Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἡ περί προσώπου διδασκαλία κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ
Εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου στό διεθνές συνέδριο πού ὀργάνωσαν ἡ Ἱερὰ Μονή Βατοπεδίου καί οἱ Φίλοι Ἁγίου Ὅρους στήν Ἀθήνα μέ θέμα:
“Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν Ἱστορία καί στό Παρόν”
Ἡ εἰσήγηση πού θά ἀναγνωσθῆ εἶναι ἁπλῶς μία μικρή περίληψη ἑνός μεγάλου κειμένου πού ἐγράφη γι’ αὐτό τό σοβαρό θέμα. Ἡ περίληψη ἔγινε γιά νά ἐνταχθῆ στόν χρόνο τοῦ εἰκοσαλέπτου, ἐνῶ ὁλόκληρό το κείμενο θά δημοσιευθῆ στόν εἰδικό τόμο.
***
Ἔχουν διατυπωθῆ πολλές ἀπόψεις γύρω ἀπό τήν ἔννοια τοῦ προσώπου, οἱ ὁποῖες εἶναι σέ μερικά σημεῖα καί ἀντίθετες μεταξύ τους, ὥστε εἶναι ἐνδεχόμενο, ἀναλύοντας τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ γιά τό πρόσωπο, νά τήν παρερμηνεύσουμε. Ὅμως, τά ὅσα θά λεχθοῦν τόσο εἰσαγωγικά γιά τήν περίοδο πού προηγήθηκε τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, σχετικά μέ τό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ, ὅσο καί γιά τίς προϋποθέσεις ἑρμηνείας τῶν θεολογικῶν ὅρων καί εἰδικά του ὄρου ὑποσταση–πρόσωπο, ἀπό τόν μεγάλο αὐτόν θεόπτη καί ἁγιορείτη ἅγιο, θά ὁριοθετήσουν αὐτήν τήν διδασκαλία καί θά τήν ἐκθέσουν, κατά τό δυνατόν ἀκριβέστερα, πάνω σε αὐτό τό κρίσιμο θέμα.
1. Ἡ πρό τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ διδασκαλία περί προσώπου
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπῆρξε ἕνας συνθετικός θεολόγος, ἀπό τήν ἄποψη ὅτι γνώριζε ὅλη τήν θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί στήν συνέχεια τήν προσήρμοζε στίς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς του. Πάντοτε οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔκαναν μία συνθετική καί παραγωγική θεολογία. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ἔχοντας προσωπική πείρα τοῦ Θεοῦ, ἀντιμετώπισαν τά θεολογικά ρεύματα τῆς ἐποχῆς τούς μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τους, πού ἦταν, στήν πραγματικότητα, ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, χρησιμοποίησαν ἀκόμη καί τήν ὁρολογία τῶν αἱρετικῶν της ἐποχῆς τους, δίδοντας ὅμως σέ αὐτήν διαφορετικό περιεχόμενο καί διαφορετική ἔννοια.
Γιά τούς ἀρχαίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπῆρχε λόγος νά χρησιμοποιοῦν ἀριστοτελική ὁρολογία, γι’ αὐτό ὁμιλοῦσαν καί ἔγραφαν, σύμφωνα μέ τήν ὁρολογία τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, πίστευαν στόν ἄσαρκο Λόγο, στόν Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελο, ὁ ὁποῖος, κατά τίς προφητεῖες τῶν Προφητῶν, σαρκώθηκε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς ἀειπαρθένου, γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ Γιαχβέ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔλαβε σάρκα, εἰσῆλθε στήν ἱστορία ὡς Θεάνθρωπος, καί ἔγινε Χριστός. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ζοῦσαν αὐτό τό μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ μέσα στήν μυστηριακή καί ἀσκητική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε δέν ὑπῆρχε πρόβλημα νά ἀσχοληθοῦν μέ τίς ἔννοιες οὐσία, φύση, πρόσωπο, ὑπόσταση, ἐνυπόστατο, συμβεβηκός κ.λ.π. Ὅμως, ἀπό τήν ἀρχαία ἀκόμη Ἐκκλησία ἐνεφανίσθησαν διάφοροι φιλοσοφοῦντες θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νά κατανοήσουν λογικά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἑνώνονται τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, νά διατυπώσουν το πῶς λειτουργοῦν οἱ σχέσεις μεταξύ τους, καί ποιά σχέση ἔχει ὁ Τριαδικός Θεός μέ τό κακό πού ὑπάρχει στόν κόσμο. Μέσα στά πλαίσια αὐτά ὁμίλησαν γιά ἀνώτερο θεό, πού κατοικεῖ στόν οὐρανό, καί γιά κατώτερο θεό, ὁ ὁποῖος δημιούργησε τόν κόσμο. Ἀντιμετωπίζοντας αὐτές τίς ἀπόψεις ἄλλοι φιλοσοφοῦντες θεολόγοι ἀντέταξαν τίς διάφορες μορφές μοναρχιανισμού (Παῦλος Σαμοσατεύς, Σαβέλλιος), εἰσάγοντας ἔτσι τήν ὁρολογία οὐσία–φύση, προσωπο–ὑπόσταση [ 1 ].
Τά πράγματα ὅμως περιπλέκονταν ἀκόμη περισσότερο, γιατί ἡ χρησιμοποίηση τῶν ὅρων αὐτῶν γιά τήν ἔκφραση τοῦ μυστηρίου περί τῆς Ἁγίας Τριάδος προϋπέθετε προσωπική ἐμπειρία τῆς θέας τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου, γιατί διαφορετικά εἶναι δυνατόν νά ἀλλοιωθῆ ἡ τριαδολογική διδασκαλία. Ἔτσι, μέ τήν ἔννοια τοῦ προσώπου οὐσιαστικά ἐννοοῦσαν τό προσωπεῖο, τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖ ὁ ἕνας καί μοναδικός θεός γιά νά ἐμφανισθῆ σέ διάφορες ἱστορικές φάσεις (Σαβέλλιος). Ἀκριβῶς τότε οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἔχοντας βιώσει τήν ἀποκαλυπτική θεολογία, πέρασαν δημιουργικά τήν ἐμπειρία αὐτή μέσα ἀπό τήν ὁρολογία τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων τῆς ἐποχῆς τους, οἱ ὁποῖοι μέ τίς ἀπόψεις τούς αὐτές ἀλλοίωναν τό τριαδολογικό δόγμα. Ἑπομένως, στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά κάνουμε τήν σαφῆ διάκριση. Ἄλλο εἶναι ἡ θεολογία ὡς θεοπτία, ὅπως τήν ἀναλύει σέ πολλά σημεῖα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, καί ἄλλο εἶναι ἡ θεολογία μέ τήν ἔννοια τῆς διατύπωσης αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας μέ ὅρους τῆς ἐποχῆς.
Θά χρησιμοποιήσουμε τρεῖς Πατέρες καί ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς πού ἀσχολήθηκαν μέ τίς ἔννοιες οὐσία ἤ φύση, ὑπόσταση ἤ πρόσωπο. Κατ’ ἀρχάς θά ἀναφερθοῦμε γιά λίγο στόν Μ. Βασίλειο (Δ' αἰώνας), πού ἦταν ὁ πρῶτος πού ξεχώρισε τήν οὐσία ἀπό τήν ὑπόσταση. Χαρακτηριστικά ἔλεγε ὅτι ἡ οὐσία ἤ φύση ἀποδίδει τό κοινό, ἐνῶ ἡ ὑπόσταση ἤ πρόσωπο ἀποδίδει τό ἴδιο του κάθε ἀνθρώπου. Ἔπειτα, ὑπέροχες ἀναλύσεις ἔκανε ὁ Πρεσβύτερος Θεόδωρος τῆς Ραϊθοῦ, τόν στ’ αἰώνα σχετικά μέ τούς ὅρους αὐτούς. Ὁ ὅρος οὐσία παράγεται ἀπό τό εἶναι καί δηλώνει αὐτό πού ὑπάρχει. Ἡ φύση παράγεται ἀπό τό πεφυκέναι καί δηλώνει πάλι τό ὑπάρχειν. Τό ὄνομα τῆς ὑποστάσεως παράγεται ἀπό ὑφεστάναι, καί δηλώνει ὄχι μόνο το εἶναι, ἀλλά καί πῶς ἔχει τό εἶναι καί ποιό εἶναι τό εἶναι. Τό πρόσωπο εἶναι ἐκεῖνο πού γίνεται φανερό μέ τά δικά του ἐνεργήματα καί ἰδιώματα, πού τό ξεχωρίζουν ἀπό τίς ἄλλες ὑπάρξεις. Εἶναι ἐκεῖνο τοῦ ὁποίου ἀποκτοῦμε γνώση μέσα ἀπό τήν ἐνέργειά του καί ὀνομάζεται πρόσωπο, γιατί ἀποκτοῦμε τήν γνώση ἀπό τήν λειτουργία τῆς ὁράσεως. Ἐπίσης, τό ἄτομο αἰτιολογεῖται ἀπό τό μή τεμνόμενο. Σύμφωνα μέ τήν ἀνάλυση τοῦ Θεοδώρου τῆς Ραϊθοῦ ἡ οὐσία ταυτίζεται μέ τήν φύση, καθώς ἐπίσης οἱ ὄροι πρόσωπο, ὑπόσταση καί ἄτομο ταυτίζονται μεταξύ τους. Σημαντική εἶναι καί ἡ προσφορά τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ τόν ἡ' αἰώνα, ὁ ὁποῖος ταυτίζει τήν οὐσία μέ τήν φύση, καί τό πρόσωπο μέ τήν ὑπόσταση καί τό ἄτομο.
2. Πρόσωπο καί ὑπόσταση, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ
Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά σημειώσουμε μερικά εἰσαγωγικά γιά νά γίνη κατανοητότερη ἡ διδασκαλία περί τοῦ θέματος αὐτοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γνώριζε πολύ καλά τήν ὁρολογία τῶν προηγουμένων Πατέρων γιά τό προσωπο–υπόσταση, ὅπως βέβαια, καί γιά ἄλλους ὅρους. Συχνά στά κείμενά του παραπέμπει στόν Μ. Βασίλειο, τούς ἄλλους Καππαδόκας Πατέρας, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό κ.λ.π. Ὅμως κυρίως χρησιμοποιεῖ τόν ὄρο ὑπόσταση καί ὄχι πολύ συχνά τόν ὄρο πρόσωπο. Καί ἀπό αὐτό φαίνεται ὅτι ὁ ὅρος ὑπόσταση εἶναι θεολογικώτερος ἀπό τήν ἄποψη ὅτι δέν ἐνέχει τόν κίνδυνο νά παρεξηγηθῆ, ὅπως ὁ ὅρος πρόσωπο. Ἔπειτα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κάνει σαφῆ διάκριση, ὅπως τό κάνουν καί οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, μεταξύ των τριῶν τρόπων ἑνώσεων, ἤτοι τῆς κατ’ οὐσίαν, τῆς καθ’ ὑπόστασιν καί τῆς κατ’ ἐνέργειαν ἑνώσεως. Ὁ Θεός, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο, ἔχει οὐσία, ἐνέργεια καί θεῖες ὑποστάσεις. Ὁμιλοῦντες γιά τήν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἐννοοῦμε μόνον τήν κατ’ ἐνέργεια ἕνωση καί κοινωνία, ἀφοῦ ἡ κατ’ οὐσία ἕνωση ἀναφέρεται στίς τρεῖς ὑποστάσεις–προσωπά του Θεοῦ, καί ἡ καθ’ ὑπόστασιν ἕνωση λέγεται γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ διαφορά αὐτή τῶν ἑνώσεων δείχνει καί τήν διαφορά τῶν ὑποστάσεων. Ἄλλη εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ καί ἄλλη ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος κτιστός καί βεβαίως δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Ἔτσι, τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστο, ἐνῶ τά πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων κτιστά. Ἡ μόνη γέφυρα μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου εἶναι ὁ Χριστός, στό πρόσωπο τοῦ Ὁποίου ἑνώθηκε ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη φύση ὑποστατικῶς, διατηρώντας ἡ κάθε φύση τά ἰδιώματά της, ἤτοι τό ἄκτιστο (ἡ θεία) καί τό κτιστό (ἡ ἀνθρώπινη). Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μποροῦν νά ἀποδοθοῦν ὅλα ὅσα συμβαίνουν στόν Θεό καί στόν ἄνθρωπο. Ἀκόμη, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γνωρίζει πολύ καλά ὄχι μόνο τήν θεολογία τῶν προηγουμένων Πατέρων, ἀλλά καί τήν ὁρολογία τήν ὁποία χρησιμοποιοῦσαν οἱ φιλόσοφοι, ἰδιαιτέρως ὁ Ἀριστοτέλης. Ὅμως δέν ἦταν φιλόσοφος. Ὅταν ἀνέλυσε τέτοια σοβαρά δογματικά ζητήματα, δέν ἔκανε φιλοσοφία, ἀλλά ἦταν θεοπτης Πατέρας πού παρουσίασε καί ἐξέφρασε δημιουργικά τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἀνατρέποντας τίς ἀπόψεις τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, ὅπως τίς διατύπωνε ὁ Βαρλαάμ. Ὁ ἁγιορείτης ἅγιος Γρηγόριος, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἀκολούθησε τήν παραδοσιακή μέθοδο θεραπείας καί θεώσεως, πού εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ καί ἔφθασε στήν κατά Χάρη θέωση, πού εἶναι ἡ ὅραση τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ. Ἔζησε τόν ἡσυχασμό σέ ὅλο του τό βάθος. Μέσα ἀπό τόν ἡσυχαστικό τρόπο ζωῆς, πού εἶναι στήν πραγματικότητα ἡ κάθαρση καί ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, ἔφθασε στήν ἐμπειρία τοῦ φωτός καί εἶδε τόν Θεό. Ὕστερα, βέβαια, στήν προσπάθειά του νά πολεμήση τόν ἀγνωστικισμό τοῦ Βαρλαάμ, ὅπως τόν δίδασκε ἡ σχολαστική θεολογία, χρησιμοποίησε τούς ὅρους οὐσία, ἐνέργεια, ὑπόσταση, ὑποστατικά ἰδιώματα, συμβεβηκότα, ὅπως, ἄλλωστε, τό ἔκαναν ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός δέν ταυτίζεται μέ τούς ὅρους ὑπόσταση, πρόσωπο, οὐσία καί ἐνέργεια. Αὐτά εἶναι κατηγορήματα ἀνθρώπινα, τά ὁποῖα χρησιμοποίησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή εἶχαν τήν πραγματική γνώση τοῦ Θεοῦ ἐξ ἐμπειρίας, γιά νά ἀνατρέψουν τίς θεωρίες τῶν αἱρετικῶν, πού χρησιμοποίησαν αὐτήν τήν φιλοσοφική ὁρολογία. Πρέπει νά γίνη κατανοητό ὅτι, μιλώντας οἱ Πατέρες γιά τό προσωπο–υπόσταση, δέν ἔκαναν φιλοσοφία, δέν προσπαθοῦσαν νά καταλάβουν τόν Θεό μέ τά κατηγορήματα τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως λογικά, ἀλλά νά ἀνατρέψουν τίς κατηγορίες τῶν αἱρετικῶν, ἀφοῦ εἶχαν τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τόν ἡσυχαστικό τρόπο ζωῆς, ὅπως τό περιγράφει θαυμάσια ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἄλλο εἶναι ἡ ἐμπειρική θεολογία καί ἄλλο εἶναι ἡ πολεμική θεολογία. Βέβαια, καί οἱ ὄροι ὑπόσταση, πρόσωπο, οὐσία, ἐνέργεια, πού εἶναι ἀποτελέσματα τῆς λεγομένης πολεμικῆς θεολογίας, ἀποτελεῖ σήμερα ἕναν πλοῦτο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας παραδόσεως, τόν ὁποῖο δέν μπορεῖ νά ξεπεράση κανείς εὔκολα, ἀλλά πρέπει νά γίνη κατανοητό ὅτι ὁ Θεός δέν ταυτίζεται μέ αὐτούς τούς ὅρους, δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε λογικά τόν Θεό, χρησιμοποιώντας αὐτήν τήν ὁρολογία, ἀφοῦ ὁ Θεός ἐκφεύγει ὅλων των ἀνθρωπίνων κατηγορημάτων, ἀλλά ὁ Θεός γνωρίζεται στήν θεοπτία. Τότε ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι οὔτε ὑπόσταση οὔτε πρόσωπο, ὅπως ἔχουμε κατά νοῦν αὐτές τίς αἰσθητές εἰκόνες καί τίς φιλοσοφικές ἔννοιες, ἀλλά εἶναι ὧν, ὑπάρχων, μιά ὕπαρξη πού ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο, εἶναι ὁ Γιαχβέ, ὅπως τόν εἶδαν ὅλοι οἱ Προφῆτες καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καί εἶναι ἐλεήμων, φιλάνθρωπος, δίκαιος κ.λ.π.
3. Τό πρόσωπο στόν Τριαδικό Θεό
Οἱ προϋποθέσεις τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ διαφέρουν σαφῶς ἀπό τίς προϋποθέσεις τῆς θεολογίας τοῦ Βαρλαάμ καί τῶν ὁμοϊδεατῶν του, γιατί ὁ πρῶτος μιλοῦσε μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία του, ἐνῶ οἱ δεύτεροι μέσα ἀπό τήν στοχαστική τους ἀνάλυση καί φιλοσοφία. Αὐτό ἰσχύει καί γιά τό θέμα τοῦ προσώπου. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος στά κείμενά του ὁμιλεῖ μέ δύο τρόπους γιά τόν Τριαδικό Θεό. Στήν ἀρχή τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μέ τόν Βαρλαάμ χρησιμοποιεῖ τήν βιβλική ὁρολογία, μέσα ἀπό τήν ὁποία περνᾶ τήν ἀποκαλυπτική του ἐμπειρία. Δηλαδή, κάνει λόγο γιά Πατέρα, πού εἶναι ἀγέννητος, γιά Υἱό, πού γεννᾶται ἀπό τόν Πατέρα, καί γιά Ἅγιο Πνεῦμα, πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί πέμπεται διά τοῦ Υἱοῦ. Ἐπίσης, ὁμιλεῖ γιά τρία Φῶτα πού ὀρῶνται ἀπό τόν θεούμενο. Στήν συνέχεια ὅμως τῶν διαλόγων του, ἐπειδή συνομιλεῖ μέ φιλοσοφοῦντας θεολόγους, κάνει λόγο γιά ὑπόσταση, πρόσωπο, οὐσία καί φύση. Κάνει πλήρη ἀνάλυση τοῦ τρισυποστάτου της Θεότητος. Ἔτσι, μᾶς δίνει ἕνα ὑπόδειγμα γιά τό πῶς μποροῦμε νά ἀντιμετωπίζουμε τέτοια ζητήματα στούς διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους. Ὅταν ὁμιλοῦμε μέ Προτεστάντες, πρέπει νά κάνουμε χρήση τῆς βιβλικῆς ὁρολογίας, ὅπως ἑρμηνεύεται ἀπό τούς Πατέρες, γιατί διαφορετικά δέν θά καταλαβαίνουν ἀπολύτως τίποτα, ἀλλά μᾶλλον θά σχηματίζουν τήν ἐντύπωση ὅτι φιλοσοφοῦμε. Καί ὅταν ὁμιλοῦμε μέ φιλοσοφοῦντας θεολόγους, τότε πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε τόν πλοῦτο τῆς πατερικῆς παραδόσεως, μέσα ὅμως ἀπό τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία τῶν θεουμένων.
Ἕνα ἄλλο ἐνδιαφέρον σημεῖο πού πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ εἶναι ὅτι, κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ὁ Θεός ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια. Πρόκειται, δηλαδή, γιά τό μυστήριο τῆς ἀδιαιρέτου διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ βασική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, γιά τήν ὁποία τελευταία ἔγινε πολύς λόγος. Ὅμως, ἡ ἐνέργεια στόν Θεό δέν πρέπει νά ἐκλαμβάνεται ἀπροσδιόριστα καί ἀφηρημένα, ἀφοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος πολλές φορές κάνει λόγο γιά ἐνυπόσταστη ἐνέργεια. Κάπου λέγει: “ἑκάστης ὑποστάσεως καθ’ ἐαυτήν ἐνεργούσης ἰδία καί ἡ ἐνέργεια”. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἐνέργεια δέν ἐνεργεῖ ἀνεξάρτητά των ὑποστάσεων - προσώπων, ἀλλά ὑπάρχει καί ἐνεργεῖ διά τῶν ὑποστάσεων. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική κάνει λόγο ἐπανειλημμένως στά ἔργα του καί γιά ἐνυπόστατο φῶς, τό ὁποῖο ἐνεργεῖ διά τῆς ὑποστάσεως τοῦ Λόγου καί λαμπρύνει καί τό σῶμα τό ὁποῖο προσέλαβε ἀπό τήν Παναγία καί τό θέωσε. Γενικά, ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ δέν ἀναφέρεται μόνον στήν διάκριση μεταξύ ἀμεθέκτου οὐσίας καί μεθεκτής ἐνεργείας στόν Θεό, ἀλλά καί στήν θεολογία τοῦ προσώπου - ὑποστάστεως, ἀφοῦ ἡ ὑπόσταση - πρόσωπο ἀποτελεῖται ἀπό οὐσία καί ἰδιώματα, καί βέβαια ἡ ἄκτιστη οὐσία ἔχει ὁπωσδήποτε καί ἄκτιστη ἐνέργεια, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ διά τῶν ὑποστάσεων. Ἄλλωστε, ἄλλο εἶναι ἡ ἐνέργεια, ἄλλο ὁ ἐνεργῶν, ἄλλο τό ἐνέργημα. Ὁ ἐνεργῶν εἶναι τό πρόσωπο.
4. Ἡ ὑποστατικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἤτοι ὁ ἄνθρωπος ὡς πρόσωπο
Ἡ ὅλη θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ δέν εἶναι θεωρητική, δηλαδή ὁ ἅγιος δέν ἐπεδίωκε νά ἀναφερθῆ στό θέμα τοῦ Θεοῦ γιά νά Τόν ἐρευνήση φιλοσοφικά, ἀλλά ἔχει ἔντονα σωτηριολογική σημασία γιά τόν ἄνθρωπο. Ἡ θεολογία συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν οἰκονομία, τήν ἀνθρωπολογία καί τήν σωτηριολογία. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική μποροῦμε νά δοῦμε τά ὅσα λέγει περί τοῦ ἀνθρώπου, ὡς προσώπου. Ἐπανειλημμένως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μιλώντας γιά τόν ἄνθρωπο τόν ἀποκαλεῖ μέ τόν βιβλικό ὄρο ἄνθρωπο, ὅπως ἄλλωστε τό ἔκαναν ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλες φορές, πολύ λιγότερες, χρησιμοποιεῖ τόν ὄρο πρόσωπο, ἰδιαιτέρως ὅταν παραθέτει τά χωρία τοῦ ἁγίου Μακαρίου του Αἰγυπτίου, καί σέ μερικά σημεῖα χρησιμοποιεῖ τόν ὄρο ὑπόσταση. Μεταξύ των ὅρων πρόσωπο καί ὑπόσταση, περισσότερο χρησιμοποιεῖ τόν δεύτερο (ὑπόσταση).
Ὅλη ἡ ἀναφορά τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στό ἀνθρώπινο πρόσωπο δέν γίνεται ἀπροϋπόθετα. Γνωρίζει σαφῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος χαρακτηρίζεται ὑπόσταση - πρόσωπο ἀναλογικά καί κατ’ οἰκονομία. Καί αὐτό, βέβαια, συμβαίνει γιατί ὑπάρχει χαώδης διαφορά μεταξύ θείας καί ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως, ὅπως δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Αὐτό ἀναλύει διεξοδικά ὅταν παραθέτοντας χωρία ἄλλων ἁγίων Πατέρων, ὅπως τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, κάνει λόγο γιά διάκριση μεταξύ “του εἶναι χρονικῶς ἠργμένα” καί “τοῦ εἶναι χρονικῶς οὐκ ἠργμένα”. Τρεῖς θεολογικές θέσεις θά χρησιμοποιήσουμε στό σημεῖο αὐτό ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, γιά νά ὑποστηρίξουμε αὐτήν τήν ἄποψη, ὅτι ὑπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ θείων ὑποστάσεων–προσωπων καί ἀνθρωπίνων ὑποστάσεων–προσωπων.
- Ἡ πρώτη θεολογική θέση συνδέεται μέ τήν ἀλληλοπεριχώρηση τῶν ὑποστάσεων - προσώπων. Οἱ Τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις περιχωροῦνται ἡ μία μέσα στήν ἄλλη “φυσικῶς, ὁλικῶς, αἰδίως καί ἀνεκφοιτήτως”, συγχρόνως ὅμως περιχωροῦν ἡ μία τήν ἄλλη “ἀφύρτως (ἀμίκτως) καί ἀσυγχύτως”, δηλαδή ὑπάρχει ὁλοκληρωτική καί αἴδια ἀλληλοπεριχώρηση, ἀλλά ταυτοχρόνως καί ἀσύγχυτη. Ἐπίσης, μία εἶναι ἡ ἐνέργεια τῶν θείων ὑποστάσεων, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα, προΐεται διά τοῦ Υἱοῦ καί προφαίνεται ἐν τῷ Ἁγίω Πνεύματι. Δέν συμβαίνει ὅμως τό ἴδιο μέ τίς ἀνθρώπινες ὑποστάσεις. Δηλαδή, δέν μπορεῖ ἡ καθεμία ἀνθρώπινη ὑπόσταση νά ζῆ καί νά ἐνεργή μέσα στήν ἄλλη ὑπόσταση, ὅπως συμβαίνει στήν Ἁγία Τριάδα, λόγω τῆς κτιστότητός τους, ἀλλά καί λόγω τῆς ὑπάρξεως τοῦ σώματος, καί μάλιστα θνητοῦ καί παθητού. Ἐπίσης, τά ἀνθρώπινα πρόσωπα, ἐνῶ ἔχουν κοινή οὐσία, ἐν τούτοις προέρχονται ἀπό διαφορετικά πρόσωπα - ὑποστάσεις. Μέ ἄλλα λόγια, ἐνῶ στόν Τριαδικό Θεό, ὁ Υἱός γεννᾶται ἀπό τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα, στά ἀνθρώπινα δεδομένα κάθε ὑπόσταση προέρχεται ἀπό διαφορετική ὑπόσταση, οὖσα αἰτιατό μιᾶς ἄλλης, καί αὐτή αἰτία κάποιας ἄλλης. Γιά παράδειγμα, ὁ Κάϊν καί ὁ Ἄβελ γεννήθηκαν ἀπό τόν Ἀδάμ, ἀλλά τά παιδιά τοῦ Κάϊν καί τοῦ Ἄβελ, ἐνῶ ἔχουν τήν ἴδια φύση τοῦ Ἀδάμ, γεννήθηκαν ἀπό ἄλλη ὑπόσταση. Ἐπί πλέον ἡ διαφορά φαίνεται καί ἀπό τό ὅτι ἡ ἴδια ἐνέργεια ἐκδηλώνεται σέ ὅλους τους ὁμογενεῖς, ἀλλά ὅμως εἶναι ἰδιαίτερη ἐνέργεια κάθε ὑποστάσεως, ὅταν ἐνεργή καθ’ ἐαυτήν.
- Ἡ δεύτερη θεολογική θέση, πού δείχνει τήν διαφορά μεταξύ θείων καί ἀνθρωπίνων ὑποστάσεων, συνδέεται μέ τόν τρόπο γεννήσεως καί κοινωνίας κάθε ὑποστάσεως - προσώπου. Ὁ Υἱός, ἐνῶ γεννᾶται προπάντων τῶν αἰώνων ἀπό τόν Πατέρα, ἐν τούτοις μένει ἀχωρίστως καί αἰδίως καί ἀνεκφοιτήτως ἑνωμένος μέ τόν Πατέρα, καί ἔχει τήν ἴδια φύση μέ τόν γεννήσαντα. Ὅμως τό ἴδιο δέν συμβαίνει μέ τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση, ἡ ὁποία, ἐνῶ γεννᾶται ἀπό ἕνα συγκεκριμένο πατέρα, ἐν τούτοις μετά τήν γέννηση δέν ἐξακολουθεῖ νά ζῆ μέσα στόν γεννήσαντα.
- Ἡ τρίτη θεολογική θέση, πού δείχνει τήν διαφορά μεταξύ των θείων καί τῶν ἀνθρωπίνων ὑποστάσεων, συνδέεται μέ τόν θεολογικό ὄρο συμβεβηκός. Ὑπάρχουν πολλοί ὁρισμοί γιά τόν καθορισμό τοῦ ὄρου αὐτοῦ. Θά ἤθελα νά ἐπιμείνω μόνο στόν ὁρισμό ὅτι τό συμβεβηκός εἶναι τό γινόμενο καί ἀπογινόμενο, αὐτό πού ἐμφανίζεται καί ἐξαφανίζεται, χωρίς νά φθείρεται τό ὑποκείμενο. Πρόκειται δηλαδή γιά τό φυσικῶς προσόν, ἀφοῦ αὐξάνεται καί μειώνεται ὅπως ἡ γνώση στήν λογική ψυχή. Κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νά αὐξήση τήν γνώση του. Αὐτό ὅμως δέν συμβαίνει στίς θεῖες ὑποστάσεις, ἀφοῦ χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς ἀκτίστου φύσεως εἶναι το ὅτι δέν ὑφίσταται τροπή ἤ ἀλλοίωση, δέν γίνεται καί ἀπογίνεται. Ἄλλωστε ἡ τροπή καί ἡ ἀλλοίωση, τό γινόμενο καί τό ἀπογινόμενο εἶναι ἴδιο γνώρισμα τῆς κτιστῆς φύσεως.
Θά μποροῦσε κανείς νά ἀναφέρη πολλά παραδείγματα ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ περί τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀλλά θά ἀρκεσθοῦμε ἐντελῶς τηλεγραφικά σέ τρία ζητήματα, τά ὁποῖα θά δῆτε ἀνεπτυγμένα στό κείμενο τό ὁποῖο θά δημοσιευθῆ.
- Τό πρῶτο εἶναι ἡ ἀναφορά πού κάνει γιά τό λεγόμενο προσωπεῖο, τό ὁποῖο συνδέει μέ τόν σκοτασμό τοῦ νοῦ, καί τήν διάχυσή του διά τῶν αἰσθήσεων στό περιβάλλον. Στήν πτωτική του κατάσταση ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά καταλάβη ὅτι δέν εἶναι ἀληθινό πρόσωπο, ἀλλά ἕνα εἰδεχθές προσωπεῖο. Ὅμως, ὅταν μετανοήση καί ἐπιστρέψη ὁ νοῦς στήν καρδιά, τότε ὁ νοῦς βλέπει αὐτό τό δύσμορφο καί ἀπαίσιο προσωπεῖο. Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: Ὅταν ὁ νοῦς ἀπομακρυνθῆ ἀπό κάθε αἰσθητό καί ἀνασηκωθῆ ἀπό τόν κατακλυσμό πού τοῦ δημιουργεῖ ἡ τύρβη, ἡ ἐνασχόληση μέ αὐτά, τότε θά “κατοπτεύση τόν ἐντός ἄνθρωπον, τέως μέν ἐπιδών τό προσγενόμενον εἰδεχθές προσωπεῖον ἐκ τῆς κάτω περιπλανήσεως, τοῦτο δέ διά πένθους ἀπονίψασθαι σπεύδει”. Καί στήν συνέχεια περιγράφει ὅλον τόν ἡσυχαστικό τρόπο ἐπιστροφῆς τοῦ νοῦ, τῆς καθάρσεως τῆς καρδιᾶς, τῆς ἐποψίας τῶν μεγάλων μυστηρίων καί τῆς ἀποκτήσεως τῆς ὑπαρξιακῆς εἰρήνης.
- Τό δεύτερο εἶναι ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση. Αὐτή ἡ πορεία ἐκπληρώνει τήν ὑποστατική ἀρχή καί τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι πορεία πού ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό προσωπεῖο καί τόν καθιστά πρόσωπο. Βέβαια, καί τό προσωπεῖο δέν σημαίνει παντελῆ ἀλλοτρίωση τοῦ ἀνθρώπου καί ἑξαφανισμό του, ἀλλά ὅτι τίθεται ἕνα δύσμορφο καί δυσειδές προσωπεῖο, πού δέν εἶναι στοιχεῖο τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό. Ὁπότε ἡ κάθαρση τοῦ κατ’ εἰκόνα καί ἡ πορεία πρός τό καθ’ ὁμοίωση εἶναι στήν πραγματικότητα πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀρχικοῦ σκοποῦ τῆς δημιουργίας του. Ἄλλωστε, τό φωτοστέφανο πού περιβάλλει στήν ἁγιογραφία τά πρόσωπα τῶν ἁγίων δείχνει ὅτι οἱ ἅγιοι εἶδαν τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἐνυπόσταστο, εἶδαν τήν δόξα τῆς θεότητος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου.
- Τό τρίτο σημεῖο ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ περί τοῦ προσώπου εἶναι ἡ ὅλη θεολογία τοῦ περί τοῦ ἡσυχασμοῦ, καί μάλιστα ἡ παρουσίαση τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου καί τοῦ τρόπου τόν ὁποῖον μετῆλθε γιά νά φθάση στήν κατά Χάρη θέωση καί νά γίνη τό πρόσωπο διά τοῦ ὁποίου ἐνηνθρώπισε ὁ Χριστός. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά σημειωθῆ εἶναι ὅτι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐπιτυγχάνεται μέ τήν στοχαστική ἀναλογία, δηλαδή μέ τήν σχολαστική θεολογία, πού στηρίζεται στήν μεταφυσική, τῆς ὁποίας φορεύς ἦταν ὁ Βαρλαάμ, ἀλλά μέ τήν ἡσυχαστική μέθοδο καί τόν ἡσυχαστικό τρόπο ζωῆς.
Συμπέρασμα
Στά ὅσα προηγήθηκαν προσπαθήσαμε νά δοῦμε τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων. Διαπιστώθηκε ὅτι τό πραγματικό πρόσωπο εἶναι ὁ Θεός. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁμιλεῖ γιά τόν Θεό μέσα ἀπό τήν δική του πνευματική ἐμπειρία, τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, πού δέχθηκε ὁ ἴδιος, χρησιμοποιώντας βιβλικούς ὅρους. Ὅμως, γιά νά ἀντιμετωπίση καί τούς αἱρετικούς της ἐποχῆς του, χρησιμοποίησε καί τούς ὅρους πρόσωπο, ὑπόσταση, οὐσία, ἐνέργεια κ.λ.π. Ἤξερε, βέβαια, ὅτι ὁ Θεός δέν ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ τούς ὅρους αὐτούς, ἀφοῦ ἡ ἐμπειρία ὑπερβαίνει τήν ὁρολογία. Κατά τήν διάρκεια τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, καταργοῦνται τά πάντα, κάθε γνώση πού προέρχεται ἀπό τήν αἴσθηση καί τά αἰσθητά, ἑπομένως καί κάθε ὁρολογία πού προέρχεται ἀπό τήν φιλοσοφία. Οἱ ὄροι μποροῦν κάπως νά μᾶς βοηθήσουν στήν διατύπωση τῆς ἐμπειρίας, εἶναι ὁδοδεῖκτες γιά τήν παραμονή μας στόν τρόπο τῆς θεραπείας, ἀλλά γνωρίζουμε ἀσφαλῶς ὅτι Θεόν “φρᾶσαι μέν ἀδύνατον, ὡς ὁ ἐμός λόγος, νοῆσαι δέ ἀδυνατώτερον”, κατά τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
Ἐπίσης, ἐπειδή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν δεχόμαστε τήν στοχαστική ἀναλογία, ἡ ὁποία δέν θεραπεύει τόν ἄνθρωπο, γι’ αὐτό καί ἰσχυριζόμαστε ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία ἀναλογία μεταξύ ἀκτίστου Θεοῦ καί κτιστοῦ ἀνθρώπου. Ὁπότε, δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα μεταξύ του προσώπου τοῦ Θεοῦ καί τοῦ προσώπου τοῦ ἀνθρώπου. Ἁπλῶς οἱ ἅγιοι κατά συγκατάβαση, σάν σέ παραδείγματα, καί παρουσιάζοντας τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις ὁμιλοῦν καί γιά τόν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι προσωπο–υπόσταση, χωρίς νά ξεχνοῦν ὅτι ὑπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ προσώπου Θεοῦ καί προσώπου ἀνθρώπου. Καί, βέβαια, ἡ μόνη γέφυρα μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός.
Καί μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνη ἀπό δυνάμει, ἐνεργεία προσωπο–υπόσταση, χωρίς νά ταυτισθῆ ἀπόλυτα μέ τόν Θεό, ἀκολουθώντας τήν μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχίας, ὅπως τήν ἐξέφρασε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ὑπερβαίνοντας τήν κτιστότητα καί θνητότητά του, μέ ὅλες τίς συνέπειές τους, μέ τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Διότι μόνον μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μποροῦμε νά ὑπερβοῦμε τήν κτιστότητά μας, καί νά γίνουμε κατά Χάρη θεοί, νά ἀποκτήσουμε κατά Χάρη αὐτό πού ὁ Θεός εἶναι κατά φύση καί νά μεθέξουμε κατά μετουσία αὐτό πού ὁ Θεός εἶναι κατ’ οὐσίαν. Μέσα ἀπό τήν κατά Χάρη θέωση μποροῦμε νά βιώσουμε μερικά γνωρίσματα τοῦ προσώπου–ὑποστάσεως.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Παναγιώτου Χρήστου: Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. Β', Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, σέλ. 642 κ. ἑξῆς
- Προβολές: 3925