Skip to main content

«Ἦτο, ἐν ὀλίγοις, μοναδικός»

«Ὁ δὲ πατὴρ Φλωρόφσκι, χωρὶς ἀμφιβολία, ἦτο θαυμαστὴς τοῦ ἔργου τοῦ πατρὸς Ρωμανίδη καὶ ἔτρεφε τὰ συναισθήματα τῆς πατρικῆς ἀγάπης καὶ ἐκτιμήσεως ἀπέναντί του. Ὁ πατὴρ Φλωρόφσκι τὸν θεωροῦσε διάδοχό του εἰς τὸ ἔργο τῆς ἀλλαγῆς ὁλοκλήρου τοῦ προσανατολισμοῦ τῆς συγχρόνου καὶ μέχρι τότε δυτικιζούσης ὀρθοδόξου θεολογίας.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρωσι τῆς θεολογίας μας ἀπὸ τὰς ἐπιδράσεις τῶν ἑτεροδόξων, αὐτὸ ποὺ ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα ὁ πατὴρ Φλωρόφσκι ἦτο ἡ ἔντονη προσπάθεια τοῦ πατρὸς Ρωμανίδη νὰ τονίση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος θεολογία δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ διανοητικὴ ἄσκησις ἢ γνῶσις, ἀλλ’ ἀντιθέτως εἶναι ἕνα βίωμα ποῦ ἐπιδρᾶ στὸ βαθύτερο μέρος τοῦ εἶναι μας, καὶ μᾶς ὁδηγεῖ, βαθμηδὸν καὶ κατ’ ὀλίγον πρὸς τὴν θέωσιν. Ἡ θεολογία αὐτή, ἑπομένως, δὲν εἶναι μία ἁπλὴ ἐπιστήμη, ἀλλὰ τοὐναντίον, εἶναι μία ζωὴ καὶ ἐμπειρία ὁλόκληρη, ἡ ὁποία ἔχει ἀρχή, ἀλλά, χάριν Θεοῦ, δὲν ἔχει τέλος.

«Πρόσεχε, υἱέ μου», μοῦ ἔλεγε ὁ πατὴρ Φλωρόφσκι, «αὐτὰ ποὺ σοῦ διδάσκει ὁ πατὴρ Ἰωάννης ὄχι μόνον θὰ σώσουν τὴν ψυχή σου, ἀλλὰ θὰ σὲ κάνουν φάρο τῆς Ὀρθοδοξίας σὲ ἕναν κόσμο ποὺ σπαράσσεται ἀπὸ τὴν ἀφομοίωσιν καὶ τὸν σχετισμόν. Ἡ ἀποστολή σου ὡς ἱερεὺς θὰ εἶναι νὰ διδάξης τὴν ἀλήθειαν ποὺ μένει στοὺς αἰῶνες, καὶ αὐτὴ τὴν ἀλήθειαν θὰ τὴν μάθης ἀπὸ τὸν πατέρα Ἰωάννην».

Ἐπὶ πλέον, ὁ πατὴρ Φλωρόφσκι ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πατὴρ Ρωμανίδης ἦτο ἄφοβος μαχητὴς ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτὸς μοῦ ἐξήγησε ὅτι δὲν ἐδίστασε νὰ παλέψη ὁ πατὴρ Ρωμανίδης μὲ τὰ τότε μεγαλύτερα ἀναστήματα τῆς θεολογίας τῆς ἐποχῆς του...

Ἦτο ριζοσπάστης, ἀλλὰ ὅλως ἀπροσδόκητα ἦτο συνάμα καὶ ὑπερασπιστὴς τῆς ἀρχαίας καὶ γνησίας παραδόσεως καὶ ὄχι ἑνὸς νέου καὶ συγχρόνου θεολογικοῦ φρονήματος. Ἦτο, ἐν ὀλίγοις, μοναδικός».

(Πρωτοπρεσβύτερος Ἀνδρέας Δημότσης, εἰς Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικὸς θεολόγος...»)

«Τό ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη» - 13 Νοεμβρίου 2011, Ναύπακτος

«Τό ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη» - Δεκαετὲς Μνημόσυνο π. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου, 13 Νοεμβρίου 2011, Ναύπακτος

«Τό ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη» - Δεκαετὲς Μνημόσυνο π. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου, 13 Νοεμβρίου 2011, Πνευματικὸ Κέντρο Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου. 

Τήν Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011, πραγματοποιήθηκε στὴν Ναύπακτο ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ἀρχιερατικὸ Μνημόσυνο καὶ ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα γιὰ τὸν ἀείμνηστο διδάσκαλο καὶ καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως δέκα ἐτῶν (2001-2011) ἀπὸ τὴν κοίμησή του. Ὁ π. Ἰωάννης, κατὰ τὰ τελευταία ἔτη τῆς ζωῆς του, ἦταν ἐγγεγραμμένος στὸν ἱερατικὸ κατάλογο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. 

Διαβᾶστε σχετικά:  Τεῦχος 184 - Νοέμβριος 2011

Δεῖτε τὰ video τῆς Ἡμερίδος: «Τό ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη» 13 Νοεμβρίου 2011, Ναύπακτος

  • Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Εἰσαγωγὴ στὴν Ἡμερίδα,
  • Εἰσήγηση π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ: «Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, σημεῖον ἀντιλεγόμενον»
  • κ. Δέσπω Λιάλιου: «Θεολογικές προϋποθέσεις τῆς ἑρμηνευτικῆς στὸ ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη»
  • Εἰσήγηση κ. Ἀντωνίου Παπαδόπουλου: « Ἀναμνήσεις μου ἀπὸ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη»
  • Εἰσήγηση κ. Σταύρου Γιαγκάζογλου: «Ἡ σημασία τοῦ περὶ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἔργου τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη γιἀ τἠν Ἐκκλησία καὶ τὴν θεολογία».
  • Εἰσήγηση κ. Λάμπρου Σιάσου: «Ρωμανιδικά ἀλεξίπυρα καὶ ἀκαδημαϊκὲς φλογώσεις».
  • Εἰσήγηση π. Γεώργιου Δράγα: «Ἡ Πατερικὴ θεολογία ὡς βάση τῆς συγχρόνου Ὀρθοδόξου Ἐρμηνευτικῆς»

 

 

† Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης

Ὁ διδάσκαλος τῆς Ρωμηοσύνης, «Κορυφαῖος Δογματικός Θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας»

† Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης Τὴν 1η Νοεμβρίου 2001 ἐκοιμήθη ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, Καθηγητὴς τῆς Θεολογίας, ὁ «διδάσκαλος τῆς Ρωμαίϊκης ὑποστάσεως τοῦ Γένους», ὁ «Κορυφαῖος Δογματικός Θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας» (Ναυπάκτου Ἱερόθεος).

Ἡ κηδεία του ἔγινε τὴν Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2001, στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Ἀθηνῶν. Συμμετεῖχαν οἱ Ἀρχιερεῖς: Τυρολόης Παντελεήμων, Ναυπάκτου Ἱερόθεος, ὁ ὁποῖος καὶ ἐκπροσώπησε τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλο, Ἱεραπύτνης Εὐγένιος καὶ πρώην Ἀτλάντας κ. Ἰωάννης, ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός καὶ ἄλλοι Ἱερεῖς, ἡ οἰκογένειά του, ἡ ἀδελφή καὶ ὁ ἀνηψιός τοῦ ἐκλιπόντος, καὶ ἄλλοι μαθητές καὶ φίλοι του.

Τήν ἐξόδιο ἀκολουθία ἔψαλε ὁ χορός τοῦ Συλλόγου Μουσικοφίλων Κωνσταντινουπόλεως.

Σήμερα, 2 Νοεμβρίου 2020 ἡμέρα τῆς ἐπετείου τῆς κοιμήσεως τοῦ ἀειμνήστου π. Ἰωάννη, ἡ ἱστοσελίδα μας κάνει ἕνα μικρό ἀφιέρωμα, εἰς τιμήν καί μνήμην του.

Δημοσιεύονται:

–ὁ ἄμωμος, τά εὐλογητάρια, οἱ εὐχές καί ἡ ἀπόλυση τῆς ἐξοδίου Ἀκολουθίας του (ἠχητικά)

Ἄμωμος Ἐξοδίου Ἀκολουθίας 1/3

Εὐλογητάρια Ἐξοδίου Ἀκολουθίας 2/3

Εὐχὲς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας 3/3

Ὁμιλία Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου

– Ὁμιλία Πρωτοπρεσβύτερου καὶ Καθηγητοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ

– Ὁμιλία Καθηγητοῦ κ. Λάμπρου Σιάσου

– Ὁμιλία Καθηγήτριας κ. Δέσπως Λιάλιου

– Ὁμιλία Καθηγητοῦ κ. Χριστινάκη

Παρουσίαση γιά τόν π. Ἰωάννη πού προβλήθηκε κατά τήν παρουσίαση τῆς «Ἐμπειρικῆς Δογματικῆς» (προβολή-ἦχος)

Thomas Shaw: Μιλώντας γιὰ τὸν Διάβολο

Ὁ π. Ἰωάννης κοιμήθηκε, ὅμως δὲν ἔπαψε νὰ μιλᾶ: «Μύσας ὁ... Ἰωάννης τὸ στόμα, ἀφῆκεν ἡμῖν ἄλλο τάς βίβλους στόμα» (στίχοι στὸν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο). Ὁ λόγος του, λόγος σύγχρονος καὶ παραδοσιακός, διεισδυτικός καὶ διακριτικός, ὀξύς καὶ θεραπευτικός, πατερικός, θεολογικός, θὰ ἀκούγεται ἔντονα, ὅπου ἡ μικρά ζύμη θὰ ζυμώνη ὅλο τὸ φύραμα.

Ἀφιέρωμα στὸν π. Ίωάννη Σ. Ρωμανίδη: Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καὶ ἡ «Ἐμπειρικὴ Δογματική»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Θά ήθελα νά ευχαριστήσω εκ καρδίας τούς τρείς διακεκριμένους εισηγητάς τής σημερινής παρουσιάσεως τών δύο τόμων τής «Εμπειρικής Δογματικής, κατά τίς προφορικές παραδόσεις τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη», πού μέ τόν λόγο τους έκαναν ένα μνημόσυνο στόν μεγάλο αυτόν διδάσκαλο τής Ρωμηοσύνης καί τής θεολογίας τών Προφητών, Αποστόλων καί Πατέρων.

Νά μνημονεύσω τόν αγαπητό Πρωτοπρεσβύτερο καί Καθηγητή π. Γεώργιο Μεταλληνό, πού συντόνισε τήν σημερινή συνάντηση καί ομίλησε γιά τόν πεφιλημένο διδάσκαλο μέ καρδιακά αισθήματα, όπως καί τό κάνει επανειλημμένως. Ο ίδιος θεωρεί τιμή πού τόν αποκαλούν μαθητή τού π. Ιωάννου, άν καί δέν διετέλεσε ποτέ φοιτητής του. Νά ευχαριστήσω τόν Πρωτοπρεσβύτερο π. Στέφανο Αβραμίδη, μαθητή τού π. Ιωάννου στήν Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, ο οποίος πολλάκις τόν ανέπαυσε καί τόν βοήθησε ποικιλοτρόπως καί στό γραφείο τού οποίου κατέφευγε πολλές φορές ο αείμνηστος π. Ιωάννης. Επίσης, νά ευχαριστήσω τόν καθηγητή κ. Λάμπρο Σιάσο, ο οποίος ήταν μαθητής του στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης καί επηρεάσθηκε από αυτόν.

Ἀφιέρωμα στὸν π. Ίωάννη Σ. Ρωμανίδη: Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καὶ ἡ «Ἐμπειρικὴ Δογματική»  Ευχαριστώ καί τούς τρείς, γιατί δέχθηκαν νά παρουσιάσουν τό δίτομο αυτό έργο, νά ομιλήσουν γιά τόν μακαριστό διδάσκαλο τής Ρωμηοσύνης καί τής ορθοδόξου θεολογίας καί νά πούν λόγο καρδιακό καί γιά τήν ελαχιστότητά μου. Εξομολογούμενος θά ήθελα νά πώ ότι, παρά τό ότι εξέδωσα πολλά βιβλία στήν ελληνική γλώσσα, εν τούτοις αρνήθηκα προτάσεις γιά δημόσια παρουσίαση γιά κάποιο από αυτά. Εξαίρεση γίνεται γιά τό δίτομο αυτό έργο τής «Εμπειρικής Δογματικής», γιατί θέλω νά προβληθή τό πρόσωπο τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη, ιδίως εφέτος πού συμπληρώνεται δεκαετία από τήν κοίμησή του.

Θά ήθελα κλείνοντας τήν σημερινή εκδήλωση νά τονίσω τέσσερα «πώς», δηλαδή τέσσερα σημεία πού συνδέονται μέ τό πρόσωπο καί τό έργο τού μακαριστού Διδασκάλου τής ορθοδόξου Πνευματικότητας.

1. Πώς ανακάλυψα τόν π.Ιωάννη Ρωμανίδη

Η ανακάλυψη εκ μέρους μου τού π. Ιωάννου έγινε προοδευτικά. Τόν γνώρισα, όπως περίπου γνωρίζει κανείς κάποιον καλλιτέχνη, αφού πρώτα ακούει γι’ αυτόν, έπειτα θαυμάζει τά έργα του καί στήν συνέχεια συναντά καί τόν ίδιο προσωπικά.

Στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, όπου σπούδαζα (1964-1968) καί στά επιλεγόμενα μαθήματα άκουσα γι’ αυτόν, γιά πρώτη φορά, πρίν έλθη στήν Ελλάδα. Στό επιλεγόμενο μάθημα τής Πατρολογίας, μέ τόν καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου, έγινε κάποτε τό 1967 συζήτηση γιά ένα θεολογικό ζήτημα. Μερικοί μεταπτυχιακοί από τήν Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού Βοστώνης Αμερικής αναφέρθησαν διεξοδικώς στόν άγιο Ιγνάτιο τόν Θεοφόρο καί μετά σέ άλλους Αποστολικούς Πατέρας τής Εκκλησίας. Τότε ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου είπε: «γνήσιοι μαθητές τού Ρωμανίδη». Τήν εποχή εκείνη ο π. Ιωάννης δίδασκε στήν Θεολογική Σχολή Βοστώνης καί βέβαια ησχολείτο ιδιαιτέρως μέ τούς αγαπητούς του Αποστολικούς Πατέρας.

Στό τέλος τού τετάρτου έτους τών σπουδών μου ο καθηγητής Ιωάννης Καλογήρου, πού μάς δίδασκε κατά ανάθεση τό μάθημα τής Δογματικής, αφού η έδρα ήταν κενή, μάς ανήγγειλε, μέ μεγάλη χαρά ότι εξελέγη νέος Καθηγητής γιά τήν Δογματική, ένας μεγάλος θεολόγος από τήν Αμερική καί θά άρχιζε τά μαθήματα τήν επομένη χρονιά. Βέβαια, ακούγαμε γι’ αυτόν, γιά τήν συζήτηση πού προκάλεσε, πρίν λίγα χρόνια στήν Θεολογική Σχολή Αθηνών, η διδακτορική του διατριβή πού είχε υποβληθή. Όμως, έλαβα τό πτυχίο τής Θεολογικής Σχολής, χωρίς νά έχη αρχίσει τήν παράδοση τών μαθημάτων του καί έτσι δέν τόν γνώρισα τότε προσωπικά. Άκουγα γι’ αυτόν από τά πνευματικά μου παιδιά πού σπούδαζαν στό Πανεπιστήμιο τής Θεσσαλονίκης καί ομιλούσαν μέ ενθουσιασμό γι’ αυτόν. Μού έφερναν νά ακούσω διάφορες μαγνητοφωνημένες κασέτες καί τά πρώτα κείμενά του. Αγόρασα τό βιβλίο τής «Δογματικής» του καί άρχιζα νά τήν διαβάζω μέ ικανοποίηση καί ενθουσιασμό.

Αργότερα τόν γνώρισα προσωπικά στήν Αθήνα, μετά τήν αναγκαστική, πλήν όμως μέσα στό σχέδιο τού Θεού, μετακίνησή μου εκεί από τήν Εδεσσα, στό Γραφείο τού δικηγόρου κ. Αθανασίου Σακαρέλλου, τόν οποίον αγαπούσε πολύ, όπου παρέδιδε μαθήματα σέ έναν κύκλο είκοσι μέ τριάντα μαθητών, καί ήμουν ακροατής διαφόρων παραδόσεών του στόν Ιερό Ναό τής Αγίας Μαρίνης Ιλισίων. Θυμάμαι μιλούσε μέ σταθερό καί αυθεντικό τρόπο, χωρίς νά έχη μπροστά του σημειώσεις καί συνέδεε στενά τήν θεολογία μέ τήν ιστορία. Στήν παράδοσή του είχε στόχο. Μέ τόν καιρό γνωρισθήκαμε καλύτερα, τόν επισκεπτόμουν στό σπίτι του, συμφάγαμε σέ διάφορα φιλικά σπίτια, πήγαμε μαζί στό Βανκούβερ τού Καναδά γιά νά παραδώσουμε μαθήματα γιά τρείς ημέρες σέ ειδικό σεμινάριο πού διοργάνωσε η Orthodox Church of America (OCA) καί είχαμε καθημερινή σχεδόν τηλεφωνική επικοινωνία. Τελικά, μού ζήτησε νά τόν προσλάβω στήν Ιερά Μητρόπολή μου ως Ιερέα, πράγμα πού έγινε μετά από απολυτήριο πού εξεδόθη από τήν Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής, χωρίς βεβαίως νά εγγραφή στούς μισθολογικούς κατάλόγους. Τόν εκτιμούσα, τόν αγαπούσα καί τόν σεβόμουν γιά τήν θεολογία πού δίδασκε, αλλά κυρίως γιά τό ταπεινό καί ευγενικό του ύφος. Δικά μου πνευματικά παιδιά τόν βοηθούσαν σέ διάφορες εργασίες του, αφιερώνοντας πολύ χρόνο μαζί του, ακόμη καί τίς νυκτερινές ώρες.

2. Πώς εξετίμησα τά κείμενά του

Είχα τήν εξαιρετική ευλογία από τόν Θεό νά είμαι φοιτητής στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, μέσα στό κέντρο τής μελέτης τών έργων τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά. Έτσι, διάβαζα γιά τήν θεολογία τού μεγάλου αυτού αγιορείτου καί θεόπτου Πατρός, όπως επίσης διάβαζα καί τά έργα τών μεγάλων Πατέρων τής Εκκλησίας, επισκεπτόμουν τό Άγιον Όρος καί είχα επικοινωνία μέ τούς ερημίτας πατέρας, τούς οποίους ρωτούσα γιά τήν ευχή καί γενικά γιά τήν πνευματική ζωή. Στήν Έδεσσα, ο αείμνηστος γέροντάς μου Μητροπολίτης Καλλίνικος μέ προέτρεψε νά μελετώ τά έργα τού αγίου Νικοδήμου τού αγιορείτου, ιδίως τό Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον καί τό Εορτοδρόμιον, καί τών άλλων φιλοκαλικών Πατέρων. Έπειτα, γνώρισα τόν γέροντα Σωφρόνιο από τόν οποίο ωφελήθηκα πολύ. Αργότερα διάβασα όλα τά εκδοθέντα κείμενα τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου.

Ευρισκόμενος μέσα σέ αυτήν τήν ατμόσφαιρα γνώρισα τά κείμενα τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη καί τά εκτίμησα δεόντως. Κατάλαβα τήν πνευματική τους συγγένεια μέ τά έργα τών Πατέρων τής Εκκλησίας. Στήν πραγματικότητα ο π. Ιωάννης συνδύαζε άριστα τήν ησυχία μέ τήν θεολογία, τήν άσκηση μέ τήν καθηγητική έδρα, τήν προσευχή μέ τήν θεολογική έκφραση.

Έτσι, μπορώ νά πώ ότι δέν διάβασα πρώτα τά κείμενα τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη καί στήν συνέχεια ανέτρεξα στά έργα τών αγίων Πατέρων, αλλά πρώτα είχα μελετήσει τά έργα όλων τών γνωστών καί μεγάλων ησυχαστών Πατέρων καί στήν συνέχεια γνώρισα τά έργα τού μακαριστού καθηγητού. Ένοιωσα ότι είχε καταλάβει τό πνεύμα τών Πατέρων καί είχε συλλάβει τήν πεμπτουσία τής διδασκαλίας τους. Καταλάβαινα ότι εξέφραζε τήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων μέ έναν σύγχρονο τρόπο, χωρίς όμως νά τά αλλοιώνη, χωρίς νά είναι νεοπατερικός ή μεταπατερικός θεολόγος. Ο προφορικός λόγος του ήταν μιά ζωντανή αφομοιωμένη τροφή. Ο ίδιος είχε γνωρίσει τόν σχολαστικισμό καί τόν ηθικισμό τών δυτικών Χριστιανών στήν Αμερική, γνώρισε δέ καί τόν ησυχασμό σέ διαφόρους αγιορείτες καί ασκητές καί γι' αυτό ο λόγος του ήταν αυθεντικός, ορθόδοξος. Είναι χαρακτηριστικά τά όσα είπε σέ μιά ομιλία του:

«Εγώ, επειδή πέρασα τά στάδια τής σχολαστικής θεολογίας στήν δική μου ζωή, όταν ήλθα στήν Ελλάδα μού έκανε μεγάλη εντύπωση όταν έβλεπα τούς σημερινούς ορθοδόξους θεολόγους στό Πανεπιστήμιο τών Αθηνών νά ζητούν συγγνώμη από όλο τόν κόσμο, γιατί καί εμείς δέν είχαμε σχολαστική θεολογία, όπως έχουν οι δυτικοί καί σταματήσαμε στούς Πατέρες τής Εκκλησίας μέχρι τόν Δαμασκηνό καί τόν Ισίδωρο Σεβίλλης ή τόν Μέγα Φώτιο».

Έτσι, μελετώντας τά κείμενα τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη διέκρινα τόν καθαρό, ορθόδοξο, πατερικό λόγο, ο οποίος στήν πραγματικότητα απαντούσε σέ όλες τίς προκλήσεις τής δυτικής θεολογίας, αλλά καί τής δικής μας θεολογίας πού είχε επηρεασθή από τήν σχολαστική θεολογία, δηλαδή τόν σχολαστικισμό καί ηθικισμό. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, μέ τόν λόγο του καί τά γραπτά του, είχε έναν σημαντικό στόχο, παρουσίαζε τήν καθαρή διδασκαλία τών Πατέρων τής Εκκλησίας, πού ήταν ησυχαστική καί θεωτική.

3. Πώς εργάσθηκα γιά νά ολοκληρώσω τό δίτομο έργο τής «εμπειρικής δογματικής»

Όσοι ασχολούνται μέ τό γράψιμο, πού καί αυτό είναι ένα χάρισμα τού Θεού καί μιά τέχνη, γνωρίζουν ότι δέν είναι εύκολο έργο. Τό έργο αυτό είναι στήν πραγματικότητα καλλιτεχνικό, όπως η ζωγραφική καί άλλες τέχνες, πού πολλές φορές κανείς δυσκολεύεται γιά νά συντονίση τήν σκέψη καί τόν σκοπό μέ τόν διατυπωμένο λόγο. Πολύ περισσότερο τό επιστημονικό έργο είναι δυσχερές, γιατί πρέπει κανείς νά συγκεντρώση πολύ υλικό καί θά πρέπει νά τό τιθασεύση καί στήν συνέχεια νά τό συρράψη μέ έναν βασικό σκοπό.

Αυτήν τήν δυσκολία τήν αισθάνθηκα κυρίως στήν συγγραφή αυτού τού έργου. Μέ κούρασε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο στήν σύνθεση καί τήν ολοκλήρωση. Βέβαια, μέ βοήθησαν πολλά πνευματικά μου παιδιά σέ διάφορες φάσεις τού έργου, τούς οποίους ευχαρίστησα στόν πρόλογο τού Α’ Τόμου, δηλαδή μέ βοήθησαν στήν συλλογή κασετών, στήν απομαγνητοφώνησή τους, στό πέρασμα τών απομαγνητοφωνήσεων στόν υπολογιστή, στήν ευρετηρίαση τών κειμένων. Στήν συνέχεια εγώ έπρεπε νά επιλέξω τά θεολογικά χωρία καί νά τά ξεχωρίσω μέσα από πληθώρα άλλων αναφορών. Καί κατ’ αυτόν τόν τρόπο συγκέντρωσα πάνω από δυό χιλιάδες μεγάλα ή μικρά χωρία από τίς απομαγνητοφωνημένες ομιλίες ή παραδόσεις του.

Γιά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, σχεδόν έναν χρόνο, μελετούσα γιά τό ποιά μορφή θά πάρη η επεξεργασία τού θέματος καί πώς θά παρουσιασθή η «εμπειρική δογματική». Όταν κατέληξα στό σχήμα πού έπρεπε νά λάβη, άρχισε η δυσχέρεια τού χωρισμού τού υλικού κατά μεγάλες ενότητες, κεφάλαια, υποκεφάλαια, υποδιαιρέσεις. Καί στήν συνέχεια ακολούθησε τό εξαιρετικά δύσκολο έργο νά συνδέσω καί νά συρράψω τά χωρία, καθώς επίσης νά γεμίσω τυχόν κενά μέσα από τήν σκέψη τού π. Ιωάννου, γιά νά μή αλλοιωθή ο λόγος του. Γιά τόν λόγο αυτόν ανέτρεξα καί διάβασα όλα τά γνωστά καί άγνωστα κείμενά του, γραμμένα κυρίως στήν αγγλική γλώσσα καί τά οποία δέν έχουν δημοσιευθή μεταφρασμένα στά ελληνικά. Είναι γνωστόν ότι ο π. Ιωάννης πέρασε τόν περισσότερο χρόνο τής ζωής του στήν έρευνα, παρά στό γράψιμο, αλλά καί τό μεγαλύτερο τμήμα τών επιστημονικών του ερευνών είναι γραμμένο στήν αγγλική γλώσσα καί είναι ακόμη αμετάφραστο.

Γιά τήν συγγραφή διαφόρων κειμένων μου, χρησιμοποιώ τρείς τρόπους, ήτοι τόν υπολογιστή, τήν υπαγόρευση καί τήν ιδιόχειρη γραφή. Τό έργο αυτό «Εμπειρική Δογματική», πού τελικά ολοκληρώθηκε σέ 850 περίπου σελίδες, γράφηκε ολόκληρο ιδιοχείρως, μέ μολύβι, γιατί μέ διευκόλυνε στήν σύνθεση τών δεκάδων καί εκατοντάδων αποσπασμάτων τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη πού είχα υπ' όψιν μου.

Πάντως, δέν γνωρίζω άν πέτυχα απόλυτα αυτήν τήν σύνδεση, πράγμα πού θά τό πούν οι αναγνώστες. Τό γεγονός είναι ότι επειδή ο π. Ιωάννης ομιλούσε μέ πυκνό λόγο καί τρόπο καί επανελάμβανε τίς ίδιες απόψεις, αφού συνήθως δέν είχε κατά τήν ομιλία του ένα σχεδιάγραμμα, καί οι ομιλίες πού είχα υπ’ όψη μου ήταν από διαφορετικούς χρόνους καί από διαφορετικά ακροατήρια, γι’ αυτό ήταν επόμενο νά δυσκολευθώ στήν οργάνωση καί τόν διαχωρισμό, κατά ενότητες, τού υλικού πού συγκέντρωσα. Επίσης, πρέπει νά υπογραμμίσω ότι κάθε τόμο τόν δούλευσα μέ διαφορετικό τρόπο, πού δέν είναι κατάλληλη η ώρα νά αναλύσω.

Αυτή ήταν η πρώτη καταγραφή. Στήν συνέχεια έπρεπε νά ξεκαθαρισθούν τά κεφάλαια ακόμη περισσότερο, νά ευρεθούν τά επαναλαμβανόμενα χωρία καί νά αποφασισθή ποιό θά παραμείνη καί ποιό θά απομακρυνθή. Διάβασα κάθε τόμο προσεκτικά οκτώ μέ δέκα φορές καί κάθε φορά έκανα τίς αναγκαίες διορθώσεις. Ακόμη καί τώρα πού τό διαβάζω δέν τό χορταίνω, αλλά καί βρήκα μερικά ορθογραφικά καί φραστικά λάθη, τά οποία θά διορθωθούν στήν δεύτερη έκδοση.

Επί πλέον, έδωσα αυτά τά κείμενα καί σέ διάφορα πνευματικά μου παιδιά, καθηγητές Πανεπιστημίων, Θεολόγους, Κληρικούς, μοναχούς, γιά νά διατυπώσουν τίς κρίσεις τους. Σέ πολλά σημεία οι παρατηρήσεις τους μέ βοήθησαν νά βελτιώσω τό κείμενο καί έτσι έλαβαν οι δύο Τόμοι τήν τελική τους μορφή. Επίσης καί κυριολεκτικά τήν τελευταία στιγμή, πρίν νά αρχίση η εκτύπωση, έκανα διορθώσεις. Τήν μεγαλύτερη βοήθεια μού προσέφερε ο Αρχιμ. Καλλίνικος Γεωργάτος, σέ όλες τίς φάσεις τής συγγραφής καί τής επεξεργασίας τού έργου.

Πάντως, παρά τό ότι τό έργο ήταν δυσχερές καί παρά τό ότι δέν υπήρχε κάποια παρόμοια δογματική γιά νά τήν έχω ως πρότυπο, οπότε τό έργο είναι κατ' εξοχήν πρωτότυπο, εν τούτοις τό έκανα μέ μεγάλη χαρά καί μπορώ νά προσθέσω μέ μεγάλη έμπνευση, αλλά καί προσευχή. Δέν αισθανόμουν καθόλου κόπωση καίτοι έγραφα ιδιοχείρως τίς νυκτερινές καί πρωϊνές ώρες. Ζούσα περίπου όπως ο καλλιτέχνης ο οποίος καί όταν βρίσκεται μέσα σέ πολυκοσμία δουλεύει εσωτερικά τό θέμα του καί βιάζεται νά επιστρέψη στό σπίτι του γιά νά συνεχίση τό έργο του καί νά αποτυπώση τήν έμπνευσή του. Καί μάλιστα πολλές φορές όταν εργάζεται πολλές ώρες απορροφάται τελείως από τό αντικείμενο πού συνθέτει ή επεργάζεται. Ένα από τά σημαντικότερα κείμενα τού Β’ τόμου, τό περί σταδίων τής πνευματικής τελειώσεως (κάθαρση, φωτισμός, θέωση) τό έγραψα κατά τήν διάρκεια τών Συνεδριάσεων τής Ιεραρχίας τού Οκτωβρίου 2009, γιά πολλές ημέρες καί όμως μέ είχε απορροφήσει τελείως τό θέμα τού βιβλίου, χωρίς νά παύσω νά συμμετέχω ενεργώς στίς Συνεδριάσεις της καί νά ενημερώνω τούς δημοσιογράφους ως εκπρόσωπος Τύπου τής Ιεράς Συνόδου.

Δοξάζω τόν Θεό γι’ αυτήν τήν δωρεά καί τήν έμπνευση πού μού έδωσε. Κάποιος μού είπε ότι, διαβάζοντας τό βιβλίο, αισθάνθηκε μιά αύρα προσευχής. Αυτό αισθανόμουν καί εγώ συνθέτοντας καί ενοποιώντας τόν ζωντανό προφορικό λόγο τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη.

4. Πώς αισθάνθηκα τόν π. Ιωάννη Ρωμανίδη, κυρίως όσο δούλευα μέ τά κείμενά του

Στούς προλόγους, τίς εισαγωγές καί τούς επιλόγους καί τών δύο τόμων έχω γράψει μερικά γιά τό θέμα αυτό καί ο αναγνώστης μπορεί νά ανατρέξη σέ αυτά. Εδώ κυρίως θά ήθελα νά τονίσω ότι αισθανόμουν ότι ο π. Ιωάννης είχε ένα είδος κατά Χριστόν σαλότητος. Συμπεριφερόταν, μιλούσε, επικοινωνούσε θεολογικά μέ τούς ανθρώπους, συμμετείχε στά Συνέδρια καί τούς διαλόγους ως ένας κατά Χριστόν σαλός. Είχε καταλήξει στήν αυθεντική θεολογία τών Προφητών, τών Αποστόλων, τών Πατέρων, κατάλαβε τί αλλοιώσεις επέφερε η σχολαστική θεολογία καί η Φραγκολατινική παράδοση, καί ήταν απόλυτος στόν λόγο του καί στίς φράσεις του, σχεδόν «τσεκουράτος».

Μεγάλωσε στό Μανχάταν τής Νέας Υόρκης, σέ ένα όμως καππαδοκικό περιβάλλον, μέ προσευχή καί νηστεία. Τίς γυμνασιακές του σπουδές τίς έκανε σέ παπικό Γυμνάσιο φοίτησε στήν Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή τού Τιμίου Σταυρού Βοστώνης έκανε ευρύτερες σπουδές στήν προτεσταντική Σχολή τού Γέιλ κατά καιρούς σπούδασε στό Πανεπιστήμιο Κολούμπια τής Νέας Υόρκης, στήν Ρωσική Θεολογική Σχολή τού αγίου Βλαδιμήρου Νέας Υόρκης, στήν Ρωσική Θεολογική Σχολή τού αγίου Σεργίου στό Παρίσι, στήν προτεσταντική Σχολή τού Μονάχου Γερμανίας καί μετά ήλθε στήν Αθήνα γιά τήν εκπόνηση τής διδακτορικής του διατριβής. Έπειτα, έκανε διδακτορικό στήν Σχολή Ιστορίας καί Φιλοσοφίας τής Θρησκείας τού Χάρβαρντ, δίδαξε στήν Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης καί στήν Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή τού Λιβάνου.

Τό σημαντικό είναι ότι μετά από τέτοιες σπουδές τά εγκατέλειψε όλα, όσα είχε μάθει, κυριολεκτικά τά απαρνήθηκε, «τά έφτυσε», κατά τό κοινώς λεγόμενο, καί μιλούσε συνέχεια γιά τήν κάθαρση τής καρδιάς, τόν φωτισμό τού νού, τήν προσευχή, τήν θεωρία τού Θεού, δηλαδή μιλούσε γιά τήν εμπειρία καί τήν θεολογία τών ησυχαστών μοναχών καί τών Πατέρων, πού τήν θεωρούσε ως τήν βάση τής ορθοδόξου θεολογίας.

Αυτόν τόν θεολογικό λόγο, μαζί μέ τίς παρατηρήσεις του γιά τήν Ρωμηοσύνη καί τήν Φραγκοσύνη, τόν περνούσε σέ Συνέδρια, σέ διαλόγους, σέ μεγάλα ακροατήρια, χωρίς νά υπολογίζη τίς αντιδράσεις τών ακροατών του. Ένας αγιορείτης Ηγούμενος πού τόν είχε ακούσει νά ομιλή καί νά εισηγήται ένα θέμα σέ συνάντηση Θεολογικών Σχολών μού είπε ότι τόν αισθάνθηκε «ως ταύρον εν υαλοπωλείω». Αυτήν τήν νοοτροπία του καί τήν ισχυρά παρρησία του τήν χαρακτηρίζω ως ένα είδος κατά Χριστόν σαλότητος. Μιλούσε στόν 20ο αιώνα μέ τήν νοοτροπία τού 4ου αιώνος, μιλούσε ως ένας ερημίτης καί Πατέρας τών πρώτων αιώνων τής Εκκλησίας, χωρίς νά υπολογίζη τίς αντιδράσεις τών ανθρώπων.

Στήν περίπτωσή του ισχύει αναλογικά ο λόγος τού αγίου Συμεών τού κατά Χριστόν σαλού, όταν πήρε απόφαση νά κατέβη στήν πόλη καί νά κτυπήση τήν υποκρισία καί τόν φαρισαϊσμό τών ανθρώπων. Τότε είπε στόν συνασκητή του: «Πίστευσον εγώ ου μένω, αλλ' εν τή δυνάμει τού Χριστού υπάγω εμπαίζων τώ κόσμω». Καί ο π. Ιωάννης ήταν ένας τέτοιος κατά Χριστόν σαλός πού ενέπαιζε τήν υποκρισία, τόν σχολαστικισμό καί τόν ευσεβισμό τών ανθρώπων τής Εκκλησίας, κυρίως τόν δυτικό χριστιανισμό πού ζούσαν στήν πράξη.

Θεωρώ σημαντική τήν σύμπτωση πού γίνεται η σημερινή παρουσίαση, ημέρα κατά τήν οποία εορτάζουν ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, ένας ησυχαστής Πατέρας πού μιλούσε γιά τήν επάνοδο τού νού στήν καρδιά, καί ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο ατρόμητος αυτός ομολογητής τής πίστεως, στήν Σύνοδο τής Φερράρας-Φλωρεντίας. Καί ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης είχε στοιχεία καί από τούς δύο αυτούς αγίους, γι' αυτό ήταν διδάσκαλος τού ησυχασμού καί ομολογητής τής ορθοδόξου πίστεως, τόσο στήν Ελλάδα, όσο καί ακτός αυτής στήν Δύση καί τήν Ανατολή.

Τό θέμα είναι πώς έφθασε στό σημείο αυτό ο π. Ιωάννης. Στήν Αμερική κατάλαβε καλά ότι οι Ορθόδοξοι βρίσκονταν σέ μιά σύγχυση, πράγμα τό οποίο παρατηρεί κανείς καί σέ άλλους χώρους. Δηλαδή, όταν ήθελαν νά αντιμετωπίσουν τούς προτεστάντες χρησιμοποιούσαν επιχειρήματα παπικά, καί όταν ήθελαν νά αντιμετωπίσουν τούς παπικούς χρησιμοποιούσαν επιχειρήματα προτεσταντικά. Αυτό σημαίνει ότι δέν είχαν δικό τους ορθόδοξο λόγο. Αυτό παρατηρούσε κανείς παλαιότερα, ίσως καί τώρα, καί σέ μερικούς δικούς μας θεολογικούς κύκλους.

Έχοντας αυτό υπ’ όψη του ο π. Ιωάννης προσπάθησε νά βρή τόν αυθεντικό ορθόδοξο λόγο. Γι’ αυτό στράφηκε στό ευχολόγιο τής Εκκλησίας, τίς προσευχές, τίς ευχές καί τόν τρόπο τών Μυστηρίων, δηλαδή τό lex orandi τής Εκκλησίας, καθώς επίσης επιδόθηκε στήν ανάγνωση τών έργων τών Πατέρων τής Εκκλησίας, ήτοι τών Αποστολικών Πατέρων, τών μεγάλων Πατέρων τών Οικουμενικών Συνόδων καί τών λεγομένων Φιλοκαλικών, δηλαδή τό lex credendi τής Εκκλησίας, όπως λέγει καί ο Andrew Sopko στό εξαιρετικό βιβλίο του Ο προφήτης τής Ρωμαϊκής Ορθοδοξίας, η θεολογία τού Ιωάννου Ρωμανίδη. Γι’ αυτό ο λόγος του είναι ατόφια ορθόδοξος. Καί επειδή ο ίδιος ήταν ευφυής καί είχε έκτακτα διανοητικά χαρίσματα, τά διετύπωνε μέ πολύ ωραίο τρόπο. Η δέ έντονη καί βαθειά φωνή του, καθώς επίσης, η ηρεμία τού λόγου του, αλλά ενίοτε καί ο παλμός του, όταν καυτηρίαζε αιρετικές αποκλίσεις μερικών ορθοδόξων θεολόγων, ενθουσίαζε τούς ακροατές του καί μετέδιδε προσωπικά βιώματα καί έδινε έμπνευση.

Σέ μερικούς έχει σχηματισθή η εντύπωση ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ήταν μονομανής καί επιθετικός εναντίον τών Φραγκολατίνων καί τού Αυγουστίνου, τόν οποίον εκείνοι εχρησιμοποίησαν γιά νά στηρίξουν τίς απόψεις τους. Πράγματι, αυτό φαίνεται από μιά πρόχειρη καί επιφανειακή ανάγνωση τών κειμένων τού π. Ιωάννη. Όμως, άν μελετήση κανείς στό βάθος τήν θεολογική του σκέψη, όπως καταγράφεται κυρίως στούς δύο τόμους τής «Εμπειρικής Δογματικής» καί σέ άλλα κείμενά του, θά διαπιστώση ότι τό όλο θεολογικό του έργο ήταν έργο ενότητας καί οδηγούσε πρός τήν ενότητα.

Ήδη έχω αρχίσει νά μελετώ αυτήν τήν πλευρά τού π. Ιωάννη καί επεξεργάζομαι τό θέμα τής ενότητας στό θεολογικό του έργο σέ τέσσερα κυρίως σημεία, ήτοι ενότητα μεταξύ Παλαιάς καί Καινής Διαθήκης, στήν ενότητα μεταξύ εβραϊκής σκέψης καί ελληνικής νοοτροπίας, στήν ενότητα μεταξύ ελληνοφώνων καί λατινοφώνων Ρωμαίων Πατέρων τών πρώτων αιώνων τής Εκκλησίας καί στήν ενότητα μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας καί άλλων Χριστιανών. Μέσα από αυτήν τήν νοοτροπία έβλεπε τό διασπαστικό έργο τών αιρετικών καί τών Φράγκων, γι' αυτό καί καταφερόταν εναντίον τους. Στήν πραγματικότητα μέσα από αυτές τίς τέσσερεις πλευρές έβλεπε τήν επιστροφή τών Χριστιανών στήν ενότητα τής πίστεως καί τήν κοινωνία τού Αγίου Πνεύματος. Αυτό όμως είναι ένα θέμα τό οποίο δέν είναι τής παρούσης ώρας.

Πρίν περατώσω τόν λόγο, θά ήθελα νά ευχαριστήσω τήν Ιερά Μονή Γενεθλίου τής Θεοτόκου - Πελαγίας, τήν Γερόντισσα Σιλουανή καί τίς μοναχές πού εξέδωσαν καί τούς δύο αυτούς τόμους, μέ πολύ μεγάλο ζήλο, αλλά νά ευχαριστήσω καί τόν Σεβ. Μητροπολίτη Θηβών καί Λεβαδείας κ. Γεώργιον, αγαπητό εν Χριστώ αδελφό, πού ευλογεί αυτήν τήν προσπάθεια, η οποία αποτελεί καί τό ιεραποστολικό έργο τής Ιεράς Μονής καί τό εργόχειρο τών μοναζουσών της. Επίσης, νά ευχαριστήσω θερμότατα τόν Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών καί Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο, ο οποίος ως Μητροπολίτης Θηβών καί Λεβαδείας προστάτευσε εμένα καί τό Μοναστήρι καί υπήρξε ο κύριος αίτιος όλου αυτού τού έργου, ακόμη καί τού εκδοτικού.

Οπωσδήποτε, θά ήθελα νά ευχαριστήσω καί όλους εσάς πού ήλθατε σήμερα στήν παρουσίαση αυτή, ιδιαιτέρως τούς τρείς εισηγητές, αλλά καί τόν κ. Αθανάσιο Σακαρέλλο, πού μού έδωσε τό περισσότερο υλικό (κασέτες), μέ τήν προτροπή νά αξιοποιήσω τήν διδασκαλία τού μεγάλου διδασκάλου τής Ορθοδόξου Παραδόσεως. Καί εύχομαι ο Θεός νά αναπαύση τήν ψυχή τού μακαριστού π. Ιωάννου Ρωμανίδη, τού Θεολόγου καί «Προφήτου τής Ρωμηοσύνης» γιά τούς κόπους πού κατέβαλε γιά νά διδάξη τήν «εμπειρική δογματική» καί, φυσικά, μέ τήν υπόμνηση ότι έχουμε καθήκον νά φροντίζουμε γιά τό πώς τό δόγμα θά γίνη τροφή καί ζωή.

Θά τελειώσω μέ έναν λόγο τού Ρώσου θεολόγου Αλέξη Χομιακώφ (1804-1860), συγχρόνου τού μεγάλου Ρώσου λογοτέχνη Φ. Ντοστογιέφσκι, ο οποίος έγραψε σέ μιά επιστολή του: «Υπάρχει ένας νόμος, τόν οποίον δέν θά βρήτε σέ ιστορικά συγγράμματα, αλλά ασφαλώς ισχύει στήν πραγματική ιστορία: ηγετικοί άνδρες δέν μπορούν νά γίνουν ηγήτορες τής δικής τους εποχής αυτοί ηγούνται μόνον εκείνων πού τούς ακολουθούν, διότι οι σύγχρονοί τους δέν είναι ακόμη έτοιμοι». Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ήταν ένας θεολόγος ηγέτης, πού άνοιξε δρόμους καί προοπτικές, επηρέασε οπωσδήποτε πολλούς θεολόγους τής εποχής του, άν καί η πλειονότητα δέν ήταν ακόμη έτοιμη νά τόν δεχθή, αλλά κυρίως θά επηρεάση τίς επόμενες γενιές καί θά δημιουργήση μιά άλλη αίσθηση τών θεολογικών καί εκκλησιαστικών πραγμάτων.–

Ἀφιέρωμα στὸν π. Ίωάννη Σ. Ρωμανίδη: Ὁ διδάσκαλός μου π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καὶ ὁ πνευματικός μου π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, τοῦ π. Στεφάνου Ἀβραμίδη

τού Πρωτοπρ. π. Στεφάνου Αβραμίδη, Γραμματέως τής Συνοδικής Επιτροπής επί τών Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικών Σχέσεων

Μέ τήν αποψινή βιβλιοπαρουσίαση τού Αγίου Ναυπάκτου μάς δίνεται η ευκαιρία νά σκιαγραφήσουμε μιά φωτεινή καί εξέχουσα προσωπικότητα πού σημάδεψε τή σύγχρονη Θεολογική σκέψη. Ευχαριστώ τόν Σεβ. Αγιον Ναυπάκτου γιά τήν τιμή πού μού έκανε νά καταθέσω τίς απλές καί ταπεινές σκέψεις καί αναμνήσεις μου γιά τόν αείμνηστο π. Ιωάννη Ρωμανίδη.

Ἀφιέρωμα στὸν π. Ίωάννη Σ. Ρωμανίδη, Λάμπρος Σιάσος, π. Γεώργιος Μεταλληνός, π. Στέφανος ἈβραμίδηςΗ γνωριμία μου μέ τόν π. Ιωάννη ανάγεται στό έτος 1959, όταν ως τριτοετής φοιτητής τής Θεολογικής Σχολής τού Τιμίου Σταυρού Βοστώνης τόν είχα γιά πρώτη φορά Καθηγητή στό Μάθημα τής Δογματικής.

Η προσωπικότητά του, αλλά καί ο τρόπος τής διδασκαλίας του είχαν τήν δύναμη νά σέ συνεπαίρνουν. Μιλούσε κατά τρόπο απλό καί κατανοητό, μάλιστα οι διαλέξεις του γίνονταν πότε στήν Ελληνική καί πότε στήν Αγγλική γλώσσα, τής οποίας ο παπα Γιάννης ήταν άριστος χειριστής.

Επιπλέον ο π. Ιωάννης ήταν όπως καί γώ Καραμανλής, Καππαδόκης στήν καταγωγή. Αλλά επίσης σάν καί μένα ήταν Ελληνο-αμερικανόπουλο, αφού, άν καί γεννημένος στήν Ελλάδα, σέ ηλικία μόλις 4 μηνών ήρθε στήν Αμερική όπου έζησε, μεγάλωσε καί σπούδασε. Έτσι, ήξερε τήν Αμερικανική νοοτροπία: πώς σκεπτόμασταν εμείς τά παιδιά τών ελλήνων μεταναστών, καί ποιές πενιχρές γνώσεις είχαμε γιά τήν Ορθοδοξία, γνώσεις πού είχαμε αποκομίσει από τά διάφορα διαφωτιστικά φυλλάδια πού κατά καιρούς εξέδιδε η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής.

Κύριο γνώρισμα τών φυλλαδίων αυτών ήταν η χρησιμοποίηση Ρ/Καθολικών επιχειρημάτων εναντίον τών Προτεσταντών καί αντιστοίχως Προτεσταντικών επιχειρημάτων εναντίον τών Ρ/Καθολικών, μέ αποτέλεσμα νά δίνεται η εντύπωση ότι εμείς οι Ορθόδοξοι δέν έχουμε μιά σαφή καί ενιαία θεολογική γραμμή, αλλά ότι βρισκόμαστε κάπου στή μέση τών δύο καί ότι η θεολογία μας ρυθμίζεται από τίς ακρότητες τών άλλων.

Πρίν γνωρίσουμε τόν π. Ιωάννη είχαμε τήν αίσθηση ότι δέν υπήρχε καμιά σχέση ανάμεσα σ' ό,τι έγραφαν αυτά τά εντός εισαγωγικών διαφωτιστικά φυλλάδια, μέ τήν ευσέβεια καί απλοϊκή πνευματικότητα τών γονιών μας, μέ τίς συνεχείς καί αυστηρές νηστείες τους, μέ τίς ατελείωτες προσευχές τους καί μέ τό νά μάς στέλνουν καθημερινά στά σπίτια φτωχών γειτόνων μέ πιάτα φαγητού. Καί μάλιστα αυτή η αίσθηση ενισχύονταν βλέποντας τούς Ρ/Καθολικούς, πού η Λειτουργία τους διαρκούσε μόλις μισή ώρα, πού νήστευαν μόνο τή Παρασκευή καί έτρωγαν τά πάντα εκτός από κρέας. Ακόμη καί ο ζωμός κρέατος επιτρεπόταν αρκεί νά είχε στραγγισθεί ώστε νά μήν υπάρχουν ίχνη κρέατος μέσα. Αντίθετα, σέ μάς οι γονείς μας γιά τις 50 σχεδόν ημέρες τής Μ. Τεσσαρακοστής καί τής Μ. Εβδομάδας ούτε λάδι δέν μάς έδιναν, εκτός από τό Σάββατο καί τήν Κυριακή.

Ο π. Ιωάννης όμως μάς άνοιξε τά μάτια καί καταλάβαμε, ότι αυτός ο ασκητικός τρόπος ζωής τών γονιών μας είχε σκοπό νά μάς διδάξει τήν αγάπη τήν ανιδιοτελή, τήν αγάπη, η οποία ου ζητεί τά εαυτής, καί ότι ο τρόπος αυτός τής ζωής βοηθούσε στό νά επιτύχουμε τήν κάθαρση τών παθών. Συνεπώς η ευσέβεια καί η ευλάβεια τών απλών μας γονιών ήταν στήν πράξη εφαρμοσμένη ορθόδοξη θεραπευτική αγωγή.

Ο π. Ιωάννης μάς έδωσε νά καταλάβουμε, ότι τά δόγματα τής Ορθοδοξίας εκφράζουν μέ τόν καλύτερο --ανθρωπίνως δυνατόν-- τρόπο, τήν αποκαλυπτική εμπειρία τών θεουμένων Πατέρων καί Αγίων τής Εκκλησίας. Τά δόγματα όμως είναι μόνον οδοδείκτες. Όταν ο καθένας, εφ' όσον ο Θεός τού τό χαρίσει, ζήσει τή δική του Πεντηκοστή, όταν δηλ. τό Πνεύμα τό Άγιο τόν οδηγήσει "εις πάσαν τήν αλήθειαν", τότε κατανοεί ότι η εμπειρία υπερέχει τού δόγματος καί ότι ο Θεός ούτε Τριάδα είναι, ούτε Μονάδα, αλλά επέκεινα καί τής Τριάδος καί τής Μονάδος.

Στά πρώτα του μαθήματα, μάς συνέστησε νά διαβάσουμε τή διατριβή του: Τό Προπατορικό Αμάρτημα, ως εισαγωγή στήν Πατερική Θεολογία τής αρχεγόνου Εκκλησίας καί -- άς μή σάς φανεί παράξενο-- μάς έβαλε νά μελετήσουμε όλα τά διάφορα φιλοσοφικά συστήματα --αρχαία καί σύγχρονα -- μέ έμφαση στά φιλοσοφικά συστήματα τού Πλάτωνα, τού Αριστοτέλη καί τού Πλωτίνου. Ο σκοπός του ήταν νά γνωρίσουμε τόν τρόπο σκέψεως τών Ελλήνων καί τή νοοτροπία πού επικρατούσε κατά τήν εποχή πού διατυπώθηκαν τά δόγματα.

Έτσι θά μπορούσαμε νά καταλάβουμε γιατί ορισμένοι αιρετικοί έπεσαν στήν αίρεση επιχειρώντας τήν εφαρμογή ορισμένων φιλοσοφικών κατηγορημάτων σκέψεως στά δόγματα τής Εκκλησίας.

Μετά, γιά νά μπορέσουμε νά καταλάβουμε τή σχολαστική θεολογία, έπρεπε νά γνωρίζουμε καλά τή φιλοσοφία τού Αριστοτέλη, αφού οι σχολαστικοί εφάρμοσαν σχεδόν ολόκληρο τό φιλοσοφικό σύστημα τού Αριστοτέλη στήν θεολογία τους, ταυτίζοντας τό Θεό μέ τό "πρώτον κινούν ακίνητον". Οι συνέπειες βεβαίως μάς είναι γνωστές: η διδασκαλία περί κτιστής χάριτος, η ταύτιση ουσίας καί ενεργείας κ. ά.

Στή συνέχεια μάς τόνιζε τή διαφορά μεταξύ τής Πατερικής διδασκαλίας περί δικαιώσεως καί δικαιοσύνης καί εκείνης τών Σχολαστικών. Γιά τούς Πατέρες δικαιοσύνη = ζωοποίησις. "Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχητε καί περισσόν έχητε", ενώ γιά τούς Σχολαστικούς η δικαιοσύνη ήταν μιά υπόθεση δικανική: η ικανοποίηση τής Θείας Δικαιοσύνης, τής οργής ενός σκλήρου καί αδέκαστου Θεού, ο οποίος απαιτούσε μιά άπειρη θυσία γιά τήν ικανοποίηση μιάς προσβολής κατά τής άπειρης Του δικαιοσύνης.

Σ' όλα αυτά έδινε έμφαση ο π. Ιωάννης διότι ήμασταν Ορθόδοξοι πού στήν Αμερική ζούσαμε μέσα σέ μιά λαοθάλασσα από Ρωμαιοκαθολικούς καί Προτεστάντες, ορισμένοι εκ τών οποίων ήταν επιθετικοί μέ σκοπό νά μάς προσηλυτίσουν στήν πλάνη τους, καί η διδασκαλία τού π. Ιωάννου γινόταν σχεδόν πάντοτε εν αντιδιαστολή πρός τά όσα πίστευαν οι γείτονές μας Λατίνοι καί Προτεστάντες.

Αλλ' επειδή τό θέμα μου δέν είναι η δογματική διδασκαλία τού π. Ιωάννη, πού άλλωστε τόσο όμορφα καί διεξοδικά αναπτύσσεται στούς δύο τόμους τού Αγίου Ναυπάκτου, άν καί είναι πολύ δύσκολο, νά χωρίσεις τόν άνθρωπο από αυτά πού πιστεύει καί διδάσκει, θά συνοψίσω καί θά περιορίσω τήν περιγραφή τών μαθημάτων του στά εξής:

Γιά νά μάς βοηθήσει νά διακρίνουμε τήν ορθόδοξη διδασκαλία από τή νόθο, μάς δίδασκε τίς εξής θεολογικές αρχές πού διέπουν τήν Πατερική, τήν Ορθόδοξη θεολογία:

1ον: η διάκριση μεταξύ κτιστού καί ακτίστου. Άκτιστος είναι μονάχα ο Θεός, καί άρα μόνον ο Θεός είναι φύσει αθάνατος. Όλα τά άλλα είναι κτιστά καί συνεπώς φύσει θνητά. Ακόμα καί η ψυχή, πού είναι μεν αθάνατη όχι όμως κατά φύσιν αλλά κατά χάριν.

2ον: τό εντελώς διάφορον μεταξύ ακτίστου καί κτιστού, κάτι πού αποκλείει τήν αγαπητή στούς δυτικούς θεολόγους analogia entis, καί

3ον: η διάκριση μεταξύ ουσίας καί ενεργείας.

Έπειτα διδαχθήκαμε τήν θεολογία τού Ιερού Αυγουστίνου, τό πώς αποκλίνει από τήν Ορθόδοξη Πατερική διδασκαλία καί πώς διαμόρφωσε τά διάφορα θεολογικά ρεύματα τής Δύσεως

Μετά ακολούθησε η διδασκαλία περί ασκητικής θεολογίας καί πορείας τού ανθρώπου από τήν κάθαρση μέχρι τή θέωση, μέ έμφαση τών όσων αναφέρουν στά συγγράμματα τους οι Άγιοι Συμεών ο Νέος Θεολόγος καί Γρηγόριος ο Παλαμάς, άλλά καί όσα βλέπουμε στή ζωή τών αγίων. Τέλος μάς δίδασκε περί Συνόδων καί γιά τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεία τής Ορθόδοξου Εκκλησίας.

Έχοντας τόν π. Ιωάννη Καθηγητή επί τέσσαρα συναπτά έτη - διότι η φοίτηση στή Θεολογική Σχολή Βοστώνης διαρκούσε επτά χρόνια - συνδεθήκαμε στενά.

Πρώτα απ' όλα η αγάπη μου γιά τό μαθημά του. Μετά η κοινή καταγωγή. Τρίτον ο κοινός πνευματικός Πατέρας. Ως γνωστόν, ο π. Ιωάννης είχε σάν Πνευματικόν Πατέρα, διδάσκαλο καί Μέντορα τόν π. Γεώργιο Φλορόφσκυ. Είχα καί γώ τήν ιδιαίτερη ευλογία νά έχω εξομολόγο τόν π. Γεώργιο, ο οποίος δέν ήταν μόνον διακεκριμένος Θεολόγος αλλά καί ένας άγιος κληρικός μέ πολύ ταπείνωση, κατανόηση (κατανόηση όχι καταξίωση) καί πρό παντός μέ πολλή αγάπη. Συχνά τόν π. Γεώργιο τόν επισκεπτόμουν είτε στήν Ρωσική Εκκλησία τής Αγίας Τριάδος στή Βοστώνη είτε στό σπίτι του κοντά στήν πλατεία Harvard, στό Cambridge.

Δυστυχώς δέν ευτύχησα νά έχω τόν π. Γεώργιο Καθηγητή στή Θεολογική Σχολή τής Βοστώνης, διότι κατά τά δύο πρώτα έτη τής φοιτήσεώς μου, ο π. Γεώργιος δίδασκε στίς ανώτερες τάξεις καί όταν τό έτος μου έφτασε σ' αυτές τίς τάξεις ο π. Γεώργιος είχε αναχωρήσει από τή Σχολή.

Παρά ταύτα, οσάκις μού δινόταν η ευκαιρία, μαζί μέ άλλους συμφοιτητές παρακολουθούσαμε τίς διαλέξεις του, όσες ήταν ανοικτές γιά τό κοινό.

Εκτός από τά πολλά πού αποκόμισα από τίς διαλέξεις καί τά συγγράμματά του, τά οποία διάβασα καί δύο καί τρείς καί αμέτρητες φορές (φυσικά στήν αγγλική γλώσσα), ακόμη περισσότερα αποκόμισα από τίς επισκέψεις μου στό Ναό τής Αγίας Τριάδος όπου λειτουργούσε. Αλήθεια, δέν ξέρω γιατί, αλλά όταν τόν έβλεπα νά λειτουργεί έτσι σκυφτός μέ ένα ολοφώτεινο πρόσωπο, μού θύμιζε τόν Αγ. Γρηγόριο τόν Θεολόγο Ιδίως δέ όταν τόν επισκεπτόμουν στό σπίτι του, εκτός από τήν εξομολόγησή μου, τού έθετα διάφορα ερωτήματα καί απορίες, στίς οποίες απαντούσε μέ πολλή αγάπη καί υπομονή. Καί πολλά απ' αυτά πού μού είπε τότε μέ συνοδεύουν μέχρι σήμερα καί προσπαθώ νά τά εφαρμόσω στήν ζωή μου. Είχε δέ καί μιά σεβάσμια καί καλοσυνάτη πρεσβυτέρα, τήν Μάτουσκα Ξένια, η οποία ήταν καί αγιογράφος, καί μάλιστα αρκετά καλή αγιογράφος. Αγιογραφούσε μέ τό παραδοσιακό ρωσικό τρόπο, κρατώντας ύπτια τήν εικόνα καί περνώντας αλλεπάληλες λαζούρες. Όταν μάλιστα μού έφεραν πρίν από ένα χρόνο σχεδόν μιά φωτογραφία τής Αγίας Ματρώνας τής Μόσχας, αμέσως θυμήθηκα τήν Μάτουσκα Ξένη. Μού φάνηκε ότι η ομοιότητα ήταν καταπληκτική.

Αλλά επιστρέφω στόν πατέρα Ιωάννη. Τέταρτο κοινό στοιχείο ήταν η σχέση μας μέ τήν Ι. Μονή Μεταμορφώσεως τής Βοστώνης.

Τό 1958 ήλθε στή Βοστώνη καί φιλοξενείτο στήν Σχολή ο Μοναχός Παντελεήμων Μητρόπουλος, ο οποίος παρ' όλο πού ήταν Αμερικανός είχε μεταβεί στό Αγ. Όρος όπου εκάρη Μοναχός στή Ρωσική Ι. Μονή τού Αγ. Παντελεήμονος αλλά καί αποτέλεσε μέλος τής συνοδείας τού Οσίου Ιωσήφ τού Σπηλαιώτου. Μετά από δύο χρόνια, μέ τήν ευλογία τού τότε Επισκόπου Βοστώνης Αθηναγόρου καί μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Θυατείρων καί Μ. Βρετανίας, ίδρυσε κοντά στή σχολή Ι. Μονή επ' ονόματι τής Θείας Μεταμορφώσεως. Τό Μοναστήρι έγινε πόλος έλξεως γιά πολλούς ιεροσπουδαστές, ανάμεσα στούς οποίους καί εγώ ο υποφαινόμενος. Κάθε Πέμπτη απόγευμα καί τίς Κυριακές μετά τή Θ. Λειτουργία επισκεπτόμουν τήν Μονή. Εκεί σέ ένα ξεχωριστό κελλί φιλοξενείτο η γερόντισσα Μητέρα τού π. Ιωάννου, η Γιάγια-Ρωμανίδη όπως τήν φωνάζαμε μέ πολλή αγάπη καί τρυφερότητα εμείς οι φοιτητές. Η Γερόντισσα Ευλαμπία ήταν προβεβηκυία στήν ηλικία. Μόλις με γνώρισε ερώτησε μέ βαριά Καραμανλίδικη προφορά: "Παιντί μου, εσύ ντέ φαίνεσαι σάν τούς άλλους, μήπως κατάγεσαι από τά μέρη μας;" Πράγματι τότε, καί μερικές φορές καί σήμερα ακόμη, όταν ξεχνιέμαι, μπερδεύω τό "σέ" μέ τό "σού" καί τό "με" μέ τό "μού". Από τότε γίναμε φίλοι καί μού διηγούνταν πολλά γιά τήν πατρίδα της, τίς συνήθειες καί τίς παραδόσεις. αλλά καί γία τά λίγα πού ήξερε γιά τά χωριά τών γονιών μου. Έτσι, στό Μοναστήρι βρίσκαμε συχνά καί τόν π. Ιωάννη πού ερχόταν νά επισκεφθεί τή μητέρα του. Σύν τώ χρόνω συνδεθήκα μέ τόν π. Ιωάννη μέ μιά στενή καί μακροχρόνια φιλία.

Τό τελευταίο έτος στή σχολή έπρεπε νά πάρω ορισμένες αποφάσεις γιά τό μέλλον μου. Σκέφτηκα νά συνεχίσω τίς Θεολογικές σπουδές στό Harvard, όπου ακόμη δίδασκε ο πνευματικός μου, ο π. Φλωρόφσκυ, καί μάλιστα μέ τήν βοήθειά του έλαβα πλήρη υποτροφία από τό Πανεπιστήμιο αυτό γιά νά συνεχίσω τίς σπουδές μου εκεί. Εν τώ μεταξύ όμως, μέ τήν ενθάρρυνση τού τότε σχολάρχη μας, αειμνήστου π. Νικόδημου Βαλλινδρά, τού μετέπειτα Μητροπολίτη Πατρών, ο οποίος πολύ ενθουσιάστηκε από τά σχέδια καί τήν αγιογραφία μου, έστειλα ορισμένα απ' αυτά στόν αείμνηστο καί μετέπειτα διδάσκαλό μου κ. Φώτη Κόντογλου, ο οποίος καί δέχθηκε νά έρθω καί νά σπουδάσω κοντά του. Καί επειδή ο Άγιος Αμερικής ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος κάθε λίγο καί λιγάκι μού έστελνε προξενιές γιά νά παντρευτώ καί νά ιερωθώ, ενώ εγώ δέν είχα ακόμη καταλήξει άν θά παντρευόμουν ή θα παρέμενα άγαμος, αποφάσισα νά φύγω από τή Βοστώνη. Έτσι ζήτησα υποτροφία από τήν Ι. Αρχιεπισκοπή Αμερικής καί ήρθα στήν Ελλάδα καί γιά δύο χρόνια σπούδασα κοντά στό κ. Φώτη καί τούς μαθητές του.

Όταν έμαθε ο π. Ιωάννης ότι θά ερχόμουν για σπουδές στήν Αθήνα, μέ εφοδίασε μέ συστατικό γράμμα πρός τόν κ. Φώτη καί κανόνισε νά φιλοξενηθώ στό σπίτι τού αείμνηστου εφοπλιστού Πανάγου Πατέρα, μέ τήν οικογένεια τού οποίου στενά συνδεόταν.

Στήν Ελλάδα γνώρισα τήν πρεσβυτέρα μου, νυμφεύθηκα, χειροτονήθηκα καί επέστρεψα στήν Αμερική, όπου υπηρέτησα ως εφημέριος γιά δύο χρόνια. Μετά, γιά λόγους οικογενειακούς, πρός τό τέλος τού 1966 γυρίσαμε στήν Ελλάδα.

Όταν λοιπόν τό 1968 ο π. Ιωάννης εξελέγη Καθηγητής στή Θεολογική Σχολή τής Θεσσαλονίκης είχα τήν τιμή νά τόν φιλοξενήσω στό σπίτι μου, μέχρις ότου επικυρωθεί ο διορισμός του. Βέβαια εκμεταλλεύτηκα τήν παρουσία του γιά νά τού θέσω πολλά καί διάφορα ζητήματα, στά οποία απαντούσε πολύ βαθυστόχαστα. Δέν χόρταινα νά συζητώ μαζί του μέχρι αργά, πέρα από τά μεσάνυχτα. Αλλά καί όταν απέκτησε δικό του σπίτι στό Καλαμάκι καί πηγαινοερχόταν στή Θεσσαλονίκη, τίς Κυριακές κατά κανόνα βρισκόταν στήν Αθήνα καί σπάνια απουσίαζε, τότε ερχόταν καί εκκλησιαζόνταν στόν Ναόν όπου εφημερεύω, στόν Αγ. Χαράλαμπο Ιλισίων, καί πάντοτε κοινωνούσε τών Αχράντων Μυστηρίων, ενίοτε δέ στίς μεγάλες εορτές συλλειτουργούσε μαζί μας. Μετά τή Λειτουργία σχέδον πάντοτε έπαιρνε καφέ μαζί μας καί μάς μίλαγε γιά διάφορα θέματα. Τό αποτέλεσμα ήταν νά τόν γνωρίζει καί νά τόν αγαπάει όλη η ενορία. Σχέδον ανελλιπώς τόν είχαμε κοντά μας καθε Κυριακή μέχρι τόν Νοέμβριο τού 2001, όταν εκοιμήθη εν Κυρίω.

Επιπλέον συχνά με επισκεπτόταν στό Γραφείο μου στήν Ιερά Σύνοδο, διότι ως Γραμματέας τής Συνοδικής Επιτροπής Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικών Σχέσεων είχαμε καί υπηρεσιακή συνεργασία, διότι ο π. Ιωάννης, διετέλεσε επί σειρά ετών όχι μόνον Μέλος τής Συνοδικής μας Επιτροπής αλλά καί εκπρόσωπος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος στήν Κεντρική Επιτροπή τού Π.Σ.Ε., στήν Επιτροπή "Πίστις καί Τάξις" τού αυτού Οργανισμού, καί στούς Θεολογικούς Διαλόγους μέ τούς Αγγλικανούς, μέ τούς Αντιχαλκηδονίους, μέ τούς Ρωμαιο-καθολικούς (στήν Τεχνική Προπαρασκευαστική Επιτροπή) καί μέ τούς Λουθηρανούς.

Όταν τήν 1η Νοεμβρίου τό 2001 έφυγε από κοντά μας γιά νά πάει κοντά στόν Χριστό πού τόσο αγάπησε καί υπηρέτησε, σ' όλους εμάς πού τόν ξέραμε καί τόν αγαπήσαμε καί πού μέ τήν προσωπικότητα καί διδασκαλία του μάς σημάδευσε ανεξίτηλα, άφησε ένα κενό μέσα μας, πού μέχρι τώρα ο χρόνος δέν μπόρεσε νά γιατρέψει. Άς είναι αιωνία η μνήμη του.-

Βιβλιοπαρουσίαση: «π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικὸς θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ένας κορυφαίος δογματικός θεολόγος τής Ορθοδόξου Εκκλησίας

Μέσα στὸν Φεβρουάριο θὰ κυκλοφορήση τὸ νέο βιβλίο τοῦ Σέβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου μὲ τίτλο «π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικὸς θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου – Πελαγίας.

Γιὰ τὸν μακαριστὸ Πρωτοπρεσβύτερο καὶ Καθηγητὴ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ἔχουν διατυπωθῇ πολλὲς θετικὲς καὶ μερικὲς ἀρνητικὲς ἀπόψεις. Στὶς θετικές, ὅτι εἶναι Προφήτης τῆς Ρωμηοσύνης, ὑποφήτης τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Παραδόσεως, κορυφαῖος διδάσκαλος τῆς δογματικῆς κλπ. Στὶς ἀρνητικὲς γνῶμες εἶναι ὅτι ὁμιλοῦσε ἀποσπασματικὰ γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ Παράδοση, ὅτι εἰσήγαγε μιὰ «ἰδιόρρυθμη θεολογία», ὅτι ὅσοι φέρουν στὴν ἐπιφάνεια τὸ θεολογικό του ἔργο εἶναι «ὀπαδοί», ὅτι εἶναι ἐθνικιστὴς κλπ.

Γιὰ ὅλα αὐτὰ θὰ δοθοῦν ἀπαντήσεις στὸ νέο αὐτὸ βιβλίο μέσα στὶς πάνω ἀπὸ 500 σελίδες μεγάλου μεγέθους. Ἐκεῖ θὰ φανῇ ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης εἶναι ὁ πιὸ γνήσιος μαθητὴς τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ὁ ὁποῖος θεωροῦσε ὅτι συνέχισε τὸ ἔργο του σὲ μεγαλύτερο βαθμό, ὅτι ἡ θεολογία ποῦ ἐκφράζει δὲν εἶναι δική του, ἀλλὰ ἡ θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων, δηλαδὴ ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Ἐπίσης θὰ φανῇ ὅτι ἡ μεταπατερικὴ θεολογία κινεῖται ἔξω ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διατυπώθηκε στὶς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ ἔξω ἀπὸ τὶς εὐχὲς τῶν Μυστηρίων καὶ τὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ποῦ διατηρεῖται μέχρι τὶς ἡμέρες μας.
Στὴν συνέχεια παραθέτουμε τὰ περιεχόμενα τοῦ βιβλίου, ὥστε ὁ ἀναγνώστης νὰ λάβη μιὰ πρώτη γεύση τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ βιβλίου.

Ὅποιος ἐπιθυμεῖ μπορεῖ νὰ τὸ προμηθευθῇ ἢ νὰ τὸ παραγγείλη ἀπὸ τώρα ἀπὸ τὴν ὡς ἄνω Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου – Πελαγίας (τήλ.: 2261035135 καὶ 6944504297 πρωϊνὲς ὧρες,e-mail: Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.) καὶ ἀπὸ τὰ θρησκευτικὰ βιβλιοπωλεῖα ἢ ἀπὸ τὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου.

Πρόλογος

Εἰσαγωγή

Α' Ἡ ἐπικοινωνία μεταξὺ τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καὶ τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι

1. Συνθετικὴ ἀνάλυση ἐπιστολῶν τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη στὸν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι

Βιογραφικὰ στοιχεῖα τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι

Ἔντονη καὶ εἰλικρινὴς ἀλλη λογραφία

Μαθητής, σύνοικος, καθοδηγητὴς καὶ συνάδελφός του
Βιογραφικὰ στοιχεῖα τῶν δύο θεολογικῶν ἀνδρῶν
Αὐτοβιογραφικὰ στοιχεῖα ἀπὸ ἄλλες ἐπιστολὲς γιὰ τὴν φοίτησή του στὸ Harvard
Ἀναφορὰ στὶς μελέτες του

Ἐνημέρωση γιὰ τὴν θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση
Ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία στὴν Ἀμερικὴ καὶ τὴν πορεία τῶν θεολογικῶν διαλόγων
Θεολόγοι ποῦ ἀναφέρονται στὶς ἐπιστολές
Ἡ ἄποψη τοῦ Φλωρόφσκι γιὰ τὸν Ρωμανίδη
Συμπεράσματα

2.  Ἐπιστολὲς τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη στὸν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι

Β' Τὸ θεολογικὸ ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

1. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὡς διδάσκαλος τῆς ὀρθοδόξου δογματικῆς

Ἡ πορεία καὶ ἐξέλιξη τῆς θεολογικῆς σκέψεώς του

Ἡ «ἄλλη δογματικὴ» τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη
Ὁ πυρῆνας τῆς Ἐμπειρικῆς Δογματικῆς

2. Ἕνας δημιουργικὸς θεολογικὸς διάλογος μὲ ἀφορμὴ τὴν διδακτορική του διατριβή

Οἱ προϋποθέσεις τῆς θεολογίας τοῦ π. Ἰωάννου
Τρία ἐνδιαφέροντα χειρόγραφα
Δύο διαφορετικὲς θεολογικὲς παραδόσεις
Ἀναφορὰ στὸ «Προπατορικὸ Ἁμάρτημα»
Τὰ βασικὰ θέματα τοῦ διαλόγου Τρεμπέλα-Ρωμανίδη
Ἡ προέκταση τῆς διατριβής
Ἡ μετέπειτα σχέση Τρεμπέλα Ρωμανίδη
Συμπέρασμα

3. Μεταδιδακτορικὲς μελέτες τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

«Ἰουστῖνος ὁ Μάρτυς καὶ τὸ Τέταρτο Εὐαγγέλιο»
«Ἡ φιλοσοφία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ H.A. Wolfson»
«Τὰ σημαντικότερα σημεῖα τῆς συζητήσεως ἐπὶ τῆς Χριστολογίας τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας καὶ μερικὲς προτάσεις γιὰ νέα προσέγγιση»
«Σχόλια ἐπὶ τῆς παλαμικὴς διαμάχης καὶ σχετικὰ θέματα» (Μέρος Α')
«Σχόλια ἐπὶ τῆς παλαμικὴς διαμάχης καὶ σχετικὰ θέματα» (Μέρος Β')
Συμπέρασμα

4. «Ὁ Προφήτης τῆς Ρωμαϊκῆς Ὀρθοδοξίας», ἡ θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, κατὰ τὸν Andrew Sopκo

«Ἡ ὀρθόδοξη παράδοση καὶ ἡ αἰχμαλωσία της»
«Ἕνας διάλογος γιὰ τὸν Θεό»
«Θεοκεντρικὴ ἀνθρωπολογία»
«Ἡ ἑνότητα τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης»
«Ρωμαϊκὴ θεολογία»
«Πρὸς τὸ Μέλλον»
«Ὁ Ρωμανίδης καὶ ἡ σύγχρονη ὀρθόδοξη θεολογία»

5. Τὸ ἐνοποιητικὸ ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Συνάντηση μεταξὺ Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης
Ἑνότητα μεταξὺ τῆς ἑβραϊκῆς καὶ ἑλληνικῆς ὁρολογίας
Ἑνότητα μεταξὺ ἑλληνοφώνων καὶ λατινοφώνων Ρωμαίων Πατέρων
Γιὰ τὴν ἑνότητα μεταξὺ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ χριστιανικοῦ κόσμου
Συμπέρασμα

6. Ἐργογραφία π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Γ' Ἡ ἀποτίμηση τῆς «Ἐμπειρικῆς Δογματικῆς»

1. Δημόσια Παρουσίαση τῆς «Ἐμπειρικῆς Δογματικῆς»

Ἡ παρουσίαση τῆς «Ἐμπειρικῆς Δογματικῆς» στὴν Ἀθήνα
Ἐναρκτήρια Προσφώνηση Γερόντισσας Σιλουανὴς Μοναχῆς
Ἔκφραση συγκίνησης καὶ ἐμπι-στοσύνης ὑπὸ τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου
Ὁ ἀδελφός μου Ἰωάννης, χαιρετισμὸς κ. Παρθενίας Ρωμανίδη-Ott
«Πρὸ καὶ μετὰ Ρωμανίδη Ἐποχὴ» ὑπὸ τοῦ Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ
Ὁ διδάσκαλός μου π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καὶ ὁ πνευματικὸς μοῦ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ὑπὸ τοῦ Πρώτ. π. Στεφάνου Ἀβραμίδη
Οἰμωγὲς καὶ ἀλάλητοι στεναγμοὶ ἑνὸς ἀγρυπνοῦντος Ἐπισκόπου ὑπὸ τοῦ κ. Λάμπρου Χρ. Σιάσου
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καὶ ἡ «Ἐμπειρικὴ Δογματικὴ» ὑπὸ τοῦ Σέβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου
Συνέντευξη γιὰ τὴν «Ἐμπειρικὴ Δογματική»

2. Βιβλιοπαρουσιάσεις
3. Εὐχαριστήριες – συγχαρητήριες ἐπιστολὲς γιὰ τὸ βιβλίο «Ἐμπειρικὴ Δογματική»
4. Ἐπιλεγόμενα

Βιβλιοπαρουσίαση: Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ: "Πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης"

ὁ "προφήτης τῆς Ρωμηοσύνης" προσωπογραφούμενος μέσα ἀπὸ ἄγνωστα ἢ λίγο γνωστὰ κείμενα.

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ

Πρωτ. π. Γεωργίου Μεταλληνού: “Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης ο "προφήτης της Ρωμηοσύνης" προσωπογραφούμενος μέσα από άγνωστα ή λίγο γνωστά κείμενα.”

Μια πολὺ ἐνδιαφέρουσα πλευρὰ τοῦ ἀειμνήστου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καὶ τοῦ ἔργου του παρουσιάζεται ἀπὸ τὸ π. Γεώργιο Μεταλληνό, στὸ πρόσφατα ἐκδοθὲν βιβλίο του μὲ τίτλο: "Πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης" καὶ ὑπότιτλο: "ὁ "προφήτης τῆς Ρωμηοσύνης" προσωπογραφούμενος μέσα ἀπὸ ἄγνωστα ἢ λίγο γνωστὰ κείμενα" ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἁρμός. Πρόκειται γιὰ μιὰ συλλογὴ ἄρθρων, ποὺ προσφέρουν βιογραφικά του στοιχεῖα ἢ ἀπαντοῦν σὲ συκοφαντικὰ χαλκεύματα, συνοδευόμενα ἀπὸ μιὰ ἀποτίμηση τῆς θεολογικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς τοῦ προσφορᾶς, καὶ μιὰ ἀλληλογραφία τοῦ ἀειμνήστου π. Ἰωάννου μὲ φιλική του οἰκογένεια.

Μέσα στὰ προσωπικά του αὐτὰ γράμματα συναντοῦμε τὸν ἐπιστολογράφο π. Ἰωάννη καὶ παρακολουθοῦμε τὸ ἐκκλησιαστικὸ κλίμα τῆς Ἀμερικῆς καὶ τῆς Ἑλλάδος τὴν ἐποχή του.

Βλέπουμε τὸν εἰδικὸ ἐρευνητὴ μὲ τὴν ἀνύστακτη ἀγωνία του γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα καὶ τὴν ἀσταμάτητη ἐργασία. "Ὁ πάτερ μελετᾶ τὰ γερμανικὰ τώρα γιὰ νὰ ἠμπορεῖ νὰ δώσει τὶς ἐξετάσεις στὰ Γερμανικὰ καὶ Γαλλικὰ τὸν Νοέμβριο" σὲ ἡλικία 31 ἐτῶν. Ἔμαθε τὰ ἀρχαῖα γιὰ νὰ διαβάση τὰ πρότυπα κείμενα, σπούδασε τὰ ἀγγλικὰ σὲ Προτεστάντικο σχολεῖο καὶ Πανεπιστήμιο, προσβλέποντας στὴν "χιονοστιβάδα" ποὺ θὰ κάνη γνωστὴ τὴν ἄγνωστη μέθοδο τῆς Ἐκκλησίας παγκοσμίως. Τὴν μέθοδο αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς πολύτιμο ἀγαθὸ ἤθελε νὰ τὴν δὴ νὰ διαφημίζεται παγκοσμίως καὶ μὲ τὸν πρέποντα τρόπο.

"Τρία εἶναι τὰ στάδια τῆς τελειότητος: κάθαρσις, φωτισμός, θέωσις. Οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ δικοί μας ποὺ ἔχουν ἐπηρεασθεῖ ἀπ' αὐτούς, ἀντικατέστησαν τὴν κάθαρσιν μὲ τὴν ἠθική, τὸν φωτισμὸ μὲ τὴν ἀρχαία φιλοσοφία καὶ τὴν θέωσι τὴν μετέθεσαν γιὰ τὴν ἄλλη ζωή. Γι' αὐτό μας φαίνεται τώρα ἀκατανόητος ὁ λόγος του Ἁγ. Συμεῶν καὶ τῶν λοιπῶν Πατέρων".

Ἡ ἁπλότητά του, ἡ γνησιότητα στὶς ἐπιδιώξεις του, ἡ σαφήνειά του, ἡ καθαρότητα τοῦ χαρακτῆρα του φανερώνονται μέσα ἀπὸ τὶς γραμμὲς τῶν ἐπιστολῶν του. Δὲν ἦταν ὅμως μόνον ἐρευνητὴς πρωτοπόρος. Αὐτὰ ποὺ ἐρευνοῦσε καὶ δίδασκε τὰ βίωνε στὴν καθημερινή του ζωή:

"Μία καλὴ καὶ αὐστηρὰ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ εἰμπορεὶ νὰ δείξη τὸν δρόμον νὰ ἐξέλθωμεν ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐλεεινὴν κατάστασιν τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν Ἀμερικῇ... Θὰ ἔχωμεν τὸ τυπικὸν τοῦ Ἁγίου Ὅρους μὲ τὲς ἀγρυπνίες κτλ...

Ξεύρετε ἀσφαλῶς πόσο ζηλεύσαμεν διαβάζοντας τὰ περὶ ὁλονυχτίας στὸ σπίτι μὲ τέτοια παρέα...

Μάθαμεν ὅτι ἡ Εἰρήνη εἶναι βαρειὰ ἄρρωστη καὶ λυπηθήκαμεν πάρα πολύ. Τὴν προσευχὴν τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸ κομποσχοίνι νὰ μὴ ἀφήση οὔτε στιγμήν. Εἶναι μεγάλο ὅπλο ἡ εὐχὴ αὐτὴ καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πάντοτε ἐπικρατεῖ μέσα στὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου, ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τὴν θέλη καὶ νὰ μὴ ἔχει τὸ μιαλὸ σκόρπιο στὰ μάταια πράγματα τοῦ κόσμου τούτου. "Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω"...

Ἐπειδὴ εἴμεθα κοσμικοῦ πνεύματος ἄνθρωποι, ἐλυπήθημεν πολύ, ὅταν μάθαμε ὅτι τὸ καλύτερό σας παιδὶ ἔφυγε ἀπὸ κοντά μας, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἐχάρημεν πνευματικῶς, διότι ἐτελείωσαν τὰ βαρέα βάσανά της καὶ εὑρίσκεται μὲ τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Παναγίαν καὶ τοὺς Ἁγίους, ἀφοῦ ἔφυγε προετοιμασμένη καὶ διὰ πυρὸς ὑπερδοκιμασμένη, ὡς ἁρμόζει μόνον εἰς ἐκλεκτὸν παιδὶ τοῦ Θεοῦ...".

Ἕνα ἀξιοσημείωτο θέμα εἶναι καὶ ἡ εἰκόνα τῆς οἰκογενειακῆς του ζωῆς ποὺ προσκομίζει ὁ ἀναγνώστης μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ γράμματα. Οὔτε ἴχνος παραπόνου καὶ πίκρας δὲν διακρίνεται στὰ γράμματά του γιὰ τὴν προσωπικὴ οἰκογενειακή του ζωή. Ἀγωνία, εὐγένεια, ἠρεμία, τρυφερότητα, εὐσπλαχνία καὶ πατρικὴ καλωσύνη.

Ἐπίσης, σημαντικὴ εἶναι καὶ ἡ παρατήρηση τοῦ π. Γεωργίου σὲ ὑποσημείωσή του, ὅπου σχολιάζει μιὰ φράση του π. Ἰωάννη γιὰ τὸν π. Γ. Φλωρόφσκυ: "Εἶναι ἐδῶ σαφὲς ὅτι ὁ π. Ἰωάννης ἔγινε μαθητής του π. Γ. Φλωρόφσκυ, ὅταν ἦταν ἤδη διδάκτωρ Θεολογίας (Ἀθηνῶν) καὶ καθηγητὴς στὴ Σχολὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Οἱ θεολογικὲς προϋποθέσεις του, λοιπόν, δὲν ὀφείλονται στὴ σχέση του μὲ τὸν π. Φλωρόφσκυ, ὅπως πιστεύεται καὶ λέγεται συνήθως".  Στὸ βιβλίο συμπεριλαμβάνεται καὶ μιὰ ἐργογραφία τῶν ἔργων τοῦ συγγραφέα π. Ἰωάννου Ρωμανίδη. Ὁ ἴδιος ἤθελε νὰ τὰ δὴ ὅλα δημοσιευμένα στὸ διαδίκτυο, ἐλεύθερα σὲ ὅλους –κάτι ποὺ ἐν μέρει ἔγινε καὶ γίνεται. Τὰ ἔργα του ἐμφανίζονται σὲ πολλὲς σελίδες στὸ διαδίκτυο. Μεταφρασμένα σὲ ἀρκετὲς γλῶσσες.  Πρόκειται, λοιπόν, γιὰ ἕνα πολὺ ἐνδιαφέρον βιβλίο. Δὲν μποροῦσε νὰ γίνη διαφορετικά, ἀφοῦ ἐγγυῶνται γι' αὐτὸ καὶ ὁ συγγραφέας, π. Γεώργιος Μεταλληνός, καί, βεβαίως, ὁ προσωπογραφούμενος, ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.

Ὁ π. Γεώργιος ἀφιερώνει τὸ βιβλίο μὲ τὴν ἑξῆς φράση:

"Στὸν ἀλησμόνητο παπα-Γιάννη, τὸν πατερικὸ Καππαδόκη καὶ φωτιστῇ μας".

"...Ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ Ἅγιοι προσεύχονται διὰ τὴν σωτηρίαν μας καὶ δι' ὅ,τι συντελεῖ εἰς αὐτήν. Ὁ Θεὸς εἶναι καλὸς καὶ πάντοτε τὸ καλὸν ποιεῖ εἰς ἡμᾶς διὰ τὴν τελειοποίησιν τῆς ἀγάπης μας. Ἡ δοκιμασία θεωρεῖται ὡς κάτι τὸ κακὸν μόνον ἀπὸ συμφεροντολόγους, ποὺ ἔχουν ἀγαπήσει τὸν κόσμον καὶ ὑπηρετοῦν τὰς ἐπιθυμίας αὐτοῦ. Εἰς αὐτοὺς ἀποκαλύπτεται ὀργὴ ἐξ ουρανοῦ. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος πραγματικὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεόν, ἀντιμετωπίζει τὴν δοκιμασίαν μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀντὶ νὰ ἐλλατώνεται, αὐξάνεται καὶ ὅσον δοκιμάζεται, τόσον περισσότερα θερμαίνεται καὶ γίνεται φωτιὰ μέσα στὴν καρδίαν του, καὶ ἀφοῦ πλέον ἀνάψει ἡ καρδιὰ μὲ τὸ πῦρ τῆς θεότητος, ὁ διάβολος ἀποχωρεῖ μὴ ἔχων πλέον μέρος ἐν αὐτῇ καὶ ὁ ἄνθρωπος φῶς γίνεται καὶ λάμπει πλέον ὡσὰν τὸ φῶς καὶ φεύγει ἀπὸ μέσα του τὸ σκοτάδι. Δι' ὅσους ἀγαποῦν τὸν Θεὸν τὰ πάντα συνεργοῦν εἰς ἀγαθὸν καὶ πρὸ πάντων αἱ θλίψεις μας. Ἀλλοίμονον εἰς ἡμᾶς, ὅταν δὲν καταλαβαίνωμεν ὅτι ὅ,τι γίνεται, γίνεται διὰ τὸ καλόν μας... Μέσα στὴν κάθε ἀναπνοὴ τοῦ ἀνθρώπου εὑρίσκεται ὁ Θεὸς παντοδύναμος, ἀλλὰ καὶ παντογνώστης γνωρίζων τὸ καλόν μας. Ἂς λέγομεν πάντοτε τὸ "γενηθήτω τὸ θέλημά σου", ἀλλὰ ἂς παρακαλοῦμεν τὴν μητέρα καὶ τοὺς φίλους τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν Χριστὸν νὰ βάλη τὸ χέρι του.... Ὁ Θεὸς ὡς φίλους ἔχει τους βαστάζοντας τὸν σταυρόν, διότι ἡ ἀγάπη των ὑπερβαίνει τὴν κοσμικὴν ἀγάπην, ἥτις ὅλο ζητεῖ τα ἑαυτῆς..." (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης).

Γ.Γ., Χ.Μ.

Εἰσαγωγὴ στὴν Ἡμερίδα: Τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Εἰσαγωγὴ στὴν Ἡμερίδα: Τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη (video)

Μετὰ τὴν τέλεση τοῦ ἱεροῦ μνημοσύνου στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τῆς Πόλεώς μας θὰ τελέσουμε καὶ τὸ θεολογικὸ μνημόσυνο τοῦ μακαριστοῦ καθηγητοῦ καὶ θεολόγου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη στὴν σημαντικὴ αὐτὴ γιὰ τὴν πόλη μας καὶ γενικὰ τὴν Ἐκκλησία ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα. Τὸ πρόγραμμα ἔχει διανεμηθῇ καὶ γνωρίζετε τόσο τοὺς εἰσηγητὲς ὅσο καὶ τὰ θέματα ποὺ θὰ εἰσηγηθοῦν καὶ νομίζω καλύπτουν ἐν πολλοῖς τὸ θεολογικὸ ἔργο καὶ τὴν προσωπικότητα τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη. Οἱ εἰσηγητὲς εἶναι συνάδελφοι, μαθητὲς καὶ φίλοι τοῦ μακαριστοῦ ἀκαδημαϊκοῦ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ διδασκάλου.

Τό έργο καί η διδασκαλία τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη: π. Γ. Μεταλληνός, Ναυπάκτου ἱερόθεος, καθ. Ἀν. Παπαδόπουλος

Πρὶν προχωρήσω στὴν ἔναρξη τῆς Ἡμερίδος θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ἐνημερώσω ὅτι ἤδη ἔχω τελειώσει ἕνα μεγάλο ἔργο, μὲ τίτλο «π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, κορυφαῖος δογματικὸς θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας», ποὺ ἔχει πάρει τὴν ὁδὸ πρὸς τὸ τυπογραφεῖο καὶ πρόκειται σύντομα νὰ ἐκδοθῇ. Στὸ ἔργο αὐτὸ θὰ παρουσιασθοῦν διάφορες πλευρὲς τῆς θεολογικῆς προσφορᾶς τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰωάννου στὰ θεολογικὰ γράμματα, καὶ καταδεικνύεται ἡ ἐξέλιξη τῆς θεολογικῆς σκέψεώς του. Χωρίζεται σὲ τρεῖς μεγάλες ἑνότητες.

Στὸ πρῶτο μέρος παρουσιάζεται ἡ σχέση του μὲ τὸν μεγάλο θεολόγο π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε γνήσιος μαθητής. Ὁ π. Ἰωάννης ἀπὸ τὴν ἐπιστολογραφία ποὺ θὰ δημοσιευθῇ φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἐνημέρωνε τὸν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι γιὰ ὅλα καὶ λειτουργοῦσε ὡς ὑποτακτικός του στὴν θεολογικὴ καὶ ἱστορικὴ σκέψη του, ἐπεξέτεινε δὲ τὶς ἀπόψεις τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι σὲ μερικὰ σημεῖα, ἀλλὰ ἀποδεικνύεται καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ οἱ προσδοκίες ποὺ ἐπένδυε ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι στὸν μαθητή του π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, τὸν ὁποῖο θεωροῦσε ὡς γνήσιο διάδοχό του.

Στὸ δεύτερο μέρος τοῦ βιβλίου περιλαμβάνονται πέντε κεφάλαια στὰ ὁποία φαίνεται ὅλο τὸ θεολογικὸ ἔργο τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, τί προηγήθηκε τῆς διδακτορικῆς τοῦ διατριβῆς μὲ τίτλο «προπατορικὸ ἁμάρτημα», τί ἔγινε κατὰ τὴν κατάθεση αὐτῆς τῆς διατριβὴς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ πῶς ἐπεξέτεινε τὰ θέματα αὐτὰ στὶς μεταγενέστερες μελέτες ποὺ ἔκανε στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Χάρβαντ κάτω ἀπὸ τὴν ἐποπτία τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι. Ἐπὶ πλέον παρουσιάζεται ὅλη ἡ θεολογία ποὺ ἐξέφραζε ὁ π. Ἰωάννης καὶ ἡ ἑνότητα ποὺ παρατηρεῖται στὸ θεολογικό του ἔργο.

Στὸ τρίτο μέρος τοῦ βιβλίου παρατίθεται τὸ περιεχόμενο τῆς Ἡμερίδος ποὺ ἔγινε στὴν Ἀθήνα τὴν 19η Ἰανουαρίου τοῦ ἐ.ἔ. μὲ τὴν παρουσίαση τοῦ δίτομου ἔργου τῆς «ἐμπειρικῆς Δογματικῆς», τὶς ὁμιλίες ποὺ ἔγιναν, καθὼς ἐπίσης παρατίθενται οἱ ἀπόψεις Πατριαρχῶν, Ἐπισκόπων, Θεολόγων καὶ λαϊκῶν γιὰ τὸ δίτομο αὐτὸ ἔργο καὶ γενικὰ γιὰ τὴν προσωπικότητα καὶ τὴν προσφορὰ τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καὶ δείχνουν ὅτι πράγματι εἶναι ὁ κορυφαῖος δογματικὸς θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὶς ἡμέρες μας. Ἀκόμη παρατίθεται καὶ ἡ ὁλοκληρωμένη ἐργογραφία του.

Ἡ παροῦσα Ἡμερίδα θὰ φωτίση ἀκόμη περισσότερο τὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη. Θὰ κάνη αὐτὸ ποὺ δὲν ἔκανε ὁ ἴδιος. Δηλαδή, ὁ π. Ἰωάννης δὲν ἐνδιαφερόταν πολὺ γιὰ τὴν προβολὴ τοῦ ἔργου του, δὲν ἐνδιαφέρθηκε νὰ μεταφρασθοῦν καὶ νὰ δημοσιευθοῦν τὰ κείμενά του ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ἡ ἀντιπρύτανις τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Δέσπω Λιάλιου, ἀλλὰ δὲν ἔχουν ἀκόμη δημοσιευθῇ.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔζησε τὰ περισσότερα χρόνια στὴν Ἀμερικὴ καὶ τὰ λιγότερα στὴν Ἑλλάδα. Ἔγραψε στὴν ἀγγλικὴ καὶ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Ἄφησε ἕνα μεγάλο ἀδημοσίευτο ἔργο ποὺ εἶναι διασκορπισμένο σὲ Συνέδρια, σὲ Ἐπιτροπές, σὲ ἐπιστολές, σὲ διάφορα ἀρχεῖα καὶ βέβαια εἶναι εὐρύτατο πεδίο γι’ αὐτὸν ποὺ θὰ τὰ ἀναζητήση γιὰ νὰ τὰ μελετήση καὶ νὰ τὰ ἐκδώση. Ἤδη ἐν πολλοῖς εἶναι ἄγνωστος καὶ παρεξηγημένος ὁ π. Ἰωάννης. Πιστεύω ὅτι τὸ ἔργο καὶ ἡ προσωπικότητά του θὰ ἀναδειχθῇ ὅσο περνᾶ ὁ καιρὸς καὶ θὰ εἶναι ὄχι μόνο ὁ θεολόγος τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, ἀλλὰ καὶ ὁ θεολόγος τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, γιατί εἶναι πραγματικὰ ὁ θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων.

Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἀρχίζουμε τὴν ἐνδιαφέρουσα αὐτὴν Ἡμερίδα.

Ἐκδήλωση γιὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη στὴν Κόρινθο

Ἐκδήλωση μνήμης γιὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη πραγματοποιήθηκε στὴν Κόρινθο, μὲ τὴν πρωτοβουλία καὶ τὴν διοργάνωση τοῦ οἰκείου Ποιμενάρχου Σεβασμιωτάτου κ. Διονυσίου.  Συγκεκριμένα, τὴν Κυριακὴ 27 Νοεμβρίου ἐ.ἔ. τὸ πρωΐ, στὸν Ἱερὸ Καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν Κόρινθο τελέστηκε Ἀρχιερατικὸ Συλλείτουργο προεξάρχοντος τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος κήρυξε τὸν θεῖο λόγο, συλλειτουργοῦντος τοῦ Μητροπολίτου Κορίνθου κ. Διονυσίου.

Εκδήλωση γιά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη στήν Κόρινθο, 27 Νοεμβρίου 2011

Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας μέρας στὴν κατάμεστη ἀπὸ κόσμο «Κροκίδειο Αἴθουσα» πραγματοποιήθηκε ἡ προγραμματισμένη ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Κορίνθου Ἐκδήλωση μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συμπλήρωσης 10 χρόνων ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ μεγάλου Θεολόγου τοῦ 20οῦ αἰῶνα «Τοῦ Προφήτη τῆς Ρωμηοσύνης» π. Ἰωάννη Ρωμανίδη.

Ἡ Ἐκδήλωση ξεκίνησε μὲ προσφώνηση ἀπὸ τὸν Δικηγόρο καὶ Νομικὸ Σύμβουλο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κορίνθου κ. Πέτρο Θωμαΐδη, ὁ ὁποῖος ἀνέφερε:

«Ὅταν στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ '80 ἡ παρατεταμένη θρησκευτική μας ἐφηβεία, ποὺ εἶχε ἀρχίσει μὲ τὴν λεγόμενη «Θεολογία τοῦ '60», ἀναζήτησε τὴν ὡρίμανση καὶ ἀποζήτησε τὴν ἐνηλικίωσή της, διατυπώθηκε ἐπί τέλους τὸ ἔντιμο, ἀλλὰ καὶ δύσκολο, ἐρώτημα τοῦ «πῶς». Πῶς γίνεται ἡ ἀγάπη ἀνιδιοτελής; Πῶς μπορεῖ νὰ βιωθῇ ἡ θεία Λειτουργία ὡς εἴσοδος στὴν νέα Βασιλεία; Πῶς ἡ ἀναστάσιμη χαρὰ αὐγάζει ἀπὸ τὸν σταυρὸ τῆς μετανοίας; Πῶς τὰ λόγια μετουσιώνονται σὲ ἔργα καὶ ἡ πράξη σὲ θεωρίας ἐπίβαση; Πῶς ἡ περὶ θείου ἔρωτος συζήτηση δὲν θὰ ἐκφυλισθῇ σὲ ἀνακύκλωση πεζῶν προσλαμβανουσῶν παραστάσεων ἐμπαθῶν νοημάτων;

Εἴχαμε πιὰ συνειδητοποιήσει ὅτι ὑπῆρχε κάτι ἄλλο, κάτι παραπάνω, κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ παιδικό μας καθηκοντολογικὸ παρελθόν.

Καὶ ἐπέστη ὁ καιρός. Καὶ οἱ ἀπαντήσεις γιὰ τὰ καίρια, τὰ σωστικὰ «πῶς», τὴν θεραπευτικὴ μεθοδολογία καὶ τὸ μεθεκτὸ τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας, ἦρθαν ἀπὸ τὸν «Προφήτη τῆς Ρωμηοσύνης», πατέρα Ἰωάννη Ρωμανίδη.

Καὶ Δόξα τῷ Θεῷ. Γιατί θὰ μποροῦσαν νὰ μὴν προσληφθοῦν ποτέ, ἂν ὅλη αὐτὴ ἡ ἀγωγὴ δὲν γινόταν ἔμπρακτη ἐφαρμοσμένη ποιμαντικὴ ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεο.

Στὸν Μητροπολίτη Ναυπάκτου ὀφείλουμε τὴν δωρεὰ τῶν προϋποθέσεων τῆς πνευματικῆς μας ἐνηλικίωσης εἰς ἄνδραν τέλειον, εἰς μέτρον τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ.

Εκδήλωση γιά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη στήν Κόρινθο, 27 Νοεμβρίου 2011

Ἐπεξεργαζόμενος τὴν παρακαταθήκη τοῦ πατρὸς Ἰωάννου Ρωμανίδη, μᾶς τὴν προσέφερε μὲ τρόπο εὔληπτο, παιδαγωγικὸ καὶ ἐφαρμόσιμο, δίνοντάς μας νὰ ἐννοήσουμε ὅτι Ρωμηοσύνη, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος στὸ «Γέννημα καὶ θρέμμα Ρωμηοί», εἶναι τελικὰ «ἡ αὐθεντικὴ καὶ ρεαλιστικὴ ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καὶ ὅτι Ρωμηοὶ εἶναι ὅσοι, ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀγαποῦν εἰλικρινὰ καὶ θυσιαστικά, ὑπομένουν στὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, εὐγνωμονοῦν καὶ εὐχαριστοῦν τὸν Θεό, ἔχουν προσευχητικὴ ὕπαρξη, ἀφοῦ ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς ὑπάρξεώς τους βγαίνει ἀβίαστα καὶ αὐθόρμητα τὸ "δόξα σοι ὁ Θεός", ξέρουν νὰ συγχωροῦν καὶ νὰ εὐεργετοῦν καὶ τοὺς μεγαλύτερους ἐχθρούς, εἶναι ταπεινοί, μέσα ἀπὸ τὸν ἀγῶνα τοῦ θυμικοῦ τῆς ψυχῆς, γιὰ νὰ παραμένουν στὴν τάξη τῶν θεουμένων».

Προσκεκλημένος τοῦ πάντα φιλόξενου, μὲ ἀρχοντικὸ ἦθος καὶ εὐρυχωρία πνεύματος, Ποιμενάρχου μας κ. Διονυσίου, ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεος θὰ ἀναπτύξη ἀπόψε τὸ θέμα «Ἡ ἐμπειρικὴ θεολογία κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ πατέρα Ἰωάννη Ρωμανίδη», κάνοντάς μας ἐν κατακλεῖδι νὰ ἀναζωπυρώσουμε τὴν ἐλπίδα ὅτι, ἀκόμη καὶ σήμερα πού, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ἔξωθεν μάχαι καὶ ἔσωθεν φόβοι», ἡ Οἰκουμενικὴ Ρωμηοσύνη θὰ συνεχίση νὰ ζῆ γιατί ζῆ ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας».

Στὴν συνέχεια ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἰερόθεος, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν οἰκεῖο Ποιμενάρχη γιὰ τὴν πρόσκληση καὶ τὴν ὅλη διοργάνωση τῆς Ἐκδήλωσης καὶ ἀφοῦ ὑπενθύμισε τὰ κοινὰ σημεῖα καὶ τοὺς δεσμοὺς μεταξὺ τῶν δύο Μητροπόλεων ἀλλὰ καὶ τῶν δύο νῦν Μητροπολιτῶν, ἀνέπτυξε τὸ θέμα «Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη». Διάρθρωσε τὴν ὁμιλία του σὲ δύο μέρη.

Στὸ πρῶτο μέρος, μὲ τίτλο: «Οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης», ἀναφέρθηκε στὶς θεολογικὲς ἐπιρροὲς καὶ στὶς συγκεκριμένες θεολογικὲς ἀρχὲς ποὺ δέχθηκε καὶ ἔλαβε ὁ π. Ἰωάννης ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, ὅπως διαφαίνεται στὰ κείμενά του. Ὁ π. Ἰωάννης, μετὰ τὴν μελέτη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, μελέτησε ἰδιαιτέρως τοὺς ἁγίους Πατέρες: ἅγιο Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη, ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο, Μέγα Βασίλειο, ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, ἅγιο Συμεὼν Νέο θεολόγο, ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καὶ τὴν Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν.

Στὸ δεύτερο μέρος τῆς ὁμιλίας του, μὲ τίτλο «Ἡ θεολογία τοῦ Φωτός», ὁ Σεβασμιώτατος τόνισε ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ἔχει σχέση μὲ τὸ Φῶς καὶ μέσα στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἀναφέρθηκε στὰ κεντρικὰ σημεῖα τῆς διδασκαλίας του, ἤτοι:

  • α) Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στοὺς θεουμένους μέσα στὸ Φῶς,
  • β) Τὸ τριλαμπὲς Φῶς τῆς μιᾶς θεότητος,
  • γ) Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ καὶ ζοῦσε μέσα στὸ Φῶς,
  • δ) Ἡ πτώση ὡς ἀπώλεια τοῦ φωτός,
  • ε) Οἱ δίκαιοι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἔφθασαν στὴν θεοπτία τοῦ Φωτός,
  • στ) Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου, ὡς ἔλευση τοῦ Φωτός,
  • ζ) Πεντηκοστή-Εκκλησία,
  • η) Παράδεισος καὶ κόλαση,
  • θ) Ἡ θεολογία τοῦ Φωτὸς στὸ ρωμαίϊκον πολιτισμό.

Καὶ ὁ Σεβασμιώτατος κατέληξε:

«Αὐτὴ εἶναι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπὸ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, τὸν κορυφαῖο δογματικὸ θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι θεολογία τοῦ Φωτός, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τριλαμπὲς Φῶς, ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε γιὰ νὰ μετέχη τοῦ Φωτός, ἡ πτώση τῶν Πρωτοπλάστων εἶναι ἀπώλεια τοῦ Φωτός, ἡ ἐνανθρώπηση καὶ ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀποβλέπουν στὸ νὰ θεραπεύσουν τὸν ἄνθρωπο, ὥστε νὰ μετέχη τοῦ Θεοῦ, ὡς Φωτὸς καὶ ὄχι ὡς πυρός.

Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης δὲν διάβασε μόνον Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ γνώριζε πολὺ καλὰ τὸν σχολαστικισμὸ τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, τὶς ἀπόψεις τοῦ Αὐγουστίνου, καὶ τὶς προτεσταντικὲς θεωρίες. Ὁπότε, μέσα ἀπὸ τὴν πατερικὴ διδασκαλία ἀντιμετώπισε τὸν παπικὸ σχολαστικισμό, τὸν προτεσταντικὸ ἠθικισμὸ καὶ τὸν ρωσικὸ πανσλαυισμό.

Δυστυχῶς ἡ ἐποχή μας ἀκόμη ζὴ κάτω ἀπὸ τέτοιες δυτικὲς ἐπιρροές, παρὰ τὴν μεγάλη στροφὴ πρὸς τὴν πατερικὴ παράδοση. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ κείμενα καὶ οἱ λόγοι τοῦ π. Ἰωάννου εἶναι σημαντικὰ καὶ ἀπαραίτητα γιὰ μᾶς, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσουμε ὅλες τὶς αἱρετικὲς ἀπόψεις ποὺ κυκλοφοροῦν ἀνάμεσά μας καὶ νὰ μάθουμε τὴν πεμπτουσία τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας, ἀπαλλαγμένης ἀπὸ διάφορες προσμείξεις, ἀλλὰ καὶ νὰ μάθουμε τὸν δρόμο καὶ τὸν τρόπο τῆς σωτηρίας. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιατί οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ αἰρετικίζοντες πολέμησαν τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καὶ τὴν διδασκαλία του.

Πάντως, ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης μᾶς ἔδειξε ὄχι μόνον τί εἶναι ὁ Θεὸς καὶ τί εἶναι ἡ σωτηρία, ἀλλὰ καὶ πὼς γνωρίζουμε τὸν Θεὸ καὶ πὼς ἐπιτυγχάνουμε τὴν σωτηρία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀπὸ τὸ ΤΙ πρέπει νὰ ἐπικεντρώσουμε τὴν προσοχή μας στὸ ΠΩΣ, καὶ σὲ αὐτὸ τὸ πὼς ἀποβλέπει ὁ ὀρθόδοξος ἡσυχασμὸς σὲ ἀπαραίτητο συνδυασμὸ μὲ τὰ Μυστήρια καὶ τὴν ὅλη ἐκκλησιαστικὴ ζωή».

Ἐπακολούθησε ἐποικοδομητικὴ συζήτηση καὶ ὁ Σεβασμιώτατος μέχρις ἀργὰ τὸ βράδυ ἀπαντοῦσε σὲ ἐρωτήματα καὶ ἀπορίες τοῦ ἀκροατηρίου. Κλείνοντας τὴν ἐκδήλωση ὁ Μητροπολίτης Κορίνθου κ. Διονύσιος εὐχαρίστησε τὸν ὁμιλητὴ γιὰ τὴν ὁμιλία του καὶ τὸν προσκάλεσε νὰ ξαναέλθη στὴν Κόρινθο καὶ νὰ ἀπευθύνη πάλι λόγους διδακτικοὺς καὶ ἀγάπης στὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα, πρόσκληση ποὺ ἐπιδοκιμάσθηκε θερμὰ ἀπὸ τὸ ἀκροατήριο.

Α.Κ.

Ἑλληνική φιλοσοφία καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Μπορεῖτε νὰ ἀκούσετε ἐδῶ ἠχογραφημένη τὴν ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου κ. Ἱεροθέου.

Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου σέ Διεπιστημονικό Συνέδριο στήν Φιλοσοφική Σχολή Ἀθηνῶν πού διοργάνωσε ἡ Διεθνής Ἐπιστημονική Ἑταιρεία Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας καί ἡ Ἕνωση Ἑλλήνων Φυσικῶν. 

Εὐχαριστῶ γιά τήν πρόσκληση νά παραστῶ καί νά ὁμιλήσω στό παρόν Συνέδριο ἀνακοινώνοντας τό θέμα: «Ἑλληνική φιλοσοφία καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας».

Ἐπειδή τό θέμα αὐτό εἶναι πολυσύνθετο καί πολυεπίπεδο καί ὁ χρόνος τῆς ἀνακοινώσεως εἶναι στενώτατος, γι’ αὐτό θά τό περιορίσω. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική θά κάνω μερικές ἀπαραίτητες διευκρινήσεις.

Εἰσαγωγικές διεκρινήσεις

Ἡ πρώτη διευκρίνηση εἶναι ὅτι θά γίνη ἀναφορά στούς Πατέρες πού ἔζησαν κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, αὐτῆς πού ὀνομάσθηκε Βυζάντιο μετά τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή τήν περίοδο ἐκείνη πού συναντῶνταν δύο μεγάλα θεολογικά καί πολιτιστικά ρεύματα, ἤτοι ἡ ἰουδαϊκή-χριστιανική παράδοση καί ἡ ἑλληνική σκέψη καί ὁπωσδήποτε ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση. Ἔτσι, ἔγινε μιά θαυμαστή σύνθεση μέ τήν ἔννοια ὅτι ἄλλο εἶναι τά ἄκτιστα ρήματα τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας καί ἄλλο εἶναι τά κτιστά ρήματα, νοήματα καί εἰκονίσματα πού εἶναι τῆς διατυπώσεως τῆς ἐμπειρίας, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.

Ἡ δεύτερη διευκρίνηση εἶναι ὅτι ἡ συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τήν ἑλληνική φιλοσοφία ἔγινε πρῶτα ἀπό μερικούς ἀνατολικούς φιλοσοφικούς θεολόγους, ὅπως τόν Παῦλο Σαμοσατέα, τόν Λουκιανό, τόν Ἄρειο καί ἄλλους μεταγενέστερους, οἱ ὁποῖοι συζητοῦσαν μέ τούς Ἀριστοτελικούς φιλοσόφους πάνω σέ ὀντολογικά καί κοσμολογικά θέματα, ἐκφράζοντας ἔτσι τόν λεγόμενον ἀπό τόν Χάρνακ «ἐξελληνισμένο Χριστιανισμό», μέ ἀποτέλεσμα νά περιπέσουν σέ θεολογικές πλάνες. Ἀντίθετα, οἱ Πατέρες τοῦ 4ου αἰῶνος, γνωρίζοντας τήν φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς τους, κυρίως τήν Πλατωνική, τήν Ἀριστοτελική καί τήν Νεοπλατωνική, γιά νά ἀπαντήσουν στούς φιλοσοφοῦντας Χριστιανούς θεολόγους, προσέλαβαν τήν φιλοσοφική ὁρολογία ὡς ἔνδυμα, τήν ὁποία ἀποφόρτισαν ἀπό τό νόημα πού εἶχε καί ἔδωσαν σέ αὐτήν ἄλλο νόημα, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀπαρτισθῆ αὐτό πού χαρακτηρίζεται ἀπό τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ «ἐκχριστιανισμένος ἑλληνισμός». Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική πρέπει νά δοῦμε τήν λεγομένη συνάντηση Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ, θεολογίας καί φιλοσοφίας.

Καί ἡ τρίτη διευκρίνηση εἶναι ὅτι ἐπειδή τό θέμα πού θά σᾶς ἀνακοινώσω εἶναι μεγάλο, προκειμένου νά τό τιθασεύσω ὥστε νά γίνη μιά σύντομη ἀνακοίνωση, θά περιορίσω τόν λόγο στήν παρουσίαση τῶν βασικῶν θέσεων τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, πού προέρχονται κυρίως ἀπό προφορικές ὁμιλίες του στόν Πανεπιστημιακό χῶρο, ἰδιαιτέρως σέ μάθημα πρός τούς φοιτητές καί μεταπτυχιακούς. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό ὑλικό πού θά παρουσιασθῆ ἐδῶ εἶναι κατά βάση ἀνέκδοτο καί πρωτότυπο. Ἔτσι, θά καλυφθῆ ἡ ἔννοια τῆς ἀνακοίνωσης.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν πρωτίστως πρωτότυπος ἐρευνητής. Μεγάλωσε στήν Ἀμερική καί σπούδασε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, ἔπειτα στό Πανεπιστήμιο τοῦ Γέϊλ, στό Ρωσικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου στήν Νέα Ὑόρκη, ἕνα διάστημα παρακολούθησε μαθήματα καί στό Πανεπιστήμιο Κολούμπια τῆς Νέας Ὑόρκης, στήν συνέχεια ἐργάσθηκε ἐρευνητικά στό Ρωσικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι, ὅπου ἐκπόνησε τίς πρῶτες σημαντικές προδιδακτορικές μελέτες του, στό Μόναχο, στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὅπου κατέθεσε πρωτότυπη διδακτορική διατριβή, ἡ ὁποία προκάλεσε θεολογικές ἀναταράξεις στό ὅλο κλῖμα τῆς θεολογίας στήν Ἑλλάδα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, στό Πανεπιστήμιο τοῦ Χάρβαρντ, ὅπου ἐκπόνησε σημαντικές μεταδιδακτορικές ἐργασίες, κάτω ἀπό τήν ἐπίβλεψη τοῦ διάσημου Καθηγητοῦ τοῦ Χάρβαρντ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ. Μετέπειτα ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἐξελέγη Καθηγητής στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης καί Καθηγητής στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, δίδαξε δέ καί στήν Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή στό Βόρειο Λίβανο.

Ἐπειδή ἀσχολήθηκα πολύ μέ τό πρόσωπό του καί τό ἔργο του, γι’ αὐτό ἐπισημαίνω ἰδιαίτερα τό ἐρευνητικό του χάρισμα.

Στίς προδιδακτορικές του μελέτες ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μέ τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ὡς διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων μετέφεραν τήν Χριστιανική διδασκαλία στόν ἐθνικό κόσμο, ὅπου ἐπικρατοῦσε ἡ ἑλληνική σκέψη. Στήν διδακτορική του διατριβή μελετώντας τό προπα-τορικό ἁμάρτημα ἀντιμετώπισε ἰδιαιτέρως τήν διαφορά μεταξύ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Στίς μετέπειτα μεταδιδακτορικές μελέτες του ἀφιερώθηκε κυρίως στήν μελέτη τῆς σκέψεως τῶν Ἀπολογητῶν Πατέρων καί τήν ἐπίδραση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας σέ αὐτούς, ὅπως καί τίς διαφορετικές προϋποθέσεις μεταξύ τους. Ἔτσι, οἱ μελέτες του πάνω στόν ἅγιο Ἰουστῖνο τόν Μάρτυρα καί φιλόσοφο, ἡ κριτική πού ἀσκεῖ στίς ἀπόψεις τοῦ Wolfson σέ σχέση μέ τήν διδασκαλία τοῦ Φίλωνος τοῦ Ἰουδαίου καί τῶν Πατέρων, ἡ ἀνάλυση τῶν ἀπόψεων τοῦ Θεοδώρου Μομψουεστίας, παρουσιάζουν τόν τρόπο σκέψεως τῶν πρώτων φιλοσοφούντων θεολόγων πάνω σέ Χριστολογικά θέματα. Ἀλλά καί ἡ μελέτη του γιά τήν σύγκρουση πού ἔγινε τόν 14ο αἰώνα μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἐκφραζόταν μέ τίς ἀπόψεις τοῦ νεοπλατωνικοῦ Αὐγουστίνου Ἐπισκόπου Ἱππῶνος, τόν κατέστησαν σοβαρό μελετητή καί γνώστη τῆς σχέσεως καί τῆς διαφορᾶς μεταξύ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν 14ο αἰώνα καί μετέπειτα.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔκανε σημαντική καί πρωτότυπη ἔρευνα στίς πηγές κατά τόν 3ο καί 4ο αἰώνα καί ἀπέκτησε καθαρή καί βασική σκέψη πάνω στήν συνάντηση μεταξύ τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως, τῆς ἰουδαϊκῆς παραδόσεως καί χριστιανικῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας. Δέν ἀντέγραφε ἄλλους μελετητές, οὔτε ἔκανε ἐπιπόλαιες σκέψεις πάνω στά θέματα αὐτά οὔτε μετέφερε ἐρευνητικές ἐργασίες ἄλλων, ἀλλά ὅ,τι δίδασκε ἦταν προϊόν δικῆς του σοβαρῆς καί ἐξαντλητικῆς ἔρευνας. Ἔτσι, μπορεῖ νά προστεθῆ ὅτι τά ὅσα δίδασκε ἦταν πρωτότυπες κριτικές ἀπόψεις προερχόμενες ἀπό ἐξαντλητικές ἔρευνες στίς πηγές. Μέ αὐτές τίς σκέψεις στήν συνέχεια θά ἐκτεθοῦν τά συμπεράσματα τῶν προσωπικῶν του ἐρευνῶν στό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ.

Στήν συνέχεια θά τονισθοῦν τρία σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη γιά τήν διαφορά μεταξύ τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῆς κλασσικῆς φιλοσοφίας.

1. Φιλοσοφία καί θεολογία

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ 4ου αἰῶνος εἶχαν σπουδάσει τήν φιλοσοφία καί τήν γνώριζαν, ἀλλά δέν ἦταν φιλόσοφοι, οὔτε ἀνέπτυξαν ἕνα ἰδιαίτερο φιλοσοφικό σύστημα. Ἄλλωστε, σέ ὅλη τήν περίοδο τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (Βυζάντιο) διδασκόταν ἡ φιλοσοφία, ἀλλά ἔκαναν διάκριση ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ φιλοσοφία καί ἄλλο εἶναι ἡ θεολογία, ἀφοῦ διακρίνονταν ἀπό τήν διαφορετική μεθοδολογία τους. Οἱ Ρωμηοί δέν εἶχαν πέσει στόν μεγάλο πειρασμό τῆς δυτικῆς σχολαστικῆς θεολογίας, πού ταύτιζαν τήν φιλοσοφία μέ τήν θεολογία. Μάλιστα, ὅταν οἱ αἱρετικοί τοῦ 3ου καί 4ου αἰῶνος συνέδεαν τήν φιλοσοφία μέ τήν θεολογία, τότε οἱ Πατέρες ἦταν ἐπικριτικοί καί πρός τούς φιλοσοφοῦντας θεολόγους καί πρός τήν ἴδια τήν φιλοσοφία.

Ἀκόμη καί τόν 14ο αἰώνα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γνώριζε τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία, χρησιμοποιοῦσε μερικές φορές τούς ὅρους της, ἀλλά διαφωνοῦσε στίς βασικές φιλοσοφικές ἀρχές. Γράφει κάπου: «Κἄν ἐξετάσῃς ἴδοις ἄν πάσας ἤ τάς πλείστας τῶν δεινῶν αἱρέσεων ἐντεῦθεν λαβούσας τάς ἀρχάς».

2. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἀντιμεταφυσικοί

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἄν καί ἐγνώριζαν τήν ἑλληνική φιλοσοφία, ἐν τούτοις δέν ἀποδέχονται τήν μεταφυσική τῆς φιλοσοφίας.

Θά ἀναφερθοῦν μερικά παραδείγματα, πού στηρίζουν αὐτήν τήν θέση.

Πρῶτον. Βασική ἀρχή τῆς μεταφυσικῆς εἶναι ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀντικείμενο τοῦ στοχασμοῦ. Ὁ φιλόσοφος Πλάτων ἰσχυριζόταν τό «Θεόν νοῆσαι μέν χαλεπόν, φράσαι δέ ἀδύνατον», δηλαδή εἶναι δύσκολο νά στοχαστοῦμε τόν Θεό, ἀλλά ἀδύνατον νά τόν ἐκφράσουμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Πλάτων δέν ἀπέκλειε τόν στοχασμό γιά τόν Θεό, ἀφοῦ αὐτός ὁ ἴδιος δημιούργησε τήν θεωρία τῶν ἰδεῶν, ἀλλά ἔλεγε ὅτι εἶναι δύσκολο αὐτό τό ἔργο γιά τόν καθένα.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν δεύτερο θεολογικό του λόγο, ἀφοῦ μνημονεύει αὐτήν τήν ἀρχή τοῦ Πλάτωνος, στήν συνέχεια ἀντιστρέφει τόν λόγο του. Γράφει ὅτι ὁ Πλάτων μέ τήν φράση «Θεόν νοῆσαι μέν χαλεπόν, φράσαι δέ ἀδύνατον» ἤθελε νά πῆ ὅτι μπορεῖ κανείς νά στοχαστῆ ἄν καί εἶναι δύσκολο, ἀλλά εἶναι ἀδύνατο νά τό ἐκφράση. Ὅμως, στήν χριστιανική θεολογία ἰσχύει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά ὁμιλήση κανείς γιά τόν Θεό, ἀλλά εἶναι ἀδυνατότερο νά στοχασθῆ γι' Αὐτόν.

Ὁπότε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀντιστρέφει τό ρητό τοῦ Πλάτωνος «Θεόν νοῆσαι μέν χαλεπόν, φράσαι δέ ἀδύνατον» καί λέγει ὅτι τόν Θεόν «φράσαι μέν ἀδύνατον, νοῆσαι δέ ἀδυνατώτερον».

Στήν συνέχεια ἐξηγεῖ ὅτι αὐτό πού νοεῖται (ὁ Θεός) ἴσως ὁ λόγος θά μποροῦσε νά τό δηλώση, ἔστω καί μή μετρίως, ἀλλά ἀμυδρῶς, σέ ἐκεῖνο στόν ὁποῖο δέν ἔχουν καταστραφῆ τά αὐτιά του καί δέν εἶναι νωθρός στήν διάνοια. Ἀλλά τό νά περιλάβη κανείς ἕνα τέτοιο πράγμα στήν διάνοια εἶναι παντελῶς ἀδύνατο καί ἀκατόρθωτο ὄχι μόνον στούς ἀποβλακωμένους καί ὑλόφρονες, ἀλλά καί στούς πιό ὑψηλούς στήν σκέψη καί στούς φιλοθέους. Καθώς ἐπίσης εἶναι παντελῶς ἀδύνατο καί ἀκατόρθωτο καί σέ κάθε κτιστή φύση καί σέ ἐκείνους στούς ὁποίους ὁ ζόφος - τό σκοτάδι παρεμποδίζει στό παχύ αὐτό σαρκίο στήν κατανόηση τῆς ἀλήθειας.

Ἑπομένως, ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὅτι τόν Θεόν «φράσαι μέν ἀδύνατον, νοῆσαι δέ ἀδυνατώτερον» ἀνατρέπει τήν φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνος πού ἐκφράζεται στήν φράση «Θεόν νοῆσαι μέν χαλεπόν, φράσαι δέ ἀδύνατον», καί ἔτσι καταρρίπτεται ἡ μεταφυσική πού προσπαθεῖ μέ τόν στοχασμό καί τήν φαντασία νά ἐννοήση τόν Θεό.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης θεωρεῖ ὅτι αὐτό τό χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου εἶναι βασικότατο καί δείχνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν εἶναι μεταφυσική, γι’ αὐτό ἔλεγε ὅτι ὁ θεόπτης ὅταν φθάση στήν θέωση βλέπει καί ἀκούει ἄκτιστα ρήματα, καί στήν συνέχεια καταγράφει ὅσον εἶναι δυνατόν αὐτήν τήν ἄκτιστη ἐμπειρία μέ κτιστά ρήματα ("φράσαι") καί κτιστά νοήματα ("νοῆσαι") τί εἶναι ὁ Θεός.

Ἔτσι, τό χωρίο αὐτό τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, μέ τό ὁποῖο διορθώνεται ὁ Πλάτων, δείχνει ὅτι ἡ Θεολογία δέν εἶναι μεταφυσική.

Δεύτερον. Ἄλλη βασική ἀρχή τῆς μεταφυσικῆς εἶναι ὅτι ὅλα τά περί Θεοῦ ἐρευνῶνται μέ τήν λογική, πού εἶναι τό εὐγενέστερο στοιχεῖο τῆς ψυχῆς ἡ ὁποία εἶναι ἐκ φύσεως ἀθάνατη, ἀνῆκε στόν ἀγέννητο κόσμο τῶν ἰδεῶν, κατά τόν Πλάτωνα.

Κατά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη «οἱ Πατέρες δέν δέχονται τούς κανόνες τῆς λογικῆς, ὅταν ἀσχολοῦνται μέ τά θεολογικά θέματα. Γιατί; Διότι οἱ κανόνες τῆς λογικῆς ἰσχύουν μόνον, ὅσο ἰσχύουν, γιά τά κτίσματα. Γιά τόν Θεό δέν ἰσχύουν οἱ κανόνες τῆς λογικῆς ἤ τῆς φιλοσοφίας.

Κανένα φιλοσοφικό σύστημα δέν μπορεῖ νά ἐφαρμοστῆ στόν Θεό. Καί ὅσοι νομίζουν ὅτι διά τῆς καθαρᾶς μαθηματικῆς μποροῦν νά βαδίζουν πρός τόν Θεό, γιά τούς Πατέρες εἶναι ἀφελέστατοι. Γιατί; Διότι ἁπλούστατα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα. Αὐτά πού φαινομενικά ἰσχύουν γιά τά κτιστά, δέν ἰσχύουν γιά τά ἄκτιστα. Διότι δέν ὑπάρχουν κανόνες τῶν κτισμάτων πού ἐφαρμόζονται στό ἄκτιστο. Καί αὐτή εἶναι ἡ κατάσταση».

Ἔτσι ἡ ψυχή δέν εἶναι ἐκ φύσεως ἀθάνατη, δέν ἀνῆκε στόν ἀγέννητο κόσμο τῶν ἰδεῶν, ἀλλά εἶναι κτιστή καί κατά χάρη ἀθάνατη. Γι' αὐτό δέν κάνουμε διάκριση μεταξύ φύσει ἀθανάτου ψυχῆς καί φύσει θνητοῦ σώματος. Ἐπίσης δέν κάνουμε διάκριση μεταξύ ποιητικῆς καί παθητικῆς ψυχῆς, ὅπως ἔκανε ὁ Ἀριστοτέλης.

Τρίτον. Βασική ἀρχή τῆς γνώσεως στόν Ἀριστοτέλη εἶναι ὁ νόμος τῶν ἀντιθέσεων, πού σημαίνει ὅτι «δέν μποροῦμε νά ἀποδώσουμε σέ αὐτό τό ἴδιο πράγμα ἀντιθέσεις. Δέν μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως ἄσπρο καί μαῦρο, δέν μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως μεγάλο καί μικρό, δέν μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως λογικό καί παράλογο, δέν μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως ὑπαρκτό καί ἀνύπαρκτο». Αὐτός ὁ νόμος τῶν ἀντιθέσεων «εἶναι τό θεμέλιο τοῦ λογικοῦ συστήματος τοῦ Ἀριστοτέλη».

Κατά τούς Πατέρας, ὅμως, ὁ Θεός εἶναι ὄν καί μή ὄν, εἶναι γνωστός καί ἄγνωστος, καταληπτός καί ἀκατάληπτος, μεθεκτός καί ἀμέθεκτος, ὁρατός καί ἀόρατος, ἔχει οὐσία, ἡ ὁποία εἶναι ὑπερούσια. Καί αὐτό συμβαίνει γιατί οἱ θεούμενοι βλέπουν τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τήν οὐσία Του, ὁπότε βλέπουν ἀοράτως, μετέχουν ἀμεθέκτως, ἀκοῦνε τήν φωνή τοῦ Θεοῦ ἀνηκούστως κλπ.

Τέταρτον. Ἄλλη βασική ἀρχή τῆς γνώσεως τοῦ Ἀριστοτέλη εἶναι ὁ νόμος μεταξύ διαφορᾶς καί ὁμοιότητας. Παρατηρώντας τήν διαφορά καί τήν ὁμοιότητα μεταξύ δύο πραγμάτων, γίνεται ἡ περιγραφή καί παράγεται ἡ γνώση. Ὅμως, ὅταν φθάση κανείς στήν θέωση καί δῆ τόν Θεό «κάνει τήν διαφοροποίηση, ἀλλά δέν μπορεῖ νά κάνη τήν ὁμοιότητα». Δηλαδή, στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως «ὑπάρχει διαφοροποίηση», ἀλλά «δέν ὑπάρχει ὁμοιότητα».

Πέμπτον. Βασική ἀρχή τῆς μεταφυσικῆς τοῦ Πλάτωνος εἶναι ὅτι ὅλα τά ὄντα εἶναι ἀντίγραφα τῶν ἀρχετύπων πού εἶναι ἀμετάβλητα. Αὐτό ὅμως δέν ἰσχύει γιά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ὁ κόσμος δέν εἶναι ἀντίγραφο τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν, εἶναι θετικό δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἀντιγραφή κάποιων ἀρχετύπων.

Πάντως, ἡ Ἐκκλησία ἔχει δική της γνωσιολογία, δηλαδή δικό της τρόπο καί δική της μέθοδο γνώσεως τοῦ Θεοῦ, πού δέν ἔχει σχέση μέ τήν μεταφυσική.
Στήν συνέχεια θά καταγραφοῦν οἱ ἀπόψεις μερικῶν καί σημαντικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τό θέμα τῆς φιλοσοφίας.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν πρῶτο θεολογικό του λόγο, ἀφοῦ προσδιορίζει ὅτι τό θεολογεῖν δέν εἶναι τοῦ καθενός, ἀλλά «τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ καί πρό τούτων καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων τό μετριώτατον», στήν συνέχεια ζητᾶ ἀπό τούς ἀκροατές του νά ἀποβάλουν τίς ἀπόψεις τῶν φιλοσόφων γιά τόν Θεό. Γράφει: «Βάλλε μοι Πυθαγόρου τήν σιωπήν καί τούς κυάμους τούς ὀρφικούς καί τήν περί τό Αὐτός ἔφα καινοτέραν ἀλαζονείαν. βάλλε μοι Πλάτωνος τάς ἰδέας, καί τάς μετενσωματώσεις καί περιόδους τῶν ἡμετέρων ψυχῶν, καί τάς ἀναμνήσεις, καί τούς οὐ καλούς διά τῶν καλῶν σωμάτων ἐπί ψυχήν ἔρωτας· Ἐπικούρου τήν ἀθεΐαν καί τάς ἀτόμους καί τήν ἀφιλόσοφον ἡδονήν· Ἀριστοτέλους τήν μικρολόγον πρόνοιαν καί τό ἔντεχνον καί τούς θνητούς περί ψυχῆς λόγους καί τό ἀνθρωπικόν τῶν δογμάτων· τῆς Στοᾶς τήν ὀφρῦν, τῶν Κυνῶν τό λίχνον τε καί ἀγοραῖον. βάλλε μοι τό κενόν, τό πλῆρες τῶν ληρημάτων, ὅσα περί θεῶν ἤ θυσιῶν, περί εἰδώλων, περί δαιμόνων ἀγαθῶν τε καί κακοποιῶν, ὅσα περί μαντείας, θεαγωγίας, ψυχαγωγίας, ἄστρων δυνάμεως, τερατεύονται».

Ἡ ἀναφορά αὐτή εἶναι σημαντική, γιατί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀρνεῖται ὁλόκληρη τήν ἀρχαία εἰδωλολατρεία, τόν μυστικισμό, τήν ἡδονοκρατία, τόν εὐδαιμονισμό καί γενικά τήν κλασσική μεταφυσική τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ἀριστοτέλους καί τῶν Νεοπλατωνικῶν φιλοσόφων.

Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος σπούδασε τήν ἀρχαία ἑλληνική σοφία καί φιλοσοφία στήν Ἀθήνα, σέ κείμενό του ἀναφέρεται σέ αὐτήν. Γράφει: «Πονηρά δέ σχολή ἡ τῶν Ἀθηναίων, οἷς "εἰς οὐδέν ἄλλο εὐκαίρουν, ἤ λέγειν τι καί ἀκούειν καινότερον"· ἥν καί νῦν τινες μιμοῦνται τῇ τοῦ βίου σχολῇ πρός τήν ἀεί τινος καινοτέρου δόγματος εὕρεσιν ἀποχρώμενοι. Ἡ τοιαύτη σχολή φίλη ἐστίν ἀκαθάρτοις καί πονηροῖς πνεύμασιν». Ὁ ἴδιος σέ ἐπιστολή πού ἀπέστειλε στόν Εὐστάθιο τόν Σεβαστηνό ἀναφέρεται στά χρόνια πού ἐδαπάνησε στήν ματαιότητα καί ὅπως γράφει: «πᾶσαν σχεδόν τήν ἐμαυτοῦ νεότητα ἐναφανίσας τῇ ματαιοπονίᾳ, ἥν εἶχον προσδιατρίβων τῇ ἀναλήψει τῶν μαθημάτων τῆς παρά τοῦ Θεοῦ μωρανθείσης σοφίας». Ἔπειτα, «ὥσπερ ἐξ ὕπνου βαθέος διαναστάς», «ἀπέβλεψα μέν πρός τό θαυμαστόν φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου, κατεῖδον δέ τό ἄχρηστον τῆς σοφίας τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων, πολλά τήν ἐλεεινήν μου ζωήν ἀποκλαύσας ηὐχόμην δοθῆναι μοι χειραγωγίαν πρός τήν εἰσαγωγήν τῶν δογμάτων τῆς εὐσεβείας». Στήν συνέχεια, ὅπως γράφει, περιῆλθε τήν Ἀλεξάνδρεια, τήν Αἴγυπτο, τήν Παλαιστίνη, τήν Συρία, τήν Μεσοποταμία ὅπου συνήντησε ἀσκητές πού ζοῦσαν τήν κατά Θεόν φιλοσοφία, ἤτοι τήν πραγματική θεολογία».

Εἶναι σημαντικά τά ὅσα γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, πού θεωρεῖται ὡς ὁ φιλοσοφικότερος τῶν Πατέρων, γιά τήν ἑλληνική φιλοσοφία: «Ἄγονος γάρ ὡς ἀληθῶς ἡ ἔξωθεν παίδευσις, ἀεί ὠδίνουσα καί μηδέποτε ζωογονοῦσα τῷ τόκῳ. Τίνα γάρ ἔδειξε καρπόν τῶν μακρῶν ὠδίνων ἡ φιλοσοφία, ἤ τίνα τοσούτων τε καί τοιούτων ἄξιον πόνων; Οὐ πάντες ὑπηνέμιοί τε καί ἀτελεσφόρητοι πρίν εἰς τό φῶς ἐλθεῖν τῆς θεογνωσίας ἀμβλίσκονται, δυνάμενοι ἴσως γενέσθαι ἄνθρωποι, εἰ μή διόλου τοῖς κόλποις τῆς ἀγόνου σοφίας ἐνεκαλύπτοντο;».

Στήν ἴδια προοπτική κινεῖται καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅταν γράφη: «Κατά τοῦτο πάντως ἡ τῶν Ἑλλήνων ἐμωράνθη σοφία, καθότι οὐκ ἐκ Θεοῦ· πᾶν δ’ ὅ μή θεόθεν, οὐκ ὄν· διά τοῦτο ἡ σοφία τῶν Ἑλλήνων ψευδώνυμος».

Οἱ Πατέρες δέν δέχθηκαν ποτέ τίς βασικές ἀρχές τῆς κλασσικῆς μεταφυσικῆς.

3. Διαφορά μεταξύ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου καί Νεοπλατωνισμοῦ

Μερικοί ἑτερόδοξοι ἀλλά καί δικοί μας ὀρθόδοξοι θεολόγοι διαβάζοντας τά κείμενα τῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος, ἀλλά καί τά κείμενα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου νομίζουν ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐπηρεάσθηκαν ἀπό τόν Νεοπλατωνισμό καί ἀλλοίωσαν τήν ἀρχέγονη Χριστιανική Παράδοση. Μιά τέτοια ἑρμηνεία διαστρεβλώνει καί κακοποιεῖ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅμως, παρά τήν λεκτική ὁμοιότητα μεταξύ τῶν Πατέρων καί τῶν Νεοπλα-τωνικῶν σέ μερικά σημεῖα, ἐν τούτοις ὑφίσταται μεγάλη διαφορά μεταξύ τους. Γι’ αὐτό δέν μπορεῖ κανείς νά κάνη λόγο ὅτι οἱ Πατέρες ἐπηρεάσθηκαν ἀπό τήν πλατωνική ἤ νεοπλατωνική φιλοσοφία καί ἀλλοίωσαν τήν Χριστιανική πίστη.

Θά τονισθοῦν μερικά σημεῖα πού δείχνουν τήν μεγάλη διαφορά στά νοήματα μεταξύ θεολογίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς φιλοσοφίας τῶν Νεοπλατωνικῶν, ὅπως φαίνεται στά συγγράμματα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου.

Πρώτη διαφορά ἀνευρίσκεται στήν στασιμότητα καί τήν αἰώνια κίνηση. Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης:
«Ὁ ἅγιος Διονύσιος πιστεύει στήν αἰώνια κίνηση, ὅτι ἡ τελειότητα εἶναι ἡ αἰώνια κίνηση. Τήν στασιμότητα τήν ἀποβάλλει. Πιστεύει στήν τελειότητα, πού ἀκόμα καί τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ καί οἱ Κυριότητες καί ὅλοι οἱ Ἄγγελοι, πάντα ἀπό δόξα σέ δόξα καί διαρκῶς εὑρίσκονται σέ διαρκῆ ἀνοδική πορεία, παρά τό γεγονός ὅτι εἶναι θεούμενοι καί βλέπουν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ γιά τήν πλατωνική παράδοση ἡ τελείωση εἶναι ἡ ἀκινησία καί τό ἀμετάβλητο. Ὁπότε, ἔχουμε τό ἀμετάβλητο στούς Ἕλληνες φιλοσόφους, ὡς τό τέλος τῆς ἀνθρωπίνης τελειότητος. Ἐνῶ, στόν κατ’ ἐξοχήν ἑλληνίζοντα, δῆθεν, φιλόσοφο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε τήν ἀεικινησία, ὡς τό θεμέλιο τῆς θεώσεως».

Δεύτερη διαφορά παρατηρεῖται στό θέμα τοῦ ἔρωτος. Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης:
«Στούς Πλατωνικούς ὁ ἔρως εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἔρωτα πρός τό ἀκίνητον κινοῦν κλπ. Καί εἶναι ἔνδειξη, ὅτι μᾶς λείπει κάτι καί γι’ αὐτό ἔχουμε ροπή πρός τόν ἄλλο, γιά νά συμπληρώσουμε τά ἐλλείποντα τά ἰδικά μας. Δηλαδή ἔχουμε τό φίλτρο μέσα μας, τό ὁποῖο εἶναι ὁ μαγνητισμός πρός τό ὕψιστο ἀγαθό κ.ο.κ. Ὁπότε, ἔρως εἶναι τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Ἐνῶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης συζητεῖ τήν διάκριση μεταξύ ἔρωτος καί ἀγάπης, καί λέει ὁ Διονύσιος ὅτι ἔρωτα καί ἀγάπη δέν μποροῦμε νά τά διαφοροποιήσουμε. Καί δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἀγάπη καί δέν ἔχει ἔρωτα γιά τόν ἄνθρωπο. Γιατί, φαίνεται, ὑπῆρχαν ὁρισμένοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι κάνανε διάκριση μεταξύ ἔρωτος καί ἀγάπης καί ἤθελαν νά ποῦν ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἀγάπη γιά τόν κόσμο, ὄχι ὅμως ἔρωτα, γιά νά μή φανῆ ὅτι ἔχει ὁ Θεός καμμία ἀδυναμία, ὅτι ἐξαρτᾶται ὁ Θεός ἀπό τόν κόσμο. Καί λέει, ὅτι ὄχι μόνο ὁ Θεός ἔχει ἀγάπη γιά τόν κόσμο, ἀλλά ὁ Θεός ἔχει ἔρωτα γιά τόν κόσμο. Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο ″μούντζωμα‶ πού μπορεῖ νά κάνη ἐναντίον τῶν νεοπλατωνικῶν».

Τρίτη διαφορά ἐντοπίζεται στό ὅτι ὁ Θεός δέν κινεῖ μόνον, ἀλλά εἶναι καί κινούμενος. Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης:
«Δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι μόνο ἀκίνητον κινοῦν, διότι ὁ Θεός εἶναι καί κινούμενος. Γι’ αὐτό, καί στήν σχολαστική παράδοση εἶναι αἵρεση ὅτι εἶναι καί κινούμενος ὁ Θεός. Λοιπόν, ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καθιέρωσε, ἴσως εἶναι ὁ πρῶτος, ὅτι ὁ Θεός εἶναι καί κινούμενος. Μετά τόν Διονύσιο, ἐπικρατεῖ αὐτή ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Θεός εἶναι καί κινούμενος, δηλαδή Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός κλπ. Ὅταν κανείς λέη ὅτι τό ἀκίνητον κινοῦν κινούμενος εἶναι ὁ Θεός, μαζί μέ τόν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ὑπάρχει μεγαλύτερο μούντζωμα ἐναντίον τῆς φιλοσοφίας; Αὐτό σημαίνει ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση εἶναι ἀδύνατον νά ὑπάρχη μεταφυσική. Εἶναι ἀδύνατη ἡ προσέγγιση μέ τήν μεταφυσική στό δόγμα περί Θεοῦ καί στά περί τελειότητος».

«Καί στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως, βλέπουμε ἕναν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη ὁ ὁποῖος κατηγορεῖται ὅτι πλατωνίζει καί νεοπλατωνίζει κ.ο.κ., νά μᾶς λέει καθαρά ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι μόνον ἀκίνητο κινοῦν, ἀλλά καί κινούμενος εἶναι ὁ Θεός, δηλαδή ὁ Θεός ὄχι μόνον κινεῖ ἀλλά κινεῖται. Αὐτά βέβαια τά γράφει ἐναντίον τῶν Νεοπλατωνικῶν καί τῶν Ἀριστοτελικῶν. Ὁπότε, εἶναι μία τρανή ἀπόδειξη ὅτι ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τόν Νεοπλατωνισμό, ἄν καί χρησιμοποιῆ τήν γλώσσα τῶν Νεοπλατωνικῶν. Αὐτή ἡ ἰδέα ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀκίνητο κινοῦν, ἀλλά καί κινούμενον, εἶναι αἵρεση γιά τούς Νεοπλατωνικούς καί τούς Ἀριστοτελικούς, διότι ποιός Ἀριστοτελικός μπορεῖ νά δεχθῆ ποτέ ὅτι τό ἀκίνητο κινοῦν εἶναι καί κινούμενο; Διότι τότε ἀφοῦ εἶναι κινούμενο δέν εἶναι ἀκίνητο. Εἶναι μιά ἀντίφαση. Εἶναι ἀντίφαση, ἀκίνητον κινούμενον, εἶναι καθαρά ἀντίφαση. Αὐτό σημαίνει καθαρά ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν φιλοσοφοῦν».

Ἀντιφάσεις, ὅπως λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι φῶς, σκότος. Γιατί; Δέν σημαίνει ὅτι στερεῖται τοῦ φωτός ὁ Θεός, ὁ Θεός ὑπερβαίνει τό φῶς. Ὁ Θεός εἶναι ἀκίνητο κινοῦν, εἶναι καί κινούμενος, πού σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχουν ἀνθρώπινα κατηγορήματα τά ὁποῖα μποροῦμε νά ἀποδώσουμε στόν Θεό, καθαρά δηλαδή, ἀλλά, αὐτό δέν προέρχεται ἀπό τήν φιλοσοφία, αὐτό προέρχεται ἀπό τήν ἐμπειρία. Ἀπό τήν ἐμπειρία προέρχεται. Γιατί; Διότι γνωρίζουν οἱ Πατέρες ὅτι χρησιμοποιοῦμε νοήματα γιά τόν Θεό, τά ὁποῖα ὅμως καταργοῦνται, ὅταν ἀντικρύζουμε τήν πραγματικότητα πού εἶναι ὁ Θεός».

Τέταρτη διαφορά σημειώνεται στό θέμα τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας. Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης:
«Ὑπάρχει ἡ ἄποψη ὅτι αὐτή ἡ θεολογία πού τήν ὀνομάζουμε ἀποφατική, εἶναι μιά φιλοσοφία ἐπηρεασμένη ἀπό τούς Νεοπλατωνικούς. Δέν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία ὅτι ὑπάρχει ὁμοιότητα στήν ὁρολογία μεταξύ τῶν Νεοπλατωνικῶν καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καί οἱ Νεοπλατωνικοί ἔχουν κι αὐτοί μιά ἀποφατική θεολογία, ἀλλά, ἐδῶ ὑπάρχει μιά οὐσιαστική διαφορά. Στούς Νεοπλατωνικούς ἔχουμε τήν ἔκσταση, ἡ ὁποία εἶναι μιά ἐμπειρία πού γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δαιμονική.

Κατά τήν ἐμπειρία τῆς ἐκστάσεως τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἐξέρχεται ἀπό τά διαστήματα καί ἀπό τήν ἀλληλοδιαδοχική σκέψη, ὑπερβαίνει ἁπλῶς τόν χρόνο καί τά μεταβλητά καί ἑνώνεται μέ τό ἀμετάβλητο, μέσα σέ αὐτό τό σύστημα. Βέβαια, τό σῶμα εἶναι κάτι τό κακό ἤ ἀρνητικό ἤ τό ἕνα ἤ τό ἄλλο δηλαδή. Πάντως, τό σῶμα δέν μετέχει στήν ἐμπειρία τῆς ἐκστάσεως τῶν Νεοπλατωνικῶν. Ἡ ὅλη ἀποφατική θεολογία τῶν Νεοπλατωνικῶν εἶναι ἡ ἀφαίρεση ἀπό τήν ἀνθρώπινη σκέψη ὅλων τῶν ἐλαττωμάτων, -κατ΄ αὐτούς ἐλαττωμάτων, ὄχι στήν πραγματικότητα ἐλαττώματα– ὅλων τῶν ἐλαττωμάτων τῆς περιορισμένης ἀνθρώπινης σκέψης. Στήν πατερική διδασκαλία τό σῶμα δέν εἶναι κακό καί ἡ ἔκσταση δέν εἶναι ἡ ἀποδέσμευση τοῦ νοῦ ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ἡ ἐπάνοδος τοῦ νοῦ στήν καρδιά.

Ὁπότε, ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τά ἐλαττώματα τῆς ἀνθρώπινης σκέψης εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας τῶν Νεοπλατωνικῶν, εἶναι ἡ ὅλη προσπάθεια νά ἀπαλλαγοῦν, ὄχι ἀπό τά κτιστά, ἀλλά ἀπό τά μεταβλητά, διότι γιά τήν Νεοπλατωνική ἀρχή δέν ὑπάρχει ἡ ἀσκητική διάκριση μεταξύ δημιουργίας ἐκ τοῦ μηδενός καί ἀκτίστου. Τό βασικό κατηγόρημα τῆς Ἰουδαιοχριστιανικῆς σκέψης εἶναι ἡ σαφής διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Ὑπάρχουν τά ἄκτιστα καί τά κτιστά. Καί μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα. Αὐτό εἶναι βασικό δόγμα, ὄχι μόνον τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως, ἀλλά εἶναι καί τῆς ἑβραϊκῆς παραδόσεως μέχρι σήμερα».

Αὐτές τίς σημαντικές διαφορές μεταξύ τῆς Πατερικῆς διδασκαλίας καί τοῦ νεοπλατωνισμοῦ πρέπει νά ἔχη κανείς ὑπ’ ὄψη του γιά νά κατανοήση τήν Πατερική παράδοση καί νά μή ἐξάγη ἐσφαλμένα συμπεράσματα.

Συμπέρασμα

Τό τελικό συμπέρασμα αὐτῆς τῆς σύντομης ἀνακοινώσεως εἶναι ὅτι ὑπάρχουν σημαντικές διαφορές στήν δομή τῆς σκέψεως μεταξύ τῶν φιλοσόφων πού ἐκφράζουν τήν κλασσική μεταφυσική, καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας πού ἐκφράζουν τήν ἐμπειρική ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ στούς Προφήτας, τούς Ἀποστόλους καί σέ αὐτούς τούς ἴδιους.

Οἱ Πατέρες μελετοῦσαν τήν ἑλληνική φιλοσοφία, χρησιμοποιοῦσαν τήν ὁρολογία καί ὅ,τι καλό μποροῦσε νά γίνη ἀποδεκτό ἀπό αὐτήν, χωρίς ὅμως νά ἀλλοιωθῆ ἡ ἀποκαλυπτική ἐμπειρία, ἀλλά ἀντιδροῦσαν ὅταν οἱ φιλοσο-φοῦντες Χριστιανοί θεολόγοι ἀνεμείγνυαν τήν φιλοσοφία μέ τήν θεολογία.
Ἀντίθετα, οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι πού καταδικάστηκαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους ἐξέφραζαν τόν «ἐξελληνισμένο Χριστιανισμό», ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἦταν φορεῖς τοῦ «ἐκχριστιανισμένου ἑλληνισμοῦ».

Ἡ Γαλλική ἐπανάσταση καί ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης

Ἀναστασίου Ἀθ. Φιλιππίδη,

Bachelor of Arts, Yale University, Master of Arts, Georgetown University

Ἡ Γαλλική ἐπανάσταση καί ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης

Σέ πρόσφατο διεθνές θεολογικό συνέδριο στήν Ἀθήνα, ἕνας θεολόγος ἀκροατής ἀμφισβήτησε ἔντονα τήν ἀξιοπιστία τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ὡς ἱστορικοῦ, ἐπικρίνοντας εἰδικά τήν ἄποψή του γιά τή Γαλλική Ἐπανάσταση ὡς ἐξέγερση τῶν Ρωμαίων κατά τῶν Φράγκων. Ἤμουν παρών στήν συνεδρίαση ἐκείνη, ἀλλά ὁ χῶρος καί ἡ θεματολογία τοῦ συνεδρίου δέν ἐπέτρεπαν ἀναλυτική ἀπάντηση, τήν ὁποία θά προσπαθήσουμε νά δώσουμε σέ αὐτό τό σύντομο ἄρθρο.

Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ συγκεκριμένη ἄποψη τοῦ Ρωμανίδη παραμένει «πέτρα σκανδάλου» γιά τούς ἀναγνῶστες του, καθώς δέν ταιριάζει μέ τίποτα ἀπό ὅσα ἔχουμε διδαχθῆ στίς συμβατικές ἀφηγήσεις τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης. Κι ὡστόσο, μιά ἁπλή φυλετική ἐξέταση τῆς ἱστορίας τῆς Γαλλίας ὁδηγεῖ εὔκολα στό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἄρχουσα τάξη τοῦ 18ου αἰώνα δέν ἦταν ἄλλη ἀπό τούς ἀπογόνους τῶν κατακτητῶν Φράγκων, οἱ ὁποῖοι κατά τόν 5ο καί 6ο αἰώνα ὑπέταξαν τούς ντόπιους Γαλάτες καί Ρωμαίους (τούς «Γαλλο-Ρωμαίους» κατά Ρωμανίδη). Οἱ ὑποταγμένοι Γαλλο-Ρωμαῖοι μετατράπηκαν σέ δουλοπάροικους καί δέν ἀνέκτησαν ποτέ τήν ἐλευθερία τους, ἐνῶ οἱ νικητές Φράγκοι ἀποτέλεσαν τήν τάξη τῶν εὐγενῶν, ἡ ὁποία συνέχισε νά διατηρῆ τά ἐκ γενετῆς προνόμιά της μέχρι τή Γαλλική Ἐπανάσταση. Ἡ Ἐπανάσταση ἀνέτρεψε ἀκριβῶς αὐτήν τήν τάξη τῶν εὐγενῶν καί κατήργησε τά προνόμιά της.

Ἀλλά αὐτή ἡ παρατήρηση δέν ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, ὅπως δέν ἔχουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον οἱ φυλετικές θεωρίες στήν Ἱστορία. Τό σημαντικό ἐρώτημα εἶναι: Μετά ἀπό 1200 χρόνια Φραγκικῆς κυριαρχίας εἶναι δυνατόν νά ὑπῆρχε ἀνάμνηση καί συνείδηση αὐτῆς τῆς διαφορᾶς στήν ἄρχουσα τάξη καί στόν ὑπόλοιπο λαό; Μόνον ἄν ὑπῆρχε αὐτή ἡ συνείδηση, μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά ἐπανάσταση τῶν Γαλλο-Ρωμαίων ἐναντίον τῶν Φράγκων.

Γιά νά ἀνιχνεύσουμε τί πραγματικά πίστευαν καί ἔνοιωθαν οἱ Γάλλοι πρίν ἀπό τήν Γαλλική Ἐπανάσταση, πρέπει νά προσεγγίσουμε πηγές πού χρονολογοῦνται εἴτε πρίν εἴτε ἀμέσως μετά τήν Ἐπανάσταση καί διατηροῦν ἀκόμη τίς πεποιθήσεις ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Δυστυχῶς ὁ Ρωμανίδης δέν παρουσίασε γραπτῶς τίς πηγές πάνω στίς ὁποῖες βάσισε τά συμπεράσματά του, ἄν καί εἶναι  φανερό στόν ἀναγνώστη ὅτι χρησιμοποίησε πολυάριθμα τεκμήρια. Ἔτσι, ὁ σημερινός ἐρευνητής εἶναι ὑποχρεωμένος νά προχωρήση σέ ἀνεξάρτητη ἔρευνα, προκειμένου νά φτάση σέ συμπεράσματα. Στό σημερινό ἄρθρο παρουσιάζουμε μερικά ἀπό τά ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς ἔρευνας.

1.  Ὁ M. Dietler, καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Γέϊλ, στήν ἐνδελεχῆ ἀνάλυση τῶν μεταμορφώσεων τῆς γαλλικῆς ταυτότητας, σημειώνει: «Οἱ εὐγενεῖς καί ἡ βασιλεία μονοπωλοῦσαν μέ κάθε τρόπο τήν Φραγκική ταυτότητα μέχρι τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1789. Ἀνιχνεύοντας τίς ρίζες της καί τή γέννηση τοῦ ἔθνους στήν ἐποχή τῆς βασιλείας τοῦ Φράγκου βασιλιά τοῦ πέμπτου αἰώνα Clovis (Χλωδοβίκου), ἡ ἀριστοκρατία ἦταν σέ θέση νά ἐπιβεβαιώση τή νομιμότητα τῆς κυριαρχίας της μέσῳ τῆς ὑποτιθέμενης προέλευσής της ἀπό τό δικαίωμα τῶν κατακτητῶν ἐπί τῆς μάζας τῶν κοινῶν ὑπηκόων. Τό γεγονός ὅτι ὁ Clovis ἀσπάστηκε τόν Χριστιανισμό προσέφερε στή μοναρχία βολικές διασυνδέσεις μέ τήν ἐκκλησία καί τήν θεία ἐπικύρωση τῆς ἐξουσίας της. Αὐτή ἡ πολιτογράφηση τῶν ταξικῶν διακρίσεων μέσα ἀπό ἐπικλήσεις σέ διαφορές τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας ἔτεινε νά λάβη ἔντονα φυλετικό χαρακτήρα, ὅπως στά μεγάλης ἐπιρροῆς ἱστορικά συγγράμματα τοῦ Comte de Boulainvilliers (1727). Ἐπανειλημμένα ὑποστήριξε ὅτι ἡ Γαλλία ἀποτελεῖτο ἀπό δύο φυλές ἀνθρώπων: τούς εὐγενεῖς, οἱ ὁποῖοι ἦταν οἱ ἀπόγονοι τῶν Φράγκων, καί τήν Τρίτη Τάξη, οἱ ὁποῖοι κατάγονταν ἀπό τούς Γαλλο-Ρωμαίους. Οἱ πρῶτοι ἦταν, λόγῳ τῆς κατάκτησης, "οἱ μόνοι ἄνθρωποι πού ἀναγνωρίζονται ὡς ἄρχοντες καί ἀφέντες". [….] Παρά τίς σπάνιες ἀντιρρήσεις τῶν σκεπτικιστῶν, ὅπως ὁ Βολταῖρος, ἡ ἱστορική καί φιλοσοφική βιβλιογραφία τῆς ἐποχῆς ἀντικατοπτρίζει μιά γενική ἀποδοχή ἀνάμεσα στούς διανοούμενους τῆς ἐθνικῆς κατασκευῆς τῆς [κοινωνικῆς] τάξης.

Αὐτή ἡ ἐπινοημένη ἐθνοτική/φυλετική διχοτόμηση, πού στήριζε ἰδεολογικά τήν ταξική δομή, ἀποτέλεσε ἕναν προφανῆ στόχο τῆς λαϊκῆς ἀντι-κινητοποίησης μέ τό ξέσπασμα τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1789.»[1]

2. Τό ὅτι οἱ ἀπόψεις τοῦ Boulainvilliers ἐξέφραζαν τήν ἐθνική συνείδηση τῆς ἀριστοκρατίας δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς γνώμη τοῦ Dietler. Ἡ διάσημη Γερμανίδα φιλόσοφος Χάννα Ἄρεντ ἀσχολήθηκε ἐκτενῶς μέ τόν Boulainvilliers στό περίφημο βιβλίο της «Οἱ ἀπαρχές τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ». Ὅπως γράφει, σύμφωνα μέ αὐτόν, «ἡ ἱστορία τῆς Γαλλίας ἦταν ἡ ἱστορία δύο διαφορετικῶν ἐθνῶν ἀπό τά ὁποία τό ἕνα, Γερμανικῆς καταγωγῆς, εἶχε κατακτήσει τούς παλιότερους κατοίκους, τούς «Γαλάτες», εἶχε ἐπιβάλει τούς νόμους του ἐπί αὐτῶν, εἶχε πάρει τή γῆ τους, καί εἶχε ἐγκατασταθεῖ ὡς ἄρχουσα τάξη, εὐγενεῖς τῶν ὁποίων τά ὑπέρτατα δικαιώματα βασίζονταν στό "δίκαιο τῆς κατάκτησης" καί στήν "ἀνάγκη τῆς παντοτινῆς ὑπακοῆς στόν ἰσχυρότερο"»[2].

Ἡ Ἄρεντ σημειώνει ὅτι ὁ Boulainvilliers «ἦταν ἀντιπροσωπευτικός πολλῶν εὐγενῶν οἱ ὁποῖοι δέν θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τους ὡς ἐκπρόσωπο τοῦ ἔθνους, ἀλλά ὡς μιά ξεχωριστή κυρίαρχη κάστα ἡ ὁποία ἴσως εἶχε περισσότερα κοινά μέ ἕναν ξένο λαό "ἴδιας κοινωνίας καί συνθηκῶν" παρά μέ τούς συμπατριῶτες της». Μάλιστα, «Λίγα χρόνια ἀργότερα οἱ Γάλλοι ἐξόριστοι πραγματικά προσπάθησαν νά σχηματίσουν μιά Διεθνῆτῶν ἀριστοκρατῶν ὥστε νά ἀπωθήσουν τήν ἐξέγερση αὐτῶν τούς ὁποίους θεωροῦσαν ἕναν ξένο ὑποδουλωμένο λαό». Παρόλο πού οἱ πρῶτες προσπάθειες ἀπέτυχαν (στό Βαλμύ τό 1792), «ἐξόριστοι ὅπως ὁ Charles Francois Dominique de Villiers, πού γύρω στό 1800 ἀντέτασσε τούς «Γαλλο-Ρωμαίους» στούς Γερμανικούς, ἤ ὅπως ὁ William Alter πού δέκα χρόνια ἀργότερα ὀνειρευόταν μιά ὁμοσπονδία ὅλων τῶν γερμανικῶν λαῶν, δέν παραδέχονταν τήν ἧττα. Πιθανόν δέν πέρασε ποτέ ἀπό τό μυαλό τους ὅτι ἦταν στήν πραγματικότητα προδότες, τόσο βαθειά πεπεισμένοι ἦταν ὅτι ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση ἦταν ἕνας "πόλεμος μεταξύ ξένων λαῶν"».

3. Οἱ σύγχρονοι ἱστορικοί θεωροῦν δεδομένη τήν ἰδεολογία πού περιγράφει ὁ Boulainvilliers. Ἀναλύοντας τήν ἀναβίωση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τό Γαλατικό παρελθόν καί τά ἐξυμνητικά ἄρθρα γιά τόν βασιλιά Βερσιγκεντορίξ, ἡ Μ. Κρέπς μᾶς ὑπενθυμίζει: «Οἱ Γάλλοι δέν ἰσχυρίζονταν πάντα ὅτι οἱ Γαλάτες ἦταν προγονοί τους, καί μέχρι τόν 19ο αἰώνα οἱ Φράγκοι ἦταν οἱ πρόγονοι πού ἀναγνωρίζονταν ἀπό τή Γαλλική ἀριστοκρατία τοῦ Παλαιοῦ Καθεστῶτος, ἐνῶ τή γαλατική καταγωγή τήν διεκδικοῦσαν μόνον οἱ κοινοί θνητοί. Ὁ Jean-Louis Brunaux, στό ἐξαίρετο βιβλίο του γιά τήν ἀπομυθοποίηση τῶν Γαλατῶν μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι πρίν ἀπό τήν ὕπαρξη τῶν δημόσιων σχολείων (στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1880) ἡ διδασκαλία τῆς ἱστορίας εἶχε ἀφεθεῖ κυρίως στούς κληρικούς οἱ ὁποῖοι συνέχιζαν νά θεωροῦν τούς Φράγκους ὡς τούς εὐγενεῖς προγόνους τους». [3]

4. Ἀντίστοιχα, ὅπως σημειώνει ὁ Edward James σέ πρόσφατη μελέτη του[4], τόν 17ο καί 18ο αἰώνα, ἡ γαλλική ἱστορία παρουσιαζόταν ὡς «ἡ ἱστορία τῶν βασιλέων, καί ἡ ἀδιάσπαστη συνέχεια τῆς γαλλικῆς βασιλείας ἄρχιζε μέ τούς Φράγκους. Ἄν οἱ Φράγκοι ἦταν ὑπεύθυνοι γιά κάθε τί ἔνδοξο καί εὐγενικό στόν γαλλικό λαό, τότε οἱ ἀπαθεῖς χωρικοί πρέπει νά κατάγονταν ἀπό τούς Γαλάτες. Μέ τήν Ἐπανάσταση σημειώθηκε μιά σημαντική ἀλλαγή: οἱ βασιλεῖς καί οἱ ἀριστοκράτες ἐξακολουθοῦσαν νά θεωροῦνται ἀπόγονοι τῶν Φράγκων, ἀλλά αὐτοί οἱ Φράγκοι ἦταν εἰσβολεῖς Γερμανοί, καί τό ἀληθινό πνεῦμα τῆς Γαλλίας βρισκόταν στήν Τρίτη Τάξη, ἡ ὁποία καταγόταν ἀπό τούς Γαλάτες. Ὁ Ἀββάς Σιεγιές [ὁ θεωρητικός καθοδηγητής τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης] στό περίφημο Τί εἶναι ἡ Τρίτη Τάξη; (1789) γελοιοποιοῦσε τήν ἰδέα ὅτι τό "δίκαιο τῆς κατάκτησης" ἔδινε ἐξουσία στή μοναρχία καί στούς εὐγενεῖς της, καί ρωτοῦσε σαρκαστικά:

«Γιατί ἡ Τρίτη Τάξη δέν στέλνει πίσω στά δάση τῆς Φραγκονίας ὅλες αὐτές τίς οἰκογένειες πού διατηροῦν τήν βλακώδη ἀξίωση ὅτι κατάγονται ἀπό τούς [Φράγκους] κατακτητές καί ὅτι συνεπῶς ἔχουν κληρονομήσει τά δικαιώματά τους τοῦ κατακτητῆ; Τό ἔθνος, ἔτσι πιό μικρό, θά μποροῦσε ἀμέσως νά παρηγορηθεῖ, νομίζω, ὅτι ἀπαρτίζεται μόνον ἀπό ὅσους κατάγονται ἀπό τούς Γαλάτες καί τούς Ρωμαίους. (Abbé Sieyès, Quest ce le Tiers-Etat?(Paris, 1789), σελ. 10–11).»

5. Αὐτά πού γνώριζαν οἱ Γάλλοι εὐγενεῖς καί ἡ Τρίτη Τάξη τά γνώριζαν ἐπίσης καί οἱ βασιλικές οἰκογένειες τῆς Εὐρώπης. Διασώζεται ἐπιστολή τῆς Αἰκατερίνης τῆς Μεγάλης, κατά τή διάρκεια τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης, στήν ὁποία ἡ τσαρίνα γράφει: «Δέν βλέπετε τί γίνεται στή Γαλλία; Οἱ Γαλάτες διώχνουν τούς Φράγκους».[5] Συνεπῶς στίς μεγάλες Αὐλές τῆς Εὐρώπης ἦταν γνωστό τό τί συνέβαινε, ἔστω κι ἄν οἱ ἐπαναστάτες ἀποκαλοῦνται «Γαλάτες» ἀντί «Ρωμαῖοι»…

6. Μετά ἀπό αὐτά δέν προκαλεῖ ἔκπληξη ὅτι τό 1793 κυκλοφόρησε ἕνα ἀνώνυμο φυλλάδιο μέ τίτλο «Petition pour rendre a la France son veritable nom» («Αἴτημα γιά τήν ἀποκατάσταση τοῦ πραγματικοῦ ὀνόματος τῆς Γαλλίας») στό ὁποῖο ὁ συγγραφέας ἀπαιτοῦσε, ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας, ἡ χώρα νά ἀλλάξη τό ὄνομά της ἀπό France σέ Gaul.[6]

7. Ὅπως σημειώνει ὁ Dietler, μετά τήν ἐπικράτηση τῆς Ἐπανάστασης, ἡ περίοδος τῆς Ρωμαϊκῆς Δημοκρατίας ἀποτέλεσε πηγή ἔμπνευσης γιά μεγάλο μέρος τοῦ πολιτικοῦ λεξιλογίου τῆς ἐπαναστατικῆς κυβέρνησης. Τά μέλη τοῦ Διευθυντηρίου φοροῦσαν βαθυκόκκινες Ρωμαϊκές χλαμύδες ὅταν νομοθετοῦσαν, ἐνῶ στή συνέχεια καί ὁ Ναπολέων ἀξιοποίησε ρωμαϊκά σύμβολα, ὅπως τήν κατασκευή μνημειακῶν ἁψίδων θριάμβου, παρήγγειλε πορτρέτα τοῦ ἑαυτοῦ του πάνω σέ ἅρμα μέ δάφνινο στεφάνι, καί τό ἄγαλμά του μέ ρωμαϊκή ἐνδυμασία στήν κορυφή τῆς μνημειακῆς στήλης τῆς Place Vendome, τό ὁποῖο μιμεῖται τή στήλη τοῦ Τραϊανοῦ στή Ρώμη.[7]

8. Ἡ ταύτιση τῶν ἐπαναστατῶν μέ τούς Ρωμαίους ἦταν τόσο γνωστή στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα, ὥστε νά χρησιμοποιηθῆ ἀπό τόν Κάρλ Μάρξ ὡς παράδειγμα στό περίφημο ἔργο του «Ἡ 18η Μπρυμαίρ τοῦ Λουδοβίκου Βοναπάρτη» (1852). Στήν πρώτη σελίδα τοῦ βιβλίου γράφει (ἐπικριτικά): «ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1789-1814 ντύθηκε διαδοχικά τή φορεσιά τῆς ρωμαϊκῆς δημοκρατίας καί τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας»[8].  Ὁ Μάρξ ἐννοοῦσε ὅτι στήν πρώτη φάση οἱ Γάλλοι στράφηκαν πρός τή δημοκρατία καί στή δεύτερη, μέ τόν Ναπολέοντα, στήν αὐτοκρατορία τῆς Ρώμης, ἀλλά δέν εἶχαν συνείδηση ὅτι ἔτσι ἐκπλήρωσαν «τό καθῆκον τῆς ἐποχῆς τους, νά λύσουν τά δεσμά καί νά ἐγκαθιδρύσουν τή σύγχρονη ἀστική κοινωνία». Γιά τούς σκοπούς τῆς μελέτης μας εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ὁ Μάρξ δέν θεώρησε ἀπαραίτητο νά παρουσιάση ἀποδείξεις τῆς «ρωμαϊκῆς φορεσιᾶς» τῶν ἐπαναστατῶν, ἐφόσον αὐτό ἦταν ἕνα πασίγνωστο γεγονός.

9. Ἐκτός ἀπό τόν Ἀββά Σιεγιές καί ἄλλοι Γάλλοι διανοούμενοι τῆς ἐποχῆς ἔχουν ἀφήσει τή μαρτυρία τους ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνει τόν Ρωμανίδη. Τό 1818 ὁ Augustin Thierry ἔγραφε: «Εἴμαστε δοῦλοι τῶν ὁποίων ἡ ἐλευθερία χρονολογεῖται ἀπό χθές καί ἡ μνήμη μας ἐδῶ καί πολύ καιρό μᾶς θύμιζε μόνον τίς οἰκογένειες καί τίς πράξεις τῶν ἀφεντικῶν μας. Δέν ἔχει τριάντα χρόνια ἀπό τότε πού συνειδητοποιήσαμε ὅτι οἱ πατέρες μας ἦταν τό ἔθνος»[9].

10. Τό 1820 ὁ Thierry ἄρχισε νά δημοσιεύη σειρά Ἐπιστολῶν γιά τήν ἱστορία τῆς Γαλλίας στό Courier Français. Στή δεύτερη Ἐπιστολή θρηνεῖ γιά τή στρέβλωση πού ἔχει προκύψει ἀπό τήν μεταχείριση τῆς ἱστορίας τῆς Γαλλίας σάν νά ἦταν ἡ ἴδια μέ τήν ἱστορία τῶν Φράγκων. Ἡ ἱστορία γράφεται σάν «νά ἤμασταν ὅλοι γιοί τῶν Σικάμβρων {Φράγκων} καί σάν κανείς ἀπό ἐμᾶς νά μήν καταγόταν ἀπό αὐτούς τούς ὁποίους οἱ Σίκαμβροι σφαγίασαν ἤ πούλησαν σέ σκλαβοπάζαρα ἤ πῆραν ὡς δουλοπάροικους γιά νά δουλεύουν στά κατακτημένα κτήματά τους». Ἐρωτᾶ τί θά σκεφτόταν κάποιος ἀπό τό Languedoc ἤ τήν Προβηγκία γιά μιά Φραγκοκεντρική ἱστορία: «Ὁ στρατός τῶν Φράγκων δέν πάτησε ποτέ τίς χῶρες τους παρά μόνο γιά νά τίς λεηλατήσει».[10]

Γιά τόν Thierry ἦταν τόσο φανερή ἡ ἐθνικοαπελευθερωτική διάσταση τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης ὥστε στίς Ἐπιστολές του καλοῦσε τούς ἀναγνῶστες νά συγκρίνουν τή γαλλική ἐμπειρία τῆς ὑποδούλωσης στούς Φράγκους μέ σύγχρονες ἐμπειρίες ἄλλων εὐρωπαϊκῶν λαῶν: «Τίποτε δέν διευκολύνει περισσότερο τήν κατανόηση τοῦ παρελθόντος ἀπό τήν σύγκριση μέ ἀνάλογες ἤ παρόμοιες καταστάσεις τοῦ παρόντος. Θυμηθεῖτε τήν Ἑλλάδα ὑπό τόν ζυγό τῶν Τούρκων. Φέρτε στόν νοῦ σας ὅ,τι ἔχετε διαβάσει ἤ ἀκούσει γιά τούς ραγιάδες καί τούς Φαναριῶτες, γιά τήν μεγάλη μάζα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, καθώς καί γιά τήν μειοψηφία στήν ὁποία οἱ Τοῦρκοι προσέφεραν τίτλους εὐγενείας καί ἀξιώματα, ἀναλογισθεῖτε γιά λίγο αὐτό τό θέαμα τῆς βάναυσης καταπίεσης, τῆς διαρκοῦς τρομοκρατίας, τῶν συνεχῶν προσπαθειῶν γιά νά ξεφύγει κανείς πάση θυσία καί μέ κάθε τρόπο ἀπό τήν μοίρα τῶν ἡττημένων, καί θά καταλάβετε τό νόημα πού ἔχουν οἱ λέξεις Ρωμαῖος γαιοκτήμονας, Ρωμαῖος ὑποτελής, Ρωμαῖος συνεργάτης τοῦ βασιλιά. Θα καταλάβετε πόσες ὄψεις εἶχε ἡ σκλαβιά τῶν Γαλατορωμαίων ἀπό τούς Βαρβάρους. Ὑπάρχει ὅμως κάτι περισσότερο. Παρά τίς διαφορές πού ὀφείλονται στήν χρονική ἀπόσταση καί ἐκεῖνες πού προκύπτουν λόγῳ τῆς διαφορετικῆς θρησκείας στήν μία περίπτωση [Ἕλληνες – Τοῦρκοι] καί τῆς κοινῆς λατρείας στήν ἄλλη [Γαλατορωμαῖοι – Φράγκοι] ὑπάρχουν ἐπίσης μεγάλες ὁμοιότητες ὄχι μόνον ὡς πρός τήν ἀντικειμενική κατάσταση τῶν ἡττημένων στήν ἀρχαία Γαλατία καί στήν σύγχρονη Ἑλλάδα ἀλλά καί ὅσον ἀφορᾶ τήν ψυχολογική στάση τους».

11. Τήν ἴδια χρονιά, τό 1820, σέ ἕνα προεκλογικό φυλλάδιο, «ὁ François Guizot, ἕνας κορυφαῖος φιλελεύθερος ἱστορικός τῆς περιόδου τῆς Παλινόρθωσης [καί ἀργότερα πρωθυπουργός τό 1847-48], ἔγραψε τήν σαφέστερη διακήρυξη τῆς φυλετικῆς ἑρμηνείας τῆς Γαλλικῆς ἱστορίας:

Ἡ Ἐπανάσταση ἦταν ἕνας πόλεμος, ἕνας ἀληθινός πόλεμος, ὅπως αὐτούς πού γνωρίζει ὁ κόσμος ἐναντίον ξένων λαῶν. Γιά περισσότερο ἀπό δεκατρεῖς αἰῶνες ἡ Γαλλία περιλάμβανε δύο λαούς, ἕναν λαό κατακτητῶν κι ἕναν λαό κατακτημένων. Γιά περισσότερο ἀπό δεκατρεῖς αἰῶνες, ὁ κατακτημένος λαός ἀγωνιζόταν νά ἀποτινάξει τό ζυγό τοῦ κατακτητῆ. Ἡ ἱστορία μας εἶναι ἡ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα. Στήν ἐποχή μας συνέβη μιά καθοριστική μάχη. Ὀνομαζόταν Ἐπανάσταση.»[11]

Πιστεύουμε ὅτι τά παραδείγματα πού ἀναφέρθηκαν ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ ἄποψη τοῦ Ρωμανίδη δέν εἶναι ἕνα αὐθαίρετο ἰδεολόγημα. Ἀντίθετα, ἀποτελεῖ μιά καταγραφή τῆς ἐπικρατούσας πραγματικότητας, ἡ ὁποία ἦταν γνωστή τόσο στούς Γάλλους τοῦ 18ου καί 19ου αἰώνα, ὅσο καί στούς σύγχρονους ἱστορικούς πού ἀσχολοῦνται μέ τήν ἐξέλιξη τῆς γαλλικῆς ἐθνικῆς ταυτότητας. Γιά ἄλλη μιά φορά, διαπιστώνουμε ὅτι ὁ π. Ἰ. Ρωμανίδης ὑπῆρξε ἕνας πολύ προσεκτικός ἱστορικός, ὁ ὁποῖος ἐρευνοῦσε ἐξαντλητικά τίς πηγές πρίν ἀνακοινώση τά συμπεράσματά του. Ἡ ἐπιπόλαιη ἀπόρριψή τους ἀντανακλᾶ μᾶλλον τό ἐπίπεδο τῶν ἐπικριτῶν του παρά τό ἐπίπεδο αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἐπιστήμονα….

Ὑποσημειώσεις

 

[1] Michael Dietler, «"Our Ancestors the Gauls": Archaeology, Ethnic Nationalism, and the Manipulation of Celtic Identity in Modern Europe», American Anthropologist,New Series, Vol. 96, No. 3 (Sep., 1994), σελ.587.

[2] Hanna Arendt, “The Origins of Totalitarianism”, 1958, σελ.162-164.

[3] Myriam Krepps, “French Identity, French Heroes: From Vercingétorix to Vatel” (2010).

[4] Edward James, “The Merovingians from the French Revolution to the Third Republic”, Early Medieval Europe,2012, σελ. 455.

[5] Edward James, «Τhe Franks», Blackwell, 1988, σελ.24.

[6] βλ. D. Bell, “The unbearable lightness of being French”, American Historical Review, 2001, σελ.1233.

[7] ὅπ.παρ. σελ. 587-588.

[8] σελ. 16 στήν ἑλληνική ἔκδοση, Θεμέλιο, 1986.

[9] Lionel Gossman, “The Privilege of Continuity: The Bourgeois as Mediator between Conquerors and Conquered”, History and Theory, Vol. 15, No. 4, Beiheft 15: Augustin Thierry and Liberal Historiography (Dec., 1976), σελ.21.

[10] Edward James, (2012), σ. 459.

[11] Edward James, (2012), σ. 456.

Ἡ Ἐμπειρικὴ Δογματικὴ στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα

Πρόλογος

Αἰσθάνομαι ἰδιαίτερη χαρὰ ποῦ τὸ βιβλίο «Ἐμπειρικὴ Δογματικὴ» (Α' τόμος) μεταφράσθηκε καὶ κυκλοφορεῖ στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα. Καὶ ἡ χαρὰ αὐτὴ δικαιολογεῖται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης μεγάλωσε καὶ σπούδασε στὴν Ἀμερική, γνώρισε ὅλα τὰ θεολογικὰ ρεύματα ποῦ ἐπικρατοῦσαν στὸν Δυτικὸ χῶρο καὶ ἔδωσε ἀπαντήσεις σὲ αὐτὰ μέσα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ παράδοση.

Empirical Dogmatics

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης σπούδασε σὲ Θεολογικὲς Σχολὲς τῆς Ἀμερικῆς (Holy Cross, Yale, Columbia, St. Vladimir, Harvard) ὑπῆρξε πιστὸς μαθητὴς τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ἀλλὰ ἡ πορεία τους ἦταν διαφορετική, ἀφοῦ ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ πορεύθηκε στὴν Δύση, ἐνῷ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἀπὸ τὴν Δύση ἔφθασε στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ ἐκφράζοντας τὸ γνήσιο πατερικό, ἐκκλησιαστικό, φιλοκαλικὸ πνεῦμα ποῦ ἀπαντοῦσε στὸν σχολαστικισμὸ καὶ ἠθικισμὸ τῆς Δύσεως. Εἶχαν ὅμως κοινὰ ἐνδιαφέροντα καὶ ἴδιο προσανατολισμό.

Διαβάζοντας κανεὶς τὴν διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη διαπιστώνει ὅτι συνδέει στενὰ τὴν ἐμπειρία μὲ τὴν γνώση, τὴν θεωρία μὲ τὴν πράξη, τὸ Μοναστήρι μὲ τὴν Ἐνορία, τὴν καθηγητικὴ ἕδρα μὲ τὸ ἀσκητήριο, τὴν ζωὴ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας στὴν σύγχρονη Ἐκκλησία ποῦ διέπεται ἀπὸ τὴν θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων.

Ἡ μετάφραση τοῦ βιβλίου αὐτοῦ στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα θὰ χαροποιήση ἰδιαίτερα τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ἀφοῦ ἀγαποῦσε πολὺ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀμερικῆς καὶ ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν πνευματικὴ πρόοδό της, ἤθελε οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἀμερικῆς νὰ ἐμποτισθοῦν ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων καὶ νὰ ἀντικρούσουν κακόδοξες ἑρμηνεῖες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ποῦ ἀναπτύχθηκαν κατὰ τὴν διάρκεια τῶν αἰώνων. Ὁ ἴδιος ἔγραφε: «αἰσθάνομαι μιὰ ὑποχρέωση ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία μας στὴν Ἀμερική».

Εὐχαριστῶ τὴν μοναχὴ Πελαγία ποῦ μετέφρασε τὸ παρὸν βιβλίο καὶ τὴν κ. Εὐθυμία Μαυρομιχάλη πο]y διάβασε τὸ κείμενο καὶ ἔκανε σημαντικὲς παρατηρήσεις. Ἐπίσης, εὐχαριστῶ τὴν Γερόντισσα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Σιλουανὴ μοναχὴ καὶ τὴν ἐν Χριστῷ συνοδείᾳ της ποῦ ἐξέδωσαν τὸ βιβλίο αὐτὸ στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα.

Οἱ ἀγγλόφωνοι Χριστιανοὶ ποῦ θὰ διαβάσουν τὸ βιβλίο αὐτὸ καὶ θὰ ὠφεληθοῦν, ἅς χαροῦν τὸν λόγο τοῦ δικοῦ τους ἀνθρώπου ποῦ ἔζησε καὶ μεγάλωσε στὴν Ἀμερικὴ καὶ πέρασε τὸν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς του σὲ αὐτὴν καὶ ἅς προσευχηθοῦν γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰερόθεος

Ἡ θεολογική ἐπικοινωνία μεταξύ δύο κορυφαίων θεολόγων, τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι καί τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

 

Εἶχα μεγάλη εὐλογία ἀπό τόν Θεό νά γνωρίσω, μεταξύ ἄλλων, τόν μεγάλο θεολόγο τοῦ 20οῦ αἰώνα π. Ἰωάννη Ρωμανίδη. Ἀπό πολλά χρόνια διάβαζα τά κείμενά του, ἀλλά τό χρονικό διάστημα 1987-1995 πού ὑπηρετοῦσα ὡς Ἱεροκήρυξ καί Διευθυντής Νεότητος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν συνδέθηκα μαζί του, πού εἶχε ἤδη συντα­ξιοδοτηθῆ καί ἔμενε στήν Ἀθήνα, καί μιλούσαμε σχεδόν ἐπί καθη­μερινῆς βάσεως γιά θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά θέματα.

Μάλιστα, τόν Μάϊο τοῦ 1995 μέ δική του πρόσκληση πῆγα μαζί του στό Βανκοῦβερ τοῦ Καναδᾶ, καί μόνον οἱ δυό μας κάναμε ἕνα τριήμερο Σεμινάριο σέ Ἀμερικανούς Ψυχοθεραπευτές, ἀναπτύσσοντας τήν ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀναλύοντας ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεραπεύει τόν ἄνθρωπο μέ τά Μυστήρια καί τήν ἀσκητική της παράδοση.

Στήν συνέχεια, ὅταν ἔγινα Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου μοῦ ὑπέβαλε αἴτηση νά τόν προσλάβω στήν Ἱερά Μητρόπολή μου καί νά τόν ἐγγράψω στό Κληρικολόγιό της, χωρίς, βέβαια, μισθοδοσία, ἁπλῶς γιά νά ἔχη ἐκκλησιαστική ἀναφορά. Τότε ζήτησα ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς Σπυρίδωνα τό Ἀπολυτήριό του ἀπό τήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀμερικῆς στήν ὁποία ἀνῆκε μέχρι τότε, ὁ ὁποῖος μοῦ τό ἀπέστειλε καί ἔκτοτε μέχρι τοῦ θανάτου του ἀνῆκε στήν Ἱερά Μητρόπολη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου.

Αὐτό ἔγινε ἀφορμή νά ἀποκτήσουμε μεγαλύτερη ἐπικοινωνία καί νά εἰσδύσω ἀκόμη περισσότερο στήν διδασκαλία του.

Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι καί ὁ π. Ἰωάννης Ρωμα­νίδης εἶναι δύο μεγάλοι θεολόγοι τοῦ 20οῦ αἰῶνος. Κανένας ἄλλος Ἕλληνας θεολόγος δέν εἶχε τέτοια μεγάλη ἐπικοινωνία μέ τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι καί ἐπίδραση ἀπό αὐτόν ὅπως ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Αὐτό φαίνεται στίς ἐπιστολές τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη πού ἔχουν διασωθῆ. Ἀλλά καί σέ ἐπιστολή τοῦ π. Γεωργίου Φλω­ρόφσκι πού διασώζεται φαίνεται ἡ μεγάλη ἐκτίμηση πού εἶχε στόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, τόν μαθητή του. Ἴσως ἦταν ὁ καλύτερος μαθητής του.

Αὐτό φαίνεται στίς ἐπιστολές τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη τίς ὁποῖες ἀνεζήτησα καί βρῆκα. Πρόκειται γιά 25 ἐπιστολές πού ἐστάλησαν ἀπό τόν Μάϊο τοῦ 1954 μέχρι τόν Αὔγουστο τοῦ 1966 καί  τίς δημοσίευσα στό βιβλίο μου μέ τίτλο «π. Ἰωάννης Ρωμα­νίδης, ἕνας κορυφαῖος δογ­ματικός θεολόγος τῆς Ὀρθο­δόξου Ἐκκλησίας».

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης προσέλαβε τά βασικά σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ἀλλά καί προχώρησε πιό πέρα ἀπό τόν καθηγητή του καί «μέν­τορά» του, ὅπως τόν ἀποκαλοῦσε, κυρίως σέ τέσσερα θέματα: Πρῶτον, στήν διαφορά μεταξύ τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων τοῦ 3ου καί 4ου αἰῶνος καί τῶν Πατέρων πού στηρίχθηκαν στήν ἐμπειρία τῶν Προ­φητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων∙ δεύτερον στήν ἱστορία πού προσδιόρισε τήν Ἀνατολική καί Δυτική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία∙ τρίτον, στήν «νεοπατερική σύνθεση», τονίζοντας τήν σπουδαιότητα τῆς διδα­σκαλίας τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου Γρη­γορίου τοῦ Παλαμᾶ∙ καί τέταρτον, στήν βάση τῆς «Φιλοκαλίας» τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, στόν ἱερό ἡσυχασμό πού εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού διαφο­ρο­ποιεῖται ἀπό τήν Φραγκολατινική παράδοση.

Στό κείμενο πού ἀκολουθεῖ γίνεται μιά σύντομη ἀνά­λυση τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν μέ τίς ἑξῆς ὑποδιαιρέσεις: Ἔντονη  καί εἰλικρινής ἀλληλογραφία∙ Μαθητής, σύνοικος, καθοδηγητής καί συνάδελφός του∙ Βιογραφικά στοιχεῖα τῶν δύο θεολογικῶν ἀνδρῶν∙ Ἀναφορά στίς μελέτες του∙ Ἐνημέρωση γιά τήν θεολογική καί ἐκκλησιαστική κατά­στα­ση∙ Ἐνδιαφέρον γιά τήν Ὀρθοδοξία στήν Ἀμερική καί τήν πορεία τῶν θεολογικῶν διαλόγων∙ καί Συμπερά­σματα.

Ἡ θεολογική ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν κορυφαίων αὐ­τῶν θεολόγων τοῦ 20οῦαἰῶνος εἶναι ἀρκετά ἐνδιαφέ­ρου­σα. Παρατίθεται μιά σύντομη ἀνάλυση.

Διαβάστε τήν ἀνάλυση ΕΔΩ

Ἡμερίδα γιὰ τὰ δέκα χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη (2001-2011), Ναύπακτος, Κυριακὴ 13 Νοεμβρίου 2011

«Τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη»

Ημερίδα γιά τά δέκα χρόνια από τήν κοίμηση τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη (2001-2011), Ναύπακτος, Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως δέκα ἐτῶν (2001-2011) ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, Καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ Ἐφημερίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, διοργανώνει Ἡμερίδα μὲ γενικὸ τίτλο «Τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη», ἡ ὁποία θὰ πραγματοποιηθῇ τὴν Κυριακὴ 13 Νοεμβρίου ἐ.ἔ. στὴν Ναύπακτο.

Τὸ πρωΐ θὰ τελεσθῇ ἀρχιερατικὸ συλλείτουργο στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου καὶ θὰ ψαλῇ μνημόσυνο γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀειμνήστου π. Ἰωάννου.

Στὴν συνέχεια, στὸ Πνευματικὸ Κέντρο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως θὰ ἀκολουθήση ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα στὴν ὁποία ἐκλήθησαν μαθητὲς καὶ συνάδελφοί του νὰ ἐκθέσουν τὶς ἀπόψεις τους γιὰ τὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητοῦ καὶ Ἱερέως.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Ἀρχιερατικὸ Συλλείτουργο καὶ Μνημόσυνο στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου.

10:30 -Πρωϊνὸ (στὴν Αἴθουσα τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ).

Πνευματικὸ Κέντρο Ἱερᾶς Μητροπόλεως (ὀδός Νότη Μπότσαρη 43).

11:00 -Ἔναρξη Ἡμερίδος.

Πρόεδρος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰερόθεος.
Εἰσηγητές-εἰσηγήσεις:
11:15 -Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν: «Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, σημεῖον ἀντιλεγόμενον».
11:45 -Δέσπω Λιάλιου, Ἀντιπρύτανις Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ Καθηγήτρια Θεολογικῆς Σχολῆς: «Θεολογικὲς προϋποθέσεις τῆς ἑρμηνευτικῆς στὸ ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη».
12:15 -Ἀντώνιος Παπαδόπουλος, Ὀμ. Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης: «Ἀναμνήσεις μου ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης».

12:45 -Συζήτηση

13:30 Γεῦμα

15:30 -Σταῦρος Γιαγκάζογλου, Σύμβουλος Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου: «Ἡ σημασία τοῦ περὶ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἔργου τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν θεολογία».
16:00 Λάμπρος Σιάσος, Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης: «Ρωμανιδικὰ ἀλεξίπυρα καὶ ἀκαδημαϊκὲς φλογώσεις».
16:30 Πρωτοπρ. Γεώργιος Δράγας, Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης: «Ἡ Πατερικὴ Θεολογία ὡς ἡ βάση τῆς συγχρόνου ὀρθοδόξου ἑρμηνευτικῆς».
17:00 –Συζήτηση
18:00 –Λήξη Ἡμερίδος.

Ἰσότητα-θέωση-φτώχεια-πλοῦτος

«Οὐδέποτε παύσαμε ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε στὴν ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων.

Ἐξ ἐπόψεως πνευματικῆς ἰσότητος, ὑπάρχει ἀπόλυτη ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων, διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν νοερὰ ἐνέργεια. Καὶ τὰ ὕψη τῆς θεολογίας δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὴν λογικὴ ἐνέργεια. Μὲ παρακολουθεῖτε; Λοιπόν, ἀπὸ αὐτῆς τῆς ἐπόψεως, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει μιὰ ἰσότητα ποὺ δὲν ὑπάρχει σὲ κανέναν ἄλλον τομέα, διότι, ὅ,τι καὶ νὰ ποῦμε δὲν θὰ ὑπάρξη ποτὲ ἰσότητα στὴν λογική. Διότι ἡ λογικὴ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου ἔχει σχέση μὲ τὴν φαιὰ οὐσία, μὲ τὰ κληρονομικὰ προβλήματα ποὺ ἔχει ἀπὸ τοὺς γονεῖς κ.ο.κ. Ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, ὁ ἕνας δίνει ἐξετάσεις καὶ μπαίνει στὸ Πανεπιστήμιο, ὁ ἄλλος δίνει δεκαπέντε φορὲς ἐξετάσεις, δὲν μπαίνει στὸ Πανεπιστήμιο. Ὁ ἕνας παίρνει τὸ πτυχίο τοῦ Γυμνασίου, ὁ ἄλλος δὲν παίρνει τὸ πτυχίο τοῦ Γυμνασίου κλπ. Φαίνεται ὅτι ἀπὸ αὐτὰ δὲν ὑπάρχει ἰσότητα, ἀλλὰ ὅμως στὴν θεολογία ὑπάρχει ἰσότητα. Ὁπότε, πιὸ πολλὴ ἰσότητα ξέρουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ἀπὸ ὅ,τι ξέρουν οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὴν κοινωνία.

Μετά, ἰσότητα στὴν τελειότητα σημαίνει καὶ ἰσότητα στὰ πλούτη. Διότι πλούσιος γίνεται ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος φθάνει στὴν θέωση, ἀλλὰ κατὰ κόσμον ὅμως γίνεται φτωχούλης. Ὁπότε, ὡς πτωχός, ἰσοπεδοῦται μὲ ὅλους τοὺς πτωχοὺς τοῦ κόσμου καὶ γίνεται ἴσος μὲ τοὺς πτωχούς. Ὁπότε, δὲν ὑπάρχει κοινωνικὸ πρόβλημα ἀπὸ αὐτῆς τῆς ἐπόψεως, διότι δὲν ταυτίζεται ποτὲ μὲ τὸν πλούσιο, ἀλλὰ μὲ τὸν φτωχό. Αὐτὸ εἶναι αὐτόματο στὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ἀλλιώτικα. Διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ταυτίζεται μὲ τοὺς πλουσίους εἶναι ἀπόδειξη ὅτι δὲν ἔχει νοερὰ προσευχή. Γιὰ νὰ ἔχη νοερὰ προσευχή, πρέπει νὰ ταυτισθῇ μὲ τοὺς πτωχούς».

(π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, εἰς «Ἐμπειρικὴ Δογματική...», τόμ. Β').

Ιωάννου Ρωμανίδου: Εφηρμοσμένη Ορθόδοξη Θεολογία

Πρωτοπρ. Ιωάννου Ρωμανίδου,

«Κριτικός Έλεγχος των Εφαρμογών της Θεολογίας»

Εδώ, όμως, συναντώμεν το πλέον περίπλοκον και δύσκολον πρόβλημα της συγχρόνου Ορθοδόξου Θεολογίας. Οι Ορθόδοξοι, οι οποίοι είναι διαβεβρωμένοι με πολιτιστικά συμπλέγματα κατωτερότητος δεν δύνανται να μάθουν την πατερικήν θεολογίαν. Τούτο διότι απαιτείται προς τούτο υποταγή εις τους Πατέρας, ως εις πνευματικούς, αφού η θεολογία αυτών είναι η παράδοσις πολεμικών μεθόδων κατά του διαβόλου προς επίτευξιν της τελειώσεως εν τη μετ' αλλήλων ενότητι εν Χριστώ. Η θεολογική αυτή μέθοδος δύναται να εκμαθηθή μόνον από τους χάριτι Θεού νικητάς και ευρισκομένους εν τη ενότητι ταύτη.

Εφ' όσον ο αιρετικός είναι εκείνος ο οποίος δεν κατέχει την μέθοδον ταύτην είναι αδύνατον να μάθη τις αυτήν απ' αυτόν. Και όταν ο καλούμενος Ορθόδοξος δεν κατέχει την μέθοδον ταύτην είναι αδύνατον να μάθη τις αυτήν ούτε απ' αυτόν.

Φαίνεται ότι όταν κατανοήσουν οι σημερινοί ορθόδοξοι Θεολόγοι, ότι η υψίστη μορφή της Θεολογίας είναι του εν θεωρία ευρισκομένου Θεολόγου, ήτις είναι η συνέχεια της Πεντηκοστής εν τη ιστορία, τότε δύνανται να λάβουν θέσεις δια την εξέτασιν της παραδόσεως ταύτης εις τα ιστορικά της πλαίσια δια να αξιολογήσουν ορθώς τας εφαρμογάς της Θεολογίας ταύτης εις τας σχέσεις της Εκκλησίας προς την κοινωνίαν και τον κόσμον γενικώς.

Το πλέον δυνατόν στοιχείον εις την ενώπιόν μας αντίληψιν ταύτην της Θεολογίας είναι ότι ο φορεύς αυτής ελευθερούται από την υποδούλωσιν εις το περιβάλλον του, όχι δια της εκ τούτου φυγής, αλλά δια της απελευθερώσεως του νοός από την επιρροήν και κυριαρχίαν της λογικής, των παθών, και του σώματος, κατά τοιούτον τρόπον, ώστε ο κεχαριτωμένος νους μεταμορφώνει την λογικήν, τα πάθη και το περιβάλλον του.

Είναι αρκούντως φανερόν, ότι ο Χριστός προσηυχήθη δια την ένωσιν των αποστόλων και των οπαδών του εν τη θεωρία της δόξης του Πατρός εν Εαυτώ δι' Αγίου Πνεύματος «ίνα ο κόσμος πιστεύση» ότι ο Πατήρ απέστειλε τον Χριστόν.

Ο Κόσμος όμως δεν πιστεύει εξ αιτίας των Χριστιανών γενικώς, εφ' όσον ούτοι είναι ενίοτε ουχί καλύτεροι και ακόμη χειρότεροι από μέλη άλλων θρησκειών. Εξ αιτίας των τοιούτων Χριστιανών πολλοί αδυνατούν να λάβουν σοβαρώς υπ' όψιν τον Χριστιανισμόν, και όταν ακόμη δέχωνται τον Χριστόν ως μέγαν θρησκευτικόν αρχηγόν και ηθικόν διδάσκαλον.

Μόνον εξ αιτίας των Χριστιανών εις κατάστασιν φωτισμού και θεώσεως πιστεύει ο κόσμος, ότι ο Πατήρ απέστειλε τον Υιόν Αυτού. Δύναταί τις να εξετάση πως οι εν θεωρία όντες επηρεάζουν το περιβάλλον των δια της μελέτης της παραδόσεως της προσκυνήεως των αγίων και των εικόνων και των λειψάνων αυτών.

Κύριο ἄρθρο: Ἡ Οἰκουμενικότητα τῆς Ρωμηοσύνης

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἀπὸ μερικοὺς ἀσκεῖται κριτικὴ γιὰ τὴν θεωρία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη σχετικὰ μὲ τὴν Ρωμηοσύνη, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ ἐθνικιστικὴ θεωρία, ἐπειδὴ συνδέει τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὸν Ἑλληνισμό, ὅπως ἐκφράσθηκε στὸ λεγόμενο Βυζάντιο –στὴν πραγματικότητα Ρωμανία–, ἐνῷ ἡ Ρωμηοσύνη συνδέεται μὲ τὴν οἰκουμενικότητα καὶ ὄχι μὲ τὸν ἐθνοφυλετισμό. Θεωρῶ ὅτι αὐτὴ ἡ κριτικὴ εἶναι ἄδικη καὶ μὴ πραγματική, γιὰ τέσσερεις βασικοὺς λόγους.

Ὁ πρῶτος λόγος εἶναι τὸ ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης μὲ τὴν θεωρία αὐτὴ στὴν πραγματικότητα συνδέει τὴν θεολογία μὲ τὴν ἱστορία, γιατί, ὅπως πολλὲς φορὲς ἔλεγε, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐρμηνεύση κανεὶς τὴν θεολογία, ἂν δὲν τὴν δὴ μέσα στὸ ἱστορικὸ πλαίσιό της. Ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἄσαρκη καὶ ἰδεολογική, δὲν εἶναι οὐτοπιστική. Σὲ αὐτὸ τὸ θέμα συνεχίζει τὴν σκέψη τοῦ διδασκάλου του π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ὁ ὁποῖος σαφέστατα ἔκανε λόγο γιὰ τὸ ὅτι ἡ θεολογικὴ συνείδηση εἶναι ἱστορική.

Συγκεκριμένα, ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι στὸ κείμενό του μὲ τίτλο «Οἱ δρόμοι τῆς ρωσικῆς θεολογίας» ἀναφέρεται σὲ αὐτὸ τὸ θέμα. Κάνει λόγο ὅτι οἱ Προτεστάντες στὴν κριτική τους ἐναντίον τῆς Ρώμης γιὰ ὅλες τὶς παπικὲς καινοτομίες ἔγιναν δημιουργοὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, «ὡς μιᾶς ἰδιαίτερης ἐπιστήμης, καὶ συνέβαλαν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον σ' αὐτὴν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπιστήμη». Τὸ ἀντικείμενο αὐτῆς τῆς ἔρευνας ἦταν νὰ παρουσιασθῇ ὁ «ἀρχέγονος» Χριστιανισμός, «κάτι ποὺ προηγεῖται τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας», πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ βασικὸ σημεῖο τοῦ «μοντερνισμοῦ» καὶ «κρύβει μέσα του ἕνα εἶδος ἀπιστίας πρὸς τὴν ἱστορία», ποὺ ὁδηγεῖ στὸν «θετικισμὸ καὶ τὸν οὑμανισμό». Μὲ αὐτὴν τὴν ἄποψη ἀμφισβητεῖται ἡ ἱστορία καὶ ἐπιβεβαιώνεται ἡ πίστη.

Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ἐπιμένει, ὅμως, ὅτι αὐτὴ ἡ ἀντιμετώπιση εἶναι λανθασμένη, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεσμευθῇ ὁ Χριστιανισμὸς ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ νὰ συνδεθῇ μὲ μιὰ ἁπλὴ γνωσιολογικὴ καὶ ἰδεολογικὴ πίστη. Γράφει: «Ἡ θεολογικὴ συνείδηση πρέπει νὰ γίνη ἱστορική. Μόνο ἂν εἶναι ἱστορικὴ μπορεῖ ἴσως νὰ γίνη καθολική. Ἀδιαφορία γιὰ τὴν ἱστορία ὁδηγεῖ πάντα σὲ μιὰ αἱρετικὴ ξηρότητα, σὲ μιὰ δογματιστικὴ διάθεση. Ἡ ἱστορικὴ εὐαισθησία εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὸν θεολόγο, εἶναι ἀναγκαῖος ὅρος γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁποιοσδήποτε εἶναι ἀναίσθητος γιὰ τὴν ἱστορία δύσκολα θὰ εἶναι καλὸς Χριστιανός».

Ὁ Χριστιανισμὸς συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν ἱστορία, εἶναι μέσα στὴν ἱστορία, δὲν πρόκειται γιὰ «μιὰ ἀποκάλυψη στὴν ἱστορία, ἀλλὰ μᾶλλον μιὰ ἀναφορὰ στὴν ἱστορία, στὴν ἱστορικὴ δράση καὶ δημιουργία». Ὁ Χριστὸς ἐνηνθρώπησε στὸν κόσμο, στὴν ἱστορία καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν ἀποσαρκώση καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐργάζεται στὴν ἱστορία, χωρὶς νὰ ἐκκοσμικεύεται. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ Πατέρες ποὺ χρησιμοποίησαν τὴν ἑλληνικὴ ὁρολογία γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὰ δόγματα ἔζησαν καὶ ἐργάστηκαν μέσα στὴν ἱστορία καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια «ὁ Ἑλληνισμός, οὕτως εἰπεῖν, προσέλαβε αἰώνιο χαρακτῆρα στὴν Ἐκκλησία ἔχει ἐνσωματωθῇ σ' αὐτὴν τὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἡ αἰώνια κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως». Ἐπισημαίνει δὲ ὅτι, ὅταν ὁ θεολόγος θεωρῇ ὅτι «"οἱ ἑλληνικὲς κατηγορίες" εἶναι ἀπηρχαιωμένες, αὐτὸ ἁπλῶς σημαίνει ὅτι αὐτὸς ἔχει βγεὶ ἔξω ἀπ' τὸν ρυθμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία δὲν μπορεῖ ἴσως νὰ εἶναι καθολική, παρὰ μόνον μέσα στὸν Ἑλληνισμό». Ὅταν κανεὶς ἀρνῆται τοὺς ὅρους μὲ τοὺς ὁποίους διατυπώθηκαν τὰ δόγματα, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅλη τὴν σοφία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ θέλει «νὰ ἐπιστρέψη σ' ἕνα καθαρὰ "βιβλικὸ" θεμέλιο», τότε «τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ὁλόκληρος ὁ Χριστιανισμὸς ἀποσυντίθεται σὲ οὐμανιστικὴ ἠθική, κατ οὐσίαν σὲ μιὰ παρωδία μιὰ τέτοια ἐπιστροφὴ στὴν Βίβλο εἶναι μιὰ αὐταπάτη».

Βέβαια, ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, ὅταν ὁμιλῇ γιὰ Ἑλληνισμό, δὲν ἐννοεῖ τὸν «ἐθνικὸ ἑλληνισμὸ τῆς συγχρόνου Ἑλλάδος ἢ τῆς Ἀνατολῆς» οὔτε τὸν «ἑλληνικὸ φυλετισμὸ ποὺ εἶναι ἀπηρχαιωμένος καὶ χωρὶς δικαίωση», ἀλλὰ «τὸν Ἑλληνισμὸ τοῦ δόγματος, τῆς λειτουργίας, τῆς εἰκόνος».

Αὐτὴν τὴν ἄποψη τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκι συνεχίζει καὶ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, καὶ ἔτσι βλέπει τὴν ἑλληνικότητα (τὴν Ρωμηοσύνη) τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μέσα ἀπὸ τὸ δόγμα, τὴν λατρεία καὶ τὴν ἄσκηση καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ ἐθνικιστικὴ προοπτική. Ἡ προσπάθεια νὰ ἀποσυνθέση κανεὶς τὴν ὀρθόδοξη θεολογία ἀπὸ τὴν ἱστορική της ἔκφραση οὐσιαστικὰ συνδέεται καὶ μὲ τὴν ἀποσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἱστορία. Μιὰ τέτοια θεώρηση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καταλήγει στὴν οὐτοπία. Γιατί οὐτοπία δὲν εἶναι ἡ θεωρία περὶ τῆς Ρωμηοσύνης, ἀλλὰ ἡ ἄρνησή της χάρη μιᾶς ἐπαναφορᾶς στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία καὶ σὲ μιὰ οὐτοπιστικὴ οἰκουμενιστικὴ διάσταση, εἶναι μιὰ «οὐμανιστικὴ ἠθική», «μιὰ παρωδία», «μιὰ αὐταπάτη», βγαίνει «ἔξω ἀπ' τὸν ρυθμὸ τῆς Ἐκκλησίας».

Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ὅτι ἡ ὅλη παράδοση τῆς Ρωμηοσύνης συνδέεται στενὰ μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ ἐκφράσθηκαν μὲ οἰκουμενικὸ τρόπο. 

Ὁ Ἑλληνισμὸς συνδέεται μὲ τὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα, ὅπως φαίνεται στοὺς ἀρχαίους φιλοσόφους, ἀλλὰ καὶ τὴν δράση τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἡ παιδεία καὶ ἡ φιλοσοφία διακρίνονται ἔντονα ἀπὸ τὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα. Ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, μὲ τὴν ἐπέκτασή της σὲ ὅλον τὸν κόσμο, στὴν πραγματικότητα ἦταν ὁ Ἑλληνισμὸς στὴν οἰκουμενικὴ διάστασή του. Μὲ τὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία διαδόθηκε ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἡ ἑλληνικὴ παιδεία σὲ ὅλον τὸν τότε γνωστὸ κόσμο καὶ ἀναπτύχθηκε ἡ λεγομένη ἑλληνιστικὴ περίοδος τῆς ἱστορίας. Ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστιανισμὸς ποὺ ἐπεκτάθηκε στὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία καὶ προσέλαβε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα γιὰ τὴν ἔκφραση τῆς πίστεώς του ὑπῆρξε οἰκουμενικός. Ἄλλωστε, ὅλο τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων ἀναφερόταν σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Νέας Ρώμης ὀνομάσθηκε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια οἱ Σύνοδοι ποὺ συνεκλήθησαν νὰ «ὁριοθετήσουν» τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια, ἀντιμετωπίζοντας τοὺς αἱρετικούς, ὀνομάσθηκαν Οἰκουμενικές. Ἡ οἰκουμενικότητα τῆς ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως, ὅπως ἐκφράσθηκε στὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, τὸ λεγόμενο Βυζάντιο, δὲν λειτουργοῦσε ἐθνικιστικά. Ἄλλωστε, ὁ ἐθνικισμὸς βιώθηκε ἀπὸ τοὺς Φράγκους καὶ ἀναπτύχθηκε κυρίως τὸν 18ο αἰῶνα ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ διαφωτισμοῦ καὶ τοῦ ρομαντισμοῦ. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1872 στὴν Κωνσταντινούπολη κατεδίκασε τὸν ἐθνοφυλετισμὸ ὡς αἵρεση. Στὸν Συνοδικὸ ὅρο ὁ ἐθνοφυλετισμὸς χαρακτηρίζεται «καινὴ δόξα», «φυλετικὴ παρασυναγωγὴ» καὶ θεωρεῖται ξένος πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ πολέμιός της, ἀντιβαίνει στὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀνατρέπει τὸ πολίτευμά της.

Ὁ τρίτος λόγος εἶναι ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη μὲ τὴν ἔννοια τῆς οἰκουμενικότητος –ὄχι τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἢ τῆς πολυπολιτισμικότητος– συναντᾶται σήμερα καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος.

Ρωμηοὶ εἶναι καὶ αἰσθάνονται οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὰ μέρη τῆς Τουρκίας. Ἄλλωστε, ἐκεῖ μεγαλούργησε ἡ Ρωμηοσύνη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅταν αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἔκανε λόγο γιὰ τοὺς Ρωμαίους ποὺ συνάντησε στὰ μέρη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἐννοοῦσε τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τοὺς Μωαμεθανούς-Οθωμανούς. Ἅς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὸν περίφημο λόγο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ: «Παραγγελίαν ἔχομεν τοῦ μὴ μισῆσαι τινά. Ἀγαπῶ τοὺς Ρωμαίους ὡς ὁμοπίστους τοὺς δὲ Γραικοὺς ὡς ὁμογλώσσους».

Ρωμηοὶ εἶναι καὶ αἰσθάνονται οἱ Ὀρθόδοξοι Ἄραβες τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ὅπως τοὺς συνήντησα καὶ προσωπικά, ὅταν εὑρισκόμουν στὸν Λίβανο, ποὺ αὐτοαποκαλοῦνται Ροὺμ Ὀρτοντόξ, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Ἄραβες καὶ τοὺς Χριστιανοὺς αἱρετικούς. Μάλιστα καυχῶνται καὶ τὸ διακηρύττουν ἐπισήμως ὅτι εἶναι οἱ ἰθαγενεῖς κάτοικοι τῶν περιοχῶν ἐκείνων, τοὺς ὁποίους βρῆκαν οἱ Ἄραβες, ὅταν ἦλθαν στὴν περιοχή τους. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ἀγαποῦν καὶ ἐμᾶς τοὺς Ρωμηοὺς Ἕλληνες ποὺ κατοικοῦμε στὴν Ἑλλάδα.

Ρωμηοὶ εἶναι καὶ αἰσθάνονται οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ποὺ κατοικοῦν στὴν περιοχὴ τῆς Ἀλεξάνδρειας τῆς Αἰγύπτου, καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια διαχωρίζονται ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους καὶ Κόπτες. Ἅς θυμηθοῦμε τὴν ἀναφορὰ τῆς Ρωηοσύνης ποὺ κάνει ὁ Καβάφης στὰ ποιήματά του. Στὸ ποίημά του «Πάρθεν» κάνει λόγο γιὰ τὴν Πόλη, τὴν Σαλονίκη, τὴν Τραπεζοῦντα, τὴν Ρωμανία καὶ ὅπως ἔχει εἰπωθῇ «ὁ Καβάφης ζεὶ σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς Ἀφρικῆς καὶ αἰσθάνεται Ρωμιὸς καὶ ὄχι Νεοέλληνας. Αὐτὸ εἶναι τὸ βασικὸ κλειδὶ γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ Καβάφη» (Μανόλης Σαββίδης). Ὁ ἴδιος ὁ Καβάφης αὐτοβιογραφεῖται: «Εἶμαι Κωνσταντινουπολίτης στὴν καταγωγή, ἀλλὰ γεννήθηκα στὴν Ἀλεξάνδρεια». Ἔτσι, πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ἡ οἰκουμενικότητα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν καὶ ἡ κοσμοπολίτικη συμπεριφορά τους.

Ρωμηοὶ εἶναι καὶ αἰσθάνονται πολλοὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ποὺ συνάντησα παντοῦ σὲ ὅλον τὸν κόσμο, τὴν Εὐρώπη, τὴν Ἀμερική, τὰ Βαλκάνια, τὴν Ρωσία, ὅσοι δηλαδὴ καυχῶνται ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ καὶ ἔχουν ἀναφορὰ στὴν Χριστιανικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, μὲ τὸ οἰκουμενικό της πνεῦμα, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔκανε λόγο γιὰ Ρωμηοσύνη, γιατί ὡς Καππαδόκης κληρονόμησε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του τὴν ρωμαίϊκη ἀτμόσφαιρα, ἔζησε στὴν Ἀμερική, δίδαξε στὸν Λίβανο καὶ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀνέπτυξε πολὺ τὴν ἔννοια καὶ τὴν ζωὴ τῆς Ρωμηοσύνης, ποὺ τὴν διέκρινε ἀπὸ τὴν Φραγκοσύνη καί, γενικά, τὸν ἐνθοφυλετισμό. Πράγματι, μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς Ρωμηοσύνης μποροῦμε νὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ πολλοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ ζοῦν σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ προέρχονται ἀπὸ διάφορα ἔθνη καὶ διάφορες φυλές. Ἀλλὰ ἔτσι μποροῦμε νὰ δοῦμε καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ποὺ διακρίνονται σαφέστατα ἀπὸ τοὺς παγανιστές-νεοειδωλολάτρες.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης πολλὲς φορὲς ἀναφερόταν στὸν λόγο τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ὑπεστήριζε τὸν ὅρο Ρωμηοσύνη καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔγραφε: «Ἕλληνες γιὰ νὰ ρίχνουμε στάχτη στὰ μάτια τοῦ κόσμου πραγματικά, Ρωμιοί. Τὸ ὄνομα (Ρωμιὸς) κάθε ἄλλο εἶναι παρὰ γιὰ ντροπή. Ἂν δὲν τὸ περιζώνει ἀγριλιὰς στεφάνι ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο, τὸ ἀνυψώνει στέμμα ἀκάνθινο μαρτυρικὸ καὶ θυμάρι μοσκοβολὰ καὶ μπαρούτη». Ἔτσι ἡ Ρωμηοσύνη διακρίνεται γιὰ τὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα.

Ὁ τέταρτος λόγος εἶναι ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τὰ περὶ Ρωμηοσύνης τὰ συνέδεσε σαφέστατα μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ρωμηοσύνη συνδέεται στενὰ μὲ τὸν ἡσυχασμό. Οἱ Ρωμηοὶ Πατέρες ἦταν ἡσυχαστὲς καὶ ὄχι στοχαστές. Ἔτσι ἑρμήνευε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τὴν Ρωμηοσύνη. Ἀναφερόμενος στὸν εἰδικὸ γιὰ ὀρθόδοξα θέματα Λατῖνο Jugie (Ζιουζὶ) ἔλεγε ὅτι αὐτὸς ἀνήγγειλε τὸν θάνατο τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τοῦ ἡσυχασμοῦ στὴν Ἑλλάδα. Καὶ ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης: «Καὶ δὲν νομίζω ὅτι πᾶνε τυχαῖα αὐτὰ τὰ θέματα, ἡσυχασμός-Ρωμηοσύνη. Ὁπότε τὸ σχέδιο ἦταν, νὰ σβύση καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο μαζί. Αὐτὸ εἶναι τὸ σχέδιο». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη, κατὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, δὲν κινεῖται σὲ ἐθνοφυλετικὰ πλαίσια, ἀφοῦ ὁ Ρωμηός-ἡσυχαστὴς ἔχει ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὴν φιλαυτία καὶ διακρίνεται γιὰ τὴν φιλοθεΐα καὶ τὴν φιλανθρωπία, τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι ἐθνοφυλετικός. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἡσυχαστική-φιλοκαλικὴ πλευρὰ τῆς Ρωμηοσύνης μποροῦμε νὰ συναντηθοῦμε μὲ πολλοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ποὺ ζοῦν ἐκτὸς Ἑλλάδος καὶ ἀνήκουν σὲ ἄλλα Ἔθνη, καὶ θὰ βιώσουμε τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Ρωμηοσύνης. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ βροῦμε καὶ τὴν ἀληθινὴ ἑλληνικότητά μας, τὴν ὁποία ἐξέφρασαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας.

Ἑπομένως, ὅσοι κρίνουν ἐπιπόλαια τὴν θεωρία περὶ Ρωμηοσύνης καὶ τὴν θεωροῦν ὡς ἐθνικισμὸ δὲν ἔχουν ἀντιληφθῇ ὅτι ἀγνοοῦν τόσο τὴν οἰκουμενικότητά της ὅσο καὶ τὴν ἐκκλησιαστικότητά της μὲ τὴν μετατροπὴ τῆς φιλαυτίας σὲ φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία, καὶ γι' αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ κλεισθῇ στοὺς ποικιλώνυμους ἐθνικισμούς, ὅπως τὸν ἑλληνικό, τὸν ἀραβικὸ καὶ τὸν σλαβικό.–

Κύριο ἄρθρο: Μνήμη π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Μνήμη π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Photo: Peter Williams/Photo Oikoumene

Σάν σήμερα πρίν 22 χρόνια, καί συγκεκριμένα τήν 1 Νοεμβρίου 2001, ἐκοιμήθη στήν Ἀθήνα, τήν ἡμέρα τῶν ἁγίων Ἀναργύρων μπροστά στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Κυριακῆς ὁδοῦ Ἀθηνᾶς, ὁ κορυφαῖος Δογματικός θεολόγος καί ἱστορικός, ἀλλά καί ὁμολογητής τῆς πίστεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.

Πρός τό τέλος τῆς βιολογικῆς του ζωῆς, μέ αἴτησή του, ἐντάχθηκε στό Κληρικολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, γι’ αὐτό καί ὡς Μητροπολίτης του ἀσχολήθηκα μέ ὅλη τήν διαδικασία τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας του, σέ συνεργασία μέ τόν Καθηγητή Πρωτ. π. Γεώργιο Μεταλληνό, ἐξ ἴσου ἐπιστήθιο φίλο του, καί ἄλλους Κληρικούς, στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν, ὅπου ὁμίλησαν ἐκπρόσωποι τῶν τεσσάρων Θεολογικῶν Τμημάτων τῶν δύο Θεολογικῶν Σχολῶν, Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης, καί ἐκπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Χριστοδούλου.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔζησε τό πρῶτο μισό τῆς ζωῆς του στήν Ἀμερική, σπούδασε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, στά Πανεπιστήμια Γέϊλ καί Χάρβαρντ, στόν Ἅγιο Βλαδίμηρο Νέας Ὑόρκης, στό Ἰνστιτοῦτο Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι καί στήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν. Τό δεύτερο μισό μέρος τῆς ζωῆς του ἔζησε μεταξύ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης καί τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Λιβάνου, καί συμμετεῖχε στούς Θεολογικούς διαλόγους μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ὁμολογιῶν, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Οἱ Θεολογικές του γνώσεις ἀπό τήν πλούσια ἐρευνητική του ἐργασία ἦταν μεγάλες, ἡ γνώση τῆς ἀγγλικῆς καί γαλλικῆς γλώσσης τοῦ ἦταν ἐπαρκής, ἀλλά καί οἱ τεράστιες ἱστορικές γνώσεις τόν βοήθησαν στό ἔργο του. Ἦταν ἕνας εὐφυής ἄνθρωπος καί γνώστης τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, στίς σαφεῖς προϋποθέσεις τῆς θεολογίας τους, πού ἦταν ἡ μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.

Ὡς ἕνα θεολογικό μνημόσυνο στήν μνήμη του θά δημοσιεύσω ἕνα κείμενο πού ἔγραψα πρόσφατα μέ τίτλο «Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὡς Καθηγητής τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης Ἀμερικῆς» τά ἔτη 1960-1961, καί 1961-1962, πού ἐνῶ τότε ἦταν ἡλικίας 33-34 ἐτῶν ἦταν ἕνας ὥριμος Δογματικός Θεολόγος.

Νά σημειωθῆ ὅτι ὑπῆρξε μαθητής τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ καί μάλιστα ὁ καλύτερός του μαθητής, πράγμα πού ἐπιμελῶς καί ἐνσυνειδήτως παραθεωροῦν ὅσοι ἀναφέρονται στόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, ὅπως καί ἔγινε πρόσφατα σέ Θεολογικό Συνέδριο, ἀλλά αὐτήν τήν περίοδο πού δίδασκε Δογματική στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης ἦταν συνάδελφος Καθηγητής μέ τόν π. Γεώργιο Φλωρόφκυ καί ἔμεναν στήν ἴδια Πολυκατοικία στήν Βοστώνη.

Ἀκολουθεῖ τό κείμενο (pdf):

«Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὡς Καθηγητής τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης Ἀμερικῆς»

Κύριο ἄρθρο: Ὁ Θε­ο­λό­γος τῆς ἐ­μπει­ρι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα, ἑορτάζει τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἑνὸς μεγάλου Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἑνὸς φλογεροῦ καὶ ἐμπνευσμένου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης καὶ ἑνὸς Ἱεροκήρυκος ποὺ χαρακτηρίσθηκε ὡς «καλλικέλαδο ἀηδόνι τοῦ ἄμβωνος». Ἴσως δὲν ἐμφανίσθηκε στὴν ἱστορία λαμπρότερος κήρυκας τοῦ θείου λόγου. Διαβάζοντας κανεὶς τὰ κείμενά του διακρίνει μιὰ θεοφιλῆ καρδιὰ ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἔπαλλε ἀπὸ τὴν νοσταλγία τοῦ οὐρανίου πολιτεύματος. Τὰ λόγια του ἦταν πυρφόρα, γιατί ἔβγαιναν ἀπὸ ἕνα καμίνι ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἕνα τροπάριο τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Μελωδικῶς ἀνυμνήσωμεν», «τὴν χρυσήλατον σάλπιγγα, τὸ θεόπνευστον ὄργανον... τῆς Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα, τὸν νοὺν τὸν οὐράνιον, τῆς σοφίας τὸν βυθόν, τὸν κρατῆρα τὸν πάγχρυσον»

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο τοῦ Προφήτου Ἠσαΐου: «ἰδοὺ ὁ δεσπότης Κύριος Σαβαὼθ ἀφελεῖ ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας καὶ ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ ἰσχύοντα καὶ ἰσχύουσαν... δικαστὴν καὶ προφήτην καὶ στοχαστὴν» σημειώνει τὴν διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ προφήτου καὶ τοῦ στοχαστοῦ. Λέγει: «ἕτερον μὲν γὰρ στοχασμὸς καὶ προφητεία ἄλλο». Ὁ στοχαστὴς ὁμιλεῖ γιὰ τὰ μέλλοντα, ἀφοῦ στοχάζεται ἀπὸ τὴν πεῖρα τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ ὁ προφήτης ὁμιλεῖ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ σημειώνει: «Ἀλλὰ πολὺ τὸ μέσον τούτου κακείνου, ὅσον συνέσεως ἀνθρωπίνης καὶ θείας χάριτος τὸ διάφορον». Δηλαδή, ὅση διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας καὶ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, τόση διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ στοχαστοῦ καὶ τοῦ προφήτου. Τελικά, προφήτης δὲν εἶναι μόνον ἐκεῖνος ποὺ προαναγγέλλει τὰ μέλλοντα, ἀλλὰ ὁ διδάσκαλος, ὁ ἐμπειρικὸς θεολόγος ποὺ καθοδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν βίωση τῶν μελλόντων ἀπὸ τώρα.

Ὁ κόσμος σήμερα γέμισε ἀπὸ στοχαστές, δοκησισόφους, ποὺ κρίνουν βάσει τοῦ μυαλοῦ τοὺς καὶ τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι σήμερα χρειάζονται προφῆτες, οἱ ὁποῖοι θὰ προσανατολίζουν τὸν νοῦ τους στὸν Θεό. Ὡς κάτοικοι μιᾶς χώρας ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὸν τρόπο διοργανώσεως τῆς κοινωνίας, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν δίκαιη κατανομὴ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλὰ ὡς Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἐνδιαφερόμαστε περισσότερο γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ἀποκτήσουμε κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Δυστυχῶς ἔχουμε ὑποστῇ μεγάλη φθορὰ μὲ τὴν στροφὴ τοῦ νοῦ μας στὰ γήϊνα, στὴν κοινωνιολογία, ἐνῷ ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σὲ μιὰ ὁμιλία του μιλῶντας προσωπικὰ στὸν κάθε ἀκροατῆ του λέγει ὅτι «ἡ πόλις ἄνω ἐστιν, ἐνταῦθα ὁδὸς» καὶ ὅτι δὲν εἶσαι «πολίτης» ἀλλὰ «ὀδίτης». Ὅλοι σήμερα ἀσχολοῦνται μὲ τὴν κάτω πόλη καὶ ὄχι μὲ τὴν ἄνω πόλη, τὸ οὐράνιο πολίτευμα, δὲν αἰσθάνονται ὀδίτες, ἀλλὰ μόνον πολῖτες αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Σήμερα λείπουν οἱ θεολόγοι μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ποὺ θὰ εὐαγγελίζωνται τὴν εἰρήνη καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ θὰ ἐπαναφέρουν τὸν νοῦ μας στὴν καρδιὰ καὶ τὸν Θεὸ μὲ τὴν μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου εὐσεβείας.

Πάνω ἀπὸ τοὺς κοινωνιολόγους καὶ τοὺς φιλοσόφους, δηλαδὴ τοὺς στοχαστές, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ πραγματικοὺς θεολόγους. Ἕνα τέτοιο ἔργο ἐπιτέλεσε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, διδάσκαλος τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, «προφήτης τῆς Ρωμηοσύνης», ὅπως τὸν ἀποκάλεσαν, ἐκφραστὴς τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας. Συχνὰ δίδασκε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἐμπειρικὴ θεολογία δὲν εἶναι στοχασμός, ἀλλὰ προφητεία καὶ ὁ κάθε Κληρικός, ἰδιαίτερα ὁ Ἐπίσκοπος, πρέπει νὰ εἶναι προφήτης, γιατί ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν προφῆτες δὲν μποροῦν νὰ ἀναπτυχθοῦν οἱ αἱρέσεις.

Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου μὲ τὴν συμπλήρωση δεκαετίας ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ ἀειμνήστου διδασκάλου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ἀφιέρωσε αὐτὴν τὴν Κυριακή, ποὺ συνέπεσε μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ τελεῖ ἱερὸ μνημόσυνο ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ μετὰ τῶν δικαίων Προφητῶν, Ἀποστόλων καὶ Ἁγίων, τοὺς ὁποίους τόσο ἀγάπησε, καθὼς ἐπίσης διοργανώνει καὶ ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα ποὺ θὰ ἐπακολουθήση καὶ θὰ ἀσχοληθῇ μὲ τὸ ἔργο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ μακαριστοῦ Κληρικοῦ καὶ θεολόγου.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, μὲ δική του ἀπόφαση καὶ δικές μου ἐνέργειες, μετεγγράφη ἀπὸ τὸ Κληρικολόγιο τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς στὸ ἱερατικὸ δυναμικὸ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, χωρὶς φυσικὰ νὰ μισθοδοτῆται, γιατί κάπου ἔπρεπε νὰ ἀνήκη ὡς Κληρικός. Ἡ ἐπιλογή του ὀφείλεται στὴν μεγάλη ἐπικοινωνία ποὺ εἴχαμε, ἰδιαιτέρως τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, μετὰ τὴν συνταξιοδότησή του ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ὅταν, κατὰ κάποιον τρόπο, περνοῦσε τὴν «θεολογική του μοναξιά». Δὲν ἤμουν ὁ μόνος μὲ τὸν ὁποῖο τὸν τελευταῖο καιρὸ εἶχε ἐπικοινωνία, ἀφοῦ ἐπικοινωνοῦσε ἰδιαιτέρως καὶ μὲ ἄλλους, μεταξὺ τῶν ὁποίων μὲ τὸν Πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό, ποὺ βρίσκεται σήμερα μαζί μας.

Ἡ θεολογία ποὺ ἐξέφραζε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης δὲν ἦταν δική του, δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ «ρωμανιδικὴ» θεολογία, ἀλλὰ γιὰ τὴν θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων διὰ μέσου τῶν αἰώνων ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὸν Θεὸ μέσα στὸ Φῶς. Πρόκειται γιὰ τὴν θεολογία τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς καὶ γι’ αὐτὸ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἀγαποῦσε πολὺ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ γενικὰ τοὺς φιλοκαλικοὺς καὶ νηπτικοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ δίδασκαν ἀφ ἑνὸς μὲν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Φῶς καὶ ἀποκαλύπτεται μέσα στὸ Φῶς, ἀφ ἑτέρου δὲ ὅτι ἡ μέθοδος τῆς πραγματικῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἱερὰ ἡσυχία, ὅπως φαίνεται στὴν Ἁγία Γραφή, τὴν συστηματοποίησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ τὴν κατοχύρωσαν οἱ Σύνοδοι τοῦ 14ου αἰῶνος, ἰδιαιτέρως ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1351, ποὺ δίκαια μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς Θ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης πέρα ἀπὸ τὶς οἰκογενειακὲς καταβολὲς ὑπῆρξε γνήσιος μαθητὴς τοῦ μεγαλυτέρου θεολόγου τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος μακαριστοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι. Ὁ ἴδιος ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι σὲ μιὰ διασωθεῖσα ἐπιστολή του, ποὺ τὴν ἀπέστειλε σὲ κάποιον Ρῶσο τὸ ἔτος 1960, ἀφοῦ κρίνει μερικοὺς ἄλλους θεολόγους τῆς ἐποχῆς του, στὸ τέλος γράφει: «Γενικῶς ὁμιλοῦντες, εἶναι λίγες οἱ Θεολογικὲς δυνάμεις ποὺ ὑπάρχουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα. Ἐναποθέτω τὶς ἐλπίδες μου στὸν μαθητὴ μου π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ποὺ συνέγραψε πρὶν ἀπὸ τρία-τέσσερα χρόνια ὑπέροχη διδακτορικὴ διατριβὴ γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, σπουδὴ στοὺς δύο πρώτους αἰῶνες (Ἑλληνικά, στὴν Ἀθήνα) καὶ τώρα ἐργάζεται κοντά μου γιὰ διδακτορικὸ στὴν φιλοσοφία στὸ Harvard. Σὲ αὐτόν, ἀντιθέτως, ὑπάρχει μᾶλλον ἡ τάση πρὸς τὴν πλευρὰ τῆς "ἀπομονώσεως" - ἀποστροφὴ ἀπὸ τὴ Δύση σὲ ὅλα καὶ ἀπομόνωση στὴ Βυζαντινὴ Παράδοση, ἀλήθεια, παραμένοντας στὸ ἐπίπεδο τῆς γνήσιας Θεολογικῆς κουλτούρας καὶ τῆς βαθιᾶς ἐκκλησιαστικότητας».

Ἐπίσης, ἀπὸ μιὰ μαρτυρία κοινοῦ μαθητοῦ καὶ τῶν δύο φαίνεται ὅτι ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ἔλεγε: «Πρόσεχε, υἱέ μου, αὐτὰ ποὺ σοῦ διδάσκει ὁ πατὴρ Ἰωάννης ὄχι μόνον θὰ σώσουν τὴν ψυχή σου, ἀλλὰ θὰ σὲ κάνουν φάρο τῆς Ὀρθοδοξίας σὲ ἕναν κόσμο ποὺ σπαράσσεται ἀπὸ τὴν ἀφομοίωσιν καὶ τὸν σχετισμόν. Ἡ ἀποστολή σου ὡς ἱερεὺς θὰ εἶναι νὰ διδάξης τὴν ἀλήθειαν ποὺ μένει στοὺς αἰῶνες, καὶ αὐτὴ τὴν ἀλήθειαν θὰ τὴν μάθης ἀπὸ τὸν πατέρα Ἰωάννην». Πράγματι, ἡ θεολογία τὴν ὁποία παρέδιδε ὁ π. Ἰωάννης ἦταν θεολογία ποὺ μπορεῖ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο, δὲν ἦταν θεολογικὴ διανόηση ποὺ γεμίζει τὸ μυαλὸ μὲ θεολογικὲς γνώσεις, ἀλλὰ μιὰ θεολογία ποὺ ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία, δὲν ἦταν στοχασμός, ἀλλὰ προφητεία ἢ τοὐλάχιστον λόγοι Προφητῶν.

Ὅσοι διατυπώνουν διάφορους προβληματισμοὺς γιὰ τὴν θεολογία ποὺ δίδασκε ὁ μακαριστὸς π. Ἰωάννης φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἔχουν δεχθῇ ποικίλες ἐπιδράσεις ἀπὸ τὸν δυτικὸ χῶρο, δηλαδὴ τὸν δυτικὸ σχολαστικισμὸ καὶ προσχολαστικισμό, τὸν προτεσταντικὸ ἠθικισμό, τὸν γερμανικὸ ἰδεαλισμὸ καὶ τὸν σλαυικὸ ἐθνικισμό. Δυστυχῶς, ἐπιδράσεις τέτοιες ἔχουν εἰσρεύσει καὶ στὸν χῶρο μας, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ θεολογία ποὺ ἐξέφραζε ὁ π. Ἰωάννης εἶναι σημαντικὴ ἀπὸ κάθε πλευρά.

Στὴν Ἡμερίδα ποὺ θὰ ἀκολουθήση μετὰ τὴν θεία Λειτουργία θὰ ὁμιλήσουν διακεκριμένοι θεολόγοι ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κατὰ διαφόρους βαθμοὺς ἐπικοινωνία μὲ τὸν μακαριστὸ π. Ἰωάννη καὶ θὰ ἀναλύσουν τὴν ζωὴ καὶ τὸ θεολογικὸ ἔργο του.

Εὐχαριστῶ ὅλους ὅσοι παρευρίσκονται σὲ αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις μνήμης γιὰ τὸν μεγάλο θεολόγο τῆς ἐποχῆς μας, δηλαδὴ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἄρτης κ. Ἰγνάτιο, τοὺς Καθηγητές, τοὺς μοναχοὺς καὶ τὶς μοναχές, τοὺς θεολόγους καθηγητές, ὅσοι ἦλθαν ἀπὸ μακριὰ γιὰ νὰ συμμετάσχουν σὲ αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις. Ἀλλὰ εἶναι καιρὸς νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη μετὰ τῶν δικαίων, ποὺ τόσο ἀγαποῦσε.