται καί στήν ὁρολογία, δηλαδή τότε «εὔκολα συμφωνοῦν γιά τήν ὁμοιομορφία τῆς δογματικῆς διατυπώσεως τῆς ταυτόσημης ἐμπειρίας των».

Οἱ ἅγιοι, ὅταν μετέχουν τῆς Πεντηκοστῆς καί δέχωνται τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, βιώνουν τά ἄκτιστα ρήματα καί νοήματα, τά ὁποῖα στήν συνέχεια πρέπει νά μεταφέρουν μέ κτιστά ρήματα καί νοήματα. Ἡ Πεντηκοστή δέν βελτιώνεται οὔτε ὡς ἀποκάλυψη οὔτε ὡς κατανόηση. Δέν ἔχουμε, δηλαδή, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καλύτερη κατανόηση τῆς Ἀποκαλύψεως, οὔτε χορηγεῖται κατά διάφορα χρονικά διαστήματα στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ δόθηκε «ἐφ᾿ ἅπαξ τοῖς ἁγίοις». Μέ τούς ὅρους ὅμως οἱ ἅγιοι Πατέρες κατοχυρώνουν τήν ζωντανή παράδοση, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τά νοήματα καί ρήματα, μέ τήν γλώσσα τῆς ἐποχῆς τους. Καί αὐτό τό κάνουν ὅταν μία αἵρεση ὁδηγῆ τούς πιστούς μακρυά ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς Ἀποκαλύψεως, πού συνιστᾶ πνευματικό θάνατο. (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης)

Ἔτσι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, φορεύς αὐτῆς τῆς ἰδίας Ἀποκαλύψεως, συγγενής κατά πνεῦμα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν καί τῶν τριῶν θεολόγων, ἀνέλυσε καί παρουσίασε τήν ἴδια θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀντικρούοντας τήν αἵρεση τῶν ἀντιησυχαστῶν, οἱ ὁποῖοι στηρίζονταν στήν φιλοσοφία καί τόν στοχασμό. Ἐπί πλέον ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὄχι μόνον ἀνέλυσε περισσότερο τήν πατερική διδασκαλία, ἀλλά παρουσίασε καί τίς θεολογικές προϋποθέσεις τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καί τῆς θεολογίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τίς ὁποῖες, βεβαίως, συναντοῦμε σέ ὅλη τήν πατερική παράδοση. Ἡ βασική προϋπόθεση τοῦ ὀρθοδόξως θεολογεῖν εἶναι ὁ ἡσυχασμός.

Ἑπομένως, ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ δέν μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ παλαμική θεολογία, ἀκριβῶς γιατί εἶναι θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Συνήθως, ἡ διδασκαλία κάποιου αἱρετικοῦ λαμβάνει τό ὄνομά του, ἀκριβῶς γιατί διαφοροποιεῖται ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτόν τόν λόγο δέν μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά θεολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων ἤ γιά τήν ἀλεξανδρινή θεολογία σάν νά πρόκειται γιά μιά διαφορετική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.Φυσικά, εἶναι δυνατό καί ἐπιτρεπτό, ὡς ἕνα βαθμό, νά μιλοῦμε γιά Καππαδόκες Πατέρες, ὅταν ἐννοοῦμε τόν τόπο τῆς κοινῆς καταγωγῆς καί ὅταν ἀκόμη θέλουμε νά δείξουμε τήν προσφορά τους στήν διαμόρφωση τῶν ὅρων, ὄχι ὅμως ὅτι δημιούργησαν μιά δική τους θεολογία.

2. ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καί οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες

Ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσόστομου, ἐφ' ὅσον οἱ τρεῖς Ἱεράρχες, ὡς φορεῖς τῆς Παραδόσεως, ἔχουν κοινή ζωή καί διδασκαλία μέ τόν ἄγιο Γρηγόριο, καί αὐτόν φορέα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.

Αὐτό τό βλἐπουμε καλά, ὅταν μελετήσουμε τά κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Παραθέτει συνεχῶς ἀποσπάσματα ἀπό τά ἔργα τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν καί ἄλλων Πατέρων, ἑρμηνεύοντάς τα αὐθεντικά. Μέ τήν ἑρμηνευτική του δεινότητα, λόγῳ τῆς κοινῆς ἐμπειρίας, μπορεῖ νά τά παρουσιάση στά ὀρθόδοξα πλαίσια, διορθώνοντας τό ἐσφαλμένο νόημα πού ἔδιναν οἱ αἱρετικοί. Πάντοτε οἱ αἱρετικοί γιά νά στηρίξουν τίς ἀπόψεις τους χρησιμοποιοῦν τούς λόγους καί τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀφοῦ προηγουμένως τά ἀλλοιώσουν καί τά προσαρμόσουν στά δικά τους πλαίσια.

Ἔτσι, ἡ μελέτη τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἐκτός τῶν ἄλλων, μᾶς δείχνει καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐργάζονται οἱ αἱρετικοί καί οἱ Πατέρες πάνω στό κρίσιμο αὐτό θέμα Οἱ αἱρετικοί κάνουν «εἰσπήδηση» μέσα στά κείμενα καί τά ἀλλοιώνουν, ἐνῶ οἱ Πατέρες τά παρουσιάζουν στήν αὐθεντική τους διάσταση. Τό πρόβλημα, λοιπόν, δέν εἶναι ἡ παράθεση ἤ ἡ μή παράθεση πατερικῶν χωρίων, ἀλλά ἡ κατανόηση τοῦ περιεχομένου τους.

Ἄν ἀνατρέξουμε στό ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου «Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», θά διαπιστώσουμε ὅτι χρησιμοποιοῦνται πολλά χωρία ἀπό τά ἔργα τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν γιά νά ἀνατραποῦν τά ἐπιχειρήματα τοῦ Βαρλαάμ καί νά παρουσιασθῆ ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία. Θά ἔπαιρνε πολύ χρόνο, ἄν ἀπαριθμοῦσα ὅλα τά χωρία τά ὁποῖα χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπό τά ἔργα τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν. Ἁπλῶς θέλω νά μνημονεύσω τά ἔργα τους ἀπό τά ὁποῖα ἄντλησε τά χωρία.

Μεγάλου Βασιλείου: ἀπό τήν ἐξαήμερο, ἀπό ὁμιλίες στούς Ψαλμούς, ἀπό τόν ἀνατρεπτικό τοῦ Εὐνομίου, ἀπό τήν ἑρμηνεία στόν Προφήτη Ἡσαΐα, ἀπό διάφορες ὁμιλίες, ἀπό τό ἔργο του πρός τούς νέους, ἀπό τούς ὅρους κατά πλάτος, ἀπό τό ἔργο του Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπό τίς Ἐπιστολές του.  Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: Ἀπό ὅλες σχεδόν τίς ὁμιλίες του καί τίς ἐπιστολές του. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: Ἀπό τό ἔργο του πρός Θεόδωρον, ἀπό τό περί ἀκαταλήπτου τοῦ Θεοῦ, ἀπό τίς ὁμιλίες στόν Προφήτη Ἡσαΐα, στόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο, στόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη, ἀπό τίς ὁμιλίες στίς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Ὅλο τό ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μπορεῖ νά ἐπικεντρωθῆ σέ τρία σημεῖα. Τό ἕνα εἶναι τό Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ἄλλο εἶναι τό περί τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό καί τό τρίτο εἶναι περί τοῦ ἡσυχασμοῦ, δηλαδή τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος μετέχει τοῦ Θεοῦ. Καί τά τρία αὐτά θέματα ἀντιμετωπίσθηκαν καί ἀπό τούς τρεῖς Ἱεράρχες, γιατί ὑπῆρχαν ἀφορμές καί στήν ἐποχή τους.

Δέν εἶναι πρόθεσή μου νά ἀναπτύξω τήν διδασκαλία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν μέ ὅσα θέματα ἀσχολήθηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀλλά νά τονίσω ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μιλώντας γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα, γιά τήν οὐσία καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὅσο καί γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ νοῦ στήν καρδιά, τήν κάθαρση, φωτισμό καί θέωση τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἱερά ἡσυχία, δέν δημιούργησε δική του θεολογία καί σχολή, ἀλλά ἐξέφρασε τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τήν ἔζησαν οἱ θεόπτες ἅγιοι, οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καί ὁπωσδήποτε καί οἱ τρεῖς μεγάλοι Φωστῆρες τῆς Τρισηλίου Θεότητος, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

Μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παρουσίασε ἀναλυτικότερα αὐτές τίς ἀλήθειες, γιατί ὑπῆρχε ἀνάγκη στήν ἐποχή του, λόγῳ τοῦ ὅτι οἱ ἀντιησυχαστές εἶχαν καταληφθῆ ἀπό μανία, καί μάλιστα δαιμονική, ἐναντίον τῶν δογματικῶν αὐτῶν θέσεων. Μάλιστα ἡ ὅλη ζωντανή ἡσυχαστική παράδοση πού βρῆκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος στό Ἅγιον Ὄρος τόν βοήθησε στήν περαιτέρω μεγαλοφυῆ ἀνάπτυξη αὐτῶν τῶν ὀρθοδόξων ἀληθειῶν, καί τό ἔκανε αὐτό μέ θεολογική δεινότητα καί πρωτοτυπία.

3. Οἱ τέσσερεις Ἱεράρχες καί θεολόγοι στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας

Στήν Ἐκκλησία κάνουμε λόγο γιά τρεῖς Ἱεράρχες, δηλαδή τόν Μέγα Βασίλειο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο καί τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Ἐπίσης, κάνουμε λόγο γιά τρεῖς Θεολόγους, δηλαδή τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο και τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Ὅμως, στήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν καί τῶν τριῶν θεολόγων, ἀποτελώντας τήν τετράδα τῶν Ἱεραρχῶν καί τήν τετράδα τῶν θεολόγων. Θά δοῦμε αὐτήν τήν ἀλήθεια τόσο στήν ἁγιογραφία ὅσο καί στήν ὑμνογραφία.

Στήν Ἱερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, στήν ὁποία ὁ ἅγιος Γρηγόριος μόνασε γιά ἕνα διάστημα, τοποθετεῖται μαζί μέ τούς τρεῖς ἄλλους Ἱεράρχες στήν κόγχη τῆς Τραπέζης. Τό ἴδιο συναντοῦμε καί στήν Ἱερά Μονή Βλατάδων, πού ἱδρύθηκε στά μέσα τοῦ 14ου αἰῶνος ἀπό τόν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Δωρόθεο Βλαττῆ καί τόν ἀδελφό του Μάρκο, πού ἦταν μαθητές τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Στά βημόθυρα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς ἁγιογραφεῖται ὁ ἅγιος Γρηγόριος μαζί μέ τούς τρεῖς Ἱεράρχες, δηλαδή Μέγα Βασίλειο, ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο καί ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, Στόν θόλο τοῦ νοτίου παρεκκλησίου τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς (τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα) τοποθετεῖται μαζί μέ τούς ἄλλους τρεῖς θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι ἅγιο Ἰωάννη θεολόγο, ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο καί ἅγιο Συμεών νέο Θεολόγο. Ἑπομένως, στήν ἁγιογραφία φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος χαρακτηρίζεται ὡς ὁ τέταρτος Ἱεράρχης καί τέταρτος θεολόγος.

Ἀλλά καί στήν ἱερά ὑμνογραφία ὑμνεῖται μαζί μέ τούς τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες καί Φωστῆρες τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Ὁ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος, πού συνέταξε τήν ἱερά ἀκολουθία τοῦ ἁγίου, στόν κανόνα τῆς ἑορτῆς συγκαταλέγει καί συνδοξάζει τόν ἅγιο Γρηγόριο μαζί μέ τούς τρεῖς Ἱεράρχες.  Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζεται σύμπνους καί συνωδός τῶν τριῶν θεολόγων, οἱ ὁποῖοι τώρα πλουτίζονται καί ἀπό τέταρτον θεολόγον, ὄντως συμφυῆ καί ὁμότροπο μέ αὐτούς. Θά παραθέσω ἐνδεικτικά τήν πρώτη (α') ὠδή τοῦ Κανόνος.

᾽Ωδή αʹ : Ἧχος πλ. δʹ.
Ὁ Εἱρμός. Ἁρματηλάτην Φαραώ
 Τῶν θεολόγων τῶν τριῶν τόν σύμπνουν τε καί συνῳδόν σε καί νῦν
 ἀνευφημεῖν, Πάτερ,
 ἐν ᾠδαῖς προθέμενος
 τήν τῆς Τριάδος ἔμπνευσιν δι᾿ ὑμῶν ἐξαιτοῦμαι καί λόγον, ὅν συνεπνεύσατε,
 μάκαρ ἱεράρχα Γρηγόριε.
 
 ῾Ως θεολόγοι καί σοφοί καί ρήτορες καί συγγραφεῖς ἱεροί
 τῶν ἱερῶν λόγων
 καί δογμάτων ἄριστοι
 τρεῖς θεοφόροι κήρυκες,
 τόν κλεινόν ὑμῶν μύστην
 καί συνῳδόν καί ὁμώνυμον
 ὕμνων κοινωνόν καί νῦν ἐχετε.
 
Νόμους φιλίας καί θεσμούς τούς ἄνωθεν τετιμηκότες καλῶς
 οἱ τρεῖς Θεοῦ λόγῳ
 προσφυῶς, ἡρμόσθητε
 Χριστόν ἐν μέσῳ φέροντες,
 ὡς ἐκεῖνος προέφη,
 νῦν δέ πλουτεῖτε καί τέταρτον
 ὄντως συμφυᾶ καί ὁμότροπον.
 
 Θεολογίας τῆς σεπτῆς τάς σάλπιγγας, τάς τῆς Τριάδος φωνάς,
 τάς ἱεράς μούσας
 ἱερῶς ὑμνήσωμεν·
 Βασίλειον, Γρηγόριον,
 Ἰωάννην τόν μέγαν
 σύν Γρηγορίῳ τῷ πνεύσαντι
 χάριν σύν αὐτοῖς τήν τοῦ Πνεύματος.
 
Θεοτοκίον
 Φίλοι σοφίας γεγονότες ἔνθεοι ἐνυποστάτου Θεοῦ
 καί ἱερός οἶκος
 τόν ναόν τόν ἔμψυχον,
 ὅν ἑαυτῷ ἐδείματο,
 τήν Παρθένον, τοῖς λόγοις
 ὡς Θεοτόκον ἐκήρυξαν
 κόσμῳ τά τῆς χάριτος ὄργανα».

 

Ἡ κοινή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζει τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὡς μέγα Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, Οἰκουμενικό διδάσκαλο καί τόν συγκαταλέγει στήν χορεία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν καί τῶν τριῶν μεγάλων θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ χαρακτηρισμός τοῦ θεολόγου, πού τοῦ ἔχει δοθῆ, τόν καθιστᾶ ἐπίλεκτο μέλος στήν χορεία τῶν ἁγίων Πατέρων.

Πραγματικά, ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι «τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμά­χητος».

4.Ἀπλανής διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας

Συνοδικά ἡ Ἐκκλησία ἔχει χαρακτηρίσει τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ὡς ἀπλανῆ πατέρα, διδάσκαλο καί θεολόγο, Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ Συνοδικός τόμος τοῦ 1347, ὅταν ἀναφέρεται στόν μεγάλο αὐτόν ἁγιορείτη ἅγιο:

«Ἀλλά καί εἴ τις ἕτερος τῶν ἁπάντων τά αὐτά ποτε φωραθείη ἤ φρονῶν ἤ λέγων ἤ συγγραφόμενος κατά τοῦ εἰρημένου τιμιωτάτου ἱερομονάχου κυροῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν σύν αὐτῷ μοναχῶν, μᾶλλον δέ κατά τῶν ἱερῶν θεολόγων καί τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, τά αὐτά καί κατ᾿  αὐτοῦ ψηφιζόμεθα καί τῇ αὐτῇ καταδίκῃ καθυποβάλλομεν, εἴτε τῶν ἱερωμένων εἴη τις, εἴτε τῶν λαϊκῶν. Αὐτόν τοῦτον τόν πολλάκις ῥηθέντα τιμιώτατον ἱερομόναχον κύρ Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν καί τούς αὐτῷ συνᾴδοντας μοναχούς, μηδέν ἀπᾷδον τῶν θείων λογίων γράφοντάς τε καί φρονοῦντας, μετ᾿ ἐξετάσεως καταλαβόντας ἀκριβῶς, μᾶλλον δέ τῶν θείων λογίων καί τῆς κοινῆς ἡμῶν εὐσεβείας καί παραδόσεως πᾶσι τρόποις, ὡς προσῆκεν, ὑπερμαχοῦντας, οὐκ ἀνωτέρους μόνον παντάπασι τῶν κατ᾿ αὐτῶν, μᾶλλον δέ τῶν κατά τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας ἐρεσχελιῶν, ὡς καί ὁ πρώην τόμος συνοδικός, ἔχομεν, ἀλλά καί ἀσφαλεστάτους τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς εὐσεβείας προμάχους καί προαγωνιστάς καί βοηθούς ταύτης ἀποφαινόμεθα».

 Τό συνοδικό αὐτό κείμενο προβάλλει τρεῖς ἀλήθειες, πού πρέπει νά γνωρίζουν ὅλοι οἱ Χριστιανοί.

Πρῶτον, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζεται ἀπλανής καί ἀσφαλής διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας.

Δεύτερον, ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου γιά τήν διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, γιά τήν μέθεξη ὑπό τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί γιά τόν ἡσυχαστικό τρόπο ζωῆς εἶναι διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί κανόνας εὐσεβείας καί ζωῆς.

Τρίτον, ὅποιος ἀρνεῖται καί ὑποτιμᾶ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, καθώς καί τήν ἡσυχαστική ζωή, πού ἐκεῖνος ἔζησε καί δίδαξε, καταδικάζεται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Στήν ἐποχή μας πού ἔχουμε, δυστυχῶς, ἐπηρεασθῆ ἀπό σχολαστικές, νεοσχολα­στικές, προτεσταντικές καί φιλοσοφικές -παλαιές καί νέες- παραδόσεις, εἶναι ἐπίκαιρη σέ ὅλα τά θέματα ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Μέ αὐτήν τήν διδασκαλία, πού εἶναι διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, μποροῦμε νά ζήσουμε ὡς Ὀρθόδοξοι καί νά ἀναπνεύσουμε τό καθαρό ὀξυγόνο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας. Πράγματι, εἶναι ὁ τέταρτος Ἰεράρχης καί τέταρτος θεολόγος, εἶναι τό στόμα τῶν θεολόγων, ὅπως ψάλλεται στήν ἀκολουθία του πού συνέταξε ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως:

«Χαῖρε Πατέρων καύχημα, Θεολόγων τό στόμα, τῆς ἡσυχίας σκήνωμα, τῆς σοφίας ὁ οἶκος, τῶν Διδασκάλων ἀκρότης, πέλαγος τό τοῦ λόγου∙ πράξεως χαῖρε ὄργανον, θεωρίας ἀκρότης, Θεραπευτά καί τῶν νόσων τῶν ἀνθρω­πίνων∙ Πνεύματος χαῖρε τέμενος καί θανῶν καί ζῶν, Πάτερ».

Μεγάλου Βασιλείου: Κατὰ Τοκιζόντων

Ἀπὸ τὸν πάντα ἐπίκαιρο λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου

Δημοσιεύουμε κατωτέρω αὐτούσιο τὸν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ποὺ ἂν καὶ γράφηκε πρὶν 16 αἰῶνες παραμένει πάντα ἐπίκαιρος, εὔστοχος, ἐποικοδομητικὸς καὶ διδακτικὸς γιὰ πρόσωπα, οἰκογένειες, κοινωνίες καὶ κράτη.

***

Ἐπειδὴ ὁ προφήτης ἤθελε νὰ περιγράψη μὲ τὸν λόγο του, ἐκεῖνον ποὺ πρόκειται νὰ βαδίση τὴν σταθερὴ ζωή, ἀπαρίθμησε μεταξὺ τῶν κατορθωμάτων καὶ τὸ ἑξῆς: "Νὰ μὴ δανείζη τὰ χρήματά του μὲ τόκο". Σὲ πολλὰ μέρη τῆς Γραφῆς κατηγορεῖται ἡ ἁμαρτία αὐτή. Καὶ ὁ Ἰεζεκιὴλ τοποθετεῖ μεταξὺ τῶν μεγάλων κακῶν τὸ νὰ παίρνη κανεὶς τόκο καὶ πλεόνασμα, καὶ ὁ νόμος ἀπαγορεύει κατηγορηματικά: "Οὐκ ἐκτοκιεὶς τὼ ἀδελφῷ σου καὶ τὼ πλησίον σου". Καὶ πάλι λέγει: "Δόλος ἐπὶ δόλῳ, καὶ τόκος ἐπὶ τόκῳ". Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πόλη ποὺ εἶναι πλούσια σὲ πλῆθος ἁμαρτιῶν τί λέει ὁ Ψαλμός; "Οὐκ ἐξέλιπεν ἐκ τῶν πλατειῶν αὐτῆς τόκος καὶ δόλος". Καὶ τώρα ὡς χαρακτηριστικὸ τῆς τελείωσης τοῦ ἀνθρώπου ὁ προφήτης θεώρησε αὐτὸ τὸ ἴδιο λέγοντας: "Τὸ ἀργύριον αὐτοῦ οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ". Πράγματι κρύβει ὑπερβολικὴ ἀπανθρωπιά, ὁ μὲν ἕνας νὰ στερῆται καὶ τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ζωὴ καὶ νὰ ζητάη δάνειο γιὰ νὰ παρηγορηθῇ στὴν ζωή του, ὁ δὲ ἄλλος νὰ μὴν ἀρκῆται στὸ κεφάλαιο, ἀλλὰ νὰ ἐπινοῇ νέα κέρδη γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὶς συμφορὲς τοῦ φτωχοῦ καὶ νὰ συνάγη πλοῦτο. Ὁ Κύριος, λοιπόν, σαφέστατα μᾶς διατάσσει λέγοντας: "Καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι, μὴ ἀποστραφής".

Ὁ φιλάργυρος ὅμως ἐνῷ βλέπει κάποιον ἄνδρα νὰ λυγίζη ἀπὸ τὴν ἀνάγκη, νὰ τὸν ἰκετεύη μπροστὰ στὰ πόδια του, νὰ κάνη κάθε τι ταπεινό, νὰ λέγη τὸ πάν, δὲν τὸν ἐλεεῖ παρ' ὅλον ὅτι κάνει πράξεις ἀναξιοπρεπεῖς δὲν σκέπτεται τὴν φύση του, δὲν ὑποχωρεῖ στὶς ἱκεσίες, ἀλλὰ παραμένει ἄκαμπτος καὶ ἀμείλικτος, δὲν ὑποχωρεῖ στὶς παρακλήσεις, δὲν λυγίζει στὰ δάκρυα, ἐπιμένει στὴν ἄρνηση καὶ ὁρκίζεται καὶ καταριέται τὸν ἑαυτό του ὅτι βρίσκεται σὲ παντελῆ ἔλλειψη χρημάτων καὶ ψάχνει καὶ αὐτός, δῆθεν, μήπως βρὴ κάποιον ἀπὸ τοὺς δανειστὲς καὶ βεβαιώνει μὲ ὅρκους τὸ ψέμα του, ἀποκτῶντας ὡς πρόσθετο κακὸ ἐμπόρευμα τῆς ἀπανθρωπιᾶς τὴν ἐπιορκία. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος ποὺ ζητάει τὸ δάνειο ὑπενθυμίση τοὺς τόκους ποὺ θὰ πληρώση καὶ μιλήση γιὰ ὑποθῆκες, τότε ὁ δανειστὴς κατεβάζει τὰ φρύδια του καὶ χαμογελάει καὶ ἴσως τότε νὰ θυμηθῇ κάποια πατρικὴ φιλία καὶ νὰ ἀποκαλέση τὸν ἔχοντα τὴν ἀνάγκη γνώριμο καὶ φίλο. "Θὰ δοῦμε, λέει, ἐὰν ἔχω κάπου φυλαγμένα χρήματα. Ὑπάρχει κάποια παρακαταθήκη ἑνὸς φίλου μου ἄνδρα, ὁ ὁποῖος μοῦ τὴν παρέδωσε γιὰ νὰ τὴν τοκίσω. Ἀλλὰ ἐκεῖνος, βέβαια, ὅρισε βαρεῖς τόκους γι' αὐτὸ ἐγὼ ὅμως θὰ τοὺς ἐλαττώσω κατὰ τί καὶ θὰ σοῦ τὰ δώσω μὲ χαμηλότερο τόκο".

Μὲ τέτοια φτιαχτὰ λόγια καὶ μὲ τέτοιες κολακεῖες ξεγελᾶ τὸν ταλαίπωρο, δεσμεύοντάς τον μὲ γραμμάτια, καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν φτώχεια ποὺ τὸν κατατυραννεῖ, ἀφοῦ ἀφαιρέσει ἐπὶ πλέον καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνδρός, φεύγει. Διότι ἐκεῖνος ποὺ κατέστησε τὸν ἑαυτό του ὑπεύθυνο σὲ τόκους τοὺς ὁποίους δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ πληρώση, ἔγινε δοῦλος μὲ τὴν θέλησή του σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Πές μου, χρήματα καὶ κέρδη ζητᾶς ἀπὸ τὸν φτωχό; Ἀλλά, ἐὰν μποροῦσε νὰ σὲ κάνη πλουσιότερο, γιὰ ποιό λόγο νὰ ζητᾶ νὰ ἔρθη στὴν θύρα σου; Ἦρθε γιὰ νὰ βρὴ σύμμαχο καὶ βρῆκε ἐχθρό. Ζητοῦσε ἀντίδοτο καὶ πέτυχε δηλητήριο. Ἀφοῦ δὲ ὁ πτωχὸς λάβη τὰ δανεικὰ χρήματα, τὴν πρώτη μέρα εἶναι λαμπρὸς καὶ χαρούμενος, καὶ ἐπιχρισμένος μὲ ξένο μέταλλο φανερώνει τὴν ἀλλαγὴ τῆς ζωῆς του. Διότι τὸ τραπέζι εἶναι γεμᾶτο, τὸ ἔνδυμα πολυτελέστερο, οἱ δοῦλοι μὲ ἀλλαγμένη τὴν ἐμφάνιση πρὸς τὸ λαμπρότερο, κόλακες, συμποσιαστές, ἀμέτρητοι κηφῆνες στὰ σπίτια.

Ὅμως καὶ τὰ χρήματα σιγά-σιγά φεύγουν, καὶ ὁ χρόνος προχωρεῖ καὶ αὐξάνει συγχρόνως τοὺς τόκους. Τότε δὲν τὸν ἀναπαύουν πλέον οὔτε οἱ νύκτες, οὔτε ἡ λαμπρὴ ἡμέρα, οὔτε ὁ εὐχάριστος ἥλιος, ἀλλὰ δυσανασχετεῖ γιὰ τὴν ζωή, μισεῖ τὶς ἡμέρες, διότι τὸν ὁδηγοῦν πρὸς τὴν προθεσμία, φοβᾶται τοὺς μῆνες, διότι εἶναι πατέρες τῶν τόκων. Καὶ ὅταν ἀκόμη κοιμᾶται, βλέπει στὸν ὕπνο τοῦ τὸν δανειστῆ νὰ στέκη πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του σὰν κακὸ ὄνειρο. "Πίνε ὕδατα ἀπὸ τῶν σὼν ἀγγείων", δηλαδή, τὶς δικές σου ἀφορμὲς νὰ ἐξετάζης, νὰ μὴ βαδίζης σὲ ξένες πηγές, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ δικά σου λιβάδια νὰ παρηγορῇς τὸν ἑαυτό σου στὴν ζωή. Ἔχεις ἐργαλεῖα, ἔνδυμα, ζῶον, σκεύη παντὸς εἴδους; Αὐτὰ νὰ ἀποδώσης γιὰ νὰ ξεχρεώσης ὅλα νὰ προτιμήσης νὰ τὰ χάσης, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐλευθερία σου. Ἀλλά, λέει, ντρέπομαι νὰ τὰ βγάλω σὲ δημοπρασία. Τί, λοιπόν, θὰ κάνης, ὅταν ὕστερα ἀπὸ λίγο ἄλλος θὰ τὰ μεταφέρη καὶ θὰ τὰ ξεγράψη ἀπὸ σένα καὶ μπρὸς στὰ μάτια σου θὰ τὰ πουλήση σὲ φθηνὴ τιμή; Μὴν βαδίζης σὲ ξένες θύρες. Διότι πραγματικὰ "φρέαρ στενὸν τὸ ἀλλότριον".

Εἶναι καλύτερο νὰ παρηγορῇ κανεὶς τὴν ἀνάγκη τοῦ λίγο λίγο μὲ διάφορες ἐπινοήσεις, παρὰ ἀφοῦ ὑψωθῇ διὰ μιᾶς μὲ ξένα, ὕστερα νὰ ἀπογυμνωθῇ ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του. Ἐάν, λοιπόν, ἔχης γιὰ νὰ τὰ ἐπιστρέψης, γιατί τότε δὲν ἱκανοποιεῖς τὴν παροῦσα ἀνάγκη μὲ αὐτὰ ποὺ ἔχεις; Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχης πόρους γιὰ νὰ πληρώσης τὸ χρέος σου, θεραπεύεις τὸ κακὸ μὲ τὸ κακό. Νὰ μὴν καταδεχθῇς νὰ σὲ πολιορκῇ δανειστής. Νὰ μὴν ἀνεχθῇς νὰ σὲ ἀναζητοῦν καὶ νὰ ψάχνουν τὰ ἴχνη σοῦ σὰν κάποιο ἄλλο θήραμα. Τὸ δάνειο εἶναι ἀρχὴ ψεύδους. Εἶναι ἀφορμὴ ἀχαριστίας, ἀγνωμοσύνης, ἐπιορκίας. Ἄλλα λέει ὁ δανειζόμενος καὶ ἄλλα ὁ δανειστής. Ἐάν, λοιπόν, εἶναι φίλος ὁ δανειστής, μὴ βλάψης τὴν φιλία ἐὰν εἶναι ἐχθρός, μὴν πέσης στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ. Ἀφοῦ χαρῇς λίγο μὲ τὰ ξένα, ὕστερα θὰ χάσης καὶ τὰ πατρικά. Φτωχὸς εἶσαι τώρα, ἀλλὰ ἐλεύθερος. Μὲ τὸ νὰ δανεισθῇς ὄχι μόνο δὲν γίνεσαι πλούσιος, ἀλλὰ χάνεις καὶ τὴν ἐλευθερία σου. Δοῦλος τοῦ δανειστῆ εἶναι ὁ δανειζόμενος καὶ μάλιστα δοῦλος μισθωτὸς ποὺ φέρνει σὲ πέρας κατ' ἀνάγκην τὴν ὑπηρεσία του.

Διότι τὸ δάνειο δὲν σὲ ἀπαλλάσσει ἐντελῶς, ἀλλὰ δίνει μικρὴ ἀναβολὴ στὴν ἀμηχανία σου. Ἅς ὑποφέρουμε σήμερα τὶς δυσκολίες τῆς στέρησης καὶ μὴν τὶς φορτώσουμε στὸ αὔριο. Ἐὰν δὲν δανεισθῇς θὰ εἶσαι τὸ ἴδιο φτωχὸς καὶ σήμερα καὶ στὸ μέλλον ἐὰν ὅμως δανεισθῇς θὰ βασανίζεσαι σκληρότερα, διότι ὁ τόκος θὰ σοῦ αὐξήση τὴν φτώχεια. Καὶ τώρα μὲν κανεὶς δὲν σὲ κατηγορεῖ ποὺ εἶσαι φτωχός, διότι τὸ κακὸ ἦρθε χωρὶς τὴν θέλησή σου ἐὰν ὅμως καταστῇς ὑπεύθυνος γιὰ τόκους, δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ δὲν θὰ σὲ κατηγορήση γιὰ τὴν ἀπερισκεψία σου. Δὲν προξενεῖ καμμιὰ ντροπὴ ἡ φτώχεια. Γιατί, λοιπόν, νὰ προσθέτουμε στοὺς ἑαυτούς μας τοὺς ὀνειδισμοὺς ἐξ αἰτίας τοῦ χρέους; Κανεὶς δὲν θεραπεύει τὰ τραύματα μὲ τραῦμα, οὔτε γιατρεύει τὸ κακὸ μὲ τὸ κακό, οὔτε ἐπανορθώνει τὴν φτώχεια μὲ τοὺς τόκους.

Πλούσιος εἶσαι; Μὴν δανείζεσαι. Φτωχὸς εἶσαι; Μὴν δανείζεσαι. Διότι, ἐὰν εἶσαι εὐκατάστατος, δὲν ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ τὸ δάνειο ἐὰν τίποτε δὲν ἔχης, δὲν θὰ ἐξοφλήσης τὸ δάνειο. Μὴν σκέπτεσαι γιὰ τὴν ζωὴ μὲ ὑστεροβουλία, μήπως τότε μακαρίσης τὶς πρὶν τὸ δάνειο ἡμέρες. Σὲ ἕνα πρᾶγμα διαφέρουμε οἱ φτωχοὶ ἀπὸ τοὺς πλούσιους, στὴν ξεγνοιασιά. Καὶ τοὺς κοροϊδεύουμε, ὅταν ξαγρυπνοῦν, ἐνῷ οἱ ἴδιοι κοιμόμαστε. Καὶ ὅταν αὐτοὶ πιέζονται πάντοτε ἀπὸ μέριμνες καὶ φροντίδες, ἐμεῖς εἴμαστε ἀμέριμνοι καὶ ἥσυχοι. Διότι ἐκεῖνος ποὺ χρωστάει καὶ φτωχὸς εἶναι καὶ πολλὲς φροντίδες ἔχει ἄϋπνος εἶναι τὴν νύχτα, ἄϋπνος τὴν ἡμέρα, πάντοτε σκεπτικός. Ἐὰν κτυπήσης τὴν θύρα, ὁ χρεοφειλέτης κρύβεται κάτω ἀπὸ τὸ κρεββάτι. Μπῆκε κάποιος ξαφνικά; Ἡ καρδιά του χτύπησε δυνατά. Γαυγίζει ὁ σκύλος; Περιλούζεται ἀπὸ τὸν ἱδρῶτα καὶ καταλαμβάνεται ἀπὸ ἀγωνία καὶ κοιτάζει ἀπὸ ποὺ νὰ φύγη. Ὅταν πλησιάζη ἡ προθεσμία, σκέπτεται τί ψέμα νὰ πῆ, μὲ ποιά πλαστὴ πρόφαση νὰ ἀποφύγη τὸν δανειστή. Διότι, ὅπως παρουσιάζεται ὁ πόνος σὲ ἐκείνη ποὺ πρόκειται νὰ γεννήση, ἔτσι παρουσιάζεται καὶ ἡ προθεσμία στὸν χρεοφειλέτη.

Τόκος ἐπάνω στὸν τόκο εἶναι πονηρὸ γέννημα πονηρῶν γονέων. Αὐτὰ νὰ λὲς γεννήματα ἐχιδνῶν, τὰ γεννήματα τῶν τόκων. Ἐλεύθερος βλέπεις τὸν ἥλιο. Γιατί φθονεῖς τὴν παρρησία τῆς ζωῆς σου; Κανένας πυγμάχος δὲν ἀποφεύγει τόσο τὰ κτυπήματα τοῦ ἀντιπάλου τοῦ ὅσο ὁ χρεοφειλέτης τὶς συναντήσεις τοῦ δανειστῆ, κρύβοντας τὴν κεφαλὴ στὴν σκιὰ τῶν κιόνων καὶ τῶν τοίχων. Πῶς, λοιπόν, λέγει, θὰ συντηρηθῶ; Ἔχεις χέρια, ἔχεις τέχνη, δούλευε ἐπὶ μισθῶ, νὰ διακονῇς. Πολλὰ μπορεῖς νὰ ἐπινοήσης στὴν ζωή, πολλὲς εὐκαιρίες ὑπάρχουν. Δὲν μπορεῖς νὰ ἐργασθῇς; Ζητιάνευε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν. Ἀλλὰ εἶναι ντροπὴ νὰ ζητιανεύης; Ἀλλὰ εἶναι περισσότερο ντροπὴ νὰ μὴν ἐπιστρέφης τὸ δανεικό. Πάντως αὐτὰ τὰ λέω χωρὶς νὰ ἔχουν κῦρος νόμου, ἀλλὰ ὑποδεικνύω ὅτι ὅλα εἶναι πιὸ ὑποφερτὰ ἀπὸ τὸ δάνειο.

Καὶ ὅμως δανείζονται ὄχι ἐκεῖνοι ποὺ στεροῦνται τὰ ἀναγκαῖα (διότι δὲν τοὺς ἔχουν ἐμπιστοσύνη), ἀλλὰ δανείζονται ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐπιδίδονται σὲ ἄσωτες δαπάνες καὶ ἀνωφελεῖς πολυτέλειες, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν δοῦλοι τῶν γυναικείων ἀπαιτήσεων. Ἐγώ, λέει, θέλω ἔνδυμα πολυτελὲς καὶ χρυσαφικά, τὰ παιδιὰ στολισμένα ἐνδύματα ὅπως πρέπει σὲ αὐτά, ἀλλὰ καὶ οἱ δοῦλοι μὲ λαμπρὲς καὶ ποικίλες στολές, τὸ τραπέζι μας πλούσιο. Αὐτὸς ποὺ ὑπηρετεῖ τέτοιες ἀπαιτήσεις τῆς γυναίκας ἔρχεται στὸν τραπεζίτη καὶ προτοῦ χρησιμοποιήση αὐτὰ ποὺ πῆρε, ἀλλάζει τὸν ἕναν δεσπότη κατόπιν τοῦ ἄλλου, καὶ ἀλλάζοντας πάντοτε τοὺς δανειστὲς μὲ τὴν συνέχιση τοῦ κακοῦ ἀποφεύγει τὸν ἔλεγχο τῆς φτώχειας.

Ὧ, πόσους κατέστρεψαν τὰ ξένα ἀγαθά; Πόσοι ἀφοῦ πλούτισαν στὸ ὄνειρο, ἀπόλαυσαν σὲ ὑπερβολικὸ βαθμὸ τὴν δυστυχία; Ἀλλά, λέει, ὅτι πολλοὶ πλούτισαν ἀπὸ τὰ δάνεια. Νομίζω ὅμως ὅτι οἱ περισσότεροι κρεμάσθηκαν. Ἐσὺ βλέπεις μὲν ἐκείνους ποὺ πλούτισαν, δὲν μετρᾶς ὅμως ἐκείνους ποὺ αὐτοκτόνησαν, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ δὲν ὑπέφεραν τὴν ντροπὴ νὰ τοὺς ζητοῦν τὰ χρέη, προτίμησαν τὸν δι' ἀγχόνης θάνατο ἀπὸ μιὰ ζωὴ ντροπῆς. Ἐγὼ εἶδα ἀξιοθρήνητο θέαμα, παιδιὰ ἐλεύθερα νὰ σύρονται γιὰ νὰ πουληθοῦν πρὸς ἐξόφληση τῶν πατρικῶν χρεῶν. Δὲν ἔχεις χρήματα γιὰ νὰ ἀφήσης στὰ παιδιά σου; Μὴν τοὺς ἀφαιρῇς τὴν εὐγένεια. Ἕνα τοὐλάχιστον κράτησε γιὰ αὐτοὺς τὸ κτῆμα τῆς ἐλευθερίας, τὴν παρακαταθήκη ποὺ παρέλαβες ἀπὸ τοὺς γονεῖς σου. Κανεὶς δὲν κλήθηκε σὲ δικαστήριο γιὰ τὴν φτώχεια τοῦ πατέρα του χρέος ὅμως πατρικὸ ὁδηγεῖ σὲ φυλακή. Μὴν ἀφήσης γραμμάτιο τὸ ὁποῖο ὡς κατάρα πατρικὴ φτάνει μέχρι τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια.

Ἐὰν ὅμως ὑπακούατε στὸν Κύριο, ποιά ἡ ἀνάγκη τῶν λόγων αὐτῶν; Ποιά εἶναι, λοιπόν, ἡ συμβουλὴ τοῦ Δεσπότου; "Δανείζετε παρ' ὧν οὐκ ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν". Καὶ τί δάνειο, λέει, εἶναι αὐτό, μὲ τὸ ὁποῖο δὲν συνδέεται ἡ ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς; Κατανόησε τὴν σημασία τοῦ ρητοῦ καὶ θὰ θαυμάσης τὴν φιλανθρωπία τοῦ νομοθέτη. Ὅταν πρόκειται νὰ δώσης χρήματα στὸν φτωχὸ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, αὐτὸ εἶναι συγχρόνως καὶ δῶρο καὶ δάνειο. Δῶρο μὲν διότι δὲν ἐλπίζεις στὴν ἐπιστροφή, δάνειο δὲ διότι ἡ μεγαλοδωρεὰ τοῦ Δεσπότη θὰ πληρώση τὸ χρέος ἀντὶ ἐκείνου αὐτός, ἐνῷ ἔλαβε λίγα διὰ μέσου τοῦ φτωχοῦ, θὰ σοῦ ἀποδώση πολλὰ ἀντὶ τῶν λίγων. Διότι, "ὁ ἐλεῶν πτωχόν, δανείζει Θεῷ". Δὲν θέλεις νὰ ἔχης γιὰ τὸν ἑαυτό σου ὑπόλογο τὸν Δεσπότη τῶν πάντων γιὰ τὴν ἐξόφληση; Ἢ γιατί, ἐὰν κάποιος ἀπὸ τοὺς πλούσιους τῆς πόλης σοῦ ἐγγυηθῇ τὴν ἐξόφληση γιὰ ἄλλους, δέχεσαι τὴν ἐγγύησή του; Τὸν Θεὸ ὅμως, ποὺ πληρώνει μὲ τὸ παραπάνω γιὰ τοὺς φτωχούς, δὲν τὸν δέχεσαι ἐγγυητή.

Δῶσε τὸ χρῆμα σου ποὺ κάθεται ἄχρηστο, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιβαρύνης μὲ τοὺς τόκους καὶ θὰ εἶναι ὠφέλιμο καὶ γιὰ τοὺς δύο.

(Ἐκδ. Μερετάκη, Ἐπιμέλεια Παναγ. Χρήστου, Μετάφραση Ψευτογκά, μεταφορὰ Ρ.Κ.)

Μοναχισμός, ἔγγαμος βίος κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἀναφέρεται σέ ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας πού ἔχουν βαπτισθῆ καί προσπαθοῦν νά ζήσουν σύμφωνα μέ τά παραγγέλματα καί τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ ἑνιαία ζωή περιγράφεται στήν Ἁγία Γραφή καί ἀναφέρεται σέ ὅλους τούς Χριστιανούς. Δέν ἔδωσε ὁ Θεός ἄλλο Εὐαγγέλιο γιά τούς ἐγγάμους πού ζοῦν στήν κοινωνία καί ἄλλο Εὐαγγέλιο γιά τούς μοναχούς πού ζοῦν στά Μοναστήρια καί τήν ἔρημο. Πουθενά δέν γίνεται αὐτή ἡ διάκριση. Ἐκεῖνο πού διαφέρει εἶναι ὁ τρόπος τῆς βιώσεως τοῦ Εὐαγγελίου, ἀνάλογα μέ τίς ἰδιαίτερες συνθῆκες ζωῆς καί τόν βαθμό τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό. Σέ αὐτήν τήν προοπτική κινεῖται καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Στήν συλλογή τῶν κειμένων του συναντοῦμε ὁμιλίες πού ἐκφωνοῦνται στούς Χριστιανούς πού ζοῦν στήν κοινωνία, εἶναι ἔγγαμοι καί ἀσκοῦν διάφορα ἐπαγγέλματα, καί κείμενα πού ἀναφέρονται πρός τούς μοναχούς πού ζοῦν στήν ἔρημο καί τά Μοναστήρια. Καί ἐκεῖνο πού παρατηροῦμε εἶναι ὅτι, ὅταν ὑπερτονίζη τόν γάμο, τό κάνει γιατί μερικοί μοναχοί τόν ὑποτιμοῦσαν καί ὅταν ὑπερτονίζη τήν παρθενία καί τήν μοναχική ζωή τό κάνει γιατί μερικοί ἔγγαμοι παραθεωροῦσαν τόν μοναχικό καί ἀσκητικό βίο. 


Γενικά, στά κείμενα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου βλέπουμε ὅτι ὑπάρχει μιά ἀλληλοπεριχώρηση μεταξύ τοῦ ἐγγάμου καί τοῦ μοναχικοῦ βίου, καί ἑπομένως ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν πιό πάνω γιά τούς λογισμούς, τήν ἡσυχία, τά πάθη, τήν νήψη, τόν ἔρωτα γιά τόν Θεό κλπ. ἀναφέρονται καί στούς ἐγγάμους καί τούς μοναχούς. Στήν συνέχεια θά δοῦμε μερικές πτυχές αὐτοῦ τοῦ ἰσορροπημένου χρυσοστομικοῦ λόγου. Θά φανῆ ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἦταν ἕνας ὥριμος Πνευματικός Πατέρας, ὁ ὁποῖος γνώριζε ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά ζήσουν εὐαγγελικά. Γιατί πράγματι, ἄν κάποιος μοναχός ὑποτιμᾶ τόν ἐν Χριστῷ γάμο, σημαίνει ὅτι ἔχει πρόβλημα μέ τόν τρόπο πού ζῆ τήν μοναχική του ζωή καί, ἄν κάποιος ἔγγαμος ὑποτιμᾶ τόν ἐν Χριστῷ Μοναχισμό, σημαίνει ὅτι εἶναι ἀπογοητευμένος καί ἴσως ἀποτυχημένος ἀπό τήν ἔγγαμη ζωή του.

α) Τό χάρισμα τοῦ γάμου

Ὁ γάμος, βέβαια, εἶναι γεγονός τῆς πτώσεως, ἀφοῦ ὁ γάμος, ὅπως τόν γνωρίζουμε σήμερα, δέν ὑπῆρχε στόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα στόν Παράδεισο πρό τῆς πτώσεως, ἀλλ᾿ ὅμως εὐλογήθηκε ἀπό τόν Θεό καί εὐλογεῖται μέ τήν ἱεροτελεστία στήν Ἐκκλησία. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέρεται διεξοδικά στό θέμα αὐτό καί περιγράφει ἀναλυτικά ποιά ἦταν ἡ κατάσταση τοῦ πρώτου ἀδνρογύνου, τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, πρό τῆς παραβάσεως καί πῶς μετράπηκε μετά τήν παράβαση καί τήν παρακοή αὐτή ἡ σχέση. Ἑρμηνεύοντας τά σχετικά χωρία τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως λέγει ὅτι ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα πρό τῆς ἁμαρτίας ἦταν ἐνδεδυμένοι μέ τήν ἄνωθεν δόξα καί γι᾿ αὐτό δέν αἰσχύνονταν πού ἦταν γυμνοί, ἀλλ᾿ ἡ αἰσχύνη εἰσῆλθε μετά τήν παρακοή. Ὁ Θεός στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας τους τούς χάρισε «ἀγγελικόν βίον», καί ἀξίωσε τόν Ἀδάμ τοῦ «προφητικοῦ ἀξιώματος». Μέ τό προφητικό αὐτό ἀξίωμα ἀντιλήφθηκε τόν τρόπο τῆς πλάσεως τῆς Εὔας, ἄν καί ὁ Θεός τήν κατασκεύασε κατά τήν διάρκεια τῆς ὑπνώσεώς του, ἀλλά ἀντιλήφθηκε καί τό πῶς θά λειτουργοῦσε ἡ σχέση ἀνδρός καί γυναικός μετά τήν πτώση. Ὁ Ἀδάμ «τοῦ προφητικοῦ ἀξιώματος μετέχων πρό τῆς παρακοῆς, ἅπαντα ταῦτα ἑώρα τοῖς πνευματικοῖς ὀφθαλμοῖς».

Τό πρῶτο ἀνδρόγυνο ζοῦσε στόν Παράδεισο «καθάπερ ἄγγελοι», μή φλεγόμενοι ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς σαρκός, μή πολιορκούμενοι ἀπό διάφορα ἄλλα πάθη, μή ὑποκείμενοι στίς ἀνάγκες τῆς φύσεως, ἀλλ᾿ ἐκτίσθησαν «δι᾿ ὅλου ἄφθαρτοι... καί ἀθάνατοι». Ἔνδειξη ὅτι ὁ Ἀδάμ ἀξιώθηκε τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος φαίνεται καί στό ὅτι κατάλαβε πῶς θά γινόταν ἀργότερα ἡ συνουσία του μέ τήν γυναίκα. Αὐτό δείχνει ὁ λόγος του: «Ἀντί τούτου καταλήψει ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί προσκολληθήσεται πρός τήν γυναῖκα αὐτοῦ, καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Ἐφεσ. ε΄, 31-32). Αὐτά τά προεῖδε ὁ Ἀδάμ μέ τό προφητικό χάρισμα πού ἔλαβε ἀπό τόν Θεό, γιατί, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «μετά γάρ τήν παράβασιν τά τῆς συνουσίας γέγονεν· ἐπεί μέχρις ἐκείνου καθάπερ ἄγγελοι οὕτω διῃτῶντο ἐν τῷ παραδείσῳ». Γίνεται, λοιπόν, φανερό ὅτι ὁ γάμος λειτουργοῦσε διαφορετικά πρό τῆς πτώσεως καί διαφορετικά μετά ἀπό αὐτήν. Αὐτό εἶναι σημαντικό στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική μποροῦμε νά δοῦμε τήν μυστηριακή καί ἀσκητική διάσταση τοῦ γάμου.

Ὁ γάμος, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, πρέπει νά ἀποβλέπη στήν ἀρχική του προοπτική, γι᾿ αὐτό «πρᾶγμά ἐστι σεμνόν καί τό γένος ἡμῶν συγκροτοῦν καί πολλῶν αἴτιον ἀγαθῶν». Καί βλέποντας αὐτήν τήν πλευρά τοῦ χριστιανικοῦ γάμου λέγει ὅτι ὁ γάμος στήν Ἐκκλησία δέν ἔχει κίνητρο τό πάθος, οὔτε καί τήν ἕνωση τῶν σωμάτων, «ἀλλά πνευματικός ὅλος, ψυχῆς πρός Θεόν συναπτομένης συνάφειαν ἄρρητον». Ὁ γάμος δόθηκε ἀπό τόν Θεό γιά τήν παιδοποιΐα, ἀλλά πολύ περισότερο «ὑπέρ τοῦ σβέσαι τήν τῆς φύσεως πύρωσιν», γι᾿ αὐτό καί ἡ γυναίκα γιά τόν ἄνδρα εἶναι «λιμήν… καί φάρμακον εὐθυμίας μέγιστον», τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τά χαμαιτυπία (οἴκους ἀνοχῆς), τόν βοηθᾶ νά ζῆ μέ σωφροσύνη, παύει «τόν οἶστρον τῆς φύσεως». Μάλιστα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διαβεβαιώνει ὅτι εἶναι δυνατόν κανείς νά ἔχη γυναίκα, νά ζῆ μέσα σέ οἰκογένεια, καί συγχρόνως νά προσεύχεται, νά νηστεύη, νά ζῆ μέ κατάνυξη. Γιά τήν ἐπικύρωση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἀναφέρει τούς πρώτους Χριστιανούς, ἀλλά καί τό εὐλογημένο ἀνδρόγυνο, τόν Ἀκύλα καί τήν Πρίσκιλλα. Ὅλοι αὐτοί ἦταν ἔγγαμοι, κατοικοῦσαν στίς πόλεις καί ἀπέδειξαν ὅτι ζοῦσαν μέ τήν εὐλάβεια ἐκείνων πού κατέλαβαν τίς ἐρήμους, δηλαδή τούς ἀσκητές - ἐρημίτες.

Ἀναφερόμενος στόν Προφήτη Ἡσαΐα λέγει ὅτι καί αὐτός ἦταν ἔγγαμος, εἶχε γυναίκα, ἀλλά αὐτό δέν τόν ἐμπόδιζε νά εἶναι προφήτης. «Ὁ προφήτης οὐ γυναῖκα εἶχε; Καί οὐκ ἐγένετο κώλυμα τοῦ Πνεύματος ὁ γάμος· ἀλλά καί ὡμίλει τῇ γυναικί, καί προφήτης ἦν». Τό ἴδιο συνέβη μέ τόν Μωϋσῆ, τόν Ἀβραάμ καί ἄλλους Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Καί σέ ἄλλο σημεῖο, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψη του τόν Προφήτη Ἡσαΐα, διαβεβαιώνει τούς ἀκροατές του: «Γενοῦ καί αὐτός προφήτης». Καί σέ ἐνδεχόμενη ἐρώτηση πῶς εἶναι δυνατόν νά εἶναι κανείς προφήτης, ὅταν ἔχη γυναίκα καί παιδιά νά μεγαλώση, ἀπαντᾶ: «Δυνατόν μέν, ἐάν ἐθέλῃς, ἀγαπητέ». Ἄλλωστε, «οὐ γάρ ἐστι κώλυμα τῆς πρός τόν οὐρανόν ἀποδημίας ὁ γάμος». Γιατί, ἄν ἦταν κώλυμα καί ἄν ἡ γυναίκα δημιουργοῦσε διάφορα προβλήματα γιά τήν σωτηρία στόν ἄνδρα, τότε «οὐκ ἄν αὐτήν ἐξ ἀρχῆς ποιῶν ὁ Θεός ἐκάλεσε βοηθόν».

Συνεπῶς, «ἐάν γάρ νήφωμεν, οὔτε γάμος, οὔτε ἀνατροφή, οὔτε ἕτερόν τι ἐμποδίσαι ἡμῖν δυνήσεται εἰς τήν εὐαρέστησιν τήν πρός τόν Θεόν». Ἡ νήψη καί ἡ ὅλη ἀσκητική ζωή μπορεῖ νά βιωθῆ καί μέσα στόν γάμο καί τήν οἰκογένεια. Ἄν ὁ γάμος καί ἡ παιδοτροφία ἐπρόκειτο νά εἶναι ἐμπόδιο στήν ὁδό τῆς ἀρετῆς, τότε «οὐκ εἰσήνεγκε γάμον εἰς τόν βίον τόν ἡμέτερον ὁ τῶν ὅλων δημιουργός». Ἐπειδή ὁ γάμος δέν εἶναι ἐμπόδιο γιά τήν κατά Χριστό φιλοσοφία, καί μάλιστα προσφέρει μεγάλη παρηγοριά, γι᾿ αὐτό καί ὁ Θεός «τήν ἐντεῦθεν παραμυθίαν ἐχαρίσατο τῷ τῶν ἀνθρώπων γένει». Ἑπομένως, ὁ γάμος εἶναι παραμυθία στόν ἀνθρώπινο βίο. Ἐκπληκτικό εἶναι τό παράδειγμα τῆς Ἄννης τῆς μητέρας τοῦ Προφήτου Σαμουήλ, ὅπως τό ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Παρουσιάζει τήν Ἄννα ὡς ἕνα ὑπόδειγμα ἐγγάμου γυναικός πού εἶχε νοερά - καρδιακή προσευχή καί ζοῦσε μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης στόν Θεό. Περιγράφει μέ καταπληκτικό τρόπο «πῶς ηὔξατο, πῶς ᾔτησε, καί ἔπεισε, καί ἔλαβε, καί ἔτεκε καί ἔθρεψε καί ἀνέθηκε τόν Σαμουήλ». Ἡ Ἄννα προσευχήθηκε νοερά στόν Θεό γιά νά συλλάβη παιδί, γι᾿ αὐτό καί, ὅπως λέγει, δέν θά ἁμάρτανε κανείς ἄν τήν γυναίκα αὐτή τήν ὀνόμαζε «μητέρα ὁμοῦ καί πατέρα τοῦ παιδίου». Βεβαίως, μετά τήν προσευχή στόν Θεό, «ὁ ἀνήρ ἔσπειρεν», ἀλλά στό σπέρμα «τήν δύναμιν ταύτης παρέσχεν ἡ εὐχή» καί γι᾿ αὐτό «σεμνοτέρας τοῦ Σαμουήλ τάς ἀρχάς τῆς γεννήσεως ἐποίησεν».

Στήν περίπτωση τοῦ Σαμουήλ δέν συνέβη ὅ,τι γίνεται σέ ἄλλους, δηλαδή «ὕπνος καί σύνοδοι τῶν γεννησαμένων μόνον, ἀλλ᾿ εὐχαί καί δάκρυα καί πίστις ἀρχαί τῆς γεννήσεως ταύτης ἐγένοντο». Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ Προφήτης Σαμουήλ εἶχε πιό σεμνή ἀπό τούς ἄλλους γέννηση, ἀφοῦ ἡ ἀρχή τῆς γεννήσεώς του ἦταν κυρίως ἡ προσευχή, ἡ ὁποία ἔδωσε δύναμη στό γενετικό ὑλικό τῶν γονέων του. Προτρέπει δέ ὅλους νά ζηλέψουν καί νά μιμηθοῦν «τήν φιλοσοφίαν (τῆς Ἄννας) τήν πρό τοῦ τόκου, τήν πίστιν τήν ἐν τῷ τόκῳ, τήν σπουδήν τήν μετά τόν τόκον».

β) Ἡ χαρισματική ζωή τῶν μοναχῶν

Εἶναι γνωστόν ὅτι στήν ἀρχαία Ἐκκλησία δέν ὑπῆρχε ὁ Μοναχισμός, ὅπως τόν γνωρίζουμε σήμερα, ἀλλά, ἄν ἐξετάσουμε προσεκτικά τά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, θά διαπιστώσουμε ὅτι ὅλοι οἱ Χριστιανοί ζοῦσαν ὡς μοναχοί, ἀκόμη καί οἱ ἔγγαμοι. Ἡ σωφροσύνη, ἡ καθαρότητα, ἡ μετάνοια, ἡ προσευχή, ἡ προσμονή τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ κλπ. εἶναι βιώματα Χριστιανικά. Ἄλλωστε, ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου φαίνεται καθαρά ὅτι οἱ πρῶτες ἐκκλησιαστικές κοινότητες ζοῦσαν ὅπως ζοῦν σήμερα οἱ μοναχοί στά Μοναστήρια. Φυσικά καί τότε ὑπῆρχαν ἄνθρωποι πού προτιμοῦσαν τόν γάμο ἤ ἐξέλεγαν τήν παρθενία. Καί τά δύο αὐτά πρέπει νά γίνωνται ἐν Χριστῷ.

Ἀργότερα, ὅμως, ὅταν ἄρχισε νά ἐκκοσμικεύεται ἡ Χριστιανική ζωή καί νά κοινωνικοποιῆται ὁ εὐαγγελικός λόγος, ὅσοι ἤθελαν νά ζήσουν στό ἔπακρο τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ ἔφευγαν στήν ἔρημο. Ἀργότερα ὁ Μ. Βασίλειος καί ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὀργάνωσαν τούς ἀναχωρητές σέ κοινοβιακό τρόπο ζωῆς.  Ὑπάρχουν πολλά κείμενα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου πού περιγράφουν τήν ζωή τῶν ἀσκητῶν καί τῶν μοναχῶν. Θά παραμείνω σέ δύο περιγραφές πού κάνει καί εἶναι ἀρκετά ἐκφραστικές.

Ἡ πρώτη προέρχεται ἀπό τήν ἑρμηνεία του στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. Ἐκεῖ μέ καλλιέπεια καί καθαρότητα λόγου λέγει ὅτι οἱ μοναχοί ἀπέφυγαν ὅλα τά ἐγκόσμια καί προτίμησαν νά ζήσουν στά ὄρη. Ἀπό τήν ζωή αὐτή μελετοῦν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ὁμιλοῦν μέ τίς κοιλάδες, τά ὄρη, τίς πηγές, τήν ἡσυχία καί τήν ἠρεμία καί πρίν ἀπό ὅλα μέ τόν Θεό. Τό δωμάτιό τους εἶναι καθαρό, ἀλλά πρό παντός εἶναι ἐλεύθερη ἡ ψυχή τους ἀπό κάθε πάθος. Εἶναι ἐλεύθερη, λεπτή, καί ἐλαφριά, ἀλλά καί καθαρότερη ἀπό τόν λεπτότερο ἀέρα. Ζοῦν ὅπως ὁ Ἀδάμ πρό τῆς ἁμαρτίας, μᾶλλον ἔχουν μεγαλύτερη παρρησία ἀπό ἐκεῖνον, γιατί καί μεγαλύτερη εἶναι ἡ χορηγία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος θεωρεῖ ὅτι ἡ ζωή τῶν μοναχῶν εἶναι βίωση καί τῆς προπτωτικῆς πολιτείας τῶν πρωτοπλάστων καί τῆς ζωῆς τῶν ἀγγέλων. Στήν συνέχεια περιγράφει τό καθημερινό πρόγραμμα τῶν μοναχῶν, πού σημαίνει ὅτι γνώριζε ἀπό προσωπική πείρα τήν μοναχική πολιτεία. Χαρακτηρίζει τούς μοναχούς «φωστῆρας τῆς οἰκουμένης» πού σηκώνονται τό πρωΐ πρίν ἀνατείλη ὁ ἥλιος γιά νά ἀπευθύνουν ὕμνους στόν Θεό. Ἔπειτα προσεύχονται γονατιστοί, προεξάρχοντος τοῦ Ἡγουμένου τους. Ἀφοῦ τελειώσουν τίς ἅγιες καί συνεχεῖς προσευχές καί ἤδη ἔχει ἀνατείλει ὁ ἥλιος, ἀσχολοῦνται μέ τό ἐργόχειρο, γιά νά ἔχουν ἔσοδα γι᾿ αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη, δηλαδή προκειμένου νά ἐξασκήσουν τήν φιλανθρωπία τους. Μελετοῦν, ἀκόμη, ἁγιογραφικά κείμενα, ὅπως τόν Προφήτη Ἡσαΐα, τούς Ἀποστόλους, καί φιλοσοφοῦν «περί Θεοῦ, περί τοῦδε τοῦ παντός, περί τῶν ὁρωμένων, περί τῶν ἀοράτων, περί αἰσθητῶν, περί νοητῶν, περί τῆς εὐτελείας τούτου τοῦ βίου, περί τῆς τοῦ μέλλοντος μεγαλειότητος». Γενικά, οἱ μοναχοί αὐτοί, μέ τόν τρόπο πού ζοῦν, διατηροῦν σταθερά σέ ὅλη τους τήν ζωή καί «τόν τύπον καί τοῦ τόπου τό τερπνόν καί τῆς διαγωγῆς τό γλυκύ καί τῆς πολιτείας τό καθαρόν καί τῆς καλλίστης ὠδῆς καί πνευματικῆς τήν χάριν».

Ἡ δεύτερη περιγραφή τῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν καί τῶν Μοναστηρίων προέρχεται ἀπό τήν ἑρμηνεία του στήν Α΄ πρός Τιμόθεον ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Κατ᾿ ἀρχάς λέγει ὅτι τά Μοναστήρια εἶναι «οἰκία πένθους», ὅπου ἐπικρατεῖ μετάνοια μέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις της, καθώς ἐπίσης τά Μοναστήρια «λιμήν ἐστιν εὔδιος» καί «λαμπτῆρες», δηλαδή φάροι φωτεινοί. Ἐπαινεῖ τούς μοναχούς γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο διάγουν, γράφοντας: «Ὄντως ἅγιοι οὗτοι, καί ἐν ἀνθρώποις ἄγγελοι». Καί εἶναι ἄγγελοι γιατί «μετά τῶν ἀγγέλων ᾄδωσι». Ἐπειδή μετέχουν τοῦ θείου Φωτός γι᾿ αὐτό καί οἱ μοναχοί εἶναι «υἱοί φωτός». Στό κείμενο αὐτό περιγράφεται καί πάλι τό καθημερινό πρόγραμμα τῶν ἁγίων αὐτῶν μοναχῶν, πού σημαίνει ὅτι τό γνώριζε πολύ καλά ἀπό προσωπική πείρα, ὅπως τήν πρωϊνή προσευχή, πρίν τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου, τούς «προφητικούς ὕμνους» τούς ὁποίους ἄδουν στόν Θεό, τήν λίγη ἀνάπαυση, τήν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν, τήν ἡσυχία, καί πάλιν τήν προσευχή μέ τίς ἱερές ἀκολουθίες τῆς Γ΄, τῆς ΣΤ’, τῆς Θ’ ὥρας καί τοῦ ἑσπερινοῦ. Οἱ ἅγιοι αὐτοί μοναχοί «εἰς τέσσαρα μέρη τήν ἡμέραν διανείμαντες, καθ᾿ ἕκαστον μέρος πληρούμενον ψαλμῳδίαις, ὕμνοις γεραίρουσι τόν Θεόν». Πέρα ἀπό τήν ἔκθεση τοῦ καθημερινοῦ προγράμματος τῶν μοναχῶν ἐκείνων, στήν ὁμιλία αὐτή ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀποκαλύπτει καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ζοῦσαν καθημερινά. Ὁ τρόπος τῆς μοναχικῆς ζωῆς τους συνδέεται μέ τήν προσευχή, τά δάκρυα, τήν ἀκτημοσύνη, τήν κοινοκτημοσύνη, τήν νηστεία, τήν ἡσυχία, τήν ἀγάπη στούς ἀδελφούς, τήν ἄσκηση, τήν σκληραγωγία κλπ. Εἶναι σημαντικό ἕνα χωρίο: «οὔκ ἐστι ταμεῖον, οὐκ ἄλλο τοιοῦτον οὐδέν· ἀλλά πάντα εὐχῆς γέμει, πάντα ὕμνων, πάντα εὐωδίας πνευματικῆς, οὐδέν ἐκεῖ σαρκικόν». Τό κέντρο τῆς μοναχικῆς ζωῆς εἶναι ἡ προσευχή καί μέ αὐτήν γεμίζουν τήν ἡμέρα. Καί ἀλλοῦ γράφει: «πάντων καθαρός ὁ χορός ἐκεῖνος· σιγή καί ἡσυχία πολλή· τόν ἐμόν οὐκ ἔνι καί τό σόν ἐκεῖ».

Ἔπειτα, περιγράφει καί τό πῶς ἀντιμετωπίζουν οἱ μοναχοί ἐκεῖνοι τόν θάνατο, γιατί καί ἐκεῖ ἀποθνήσκουν, διότι δέν εἶναι ἀθάνατοι κατά τό σῶμα, ἄν καί δέν θεωροῦν τόν θάνατο ὡς θάνατο. Ἔτσι, τούς ἀπελθόντας τούς προπέμπουν μέ ὕμνους. «Προπομπήν τό τοιοῦτον καλοῦσιν, οὐκ ἐκφοράν». Καί ὅταν ἀνακοινωθῆ ὅτι κάποιος ἀπέθανε «πολλή ἡ εὐφροσύνη, πολλή ἡ ἡδονή». Μάλιστα δέν τολμᾶ κανείς νά πῆ ὅτι «ὁ δεῖνα τετελεύτηκεν, ἀλλ᾿ ὁ δεῖνα τετελείωται». Γράφει δέ ὅτι μετά τήν ἐξόδιο ἀκολουθία ἑνός ἀδελφοῦ ἐπικρατεῖ πολλή δόξα, εὐφροσύνη καί ὁ καθένας εὔχεται νά ἔχη τέτοιο τέλος, νά τελειώση τούς ἀγῶνες του μέ αὐτόν τόν τρόπο, εὔχεται «ἀναπαύσασθαι τῶν πόνων καί τῶν ἀγώνων, ἰδεῖν τόν Χριστόν». Καί στίς ἀρρώστιες δέν ἐπικρατοῦν δάκρυα, ἀλλά ἀπευθύνουν προσευχές καί ἔχουν πίστη στόν Θεό. Καί ἄν χρειασθοῦν ἰατροί καί τότε «πολλή καί ἐνταῦθα ἡ φιλοσοφία, πολλή ἡ καρτερία».

Τελικά, ἕνας εἶναι ὁ σκοπός τῶν μοναχῶν, τό πῶς νά ἀπέλθουν στόν Θεό. «Ἀλλά πάντων τούτων ἀπηλλαγμένη ἡ ψυχή, ἕν σκοπεῖ μόνον εἰς τήν ἐσχάτην ἀναπνοήν, ὅπως ἀπέλθῃ τῷ Θεῷ φίλη». Οἱ περιγραφές αὐτές δείχνουν τό πῶς ζοῦσαν οἱ μοναχοί τῆς ἐποχῆς του, ποιά ἦταν ἡ ἁγία πολιτεία τους, ἀλλά καί τό ὅτι ὁ ἴδιος ἐπισκεπτόταν τούς τόπους τῆς ἀσκήσεώς τους. Περιγράφει δέ αὐτήν τήν ζωή στούς ἀκροατές τῶν κηρυγμάτων του, τούς ζῶντες τόν κόσμο γιά νά τούς ἐμπνεύση στήν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καί τήν βίωση τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς.

γ) Ὠφέλεια ἐγγάμων ἀπό τήν θέα τῶν μοναχῶν

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δέν θεωροῦσε τόν Μοναχισμό καί τόν ἔγγαμο βίο ὡς ἀνεξάρτητους μεταξύ τους, ἀλλά προέβαλλε καί τήν ὠφέλεια πού θά εἶχαν οἱ ἔγγαμοι ἀπό τήν ἐνατένιση τοῦ μοναχικοῦ βίου καί τήν ἐπίσκεψή τους στούς τόπους τῆς ἀσκήσεως τῶν μοναχῶν. Στίς ὁμιλίες του παρατηροῦμε ὅτι προτρέπει τούς Χριστιανούς πού ζοῦν στόν κόσμο καί τούς ἐγγάμους νά ἐπισκέπτωνται τά Μοναστήρια καί τούς ἐρημικούς τόπους, νά βλέπουν τήν ζωή τῶν μοναχῶν, γιατί αὐτό θά συντελῆ καί στήν βελτίωση τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο θά ζοῦν στήν κοινωνία καί τήν οἰκογένεια. Στήν προηγούμενη ἑνότητα εἴδαμε τήν περιγραφή πού κάνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τῆς καθημερινῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν, μέ τήν ψαλμωδία, τήν προσευχή, τήν ἐργασία καί τήν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν. Σέ αὐτήν τήν περιγραφή συγκρίνει τήν εὐλογημένη ζωή τῶν μοναχῶν μέ τήν προκλητική ζωή τῶν ἀνθρώπων πού πηγαίνουν στά θέατρα καί συμμετέχουν στίς κοσμικές διασκεδάσεις. Περιγράφοντας τήν στάση, τήν ἐνδυμασία καί τίς κινήσεις τῶν ἠθοποιῶν λέγει ὅτι ὁ θεατής τῶν θεάτρων δέχεται εὐθύς τό πῦρ τοῦ ἀτόπου ἔρωτος. Ἡ φωνή, ἡ ὄψη, ἡ ἐνδυμασία, τά κοσμήματα κλπ. τῶν πορνῶν, προκαλοῦν τούς θεατές καί τούς ἐξάπτουν, ὁπότε ἐπιστρέφουν στό σπίτι τους αἰχμάλωτοι. «Ἐντεῦθεν αἱ ὕβρεις καί αἱ ἀτιμίαι, ἐντεῦθεν αἱ ἀπέχθειαι, οἱ πόλεμοι, οἱ θάνατοι οἱ καθημερινοί» καί γενικά ἡ ἀνυπόφορη ζωή. Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα οἱ ἄνδρες νά περιφρονοῦν τίς γυναῖκες τους, πού δέν ἔχουν τά προσόντα τῶν ἠθοποιῶν ἤ ἀκόμη καί νά τίς ἐγκαταλείπουν. Ὅμως, αὐτή ἡ ἡδονή πού αἰσθάνονται στό θέατρο εἶναι πρόσκαιρη καί δημιουργεῖ μεγαλύτερο πόνο.

Ἀντίθετα, ὅταν οἱ ἄνδρες ἐπισκέπτωνται τούς χορούς τῶν μοναχῶν καί βλέπουν τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους, ἀλλοιώνονται πνευματικά, ὁπότε ἐπιστρέφουν στό σπίτι τους μέ ἄλλα φρονήματα. Ἔτσι, μετά τήν ἐπίσκεψη στά Μοναστήρια «ἥμερον καί πρᾶον δέξεται ἡ γυνή τόν ἄνδρα, πάσης ἡδονῆς ἀτόπου ἀπηλλαγμένον, καί εὐκολώτερον αὐτῷ χρήσεται, ἤ πρό τούτου». Συγκρίνοντας τόν χορό τῶν θεάτρων καί τῶν ἁγίων μοναχῶν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρατηρεῖ: «Τοιαῦτα ὁ μέν χορός ἐκεῖνος τίκτει κακά, οὗτος δέ ἀγαθά· ὁ μέν ἀπό προβάτων λύκους ποιῶν, οὗτος δέ ἀπό λύκων ἀρνειούς ἐργαζόμενος». Παρουσιάζοντας στούς ἀκροατές τῶν κηρυγμάτων του τήν μεγάλη ἀξία τοῦ χοροῦ τῶν μοναχῶν, ἀλλά καταγράφοντας καί τήν ἀντίθετη διαγωγή τῶν θεατρίνων αἰσθάνθηκε ὅτι τούς θέρμανε τήν καρδιά καί τούς ἔκανε νά ἐπιθυμήσουν, νά μιμηθοῦν τόν ἐνάρετο βίο τῶν μοναχῶν, γι᾿ αὐτό καί τούς προτρέπει: «Ὡς ἔστι σοι θερμός οὗτος ὁ ἔρως, ἄπελθε πρός αὐτούς ἐκείνους τούς ἀγγέλους, ἀνάκαυσον αὐτόν πλέον». Ἡ θέα τῶν πραγμάτων θά ἀνάψη περισσότερο αὐτό τό πῦρ, παρά ὁ δικός του λόγος. Τούς προτρέπει νά μή ἀναβάλλουν τήν μετάβασή τους στούς μοναχούς, οὔτε νά θελήσουν νά μεταβοῦν ἀφοῦ πρῶτα ἐρωτήσουν τίς γυναῖκες τους ἤ νά λύσουν πρῶτα διάφορα προβλήματα, γιατί αὐτή ἡ ἀναβολή εἶναι ἀρχή τῆς ραθυμίας. Φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θέτει τήν ἀγγελική ζωή τῶν μοναχῶν ὡς πρότυπο γιά ὅλους τούς Χριστιανούς πού ζοῦν στόν κόσμο καί θεωρεῖ ὅτι μέ τήν ἐπίσκεψή τους σέ αὐτούς θά ἀλλάξουν διαγωγή, πού σημαίνει ὅτι αὐτό θά ἔχη εὐεργετικά ἀποτελέσματα στόν ἑαυτό τους καί τήν οἰκογένειά τους. Καί σέ ἄλλο κείμενο προτρέπει τούς ἀκροατές του νά ἐπισκεφθοῦν τούς μοναχούς στούς τόπους τῆς ἀσκήσεώς τους. Ἡ προτροπή του εἶναι χαρακτηριστική: «Ἄπιθι (πήγαινε) πρός αὐτούς, φιλοσόφησον, πρόσιθι, ἅψαι ποδῶν ἁγίων·… Ἅγιοί εἰσιν οἱ πόδες, κἄν εὐτελεῖς ὦσι». Συνεχίζει δέ τήν προτροπή: «Ἄπιθι πρός τάς τῶν ἁγίων σκηνάς· ὥσπερ ἀπό γῆς εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐστίν εἰς μοναστήριον ἀνδρός ἁγίου καταφυγεῖν». Εἶναι ἅγιοι, γιατί «ἅγιοι δέ εἰσιν πάντες, ὅσοι πίστιν ὀρθήν μετά βίου ἔχουσι· κἄν σημεῖα μή ἐργάζωνται, κἄν δαίμονας μή ἐκβάλλωσιν, ἅγιοί εἰσιν». Καί προχωρεῖ λέγοντας: «Ἄν δέ καί ἡμέραν μίαν μείνῃς, ἤ καί δευτέραν, τότε πλέον αἰσθήσῃ τῆς ἡδονῆς».

Ἐπίλογος

Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία γίνονται διάφορες διασπάσεις τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς. Ἄλλοι ζοῦν ἕναν κοινωνικοποιημένο Χριστιανισμό, τόν προσαρμόζουν στά μέτρα τοῦ κόσμου αὐτοῦ καί τίς σύγχρονες κοινωνικές συνθῆκες ζωῆς, πράγμα τό ὁποῖο λέγεται ἐκκοσμίκευση τοῦ Χριστιανισμοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχουν καί ἄλλοι πού θεωροῦν ἀνεφάρμοστο τόν Χριστιανισμό καί ἐφαρμόσιμο μόνον ἀπό τούς μοναχούς καί μάλιστα τούς ἐρημίτες. Καί οἱ δύο αὐτές περιπτώσεις ἀλλοιώνουν τόν Χριστιανισμό καί τό Εὐαγγέλιο. Βεβαίως, ὑπάρχουν διάφορες πνευματικές ἡλικίες, ἄλλοι ἀνήκουν στόν στενό κύκλο τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ἄλλοι στόν κύκλο τῶν δώδεκα, ἄλλοι στόν κύκλο τῶν πεντακοσίων ἀδελφῶν καί μερικοί ἀκόμη εἶναι νυκτερινοί μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἦταν ὁ Νικόδημος. Ὅμως, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ὅλοι πρέπει νά ζοῦμε μέ τήν πίστη στόν Θεό, τήν μετάνοια, τήν νήψη καί τήν ἐγρήγορση, μέ τήν αἴσθηση τῆς ἐξορίας σέ αὐτόν τόν κόσμο καί τήν ἐλπίδα τῆς ἐπανόδου στήν οὐράνια πατρίδα. Ἔτσι βελτιώνονται καί τά κοινωνικά πράγματα.

Τό ὅραμά μας πρέπει νά εἶναι ἡ προπτωτική κατάσταση τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας στόν Παράδεισο. Ἐπειδή οἱ πρωτόπλαστοι ἀπέτυχαν νά ζοῦν σέ αὐτήν τήν κατάσταση, γι᾿ αὐτό ἐνηνθρώπησε ὁ Χριστός, ὁ νέος Ἀδάμ καί ἔκανε τήν Ἐκκλησία νέο Παράδεισο μέσα στήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι μέ τήν μυστηριακή καί τήν ἀσκητική ζωή μποροῦν νά ζήσουν μερικές πλευρές αὐτῆς τῆς οὐράνιας δόξης, νά ἀνεβοῦν δέ σέ μεγαλύτερο ὕψος δόξης. Ὅλοι μποροῦμε νά ζοῦμε μέσα στήν νηπτική καί μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε μποροῦμε νά γίνουμε ἀληθινά κοινωνικοί. Ὅποιος εἶναι πραγματικά νηπτικός, ὅπως τό εἴδαμε προηγουμένως, μπορεῖ νά γίνη καί ἀληθινά κοινωνικός. Τότε, θά καταλαβαίνουμε τόν πόνο τοῦ ἄλλου, θά ἀποκτοῦμε μιά μεγάλη εὐαισθησία, καί σάν ἕνας δέκτης θά συλλαμβάνουμε ὅλα τά μηνύματα πού ἐκπέμπονται ἀπό τούς πονεμένους καί πληγωμένους ἀνθρώπους. Ὅσο γινόμαστε ἄνθρωποι ἐν Χριστῷ τόσο καί βοηθοῦμε ἀποτελεσματικά τούς συνανθρώπους μας. Καί ἄν καταφέρουμε νά λέμε σέ ὅλη μας τήν ζωή καί πρός τό τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς αὐτό πού εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος «δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν», τότε θά ἐκπληρώσουμε τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἡ νηπτική ζωή, ὅπως τήν καθορίσαμε προηγουμένως, συνδυασμένη, ὅμως, μέ τήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μᾶς καθιστᾶ πραγματικά κοινωνικούς ἀνθρώπους καί αὐτό μᾶς ὁδηγεῖ στήν κοινωνία μέ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο.

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καί ἡ προσφορά τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων στό Σύμβολο τῆς Πίστεως

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καί ἡ προσφορά τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων στό Σύμβολο τῆς Πίστεως

Ἐφέτος ἑορτάζουμε τήν ἐπέτειο τῶν 1700 ἐτῶν ἀπό τήν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού συνεκλήθη τό 325 μ.Χ. στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, γιά νά ἀντιμετωπίση τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ξεκινώντας ἀπό τίς ἀρχές τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ὑποστήριζε ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τό πρῶτο κτίσμα τῆς δημιουργίας τοῦ Πατρός καί ὅτι «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», δηλαδή ὑπῆρχε χρόνος πού δέν ὑπῆρχε, ὁπότε εἶναι κτίσμα τοῦ Πατρός δημιουργημένος διά τῆς βουλήσεως τοῦ Πατρός. Οἱ Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατεδίκασαν τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, συνέταξαν τά πρῶτα ἑπτά (7) ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, τό γνωστό «Πιστεύω».

Ὅταν συνεκλήθη ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ὁ Μέγας Βασίλειος δέν εἶχε γεννηθῆ, γεννήθηκε πέντε χρόνια μετά τήν Σύνοδο, τό 330, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γεννήθηκε τό 329, τέσσερα χρόνια μετά ἀπό τήν Σύνοδο, καί οὔτε ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης εἶχε ἀκόμη γεννηθῆ, ἀφοῦ γεννήθηκε δέκα χρόνια μετά, ἤτοι τό 335. Καί οἱ τρεῖς ἦταν Καππαδόκες καί ἔγιναν ἐκφραστές τῆς λεγομένης Καππαδοκικῆς θεολογίας, εἶχαν ἀποδεχθῆ τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί διεδραμάτισαν σπουδαῖο ρόλο στήν ἐπικράτηση τῶν ἀποφάσεών της, καί τό σπουδαιότερο, ἔπαιξαν σημαντικό ρόλο στίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη τό ἔτος 381 μ.Χ., ἡ ὁποία συμπλήρωσε τό Σύμβολο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γι’ αὐτό χαρακτηρίζεται Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως.

Συγκεκριμένα, ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐπηρέασε σημαντικά τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἄν καί εἶχε κοιμηθῆ δύο χρόνια πρίν τήν σύγκλησή της, τό 379, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὑπῆρξε σέ κάποιο διάστημα ὁ Πρόεδρος τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὕστερα παραιτήθηκε, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἦταν γραμματεύς τῆς Συνόδου αὐτῆς, καί συνετέλεσε καί στήν διατύπωση τοῦ ὅρου της καί στήν ἐπικράτησή της. Ἀκόμη, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γεννήθηκε τό 349, περίπου 24 χρόνια μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, δέν συμμετεῖχε στήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στήν ἐπικράτηση τῶν ἀποφάσεών τους στόν λαό μέ τό δεινό ἱεροκηρυκτικό του χάρισμα.

Στήν σημερινή εἰσήγηση θά ἀναφερθῶ στίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στά γεγονότα πού ἀκολούθησαν καί στήν σημαντική προσφορά τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ἀφ’ ἑνός μέν στήν ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεώς της, ἀφ’ ἑτέρου δέ στήν προετοιμασία τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία συμπλήρωσε τό ἔργο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μέ τήν ὁλοκλήρωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Εἶναι ἕνα θέμα πολύ ἐνδιαφέρον ἀπό κάθε πλευρά καί ἀφιερώνεται στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι εἶναι διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Ἑπομένως, θά χωρίσω τό θέμα σέ τρεῖς ἑνότητες: Πρῶτον, στήν ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν ἀπόψεων τοῦ Ἀρείου καί τήν ὀρθόδοξη ἀπόφαση γιά τήν Θεότητα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Δεύτερον, στά ὅσα ἀκολούθησαν στό διάστημα μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο μέχρι τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί τρίτον, στήν θεολογική προσφορά τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, δηλαδή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, στήν διατύπωση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας. Πρόκειται γιά μιά ἱστορικοθεολογική εἰσήγηση, στήν ὁποία θά φανῆ ἡ διαφορά σκέψεως μεταξύ τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων καί τῶν μεγάλων ἐμπειρικῶν θεολόγων, πού εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

1. Ἡ ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τήν Θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, κορυφαῖος δογματικός θεολόγος, καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ἔκανε μιά πρωτότυπη καί εὐφυῆ ἀνάλυση τοῦ πῶς ὁ Ἄρειος καί οἱ Ἀρειανοί ἔφθασαν στό νά ἀρνηθοῦν τήν Θεότητα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Στήν Συρία τόν 2ο καί 3ο αἰώνα μ.Χ. ὑπῆρχαν φιλόσοφοι πού ἀκολουθοῦσαν τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία πού ἔκανε λόγο γιά τήν ἀρχή τῆς ἐντελέχειας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία κάθε μεταβλητό πράγμα ἔχει τό «δυνάμει» καί «ἐνεργείᾳ», πού σημαίνει ὅτι τό μεταβλητό τελειοποιεῖται ἀπό τό «δυνάμει» στό «ἐνεργείᾳ». Ὅμως, στά ἀμετάβλητα πού εἶναι τό Ὄν δέν ἰσχύει ἡ ἀρχή τῆς ἐντελέχειας, ἀφοῦ εἶναι τέλειο κατά τήν φύση του καί δέν χρειάζεται νά τελειοποιηθῆ.

Οἱ Χριστιανοί θεολόγοι τότε στά μέρη ἐκεῖνα ὑποστήριζαν σέ συζητήσεις μέ τούς φιλοσόφους ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο «ἐκ μή ὑπαρχούσης ὕλης», δέν ὑπῆρχε προηγουμένως καί δημιουργήθηκε μέ τήν βούληση τοῦ Θεοῦ. Οἱ φιλόσοφοι ἀντέτειναν ὅτι, ἀφοῦ ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο πού δέν ὑπῆρχε προηγουμένως, σημαίνει ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι τέλειος, εἶναι μεταβλητός, γι’ αὐτό τόν δημιούργησε γιά νά τελειοποιηθῆ ὁ ἴδιος, σύμφωνα μέ τήν ἀρχή τῆς ἐντελέχειας, ἀπό τό δυνάμει νά φθάση στό ἐνεργείᾳ. Τότε οἱ Χριστιανοί φιλοσοφοῦντες Θεολόγοι ἀπάντησαν στούς φιλοσόφους μέ τήν διδασκαλία γιά τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεός ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια καί κατά τήν οὐσία Του εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος καί ἀμετάβλητος, ἐνῶ δημιουργεῖ τόν κόσμο μέ τήν ἐνέργειά Του. Ἔτσι, ὁ Θεός δέν ἔχει ἀνάγκη τοῦ κόσμου, εἶναι ἀπόλυτα τέλειος, ἀνενδεής καί ἐλεύθερος. Μέ τόν τρόπο αὐτόν εἰσήγαγαν τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό ἀπό πλευρᾶς φιλοσοφικῆς.

Ὅμως, στήν συνέχεια οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι, ἀφοῦ εἶχαν ἀποδεχθῆ ὅτι ὁ Θεός ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια, καί μέ αὐτήν τήν θεολογία ἀντιμετώπισαν τούς φιλοσόφους γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, προσπάθησαν νά δοῦν καί νά ἑρμηνεύσουν τίς σχέσεις μεταξύ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς, Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας (περίπου 200-275 μ.Χ.) ταύτιζε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ μέ τήν ὑπόσταση τοῦ Πατρός, ὁπότε, κατ’ αὐτόν, ὑπάρχει μία οὐσία-ὑπόσταση καί ἔχει δύο ἐνέργειες, τόν Υἱό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτό χαρακτηρίστηκε ὡς ἐνεργητικός μοναρχιανισμός πού καταδικάστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία στήν Σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας τό ἔτος 268.

Ὁ Σαβέλλιος (2ος-3ος μ.Χ.) εἰσηγεῖται τόν τροπικό μοναρχιανισμό, ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά ἀποκαλύπτεται μέ τρεῖς τρόπους, ὡς Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα. Ἀκολουθώντας τήν ἄποψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία ὑπόσταση ἡ ὁποία ἔχει τρεῖς ὀνομασίες, σῶμα, ψυχή καί πνεῦμα, ἀπέδιδε στόν Θεό, ὅτι καί ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί ἁπλῆ μονάδα καί ἔχει τρεῖς τρόπους ἐνεργείας, ὡς Πατήρ, Υἱός καί Πνεῦμα, χρησιμοποιώντας τήν λέξη πρόσωπο πού πρῶτος εἶχε εἰσαγάγει ὁ Ἱππόλυτος, μέ τήν ἔννοια τοῦ προσωπείου (μάσκας).

Τήν αἵρεση τοῦ Παύλου Σαμοσατέως συνέχισε ὁ Λουκιανός καί οἱ μαθητές του, πού χαρακτηρίστηκαν Συλλουκιανιστές, καί ἀκολούθησε ὁ Ἄρειος. Σύμφωνα μέ αὐτήν τήν φιλοσοφική ἄποψη στόν Τριαδικό Θεό ὑπάρχει μία οὐσία-ὑπόσταση, ὁ Πατήρ, καί ὁ Λόγος ὡς ἐνέργεια τοῦ Πατρός ἐνηνθρώπησε, ὁπότε μέσα στόν ἄνθρωπο πού γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο Μαρία κατοικεῖ ὁ Λόγος πού εἶναι ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ-Πατρός καί ὄχι ὁ Θεός Λόγος, ἕνα ἰδιαίτερο Πρόσωπο.

Ἐπί πλέον, οἱ μαθητές τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως καί τοῦ Λουκιανοῦ, ὅπως ὁ Ἄρειος, προσήρμοσαν τήν διδασκαλία τοῦ καταδικασθέντος αἱρετικοῦ Παύλου Σαμοσατέως, μέ τό ὅτι ὁ Θεός Πατήρ δημιουργεῖ τόν Λόγο κατά βούληση καί δέν γεννᾶ κατά φύση, γιατί, κατά τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία τό κατά φύση εἶναι κατ’ ἀνάγκην, ἀφοῦ ὁ Θεός-Πατήρ εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος καί δέν ὑπόκειται στήν ἀνάγκη. Ὁπότε ἡ σχέση μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ εἶναι κατ’ ἐνέργεια καί κατά βούληση καί ὄχι κατ’ οὐσίαν σχέση. Ἕτσι, ὁ Ἄρειος ὑποστήριζε ὅτι ὁ Υἱός ἐκτίσθη ἐν χρόνῳ ἀπό τόν Πατέρα, εἶναι τό πρῶτο κτίσμα μεταξύ Θεοῦ καί ὕλης, γι’ αὐτό καί «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», ἐπίσης ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ἑτερούσιο κτίσμα ἀπό τόν Πατέρα, ὅτι εἶναι τρεπτός καί ἀγνοεῖ τόν Πατέρα, καί ὅτι μετά τόν Υἱό δεύτερη δημιουργημένη δύναμη εἶναι τό Ἅγιον Πνεῦμα.

Οἱ Πατέρες στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καταδίκασαν τίς αἱρετικές ἀπόψεις τοῦ Ἀρείου, ὅπως φαίνεται στό Σύμβολον τῆς Πίστεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μέ τίς φράσεις: «Τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ», «γεννηθέντα ἐκ τοῦ Πατρός μονογενῆ, τοὐτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», «Θεόν ἐκ Θεοῦ, φῶς ἐκ φωτός, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί», «σαρκωθέντα καί ἐνανθρωπήσαντα».

Στό τέλος δέ τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καταγράφησαν καί οἱ ἀναθεματισμοί:

«Τούς δέ λέγοντας "ἦν ποτε ὅτε οὐν ἦν" καί "πρίν γεννηθῆναι οὐκ ἦν" καί ὅτι "ἐξ οὐκ ὄντων" ἐγένετο, ἤ "ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως" ἤ "οὐσίας" φάσκοντας εἶναι, ἤ "κτιστόν", ἤ τρεπτόν, ἤ "ἀλλοιωτόν" τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ἀναθεματίζει ἡ Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία». 

Βέβαια οἱ Πατέρες τῆς Α΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τήν συγκρότηση τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, εἶχαν ὑπ’ ὄψη τους τόν τύπον τῶν διαφόρων τοπικῶν ὁμολογιῶν πίστεως ἤ βαπτιστηρίων συμβόλων καί πάνω σέ αὐτά συνέταξαν τό νέο Σύμβολον τῆς πίστεως γιά νά ἀντιμετωπίσουν τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος σέ κείμενο πού γράφηκε μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί περί τό 350-352 μέ τίτλο «περί τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου» ἀναφέρεται διεξοδικῶς στά θέματα πού ἀντιμετωπίσθηκαν στήν Σύνοδο αὐτή καί καταδικάστηκαν.

Μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει ὅτι στήν ἀρχή οἱ Ἐπίσκοποι στήν Σύνοδο αὐτή ἤθελαν νά γράψουν ὅτι ὁ Λόγος εἶναι ἀληθινή δύναμη καί εἰκόνα τοῦ Πατρός ὅμοιος καί ἀπαράλλακτος κατά πάντα πρός τόν Πατέρα, εἶναι ἄτρεπτος καί ἀδιαίρετος ἀπό τόν Πατέρα. Ἐπειδή, ὅμως, ὑπῆρξε ἀντίδραση ὅτι τό «ὅμοιον» ἀποδιδόταν ἀπό κοινοῦ καί σέ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους καί στόν Λόγο, διότι ἔχει γραφῆ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «εἰκών καί δόξα Θεοῦ», γι’ αὐτό, γιά νά τό διατυπώσουν σαφέστατα, εἶπαν ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἁπλῶς ὅμοιος πρός τόν Πατέρα, ἀλλά ὁμοούσιος πρός τόν Πατέρα καί ἀδιαίρετος ἀπό Αὐτόν, πράγμα πού δέν γίνεται μέ ἐμᾶς. Ἔτσι, τό «ἐκ τῆς οὐσίας» τοῦ Πατρός καί τό «ὁμοούσιος» ἀναιροῦν τά αἱρετικά φληναφήματα ὅτι ὁ Υἱός εἶναι γενητός (μέ ἕνα ν), «τρεπτός» καί «οὐκ ἦν πρίν γεννηθῆ». Ὅποιος δέν φρονεῖ κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἀντιτίθεται στήν Σύνοδο.

Εἶναι σημαντικό ὅτι στό κείμενο αὐτό ὁ Μέγας Ἀθανάσιος παραθέτει, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί «ἀντίγραφον ἐπιστολῆς τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου κατά τοῦ Ἀρείου καί τῶν σύν αὐτῷ», ἡ ὁποία ἐπιστολή ἀπεστάλη στήν Ἐκκλησία τῶν Ἀλεξανδρέων, ἀφοῦ ἐκεῖ παρουσιάσθηκε κατ’ ἀρχήν ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου. Στήν Συνοδική αὐτή ἐπιστολή τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρονται οἱ φράσεις τίς ὁποῖες χρησιμοποιοῦσε ὁ Ἄρειος καί οἱ ὁποῖες καταδικάστηκαν ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὅπως «ἐξ οὐκ ὄντων εἶναι» τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, «πρίν γεννηθῆναι μή εἶναι», «εἶναι ποτέ ὅτε οὐκ ἦν» καί «αὐτεξουσιότητι κακίας καί ἀρετῆς δεκτικόν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ λέγοντος καί κτίσμα ὀνομάζοντος καί ποίημα». Αὐτό τό τελευταῖο ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, διότι τό κτιστό ἔχει αὐτεξουσιότητα, δηλαδή ἐλεύθερη προαίρεση νά ἀποδεχθῆ τήν ἀρετή καί τήν κακία, ἐνῶ ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος.

2. Τά μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο μέχρι τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο

Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καί ὁμολόγησε τήν ὀρθόδοξη δογματική ἀλήθεια ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, Θεός ἀληθινός, γεννήθηκε καί δέν κτίστηκε, εἶναι φῶς ἀπό τό φῶς, Θεός ἀληθινός καί δι’ Αὐτοῦ κτίστηκε ὁ κόσμος. Καί ἐνῶ θά ἀνέμενε κανείς ὅτι τά πράγματα θά εἰρήνευαν, ἐν τούτοις ἐντάθηκαν ἀκόμη περισσότερο. Οἱ Ἀρειανοί ἐξακολουθοῦσαν νά διδάσκουν τίς ἀπόψεις τους, καί ἐμφανίσθηκαν καί Πνευματομάχοι, διότι μαζί μέ τήν ἄποψή τους ὅτι ὁ Υἱός εἶναι κτίσμα δίδασκαν ὅτι καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι κτίσμα. Αὐτό ὑποστήριζε καί ὁ Μακεδόνιος Κωνσταντινουπόλεως, γι’ αὐτό ὀνομάστηκαν Μακεδονιανοί.

Ἀκόμη, ὁ Ἀπολλινάριος Λαοδικείας (περίπου 310-360), ἀκολουθώντας τήν πλατωνική καί νεοπλατωνική φιλοσοφία ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό σῶμα, ψυχή καί νοῦ, δίδασκε ὅτι ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε τό σῶμα, τήν ἄλογη ψυχή, ὄχι, ὅμως, καί τήν λογική καί ἐλεύθερη ψυχή (= νοῦ καί πνεῦμα) καί τήν θέση τοῦ νοῦ κατέλαβε ὁ θεῖος Λόγος. Ἔτσι, ἠρνεῖτο τό πλῆρες καί τέλειο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως πού προσέλαβε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του. Ἐπί πλέον ὁ Εὐνόμιος Κυζίκου (335-394 μ.Χ.) καί ἄλλοι ὁμόφρονές του, πού χαρακτηρίζονταν Ἀρειανοί, Ἀνόμοιοι, ὑποστήριζαν ὅτι ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα δέν ἔχουν καμμία ὁμοιότητα πρός τόν Πατέρα καί εἶναι τρεπτοί δοῦλοι Του. Ἐπίσης, ταύτιζαν τήν οὐσία μέ τήν ἐνέργεια.

Ὅλες αὐτές οἱ νέες αἱρέσεις δέν διατυπώνονταν ἁπλῶς θεωρητικά καί ἀνώδυνα, ἀλλά ἐπιθετικά ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων καί ἰδίως ἐναντίον τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πολλές φορές χρησιμοποιώντας καί τήν πολιτική ἐξουσία καί πρό πάντων διατυπώνονταν Συνοδικά. Αὐτό σημαίνει ὅτι συγκαλοῦνταν σέ διάφορα μέρη τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας Σύνοδοι Ἐπισκόπων καί διατύπωναν τίς ἀπόψεις τους καί, μάλιστα, ἐξέδιδαν καί δικά τους Σύμβολα. Καί, βέβαια, μέσα σέ ὅλες αὐτές τίς αἱρετικές ἀπόψεις ὑπῆρχαν καί ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὑπῆρξαν δύο ἄκρα, οἱ ζηλωτές καί οἱ φιλελεύθεροι-αἱρετικοί.

Ἀπό τό ἔτος 325 μ.Χ. πού συνεκλήθη στήν Νίκαια ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέχρι τό ἔτος 381 πού συνεκλήθη στήν Κωνσταντινούπολη ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, δηλαδή 56 χρόνια, συνεκλήθηκαν περίπου 50 πολυπρόσωπες Σύνοδοι μέ διαφορετικές ἀπόψεις πού δημιουργοῦσαν χάος στήν Ἐκκλησία. Οἱ κυριότερες Σύνοδοι τῶν Ἀρειανοφρόνων ἦταν: Ἀντιοχείας (μεταξύ 326-331), Καισαρείας (334), Τύρου (335), Ἱεροσολύμων (335), Κωνσταντινουπόλεως (336), Ἀντιοχείας (341), Σιρμίου (351), Σιρμίου (357), Σιρμίου (359) Ἀριμινίου Ἰταλίας καί Σελευκείας Ἰσαυρίας (359). Οἱ κυριότερες Σύνοδοι τῶν Ὀρθοδόξων ἦταν: Γάγγρας (μεταξύ 340-342), Σαρδικῆς (342 ἤ 343), Ἀντιοχείας (344), Ἱεροσολύμων (346), Μεδιολάνων (347), Καρθαγένης (348), Ἀλεξανδρείας (362 καί 363), Ἀντιοχείας (363), Ρώμης (371 ἤ 372), Ἰκονίου (376).  Ἀπό τίς Συνόδους αὐτές ἄλλες ἦταν Ὀρθόδοξες καί ἄλλες αἱρετικές, ἄλλες καταδίκαζαν τόν Μέγα Ἀθανάσιο καί ἄλλες τόν ἀποκαθιστοῦσαν, ἄλλες κατήρτιζαν νέο Σύμβολο, ἄλλες ὄχι.

Ἀντιλαμβάνεται κανείς ὅτι τήν περίοδο μεταξύ τῆς Α΄ καί τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιά 56 ὁλόκληρα χρόνια, γίνονταν πολλές θεολογικές συζητήσεις, δημιουργήθηκε μεγάλος ἀναβρασμός, συγκλήθηκαν πολλές Σύνοδοι καί ψηφίζονταν νέα Σύμβολα μέ διαφορές μεταξύ τους. Ἐως ὅτου κατά τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καθορίσθηκε τό ὁλοκληρωμένο Σύμβολο τῆς Πίστεως πού ἔχουμε σήμερα, ἀφοῦ ἔγιναν μερικές προσθῆκες, ἀφαιρέσεις καί ἀλλαγές στό Σύμβολο τῆς Νικαίας. Ὅταν συγκρίνουμε τά δύο Σύμβολα τῆς Πίστεως, μεταξύ τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων Α΄ καί Β΄, βλέπουμε τίς διαφορές μεταξύ τους. Συγκεκριμένα:

Στό Σύμβολο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀφαιρέθηκε ἀπό τό δεύτερο ἄρθρο ἡ φράση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου «τοὐτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός , Θεόν ἐκ Θεοῦ... τά τε ἐν τῷ οὐρανῷ καί τά ἐν τῇ γῇ», καθώς ἐπίσης ἀφαιρέθησαν στό τέλος οἱ ἀναθεματισμοί: «Τούς λέγοντας ὅτι "ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν" καί "οὐκ ἦν πρίν γεννηθῆ" καί ὅτι "ἐξ οὐκ ὄντων ἐγένετο", ἤ "ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως ἤ οὐσίας" φάσκοντας εἶναι, ἤ "κτιστόν", ἤ "τρεπτόν", ἤ "ἀλλοιωτόν" τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τούς τοιούτους ἀναθεματίζει ἡ καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία».

Προστέθηκαν δέ τά ἄλλα ἑπτά ἄρθρα πού ἀναφέρονται στό Ἅγιον Πνεῦμα, στήν Ἐκκλησία, τό Βάπτισμα, τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τήν ζωή τοῦ μέλλοντος, δηλαδή τά ἄρθρα: «Καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό Κύριον, τό ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον, τό σύν Πατρί καί Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον, τό λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν. Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν. Ὁμολογοῦμεν (ῶ) ἕν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν».

Αὐτές εἶναι οἱ μεταβολές ἤ προσθαφαιρέσεις πού ἔγιναν στό Σύμβολον τῆς Πίστεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τούς Πατέρας τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί ἔχουμε τώρα τό ὁλοκληρωμένο Σύμβολο τῆς Πίστεως, καί ἔγιναν γιατί ἐν τῷ μεταξύ μέ τίς θεολογικές συζητήσεις ἔπρεπε νά διευκρινισθῆ ἡ ὁρολογία στά θεολογικά αὐτά ζητήματα. Ἄλλωστε, ὑπάρχει στήν θεολογία ἕνας ἰσχυρός κανόνας ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ ἀποκαλυπτική ἐμπειρία, ἡ μέθεξη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί ἄλλο ἡ διατύπωση αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας.

Σέ αὐτό τό ἔργο μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο σημαντικό ρόλο διεδραμάτισαν οἱ τρεῖς Καππαδόκες Πατέρες, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, πού θά τό δοῦμε συνοπτικά στήν τρίτη ἑνότητα τῆς ὁμιλίας μου καί δείχνει τήν προσφορά τους.

3. Ἡ θεολογική προσφορά τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων

Μέσα σέ αὐτήν τήν θεολογική θαλασσοταραχή πού βρέθηκε ἡ Ἐκκλησία καί μέσα σέ αὐτήν τήν θεολογική ἀνεμοθύελλα γιά 56 χρόνια, μεταξύ τῆς Α΄ καί τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀπεδείχθησαν μεγάλοι Πατέρες, σοφοί διδάσκαλοι, ἰσχυροί θεολόγοι, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Ὡσάν πνευματικοί καπετάνιοι τοῦ σκάφους τῆς Ἐκκλησίας μέσα σέ αὐτήν τήν φουρτούνα κατάφεραν μέ τά χαρίσματά τους, τήν εὐστροφία τους, τήν παιδεία τους, ἀλλά καί τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ νά φθάσουν στήν ὁλοκλήρωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καί γενικά στήν διατύπωση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας. Χρειάστηκε, ὅμως, ὅλη αὐτήν τήν περίοδο νά ἀλλάξουν ὁρολογία, νά ἀναπτύξουν ἔτι περισσότερο τόν ἀποκαλυπτικό λόγο καί νά δώσουν μεγάλους ἀγῶνες μέ τούς φιλοσοφοῦντες θεολόγους πού ἦταν αἱρετικοί.

Οἱ μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες ξεκινοῦσαν ἀπό τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔγινε στούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους καί αὐτοί ἦταν «πείρᾳ μεμυημένοι», ἀλλά εἶχαν καί τήν παιδεία τῆς ἐποχῆς τους, ἐνῶ οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι ἀκολουθοῦσαν μόνον φιλοσοφικές προϋποθέσεις θεολογήσεως, ὅπως τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη καί τῶν Νεοπλατωνικῶν. Θά δοῦμε μέ πολλή συντομία ποιά ἦταν ἡ προσφορά τους στήν θεολογία καί τήν Ἐκκλησία. Μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐμφανίσθηκαν πολλοί αἱρετικοί πού θά ἀναφερθοῦν μέ συντομία, ὡς πρός τόν ὅρο ὁμοούσιος πού χρησιμοποίησε ἡ Σύνοδος.

Ἦταν οἱ Ἀνόμοιοι ἤ ἀλλοτριούσιοι ἤ ἑτερούσιοι, πού ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Υἱός ἔχει διαφορετική ἐντελῶς οὐσία ἀπό τόν Πατέρα. Ἐπίσης, ἦταν οἱ Ὅμοιοι, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νά συμβιβάσουν τούς Ἀνομοίους μέ τούς Ὁμοουσιανούς καί ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός ἔχουν μόνον μιά ἐξωτερική ὁμοιότητα μεταξύ τους. Ἀκόμη, ἦταν οἱ Ὁμοιουσιανοί, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Υἱός ἦταν ὅμοιος κατά πάντα μέ τόν Πατέρα, καί ὡς πρός τήν οὐσία, ἀλλά δέν δέχονταν ὅτι ἦταν ταυτούσιος ἤ ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα καί ἀπέρριπταν τόν ὅρο ὁμοούσιος. Βεβαίως, ὑπῆρχαν καί οἱ Ὀρθόδοξοι, πού ἔμειναν πιστοί στόν ὅρο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁμοούσιος, ἀλλά γιά ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα ταύτιζαν τόν ὅρο οὐσία μέ τόν ὅρο ὑπόσταση καί δέχονταν στόν Θεό μία οὐσία καί μία ὑπόσταση, λέγοντας μία ὑπόσταση, μία θεότητα. Τελικά, οἱ ἀρειανόφρονες Ἀντιομοουσιανικές παρατάξεις προσπαθοῦσαν νά πείσουν τούς Ὀρθοδόξους Ὁμοουσιανούς νά ἐγκαταλείψουν τόν ὅρο ὁμοούσιος καί νά δεχθοῦν κάποιο συμβιβαστικό κείμενο.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ἔπρεπε νά διευκρινισθοῦν ἀκόμη περισσότερο οἱ ὅροι οὐσία καί ὑπόσταση, καί νά καθορισθοῦν καθαρότερα γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν οἱ αἱρετικοί. Αὐτό τό ἔργο ἀνέλαβαν οἱ Καππαδόκες Πατέρες μέ σκοπό νά ἑνώσουν τούς διαιρεμένους Χριστιανούς πού παρέμειναν στόν ὅρο ὁμοούσιος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά τόν διέκριναν ἀπό τό ὑπόσταση-πρόσωπο. Θά τό δοῦμε αὐτό μέ συντομία, καταγράφοντας τά βασικά σημεῖα τῆς διδασκαλίας τους.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὑπερμάχησε πρό καί μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά λόγῳ ἡλικίας καί διαφόρων ταλαιπωριῶν, ἐξοριῶν καί διώξεων ἦταν «κεκμηκώς πολεμίζων», κατά τήν φράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί δέν μποροῦσε νά ἀνταπεξέλθη στούς νέους καί πολλούς αἱρεσιάρχες. Καί εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι καί οἱ τρεῖς αὐτοί Καππαδόκες σέβονταν ὡς «Γέροντά» τους τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ἀλλά καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τούς ἐμπιστευόταν ὡς διαδόχους του. Γενικά, οἱ τρεῖς Πατέρες Καππαδόκες δέν θεολογοῦσαν φιλοσοφικά, ὅπως τό ἔκαναν οἱ αἱρετικοί, ἀλλά θεολογοῦσαν μέσα ἀπό τήν ἐμπειρική θεολογία τους, τόν ἡσυχασμό, δηλαδή μέσα ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες καί Ἀποστόλους. Ἔχοντας αὐτούς ὡς ὑπόδειγμα, ἀκολούθησαν τήν ἀσκητική ὁδό καί ἐξέφρασαν τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Μέγας Βασίλειος στά ἔργα του ἐξέφραζε τήν ἡσυχαστική ζωή, τήν σχέση μεταξύ ἱερᾶς ἡσυχίας καί ἐμπειρικῆς θεολογίας ὡς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Ἔχοντας αὐτήν τήν ἐμπειρική θεολογία εὕρισκε τούς κατάλληλους ὅρους γιά νά ἀντιμετωπίση τούς αἱρετικούς.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναπτύσσει ὅτι ἀληθινός θεολόγος εἶναι αὐτός πού καθάρισε τόν νοῦ καί ὁδηγήθηκε στήν θεωρία καί ὅσους δέν ἀκολουθοῦν αὐτή τήν μέθοδο τούς ἀποκαλεῖ «λογολέσχας», δηλαδή φλύαρους.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἔχοντας ὡς πρότυπο τόν Μωϋσῆ, ἀναλύει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ μέσα στήν θεοπτία.

Ὁ Μέγας Βασίλειος (330-379 μ.Χ.) δίδασκε ὅτι τά ὀνόματα τοῦ Θεοῦ (Πατήρ, Υἱός καί Πνεῦμα) δέν δήλωναν τήν οὐσία, ἀλλά τά ὑποστατικά ἰδιώματα. Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν δηλώνουν τό «τί ἐστι» (ποιά εἶναι ἡ οὐσία), ἀλλά «ὅτι ἐστί», ὅτι ὑπάρχει ἡ θεότητα ἤ τό πρόσωπο ἤ τό «ὅπως ἐστί», δηλαδή μέ ποιόν τρόπο ὑπάρχει τό ἀγέννητο τοῦ Πατρός, τό γεννητό τοῦ Υἱοῦ καί τό ἐκπορευτό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί τά τρία πρόσωπα ἔχουν τήν ἴδια οὐσία, εἶναι ὁμοούσια ἤ ταυτούσια, ὄχι ἑτερούσια ἤ ἀλλοτριούσια, ἔχουν ὅμως διαφορετικό τρόπο ὑπάρξεως τῶν προσώπων, δηλαδή εἶναι τό ἀγέννητο τοῦ Πατρός, τό γεννητό τοῦ Υἱοῦ καί τό ἐκπορευτό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τό κοινό καί τῶν τριῶν Προσώπων εἶναι ἡ οὐσία καί τό ἴδιο εἶναι ἡ ὑπόσταση-πρόσωπο. Ἔκανε, δηλαδή, τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ὑποστάσεως-προσώπου. Ἔτσι, διατυπώθηκε ἡ ὁρολογία ὅτι ὁ Θεός ἔχει μία οὐσία καί τρεῖς ὑποστάσεις. Μέ αὐτήν τήν διάκριση ἔκανε μιά μεγάλη τομή στήν ὀρθόδοξη θεολογία. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι κοινές καί στά τρία Πρόσωπα, ἀφοῦ ὁ Πατήρ εἶναι ἡ «προκαταρτική» αἰτία, ὁ Υἱός «ἡ δημιουργική» καί τό Ἅγιον Πνεῦμα «ἡ τελειωτική». Ἐπί πλέον ἡ ἱερά Παράδοση πρέπει νά φυλάσσεται ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ καί δέν πρέπει νά μεταβάλλεται. Ἡ παράδοση εἶναι γνήσια, ὅταν εἶναι ἐμπειρία τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος δίδασκε τά ἴδια μέ τόν Μέγα Βασίλειο, εἶχε ὅμως καί κάποιες ἄλλες ἐκφράσεις. Ὁ Θεός εἶναι ἕνας κατά τήν οὐσία ἤ φύση, ἀλλά τρεῖς κατά τά πρόσωπα ἤ ὑποστάσεις. Μιλώντας γιά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ ἔγραφε: «Ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί δυσθεώρητον, καί τοῦτο πάντῃ καταληπτόν αὐτοῦ μόνον, ἡ ἀπειρία». Ἀκόμη, δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε λογικά τό ἀγέννητο τοῦ Πατρός, τό γεννητό τοῦ Υἱοῦ καί τό ἐκπορευτό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιά τήν οὐσία καί τίς ὑποστάσεις γράφει: «Ἀμέριστος (οὐσία) ἐν μεμερισμένοις (ὑποστάσεσιν) ἡ θεότης». Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε «ὅλο τό πρόσλημμα», ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση, διότι «τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον, ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ τοῦτο καί σώζεται». Ἐθεολόγησε ἀσφαλῶς καί θεοπνεύστως γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅτι ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα, πράγμα πού εἶναι ἀκατανόητον λογικά. Ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι φῶς καί ζωή. Γράφει: «Ἦν καί ἦν καί ἦν, ἀλλ’ ἕν ἦν. φῶς καί φῶς καί φῶς, ἀλλ’ ἕν φῶς, εἷς Θεός... ἐκ φωτός τοῦ Πατρός φῶς καταλαμβάνοντες τόν υἱόν ἐν φωτί τῷ Πνεύματι, σύντομον καί ἀπέριττον τῆς τριάδος θεολογίαν».

Τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργοῦσε στήν Παλαιά Διαθήκη «τό μέν πρῶτον ἀμυδρῶς» «τό δέ δεύτερον ἐκτυπώτερον» «τό δέ νῦν (Πεντηκοστή) τελεώτερον». Γράφει γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα: «Τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἦν μέν ἀεί, καί ἔστι καί ἔσται, οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον, ἀλλ’ ἀεί Πατρί καί Υἱῷ συντεταγμένον καί συναριθμούμενον... Ἦν οὖν ἀεί μεταληπτόν, οὐ μεταληπτικόν• τελειοῦν οὐ τελειούμενον• πληροῦν, οὐ πληρούμενον• ἁγιάζον, οὐχ ἁγιαζόμενον• θεοῦν, οὐ θεούμενον• αὐτό ἑαυτῷ ταυτόν ἀεί καί οἷς συντέτακται• ἀόρατον, ἄχρονον, ἀχώρητον, ἀναλλοίωτον, ἄποιον, ἄποσον, ἀνείδεον, ἀναφές, αὐτοκίνητον, ἀεικίνητον, αὐτεξούσιον, παντοδύναμον... ζωή καί ζωοποιοῦν, φῶς καί χορηγόν φωτός». Πάντα ὅσα ὁ Πατήρ, τοῦ Υἱοῦ, πλήν τῆς ἀγεννησίας. Πάντα ὅσα ὁ Υἱός, τοῦ Πνεύματος, πλήν τῆς γεννήσεως. Ταῦτα δέ οὐκ οὐσίας ἀφορίζει (διακρίνει), κατά γε τόν ἐμόν λόγον, περί οὐσίαν δέ ἀφορίζεται». Γιά τόν Θεόν «φράσαι μέν ἀδύνατον, ὡς ὁ ἐμός λόγος, νοῆσαι δέ ἀδυνατώτερον».

Ἔδωσε μεγάλη βαρύτητα στήν προϋπόθεση τῆς θεολογήσεως πού εἶναι ἡ ἀποκαλυπτική ἐμπειρία καί αὐτό διακρίνει τήν ὀρθόδοξη θεολογία ἀπό τόν αἱρετικό τρόπο θεολογήσεως. Γι’ αὐτό ὑπογραμμίζει ὅτι τό θεολογεῖν δέν εἶναι ὅλων, ἀλλά «τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ καί πρό τούτων καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων, τό μετριώτατον».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἀκολουθοῦσε σέ ὅλα τόν ἀδελφό του κατά σάρκα, τόν Μέγα Βασίλειο, καί συνέχισε τόν δικό του ἀγώνα, ἀντιμετωπίζοντας τόν Εὐνόμιο, καί βέβαια εἶχε κοινά μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο. Δέν ἐπέμενε στό ποιός ἤ τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά στό «πῶς» τῆς ὁμοιώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, γι’ αὐτό καί ἔγραψε πολλά μυστικά-ἡσυχαστικά ἔργα. Ἐπέμενε στήν διαφορά μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, στό ὅτι ὁ Θεός εἶναι «ὄντως ὄν», «ἄκτιστον», «ἀτελεύτητον», ἐνῶ τό ἐγκόσμιο εἶναι «ὑφεστόν», «κτιστόν» καί πρόσκαιρο.

Ἔκανε τήν διάκριση ὅτι ἡ διαφορά στά Πρόσωπα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἔγκειται στό «αἴτιον» καί τό «αἰτιατόν». Αὐτή ἡ διαφορά δέν ἔγκειται στήν φύση-οὐσία τῶν Προσώπων, πού εἶναι κοινή, ἀλλά στό «εἶναι», ἀφοῦ τό αἴτιον εἶναι ὁ Πατήρ πού εἶναι ἡ πηγή τῶν ἄλλων δύο, καί τό «αἰτιατόν» εἶναι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ Πατήρ εἶναι πάντα «τό αἴτιον», ὁ Υἱός προέρχεται «ἐκ τοῦ αἰτίου» ὡς «αἰτιατόν» καί τό Ἅγιον Πνεῦμα προέρχεται «ἐξ αἰτίας». Ἐπίσης, διηύρυνε τήν Χριστολογία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου τονίζοντας ὅτι ὁ Λόγος ἀνέλαβε ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση πλήν τῆς ἁμαρτίας. Ἔγινε ἡ ἕνωση θεότητας καί ἀνθρωπότητας, κατά τήν ὁποία ἡ θεότητα παραμένει ἄτρεπτη καί ἀναλλοίωτη, ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη φύση μεταστοιχειώνεται μέν, ἀλλά παραμένει «ἀσύγχυτη» καθ’ ἑαυτήν καί δέν ἀπορροφᾶται ἀπό τήν θεία.

Τό ἐκπληκτικό εἶναι ὅτι ἡ θεολογία τῶν τριῶν αὐτῶν Καππαδοκῶν Πατέρων ἐπηρέασε σέ σημαντικό βαθμό καί τίς μετέπειτα Οἰκουμενικές Συνόδους πού ἀντιμετώπισαν ἄλλους αἱρετικούς, καί ἐξακολουθεῖ νά εἶναι μέχρι σήμερα ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ θεολογικές αὐτές ἀναλύσεις ἦταν λίγο κουραστικές, ἀλλά τό θέμα ἦταν θεολογικό καί δέν μποροῦσα νά τό ἁπλοποιήσω ἀκόμη περισσότερο. Μέ ὅσα εἶπα ἤθελα νά δείξω: 

Πρῶτον, οἱ αἱρετικοί θεολογοῦσαν μέ τίς ἀρχές τῆς φιλοσοφίας, Πλατωνικῆς καί Ἀριστοτελικῆς, ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεολογοῦσαν μέ τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία, ὅπως τήν διατύπωσαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες. Ὁ ἡσυχασμός εἶναι ἡ βασική προϋπόθεση τῆς θεολογίας.

Δεύτερον, ἡ συγκρότηση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ἀπό τίς Α΄ καί Β΄ Οἰκουμενικές Συνόδους ἦταν προϊόν πολυετοῦς συζητήσεως καί ἔρευνας πάνω στά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά καί πνευματικῆς ἐμπειρίας καί προσευχῆς. Ἔγιναν πολλοί ἀγῶνες, οἱ Πατέρες ἀντιμετώπισαν διωγμούς, ἐξορίες καί ἀπαιτήθηκαν μαρτυρικές προσπάθειες.

Τρίτον, σέ αὐτούς τούς ἀγῶνες σημαντικό ρόλο ἔπαιξαν οἱ τρεῖς μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες, ἤτοι Μέγας Βασίλειος, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἐνῶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μεταγενέστερος χρονικά ἀπό αὐτούς, συνετέλεσε στήν στερέωση τῶν Χριστιανῶν μέ τήν ποιμαντική ἐργασία του καί τήν λαμπρά κηρυκτική του δράση.

Οἱ Πατέρες αὐτοί ἀκολούθησαν τόν Μέγα «πνευματικό στρατηγό», τόν ἅγιο Ἀθανάσιο, Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας, καί ἀπεδείχθησαν ἀκραιφνεῖς θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας πού μέ τήν γνώση, τήν ἐμπειρία, τήν παιδεία, τήν διάκριση, τήν νηφαλιότητα ἐπέβαλαν τήν ἀληθινή θεολογία, κάνοντας μερικές διευκρινίσεις στήν ὁρολογία.

Ἑπομένως, ὅταν ἀκοῦμε τό Σύμβολον τῆς Πίστεως νά ἀπαγγέλλεται στήν Ἐκκλησία, πρέπει νά αἰσθανόμαστε πνευματικό ρῖγος, βαθυτάτη συγκίνηση, διότι κάθε λέξη του εἶναι προϊόν μεγάλων ἀγώνων τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καί τῶν τριῶν Καππαδοκῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Πέρα ἀπό τόν ἀπέραντο αὐτόν σεβασμό πού πρέπει νά αἰσθανόμαστε σέ αὐτό τό εὐλογημένο καί ἁγιασμένο Σύμβολο τῆς Πίστεως καί σέ κάθε λέξη του, πρέπει νά τό λέμε συχνά, νά τό μάθουμε ἀπό στήθους, νά τό ἀπαγγέλλουμε μέ ἱερότητα, γιατί εἶναι ποτισμένο μέ δάκρυα, ἱδρῶτες, αἷμα τῶν ἁγίων, ἐκτός ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ Θεῖ­ος ἔ­ρως κατά τόν ἅγιο Ἰ­ω­άν­νη τόν Χρυσόστομο

Ἡ πρώτη καί μεγάλη ἐντολή εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί ἡ δεύτερη ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀγαπᾶ κανείς τόν Θεό καί νά μήν ἐνδιαφέρεται γιά τόν πλησίον του, ἀλλά οὔτε νά ἀγαπᾶ τόν πλησίον καί νά ἀγνοῆ τόν Θεό. Ἡ ζωή τοῦ Χριστιανοῦ χαρακτηρίζεται ἀπό τήν κατακόρυφη διάσταση πρός τόν Θεό καί τήν ὁριζόντια μέ τούς ἀνθρώπους. Τό ἐνδιαφέρον γιά τούς ἀνθρώπους δέν προέρχεται ἀπό κάποια κοινωνική καί πολιτική ἰδεολογία καί ἀπό ἕναν οὑμανιστικό ἀλτρουϊσμό, ἀλλά εἶναι ἔκφραση τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τήν αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο.

Μεγάλη σημασία στήν Χριστιανική ζωή ἔχει ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό ἀγαπᾶ καί ὅ,τι ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Αὐτήν τήν ἀγάπη οἱ ἅγιοι Πατέρες τήν ὀνομάζουν ἔρωτα, καί, γιά νά τόν ἀντιδιαστείλουν ἀπό κάθε ἄλλο ψευδῆ ἔρωτα, κάνουν λόγο γιά θεῖο ἔρωτα. Σέ αὐτόν τόν θεῖο ἔρωτα ἀναφέρεται πολλές φορές ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί παρουσιάζει διάφορα χαρακτηριστικά του. Θά γίνη μιά μικρή ἀναφορά σέ αὐτό τό θέμα γιά νά φανῆ καί ἐδῶ ὁ συνδυασμός μεταξύ νηπτικότητας καί κοινωνικότητας πού παρητηρεῖται στήν διδασκαλία του. Κατ᾿ ἀρχάς ὁμιλεῖ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Ἕνα ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά χωρία του εἶναι ἐκεῖνο πού ἀναφέρεται στό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Θέτει στό στόμα τοῦ Χριστοῦ νά λέγη στόν ἄνθρωπο: «ἐγώ πατήρ, ἐγώ ἀδελφός, ἐγώ νυμφίος, ἐγώ οἰκία, ἐγώ τροφή, ἐγώ ἱμάτιον, ἐγώ ρίζα, ἐγώ θεμέλιος, πᾶν ὅπερ ἄν θέλῃς ἐγώ· μηδενός ἐν χρείᾳ καταστῇς…. ἐγώ καί φίλος, καί μέλος, καί κεφαλή, καί ἀδελφός, καί ἀδελφή, καί μήτηρ, πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρός ἐμέ. Ἐγώ πένης διά σέ· καί ἀλήτης διά σέ· ἐπί σταυροῦ διά σέ· ἐπί τάφου διά σέ· ἄνω ὑπέρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπέρ σοῦ πρεσβευτής παραγέγονα παρά τοῦ Πατρός. Πάντα μοί σύ, καί ἀδελφός, καί συγκληρονόμος, καί φίλος, καί μέλος. Τί πλέον θέλεις;».

Σέ κάποια ἄλλη ὁμιλία του, μιλώντας γιά τήν ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ νά μᾶς συνάψη μαζί Του, χρησιμοποιεῖ τήν εἰκόνα τοῦ ἐραστοῦ καί ὀνομάζει τόν Θεό ἐραστή. Ὁ Θεός ὁμοιάζει «καθάπερ τις ἐραστής σφοδρός, μᾶλλον δέ παντός ἐραστοῦ σφοδρότερος ὤν». Ὁ Χριστιανός πού ἀποκτᾶ αὐτήν τήν αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπᾶ περισσότερο τόν Θεό καί αὐτή ἡ ἀγάπη λέγεται ἔρως. Στίς ὁμιλίες του κάνει λόγο γιά τόν ἔρωτα στά ἀνθρώπινα πράγματα καί πολλές φορές τόν συγκρίνει καί τόν ἀντιπαραβάλλει μέ τόν θεῖο ἔρωτα, τόν ἔρωτα πρός τόν Θεό. Ὁ θεῖος ἔρωτας δέν εἶναι ἀνθρωπίνης προέλευσης, ἀλλά θεϊκῆς, γι᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁμιλεῖ γιά τρώση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό: «Ὁ γάρ τρωθείς τῷ πρός τόν Θεόν πόθῳ…». Ἑπομένως, ὁ θεῖος ἔρωτας δέν εἶναι ψυχολογικῆς προελεύσεως, οὔτε ἀναμεμειγμένος μέ τόν σωματικό ἔρωτα, ἀλλά εἶναι ἐνέργεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἄλλης προελεύσεως, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς καθαρότητος τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἁρπαγῆς τοῦ νοῦ του ἀπό τόν Θεό.

Ὑπάρχουν πολλές μορφές μέ τίς ὁποῖες ἐκφράζεται ὁ ἔρωτας τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Μιά τέτοια μορφή εἶναι ὁ πόθος. Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀφόρητο πόθο πρός τόν Θεό καί θέλει νά ἑνωθῆ μαζί Του, ὅπως τό εἴδαμε στό χωρίο πού παραθέσαμε πρό ὀλίγου: «Ὁ γάρ τρωθείς τῷ πρός τόν Θεόν πόθῳ…». Ὁ θεῖος αὐτός ἔρωτας εἶναι μιά «κατάσχεση»-κυρίευση ἀπό τόν πόθο τῆς οὐράνιας Ἱερουσαλήμ καί ἔρωτας τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Ὁ πόθος αὐτός ἐκφράζεται μέ πῦρ - φωτιά. Ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπᾶ τόν Θεό αἰσθάνεται μέσα του μιά φλόγα πού κατακαίει τήν καρδιά του. Σέ μιά ὁμιλία του ἀναφέρεται σέ αὐτήν τήν πραγματικότητα. Λέγει: «Ἐπειδάν τις πυρωθῇ τῷ πρός τόν Θεόν πόθῳ,…». Τά λόγια τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου» θεωροῦνται «πεπυρωμένης ψυχῆς ρήματα».

Τό πνευματικό αὐτό πῦρ τοῦ ἔρωτος δημιουργεῖ θερμότητα στήν καρδιά. «Ἡ γάρ τοῦ πυρός ἐκείνου θερμότης εἰς τήν ψυχήν εἰσιοῦσα» διώχνει κάθε νωθρότητα καί κάνει τόν ἄνθρωπο νά περιφρονῆ ὅλα τά ἐγκόσμια. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ζῆ διαρκῶς μέ κατάνυξη καί δάκρυα «πηγάς συνεχεῖς ἀφιείς δακρύων, καί πολλήν ἐντεῦθεν καρπούμενος τήν ἡδονήν». Τά πεπυρωμένα αὐτά δάκρυα ἑνώνουν τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, μέ ἀποτέλεσμα, ἐνῶ κατοικεῖ μέσα στίς πόλεις, νά αἰσθάνεται ὅτι βρίσκεται στά ὄρη καί τά βουνά καί «οὐδένα τῶν παρόντων ὁρῶν,...». Πρόκειται γιά μιά προσωπική του ἀσφαλῶς ἐμπειρία. Ἑρμηνεύοντας τό χωρίο τοῦ ψαλμοῦ «ἐρῶ τῷ Θεῷ, ἀντιλήπτωρ μου εἶ», λέγει ὅτι τά ρήματα αὐτά εἶναι ρήματα «ψυχῆς γάρ ζεούσης καί θερμῆς καί διακαιομένης ὑπό τοῦ πόθου».

Ὁ θεῖος αὐτός ἔρως εἶναι συνεχής καί ἀδιάλειπτος, «ἀκμάζει διηνεκῶς καί ἀνθεῖ» καί δέν γνωρίζει γεράματα, οὔτε δέχεται τήν παλαιότητα, οὔτε κάποια μεταβολή καί τροπή τοῦ μέλλοντος. Οἱ ἅγιοι διακατέχονταν ἀπό αὐτόν τόν θεῖο ἔρωτα καί γι᾿ αὐτό δέν αἰσθάνονταν κατάνυξη μιά, δυό ἤ τρεῖς ἡμέρες, «ἀλλά καί διηνεκῶς καί καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν ἐρῶντες διετέλουν μετ᾿ εὐλαβείας, καί τήν ἀγάπην ἐπέτεινον» Ἕνας τέτοιος πνευματικός ἔρωτας δέν εἶναι ἀνυπόστατος καί ἀπρόσωπος, ἀλλά συνδέεται στενά μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος πού θά καταληφθῆ ἀπό αὐτόν τόν πόθο δέν βλέπει κανένα ἄλλον, «ἀλλά διηνεκῶς ἐκεῖνον φαντάζεται τόν ποθούμενον, καί ἐν νυκτί, καί ἐν ἡμέρᾳ, καί κοιταζόμενος, καί διανιστάμενος». Ὁ θεῖος αὐτός ἔρωτας δέν ἔχει μεταπτώσεις, ἀλλά εἶναι «ἄπειρος, ἀτελεύτητος». Ἡ ἀγάπη - ἔρωτας πρός τόν Θεό ἔχει καί πολλές συνέπειες γιά τόν ἐρωμένο, ἀφοῦ μετατρέπει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή του καί τήν φέρει σέ σχέση καί κοινωνία μέ τόν Θεό, καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναός τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἐκεῖνος πού εὐφραίνεται μέ τόν Θεό ἀποβάλλει κάθε «βιωτικήν ἡδονήν». Στήν πραγματικότητα ὑπερβαίνει τήν ἐγκόσμια ἡδονή μέ τήν θεία ἡδονή καί, ὅταν ἔχη αὐτήν τήν ἡδονή, δέν θέλει νά αἰσθάνεται ἄλλη σωματική καί ἐγκόσμια ἡδονή. Αὐτή ἡ θεία ἡδονή καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο «μετάρσιον» καί «πρός οὐρανόν πτεροῖ» αὐτόν.

Ἔπειτα, ἐκεῖνος πού καταλαμβάνεται ἀπό αὐτόν τόν ἔρωτα καί τρέφεται μέ τίς ἐλπίδες τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν δέν καταποντίζεται σέ κανένα ἀπό τά παρόντα, οὔτε παρασύρεται ἀπό τά λυπηρά τοῦ παρόντος βίου. Ἡ ψυχή πού πυρώνεται ἀπό τό θεῖο πῦρ δέν ἐπιθυμεῖ τίποτε τό ἐγκόσμιο. «Ὅταν πυρωθῇ ψυχή τῷ πυρί τῷ θείῳ, πρός οὐδέν τῶν ἐν τῇ γῇ λοιπόν ὁρᾷ, οὐ πρός δόξαν, οὐ πρός αἰσχύνην, ἀλλ᾿ ἑνός ἐστι μόνου, τῆς κατεχούσης αὐτήν φλογός». Μάλιστα σέ μιά ἄλλη ὁμιλία του κάνει λόγο γιά τό ὅτι, ὅταν ἡ ψυχή τοῦ ἐρωμένου βαφῆ γνησίως ἀπό τόν θεῖο ἔρωτα, τότε «πρός οὐδέν ἐπιστρέφεται τῶν παρόντων». Ἀκόμη, ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Θεό τηρεῖ τίς ἐντολές Του ὄχι ἀπό τόν φόβο καί τήν ἀπειλή τῆς κολάσεως, οὔτε ἀπό τήν ὑπόσχεση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἀλλά «διά τόν νομοθετήσαντα», γιά τήν ἀγάπη τοῦ νομοθέτου.

Ὅλες αὐτές οἱ ἐκφράσεις πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ἡ ἀνάλυση τοῦ θείου ἔρωτος, πού κάνει σέ διάφορες ὁμιλίες του πρός τό ποίμνιό του, δείχνουν ὅτι ὁ ἴδιος εἶχε καταληφθῆ ἀπό αὐτόν τόν θεῖο πόθο καί τόν πνευματικό ἔρωτα, ἡ ψυχή του καί ὅλη ἡ ὕπαρξή του ἦταν πεπυρακτωμένη ἀπό τό πνευματικό καί οὐράνιο πῦρ· ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ὅλη δράση του, ἀλλά καί οἱ ὁμιλίες του πού εἶναι ἀπαύγασμα αὐτοῦ τοῦ οὐρανίου πόθου. Συγχρόνως δείχνει ὅτι μέ αὐτό τό πρίσμα καί μέ αὐτό τό «πνεῦμα» ἤθελε νά διαπαιδαγωγήση τούς Χριστιανούς, ἀκόμη καί αὐτούς πού κατοικοῦσαν μέσα στίς πόλεις καί ἐργάζονταν τά συνήθη ἐπαγγέλματα στούς ὁποίους συνήθως ὁμιλοῦσε. Γνώριζε ὅτι μέσα ἀπό τόν θεῖο ἔρωτα μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθοῦν κατά τόν καλύτερο τρόπο ὅλα τά προσωπικά καί κοινωνικά προβλήματα.

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ τέταρτος (4ος) αἰῶνας ὡς ὁ «χρυσοῦς» αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας

(Ὁμιλία στοὺς Ἐκπαιδευτικοὺς τῆς πόλεως Ναυπάκτου τὴν 30η Ἰανουαρίου 2013

καὶ στὴν Ἱερατικὴ Σύναξη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κηφισίας, τὴν 14 Φεβρουαρίου 2013 )

Εὐχαριστῶ γιατί ἀνταποκριθήκατε στὴν πρόσκλησή μου νὰ ἔλθετε σήμερα στὴν ἐκδήλωση αὐτή, τὴν ὁποία καθιέρωσα ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, ἀπὸ τὴν πρώτη χρονιὰ τῆς ἐλεύσεώς μου στὴν Ναύπακτο. Κάθε χρόνο ἀναπτύσσω διάφορα θέματα σὲ σχέση μὲ τὴν ζωή, τὴν διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ προσπαθῶ νὰ θίξω πλευρὲς ποὺ ξεφεύγουν λίγο ἀπὸ τὰ τετριμμένα καὶ καθιερωμένα. Τὸ θέμα τῆς σημερινῆς ὁμιλίας μου εἶναι «Ὁ τέταρτος αἰῶνας (στὸν ὁποῖον ἔζησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες) ὡς ὁ "χρυσοῦς" αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας».

Ἡ Α΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἰς τὴν Νίκαια

Ο τέταρτος (4ος) αἰῶνας ἔχει χαρακτηρισθῇ ἀπὸ πολλοὺς θεολόγους καὶ μελετητὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ὡς ὁ «χρυσοῦς αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας». Αὐτὸ ὀφείλεται σὲ πολλοὺς παράγοντες. Πρῶτον, στὴν διοργάνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν καὶ τὴν ἔκδοση τοῦ Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων. Δεύτερον, στὴν συνάντηση μεταξὺ μεγάλων θεολογικῶν καὶ θρησκευτικῶν ρευμάτων ἤτοι τῆς ἰουδαϊκῆς σκέψεως, τῆς χριστιανικῆς ἀποκαλύψεως, τῆς γνωστικῆς διδασκαλίας καὶ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Τρίτον, στὸν καθορισμὸ τῶν δογμάτων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, λόγῳ τῶν πολλῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισματικῶν καταστάσεων ποὺ παρατηρήθηκαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Τέταρτον στὴν ἐμφάνιση μεγάλων Πατέρων στὴν Ἐκκλησία, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.

Ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ δοῦμε ἀναλυτικότερα στὴν συνέχεια καὶ ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε καλύτερα τὸν μεγάλο θησαυρὸ ποὺ μᾶς κληροδότησαν καὶ τὸ καθῆκον μας νὰ διατηρήσουμε γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιές.

1. Τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων

Ὁ 4ος αἰῶνας ἄρχισε μὲ τοὺς μεγάλους καὶ σκληροὺς διωγμοὺς ποὺ εἶχε διατάξει ὁ Διοκλητιανός. Ἑκατομμύρια μάρτυρες θυσιάσθηκαν γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη στὸν Τριαδικὸ Θεό. Τὸν διωγμὸ αὐτὸν τὸν ὑποκίνησε στὴν πραγματικότητα ὁ γαμβρὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ Γαλέριος, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἐξέδωσε διάταγμα τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 311 στὴν Νικομήδεια ἢ στὴν Σαρδικὴ μὲ τὸ ὁποῖο ἔθεσε τέρμα στὸν διωγμό. Ὁ Γαλέριος ἐπέτρεψε τὴν χριστιανικὴ λατρεία, ἀλλὰ μὲ τοὺς ὅρους νὰ μὴ πράττουν οἱ Χριστιανοὶ κάτι ἔναντι τῶν νόμων τοῦ Κράτους, καὶ νὰ εὔχωνται γιὰ τὸν αὐτοκράτορα. Ἐπίσης, διέτασσε νὰ ἐπιστραφοῦν στοὺς Χριστιανοὺς οἱ κατασχεθέντες καὶ ἀπαλλοτριωθέντες τόποι προσευχῆς, ἔναντι ἀποζημιώσεως. Ἡ ἔκδοση τοῦ Διατάγματος αὐτοῦ ὀφειλόταν ἀφ’ ἑνὸς μὲν στὴν θετικὴ ἐπίδραση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἐπάνω στὸν Γαλέριο, ἀφ’ ἑτέρου δὲ στὴν ἀσθένεια τοῦ Γαλερίου ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέθανε μετὰ ἀπὸ λίγο.

Δύο χρόνια μετά, καὶ συγκεκριμένα κατὰ τὸ ἔτος 313, ἐξεδόθη ἕνα Διάταγμα ποὺ φέρει τὴν ὀνομασία «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων», διότι ὑπογράφηκε στὰ Μεδιόλανα, σημερινὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας, κατόπιν συσκέψεως μεταξὺ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου καὶ τοῦ Λικινίου. Ἐφέτος ἐνθυμούμαστε τὰ 1700 χρόνια ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων, ποὺ εἶναι πολὺ σημαντικό. Πρόκειται γιὰ δύο κείμενα τὰ ὁποία διαφέρουν μεταξύ τους. Τὸ ἕνα διασώζεται ἀπὸ τὸν Λακτάντιο, ὁ ὁποῖος ἀντέγραψε τὸ ἔγγραφο, τὸ ὁποῖο δημοσιεύθηκε στὴν Νικομήδεια ἀπὸ τὸν Λικίνιο, μετὰ τὴν ἀπόσπαση τῆς Βιθυνίας (Μικρᾶς Ἀσίας) ἀπὸ τὸν Μαξιμίνο. Τὸ ἄλλο κείμενο διασώζεται ἀπὸ τὸν Εὐσέβιο ὁ ὁποῖος μετέφρασε τὸ κείμενο ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης. Τὰ δύο αὐτὰ ἔγγραφα τὰ ὁποία ἦταν ἕνα καὶ ἔφεραν τὰ ὀνόματα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ τοῦ Λικινίου ὀνομάζονται Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων. Οἱ ἱστορικοὶ προσπαθοῦν νὰ ἐξηγήσουν αὐτὴν τὴν διαφορὰ μεταξύ τους καὶ δίνουν διάφορες ἑρμηνεῖες ποὺ δὲν μᾶς ἀφορᾶ ἐδῶ. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων ἔδωσε πλήρη ἐλευθερία στοὺς πολῖτες τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους νὰ ἀσπασθοῦν τὸν Χριστιανισμὸ καὶ πλήρη ἐλευθερία τελέσεως τῆς λατρείας τους. Ἐπίσης, διέτασσε τὴν πλήρη ἐπιστροφὴ τῶν ἀπαλλοτριωθέντων ἢ δωρηθέντων τόπων τῆς προσευχῆς καὶ τῶν κοινοτικῶν κτημάτων, χωρὶς νὰ δοθῇ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἀποζημίωση. Μὲ τὸ Διαταγμα αὐτὸ ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν ἐλεύθερος νὰ τελῇ τὴν λατρεία του καὶ νὰ δέχεται πιστούς, ἀλλὰ δὲν καθοριζόταν ὅτι ἦταν ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους.

Θὰ παραθέσω δύο φράσεις ἀπὸ τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, ὅπως διασώθηκε ἀπὸ τὸν Εὐσέβιο Καισαρείας καὶ ἀναφέρεται στὸ θέμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ἡ μία φράση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἤδη μὲν πάλαι σκοποῦντες τὴν ἐλευθερίαν τῆς θρησκείας οὐκ ἀρνητέαν εἶναι, ἀλλ’ ἑνὸς ἑκάστου τὴ διανοία καὶ τῇ βουλήσει ἐξουσίαν δοτέον τοῦ τὰ θεῖα πράγματα τημελεῖν κατὰ τὴν αὐτοῦ προαίρεσιν ἕκαστον, κεκελεύκειμεν τοῖς τε Χριστιανοῖς τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς θρησκείας ἑαυτῶν τὴν πίστιν φυλάττειν». Ἡ ἄλλη φράση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ὁπότε εὐτυχῶς ἐγὼ Κωνσταντῖνος ὁ Αὔγουστος καγὼ Λικίνιος ὁ Αὔγουστος ἐν Μεδιολάνῳ ἐληλύθειμεν καὶ πάντα ὅσα πρὸς τὸ λυσιτελὲς καὶ τὸ χρήσιμον τῷ κοινῷ διέφερεν, ἐν ζητήσει ἔσχομεν ταῦτα μεταξὺ τῶν λοιπῶν ἅτινα ἐδόκει ἐν πολλοῖς ἄπασιν ἐπωφελὴ εἶναι, μᾶλλον δὲ ἐν πρώτοις διατάξαι ἐδογματίσαμεν, οἷς ἡ πρὸς τὸ θεῖον αἰδώς τε καὶ τὸ σέβας ἐνείχετο, τοῦτ’ ἔστιν, ὅπως δῶμεν καὶ τοῖς Χριστιανοῖς καὶ πᾶσιν ἐλευθέραν αἵρεσιν τοῦ ἀκολουθεῖν τῇ θρησκεία ἢ δ’ ἂν βουληθῶσιν...».

Πρόκειται γιὰ ἕνα Διάταγμα ποὺ καθόριζε τὴν λήξη τῶν διωγμῶν ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔδινε ἐλευθερία στὸν Χριστιανισμὸ νὰ ἐπιτελῆ τὴν λατρεία του καὶ ἄνοιγε τὸν δρόμο γιὰ νὰ γίνη ἀργότερα ὁ Χριστιανισμὸς ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους.

2. Ἡ συνάντηση τῶν μεγάλων θεολογικῶν ρευμάτων

Ὁ Χριστιανισμὸς μὲ τὴν ἐλευθερία ποὺ τοῦ δόθηκε ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται καὶ νὰ δέχεται νέα μέλη στοὺς κόλπους του, διὰ τοῦ βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος, καὶ τελοῦσε ἐλεύθερα τὴν λατρεία του, ἰδιαίτερα τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἄρχισε μιὰ ἀναζωογόνηση καὶ ἀνασυγκρότηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὕστερα ἀπὸ τὴν λαίλαπα τῶν διωγμῶν καὶ τῶν μαρτυρίων. Ὅμως, ἡ ἐλευθερία δημιούργησε ἄλλους πειρασμούς, ὁ κυριότερος ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν οἱ αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία προσπάθησε νὰ δημιουργήση τοὺς χώρους τῆς λατρείας, δηλαδὴ τοὺς Ναούς, νὰ καθορίση τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ δεχθῇ τὰ νέα μέλη της, νὰ συγκροτήση τὸν τρόπο διοικήσεώς της καὶ φυσικὰ νὰ ἀντιμετωπίση τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς σχισματικούς. Ἕνα χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ 4ου αἰῶνος εἶναι ὅτι συναντήθηκαν μεγάλα φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ ρεύματα τὰ ὁποία κυριαρχοῦσαν στοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἰδιαιτέρως τὸν 2ο καὶ τὸν 3ο αἰῶνα. Θὰ γίνη μιὰ παρουσίαση αὐτῶν τῶν θρησκευτικῶν ρευμάτων γιὰ νὰ διαπιστωθῇ ἡ μεγάλη σπουδαιότητα τῆς συναντήσεώς τους μὲ τὸν Χριστιανισμό.

Τὸ βασικὸ θρησκευτικὸ ρεῦμα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἰδίως στὴν Παλαιστίνη, ἦταν ὁ Ἰουδαϊσμός. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀναπτύχθηκε στὰ μέρη τῆς Παλαιστίνης καὶ στὴν συνέχεια ἐξῆλθε ἀπὸ τὰ ὅριά της στὸν γνωστὸ τότε κόσμο. Οἱ Ἀπόστολοι ἦταν Ἰουδαῖοι κατὰ τὴν καταγωγὴ καί, ὅπως ἦταν φυσικό, γνώριζαν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ τὶς ἑρμηνευτικὲς διατάξεις, τὸ Ταλμούδ, δηλαδὴ γνώριζαν τὸν νόμο καὶ τὶς ἑρμηνεῖες του, ἀλλὰ τελικὰ δέχθηκαν καὶ τὴν νέα ἀποκάλυψη ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Οἱ Ἀπόστολοι ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γνώριζαν ὅτι στοὺς Προφῆτες ἀποκαλυπτόταν ὁ Κύριος τῆς δόξης, ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος καὶ τοὺς φανέρωνε τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ. Στὴν συνέχεια βρῆκαν τὸν Μεσσία, κατάλαβαν ἀπὸ τὴν πεῖρα τους ὅτι ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, ὁ Γιαχβὲ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Κύριος τῆς δόξης, ἔγινε ἄνθρωπος, βίωσαν τὴν ἄκτιστη δόξα Του στὸ ὅρος Θαβώρ, Τὸν εἶδαν ἀναστάντα καὶ ἔλαβαν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁπότε ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματός Του.

Εἶναι φυσικὸ ὅτι ἡ σκέψη τους καὶ ἡ φρασεολογία τους ἦταν καθαρὰ Παλαιοδιαθηκική. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὶς ἐπιστολές του ἔκανε λόγο γιὰ τὸν Κύριο τῆς δόξης, γιὰ τὸν σαρκικό, ψυχικὸ καὶ πνευματικὸ ἄνθρωπο, γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, γιὰ τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου κ.λ.π. Ἔτσι, ὅλη ἡ σκέψη καὶ ἡ φρασεολογία τῆς Καινῆς Διαθήκης, δηλαδὴ τῶν Εὐαγγελίων, τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἐπιστολῶν τους, εἶναι καθαρὰ ἑβραϊκή, ἀλλὰ μὲ νέα ἑρμηνεία, σύμφωνα μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως, οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ποὺ δὲν δέχθηκαν τὸν Χριστὸ ἐξακολουθοῦσαν νὰ διαβάζουν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, δὲν μποροῦσαν ὅμως νὰ ἀποδεχθοῦν τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, οὔτε τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτὸ πολεμοῦσαν τοὺς Ἀποστόλους καὶ γενικὰ τοὺς Χριστιανούς. Ὁ Φίλων ὁ Ἰουδαῖος, ποὺ ἔζησε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἦταν σύγχρονος τοῦ Χριστοῦ, προσέλαβε καὶ μερικὰ ἑλληνιστικὰ στοιχεῖα στὴν διδασκαλία του.

Κατὰ τὸν 2ο αἰῶνα ἀναπτύχθηκε ἕνα ρεῦμα ποὺ ὀνομάσθηκε γνωστικισμός. Πρόκειται γιὰ ἕνα «φιλοσοφικό-πνευματιστικό-θρησκευτικό-μυστικιστικό-μαγικὸ πλέγμα διαφόρων ἀπόψεων, ποὺ διατυπώθηκαν στὴν διάρκεια τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων». Ὁ γνωστικισμὸς συνιστᾶ ἕνα θρησκευτικὸ συγκρητισμὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Στὴν διδασκαλία του συνυπάρχουν ἀναμεμειγμένα διάφορα «ἑτερόκλητα στοιχεῖα ἀπὸ τὴν μυθολογία τῶν Αἰγυπτίων, τῶν Βαβυλωνίων καὶ ἄλλων ἀνατολικῶν λαῶν, ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ παράδοση καὶ φιλοσοφία καὶ ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ θεολογία».

Βασικὴ ἀρχὴ τοῦ γνωστικισμοῦ εἶναι ὅτι ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ ἀγαθὸς Θεὸς εἶναι ἕνα ὑπερβατικὸ ὃν ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸν κόσμο, ἀντίθετα ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου εἶναι ὁ κακὸς Θεός, ὅπως εἶναι ὁ Θεὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν πίστη, ἀλλὰ μὲ τὴν γνώση, ἡ ὁποία «ἀποτελεῖ μιὰ ἀνώτερη, πνευματική, ἐνορατικὴ θεία μορφὴ γνώσης ποὺ ἀντιδιαστέλλεται τόσο πρὸς τὴν ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ἔχει κοσμικὸ περιεχόμενο, ὅσο καὶ πρὸς τὴν θρησκευτικὴ πίστη, ἡ ὁποία ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸ δόγμα». Αὐτὴ ἡ γνώση εἶναι μιὰ ἐσωτερικὴ σπίθα, καὶ ὁ ἄνθρωπος σώζεται δι’ αὐτῆς. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ ὕψιστος ἄρχων, ὁ σωτῆρας ποὺ ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ Θεὸ γιὰ νὰ ἀναζωπυρώση τὶς σπίθες αὐτὲς ποὺ ὑπάρχουν μέσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ βοηθήση στὴν ἀποκατάστασή τους.

Γνωστικιστὲς τῶν πρώτων αἰώνων ἔδρασαν σὲ διάφορα μέρη τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου, ὅπως εἶναι ὁ Βασιλείδης στὴν Αἴγυπτο, ὁ Βαρδησάνης στὴν Μεσοποταμία, ὁ Μαρκίων στὴν Σινώπη καὶ τὴν Ρώμη, ὁ Καρποκράτης στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ὁ Μάνης στὴν Περσία ποὺ εἶναι καὶ ὁ εἰσηγητὴς τοῦ μανιχαϊσμοῦ. Τὸν γνωστικισμὸ ἀντιμετώπισαν οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες, κυρίως ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, Ἐπίσκοπος Λυῶνος, ποὺ ἔγραψε τὸ βιβλίο «ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως». Ὁ γνωστικισμὸς θεωρήθηκε ὡς μιὰ ἀπειλὴ ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ γιατί ἀμφισβητοῦσε τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τὶς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ὑπονόμευε τὴν ἀπολυτρωτικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔθετε τὶς βάσεις γιὰ ἕναν θεολογικὸ καὶ φιλοσοφικὸ δυϊσμὸ (διάκριση μεταξὺ καλοῦ καὶ κακοῦ Θεοῦ), ἀλλὰ καὶ ὑπερτόνιζε τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στὸν ὁποῖο ὑπάρχουν οἱ σπίθες τῆς γνώσεως, παραθεωρῶντας τὴν πίστη στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.

Ἕνα ἄλλο ρεῦμα ποὺ κυριαρχοῦσε τὸν 3ο αἰῶνα ἦταν ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνος τοῦ Ἀριστοτέλη, ἐκτὸς τῶν Ἀθηνῶν, καὶ στὸν χῶρο τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ τῆς Ἀντιοχείας, ποὺ ἐπηρέασε μερικοὺς Χριστιανοὺς θεολόγους. Ἐξακολουθοῦσαν νὰ λειτουργοῦν οἱ φιλοσοφικὲς σχολὲς στὶς ὁποῖες διδασκόταν ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία, καὶ κυκλοφοροῦσαν τὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων. Κυρίως ἀπὸ τὸν 3ο αἰῶνα ἀναπτύχθηκε ὁ νεοπλατωνισμὸς ποὺ ἦταν μιὰ προσπάθεια ἀναβίωσης τοῦ ἀρχαίου πλατωνισμοῦ, μὲ νέα στοιχεῖα. Βασικὴ διδασκαλία τοῦ νεοπλατωνισμοῦ εἶναι ὅτι χωρίζεται ἡ πραγματικότητα σὲ τέσσερα ἐπίπεδα, ἤτοι τὸ ἕν ποὺ εἶναι ἡ οὐσία, ὁ νοῦς, ἡ ψυχή, καὶ ὁ αἰσθητὸς κόσμος. Κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ προηγούμενο, διὰ τῆς ἀπορροῆς, καὶ μεταξύ τους ὑπάρχει ἡ λεγόμενη «ἁλυσίδα τοῦ ὄντος». Ἔτσι, ἀπὸ τὸ πλεόνασμα τοῦ ἑνός –τῆς οὐσίας– δημιουργήθηκε διὰ τῆς ἀπορροῆς ὁ νοὺς ἀπὸ τὸ πλεόνασμα τοῦ νοῦ δημιουργήθηκε, διὰ τῆς ἀπορροῆς, ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ πλεόνασμα τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς δημιουργήθηκε, διὰ τῆς ἀπορροῆς, ὁ αἰσθητὸς κόσμος.

Κατὰ τὸν νεοπλατωνισμὸ ἡ ψυχὴ διακρίνεται σὲ κοσμικὴ ψυχὴ «χάρη στὴν ὁποία ἡ ἀπροσδιόριστη ὕλη προσέλαβε μορφὴ» καὶ ἔτσι σχηματίζονται τὰ αἰσθητὰ πράγματα, καὶ στὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ «ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴ μορφὴ τοῦ σώματος τοῦ φορέα της». Ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐπανάκαμψη τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ σώματος στὸ ἀρχικὸ ἕν ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθε. Ἔτσι γίνεται λόγος γιὰ τρία στάδια, ἤτοι τὴν μονή, τὴν πρόοδο καὶ τὴν ἐπιστροφή. Ὁ νεοπλατωνισμὸς διαμορφώθηκε σὲ διάφορες σχολὲς στὶς μεγάλες πόλεις καὶ περιοχὲς τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως τὴν Ρώμη, τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴν Συρία, τὴν Πέργαμο, τὴν Ἀθήνα κ.λ.π. καὶ ἐκφραστές τους ἦταν ὁ Πλωτῖνος, ὁ Πορφύριος, ὁ Ἰάβλιχος κ.ἄ. Ὁ νεοπλατωνισμὸς ποὺ ἐμφανίσθηκε τὸν 3ο αἰῶνα ἐπέζησε μὲ διάφορες μορφὲς σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες, μέχρι τὴν φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς μας.

Ἀποστέλεσμα ὅλων αὐτῶν τῶν φιλοσοφικῶν καὶ θρησκευτικῶν ρευμάτων ἦταν ὅτι ἐπηρεάσθηκαν μερικοὶ Χριστιανοὶ θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι φιλοσοφοῦσαν πάνω στὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀνέπτυξαν τὸν λεγόμενο ἐξελληνισμένο Χριστιανισμό. Πρόκειται γιὰ μερικοὺς θεολόγους οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νὰ κατανοήσουν καὶ νὰ ἑρμηνεύσουν τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία μέσα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τὰ φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς τους. Οἱ Χριστιανοὶ θεολόγοι αὐτῆς τῆς κατηγορίας θεολογούσαν περισσότερο φιλοσοφικά, χωρὶς νὰ διαθέτουν προσωπικὴ ἐμπειρία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἔτσι ἐξελλήνισαν τὸν Χριστιανισμό, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ κατέληξαν σὲ αἱρέσεις.

Στὴν κατηγορία αὐτὴν ὑπάγονται ὁ Παῦλος Σαμοσατεύς, ὁ Λουκιανὸς Ἀντιοχεύς, ὁ Σαβέλλιος, ὁ Ἄρειος καὶ οἱ Ἀρειανοί, ὁ Εὐνόμιος, τοὺς ὁποίους ἀντιμετώπιζαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι αὐτοὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἑρμηνεύσουν τὴν χριστιανικὴ θεολογία, χρησιμοποιῶντας τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, στὰ θέματα σχέσεως μεταξὺ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό, καὶ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου. Ἔκαναν λόγο γιὰ πρόσωπα καὶ ὑπόσταση, γιὰ οὐσία καὶ ἐνέργειες, γιὰ μεταφυσικά, ἀμετάβλητα καὶ μεταβλητά, γιὰ ἐντελέχεια κλπ.

Τὰ φιλοσοφικά, θρησκευτικὰ καὶ θεολογικὰ αὐτὰ ρεύματα διαμόρφωσαν ἕνα κλίμα στὴν Ἐκκλησία τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων καὶ κυριαρχοῦσαν στὶς ἀπόψεις μερικῶν θεολόγων γύρω ἀπὸ τὰ θεολογικὰ θέματα. Αὐτὲς οἱ αἱρετικὲς ἀπόψεις ἐπηρέαζαν τοὺς Χριστιανούς, ὅπως ἦταν φυσικό, καὶ οἱ Ἐπίσκοποι προσπαθοῦσαν νὰ τὶς ἀντιμετωπίσουν. Ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ νέα πρόκληση στὴν ὁποία βρέθηκε ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Ἐνῷ στοὺς πρώτους αἰῶνες ἡ πρόκληση ἀναφερόταν στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως ἡ ὁποία ἐκφραζόταν διὰ τοῦ μαρτυρίου καὶ ἀνέδειξε τοὺς μάρτυρες, κατὰ τὸν 3ο καὶ 4ο αἰῶνα, ἡ πρόκληση ἀναφερόταν στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως μὲ ὅρους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ ἀνέδειξε τοὺς Μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

3. Ἡ διαμόρφωση τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καὶ ζωῆς

Ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα βρέθηκε μπροστὰ σὲ αὐτὲς τὶς προκλήσεις, ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμό, τὸν γνωστικισμό, τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ κυρίως τὸν νεοπλατωνισμό. Χρειάσθηκε, ἑπομένως νὰ ἀντιμετωπίση ὅλα αὐτὰ τὰ φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ ρεύματα καὶ νὰ ἐκφράση τὴν ἀποκαλυπτική της ἀλήθεια μέσα ἀπὸ τὴν νέα ὁρολογία. Ἔτσι, χωρὶς νὰ χάση καθόλου τὸ περιεχόμενο τῆς Ἀποκαλύψεως υἱοθέτησε μιὰ νέα ὁρολογία. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀντιμετώπισε καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ προερχόταν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ἐξέφραζαν τὸν λεγόμενο ἐξελληνισμένο Χριστιανισμό, καὶ οἱ ὁποῖοι μετέτρεπαν τὸν Χριστιανισμὸ σὲ μιὰ μορφὴ τοῦ ἑλληνισμοῦ, μὲ τὴν δική του φιλοσοφικὴ σκέψη. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτὴν τὴν συνάντηση, διὰ τῶν Πατέρων της, ἐξέφρασε τὸν ἐκχριστιανισμένο ἑλληνισμό, ὅπως τὸ χαρακτήριζε ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι. Τὰ ἰδιαίτερα σημεῖα ποὺ διακρίνουν αὐτὴν τὴν προσπάθεια, ποὺ εἶναι πραγματικὰ ἐργώδης, μποροῦν νὰ ἐντοπισθοῦν σὲ δύο ἐνδεικτικὲς χρονολογίες, ἤτοι τὸ ἔτος 325 μ.Χ. ποὺ συνεκλήθη ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, καὶ τὸ ἔτος 381 μ.Χ. ποὺ συνεκλήθη ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη.

Τὸ διάστημα ποὺ προηγήθηκε τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τὸ διάστημα μεταξὺ τῆς Α’ καὶ Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἦταν πολὺ σημαντικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιατί τότε ἀγωνίσθηκε γιὰ νὰ διαμορφωθῇ ἡ νέα πραγματικότητα, νὰ ἐκφρασθῇ ἡ αὐθεντικὴ θεολογία μέσα ἀπὸ νέους ὅρους, οἱ ὁποῖοι θὰ παραμείνουν ἔκτοτε στὴν Ἐκκλησία μέχρι σήμερα. Ὑπέρμαχος στὴν Ἂ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἦταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ στὴν Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, καὶ ἀκόμη ἔμμεσα ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ὁποῖος εἶχε κοιμηθῇ πρὶν συνέλθη ἡ Σύνοδος (379 μ.Χ.) ἀλλὰ μὲ τὴν διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο του προετοίμασε ὅλη τὴν θεολογία τῆς Συνόδου αὐτῆς. Στὴν συνέχεια θὰ τονισθοῦν μερικὰ σημεῖα τὰ ὁποία δείχνουν τὸ τί ἔγινε τὸν 4ο αἰῶνα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μόλις βγῆκε ἀπὸ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν καὶ τοῦ μαρτυρίου, ἀλλὰ καὶ πῶς ἀντιμετώπισε τὴν πρόκληση τῶν αἱρέσεων πάνω στὸ θέμα αὐτό. Στὴν θεολογία, δηλαδὴ τὴν τριαδολογία, χρησιμοποιήθηκε μιὰ νέα ὁρολογία μέσα στὴν ὁποία διασώθηκε ὅλη ἡ ἀποκαλυπτικὴ θεολογία γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα. Ἔτσι, ἐνῷ μέχρι τότε ἔκαναν λόγο γιὰ τὸ τρισήλιο Φῶς, τὰ τρία Φῶτα –τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος– τώρα οἱ Μεγάλοι Πατέρες, χωρὶς νὰ ἀποδεσμευθοῦν καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν βιβλικὴ ὁρολογία, ἔκαναν λόγο γιὰ πρόσωπα, οὐσία, ἐνέργεια, τρόπο ὑπάρξεως, προκειμένου νὰ ἐκφράσουν τὴν σχέση μεταξύ τους. Ὁ Θεὸς εἶναι τρία πρόσωπα-ὑποστάσεις, ὑπάρχει μιὰ κοινὴ οὐσία καὶ ἐνέργεια, τὸ κάθε πρόσωπο ἔχει τὸν ἰδιαίτερο τρόπο ὑπάρξεώς του, τὸ λεγόμενο ὑποστατικὸ ἰδίωμα, ὁ ἄνθρωπος μετέχει τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τῆς οὐσίας Τοῦ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετώπισαν ὅλες τὶς ἐμφανισθεῖσες αἱρέσεις καὶ διασώθηκε ἡ ἀποκαλυπτικὴ θεολογία. Αὐτὴ εἶναι ἡ λεγόμενη πολεμικὴ θεολογία. Τελικά, στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ στὰ πατερικὰ κείμενα, διασώθηκαν τόσο ἡ βιβλικὴ ὅσο καὶ ἡ πατερικὴ ὁρολογία.

Στὴν χριστολογία, οἱ Πατέρες, χρησιμοποιῶντας τοὺς ὅρους τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων, ἔκαναν κάποια ἄλλη χρήση τους γιὰ νὰ τὸ ἐκφράσουν καλύτερα. Ἐνῷ ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔχουν μία φύση καὶ ἐνέργεια στὰ Τρία Πρόσωπα, ὁ Χριστὸς ἔχει δύο φύσεις καὶ ἐνέργειες, θεῖα καὶ ἀνθρώπινη, στὸ ἕνα πρόσωπό Του. Στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ στὰ πατερικὰ κείμενα διασώθηκε καὶ στὸ θέμα αὐτὸ τόσο ἡ βιβλικὴ θεολογία ποὺ κάνει λόγο γιὰ τὸν Μεγάλης Βουλῆς ἄγγελο, γιὰ τὸν Κύριο τῆς δόξης, ὅσο καὶ ἡ πατερικὴ ὁρολογία, γιὰ τὶς δύο φύσεις, θεῖα καὶ ἀνθρώπινη, ποὺ ἑνώθηκαν στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Λόγου. Στὴν ἐκκλησιολογία ἔγινε μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ κατοχυρωθῇ ἡ ἑνότητα τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Αὐτὸ τὸ ἐπέτυχαν οἱ Πατέρες μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες στὶς Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐνεργοῦν τὰ χαρίσματα κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ἐπισκοποκεντρικὴ θεώρησή της. Ἐπίσης, προσλήφθηκε τὸ διοικητικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας μὲ τὶς Ἐπαρχίες, τὶς Διοικήσεις - Ἐξαρχίες καὶ τὶς Ὑπαρχίες, γιὰ νὰ συγκροτηθῇ τὸ συνοδικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ αὐτὴν τὴν ρύθμιση ὅρισαν τὸ Μητροπολιτικὸ σύστημα στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, στὴν Β' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο θεσπίσθηκε τὸ ὑπερμητροπολιτικὸ σύστημα τὸ ὁποῖο ἐξελίχθηκε σὲ Πατριαρχικὸ σύστημα διοικήσεως. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀντιμετωπίσθηκαν τὰ σχίσματα καὶ οἱ διαιρέσεις, καὶ διατηρήθηκε ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Στὴν εὐχαριστιολογία ἐπικεντρώθηκε τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἡ προσοχὴ στὴν θεία Εὐχαριστία σὲ σχέση μὲ τὰ ἄλλα Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ θεία Εὐχαριστία, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ δόγματα καὶ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Οἱ Κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ συνέρχονται στὴν θεία Εὐχαριστία γιὰ νὰ κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, καὶ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες συνέταξαν εὐχὲς γιὰ τὴν θεία Εὐχαριστία, ποὺ ἔλαβαν καὶ τὸ ὄνομά τους.

Στὴν ἀνθρωπολογία ἔγινε προσπάθεια νὰ καθορισθῇ ἡ διδασκαλία τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποιός τὸν δημιούργησε καὶ ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς του. Ἀναπτύχθηκε ἰδιαίτερα ἡ διδασκαλία γιὰ τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ τὸ καθ’ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἑρμηνεύθηκαν οἱ ὅροι αὐτοὶ θεολογικά. Παρουσιάσθηκε ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι δημιούργημα τοῦ κακοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ μηδενός, ἀλλὰ ποίημα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν προϋπῆρχε ἡ ψυχὴ τοῦ σώματος οὔτε τὸ σῶμα τῆς ψυχῆς.

Στὴν μοναχικὴ ζωὴ καθορίσθηκαν οἱ κανόνες καὶ οἱ ὅροι μέσα ἀπὸ τοὺς ὁποίους μποροῦν οἱ μοναχοὶ νὰ ζήσουν ἐκκλησιαστικὰ καὶ εὐαγγελικά. Γιατί μετὰ τὴν λήξη τῶν διωγμῶν καὶ τὴν ἐπελθοῦσα ἐκκοσμίκευση στὸν χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀναπτύχθηκε στὸ ἔπακρο ὁ ἀναχωρητισμὸς ποὺ μποροῦσε νὰ ἐξελιχθῆ σὲ ἕναν χριστιανικὸ ἀναρχισμό. Ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν φωτισμένων Πατέρων καθόρισε τοὺς κανόνας βάσει τῶν ὁποίων θὰ ὀργανωθοῦν οἱ μοναχοὶ σὲ κοινόβια καὶ τὸ κυριότερο θὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν ποιμαντικὴ καθοδήγηση τῶν Ἐπισκόπων τῆς Πόλεως.

Στὴν ποιμαντικὴ καθοδήγηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας δόθηκε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, διότι τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἔπρεπε νὰ παιδαγωγοῦνται γιὰ νὰ ζοὺν πραγματικὰ τὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ δοῦμε τὶς ὁμιλίες τῶν Πατέρων κατὰ τὶς λειτουργικὲς καὶ λατρευτικὲς συνάξεις, ποὺ ἀναφέρονται στὸ δόγμα καὶ τὴν ἄσκηση. Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα τὸν 4ο αἰῶνα, ἐργάσθηκε συστηματικὰ γιὰ τὴν ὀργάνωση καὶ τὴν ἀνάπτυξή της, ἀφοῦ ἀπέκτησε τὴν ἐλευθερία της. Ὁ 4ος αἰῶνας εἶναι ἕνας αἰῶνας πολὺ σημαντικὸς γιὰ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ποὺ ἀντιμετώπισε δημιουργικὰ ὅλες τὶς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

4. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ἰδιαιτέρως ὁ Μέγας Βασίλειος

Σὲ αὐτὴ τὴν ὀργανωτικὴ προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας ἔπαιξαν σημαντικὸ ρόλο μεγάλοι Πατέρες, ὅπως εἶναι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ἤτοι ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ λίγο ἀργότερα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Σὲ αὐτοὺς πρέπει νὰ προστεθοῦν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ποῦ προηγήθηκε καὶ τὸν ὁποῖο οἱ ἑπόμενοι θεωροῦσαν ὡς θεολογικό τους Γέροντα, ὅπως καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ ἄλλοι Πατέρες.

Μέγας Βασίλειος

Ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σπούδασαν στὶς φιλοσοφικὲς σχολὲς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ στὴν Ἀθήνα, καὶ γνώρισαν ὅλη τὴν παιδεία τῆς ἐποχῆς τους. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο ποῦ εἶχε διδάσκαλο τὸν ρήτορα Λιβάνιο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐκτιμοῦσε.

Ἔτσι, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες εἶχαν ἐξαιρετικὰ χαρίσματα, ἤτοι μεγάλη χωρητικότητα διανοίας, γνώση τῶν φιλοσοφικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς τους, καὶ ἐπὶ πλέον πνευματικὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ γνωρίσματα ἦταν ἱκανὰ νὰ τοὺς βοηθήσουν γιὰ νὰ διαδραματίσουν αὐτὸν τὸν μεγάλο ρόλο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Πρόκειται γιὰ ἰδανικοὺς παράγοντες προκειμένου νὰ συντελέσουν στὴν συνάντηση μεταξὺ τῆς χριστιανικῆς ἀποκαλύψεως καὶ τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως, χωρὶς νὰ ἐπιτευχθῇ κάποιος συγκρητισμός. Αὐτὸ δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα μόνον τῆς γνώσεως τῆς παιδείας τῆς ἐποχῆς τους, ποῦ ἀπέκτησαν, οὔτε ἁπλῶς καρπὸς τῶν μεγάλων διανοητικῶν χαρισμάτων τους ποῦ εἶχαν, ἀλλὰ ὀφειλόταν καὶ στὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ ποῦ διέθεταν. Δὲν γνώρισαν μόνον μεγάλους ἀσκητὰς στὴν ἐποχή τους, ἀλλὰ ἔζησαν οἱ ἴδιοι στὴν ἔρημο, καὶ διὰ τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοῦ ἔφθασαν στὴν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Μὲ τόσα μεγάλα χαρίσματα μπόρεσαν νὰ διαδραματίσουν σπουδαῖο ρόλο στὴν ἐποχή τους.

Προηγουμένως ὑπογραμμίσθηκε ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ξεκίνησε μὲ ἄλλη ὁρολογία, δηλαδὴ τὴν ἑβραϊκὴ σκέψη, ὅπως διαμορφώθηκε μὲ τὴν νέα Ἀποκάλυψη, συνάντησε τὸν γνωστικισμό, καὶ τὸν ἑλληνισμό, κυρίως τὸν νεοπλατωνισμὸ καὶ τελικὰ διαρθρώθηκε στὰ βασικὰ σημεῖα, μὲ τὴν σημαντικὴ βοήθεια τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.

Χωρὶς νὰ παραγνωρίζεται ἡ σπουδαιότητα ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ὁ καθένας ἔχει τὸ δικό του χάρισμα καὶ τὴν ἰδιαίτερη προσφορὰ τοῦ στὴν Ἐκκλησία, θὰ μποροῦσε νὰ σημειωθῇ ἡ σημαντικὴ παρουσία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Νομίζω ὅτι ἀποτελεῖ κεντρικὸ πρόσωπο μεταξὺ τῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος, καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες τὸν ἀνεγνώριζαν ὡς ἡγετικὴ φυσιογνωμία. Θὰ γίνη μιὰ ἐνδεικτικὴ ἀναφορὰ σὲ μερικὰ σημεῖα στὰ ὁποία φαίνεται ἡ προσφορὰ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὴν Ἐκκλησία πάνω στὰ θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα ποῦ ἀνέκυψαν τὸν 4ο αἰῶνα.

Στὸ θεολογικὸ θέμα (Τριαδικὸς Θεὸς) εἶναι ἐκεῖνος ποῦ προσδιόρισε τὴν διαφορὰ μεταξὺ χρόνου, αἰωνίου καὶ ἀϊδίου, καθὼς ἐπίσης τὴν διαφορὰ μεταξὺ τοῦ «ὅ,τι ἐστιν ὁ Θεός», ποῦ τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὶς ἐνέργειές Τοῦ, τοῦ «τί ἐστι» ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ «πῶς ἐστιν» τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος τὰ ὁποία ἀγνοοῦμε. Ἀκόμη, ὁ Μέγας Βασίλειος ταύτισε τοὺς ὅρους πρόσωπο καὶ ὑπόσταση γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση τοὺς διαφόρους αἱρετικοὺς τῆς ἐποχῆς του, κυρίως τὸν Εὐνόμιο, καὶ προσδιόρισε τὴν διαφορὰ μεταξὺ τοῦ προσώπου-ὑποστάσεως καὶ τῆς οὐσίας. Ἐπίσης, ὁμίλησε γιὰ τὸ ἀμέθεκτο τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ μεθεκτὸ τῶν ἐνεργειῶν Τοῦ, καὶ καθόρισε τὴν ἀληθινὴ ἔννοια τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μὲ συντονισμένες καὶ κοπιαστικὲς περιοδεῖες του, παρὰ τὴν εὔθραυστη ὑγεία του, διαφύλαξε τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στὸ διάστημα μεταξὺ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ταλαιπωρεῖτο ἀπὸ σχίσματα καὶ διαιρέσεις. Οἱ περιοδεῖες ποῦ ἔκανε καὶ οἱ ἐπιστολὲς ποῦ ἀπέστειλε σὲ διαφόρους Ἐπισκόπους δείχνουν ὅτι ἦταν ἕνας ἀληθινὸς ἐκκλησιαστικὸς ἡγέτης.

Μὲ ἀληθινὴ σοφία καὶ ποιμαντικὴ εὐαισθησία καθόρισε τὰ ἐκκλησιαστικά, κανονικὰ καὶ ποιμαντικὰ ζητήματα, ποῦ ἀπασχολοῦσαν τοὺς Ἐπισκόπους καὶ Κληρικοὺς τῆς ἐποχῆς του, καὶ τὰ ἀντιμετώπισε μὲ πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως. Εἶναι σημαντικὲς οἱ κανονικὲς ἐπιστολὲς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ποῦ περικλείουν τοὺς 92 κανόνες τοῦ καὶ δείχνουν τὴν σοφία καὶ τὸ μεγαλεῖο αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρὸς καὶ ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν 2ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου προσέλαβε καὶ κατοχύρωσε τὰ κείμενα αὐτὰ ὡς ἐκκλησιαστικὰ καὶ κανονικά. Διαβάζοντας κανεὶς τὶς μεγαλοπρεπεῖς εὐχὲς ποῦ συνέταξε καὶ ἀπήρτισαν τὴν θεία Λειτουργία, ποῦ φέρει τὸ ὄνομά του, θαυμάζει τὸν πλοῦτο τῆς ἐσωτερικῆς του καταστάσεως, τὴν θεολογική του πληρότητα, ἀλλὰ κυρίως τὴν πνευματική του ἐμπειρία, ἀφοῦ φαίνεται ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο πλησίαζε ὁ ἴδιος τὸν Θεό, ὁ τρόπος τῆς προσευχῆς του, καὶ οἱ πλούσιες πνευματικὲς ἐμπειρίες του. Ἡ διδασκαλία τοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἡ ἀνάλυση τοῦ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση, ὁ σκοπὸς τῆς ὑπάρξεώς του καὶ ἡ ἀποστολή του στὴν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἕναν ὑπέροχο καθρέπτη τῆς ὅλης προσωπικότητάς του. Τὰ ἀσκητικὰ κείμενά του, ὅπως οἱ ἀσκητικοὶ λόγοι, «οἱ ὅροι κατὰ πλάτος» καὶ «οἱ ὅροι κατ’ ἐπιτομήν», καθὼς ἐπίσης καὶ «οἱ ἀσκητικὲς διατάξεις», τὸν ἀποδεικνύουν ὡς τὸν μεγάλο διοργανωτὴ τοῦ μοναχικοῦ βίου, καὶ διαβάζοντας κανεὶς τὰ κείμενα αὐτὰ ἀντιλαμβάνεται τὸ πόσο γνώριζε στὸ βάθος τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὰ πάθη ποῦ τὴν διακρίνουν, ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο οἱ μοναχοὶ μποροῦν νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἕνωσή τους μὲ τὸν Θεό.

Οἱ ὁμιλίες του δείχνουν τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς του, τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις ποῦ εἶχε ἀποκτήσει, μὲ τὴν σπουδὴ καὶ τὴν μελέτη, ἀφοῦ στὴν ἑρμηνεία στὴν «ἑξαήμερο» κατόρθωσε νὰ συγκεντρώση ὅλες τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καὶ νὰ τὶς ἀντιμετωπίση θεολογικά. Ἐπίσης, οἱ ἑρμηνευτικὲς ἀναλύσεις στοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαυΐδ δείχνουν τὴν προσευχὴ ποῦ εἶχε καὶ τὴν θεοπτικὴ ἐμπειρία τὴν ὁποία εἶχε ἀποκτήσει. Οἱ ὁμιλίες του φανερώνουν τὴν διακριτικὴ καὶ μαχητικὴ ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικῶν ζητημάτων τῆς ἐποχῆς τοῦ καὶ ἀναφέρονται στοὺς πλουσίους καὶ τοὺς πτωχούς, στὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ τὶς κοινωνικὲς ἀκαταστασίες. Οἱ ἐπιστολὲς ποῦ ἀπέστειλε στὸν φίλο του ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, τὸν ἀδελφό του ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης καὶ σὲ ἄλλους Ἐπισκόπους δείχνουν τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση ποῦ εἶχε βιώσει, τὶς θλίψεις καὶ τὶς δοκιμασίες ποῦ εἶχε περάσει.

Ὅταν διαβάση κανεὶς ὅλο τὸ θεολογικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ ἔργο ποῦ ἐπετέλεσε ὁ Μέγας Βασίλειος, μὲ τὴν μεγάλη ἐμπειρικὴ θεολογικὴ γνώση, τὴν καταπληκτικὴ διάκρισή του, καὶ τὴν ἐκκλησιαστική του σοβαρότητα, μάλιστα μέχρι τὴν ἡλικία τῶν 49 ἐτῶν, ὅπου καὶ κοιμήθηκε, ἐκπλήττεται γιὰ τὴν μεγάλη χωρητικότητα τῆς διάνοιας, γιὰ τὰ σημαντικὰ διοργανωτικά του προσόντα καὶ τὶς θεοπτικὲς ἐμπειρίες του, τὶς ὁποῖες εἶχε ἀποκτήσει στὴν ἔρημο, ἀλλὰ καὶ στὴν μετέπειτα ζωή του. Αὐτὸ δείχνει γιατί τὰ γραπτά του κείμενα ἦταν ἐκεῖνα ποῦ προσδιόρισαν τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὰ μετέπειτα χρόνια, ὅπως γιὰ παράδειγμα κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, τὴν ἀπόφαση τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλὰ καὶ τὴν περίοδο τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων, ἀφοῦ στὴν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου βρίσκεται ἐν σπέρματι ὅλη ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ ἐμπειρία, ὅπως καθορίσθηκε τὸν 14ο αἰῶνα καὶ σὲ αὐτὴν παραπέμπει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Σὲ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ κατέχει κεντρικὴ θέση ἡ προσωπικότητα, τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Γιὰ νὰ φανῇ ἡ μεγάλη προσωπικότητά του θὰ ἀναφερθοῦν τέσσερα σημαντικὰ βιβλία, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων ποῦ κυκλοφοροῦν, στὰ ὁποία ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ διαπιστώση τὴν πολυεδρικὴ προσωπικότητα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Τὸ ἕνα εἶναι τὸ σύγγραμμα τοῦ διακεκριμένου Καθηγητοῦ τῆς Πατρολογίας Παναγιώτου Χρήστου, μὲ τίτλο «ὁ Μέγας Βασίλειος», στὸ ὁποῖο παρουσιάζεται ὅλη ἡ ζωὴ καὶ τὸ θεολογικὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶναι γραμμένο μὲ πλήρη ἐπιστημονικὴ ἐπάρκεια καὶ ἐπιστημονικὴ ὡριμότητα. Στὸ πρῶτο μέρος μὲ τίτλο «βίος καὶ πολιτεία» παρουσιάζει τὴν καταγωγή, τὶς σπουδὲς καὶ τὶς ἀναζητήσεις τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὴν ζωὴ τοῦ ὡς μοναχοῦ καὶ πρεσβυτέρου, τὴν ἐπισκοπική, μητροπολιτική, ἐξαρχικὴ καὶ οἰκουμενική του δραστηριότητα. Στὸ δεύτερο μέρος παρουσιάζει τὸν Μέγα Βασίλειο ὡς συγγραφέα ἀπὸ τὰ κείμενά του ποῦ ἔχουν διασωθῇ, ἤτοι τὸ συγγραφικό του ἔργο καὶ τὰ ἑρμηνευτικά, δογματικά, ἀσκητικὰ συγγράμματα, τὶς ὁμιλίες, τὶς ἐπιστολὲς καὶ τὴν θεία Λειτουργία του. Στὸ τρίτο μέρος ἐκτίθεται ἡ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τὴν σχέση μεταξὺ χριστιανικῆς καὶ ἑλληνικῆς παιδείας, γιὰ τὸ θεολογικὸ (τριαδολογικὸ) πρόβλημα, γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὴν δημιουργία, γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὶς κοινωνικές του ἀπόψεις, γιὰ τὸν μοναχικὸ καὶ πνευματικὸ βίο, καὶ γιὰ τὴν ἐσχατολογική του διδασκαλία. Στὸ τέταρτο μέρος ἀναφέρει τὰ σχετικὰ μὲ τὸ τέλος καὶ τὴν μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὴν βιβλιογραφία καὶ διαφόρους πίνακες. Πρόκειται γιὰ ἕνα πανόραμα τοῦ βίου, τῆς πολιτείας καὶ τῆς θεολογίας τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρὸς καὶ ἁγίου.

Τὸ δεύτερο βιβλίο εἶναι τοῦ καθηγητοῦ τῆς Πατρολογίας Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου μὲ τίτλο «ἡ ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου, Βασίλειος Καισαρείας». Στὸ ἐξαιρετικὸ καὶ μυσταγωγικὸ αὐτὸ βιβλίο παρουσιάζεται ἡ ζωή, ἡ δράση καὶ ἡ θεολογία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μέσα ἀπὸ τὰ δικά του κείμενα, τὶς ἀπόψεις τῶν συγχρόνων του, ὅπως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀρχαῖες καὶ νεώτερες πηγές. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὁ συγγραφέας μὲ γνώση τῶν πηγῶν καὶ τῶν βοηθημάτων παρουσιάζει ἀνάγλυφα, γλαφυρὰ καὶ διηγηματικὰ τὸν βίο, τὴν πολιτεία καὶ τὴν θεολογικὴ σκέψη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια, τὶς σπουδές του, τὴν μοναχικὴ ζωή, τὴν ζωὴ τοῦ ὡς Κληρικοῦ καὶ Ἐπισκόπου, τοὺς ἀγῶνες τοῦ γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ἀνακούφιση τοῦ πόνου καὶ γιὰ τὴν κοίμηση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἁγίου. Τὸ βιβλίο αὐτὸ διαβάζεται μὲ εὐκολία, μὲ ἱερὰ μέθεξη, καὶ εἶναι ὑπόδειγμα γιὰ τὸ πῶς ἡ θεολογία μπορεῖ νὰ περάση στὸν λαό. Ἡ διήγηση εἶναι συγκινητικὴ καὶ δημιουργεῖ ἔμπνευση.

Τὸ τρίτο βιβλίο μὲ τὸν τίτλο «Βασιλειὰς» εἶναι συλλογικὸς τόμος καὶ συγκροτεῖται ἀπὸ εἰσηγήσεις ποῦ ἔγιναν στὴν Θεσσαλονίκη σὲ συνεργασία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καὶ τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν. Στὸν συλλογικὸ αὐτὸν τόμο Κληρικοὶ καὶ Καθηγητὲς ἐξέθεσαν τὶς ἔρευνές τους στὶς διάφορες οὐσιαστικὲς πλευρὲς τοῦ βίου, τοῦ ἔργου καὶ τῆς θεολογικῆς σκέψεως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Εἶναι ἕνας τόμος καταπληκτικός, διότι διάφοροι ἐπιστήμονες παρουσιάζουν πολλὲς πλευρὲς τῆς προσωπικότητας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Καὶ τὸ τέταρτο βιβλίο εἶναι ἡ διδακτορικὴ διατριβὴ τῆς Ὀλυμπίας Παπαδοπούλου-Τσανανὰ μὲ τίτλο «ἡ ἀθρωπολογία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου». Τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶναι πραγματικὰ ὑπόδειγμα διδακτορικῆς διατριβῆς πάνω στὸ θέμα τῆς ἀνθρωπολογίας, κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ διαρθρώνεται σὲ πέντε κεφάλαια. Στὸ πρῶτο κεφάλαιο μὲ τίτλο «τοῦτο ἄνθρωπος» γίνεται λόγος γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ζωὴ τῶν Πρωτοπλάστων στὸν Παράδεισο. Στὸ δεύτερο κεφάλαιο μὲ τίτλο «Θεοῦ ἀλλοτρίωσις» ἀναπτύσσεται τὸ θέμα τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, οἱ συνέπειές της, καὶ γίνεται λόγος γιὰ τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ, παρουσιάζοντας τὴν σχετικὴ διδασκαλία γιὰ τὸν διαβολο, τὸν θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία. Στὸ τρίτο κεφάλαιο μὲ τίτλο «ἡ τοῦ Υἱοῦ περὶ τὸν ἄνθρωπον οἰκονομία» ἐκτίθεται ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τὸ σεσιγημένο μέγα μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀνάκληση καὶ ἐπάνοδο τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἀρχαῖο κάλλος. Στὸ τέταρτο κεφάλαιο μὲ τίτλο «Χριστοῦ μίμησις» ἐκτίθεται ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου ποῦ γίνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴν οἰκειοποίηση τῶν καρπῶν τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ Μυστήρια καὶ τὴν ἀσκητικὴ ζωή. Τέλος, στὸ πέμπτο κεφάλαιο μὲ τίτλο «ἡ συντέλεια τοῦ αἰῶνος τούτου» παρουσιάζεται ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τὴν καθολικὴ ἀνάσταση τῶν σωμάτων, τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ τέλος ἡ σύνοψη καὶ τὰ συμπεράσματα διατρέχουν ὅλο τὸ περιεχόμενο τῆς διατριβῆς. Πράγματι, πρόκειται γιὰ μιὰ σημαντικὴ διατριβή, στὴν ὁποία τονίζονται ὑπέροχες ἀλήθειες, ὅλη ἡ σκέψη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὴν δημιουργία του, τὴν πτώση του καὶ τὴν θέωσή του, μέσα σὲ λίγες σχετικὰ (133) σελίδες.

Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ θὰ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῇ μιὰ παρατήρηση τὴν ὁποία θεωρῶ σημαντικὴ ποῦ εἶναι ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν ἕως τώρα μελετῶν μοῦ πάνω στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ τὴν πατερικὴ διδασκαλία. Ὁ 4ος αἰῶνας ἀποτελεῖ κεντρικὸ σημεῖο στὴν ζωὴ καὶ τὴν διδασκαλία τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, γιατί τότε διαμορφώθηκε καὶ ἐκφράσθηκε ἡ διδασκαλία τῆς στὴν ἀντιμετώπιση ὅλων τῶν ἕως τότε θεολογικῶν καὶ φιλοσοφικῶν ρευμάτων, καθὼς ἐπίσης ὅτι αὐτὸς ἀπετέλεσε τὴν βάση τῆς μετέπειτα θεολογίας μέχρι σήμερα. Ὅλα ὅσα ἀναπτύχθηκαν στὴν Ἐκκλησία στοὺς μετέπειτα αἰῶνες ἀπὸ ἄλλους ἁγίους Πατέρες, ἔχουν τὴν ἐν σπέρματι ἀναφορά τους στὸν 4ο αἰῶνα, δηλαδὴ στὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο. Ὅλοι οἱ μεταγενέστεροι Πατέρες ἔχουν ὁπωσδήποτε ὑπ’ ὄψη τους τὴν διδασκαλία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ παραπέμπουν σὲ αὐτούς, ἢ ἀναπτύσσουν τὴν διδασκαλία τους, καὶ κυρίως ἀναφέρονται στὴν μεγάλη προσωπικότητα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τὴν διδασκαλία του.

Γιὰ παράδειγμα, οἱ ἑπόμενες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι σὲ βασικὰ ζητήματα στηρίζονται στοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογιτὴς τὴν διδασκαλία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς Χριστολογικὲς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ κορυφαῖος αὐτὸς δογματικὸς θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖ ὡς πνευματικό του πατέρα τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ποῦ ἔζησε τέσσερεις αἰῶνες πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ποῦ ἔζησε τὸν 14ο αἰῶνα ἀντιμετωπίζοντας τὸν Βαρλαάμ, ποῦ ἐξέφραζε τὴν αὐγουστίνεια θεολογία, ὅπως τὴν παρουσίαζε ὁ δυτικὸς σχολαστικισμός, παραπέμπει συχνὰ στὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, καὶ τὸ ἴδιο κάνουν οἱ μετέπειτα Φιλοκαλικοὶ Πατέρες τοῦ 18ου αἰῶνος.

Ἑπομένως, ὁ πυρῆνας τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρι τὶς ἡμέρες μας, ἡ ὁποία βεβαίως εἶναι προφητική, ἀποστολικὴ καὶ πατερική, εἶναι ὁ 4ος αἰῶνας, καὶ κατὰ βάση εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἰδιαίτερα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Ἀγαπητοί μου,

Σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς ὁμιλίας αὐτῆς τονίσθηκε ὅτι πολλοὶ θεολόγοι ἔχουν ἐντοπίσει ὅτι ὁ 4ος αἰῶνας, γιὰ τοὺς λόγους ποῦ καταγράφηκαν πιὸ πάνω, κυρίως γιὰ τὸ θεολογικὸ ἔργο τῶν Μεγάλων Πατέρων, θεωρεῖται ὡς ὁ «χρυσοῦς αἰῶνας» τῆς Ἐκκλησίας. Τότε τέθηκαν οἱ βάσεις γιὰ τὴν ὅλη διοργάνωση καὶ τὴν θεολογικὴ ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ὅμως, τελικὰ θεωρῶ ὅτι ὁ 4ος αἰῶνας χαρακτηρίζεται ὡς «χρυσοῦς αἰῶνας» τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ἁπλῶς γιὰ τὶς ἀποφάσεις τῶν δύο πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οὔτε ἁπλῶς γιὰ τὴν διοργάνωση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ γιὰ τὴν ὕπαρξη μεγάλων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων εἶναι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ἰδιαιτέρως ὁ Μέγας Βασίλειος, οἱ ὁποῖοι ἕνωσαν στενὰ τὴν πράξη μὲ τὴν θεωρία καὶ βοήθησαν τὴν Ἐκκλησία σὲ μιὰ δύσκολη περίοδο.

Ὅταν διαβάσουμε προσεκτικὰ τὴν ζωή τους, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἀκολούθησαν ὅλη τὴν μέθοδο γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως περιγράφεται ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, τοὺς Ἀποστόλους, καὶ τοὺς Πατέρας ὅλων τῶν αἰώνων, ποῦ εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση. Πρόκειται γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ μέθοδο, τὴν νοερὰ προσευχὴ καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ. Οἱ Πατέρες αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἀναφερθήκαμε πιὸ πάνω εἶναι θεούμενοι μὲ ὅλη τὴν σημασία τῆς λέξεως. Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ βοήθησαν τὰ ποίμνιά τους νὰ ζοὺν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, γι’ αὐτὸ καὶ ὁδήγησαν πολλοὺς στὴν ἁγιότητα καὶ τὴν θέωση.

Αὐτὴ ἦταν ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔλεγε ὅτι κάθε αἰῶνας στὸν ὁποῖο ἡ πλειοψηφία τῶν Χριστιανῶν φθάνουν στὴν θέωση, διὰ τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ, εἶναι «χρυσοῦς αἰῶνας» τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τότε διατηρεῖται αὐτὴ ἡ μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε, ἡ πραγματικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία εἶναι τὰ συναξάρια τῶν ἁγίων. Ὅλα τὰ ἄλλα κινοῦνται στὴν περιφέρεια καὶ τὴν ἐπιφάνεια. Οἱ ἅγιοι ποῦ γνωρίζουν ἐμπειρικὰ τὸ μυστήριο τῆς θεολογίας καὶ τῆς σωτηρίας, διὰ τῆς πράξεως καὶ τῆς θεωρίας, εἶναι οἱ μυστικοὶ πνευματικοὶ ἀδένες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Κάθε φορὰ ποῦ ἕνας ὀρθόδοξος Χριστιανὸς φθάνει στὸν φωτισμὸ ἤδη μετέχει στὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, ποῦ προγεύεται μὲ τὸν φωτισμὸ καὶ ὁλοκληρώνεται πλέον, ὅταν φθάνη στὴν θέωση. Ὁπότε, ὁ «χρυσοῦς αἰὼν» μπορεῖ νὰ περιγραφὴ ὡς ἑξῆς νομίζω. Ὅταν, ἡ πλειοψηφία τῶν Χριστιανῶν φθάνουν στὸν φωτισμό, στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν φθάνουν καὶ στὴν θέωση, ἔχουμε «χρυσοῦν αἰῶνα». Ἑπομένως, αὐτὸ εἶναι τὸ κριτήριο γιὰ τὸ ποῦ βρισκόμαστε. Λοιπόν, εἶχαν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα οἱ Χριστιανοὶ στοὺς πρώτους αἰῶνες; Βέβαια τὸ εἶχαν. Τὸ μαρτυροῦν τόσα πολλὰ λείψανα, ποῦ ἔχουμε ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχῆ ἀπὸ τοὺς μάρτυρες».

Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ἡ πατερικὴ περίοδος δὲν τελείωσε ποτέ, ἀλλὰ ὑπάρχει μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀναδεικνύει Πατέρες. Οἱ Πατέρες εἶναι οἱ μεγάλοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι γνώρισαν ἐκ πείρας τὸν Θεὸ καὶ στὴν συνέχεια θεολόγησαν ἀπλανῶς. Ἡ ἄποψη ὅτι τελείωσε ἡ πατερικὴ θεολογία τὸν 8ο αἰῶνα, ἔπειτα ἀναπτύχθηκε ἡ σχολαστικὴ θεολογία τὸν 11-13ο αἰῶνα, ποῦ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν πατερική, καὶ στὴν συνέχεια ἀναπτύχθηκε ἡ ρωσικὴ θεολογία, ποῦ εἶναι ἀνώτερη καὶ ἀπὸ τὶς δύο προηγούμενες, εἶναι κακόδοξη ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς. Εἶναι γνωστὸς ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: «Μὴ μέταιρε ὅρια αἰώνια ἅ οἱ Πατέρες ἡμῶν ἔθεντο, μὴδ' ὑπέρβαινε τὴν θείαν Παράδοσιν». Δυστυχῶς, ἡ σύγχρονη θεολογία ἔχει κάνει σοβαρὰ λάθη καὶ σὲ μερικὰ βασικὰ σημεῖα ἔχει ἀποδεσμευθῇ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πατερικὴ διδασκαλία.

Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπικὴ ἑορτάζουμε τὶς μνῆμες τῶν ἁγίων, καὶ τὴν ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Δὲν τιμᾶμε ἁπλῶς ἐκείνους ποῦ ἐργάσθηκαν ἐγκεφαλικὰ καὶ συνέδεσαν τὸν ἑλληνισμὸ μὲ τὸν χριστιανισμό, ἀλλὰ τιμᾶμε τοὺς μεγάλους ἐκείνους Πατέρας ποῦ μὲ τὴν ζωή, τὸ ἔργο καὶ τὴν θεολογία τους δόξασαν τὸν Τριαδικὸ Θεό, καὶ δοξάσθηκαν ἀπὸ Αὐτόν, καὶ ἀξιώθηκαν νὰ ζοὺν μέσα στὸ θεῖο καὶ ἄκτιστο Φῶς, καὶ ἔτσι ἀποτελοῦν γιὰ ὅλους ἐμᾶς, Κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ποιμένας καὶ διδασκάλους, ὑποδείγματα τῆς θείας ζωῆς καὶ φωτεινὰ παραδείγματα πρὸς μίμηση.–



Ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ἡ κοινοχρησία

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Μεταξὺ τῶν ἁγίων Πατέρων ποὺ καταφέρθηκαν ἐναντίον τῶν ἀδίκων πλουσίων, ποὺ στηρίζονταν πάνω στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, καὶ περιφρονοῦσαν ἡ ἀδιαφοροῦσαν γιὰ τὴν ἀδικία καὶ τὴν πεῖνα ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν κοινωνία, ἦταν καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος. Πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος μίλησε γιὰ τὰ καυτὰ κοινωνικὰ θέματα τῆς ἐποχῆς του, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ ἴδιος ἔδωσε τὸ παράδειγμα. Μοίρασε στοὺς πτωχοὺς τὴν μεγάλη περιουσία ποὺ εἶχε καὶ ἔπειτα ἔγινε ἱερεὺς καὶ ἐπίσκοπος τῆς Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ἔτσι δὲν μιλοῦσε ἀπὸ τὸ γραφεῖο θεωρητικά. Ὁ ἴδιος πρῶτα τὸ ἔζησε καὶ ἔπειτα δίδαξε, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος του ἦταν βροντή, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ βίος του ἦταν ἀστραπή.

Ο Μέγας Βασίλειος

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐργάσθηκε ποιμαντικά. Δὲν προσπάθησε νὰ μεταστρέψη τὴν ἀγανάκτηση τῶν πτωχῶν ἐναντίον τῶν πλουσίων καὶ νὰ δημιουργήση μῖσος, ἀλλὰ προσπάθησε νὰ θεραπεύση τόσο τοὺς πτωχοὺς ὅσο καὶ τοὺς πλουσίους νὰ βλέπουν τὰ πράγματα διαφορετικά. Τὰ θέματα ὅταν ἀντιμετωπίζωνται ἐπιφανειακὰ δημιουργοῦν μεγαλύτερα προβλήματα. Ἔτσι μιλῶντας γιὰ τὴν ἀβεβαιότητα τοῦ πλούτου καὶ ὅτι εὔκολα μεταβάλλεται, ἀφοῦ ἀλλάξουν μερικὰ κοινωνικὰ δεδομένα, στὴν συνέχεια τονίζει το νὰ περιφρονοῦμε τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ὅπως ἔγραψα προηγουμένως αὐτὸ τὸ κάνει γιὰ νὰ ἐργασθῇ ποιμαντικὰ στὸν λαό. Τὸ εὐκολώτερο πρᾶγμα εἶναι νὰ γίνη κανεὶς λαοπλάνος καὶ νὰ πετάη συνθήματα ἐπιφανειακά. Τὸ δυκολώτερο εἶναι νὰ θεραπεύη τὰ πάθη τοῦ λαοῦ. Μὲ τὴν διδασκαλία περὶ περιφρονήσεως τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν θέλει νὰ μετατοπίση τὴν σκέψη τόσο τῶν πλουσίων ὅσο καὶ τῶν πτωχῶν ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ὥστε νὰ παύσουν νὰ νομίζουν ὅτι αὐτὰ ἀποτελοῦν τὰ μόνα ἀγαθὰ πάνω στὴν γῆ. Ὁ λόγος τῆς περιφρονήσεως τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν δὲν εἶναι μανιχαϊκός, ἀλλὰ ἐντάσσεται μέσα στὴν προσπάθεια νὰ φέρη μιὰ ἰσορροπία στὴν κοινωνία. Πράγματι δυὸ εἶναι οἱ δυνατὲς στάσεις ποὺ μπορεῖ νὰ λάβη κανεὶς ἀπέναντι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ἡ μιὰ εἶναι ἡ εἰδωλολατρικὴ (θεοποίησή τους) καὶ ἡ ἄλλη ἡ μανιχαϊκὴ (ἡ ἀπόρριψή τους). Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν δέχονται οὔτε τὴν μιὰ οὔτε τὴν ἄλλη, ἀλλὰ δέχονται ὅτι τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ πρέπει νὰ προσφέρωνται ὡς ἀντίδωρα στὸν Θεὸ καὶ στὸν συνάνθρωπο.

Ὅταν χρειάσθηκε νὰ γίνη καυστικὸς τὸ ἔκανε. Ὅταν ἔβλεπε τοὺς πλουσίους νὰ καυχῶνται γιὰ τὴν δύναμη τοῦ πλούτου τους, τότε δὲν σιώπησε. Σὲ ἕνα ἔργο του λέγει ὅτι θεωρεῖ τέλεια κοινωνία ἐκείνη ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχει ἐξορισθῇ ἡ ἰδιότητα τῆς κτήσεως καὶ ἡ ἐναντίωση τῆς γνώμης (οἱ φιλονικίες). Ὅμως, μελετῶντας ὅλη τὴν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, συμπεραίνουμε ὅτι δὲν κατηγοροῦσε τόσο τὴν ἰδιοκτησία ὅσο τὴν ἰδιοποίηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Θέλει νὰ φιλοτιμήση τοὺς πλουσίους νὰ δίδουν ἐλεύθερα σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, καὶ ἔτσι νὰ ἐπικρατήση πάνω στὴν γῆ ἡ κοινοχρησία. Αὐτήν την κοινοχρησία προσπαθεῖ νὰ τεκμηριώση μὲ πολλὰ παραδείγματα.

Χρησιμοποιεῖ τὴν περίπτωση τῶν ζώων. Τὰ πρόβατα βόσκουν ἐπάνω στὰ ὄρη καὶ οἱ πολυπληθεῖς ἵπποι ἀπολαμβάνουν τὸ χορτάρι στῆς γῆς στὴν ἴδια πεδιάδα χωρὶς ἔριδες μεταξύ τους. Ἐμεῖς ὅμως ἁρπάζουμε τὰ κοινὰ καὶ ἰδιοποιούμαστε αὐτὰ ποὺ ἀνήκουν στοὺς πολλούς. Χρησιμοποιεῖ ἐπίσης ἐπιχειρήματα φυσικά. Ἐκεῖνος, λέγει, ποὺ ἰδιοποιεῖται τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ μοιάζει μὲ τὸν θεατὴ ποὺ εἰσέρχεται πρῶτος στὸ θέατρο, τὸ καταλαμβάνει ὁλόκληρο καὶ δὲν ἀφήνει νὰ εἰσέλθη ἄλλος, ἐπειδὴ τὸ θεωρεῖ ἀπολύτως δικό του. Ἐπίσης ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος γεννιέται γυμνὸς καὶ ἐπιστρέφει στὴν γῆ γυμνός, εἶναι παράλογο νὰ ἰδιοποιῆται τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἐπειδὴ πρόλαβε καὶ τὰ ἀπέκτησε αὐτός. Χρησιμοποιεῖ ἀκόμη τὸ ἐπιχείρημα τοῦ κοινωνικοῦ προορισμοῦ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ τοῦ πλούτου. Ὁ ἄρτος, λέγει, ἀνήκει στὸν πεινασμένο, τὸ ἱμάτιο στὸν γυμνό, τὸ ὑπόδημα στὸν ἀνυπόδητο, τὸ ἀργύριο στὸν πτωχό. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κατακρύπτει τὰ ἀγαθὰ καὶ ἀποφεύγει νὰ ἐνδύση τὸν γυμνὸ ἡ νὰ θρέψη τὸν πεινασμένο δὲν εἶναι καλύτερος ἀπὸ τὸν λωποδύτη ποὺ γυμνώνει τον πεινασμένο. Τὰ ἔλεγε αὐτὰ ὁ ἅγιος γιατί στὴν ἐποχή του σὲ περίοδο πείνας οἱ πλούσιοι εἶχαν γεμᾶτες τὶς ἀποθῆκες. Ἐπίσης χρησιμοποιεῖ τὸ παράδειγμα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας στὴν ὁποία ὅλα ἦταν κοινά, ὁ βίος, ἡ ψυχή, ἡ συμφωνία, ἡ τράπεζα, ἡ ἀδελφότης καὶ ἡ ἀγάπη ἡ ὁποία μετέβαλε σὲ ἕνα τὰ πολλὰ σώματα καὶ συνήρμοζε σὲ μία ὁμόνοια τὶς διάφορες ψυχές. Αὐτὴ ἡ κοινοκτημοσύνη πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ὡς κοινοχρησία.

Πέρα ἀπὸ αὐτὰ στὰ ἔργα του ὁ Μ. Βασίλειος τονίζει πολὺ τὴν ἀξία τοῦ πραγματικοῦ πλούτου, ποὺ εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ πλούσιος χωρὶς Χριστὸ εἶναι πάμπτωχος καὶ ὁ πτωχὸς μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι πάμπλουτος. Οἱ ὑλικὲς ἀπολαύσεις, ἔλεγε, ἔχουν περισσότερο πόνο, παρὰ ὑλικὴ εὐχαρίστηση. Τὰ πλούτη ἔχουν τὶς ἐπιβουλές, οἱ τρυφές, οἱ χορτασμοὶ καὶ οἱ ἀδιάκοπες ἀπολαύσεις ἔχουν τὴν ποικιλία τῶν ἀσθενειῶν καὶ ἄλλα ἀκόμη πάθη. Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν τὸν Χριστὸ καὶ εἶχαν τὰ πάντα. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ἁγίους.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας προσπάθησαν νὰ λύσουν τὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς τους μὲ βάση τὸν Θεὸ καὶ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ συνεχῶς ἐπεδίωκαν νὰ ἀνεβάσουν τὸν νοῦ τῶν ἀνθρώπων στὸ πραγματικὸ ἀγαθό, ποὺ εἶναι ὁ Θεός.

Ὁ Ναυπάκτου Ἱερόθεος μέ τούς Φοιτητές: «Ὁ ποιητής ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος»

Τήν Πέμπτη 2 Ἰανουαρίου 2020 πραγματοποιήθηκε ἡ συνάντηση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου μέ τούς Φοιτητές τῆς Ναυπακτίας, μέ τήν εὐκαιρία τῆς εἰσόδου στό νέον ἔτος. Τήν ἐκδήλωση αὐτή ἔχει καθιερώσει ἀπό τήν ἐνθρόνισή του (1995) ὁ Σεβασμιώτατος καί ὀνομάζεται ἁπλά «Φοιτητικό». Τό φετινό «Φοιτητικό» περιελάμβανε τήν κοπή τῆς βασιλόπιτας, τήν ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου μέ θέμα «Ὁ ποιητής ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος», συζήτηση μέ τούς φοιτητές, τήν κλήρωση γιά τέσσερεις φοιτητές ἀπό τό ταμεῖο εὐποιΐας καί δεξίωση ἀπό τίς κυρίες τῶν Συνδέσμων Ἀγάπης τῶν Ἐνοριῶν τῆς Ναυπάκτου.

Ὁ Σεβασμιώτατος διάρθρωσε τόν λόγο του σέ τρία μέρη. Στό πρῶτο ἀνέλυσε τήν ἔννοια τῆς ποίησης ἀπό τούς ἀρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα, τόν ὁρισμό της, τά εἴδη καί τά γένη της καί μίλησε γιά τήν σχέση τῆς ποίησης μέ τήν θρησκεία. Στό δεύτερο μέρος ἀναφέρθηκε στόν ἅγιο Γρηγόριο ὡς «γεννημένο ποιητή», ἀφοῦ ἡ ποίηση καί ἡ μουσικότητα ἀνέβλυζε ἀπό μέσα του καί ὁ λόγος του, εἴτε πεζός εἴτε ἔμμετρος, ἦταν πάντα ποιητικός, κατά τόν ἀείμνηστο διακεκριμένο πατρολόγο Παναγιώτη Χρήστου. Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος αἰτιολογοῦσε τήν σύνθεση τῶν ποιημάτων του σέ τρεῖς λόγους: γιά νά διατυπώνη τήν σκέψη του μέ συντομία, γιά νά προσφέρη τούς νεαρούς φίλους τοῦ λόγου τέρψη καί ὠφέλιμη ἀνάγνωση, καί γιά νά ἀποδείξη ὅτι οἱ Χριστιανοί δέν ὑστεροῦν στήν λογοτεχνία ἀπό τούς ἔξωθεν σοφούς. Στό τρίτο μέρος ὁ Σεβασμιώτατος ἀνέγνωσε στούς φοιτητές ὁρισμένα ποιήματα ἀπό τά θαυμάσια ποιήματα (408 σωζόμενα ποιήματα μέ 18.000 στίχους) τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, σχολιάζοντάς τα ὅπου ἦταν ἀπαραίτητο.

Μετά τήν ὁμιλία ἀκολούθησε συζήτηση μέ τούς ἀκροατές, μοιράσθηκε ἡ βασιλόπιτα, τῆς ὁποίας τό φλουρί ἀντιστοιχοῦσε σέ ἕνα βιβλίο καί σέ 150 εὐρώ, καί ἀκολούθησε ἡ κλήρωση τεσσάρων φοιτητῶν, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν ἐπίσης ἀπό 150 εὐρώ ἀπό τό ταμεῖο Εὐποιΐας τοῦ Μητροπολίτου καί ἀπό ἕνα ἡμερολόγιο τῆς Ἱ. Μητροπόλεως. Ἡ τελευταία ἔκπληξη τῆς ἐκδήλωσης προῆλθε ἀπό τόν παρόντα Ναυπάκτιο Βουλευτή Αἰτωλοακαρνανίας τοῦ ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ κ. Δημήτριο Κωνσταντόπουλο, ὁ ὁποῖος μετά τόν χαιρετισμό του εἶπε στόν Σεβασμιώτατο καί ὁ Σεβασμιώτατος τό ἀνακοίνωσε δημοσίως ὅτι μαζί μέ τόν Εὐρωβουλευτή τοῦ ἰδίου Κόμματος Νίκο Ἀνδρουλάκη προσφέρουν σέ τρεῖς ἀπό τούς παρόντες φοιτητές ἕνα τριήμερο ταξίδι στίς Βρυξέλες καί τό Εὐρωκοινοβούλιο. Οἱ φοιτητές ἐπελέγησαν ἀμέσως μέ κλήρωση.

Στήν ἐκδήλωση παρέστησαν ἐπίσης ἡ Λυκειάρχης τοῦ 1ου Λυκείου Ναυπάκτου κ. Ἰω. Κουτσογιάννη, οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ 2ου Λυκείου καθηγητές Νικ. Κριαρᾶς καί Χρ. Καζανᾶς καί ὁ διευθυντής τῆς Παπαχαραλαμπείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης κ. Ἰω. Χαλάτσης. Ἀκολούθησε δεξίωση πού προσέφεραν στούς φοιτητές οἱ κυρίες τῶν Συνδέσμων Ἀγάπης τῶν Ἐνοριῶν τῆς Ναυπάκτου.

Ὁμιλία

Φωτογραφίες