Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Ὁ Θε­ο­λό­γος τῆς ἐ­μπει­ρι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα, ἑορτάζει τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἑνὸς μεγάλου Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἑνὸς φλογεροῦ καὶ ἐμπνευσμένου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης καὶ ἑνὸς Ἱεροκήρυκος ποὺ χαρακτηρίσθηκε ὡς «καλλικέλαδο ἀηδόνι τοῦ ἄμβωνος». Ἴσως δὲν ἐμφανίσθηκε στὴν ἱστορία λαμπρότερος κήρυκας τοῦ θείου λόγου. Διαβάζοντας κανεὶς τὰ κείμενά του διακρίνει μιὰ θεοφιλῆ καρδιὰ ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἔπαλλε ἀπὸ τὴν νοσταλγία τοῦ οὐρανίου πολιτεύματος. Τὰ λόγια του ἦταν πυρφόρα, γιατί ἔβγαιναν ἀπὸ ἕνα καμίνι ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἕνα τροπάριο τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Μελωδικῶς ἀνυμνήσωμεν», «τὴν χρυσήλατον σάλπιγγα, τὸ θεόπνευστον ὄργανον... τῆς Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα, τὸν νοὺν τὸν οὐράνιον, τῆς σοφίας τὸν βυθόν, τὸν κρατῆρα τὸν πάγχρυσον»

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο τοῦ Προφήτου Ἠσαΐου: «ἰδοὺ ὁ δεσπότης Κύριος Σαβαὼθ ἀφελεῖ ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας καὶ ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ ἰσχύοντα καὶ ἰσχύουσαν... δικαστὴν καὶ προφήτην καὶ στοχαστὴν» σημειώνει τὴν διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ προφήτου καὶ τοῦ στοχαστοῦ. Λέγει: «ἕτερον μὲν γὰρ στοχασμὸς καὶ προφητεία ἄλλο». Ὁ στοχαστὴς ὁμιλεῖ γιὰ τὰ μέλλοντα, ἀφοῦ στοχάζεται ἀπὸ τὴν πεῖρα τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ ὁ προφήτης ὁμιλεῖ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ σημειώνει: «Ἀλλὰ πολὺ τὸ μέσον τούτου κακείνου, ὅσον συνέσεως ἀνθρωπίνης καὶ θείας χάριτος τὸ διάφορον». Δηλαδή, ὅση διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας καὶ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, τόση διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ στοχαστοῦ καὶ τοῦ προφήτου. Τελικά, προφήτης δὲν εἶναι μόνον ἐκεῖνος ποὺ προαναγγέλλει τὰ μέλλοντα, ἀλλὰ ὁ διδάσκαλος, ὁ ἐμπειρικὸς θεολόγος ποὺ καθοδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν βίωση τῶν μελλόντων ἀπὸ τώρα.

Ὁ κόσμος σήμερα γέμισε ἀπὸ στοχαστές, δοκησισόφους, ποὺ κρίνουν βάσει τοῦ μυαλοῦ τοὺς καὶ τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι σήμερα χρειάζονται προφῆτες, οἱ ὁποῖοι θὰ προσανατολίζουν τὸν νοῦ τους στὸν Θεό. Ὡς κάτοικοι μιᾶς χώρας ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὸν τρόπο διοργανώσεως τῆς κοινωνίας, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν δίκαιη κατανομὴ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλὰ ὡς Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἐνδιαφερόμαστε περισσότερο γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ἀποκτήσουμε κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Δυστυχῶς ἔχουμε ὑποστῇ μεγάλη φθορὰ μὲ τὴν στροφὴ τοῦ νοῦ μας στὰ γήϊνα, στὴν κοινωνιολογία, ἐνῷ ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σὲ μιὰ ὁμιλία του μιλῶντας προσωπικὰ στὸν κάθε ἀκροατῆ του λέγει ὅτι «ἡ πόλις ἄνω ἐστιν, ἐνταῦθα ὁδὸς» καὶ ὅτι δὲν εἶσαι «πολίτης» ἀλλὰ «ὀδίτης». Ὅλοι σήμερα ἀσχολοῦνται μὲ τὴν κάτω πόλη καὶ ὄχι μὲ τὴν ἄνω πόλη, τὸ οὐράνιο πολίτευμα, δὲν αἰσθάνονται ὀδίτες, ἀλλὰ μόνον πολῖτες αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Σήμερα λείπουν οἱ θεολόγοι μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ποὺ θὰ εὐαγγελίζωνται τὴν εἰρήνη καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ θὰ ἐπαναφέρουν τὸν νοῦ μας στὴν καρδιὰ καὶ τὸν Θεὸ μὲ τὴν μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου εὐσεβείας.

Πάνω ἀπὸ τοὺς κοινωνιολόγους καὶ τοὺς φιλοσόφους, δηλαδὴ τοὺς στοχαστές, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ πραγματικοὺς θεολόγους. Ἕνα τέτοιο ἔργο ἐπιτέλεσε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, διδάσκαλος τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, «προφήτης τῆς Ρωμηοσύνης», ὅπως τὸν ἀποκάλεσαν, ἐκφραστὴς τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας. Συχνὰ δίδασκε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἐμπειρικὴ θεολογία δὲν εἶναι στοχασμός, ἀλλὰ προφητεία καὶ ὁ κάθε Κληρικός, ἰδιαίτερα ὁ Ἐπίσκοπος, πρέπει νὰ εἶναι προφήτης, γιατί ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν προφῆτες δὲν μποροῦν νὰ ἀναπτυχθοῦν οἱ αἱρέσεις.

Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου μὲ τὴν συμπλήρωση δεκαετίας ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ ἀειμνήστου διδασκάλου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ἀφιέρωσε αὐτὴν τὴν Κυριακή, ποὺ συνέπεσε μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ τελεῖ ἱερὸ μνημόσυνο ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ μετὰ τῶν δικαίων Προφητῶν, Ἀποστόλων καὶ Ἁγίων, τοὺς ὁποίους τόσο ἀγάπησε, καθὼς ἐπίσης διοργανώνει καὶ ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα ποὺ θὰ ἐπακολουθήση καὶ θὰ ἀσχοληθῇ μὲ τὸ ἔργο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ μακαριστοῦ Κληρικοῦ καὶ θεολόγου.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, μὲ δική του ἀπόφαση καὶ δικές μου ἐνέργειες, μετεγγράφη ἀπὸ τὸ Κληρικολόγιο τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς στὸ ἱερατικὸ δυναμικὸ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, χωρὶς φυσικὰ νὰ μισθοδοτῆται, γιατί κάπου ἔπρεπε νὰ ἀνήκη ὡς Κληρικός. Ἡ ἐπιλογή του ὀφείλεται στὴν μεγάλη ἐπικοινωνία ποὺ εἴχαμε, ἰδιαιτέρως τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, μετὰ τὴν συνταξιοδότησή του ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ὅταν, κατὰ κάποιον τρόπο, περνοῦσε τὴν «θεολογική του μοναξιά». Δὲν ἤμουν ὁ μόνος μὲ τὸν ὁποῖο τὸν τελευταῖο καιρὸ εἶχε ἐπικοινωνία, ἀφοῦ ἐπικοινωνοῦσε ἰδιαιτέρως καὶ μὲ ἄλλους, μεταξὺ τῶν ὁποίων μὲ τὸν Πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό, ποὺ βρίσκεται σήμερα μαζί μας.

Ἡ θεολογία ποὺ ἐξέφραζε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης δὲν ἦταν δική του, δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ «ρωμανιδικὴ» θεολογία, ἀλλὰ γιὰ τὴν θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων διὰ μέσου τῶν αἰώνων ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὸν Θεὸ μέσα στὸ Φῶς. Πρόκειται γιὰ τὴν θεολογία τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς καὶ γι’ αὐτὸ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἀγαποῦσε πολὺ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ γενικὰ τοὺς φιλοκαλικοὺς καὶ νηπτικοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ δίδασκαν ἀφ ἑνὸς μὲν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Φῶς καὶ ἀποκαλύπτεται μέσα στὸ Φῶς, ἀφ ἑτέρου δὲ ὅτι ἡ μέθοδος τῆς πραγματικῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἱερὰ ἡσυχία, ὅπως φαίνεται στὴν Ἁγία Γραφή, τὴν συστηματοποίησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ τὴν κατοχύρωσαν οἱ Σύνοδοι τοῦ 14ου αἰῶνος, ἰδιαιτέρως ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1351, ποὺ δίκαια μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς Θ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης πέρα ἀπὸ τὶς οἰκογενειακὲς καταβολὲς ὑπῆρξε γνήσιος μαθητὴς τοῦ μεγαλυτέρου θεολόγου τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος μακαριστοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι. Ὁ ἴδιος ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι σὲ μιὰ διασωθεῖσα ἐπιστολή του, ποὺ τὴν ἀπέστειλε σὲ κάποιον Ρῶσο τὸ ἔτος 1960, ἀφοῦ κρίνει μερικοὺς ἄλλους θεολόγους τῆς ἐποχῆς του, στὸ τέλος γράφει: «Γενικῶς ὁμιλοῦντες, εἶναι λίγες οἱ Θεολογικὲς δυνάμεις ποὺ ὑπάρχουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα. Ἐναποθέτω τὶς ἐλπίδες μου στὸν μαθητὴ μου π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ποὺ συνέγραψε πρὶν ἀπὸ τρία-τέσσερα χρόνια ὑπέροχη διδακτορικὴ διατριβὴ γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, σπουδὴ στοὺς δύο πρώτους αἰῶνες (Ἑλληνικά, στὴν Ἀθήνα) καὶ τώρα ἐργάζεται κοντά μου γιὰ διδακτορικὸ στὴν φιλοσοφία στὸ Harvard. Σὲ αὐτόν, ἀντιθέτως, ὑπάρχει μᾶλλον ἡ τάση πρὸς τὴν πλευρὰ τῆς "ἀπομονώσεως" - ἀποστροφὴ ἀπὸ τὴ Δύση σὲ ὅλα καὶ ἀπομόνωση στὴ Βυζαντινὴ Παράδοση, ἀλήθεια, παραμένοντας στὸ ἐπίπεδο τῆς γνήσιας Θεολογικῆς κουλτούρας καὶ τῆς βαθιᾶς ἐκκλησιαστικότητας».

Ἐπίσης, ἀπὸ μιὰ μαρτυρία κοινοῦ μαθητοῦ καὶ τῶν δύο φαίνεται ὅτι ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ἔλεγε: «Πρόσεχε, υἱέ μου, αὐτὰ ποὺ σοῦ διδάσκει ὁ πατὴρ Ἰωάννης ὄχι μόνον θὰ σώσουν τὴν ψυχή σου, ἀλλὰ θὰ σὲ κάνουν φάρο τῆς Ὀρθοδοξίας σὲ ἕναν κόσμο ποὺ σπαράσσεται ἀπὸ τὴν ἀφομοίωσιν καὶ τὸν σχετισμόν. Ἡ ἀποστολή σου ὡς ἱερεὺς θὰ εἶναι νὰ διδάξης τὴν ἀλήθειαν ποὺ μένει στοὺς αἰῶνες, καὶ αὐτὴ τὴν ἀλήθειαν θὰ τὴν μάθης ἀπὸ τὸν πατέρα Ἰωάννην». Πράγματι, ἡ θεολογία τὴν ὁποία παρέδιδε ὁ π. Ἰωάννης ἦταν θεολογία ποὺ μπορεῖ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο, δὲν ἦταν θεολογικὴ διανόηση ποὺ γεμίζει τὸ μυαλὸ μὲ θεολογικὲς γνώσεις, ἀλλὰ μιὰ θεολογία ποὺ ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία, δὲν ἦταν στοχασμός, ἀλλὰ προφητεία ἢ τοὐλάχιστον λόγοι Προφητῶν.

Ὅσοι διατυπώνουν διάφορους προβληματισμοὺς γιὰ τὴν θεολογία ποὺ δίδασκε ὁ μακαριστὸς π. Ἰωάννης φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἔχουν δεχθῇ ποικίλες ἐπιδράσεις ἀπὸ τὸν δυτικὸ χῶρο, δηλαδὴ τὸν δυτικὸ σχολαστικισμὸ καὶ προσχολαστικισμό, τὸν προτεσταντικὸ ἠθικισμό, τὸν γερμανικὸ ἰδεαλισμὸ καὶ τὸν σλαυικὸ ἐθνικισμό. Δυστυχῶς, ἐπιδράσεις τέτοιες ἔχουν εἰσρεύσει καὶ στὸν χῶρο μας, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ θεολογία ποὺ ἐξέφραζε ὁ π. Ἰωάννης εἶναι σημαντικὴ ἀπὸ κάθε πλευρά.

Στὴν Ἡμερίδα ποὺ θὰ ἀκολουθήση μετὰ τὴν θεία Λειτουργία θὰ ὁμιλήσουν διακεκριμένοι θεολόγοι ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κατὰ διαφόρους βαθμοὺς ἐπικοινωνία μὲ τὸν μακαριστὸ π. Ἰωάννη καὶ θὰ ἀναλύσουν τὴν ζωὴ καὶ τὸ θεολογικὸ ἔργο του.

Εὐχαριστῶ ὅλους ὅσοι παρευρίσκονται σὲ αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις μνήμης γιὰ τὸν μεγάλο θεολόγο τῆς ἐποχῆς μας, δηλαδὴ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἄρτης κ. Ἰγνάτιο, τοὺς Καθηγητές, τοὺς μοναχοὺς καὶ τὶς μοναχές, τοὺς θεολόγους καθηγητές, ὅσοι ἦλθαν ἀπὸ μακριὰ γιὰ νὰ συμμετάσχουν σὲ αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις. Ἀλλὰ εἶναι καιρὸς νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη μετὰ τῶν δικαίων, ποὺ τόσο ἀγαποῦσε.

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ νηπτικὴ καὶ κοινωνικὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ μέχρι σήμερα ὁ λόγος του εἶναι ἀρκετὰ ἐπίκαιρος. Ἡ διαχρονικότητα τοῦ λόγου του δὲν ὀφείλεται μόνον στὰ μεγάλα χαρίσματα ποῦ εἶχε, τὴν ρητορική του δεινότητα, τὴν ἐξυπνάδα του, τὶς φιλοσοφικές, κοινωνιολογικὲς γνώσεις κλπ., ἀλλὰ κυρίως στὴν ἐξαγιασμένη ζωή του. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος στὰ κείμενά του ἔκανε λόγο γιὰ τὴν διάκριση καὶ τὴν διαφορὰ μεταξὺ τοῦ στοχαστοῦ - φιλοσόφου καὶ τοῦ προφήτου. Ὁ στοχαστής - φιλόσοφος ὁμιλεῖ ἀπὸ τὸ μυαλό του, ἐνῷ ὁ Προφήτης ἀναφέρει στὸν λαὸ τὶς ἀποκαλύψεις ποὺ δίνει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Πολλοὶ μελετοῦν τὴν κοινωνικὴ διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Πατρός, καταγράφουν τὶς παιδαγωγικές του ἀπόψεις, ἐνθουσιάζονται ἀπὸ τὴν ἱεραποστολική του δράση, ἐκπλήσσονται ἀπὸ τὸ ἀπαράμιλλο θάρρος του κατὰ τὴν ἄδικη ἔκπτωση καὶ ἐξορία, στέκονται μὲ δέος μπροστὰ στὸ ρητορικό του χάρισμα καὶ τὴν δράση του ὡς ἱεροκήρυκος κλπ. Βεβαίως, ὅλες αὐτὲς οἱ πλευρὲς ἀνευρίσκονται στὴν διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες, ποῦ εἶχαν αὐτὰ τὰ ἐκπληκτικὰ προσόντα, ὑπῆρξαν πολλοὶ μέσα στὴν ἱστορία, ὅμως, ἐκεῖνο ποῦ ἔχει μεγάλη σημασία εἶναι ὅτι ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι ἀπαύγασμα τῆς βαθειᾶς νηπτικότητάς του.

Παρατηρεῖ κανεὶς σὲ πολλοὺς μελετητές, ἀκόμη καὶ σὲ θεολόγους, ὅτι χωρίζουν τοὺς Πατέρες σὲ κοινωνικοὺς καὶ νηπτικούς, καὶ στὴν πρώτη θέση μεταξὺ τῶν κοινωνικῶν τοποθετοῦν τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Μιὰ τέτοια, ὅμως, διάκριση ἀνατρέπει τὴν πατερικὴ διδασκαλία καὶ τὸ οἰκοδόμημα αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ κοινωνικὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων εἶναι διάσταση τῆς νηπτικότητάς τους καὶ ἡ νηπτική τους ζωὴ εἶναι ἀπόρροια τῆς κοινωνίας τους μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, γι αὐτὸ καὶ εἶναι κατ ἐξοχὴν κοινωνική. Αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε μελετῶντας τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτική.

ΟΡΙΣΜΟΣ ΝΗΠΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΤΗΤΑΣ

Ὁ ὅρος νηπτικότης προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα νήφω ἀπὸ τὸ ὁποῖο παράγεται καὶ ἡ λέξη νήψη. Στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα τὸ ρῆμα νήφω δηλώνει σωφρονώ, προσέχω, εἶμαι νηφάλιος κλπ. γι αὐτὸ καὶ ἡ λέξη νήψη σημαίνει τὴν νηφαλιότητα, τὴν σωφροσύνη. Ὅμως, στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἡ λέξη νήψη - νηπτικὸς ἀπέκτησε μιὰ βαθύτερη ἔννοια καὶ σημασία καὶ δηλώνει τὴν προσοχὴ τοῦ νοῦ, τὸ νὰ μὴ δέχεται ὁ νοὺς πειρασμικὲς ἐνοχλήσεις καὶ λογισμοὺς ποῦ δημιουργοῦν προβλήματα στὸν ἐσωτερικὸ χῶρο, τὴν καρδιά. Γενικότερα, νήψη στὴν ἀσκητική μας παράδοση σημαίνει τὸ νὰ προσέχη κανεὶς νὰ μὴ εἰσέλθουν οἱ λογισμοὶ στὸν ἐσωτερικὸ χῶρο τῆς καρδιᾶς. Οἱ Πατέρες ἀποδέχθηκαν τὴν ἄποψη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων γιὰ τὴν διαίρεση τῆς ψυχῆς σὲ λογιστικό, ἐπιθυμητικὸ καὶ θυμικό. Στὴν διδασκαλία τους συναντοῦμε τὴν ἄποψη ὅτι οἱ λογισμοὶ πρέπει νὰ παραμένουν στὴν λογική, γιὰ νὰ μπορῇ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐργάζεται στὴν καθημερινή του ζωή, νὰ μὴ κατέρχωνται ὅμως στὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς (ἐπιθυμητικό, θυμικὸ) σὲ αὐτὸ ποῦ μπορεῖ νὰ ὀνομασθῇ καρδιά. Ἔτσι, νήψη εἶναι ἡ προσπάθεια ποῦ καταβάλλει ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴ κατέλθουν οἱ λογισμοὶ στὴν καρδιά, δηλαδὴ στὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς.

Βέβαια, ὅταν ἕνας λογισμὸς ἀπὸ τὸ λογιστικὸ προχωρῆ καὶ αἰχμαλωτίζη τὸν νοῦ καὶ στὴν συνέχεια γίνεται πάθος, ὁπότε ἀσθενεῖ τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, τότε χρειάζεται ἐντατικὸς ἀγῶνας γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ σημεῖο αὐτὸ γίνεται λόγος γιὰ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη, δηλαδὴ γιὰ τὴν θεραπεία τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς ὀδύνης, τὸν φωτισμὸ τοῦ νοός, δηλαδὴ τὴν ἐνεργοποίηση τῆς νοερᾶς ἐνεργείας, τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν λήθη καὶ τὴν ἄγνοια, ὁπότε ἀναπτύσσεται ἡ ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχή, καὶ μερικὲς φορὲς μπορεῖ νὰ φθάση ὁ ἄνθρωπος στὴν θέωση, ὅταν ἀξιωθῇ τῆς θέας τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐργασία θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου λέγεται νηπτικὴ ζωή. Ἡ λέξη κοινωνικότης προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα κοινωνῶ, ποῦ ἀποδίδεται μὲ τὶς ἔννοιες πράττω κάτι ἀπὸ κοινοῦ μὲ ἄλλον, μετέχω κάποιου γεγονότος μὲ κάποιον ἄλλον, συμμετέχω. Ἀπὸ τὸ ρῆμα κοινωνῶ προέρχεται καὶ ἡ λέξη κοινωνία, ποῦ δηλώνει τὴν συμμετοχή, τὴν ἕνωση, τὴν ὁμιλία, τὴν συναναστροφὴ κλπ. Κοινωνικοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ ζοὺν στὴν κοινωνία καί, κυρίως, ἐκεῖνοι ποῦ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ προβλήματα ποῦ ἀναφύονται μέσα στὶς κοινωνίες καὶ ἐπιδιώκουν τὴν ἐπίλυσή τους.

Ὅπως γίνεται ἀντιληπτὸ ὑπάρχει μεγάλη σχέση μεταξὺ νηπτικότητας καὶ κοινωνικότητας. Στὸν ἄνθρωπο ποῦ δὲν προσέχει τὴν καρδιὰ ἀναπτύσσεται τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος προέρχεται ἡ φιλοδοξία, ἡ φιληδονία καὶ ἡ φιλαργυρία. Στὴν συνέχεια ἀναπτύσσονται πολλὰ κοινωνικὰ προβλήματα, ὅπως οἱ ἰδεολογίες, ὁ πανσεξουαλισμὸς καὶ ἡ ἐκμετάλλευση τῶν συνανθρώπων. Ἀντίθετα, ὅποιος προσέχει τοὺς λογισμούς, αὐτὸς ἀπὸ φίλαυτος γίνεται φιλόθεος καὶ φιλάνθρωπος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ διακρίνεται γιὰ τὰ πάθη ποῦ ἀναφέραμε καὶ νὰ ζὴ τὴν ὑπακοή - ταπείνωση, τὴν παρθενία - σωφροσύνη καὶ τὴν ἀκτημοσύνη - κοινοκτημοσύνη. Εἶναι ἑπόμενο ὅτι ἡ νηπτικὴ ζωὴ ἐπιδρᾶ στὴν κοινωνικὴ ζωὴ καὶ ὅποιος ἐπιδιώκει τὴν ἀπόκτηση τῆς πραγματικῆς κοινωνίας μὲ τοὺς ἄλλους πρέπει νὰ εἶναι νηπτικός. Ἐκεῖνος ποῦ εἶναι ἀνοικτὸς καὶ καθαρὸς στὸν ἐσωτερικό του χῶρο, τὴν καρδιά του, ἀφ ἑνὸς μὲν δὲν δημιουργεῖ κοινωνικὰ προβλήματα, ἀφ ἑτέρου δὲ μπορεῖ νὰ κοινωνῇ μὲ τὸν συνάνθρωπό του. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε καθαρὰ στοὺς Πατέρες ποῦ συναντοῦμε στὰ Ὀρθόδοξα Μοναστήρια, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ εἶναι καθαροὶ στὴν ψυχή, μποροῦν νὰ ἐπικοινωνήσουν μὲ τοὺς ἄλλους, νὰ εἰσδύσουν στὸν ἐσωτερικό μας χῶρο καὶ νὰ μᾶς θεραπεύσουν, καὶ γενικὰ εἶναι εὐεργετικοὶ παράγοντες μέσα στὴν κοινωνία.

Γιὰ τὴν νήψη γίνεται πολὺς λόγος στὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς ἐπιστολὲς τῶν Ἀποστόλων. Εἶναι γνωστὲς οἱ προτροπὲς τῶν Ἀποστόλων γιὰ τὸ νήφειν [«σὺ δὲ νῆφε ἐν πᾶσιν» (Β', Τίμ. δ' 5), «νήψατε εἰς προσευχὰς» (Α', Πέτρ. δ' 7), «νήψατε, γρηγορήσατε» (Α' Πὲτρ ε', 8)] γιὰ τὸ γρηγορεῖν [«γρηγορεῖτε οὔν ὅτι οὐκ οἴδατε» (Μάτθ. κδ',42), «γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε» (Μάτθ. κστ' 41), «γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει» (Α' Κόρ. ἰστ', 13), «τὴ προσευχὴ προσκαρτερεῖτε γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ ἐν εὐχαριστίᾳ» (Κόλ. δ', 2) «γίνου γρηγορῶν» (Ἀποκ. γ', 2)] γιὰ τὸ προσέχειν [«προσέχετε ἑαυτοῖς μήποτε βαρυνθῶσιν» (Λούκ. κα', 34), «προσέχετε ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τὼ ποιμνίῳ» (Πράξ. κ'28)].

Γενικά, ὅλο τὸ «πνεῦμα» τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων εἶναι λόγος νηπτικὸς ποῦ προτρέπει τὸν ἄνθρωπο νὰ προσέχη τὸν ἐσωτερικό του χῶρο νὰ διακρίνη τοὺς λογισμούς, νὰ διακρίνη τὰ πνεύματα «εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστὶν» (Α' Ἰω. δ',1) νὰ ἀπομακρύνη τοὺς λογισμοὺς ποῦ προέρχονται ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ τὰ πάθη καὶ νὰ καλλιεργῇ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ λογιστικό, τὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ τὸ θυμικό, κατὰ τὸν λόγο «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεὸν σοῦ ἐν ὅλῃ τὴ καρδία σου καὶ ἐν ὅλῃ τὴ ψυχή σου καὶ ἐν ὅλῃ τὴ διανοία σου» (Μάτθ. κβ', 37) «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σοῦ» (Μάρκ. ἰβ' 30), «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σοῦ» (Λούκ. ἰ', 27) νὰ αἰσθάνεται ὅτι ὁ παρὼν βίος εἶναι ἐξορία καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἀναμένη καὶ νὰ νοσταλγῇ τὸ οὐράνιο πολίτευμα, ὅτι δὲν πρέπει νὰ διακατέχεται ἀπὸ τὴν μένουσα πόλη, ἀλλὰ νὰ ἀναζητᾶ τὴν μέλλουσα πόλη κλπ. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔβλεπαν καὶ τὴν κοινωνικότητα, τὴν ζωὴ τῶν Χριστιανῶν μέσα στὴν κοινωνία.

Στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν πατερικὴ παράδοση δὲν συναντοῦμε κάποιο κοινωνιολογικὸ σύστημα, δὲν ἔχει ἀναπτυχθῇ κάποια κοινωνιολογικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν μεταμόρφωση τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ ἡ ἀλλαγὴ στὴν κοινωνία γίνεται μέσα ἀπὸ τὴν μεταμόρφωση καὶ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ μεγαλύτερο κοινωνικὸ πρόβλημα εἶναι ὁ ἀμεταμόρφωτος καὶ ἐμπαθὴς ἄνθρωπος. Αὐτὸς δημιουργεῖ τὰ μεγαλύτερα κοινωνικὰ προβλήματα. Ἀντίθετα, οἱ ἅγιοι μὲ τὴν μεταμορφωμένη τους ζωὴ ἄλλαξαν καὶ τοὺς κοινωνικοὺς θεσμούς, χωρὶς ἐπαναστάσεις, μὲ τὴν δική τους ἀνάσταση ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας.

Ὁ «ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ»

Ὅταν μελετήση κανεὶς προσεκτικὰ τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, θὰ διαπιστώση ὅτι ὁ ἅγιος δὲν ἦταν κάποιος κοινωνιολόγος καί, ἑπομένως, δὲν μπορεῖ τὰ κείμενά του νὰ χαρακτηρισθοῦν ὡς κοινωνικά, ἀλλὰ ἦταν κατ ἐξοχὴν φιλάνθρωπος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὸ παρατηροῦμε σὲ ὅλους τοὺς ἁγίους Πατέρες. Ἄλλωστε ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ κοινωνικῆς προσφορᾶς καὶ φιλανθρωπίας. Ἡ κοινωνικὴ προσφορὰ μπορεῖ νὰ γίνεται μέσα ἀπὸ κοινωνιολογικὲς θεωρίες καὶ ἀλτρουϊστικοὺς σκοποὺς καὶ προσφέρεται γενικὰ στὴν ἀπρόσωπη κοινωνία, ἀλλὰ ἡ φιλανθρωπία εἶναι ἀπόρροια τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ βλέπει τὸν ἄνθρωπο μέσα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι φιλάνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποῦ ἔχει ἀποβάλει τὴν φιλαυτία καὶ ἔχει ἀποκτήσει τὴν φιλοθεΐα καὶ τὴν φιλανθρωπία. Ὁ φίλαυτος δὲν ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἐνῷ αὐτὸς ποῦ δὲν εἶναι φίλαυτος, γίνεται φιλόθεος καὶ φιλάνθρωπος. Καί, ὅπως γνωρίζουμε, ἡ μετατροπὴ τῆς φιλαυτίας σὲ φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία εἶναι αὐτὸ ποῦ χαρακτηρίζουμε ὡς θεραπεία, ἡ ὁποία γίνεται μὲ τὴν μυστηριακὴ καὶ νηπτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ ἀείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ σὲ εἰδικὴ μελέτη του ἀναφέρεται στὴν φιλανθρωπία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τὴν ὁποία θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἀπόρροια τῆς πίστεώς του στὸν Θεό. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ τίτλος τοῦ συγκεκριμένου κειμένου του εἶναι: «Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ προφήτης τῆς φιλανθρωπίας». Βλέπει τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου μέσα ἀπὸ τὴν βίωση τῆς προφητείας, καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ κοινωνιολογικὲς θεωρίες καὶ ἰδεολογίες.

Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔζησε σὲ μιὰ περίοδο ποῦ ἡ Ἐκκλησία κατακλύσθηκε ἀπὸ Χριστιανοὺς ποῦ ἦταν κατ ὄνομα Χριστιανοὶ καί, ὅπως φαίνεται στὶς ὁμιλίες του, «εἶχε τὴν ἐντύπωση ὅτι κήρυττε σὲ νεκρούς». Ἀκόμη ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο ἔζησε «ἦταν σὰν τὸ δικό μας, ἕνας κόσμος ἐντάσεων, ἕνας κόσμος ἄλυτων προβλημάτων σ ὅλους τοὺς τομεῖς». Μέσα σὲ ἕναν τέτοιο κόσμο ἀγωνίσθηκε γιὰ νὰ βοηθήση τὸν ἄνθρωπο, γι αὐτὸ «κήρυττε καὶ ἀσκοῦσε φιλανθρωπία, ἱδρύοντας νοσοκομεῖα καὶ ὀρφανοτροφεῖα, βοηθῶντας τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἐνδεεῖς». Βασικά, ὅμως, τὸ ἔργο του στηριζόταν πάνω στὴν πίστη καὶ ὁ ἴδιος «ἦταν προφήτης ἑνὸς ὁλοκληρωμένου Χριστιανισμοῦ», «κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας, τὸ Εὐαγγέλιο τῆς καινούργιας ζωῆς. Δὲν ἦταν κήρυκας μιᾶς αὐτόνομης ἠθικῆς. Κήρυττε τὸν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα, τὸν ἀμνὸν καὶ τὸν ἀρχιερέα. Ἡ ὀρθὴ ζωὴ ἦταν γι αὐτὸν ἡ μόνη ἐπαρκὴς ἀπόδειξη τῆς ὀρθῆς πίστεως». Ἀντιμετωπίζοντας τὸ θέμα τοῦ πλούτου ἦταν «πολὺ εὐαγγελικός». Μάλιστα δὲ ὁ Χρυσόστομος «δὲν θεωροῦσε τὴ μοναστικὴ ζωὴ ἁπλῶς ὡς μία ἀνώτερη ὁδὸ ποῦ προοριζόταν γιὰ τοὺς ἐκλεκτούς, ἀλλὰ μᾶλλον ὡς ἕνα κανονικὸ εὐαγγελικὸ ὑπόδειγμα ζωῆς ποῦ δόθηκε γιὰ ὅλους».

Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ δοῦμε τὸ κοινωνικό - φιλανθρωπικό του ἔργο. «Ὁ Χρυσόστομος δὲν πίστευε σὲ ἀφηρημένα σχήματα εἶχε μιὰ φλογερὴ πίστη στὴ δημιουργικὴ δύναμη τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης. Γι αὐτὸν τὸν λόγο ἔγινε ὁ διδάσκαλος καὶ ὁ προφήτης γιὰ ὅλες τὶς ἐποχὲς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Κατὰ τὴ νεότητά του ἔζησε μερικὰ χρόνια στὴν ἔρημο, ἀλλὰ δὲ θὰ ἤθελε νὰ παραμείνη ἐκεῖ. Γι αὐτὸν ἡ μοναστικὴ ἀπομόνωση ἦταν μόνο μιὰ περίοδος καταρτισμοῦ. Γύρισε στὸν κόσμο νὰ κηρύξη τὴ δύναμη τοῦ Εὐαγγελίου. Ἦταν ἕνας κεκλημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ ἱεραπόστολος εἶχε ἀποστολικὸ καὶ εὐαγγελικὸ ζῆλο. Ἠθελε νὰ μοιρασθῇ τὴν ἔμπνευσή του μὲ τοὺς ἀδελφούς του. Ἤθελε νὰ ἐργασθῇ γιὰ τὴ στερέωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ».

Ἀναλύοντας δὲ ὁ Φλωρόφσκυ ὅλη αὐτὴν τὴν ὑποδομὴ τοῦ φιλανθρωπικοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποῦ τὸ ἔκανε ὡς προφήτης καὶ ἀπόστολος, καταλήγει:
«Ἀλλὰ ἡ σπουδαιότερη συμβουλή του εἶναι μιὰ πρόσκληση πρὸς πραγμάτωση τοῦ ὁλοκληρωμένου Χριστιανισμοῦ, στὸν ὁποῖο πίστη καὶ φιλανθρωπία, πίστη καὶ πρακτικὴ ἐφαρμογή, συνδέονται ὀργανικὰ σὲ μιὰ ἀπόλυτη ἐγκατάλειψη τοῦ ἀνθρώπου στὴν καταπληκτικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, σὲ μιὰ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ ἔλεός του, σὲ μιὰ ἀπόλυτη προσήλωση στὴν ὑπηρεσία του, διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου μας».

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Νηπτικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

13 08 10

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὡς ἅγιος, ζοῦσε μέσα σὲ αὐτὸ τὸ «πνεῦμα» τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Στὶς ὁμιλίες του φαίνεται ὅτι κατηύθυνε τὸ ποίμνιό του μὲ τὸ ἀληθινὸ «πνεῦμα» τοῦ Εὐαγγελίου, μὲ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ τὴν ὁποία καὶ ἐκεῖνος γνώρισε στὴν ἔρημο ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία. Ἡ διδασκαλία του ἔχει πολλὰ στοιχεῖα νηπτικότητας καὶ γι αὐτὸ ἦταν κατ ἐξοχὴν κοινωνική. Μέχρι σήμερα ἡ διδασκαλία του ἔχει μεγάλη ἐπιρροή, θαυμάζουμε τὸν λόγο του, γιατί προέρχεται ἀπὸ μιὰ καθαρὴ καὶ ἐξαγιασμένη καρδιά, ποῦ εἶχε ἐλευθερωθῇ ἀπὸ κάθε πάθος καὶ ἀνθρώπινη ἰδιοτέλεια.

Στὴν εἰσήγηση αὐτὴ δὲν μποροῦν νὰ γίνουν εὐρύτερες ἑρμηνευτικὲς ἀναλύσεις, ἀλλὰ θὰ τονισθοῦν μερικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν νηπτικὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποῦ θὰ δείξουν, ὅπως νομίζω, ὅτι ὁ λόγος του ἐμπνεόταν ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ ζωή του, τὴν νήψη ποῦ τὸν διέκρινε, τὴν μεγάλη ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό, γι αὐτὸ ἔχει καὶ μεγάλη διαχρονικὴ ἀξία καὶ σπουδαιότητα.

α) Ὁ Χριστιανὸς ὡς ἐσταυρωμένος καὶ ἀναστημένος

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν διδασκαλία του ἐκφράζει τὸ «πνεῦμα» τοῦ Εὐαγγελίου ποῦ περιέχει τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων οἱ ὁποῖοι συνιστοῦν νὰ ζὴ ὁ Χριστιανὸς μὲ ἄσκηση, σύμφωνα μὲ τὸν νέο τρόπο ζωῆς ποῦ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Χριστός. Οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ σηκώνουν τὸν σταυρό, νὰ ζοὺν τὸ ἦθος τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ. Ὁλόκληρος ὁ βίος τους πρέπει νὰ εἶναι ἐσταυρωμένος. Ἄλλωστε, αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ Χριστός: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοὶ» (Μάρκ. ἡ', 34, πρβλ. Μάτθ. ἰς', 24 καὶ Λούκ. θ', 23). Ὑπάρχουν πολλὰ χωρία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, στὰ ὁποία φαίνεται ποιά πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ. Τὸ νὰ ζητᾶ κανεὶς ἄνεση καὶ ἀνάπαυση εἶναι «ἀνάρμοστον καὶ ἀλλότριον Χριστιανοῦ», καθὼς ἐπίσης τὸ νὰ προσκολλᾶται κανεὶς στὴν παροῦσα ζωὴ εἶναι ἀλλότριο στὴν ἐπαγγελία καὶ τὴν στρατολογία.

Ἑρμηνεύοντας τὸ ἀποστολικὸ χωρίο «ὅτι καθὼς περισσεύει τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς, οὕτω διὰ Χριστοῦ περισσεύει καὶ ἡ παράκλησις ἡμῶν» (Β' Κόρ. α', 5), κάνει λόγο γιὰ τὴν συμμετοχή μας στὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐρωτᾶ: «τί γὰρ ἤδιον τοῦ τὼ Χριστῷ μὲ γίνεσθαι κοινωνόν;». Ἐπίσης λέγει ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἰσοδύναμο καὶ καλύτερο ἀπὸ τὸ νὰ μαστιγώνεται κανεὶς μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θλίβεται γιὰ τὴν εὐσέβεια. Καὶ καταλήγει ὅτι κανένας δὲν μπορεῖ νὰ γίνη κοινωνὸς τοῦ Χριστοῦ τρυφῶντας καὶ καθεύδοντας καὶ ἀναπίπτοντας, ζῶντας τὴν φιλήδονη καὶ παραλυμένη ζωή, ἀλλὰ γίνεται κοινωνὸς τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖνος ποῦ περνᾶ θλίψη καὶ πειρασμὸ καὶ ὁδεύει τὴν στενὴ ὁδό.

Ἀναλύοντας τὸ ἀποστολικὸ χωρίο ποῦ ἀναφέρεται στοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι, ἐνῷ ἔχουν βαπτισθῇ, ἐν τούτοις εἶναι «ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ» (Φίλ. γ’, 18), κάνει λόγο γιὰ ἐκείνους ποῦ ὑποκρίνονται ὅτι ἀνήκουν στὸν Χριστιανισμὸ καὶ ζοὺν μὲ ἄνεση καὶ τρυφή. Μιὰ τέτοια ζωὴ εἶναι «ἐναντίον τὼ σταυρῶ». Τὸ νὰ ζητᾶ κανεὶς ἄνεση καὶ ἀνάπαυση εἶναι «ἀνάρμοστον καὶ ἀλλότριον Χριστιανοῦ», καθὼς ἐπίσης τὸ νὰ προσκολλᾶται κανεὶς στὴν παροῦσα ζωὴ εἶναι ἀλλότριο στὴν ἐπαγγελία καὶ τὴν στρατολογία. Ὅσοι ζοὺν κατ αὐτὸν τὸν τρόπο «κὰν λέγωσιν εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ ὡς ἐχθροὶ εἰσι τοῦ σταυροῦ». Ἐρωτᾶ: «ὁ Δεσπότης σου ἐσταυρώθη, καὶ σὺ ἄνεσιν ζητεῖς; ὁ Δεσπότης σου προσηλώθη, καὶ σὺ τρυφάς; καὶ ποῦ ταῦτα στρατιώτου γενναίου;». Καὶ μὲ ἀπόλυτο τρόπο γράφει: «εἰ φιλεῖς τὸν Δεσπότην σου, τὸν θάνατον ἀπόθανε τὸν ἐκείνου» καὶ ὅποιος εἶναι φίλος τῆς τρυφῆς καὶ τῆς ἐνταῦθα ἀσφαλείας, «ἐχθρὸς ἐστι τοῦ σταυροῦ».

Τὴν ἴδια προοπτικὴ συναντοῦμε καὶ στὴν ἑρμηνεία τοῦ ἀποστολικοῦ χωρίου «Χριστῷ συνεσταύρωμαι ζὼ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζὴ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γάλ. β', 20). Ἑρμηνεύει ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὸ «Χριστῷ συνεσταύρωμαι» ἐννοεῖ τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καὶ μὲ τὸ «ζὼ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζὴ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» ἐννοεῖ «τὴν μετὰ ταῦτα πολιτείαν, δι ἧς νεκροῦται ἡμῶν τὰ μέλη». Ἡ ὅλη ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι σταυρικὴ ζωὴ καὶ ὁ βίος του εἶναι ἐσταυρωμένος βίος, διότι μόνον ἔτσι μπορεῖ κανεὶς νὰ κοινωνήση τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, διαφορετικὰ εἶναι ἐχθρὸς τοῦ σταυροῦ.

Ἀπὸ αὐτὸ φαίνεται ὅτι ἡ σταυρικὴ ζωή, ποῦ δηλώνει τὴν νέκρωση τῶν παθῶν, καὶ ἡ κοινωνία μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστὸ εἶναι εὐαγγελικὴ ζωὴ καὶ κοινὴ σὲ ὅλους τοὺς Χριστιανούς, μοναχοὺς καὶ ἐγγάμους, ποῦ ζοὺν στὸν κόσμο καὶ στὰ Μοναστήρια, Κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Σὲ πολλὰ κείμενά του κάνει λόγο γιὰ «ἑτέραν πολιτείαν» τὴν ὁποία πρέπει νὰ ζοὺν οἱ Χριστιανοί, γιὰ τὴν «καινὴν ζωὴν» ποῦ πρέπει νὰ τοὺς χαρακτηρίζη.

Οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ζοὺν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ νὰ ἐκφράζουν αὐτὴν τὴν νέα ζωὴ ποῦ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Χριστός. Πρέπει νὰ εἶναι «ἀλλότριοι τοῦ παρόντος βίου», ὄχι μὲ τὴν ἔννοια νὰ φύγουν ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ μένουν στὸν κόσμο καὶ νὰ δείχνουν στοὺς ἀπίστους «ὅτι εἰς ἑτέραν πολιτείαν ἑαυτοὺς μετέστησαν καὶ οὐδὲν κοινὸν ἔχουσι πρὸς τὴν γῆν καὶ τὰ ἐπὶ γῆς πράγματα». Οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ γνωρίζωνται «οὐκ ἀπὸ τοῦ τόπου, ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ τρόπου» τῆς ζωῆς τους. Ὁ πιστὸς δὲν πρέπει νὰ φαίνεται ὡς πιστὸς μόνον ἀπὸ τὸ Mυστήριο τοῦ Bαπτίσματος, «ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῆς ζωῆς τῆς καινῆς». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο προτρέπει τοὺς Χριστιανούς: «Ἐπιδειξώμεθα τοίνυν καινὴν τινα ζωὴν ποιήσωμεν τὴν γῆν οὐρανόν», ὥστε οἱ εἰδωλολάτρες νὰ βλέπουν αὐτὴν τὴν καινὴν ζωὴ καὶ νὰ βλέπουν τὴν ἴδια τὴν εἰκόνα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Δὲν τοὺς συνιστᾶ νὰ φεύγουν ἀπὸ τὶς κοινωνίες καὶ νὰ ἀνεβαίνουν στὰ ὄρη, ὅπως τὸ κάνουν οἱ μοναχοί, ἀλλὰ νὰ ζοὺν μέσα στὴν κοινωνία, τηρῶντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. «Οὐδὲν λέγω φορτικὸν οὐ λέγω, μὴ γάμει οὐ λέγω, καταλίμπανε πόλεις καὶ ἀφίστασο πολιτικῶν πραγμάτων ἀλλ ἐν αὐτοῖς ὧν δεῖξον τὴν ἀρετήν».

β) Λογισμοί

Οἱ νηπτικοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦν τὴν προσβολὴ ποῦ γίνεται μὲ τοὺς λογισμοὺς ὡς ἀρχὴ τῆς ἁμαρτίας. Λέγονται λογισμοὶ γιατί, ὅπως προαναφέραμε, πρέπει νὰ εὑρίσκωνται στὴν λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ μὴ κατέρχωνται στὴν καρδιά. Μὲ τοὺς λογισμοὺς ἡ ἁμαρτία προσβάλλει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ τοὺς λογισμούς, ὅταν δὲν ἀντιμετωπίζωνται σωστά, γεννᾶται ἡ ἐπιθυμία καὶ ἀκολουθεῖ ἡ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γνωρίζει πολὺ καλὰ τὸ τί δημιουργοῦν οἱ λογισμοί, ἀλλὰ καὶ πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ αὐτούς. Σὲ μιὰ ὁμιλία του κάνει λόγο γιὰ τὴν διαφορὰ μεταξὺ τῶν λογισμῶν. Ὅπως στὴν ἐκτεταμένη καὶ εὐρύχωρη γῆ ὑπάρχουν πολλὰ ζῶα, ἄλλα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἠμερότερα καὶ ἄλλα ἀγριότερα, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς λογισμοὺς στὸ πλάτος τῆς ψυχῆς, «οἱ μὲν εἰσιν ἀλογώτεροι καὶ κτηνώδεις, οἱ δὲ θηριωδέστεροι καὶ ἀγριώτεροι». Ἐπίσης, ὑπάρχουν καὶ λογισμοὶ ποῦ, ἐνῷ ἐκ φύσεως εἶναι ἐχθροί, ἐν τούτοις περιβάλλονται «δορὰν προβάτων».

Τὰ πάθη προκαλοῦν ταραχὴ καὶ σύγχυση, διαστρέφουν τὰ πάντα καὶ καταστρέφουν τὴν ὁδὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἐκδιώκουν τὴν εἰρήνη καὶ τὸν ὕπνο, δημιουργοῦν ἀφόρητη θλίψη. Οἱ λογισμοὶ δημιουργοῦν μεγάλη ταραχὴ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχη ἐξωτερικὴ εἰρήνη, ἀλλὰ μέσα του γεννιέται ταραχὴ καὶ ζάλη ἀπὸ τοὺς λογισμούς, τότε «οὐδὲν ὄφελος τῆς ἔξωθεν εἰρήνης». Συσχετίζει ὁ ἅγιος τὴν κυοφορία καὶ τὶς ὠδίνες τῆς ἐγκύου γυναικὸς μὲ τὴν ψυχὴ ποῦ κυοφορεῖ καὶ τίκτει τοὺς λογισμοὺς καὶ βρίσκει ὀδυνηρότερη τὴν δεύτερη περίπτωση. Στὸν ἄνθρωπο ποῦ μηχανορραφεὶ «σήμερον οὗτος κατεβλήθη ὁ λογισμός, καὶ πάλιν αὔριον ἕτερος καὶ μύριαι μεταβολαὶ τῶν πονηρῶν τούτων πραγμάτων, καὶ καθ ἑκάστην ἡμέραν συλλήψεις καὶ ὠδίνες διαφθείρουσαι τὴν ταῦτα τίκτουσαν διάνοιαν».

Ὡς πνευματικὸς ἰατρὸς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δὲν ἀρκεῖται στὴν διάγνωση, ἀλλὰ προχωρεῖ καὶ στὴν θεραπεία τοῦ προβλήματος ποῦ δημιουργοῦν οἱ λογισμοί. Ἀπαντῶντας στὴν ἔνσταση μερικῶν ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ κυριαρχήσουμε στοὺς λογισμοὺς λέγει ὅτι, ἀφοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξουσιάσουμε καὶ νὰ ἡμερώσουμε τὰ λιοντάρια, δὲν πρέπει νὰ ἀμφιβάλλουμε ὅτι μποροῦμε νὰ μεταβάλλουμε τὴν θηριωδία τοῦ λογισμοῦ σὲ ἡμερότητα. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνη, γιατί στὰ θηρία ἡ ἀγριότητα ὑπάρχει κατὰ φύση καὶ τὸ ἥμερο παρὰ φύση, ἐνῷ στὸν ἄνθρωπο κατὰ φύση εἶναι τὸ ἥμερο καὶ παρὰ φύση τὸ ἄγριο καὶ θηριῶδες.

Στὰ κείμενά του συναντοῦμε καὶ διαφόρους τρόπους θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τοὺς λογισμούς. Γράφει ὅτι ἄλλοι ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς δὲν φθάνουν στὴν ψυχὴ ἂν τὴν περιφράξουμε μὲ ἀσφάλεια ἄλλοι γεννιῶνται μέσα μας καὶ βλαστάνουν ὅταν εἴμαστε ράθυμοι, ἀλλὰ ἂν τοὺς προλάβουμε τότε πνίγονται ταχέως καὶ καταχωνιάζονται ἄλλοι γεννιῶνται καὶ μεγαλώνουν καὶ γίνονται πράξεις, ποῦ διαφθείρουν ὅλη τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς ὅταν ζοῦμε μὲ ραθυμία. Στὴν συνέχεια, ὡς πνευματικὸς ἰατρός, ὑποδεικνύει καὶ τὸν τρόπο θεραπείας, δηλαδὴ «τὸ μακάριον μήτε ὅλως δέξασθαι τὸν πονηρὸν λογισμόν». Τὸ ἑπόμενο «μακάριον» εἶναι, ἐὰν εἰσῆλθαν οἱ λογισμοὶ στὴν ψυχή, νὰ τοὺς ἀπωθήσουμε ταχέως καὶ νὰ μὴ τοὺς ἐπιτρέψουμε νὰ ἐνδιατρίψουν πολὺ μέσα ἐκεῖ, ὥστε νὰ μὴ κάνουν πονηρὴ βοσκή. Ἐὰν καὶ αὐτὸ δὲν τὸ κατορθώσουμε, τότε γιὰ τὴν παραμυθία τῆς ραθυμίας ἔχουν κατασκευασθῆ ἀπὸ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ πολλὰ φάρμακα γιὰ τὰ τραύματα ποῦ δημιουργοῦν οἱ λογισμοί.

Ἀπὸ τὰ λίγα αὐτὰ χωρία φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι γνώστης τῆς ἐσωτερικῆς ἐργασίας ποῦ γίνεται στὸ λογιστικὸ μέρος τῆς ψυχῆς καὶ γνωρίζει τοὺς τρόπους θεραπείας τοῦ ἐσωτερικοῦ αὐτοῦ «χώρου». Πρόκειται γιὰ διδασκαλία τοῦ πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τοῦ ποιμνίου του.

γ) Πάθη

Ἀπὸ τὴν κακὴ ἀντιμετώπιση τῶν λογισμῶν συλλαμβάνεται ἡ ἐπιθυμία καὶ πραγματοποιεῖται ἡ ἁμαρτία, καὶ ὅταν ἡ ἁμαρτία ἐπαναλαμβάνεται πολλὲς φορὲς γίνεται πάθος. Ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος τὸ παρουσιάζει μὲ τὴν εἰκόνα τῆς ἁλιείας: «ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον» (Ἰακ. α', 14-15). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὡς Πνευματικὸς Πατέρας, γνωρίζει ὅλη αὐτὴν τὴν μάχη ποῦ γίνεται μέσα στὴν καρδιὰ μὲ τὰ πάθη, ἀλλ ἐπίσης γνωρίζει καὶ νὰ θεραπεύη τὰ πάθη. Ἄλλωστε, ὁ Πνευματικὸς Πατέρας εἶναι πνευματικὸς ἰατρὸς καὶ γνωρίζει νὰ θεραπεύη τὶς πνευματικὲς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἄγνοια αὐτῆς τῆς θεραπείας δὲν συνιστᾶ κάποιον ὡς καλὸ Κληρικό, ὅπως ἡ ἀδυναμία ἢ ἡ ἄγνοια τοῦ ἰατροῦ νὰ θεραπεύη δὲν τὸν χαρακτηρίζει ὡς καλὸ ἰατρό. Θὰ ἀναφερθοῦν μερικὰ χωρία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀπὸ τὰ τόσα πολλά, ποῦ ἀναφέρονται σὲ αὐτὸ τὸ σημαντικὸ θέμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Κατ ἀρχὰς τὰ πάθη εἶναι ἡ ἐξέλιξη τῶν λογισμῶν - προσβολῶν, ποῦ προχωροῦν καὶ γίνονται ἐπιθυμία, πράξη καὶ ὅταν ἡ πράξη ἐπαναλαμβάνεται στὴν συνέχεια γίνεται πάθος. Τὰ πάθη εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς προπτωτικῆς ἁμαρτίας, μὲ τὴν ὁποία διεστράφησαν οἱ φυσικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ κινοῦνται παρὰ φύση. «Μετὰ τοῦ θανάτου, φησί, καὶ ὁ τῶν παθῶν ἐπεισῆλθεν ὄχλος». Τὰ πάθη ἀναπτύσσονται μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες, οἱ ὁποῖες εἶναι ἄκανθες ποῦ ματώνουν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν κάνουν νὰ πονᾶ. Ὀνομάζονται δὲ πάθη διότι ὁ ἄνθρωπος πάσχει καὶ ὑποφέρει: «Διὰ τοῦτο καὶ πάθη καλεῖται ψυχῆς, καὶ τραύματα, καὶ ὠτειλαί». Σὲ ἄλλο σημεῖο παρουσιάζει τὰ πάθη ὡς κύματα «θαλαττίων ἀγριώτερα», ἀλλά, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἔμπειρος κυβερνήτης, γνωρίζη νὰ θέτη τὸν λογισμὸ ὡς κυβερνήτη τοῦ σκάφους τοῦ σώματός του, τότε μπορεῖ νὰ τὸ ὀδηγήση «πρὸς τὸν εὔδιον τῆς φιλοσοφίας λιμένα», διαφορετικά, ἂν εἶναι ἄπειρος, θορυβεῖται.

Προτείνει ὡς φάρμακα θεραπείας «τὸ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ», ὅταν κανεὶς τὸ λαμβάνη μὲ παρρησία, τὴν ἀκρόαση τῶν θείων Γραφῶν μὲ ἀκρίβεια, τὴν ἐλεημοσύνη ποῦ θὰ συνοδεύη τὴν ἀκρόαση αὐτή. Στὰ κείμενά του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καταγράφει καὶ τὶς διαιρέσεις τῶν παθῶν. Πάντοτε, βέβαια, αὐτὸ ποῦ λέγει ἔχει σχέση μὲ τὸ χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποῦ ἑρμηνεύει, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν κατάσταση τοῦ ἀκροατηρίου του. Ἔτσι, στὴν διδασκαλία του βλέπουμε ὅτι ὑπάρχουν πάθη σωματικὰ καὶ πάθη ψυχικά. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι σὲ πολλὰ κείμενά του χαρακτηρίζει τὰ πάθη μὲ τὶς ἐκδηλώσεις τῶν ἀγρίων ἀλόγων ζώων καὶ κάνει λόγο γιὰ θηριώδη πάθη καὶ μάλιστα λέγει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποῦ διακρίνεται ἀπὸ τέτοιες ἐκδηλώσεις «τῆς ἐκείνων ἀλογίας γέγονεν ἀλογώτερος».

Σὲ ὁμιλία τοῦ σὲ Ψαλμὸ τοῦ Δαυΐδ ἀναφέρεται σὲ πολλὰ πάθη ποῦ σκοτίζουν τοὺς ἀνοήτους καὶ δὲν μποροῦν νὰ δοὺν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὡς πρῶτο πάθος ὀνομάζει τὸ φιλήδονο, δεύτερο τὴν ἄνοια καὶ τὸ διεστραμμένο τῆς γνώμης, τρίτο ὅτι δὲν γνωρίζουν τί εἶναι καλὸ καὶ τί εἶναι κακὸ καὶ ἔχουν ἐσφαλμένη κρίση γιὰ τὰ πράγματα, τὸ τέταρτο ὅτι δὲν σκέπτονται καθόλου τὰ ἁμαρτήματά τους, τὸ πέμπτον ὅτι ὑφίσταται μεγάλη ἀπόσταση μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ ἕκτον τὸ ὅτι δὲν θέλει ὁ Θεὸς νὰ φανερώνη ὅλα παντοῦ. Προφανῶς τὰ τελευταῖα δὲν εἶναι πάθη μὲ τὴν ἔννοια ποῦ ἐμεῖς τὰ χαρακτηρίζουμε, ἀλλὰ δείχνει τὴν ἀκαταστασία τοῦ ἀνθρώπου νὰ δεχθῇ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.

Τὰ πάθη, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ἀρρωσταίνουν τὸν ὅλο ἄνθρωπο καὶ φυσικὰ αὐτὸ ἔχει καὶ κοινωνικὲς συνέπειες. Τὰ πάθη εἶναι ἀσθένειες τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Χρησιμοποιεῖ πολλὲς εἰκόνες γιὰ νὰ δείξη τὶς συνέπειες τῶν παθῶν. Τὰ πάθη εἶναι χειρότερα ἀπὸ τοὺς δημίους καὶ καταξηραίνουν τὴν ψυχή, εἶναι τύραννοι, καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο δοῦλο κλπ.

Οἱ χαρακτηρισμοὶ αὐτοὶ τῶν παθῶν δείχνουν καὶ τὸ τί προξενοῦν στὸν ἄνθρωπο. Θὰ ὑπενθυμίσουμε μερικὲς καταστάσεις, ὅπως τὶς συναντοῦμε στὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Τὰ πάθη προκαλοῦν ταραχὴ καὶ σύγχυση, διαστρέφουν τὰ πάντα καὶ καταστρέφουν τὴν ὁδὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἐκδιώκουν τὴν εἰρήνη καὶ τὸν ὕπνο, δημιουργοῦν ἀφόρητη θλίψη. Κάθε πάθος εἶναι «ὠμὸν καὶ τυραννικὸν καὶ ἀκόρεστον» καὶ δὲν παύει νὰ μᾶς κατατρώγη κάθε ἡμέρα, θολώνει τὸν ὀφθαλμὸ τοῦ ἀνθρώπου μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χάνη τὴν ἀρετή, δὲν ἀντέχει ὁ ἄνθρωπος στὰ ὑψηλὰ καὶ μεγάλα, ἀποκάμνει καὶ χάνει τὸ θάρρος, τείνει πρὸς τὸν ὕπνο καὶ τὴν ραθυμία καὶ χάνει τὰ ἐνδιαφέροντα γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ζωὴ ποῦ προέρχεται ἀπὸ αὐτήν. Ἡ ἐμπαθὴς ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ δὴ καὶ νὰ πράξη κάτι γενναῖο καὶ πάσχει ἀπὸ ἀμβλυωπία. Τὰ πάθη ἀνάβουν μεγάλη φωτιὰ στὴν ψυχή, ὅπως γίνεται μὲ τὸ πὺρ ποῦ πυρπολεῖ τὸ δάσος. Γενικά, τὰ πάθη ἀρρωσταίνουν τὸν ἄνθρωπο, γι αὐτό, ὅπως λέγει, «ἐὰν ἁφῆς εἰς ἀμετρίαν ἐξελθεῖν, νοσήματα γίνεται,...».

Γράφει ἐπανειλημμένως γιὰ τὴν ἀξία τῆς ἡσυχίας. Ὅταν κάνη λόγο γιὰ ἡσυχία, ἐννοεῖ τὴν ἡσυχία τοῦ λογικοῦ, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ τόπου, δηλαδὴ τὴν ἡσυχία ψυχῆς καὶ σώματος. Πέρα ἀπὸ τὴν ἐπισήμανση τῶν κακῶν ποῦ προξενοῦν τὰ πάθη ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σὲ πολλὰ κείμενά του ὑποδεικνύει καὶ τὸν τρόπο τῆς θεραπείας. Ἐνδεικτικὰ θὰ παρουσιασθοῦν μερικοὶ τρόποι. Στὰ κείμενά του ὁμιλεῖ γιὰ τὴν μεγάλη ἀξία τῆς νήψεως στὸν πόλεμο γιὰ τὰ πάθη τοῦ σώματος ποῦ θὰ ἔχη συνέπεια στὴν θεραπεία τῶν νοσημάτων τῆς ψυχῆς, γιὰ τὸν ὀρθὸ λογισμό, τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τοὺς βίους τῶν ἁγίων καὶ πρὸ παντὸς τὴν ἐνέργεια τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἑρμηνεύοντας τὴν ἐπὶ τοῦ Ὅρους ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται στὸν τρόπο τῆς θεραπείας τῶν παθῶν τοῦ θυμοῦ, τῆς ἐπιθυμίας περὶ τὰ σώματα, περὶ τὰ χρήματα, περὶ τὴν δόξα, περὶ τὸν παρόντα βίο. Μὲ πολὺ ὡραῖο τρόπο διδάσκει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θεραπεύεται τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας.

Σὲ κάποια ὁμιλία του προσδιορίζει τὸν ἀποτελεσματικότερο τρόπο θεραπείας τῶν παθῶν. Κατ ἀρχὰς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ αἰσθάνεται «καὶ τὸν θυμὸν θηρίον εἶναι». Ἔπειτα, πρέπει νὰ αἰσθάνεται ὅτι οὔτε τὸ λιοντάρι καὶ ἡ ἔχιδνα μποροῦν νὰ κατασπαράξουν τὰ σπλάχνα μας, ὅπως τὸ κάνει ὁ θυμός. Καὶ προτείνει ὡς φάρμακα θεραπείας «τὸ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ», ὅταν κανεὶς τὸ λαμβάνη μὲ παρρησία, τὴν ἀκρόαση τῶν θείων Γραφῶν μὲ ἀκρίβεια, τὴν ἐλεημοσύνη ποῦ θὰ συνοδεύη τὴν ἀκρόαση αὐτή. Μὲ τοὺς τρόπους αὐτοὺς «δυνήσεται νεκρωθῆναι τὰ λυμαινόμενα τὴν ψυχὴν ἡμῶν πάθη». Ὅσο ἔχουμε τὰ πάθη δὲν εἴμαστε καλύτερα ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ἐνῷ, ὅταν θεραπεύσουμε τὰ πάθη, τότε μόνον μποροῦμε νὰ ζήσουμε. Καὶ παραγγέλλει: «Κὰν μὴ φθάσωμεν αὐτὰ ἀποκτείναντες ἐνταῦθα, ἐκεῖ πάντως ἡμᾶς ἀποκτενεί», ἀλλὰ μᾶλλον θὰ ὑποστοῦμε καὶ ἐδῶ τὴν τιμωρία.

Στὶς ὁμιλίες του βλέπουμε μιὰ ὁλόκληρη διδασκαλία γιὰ τὰ πάθη, τὰ ἀποτελέσματά τους καὶ τὸν τρόπο θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ αὐτά.

δ) Νήψη

Πιὸ πάνω ἔχουμε ὁριοθετήσει τὸ τί σημαίνει νήψη ποῦ συνδέεται καὶ ταυτίζεται μὲ τὴν ἐγρήγορση, τὴν ἑτοιμότητα. Ὡς γνήσιος Πνευματικὸς Πατέρας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὰ κείμενά του ἀναφέρεται συχνὰ σὲ θέματα νήψεως, ἐγρηγόρσεως. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐντάσσεται ὀργανικὰ στὸ «πνεῦμα» τῶν ἀναλόγων προτροπῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων καὶ συντονίζεται μὲ τοὺς λεγομένους νηπτικούς - φιλοκαλικοὺς Πατέρες. Ἑρμηνεύοντας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τὸ ἀποστολικὸ χωρίο «γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν» (Α' Θέσ. ε', 7), κάνει διάκριση μεταξὺ ἐγρηγόρσεως καὶ νήψεως. Εἶναι δυνατὸν κανεὶς νὰ εἶναι ξυπνητός, νὰ μὴ κοιμᾶται, ἀλλὰ νὰ μὴ ἐπιτελὴ κανένα ἀγαθὸ ἔργο. «Ὥστε γρηγορήσεως ἐπίτασις ἡ νῆψὶς ἐστιν». Καὶ αὐτὴ ἡ νήψη εἶναι ἀπαραίτητη ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουμε πότε θὰ ἔλθη ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ νήψη εἶναι ἀναγκαία καὶ στὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ διαβόλου καὶ τῶν παθῶν. Μὲ τὴν νήψη ἀντιλαμβανόμαστε τὶς κινήσεις τοῦ ἐχθροῦ καὶ στὴν συνέχεια μποροῦμε νὰ τὶς ἀντιμετωπίσουμε. Λέγει ὁ ἅγιος: «Πάντοτε νήφειν καὶ ἐγρηγορέναι δεί, καὶ μηδέποτε ἐν ἀδείᾳ εἶναι». Σὲ μιὰ ἑρμηνευτικὴ ἀνάλυση στοὺς Ψαλμοὺς ἀναφέρεται στὴν λήθη τοῦ Θεοῦ, ὅταν δηλαδὴ ὁ Θεὸς ξεχνᾶ κάποιον ἄνθρωπο. Αὐτὴ ἡ λήθη τοῦ Θεοῦ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν κάνει τίποτε περισσότερο τὸν Θεὸ νὰ ἐνθυμῆται τὸν ἄνθρωπο ὅσο «τὸ ἀγαθὸν τί ποιεῖν, τὸ νήφειν, τὸ ἐγρηγορέναι, τὸ ἀρετῆς ἐπιμελεῖσθαι».

ε) Ἡσυχία

Ἡ ἡσυχία εἶναι ἡ βασικὴ προϋπόθεση τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς. Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ ἡσυχία, ἐννοοῦμε τὴν ἐξωτερικὴ ἡσυχία τὴν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ θορύβους, καὶ τὴν ἐσωτερικὴ ἡσυχία, τὴν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὰ πάθη ποῦ ὑπάρχουν μέσα στὴν καρδιά. Τὸ ὅτι ἡ ἡσυχία καὶ μάλιστα ἡ λεγομένη νοερὰ ἡσυχία εἶναι βασικὴ προϋπόθεση τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ὑπέδειξε αὐτὸν τὸν τρόπο, μὲ τὸ νὰ ἀποσύρεται ὁ Ἴδιος στὸ ὅρος. Ἑπομένως καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς δὲν εἶναι δοσμένος μόνο γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ἀσκητές, ἀλλὰ γιὰ ὅλους τοὺς Χριστιανούς. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει ἐπανειλημμένως γιὰ τὴν ἀξία τῆς ἡσυχίας. Ὅταν κάνη λόγο γιὰ ἡσυχία, ἐννοεῖ τὴν ἡσυχία τοῦ λογικοῦ, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ τόπου, δηλαδὴ τὴν ἡσυχία ψυχῆς καὶ σώματος. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι γνώστης τῆς ἐσωτερικῆς ἐργασίας ποῦ γίνεται στὸ λογιστικὸ μέρος τῆς ψυχῆς καὶ γνωρίζει τοὺς τρόπους θεραπείας τοῦ ἐσωτερικοῦ αὐτοῦ «χώρου».

Ὡς πρότυπο ἡσυχίας πολλὲς φορὲς φέρει στοὺς ἀκροατὲς τοῦ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἀνέβαινε καὶ στὸ ὅρος γιὰ νὰ προσευχηθῇ μόνος Τοῦ, ὄχι γιατί τὸ εἶχε ἀνάγκη, ἀλλὰ γιατί ἤθελε νὰ μᾶς παιδαγωγήση νὰ ἐπιδιώκουμε τόπους ἡσυχαστικοὺς γιὰ νὰ προσευχόμαστε στὸν Θεό. Συνδέει τὴν ἡσυχία μὲ τὴν προσευχή. Ὁ Χριστὸς μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μᾶς παιδαγωγεῖ «ὅτι καλὸν ἡ ἐρημία καὶ ἡ μόνωσις, ὅταν ἐντυγχάνειν δέη Θεῷ». Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πολλὲς φορὲς κατέφευγε στὶς ἐρημίες καὶ διανυκτέρευε προσευχόμενος γιὰ νὰ μᾶς διδάξη «τὴν ἀπὸ τοῦ καιροῦ καὶ τὴν ἀπὸ τοῦ τόπου θηράσθαι ἐν ταὶς εὐχαῖς ἀταραξίαν». Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο γιατί «ἡσυχίας γὰρ μήτηρ ἡ ἔρημος, καὶ γαλήνη καὶ λιμὴν ἁπάντων ἀπαλλάττουσα θορύβων ἡμᾶς». Ὁ Χριστὸς καὶ δίδασκε τοὺς ἀνθρώπους νὰ προσεύχωνται καὶ ἀνέβαινε στὸ ὅρος γιὰ νὰ προσευχηθῇ, ὥστε νὰ μᾶς προτρέψη «μήτε ὄχλοις ἀναμίγνυσθαι διηνεκῶς, μήτε φεύγειν ἀεὶ τὸ πλῆθος,...» ἀλλὰ καὶ τὰ δύο νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε πρὸς ὠφέλειαν καὶ νὰ τὰ ἀνταλλάσσουμε ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη.

Πολλὲς φορὲς ἡ διαμονὴ μᾶς στὸν κόσμο δημιουργεῖ σύγχυση καὶ ταραχή, γι αὐτὸ «ἐπιτήδειον πρὸς φιλοσοφίαν ἐρημία». Ἡ ἐρημία βοηθᾶ καὶ στὴν ὑγεία τοῦ σώματος, ἐπειδὴ ἀναπνέουμε καθαρὸ ἀέρα καὶ μᾶς δίνει τὴν δυνατότητα νὰ παρατηρήσουμε ἀπὸ ψηλὰ τὴν οἰκουμένη, ὁπότε φιλοσοφοῦμε καὶ ἀναπαυόμαστε ἀπὸ τὶς βιοτικὲς φροντίδες. Βέβαια, δίνει μεγάλη σημασία στὴν ἡσυχία τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν ταραχὴ τῶν λογισμῶν καὶ τῶν παθῶν. Σὲ κάποια ὁμιλία του λέγει ὅτι ὁ Θεὸς θέλει «ἡμῶν τὴν καρδίαν ἐν γαλήνῃ καὶ ἡσυχία τυγχάνειν, καὶ τὸν λογισμὸν ἡμῶν ἀτάραχον εἶναι, καὶ παντὸς ἀπηλλᾶχθαι πάθους». Γι αὐτὸ σὲ ἄλλη ὁμιλία του λέγει ἐπιγραμματικά: «ἐκείνην ἐγὼ ζητῶ τὴν ἡσυχίαν τὴν ἀπὸ διανοίας, τὴν ἀπὸ ψυχῆς».

Τὸ ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ζοῦσε νηπτικὰ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, ὅπως φαίνεται στὶς ὁμιλίες του, ἐκφράζει τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση γιὰ τὴν ἡσυχία τῆς διανοίας καὶ τῆς καρδίας, ἀκόμη καὶ ὅταν ζοῦσε στὸν κόσμο. Ἔχοντας ὑπ ὄψη τοῦ τοὺς μοναχοὺς ποῦ ζοῦσαν στὴν ἔρημο, συνιστᾶ στὸν ἀκροατή του νὰ τοὺς μιμηθῇ καὶ νὰ ἐπιδιώκη τὴν ζωὴ τῆς «ἐπὶ μέσης πόλεως ἐρημίας». Θὰ πρέπει νὰ ζὴ κανεὶς μέσα στὴν πόλη ὡσὰν νὰ εἶναι στὴν ἔρημο. Καὶ στὴν συνέχεια ἐπεξηγεῖ πῶς μπορεῖ νὰ συμβῇ αὐτό. «Ἐὰν τοὺς πονηροὺς φεύγης, ἐὰν τοὺς ἀγαθοὺς διώκης». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ ἐπιτύχη ὁ ἄνθρωπος μεγαλύτερη ἀσφάλεια ἀπὸ τοὺς ἐρημῖτες μοναχούς, ἀφοῦ δὲν θὰ ἀποφεύγη μόνον τοὺς κακούς, ἀλλὰ καὶ θὰ ὠφελῆται ἐπικοινωνῶντας μὲ τοὺς ἀγαθούς. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο συνιστοῦσε στοὺς Χριστιανούς: «Ἐρημίας ἐπιζητῶμεν, μὴ τὰς ἐκ τόπων μόνον, ἀλλὰ τὰς ἀπὸ τῆς προαιρέσεως». Ἐρημία εἶναι καὶ ὁ τόπος, ἀλλὰ καὶ ἡ προαίρεση, ὁ τρόπος ζωῆς