Skip to main content

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ὁ Οὐράνιος Πατήρ

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ Γ Ματθαίου

 3 Ἰουλίου 2022

Ὁ Οὐράνιος Πατήρ

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ὁ Οὐράνιος Πατήρ

«ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά» (Ματθ. στ΄ 26)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός στήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία Του εἶπε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας. «Ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος» (Ματθ. στ΄, 26). Μέ αὐτό ἐκφράζει τήν ἀγάπη καί τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς. Ἡ ἀλήθεια αὐτή εἶναι μιά μεγάλη ἀποκάλυψη πού ἔκανε ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του.

Ξέρουμε ὅτι στήν πρό τοῦ Χριστοῦ ἐποχή ὁ Θεός ἐθεωρεῖτο ὅτι ἦταν ἕνα Ὄν πού βρίσκεται πέρα ἀπό τά ἀνθρώπινα καί φροντίζει γιά τήν διαφύλαξη τοῦ κόσμου καί τῆς ἠθικῆς τάξεως, καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραβαίνη αὐτήν τήν τάξη ὁ Θεός τόν τιμωρεῖ. Ὁ Χριστός ὅμως μᾶς φανέρωσε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας πού φροντίζει γιά μᾶς. Μᾶς ἔμαθε νά προσευχόμαστε σέ Αὐτόν: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς... ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου» (Ματθ. στ', 9-10). Μέσα στήν Ἐκκλησία ζωογονούμενοι ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί μεταμορφούμενοι ἀποκτοῦμε τήν υἱοθεσία καί κράζουμε: «Ἀββᾶ ὁ πατήρ». «Ὅτι δέ ἐστέ υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τάς καρδίας ὑμῶν κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ. ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλ᾿ υἱός· εἰ δέ υἱός καί κληρονόμος Θεοῦ διά Χριστοῦ» (Γαλ. δ', 6-7).

Ἡ υἱοθεσία συνδέεται μέ τήν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, ἡ πνευματική ζωή, ὅταν ἐξασκῆται σωστά, ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στό νά συνδεθῆ καί νά αἰσθανθῆ τόν Θεό Πατέρα του. Περνᾶ μέσα ἀπό τήν κατάσταση τοῦ δούλου, τοῦ μισθωτοῦ καί φθάνει στήν κατάσταση τοῦ υἱοῦ, πού ἐφαρμόζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὄχι γιά νά ἀποφύγη τήν τιμωρία, οὔτε γιά νά εἰσέλθη στόν Παράδεισο, ἀλλά γιατί ἀγαπᾶ τόν Θεό ὡς Πατέρα του.

Ἡ διδασκαλία ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας εἶναι στενά συνδεδεμένη μέ τήν δημιουργία μας, τήν ἀναδημιουργία μας καί τήν σχέση μας μαζί Του. Εἶναι βασική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι, ὅπως ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο ἀπό τό μή ὄν, ἔτσι διευθύνει καί ζωοποιεῖ τόν κόσμο χωρίς κτιστά μέσα, ἀλλά μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του, πού λέγονται Πρόνοια Θεοῦ.

Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ μία εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά οἱ ἐνέργειές Του εἶναι πολλές. Ὅπως ἡ οὐσία Του εἶναι ἄκτιστη, δηλαδή θεία, τό ἴδιο καί οἱ ἐνέργειές Του εἶναι θεῖες, ἄκτιστες. Ἀλλά ἡ μέν οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμέθεκτη, οἱ δέ ἐνέργειές Του μεθεκτές. Ὅλος ὁ κόσμος μετέχει στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, τά ἄψυχα μετέχουν στήν οὐσιοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τά φυτά καί τά ζῶα στήν ζωοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι, ἔχοντας ψυχή, στήν σοφοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καί οἱ ἄγγελοι μαζί μέ τούς ἁγίους στήν ἁγιοποιό ἤ θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τήν δεκτικότητα του δέχεται τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Χριστός διδάσκει, ὅπως τό εἴδαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ὅτι ὁ Θεός τρέφει τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, Αὐτός αὐξάνει τά κρίνα τοῦ ἀγροῦ, Αὐτός τά στολίζει τόσο ὄμορφα. Ἑπομένως, ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς φύσεως, ἀλλά τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνεργεῖ μέσα σέ αὐτά ἀπό τήν ἡμέρα πού τά ἔφερε στήν ζωή.

Αὐτήν τήν διδασκαλία τήν βλέπουμε καί στήν Παλαιά Διαθήκη. Σέ κάθε ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ κατά τήν ἀνάγνωση τοῦ Προοιμιακοῦ ψαλμοῦ (103) ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Θεός ἐξαποστέλλει τίς πηγές νά ρέουν μέσα στά φαράγγια, Αὐτός ποτίζει τά ὄρη μέ τίς βροχές, Αὐτός βλαστάνει ἀπό τήν γῆ χορτάρι γιά νά φάγουν τά κτήνη, τά μικρά τῶν λιονταριῶν βρυχῶνται καί φωνάζουν στόν Θεό νά τούς στείλη τροφή καί ὅλα τά ζῶα περιμένουν ἀπό τόν Θεό νά τούς δώση τήν τροφή τους.

Ἐπίσης, εἶναι γνωστό ὅτι στό θαῦμα πού ἔγινε στήν Κανᾶ, ὁ Χριστός μετέτρεψε τό νερό σέ κρασί. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύει ὅτι ὁ Χριστός, πού μετατρέπει στίς ρίζες τῆς ἀμπέλου τό νερό καί τό κάνει οἶνο, Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού κάνει τώρα τό θαῦμα ἀπό νερό σέ κρασί. Τό νά βλέπη κανείς ὅμως σέ ὅλη τήν φύση τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι καί λέγεται θεωρία κατ᾿ ἐπιβολήν. Ἔτσι, λοιπόν, καθαροί ἄνθρωποι, πού ἐξασκοῦνται στήν νοερά προσευχή, ἔρχονται σέ κοινωνία μέ τούς λόγους τῶν ὄντων καί αἰσθάνονται ἑνότητα μέ ὅλη τήν κτίση.

Ἀπό αὐτά τά λίγα βγαίνουν δύο ἀλήθειες πού πρέπει ὡς Ὀρθόδοξοι νά ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψη.

Ἡ πρώτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Χριστός ὡς Θεός σώζει τόν ἄνθρωπο μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του. Ἑπομένως, ὄχι μόνον ὁ Χριστός εἶναι Θεός, ἀλλά καί οἱ ἐνέργειές Του εἶναι θεῖες. Τό ἀντίθετο, ἡ ἄποψη, δηλαδή, ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή, μᾶς ὁδηγεῖ σέ μεγάλη πλάνη, στήν ἴδια τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, καί τότε ἀρνούμαστε τήν δυνατότητα τῆς σωτηρίας.

Δυστυχῶς σέ αὐτό τό ὀλίσθημα ἔχουν πέσει οἱ Λατίνοι. Ἄν διαβάση κανείς τά ἔργα τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὡς ὁ μεγαλύτερος θεολόγος τῆς Σχολαστικῆς θεολογίας, θά δῆ ὅτι ἐκεῖ πολλές φορές γίνεται λόγος γιά κτιστή Χάρη, γιά κτιστή ἀγάπη κλπ. Αὐτό ὅμως εἶναι ἕνας σύγχρονος ἀρειανισμός, πού μεταβάλλει τήν πίστη σέ ὀρθολογισμό καί ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία στόν ἀγνωστικισμό. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἀρνητικοί ἀπέναντι στήν δυτική σχολαστική θεολογία, διότι δέν ἔχει ἀκόμη ἀποβάλλει τήν αἱρετική ἰδέα ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή.

Ἡ δεύτερη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὅταν ὑποστήριζε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅταν ὁμολογοῦσε ὅτι οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες (θεῖες), στηρίζονταν στήν πνευματική τους ἐμπειρία. Ἐκτός ἀπό τήν ἀναφορά στούς Προφήτας, στούς Ἀποστόλους καί στούς προηγουμένους Πατέρας, προσέθεταν καί τήν δική τους μαρτυρία. Δηλαδή, ἐπειδή εἶχαν φθάσει στήν θεωρία-θέα τοῦ Θεοῦ, εἶχαν τήν πραγματική γνώση περί Αὐτοῦ καί αὐτήν ὁμολογοῦσαν. Ἑπομένως, οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀποτελοῦν τό ἐχέγγυο τῆς γνήσιας ἑρμηνείας τῆς ἀποκαλύψεως, ἐπειδή οἱ ἴδιοι δέχθηκαν τήν ἀποκάλυψη, ἐνῶ οἱ αἱρετικοί πού στηρίζονται περισσότερο στόν στοχασμό καί ὄχι στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, δέν μποροῦν νά ἑρμηνεύσουν ὀρθόδοξα (δηλαδή ἀληθινά) τήν Ἁγία Γραφή.

Γι᾿ αὐτό καί μεῖς ἐάν συνδεόμαστε μέ συγχρόνους ἁγίους Πατέρας, πού ἔχουν γνώση τοῦ Θεοῦ, θά ἔχουμε τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι βαδίζουμε τόν δρόμο τῆς Ὀρθοδοξίας μακρυά ἀπό στοχασμούς, φιλοσοφίες καί ἀτομικές θεωρίες πού ἀνοίγουν τόν δρόμο τῆς αἱρέσεως.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ὁ Χριστός, ὁ ξένος καί οἰκεῖος

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ ΣΤ Ματθαίου

 24 Ἰουλίου 2022

Ὁ Χριστός, ὁ ξένος καί οἰκεῖος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ὁ Χριστός, ὁ ξένος καί οἰκεῖος

«Θάρσει, τέκον‧ ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. θ΄, 2)

Τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἄρχισε μέ τήν φράση «ἐμβάς ὁ Ἰησοῦς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καί ἦλθεν εἰς τήν ἰδίαν πόλιν», δηλαδή ὁ Χριστός εἰσῆλθε σέ ἕνα πλοῖο καί ἦλθε στήν πόλη Του. Ὁ Χριστός ἔζησε μέ τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς Του, χρησιμοποιοῦσε τά μεταφορικά μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί εἶχε καί τήν δική Του πόλη. Ἔζησε ὅπως ὅλοι μας, χωρίς ὅμως νά πράξη κάποια ἁμαρτία, γιατί ἦταν Θεάνθρωπος καί τελείως ἀναμάρτητος.

Σέ ποιά πόλη ἀναφέρεται ἐδῶ ὁ Εὐαγγελιστής καί ποιά πόλη θεωρεῖτο ὡς «ἰδία πόλις» τοῦ Χριστοῦ; Πρόκειται γιά τήν Καπερναούμ.

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι ἡ Βηθλεέμ γέννησε τόν Χριστό, ἡ Ναζαρέτ τόν ἔθρεψε καί ἡ Καπερναούμ τόν εἶχε διαρκῶς οἰκοῦντα. Ὅμως, παντοῦ ὁ Χριστός ἀντιμετώπιζε δυσκολίες, ἀφοῦ στήν Βηθλεέμ γεννήθηκε μέσα σέ ἕναν σταῦλο, στήν Ναζαρέτ ἀντιμετώπισε τήν μανία τῶν συμπατριωτῶν Του πού ἀποπειράθηκαν νά Τόν γκρεμίσουν ἀπό ἕνα βουνό, καί στήν Καπερναούμ δέν Τόν δέχθηκαν, καίτοι ἔκανε πολλά θαύματα ἐκεῖ, γι’ αὐτό καί εἶπε: «Καί σύ Καπερναούμ, ἡ ἕως τοῦ οὐρανοῦ ἀνυψωθεῖσα, ἕως ἅδου καταβιβασθήσῃ» (Ματθ. ια΄, 23).

Ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι δέν Τόν κατάλαβαν καί ζοῦσε ὡς ξένος πάνω στήν γῆ. Ἔτσι, εἶχε πόλη δική Του, ἀλλά τελικά δέν εἶχε οὔτε σπίτι νά μείνη. Ἡ ζωή Του ὡς ἀνθρώπου ἄρχισε στήν φάτνη καί ἔφθασε μέχρι τόν Γολγοθᾶ καί τό μνημεῖο τό καινό, ἀπό ὅπου ἀναστήθηκε.

Ὑπάρχει ἕνα καταπληκτικό τροπάριο τό ὁποῖο ψάλλεται κατά τήν περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου τήν Μεγάλη Παρασκευή. Ὁ ἱερός ὑμνογράφος παρουσιάζει τόν Ἰωσήφ, τόν εὐσχήμονα βουλευτή, νά πλησιάζη τόν Πιλάτο καί ζητώντας τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ νά λέγη: «δός μου αὐτόν τόν ξένον, ὁ ὁποῖος ὡς ξένος πού ἦταν ζοῦσε στόν κόσμο ὡς ξένος. Δός μου αὐτόν τόν ξένον τόν ὁποῖο οἱ ὁμοεθνεῖς του ἀπό μίσος τόν θανάτωσαν ὡς ξένον. Δός μου αὐτόν τόν ξένον τόν ὁποῖο οἱ Ἑβραῖοι τόν θανάτωσαν ἀπό φθόνο καί τόν ἀποξένωσαν ἀπό τόν κόσμο. Δός μου αὐτόν τόν ξένον γιά νά τόν κρύψω στόν τάφο, γιατί ὡς ξένος πού εἶναι δέν ἔχει ποῦ νά κλίνη τήν κεφαλή του».

Ὁ Χριστός ἔζησε ὡς ξένος στόν κόσμο αὐτό, ἀλλά τό ἔργο Του εἶναι παγκόσμιο, ἀφορᾶ ὁλόκληρο τόν κόσμο.

Ἀπό αὐτό φαίνεται ὅτι ὁ Χριστός προσλαμβάνει κάθε ξένο καί τόν ἀναπαύει. Εἶναι γνωστή ἡ περικοπή τῆς Μελλούσης Κρίσεως, στήν ὁποία θά πῆ στούς δικαίους ἀνθρώπους: «Ξένος ἤμην καί συνηγάγετέ με» (Ματθ. κε΄, 35) καί τό ἀντίθετο στούς μή σεσωσμένους. Πρέπει νά βοηθοῦμε τούς ξένους σάν νά τό κάνουμε στόν Ἴδιο τόν Χριστό.

Πέρα ἀπό αὐτό μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι σήμερα ἰδιαίτερη «πόλη» τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του, μέσα στήν ὁποία κάνει τά θαύματά Του καί ἐνεργεῖ τίς νεκραναστάσεις τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐπίγεια καί ὁρατή, ἀλλά καί οὐράνια καί ἀόρατη. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική πόλη τοῦ Θεοῦ. Καί ἐμεῖς ζοῦμε μέσα στήν πόλη τοῦ Χριστοῦ, τήν ἁγία Του Ἐκκλησία, μέ τά Μυστήρια καί ὅλη τήν ζωή της καί θά πρέπει νά φροντίζουμε νά μήν περιφρονοῦμε τόν Χριστό, ἀλλά νά Τόν θεωροῦμε οἰκεῖο, καί νά δεχόμαστε τήν ζωοποιό παρουσία Του.

Στήν πόλη αὐτή, τήν Καπερναούμ, τοῦ ἔφεραν ἕναν παράλυτο, τόν ὁποῖον ὁ Χριστός θεράπευσε. Πρῶτα τοῦ ἔδωσε τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί στήν συνέχεια ἔδωσε καί τήν ὑγεία τοῦ σώματός του. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, ἀλλά χρειάζεται καί τό Ἅγιον Πνεῦμα πού θά τόν ἐξαγιάση, διαφορετικά εἶναι ἀνολοκλήρωτος, ἐλλιπής.

Κάνοντας λόγο γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν δέν πρέπει νά τό βλέπουμε ἁπλῶς δικανικά, δηλαδή ἀπό τήν εἰκόνα τῶν δικαστηρίων, τά ὁποῖα ἐξετάζουν τά παραπτώματα τῶν ἀνθρώπων καί τούς ἀθωώνουν ἤ τούς καταδικάζουν. Οὔτε πρέπει νά τό βλέπουμε ἠθικολογικά, δηλαδή νά ἐξετάζουμε κάθε παράπτωμα ἐξωτερικά, ἀπό μερικά γεγονότα πού φαίνονται, καί νά μήν ἀσχολούμαστε μέ τόν ἐσωτερικό κόσμο μας, δηλαδή τά ὅσα γίνονται μέσα στήν σκέψη μας καί τίς ἐπιθυμίες μας. Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι κάτι ἄλλο, βαθύτερο.

Ὅταν μιλᾶμε γιά ἁμαρτἰες τῆς ψυχῆς, ἐννοοῦμε τίς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ἡ ἀπιστία στόν Θεό, ἡ ὑπερηφάνεια, ὁ ἐγωισμός, ἡ κενοδοξία καί ὅσα ἔχουν σχέση μέ τήν φιλοδοξία, τήν φιληδονία καί τήν φιλαργυρία. Πρόκειται γιά ἀσθένειες πού ἐκκολάπτονται μέσα στόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου καί ἐκφράζονται καί ἐξωτερικά, ἀφοῦ ὑπάρχει ἄμεση σχέση μεταξύ ψυχῆς καί σώματος. Ἔτσι, οἱ ψυχικές ἀσθένειες ἐκδηλώνονται καί πράττονται μέ τό σῶμα, πού σημαίνει ὅτι, ὅταν γίνεται λόγος γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἐννοεῖται ὅτι ἀλλάζει αὐτός ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρώπου, καί ἀντί νά στρέφεται πρός τήν κτίση, στρέφεται πρός τόν Θεό.

Ἑπομένως, πρόκειται γιά μιά θεραπεία ἐσωτερική, πού ἔχει συνέπειες καί στό σῶμα, στήν οἰκογένεια καί τήν κοινωνία. Αὐτήν τήν ἀλλαγή, τήν μεταμόρφωση, τήν προξενεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Τά φάρμακα πού δίνουν οἱ γιατροί θεραπεύουν τίς ἀσθένειες τοῦ σώματος. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνει τίς ἐνέργειες τῆς ψυχῆς καί τίς κάνει νά κατευθύνωνται στόν Θεό καί νά χαριτώνωνται ἀπό Αὐτόν.

Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, πού εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινό, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο πού θέλει τήν θεραπεία, καί τήν ἀναζητᾶ μέ τήν πίστη, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά δῆ πάλι τόν Θεό ὡς Φῶς, καί ἔτσι ὅλος ὁ ἐσωτερικός του κόσμος φωτίζεται. Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά θεραπεύωνται ὅλες οἱ ψυχικές ἐνέργειες καί αὐτό λέγεται ἄφεση ἁμαρτιῶν. Στήν κατάσταση αὐτή καί τό σῶμα λαμπρύνεται, ἀφοῦ ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ ψυχῆς καί σώματος. Ἔτσι, ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, τοῦ ὁποίου ὅλες οἱ δυνάμεις -ψυχικές καί σωματικές- φωτίζονται ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ.

Ἑπομένως, ἁμαρτία εἶναι ἡ στέρηση τοῦ Φωτός τοῦ Θεοῦ καί ἄφεση ἁμαρτιῶν εἶναι ἡ μέθεξη καί ἡ ὅραση τοῦ θείου Φωτός. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθῆ μέ τόν Χριστό, τότε ὁ Χριστός εἶναι ὁ οἰκεῖος γιά τόν ἄνθρωπο.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Οἱ ἄρχοντες καί ὁ λαός

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ


«ὄχλος πολύς... ἔλαβον τά βαΐα τῶν φοινίκων καί ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ...»  (Ἰω. ιβ' 12-13)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Εἰσερχόμενος ὁ Χριστός στά Ἱεροσόλυμα γιά νά πάθη ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου ἐπευφημεῖται ἀπό τόν λαό ὡς νικητής τοῦ θανάτου, λόγῳ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου. Τό ἐκπληκτικό εἶναι ὅτι ὁ λαός πού ἐπευφημεῖ τώρα τόν Χριστό, αὐτός ὁ ἴδιος θά ζητήση μετά λίγες μέρες τήν καταδίκη Του. Ὁ ἐνθουσιασμός ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ σύντομα θά μεταβληθῆ σέ ὀργή ἐναντίον Του.

Μᾶλλον δέν θά μεταβληθῆ, ἀλλά θά τοῦ τόν μεταβάλλουν οἱ ἄρχοντές του. Εἶναι μιά, ἀπό τίς τόσες πολλές περιπτώσεις πού ὑπάρχουν στήν ἱστορία, μάλιστα χαρακτηριστική περίπτωση ἀλλοιώσεως τῆς γνώμης, τῆς θελήσεως καί τοῦ πραγματικοῦ συμφέροντος τοῦ λαοῦ ἀπό τούς τεταγμένους νά τόν κυβερνήσουν. Ἄς δοῦμε λίγο πλατύτερα τό θέμα γιατί εἶναι ἀρκετά ἐνδιαφέρον καί πάντα ἐπίκαιρο.

Οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι ἦταν οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, πού τόν ἔκαναν ὅ,τι ἤθελαν, τόν μετέτρεψαν σέ ὄχλο. Καί μάλιστα αὐτά τά ἔκαναν ἐν ὀνόματι τοῦ Νόμου. Συμπεριφέρονταν πολύ ἀλαζονικά καί ὑπεροπτικά. Ὑποτιμοῦσαν τόν λαό. Γι᾿ αὐτούς πού ἀκολουθοῦσαν τόν Χριστό εἶπαν οἱ Φαρισαῖοι: «Ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μή γινώσκων τόν νόμον ἐπικατάρατοι εἰσί» (Ἰω. ζ', 49).

Τό κακό εἶναι ὅτι οἱ ἴδιοι δέν ἤξεραν καί δέν ἤθελαν νά γνωρίσουν τόν Νόμο στόν λαό. Παραθεωροῦσαν ἀκόμη καί τήν ἠθική ἐπιταγή του. Οἱ Φαρισαῖοι εἶπαν στούς Μαθητάς τοῦ Χριστοῦ: «Διατί μετά τῶν τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν;» (Ματθ. θ', 11).

Ἀκόμη, στά Εὐαγγέλια βλέπουμε μιά συνεχῆ προσπάθεια τῶν ἀρχόντων νά διαστρέφουν τήν ἀλήθεια καί νά πλανοῦν τόν λαό. Ἤθελαν νά τόν κρατοῦν στήν πλάνη. Ἔκαναν τά πάντα γιά νά συκοφαντήσουν τό πραγματικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι γνωστόν ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων γιά νά καταδικάσουν τόν Χριστό σέ θάνατο χρησιμοποίησαν δύο κατηγορίες, μιά θρησκευτική καί μιά πολιτική. Ἡ θρησκευτική ἦταν ὅτι ὀνόμαζε τόν ἑαυτό Του Υἱό τοῦ Θεοῦ: «Πατέρα ἴδιον ἔλεγε τόν Θεόν, ἴσον ἑαυτόν ποιῶν τῷ Θεῷ» (Ἰω. ε', 18). Ἡ πολιτική ἦταν ὅτι μέ τήν διαγωγή Του προκαλοῦσε τούς Ρωμαίους νά ἔλθουν καί νά καταστρέψουν τόν Ἰσραήλ: «Τί ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλά σημεῖα ποιεῖ; Ἐάν ἀφῶμεν αὐτόν οὕτω, πάντες πιστεύουσι εἰς αὐτόν καί ἐλεύσονται οἱ Ρωμαῖοι καί ἀροῦσιν ἡμῶν καί τόν τόπον καί τό ἔθνος» (Ἰω. ια', 47-48). Τόν παρουσίασαν ἐχθρόν τοῦ ἔθνους! Ἀκόμη καί κατά τήν ἄδικη δίκη ἐναντίον Του ἔκαναν τά πάντα γιά νά «πείσουν» τόν λαό νά ζητήση τήν ἐλευθέρωση τοῦ Βαραββᾶ καί τήν καταδίκη τοῦ Χριστοῦ.

Ἀντίθετα μέ τούς ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ ὁ Χριστός ἀγάπησε πολύ αὐτόν τόν λαό. Τόν εἶδε ὡς μή ἔχοντα ποιμένα. «Ἰδών δέ τούς ὄχλους ἐσπλαγχνίσθη περί αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καί ἐρριμένοι ὡς πρόβατα μή ἔχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ', 39). Ἔτσι, τό πρόβλημα τοῦ λαοῦ γιά τόν Χριστό εἶναι πρόβλημα ποιμένων - ἀρχόντων. Καί ὁ Χριστός ὑπῆρξε ὁ πραγματικός Ποιμήν του, γι᾿ αὐτό διεκήρυξε: «Ἐγώ εἰμί ὁ Ποιμήν ὁ καλός. ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων» (Ἰω. ι', 11).

Πράγματι, ὁ Χριστός, ὅπως ἐπανειλημμένα τονίζεται στά ἅγια Εὐαγγέλια, ἐσπλαγχνίσθη τόν λαό, τόν δίδαξε, τόν θεράπευσε, τοῦ ἱκανοποίησε τίς ὑλικές του ἀνάγκες, πέθανε γι᾿ αὐτόν.

Ἐπίσης, στούς Μαθητάς Του εἶπε νά μή κατεξουσιάζουν τόν λαό, ὅπως τό κάνουν οἱ «ἄρχοντες τῶν Ἐθνῶν», ἀλλά νά τόν διευθύνουν μέ ταπείνωση. Τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα σ᾿ ἕνα τροπάριο παρουσιάζεται ὁ Χριστός νά λέγη: «Οὐ κλῆρος γάρ ἐμός τυραννίς δέ γνώμη αὐθαίρετος» πού ἑρμηνεύεται ὅτι «δέν εἶναι θεσμός καί νόμος ἰδικός μου ἡ αὐθαιρεσία, ἀλλά αὐτό εἶναι τῶν τυράννων». Ὁ Χριστός δέν εἶναι τύραννος, ἀλλά ὁ πραγματικός ἄρχοντας. Τέτοιος Ποιμένας δέν παρουσιάσθηκε ἄλλος στήν ἀνθρωπότητα. Ὁ Χριστός μέ ὅλο Του τό ἔργο, τόν ἄβουλο ὄχλο, πού ἦταν τό θῦμα τῶν ἐπιγείων ἀρχόντων, τόν ἔκανε λαό τοῦ Θεοῦ, ἅγιο Σῶμά Του.

Ἔτσι, μέσα στήν Ἐκκλησία ζοῦμε αὐτήν τήν οἰκειότητα μέ τόν αἰώνιο καί πραγματικό Ποιμένα μας. Ἔχουμε κοινωνία μέ τόν Θεό, καί ἔτσι ἀποκαθίσταται ἡ ἐλευθερία μας.

Ὅταν λέμε λαό τοῦ Θεοῦ δέν ἐννοοῦμε ἁπλῶς τούς λαϊκούς ἤ τήν λαοκρατία (λαϊκοκρατία), οὔτε τούς Κληρικούς ἤ τήν Κληρικοκρατία, ἀλλά τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητα Κληρικῶν καί λαϊκῶν. Οἱ λαϊκοί δέν εἶναι οὔτε τό ἀνεξάρτητο οὔτε τό παθητικό στοιχεῖο μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά τό χαρισματοῦχο, πού μαζί μέ τούς Κληρικούς ἀποτελοῦν τόν ἔνδοξο καί τετιμημένο λαό τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, τό πολίτευμα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἱεραρχικό, ὑπάρχει ἱεραρχία καί σεβασμός.

Ὁ Χριστός πολέμησε μέ τήν ἀγάπη καί τόν Σταυρό Του τό κατεστημένο τῆς ἐποχῆς Του. Εἶναι ὁ «Ποιμήν ὁ καλός» πού ἐλευθέρωσε τόν ἄνθρωπο, καί ἀπό ἄβουλο ὄχλο τόν ἔκανε λαό Του. Ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας σήμερα, ὅπως πάντα, εἶναι νά βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά γίνη εὐλογημένος λαός τοῦ Θεοῦ.

 

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Οἶκος Ἐλέους

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα τῆς Κυριακῆς τοῦ Παραλύτου

 15 Μαΐου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

Οἶκος Ἐλέους

«ἄγγελος γάρ κατά καιρόν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ καί ἐτάρασσε τό ὕδωρ»
(Ἰω. ε', 4)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Στήν κολυμβήθρα (στίς στοές) τῆς Βηθεσδά πού ὑπῆρχε στήν προβατική πύλη «κατέκειτο πλῆθος πολύ τῶν ἀσθενούντων» πού περίμεναν τήν κάθοδο τοῦ ἀγγέλου γιά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ἀρρώστια τους. Αὐτήν τήν κολυμβήθρα ἐπισκέφθηκε καί ὁ Χριστός καί θεράπευσε τόν κατάκοιτο, πού ὑπέφερε τριάντα ὀκτώ χρόνια. Τότε πού ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν εἶχε ἄνθρωπο γιά νά τόν βάλη πρῶτον στήν κολυμβήθρα, μετά τήν ταραχή τοῦ ὕδατος ἀπό τόν Ἄγγελο, τότε συνάντησε τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Τότε πού δέν μποροῦσε νά εἰσέλθη στήν κολυμβήθρα, μετά τήν κάθοδο τοῦ ἀγγέλου, ἀξιώθηκε νά συναντήση τόν Κύριο τῶν ἀγγέλων.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες βλέπουν ἕνα συσχετισμό μεταξύ τῆς κολυμβήθρας τῆς Βηθεσδά καί τῆς κολυμβήθρας τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι ὁ Χριστός μέ τό θαῦμα αὐτό κάνει ἕναν ὑπαινιγμό τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Δέν ἔχουν γραφῆ αὐτά ἁπλᾶ καί τυχαῖα, ἀλλά εἰκονίζουν καί ὑποτυπώνουν ὅσα ἀνάγονται στό μέλλον. «Ἔμελλε βάπτισμα δίδοσθαι, πολλήν δύναμιν ἔχον καί δωρεάν μεγίστην, βάπτισμα πάσας ἁμαρτίας καθαῖρον καί ἀντί νεκρῶν ζῶντας ποιοῦν».

Τά νερά τῆς Βηθεσδά εἶχαν θαυματουργικές καί ὄχι ἰαματικές ἰδιότητες, διότι δέν γίνονταν καλά ὅλοι ὅσοι εἰσέρχονταν, ἀλλά ὁ πρῶτος πού εἰσερχόταν, μετά τήν ταραχή τοῦ ὕδατος ἀπό τόν ἄγγελο. Ὅμως, τό ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος δέχεται τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος γίνεται μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κολυμβήθρα τοῦ Βαπτίσματος εἶναι ἡ μήτρα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως στήν μήτρα τῆς μητέρας συλλαμβάνεται, κυοφορεῖται καί γεννᾶται ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι καί στήν κολυμβήθρα, τήν πνευματική μήτρα τῆς Ἐκκλησίας συλλαμβάνεται, κυοφορεῖται καί γεννᾶται πνευματικά ὁ ἄνθρωπος καί γίνεται μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Στήν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδά γίνονταν θαύματα πού συνέβαιναν σέ ἕναν ἄνθρωπο κάθε φορά, σέ μιά δεδομένη στιγμή καί μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἀγγέλου. Μέ τήν ἐμφάνιση ὅμως τοῦ Χριστοῦ ὅλες αὐτές οἱ συνθῆκες ἄλλαξαν. Αὐτός ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός εἶναι ἡ σωτηρία, ἡ ὁποία προσφέρεται σέ ὅλους καί σέ κάθε χρονική στιγμή, ἀρκεῖ νά τό θελήση ὁ ἄνθρωπος.

Ἐπειδή ὅμως τό ἅγιο Βάπτισμα εἶναι τό εἰσαγωγικό μυστήριο καί δι᾿ αὐτοῦ γινόμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γι᾿ αὐτό ἡ Κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδά συμβολίζει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει διαρκῶς ἡ Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ἰατρεύει τούς ἀνθρώπους. Βηθεσδά θά πῆ οἶκος ἐλέους καί ἀκριβῶς αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τά πάντα μέσα σέ αὐτήν εἶναι μυστήριο, γι᾿ αὐτό καί γίνονται διαρκῶς θαύματα. Καί ἕνα «Κύριε ἐλέησον» πού λέγει κανείς μέ πίστη γίνεται αἰτία λήψεως τῆς θείας Χάριτος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά διαρκής Πεντηκοστή, μέσα στήν ὁποία θεραπεύονται οἱ ἄρρωστοι καί ἀνασταίνονται οἱ νεκροί. Αἰσθανόμαστε τήν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτήριο, ὅπου θεραπεύουμε τίς πνευματικές μας ἀσθένειες.

Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή πρέπει νά τονισθῆ ὅτι κατά τήν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου γίνεται ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στήν θεία Λειτουργία. Αὐτό γίνεται γιά δύο βασικούς λόγους.

Πρῶτον, γιατί τό τέταρτο Εὐαγγέλιο στήν πρώτη Ἐκκλησία προοριζόταν γιά τούς πνευματικά τελειοτέρους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καθαρίσει τήν καρδιά τους ἀπό τά πάθη καί ἦταν ἱκανοί νά διδαχθοῦν τά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ. Στό Εὐαγγέλιο αὐτό ἀναφέρονται λίγα θαύματα, πού ἔκανε ὁ Χριστός, τά ὁποῖα συνδέονται μέ τά βασικά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὑψηλό Εὐαγγέλιο, ἀφοῦ παρουσιάζονται οἱ ἀλήθειες ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό Φῶς καί ἡ Ζωή τῶν ἀνθρώπων. Μελετώντας κανείς τό τέταρτο Εὐαγγέλιο αἰσθάνεται καλά αὐτό πού λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅτι ὁ Χριστός «Θεός ὤν προαιώνιος δι᾿ ἡμᾶς καί Θεολόγος ἐγεγόνει». Ὁ Χριστός εἶναι ὁ πραγματικός Θεολόγος, διότι ὡς Λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς φανέρωσε τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ Πατρός καί τήν Βουλή Του.

Δεύτερον, διαβάζεται τό τέταρτο Εὐαγγέλιο αὐτήν τήν περίοδο, διότι τό Μέγα Σάββατο, ὅπως εἶναι γνωστό, γίνονταν οἱ ὁμαδικές Βαπτίσεις τῶν νέων Χριστιανῶν. Οἱ πιστοί παρακαλοῦσαν ὅλη τήν Σαρακοστή γιά τούς Κατηχουμένους καί γιά τούς πρός τό ἅγιο Φώτισμα εὐτρεπιζομένους, ὥστε νά καθαρισθοῦν ἀπό τά πάθη, νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου καί νά λάβουν «φωτισμόν γνώσεως καί εὐσεβείας». Τό Βάπτισμα ἄλλωστε λέγεται Φώτισμα, γιατί οἱ ἄνθρωποι λαμβάνουν τό πραγματικό Φῶς, τόν Χριστό καί εἶναι οἱ πραγματικά φωτισμένοι. Ἄρα, οἱ Κατηχούμενοι περνοῦσαν ἀπό τό στάδιο τῆς καθάρσεως, κατά τό ὁποῖο διδάσκονταν νά διακρίνουν τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀπό τίς ἐνέργειες τῶν κτισμάτων καί μάλιστα τοῦ διαβόλου. Αὐτό γινόταν μέ τήν ἀνάγνωση τῶν τριῶν πρώτων Εὐαγγελίων. Μετά τό ἅγιο Βάπτισμα, ἀφοῦ ἐλάμβαναν τόν φωτισμό, μποροῦσαν νά καταλάβουν τό βαθύτερο νόημα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ –ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό- γι᾿ αὐτό αὐτήν τήν περίοδο διαβαζόταν τό κατ᾿ ἐξοχήν θεολογικό αὐτό Εὐαγγέλιο.

Ὁ ἐσωτερικός σύνδεσμος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου μέ τόν Χριστό πού φαίνεται καί ἀπό τό ὅτι ἔπεσε στό στῆθος Του κατά τό Μυστικό Δεῖπνο καί μέ τήν Παναγία τήν ὁποία πῆρε στό σπίτι Του σάν δῶρο τοῦ Χριστοῦ σέ αὐτόν, μᾶς ἔδωσε αὐτό τό θεολογικό Εὐαγγέλιο, πού ἡ Ἐκκλησία καθόρισε νά διαβάζεται αὐτήν τήν περίοδο, πού πλέει στήν ἀναστάσιμη χαρά.

Ἀπό ὅσα ἀναφέρθηκαν φαίνεται καθαρά ὅτι ἡ πνευματική ζωή εἶναι μιά διαρκής πρόοδος. Δέν ὑπάρχει τέλος στήν πνευματική ζωή, ἀλλά διαρκής τελείωση. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, προχωρεῖ στόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί ἔπειτα εἰσέρχεται στήν θεωρία (θέα) τοῦ Θεοῦ, πού δέν ἔχει τέλος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέγει χαρακτηριστικά: «Τῆς ἀρετῆς εἷς ὅρος ἐστι, τό ἀόριστον». Καί ἀλλοῦ λέγει: «Ἐπί δέ τῆς ἀρετῆς ἕνα τελειότητος ὅρον ἐμάθομεν, τό μή ἔχειν αὐτήν ὅρον». Αὐτή ἡ πρόοδος ἔχει σχέση μέ τήν αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος καί τήν βίωση τῆς μετανοίας.

Ἀκόμη, ἡ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου ἔχει μεγάλη σημασία γιά τήν πνευματική ζωή, ἀλλά ἡ κατανόησή του δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν γνωσιολογική μας ἱκανότητα, ἀλλά ἀπό τήν πνευματική μας κατάσταση. Εἶναι ἀνάλογη μέ τόν βαθμό φωτισμοῦ πού ἔχουμε. Ἐπίσης, ἡ ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου προσφέρεται αὐθεντικά ἀπό τήν Ἐκκλησία στά μέλη της καί μάλιστα κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λατρείας καί στό πνεῦμα τῆς Λατρείας. Δέν μπορεῖ κανείς νά δίνη αὐθαίρετες ἑρμηνεῖες. Οἱ αἱρετικοί δέν εἶναι δυνατόν νά τό ἑρμηνεύσουν καλά.

Ἐπίσης, εἶναι φοβερό νά ἔχουμε δεχθῆ τό Ἅγιο Βάπτισμα –τό Φώτισμα– καί ὅμως νά μήν ἔχουμε εἰσέλθη ἀκόμη στό στάδιο τῆς καθάρσεως καί νά βασανιζόμαστε ἀπό τήν κατάσταση τῆς ἀκαθαρσίας.

Παραμένοντας στήν πνευματική Βηθεσδά, τήν Ἐκκλησία πού εἶναι Οἶκος Ἐλέους, ἔχοντας τό πνεῦμα τῆς διαρκοῦς καί φλογερᾶς μετανοίας, θά δεχθοῦμε τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, πού θά θεραπεύση καί θά φωτίση τήν ὕπαρξή μας.

Ἡ ἐλπίδα μας, ἡ σωτηρία μας, ἡ δόξα μας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Διά πρεσβειῶν τῶν ἁγίων, τῶν φίλων τοῦ Θεανθρώπου, μποροῦμε καί ἐμεῖς νά θεραπευθοῦμε ἀπό τήν παράλυσή μας. Κανείς, ἀπολύτως κανείς, ἄλλος δέν μπορεῖ νά μᾶς σώση οὔτε νά μᾶς βοηθήση. Ὁ Χριστιανισμός στό θέμα αὐτό εἶναι ἀπόλυτος. Μόνον ὅσοι δέχονται αὐτό τό ἀπόλυτο γίνονται τέλειοι.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Συκοφαντία-Βλασφημία τῆς Ἐκκλησίας

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ Ζ Ματθαίου

 31 Ἰουλίου 2022

Συκοφαντία-Βλασφημία τῆς Ἐκκλησίας

Γραπτὸ Κήρυγμα: Συκοφαντία-Βλασφημία τῆς Ἐκκλησίας

«ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τά δαιμόνια» (Ματθ. θ΄, 34)

Μέ τήν θεραπεία τῶν δύο τυφλῶν καί τοῦ κωφοῦ δαιμονιζομένου οἱ ὄχλοι «ἐθαύμασαν λέγοντες ὅτι οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ Ἰσραήλ» (Ματθ. θ', 33). Ἡ ἄμεση ὅμως ἀντίδραση τῶν Φαρισαίων στίς θεραπεῖες καί στήν γνώμη τοῦ λαοῦ δέν ἦταν νά ἀρνηθοῦν τά θαύματα, ἀλλά νά τά διαστρέψουν καί νά τά ἀποδώσουν στήν ἐνέργεια τῶν δαιμονίων, λέγοντες: «Ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τά δαιμόνια» (Ματθ. θ', 34). Πρόκειται γιά μιά βαρυτάτη μορφή συκοφαντίας πού καταλήγει σέ βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἑρμηνεία πού ἔδωσαν οἱ Φαρισαῖοι γιά τά θαύματα ἔδειξε τήν ψυχική τους ἀσθένεια,ἀποκάλυψε τήν ὕπαρξη στήν καρδιά τους τοῦ πονηροῦ πνεύματος.

Στά Εὐαγγέλια ἐπανειλημμένα φαίνεται ἡ ἀντίδραση τῶν Φαρισαίων στό ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι πολλές φορές τίς παρερμήνευαν. Δέν τολμοῦσαν νά τίς ἀρνηθοῦν, ἀλλά τίς παρερμήνευαν ἐπιδιώκοντας νά ἀποπροσανατολίσουν τόν λαό, νά στρέψουν τήν προσοχή του μακρυά ἀπό τόν Χριστό.

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐρωτᾶ: «Οὗ τε γένοιτο ἄν ἀνοητότερον;» δηλαδή μποροῦσε νά ὑπάρχη πιό ἀνόητη σκέψη ἀπό αὐτήν; Διότι ὁ Χριστός δέν ἔβγαζε μόνον δαιμόνια, ἀλλά καί θεράπευε τούς λεπρούς, ἀνέστηνε τούς νεκρούς, ἠρεμοῦσε τήν θάλασσα, συγχωροῦσε ἁμαρτήματα, κήρυττε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁδηγοῦσε τούς ἀνθρώπους στόν Πατέρα Του. Ἀκόμη, ἀγαποῦσε καί εὐεργετοῦσε τούς ἀνθρώπους, πράγμα πού δέν ἔκανε, οὔτε μπορεῖ νά κάνη ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος διαιρεῖ, μισεῖ, ταράσσει τούς ἀνθρώπους. Ἔπειτα, βλέπουμε σέ ἄλλες περιπτώσεις τόν διάβολο, στήν συνάντηση μέ τόν Χριστό, νά φρίττη: «Τί ἡμῖν καί σοί, Ἰησοῦ υἱέ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρό καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;» (Ματθ. η', 29). Ἑπομένως βλέπουμε ὅτι οἱ Φαρισαῖοι εἶναι χειρότεροι καί ἀπό τούς δαίμονες, διότι ἐκεῖνοι ἀναγνωρίζουν τήν θεότητά Του, ἐνῶ οἱ Φαρισαῖοι τήν ἀρνοῦνται.

Ἡ διαγωγή τῶν Φαρισαίων συνεχίζεται στούς αἰῶνες. Ὁ Χριστός βλασφημεῖται συνεχῶς ἀπό τούς ἐμπαθεῖς ἀνθρώπους. Μέ αὐτό δέν ἐννοοῦμε μόνον τούς ὑβριστικούς λόγους πού μπορεῖ κανείς νά ἐκστομίση ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τήν ἄρνηση τῆς θεότητός Του. Ὑπάρχουν μερικοί πού πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ἕνας σοφός ἄνθρωπος, πού δίδαξε τούς ἀνθρώπους καί τούς ἔμαθε νά συμπεριφέρονται σωστά καί κοινωνικά.

Ἡ ἄρνηση ὅμως τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ὑποβάθμισή Του στήν τάξη τῶν κτιστῶν, εἶναι ἡ μεγαλύτερη συκοφαντία, ἡ μεγαλύτερη βλασφημία ἐναντίον Του καί ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Χριστός θαυματουργοῦσε ὡς Θεάνθρωπος. Καί ὅταν δέν πιστεύουμε στήν Θεανδρικότητα τοῦ Χριστοῦ δέν εἴμαστε Χριστιανοί καί γινόμαστε ὀπαδοί μιᾶς ἐπίγειας συναισθηματικῆς θρησκείας, πού ἱκανοποιεῖ τίς ψυχολογικές μας ἀνάγκες.

Ὅταν συκοφαντῆται ὁ Χριστός, εἶναι ἑπόμενο νά συκοφαντῆται καί νά βλασφημῆται καί ἡ Ἐκκλησία. Ἐφ᾿ ὅσον ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, μέσα στήν ὁποία ὑπάρχει τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού τήν ζωοποιεῖ, ὅ,τι λέγεται ἐναντίον της καταλήγει σέ βλασφημία ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Δύο εἴδη συκοφαντίας θά ἀναφέρουμε.

Τό ἕνα εἶναι ὅταν ἀμφισβητοῦνται τά χαρίσματα μέ τά ὁποῖα τό Ἅγιο Πνεῦμα χαριτώνει τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Ἑκάστῳ δίδοται ἡ φανέρωσις τοῦ πνεύματος πρός τό συμφέρον. ᾧ μέν γάρ, διά τοῦ πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, ἄλλῳ λόγος γνώσεως κατά τό αὐτό πνεῦμα, ἑτέρῳ δέ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ πνεύματι, ἄλλῳ δέ χαρίσματα ἰαμάτων ἐν τῷ αὐτῷ πνεύματι, ἄλλῳ δέ ἐνεργήματα δυνάμεων, ἄλλῳ δέ Προφητεία· ἄλλῳ δέ διακρίσεις πνευμάτων» (Α' Κορ. ιβ', 7-10). Κάθε Χριστιανός ἔχει τό ἰδιαίτερο χάρισμα ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, τήν πίστη καί τό συμφέρον, τόσο τοῦ ἴδιου ὅσο καί τῆς Ἐκκλησίας. Ὅποιος ἀρνεῖται τό χάρισμα ἑνός ἄλλου μέλους τῆς Ἐκκλησίας ὑποπίπτει στό ἁμάρτημα τῆς βλασφημίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο δίνει τό χάρισμα αὐτό.

Γενικότερα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὅποιος περιφρονεῖ τήν ἡσυχαστική ζωή (μοναχισμό-νοερά προσευχή) ἤ ὅποιος ἀρνεῖται ὁποιαδήποτε ἄλλη διακονία πού γίνεται στήν Ἐκκλησία, (ποιμαντική δράση, ἱεραποστολή), αὐτός δείχνει ὅτι ζῆ μιά ἀποσπασματικότητα.

Ἄλλωστε, κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὑπάρχει μιά θαυμάσια σύζευξη μεταξύ τῆς θεωρίας καί τῆς πράξεως. Ὅπως τό μάτι δέν πρέπει νά περιφρονῆ τό πόδι καί ἀντιστρόφως, ἔτσι καί ἡ θεωρία δέν μπορεῖ νά περιφρονῆ τήν πράξη, οὔτε ἡ πράξη νά ἀρνῆται τήν θεωρία. Δυστυχῶς στό σημεῖο αὐτό γίνονται πολλά λάθη ἀπό διαφόρους Χριστιανούς καί ἔτσι διασπᾶται ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότητα.

Τό ἄλλο εἶδος τῆς βλασφημίας εἶναι ὅτι οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι συκοφαντοῦν διαρκῶς τό ἔργο πού κάνει ἡ Ἐκκλησία. Δέν ὑπάρχει κάτι πού νά τό θεωροῦν σωστό. Σέ ὅλα ἔχουν νά προσφέρουν ἀντίλογο. Τά πάντα τά διαστρεβλώνουν. Τήν θεωροῦν μιά ἀνθρώπινη ὀργάνωση καί αὐτούς ἀκόμη τούς ἱερούς Κανόνες τούς θεωροῦν «ἐντάλματα ἀνθρώπων». Τήν θεωροῦν κοινωνική ὀργάνωση πού πρέπει νά καταναλίσκεται σέ κοινωνική ἐργασία. Ἔτσι, ἄλλοτε τήν κατηγοροῦν ὅτι δέν κάνει κοινωνικό ἔργο, ἄλλοτε ἀμφισβητοῦν τό ἔργο της νά ἀσχολῆται μέ κοινωνικά ἔργα. Αὐτό γίνεται σέ πολλές περιπτώσεις. Ἐπίσης, ἄλλοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ σύγχρονη Ἐκκλησία ἔχασε τήν ἀρχαία αἴγλη της.

Παρά ταῦτα ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅπως ἡ φωτιά χωρίς νά ἀλλοιώνη τό σίδηρο τό κάνει νά λάμπη, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία λάμπει ἀπό τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ. Τό ὅτι δέν μποροῦμε νά δοῦμε τήν δόξα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι γιατί δέν ἔχουμε καθαρότητα ψυχῆς. Οἱ «ἀλειτούργητοι» διαρκῶς συκοφαντοῦν τήν Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ λειτουργημένοι, οἱ ἐκκλησιαστικοποιημένοι αἰσθάνονται τήν Ἐκκλησία ὡς «κόσμο τοῦ κόσμου», ὡς «τήν πνευματική ἐλεημοσύνη τῆς ἀνθρωπότητος».

Νά διώξουμε τήν πονηρία. Νά γίνουμε ἁπλοί. Ἡ ἁπλότητα πού εἶναι συνδεδεμένη μέ τήν ταπείνωση θά μᾶς λυτρώση ἀπό τήν βάσανο τῆς συκοφαντίας καί βλασφημίας.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Σωτηρία καί θάνατος τῆς ψυχῆς

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωση

18 Σεπτεμβρίου 2022

Σωτηρία καί θάνατος τῆς ψυχῆς

«τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον
καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ;» (Μάρκ. η', 36)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Στήν Ἁγία Γραφή, ὑπάρχουν δύο σημασίες τῆς λέξεως «ψυχή». Ἄλλοτε μέ τήν λέξη ψυχή χαρακτηρίζεται «τό πνευματικό στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεώς μας» καί ἄλλοτε χρησιμοποιεῖται μέ τήν βιβλική ἔννοια τῆς ζωῆς. Αὐτή ἡ διπλῆ σημασία τῆς ψυχῆς φαίνεται στό ἀκόλουθο κείμενο: «Ὅς γάρ ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὑτοῦ σῶσαι ἀπολέσει αὐτήν· ὅς δ᾿ ἄν ἀπολέσῃ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον, καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὑτοῦ;» (Μάρκ. η', 35-36). Αὐτή ἡ διπλῆ ἔννοια τῆς λέξεως «ψυχή» δείχνει ἕναν ἐσωτερικό σύνδεσμο μεταξύ τῆς ψυχῆς καί τῆς ζωῆς.

Κατά τούς ἁγίους Πατέρας τό κατ᾿ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου ἀναφέρεται στήν ψυχή, πού εἶναι «λογική καί νοερά» ἤ ἀκόμα ἀναφέρεται στίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ἰδιαίτερα στόν νοῦ καί στόν λόγο, πού σχετίζονται περισσότερο μέ τό κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, ὅμως, ἡ ψυχή συνδέεται στενά μέ τό σῶμα. Ὅπως ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών σέ ὅλη τήν κτίση, ἔτσι καί ἡ ψυχή μέ τίς ἐνέργειές της βρίσκεται σέ ὅλο τό σῶμα. Καί ὅπως ὁ Θεός διά τῆς ἐνεργείας Του συνέχει καί ζωοποιεῖ τόν κόσμο, ἔτσι καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου συνέχει καί ζωοποιεῖ τό συνημμένο σῶμα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκει ὅτι τό κατ᾿ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἰσχυρότερο ἀπό τό κατ᾿ εἰκόνα τῶν ἀγγέλων, γιατί ζωοποιεῖ τό συνημμένο σῶμα.

Γι᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, βλέποντας τόν νεκρό ἄνθρωπο, ψάλλει: «Θρηνῶ καί ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τόν θάνατον, καί ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τήν κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ, πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μή ἔχουσαν εἶδος».

Ἔτσι ἡ ψυχή, ἀφοῦ συνδέεται μέ τό σῶμα, πού εἶναι μέρος τῶν αἰσθητῶν, συνδέεται μέ τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί μέ ὁλόκληρη τήν κτίση. Γι᾿ αὐτό, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἔρχεται στήν ψυχή μεταβιβάζεται ἔπειτα στό σῶμα, καί μεταμορφώνει τό σῶμα, τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί τήν κτίση.

Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μεταβιβάζεται καί στήν ἄλογη δημιουργία. Οἱ ὑλιστές κατηγοροῦν τόν Χριστιανισμό ὅτι ἀσχολεῖται μέ τήν ψυχή καί τήν μεταθανάτια ζωή καί ἀδιαφορεῖ γιά τήν παροῦσα ζωή. Αὐτή εἶναι ψευδέστατη κατηγορία, σύμφωνα μέ αὐτά πού ἀνέφερα. Ὁ Χριστιανισμός, καί ἐννοῶ κυρίως τήν Ὀρθοδοξία, βλέπει τόν ἄνθρωπο στήν ὁλότητά του, ὡς ἀποτελούμενο ἀπό ψυχή καί σῶμα. Ἐπίσης, δέν χωρίζει στεγανά τήν παροῦσα ζωή ἀπό τήν μέλλουσα. Στήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γίνεται συνεχής λόγος γιά τόν στενό σύνδεσμο πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς ἱστορίας καί τῆς αἰωνιότητος. Ὁ Χριστιανός βιώνει στό μεταμορφωμένο παρόν τό σωτηριῶδες παρελθόν καί τό εὐφρόσυνο μέλλον. Ξεπερνᾶ τόν χρόνο, ἀφοῦ χρωματίζεται καί μεταμορφώνεται ἀπό τήν αἰωνιότητα.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέν συνίσταται στήν ἀπαλλαγή τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Ἡ ἄποψη κατά τήν ὁποία πρέπει, κατά τήν πορεία τῆς σωτηρίας, νά φύγη ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, «τό ἔξω τόν νοῦν τοῦ σώματος ποιεῖν», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «δαιμόνων εὕρημα καί ἑλλήνων (εἰδωλολατρῶν) παίδευμα». Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀκόμη δέν συνίσταται σέ μιά μεταφυσική ἔκσταση καί σ᾿ ἕνα διανοητικό στοχασμό, ἀλλά στήν μεταμόρφωση ὅλης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μέσα στό παρόν μέ τήν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος.

Σωτηρία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀποδέσμευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν τυραννία πού ἐξασκεῖ ὁ διάβολος, ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος. Εἶναι ἡ πορεία ἀπό τό κατ᾿ εἰκόνα στό καθ᾿ ὁμοίωση, αὐτό θά πῆ πορεία πρός τήν θέωση, ἀφοῦ κατά τούς ἁγίους Πατέρας ταυτίζεται τό καθ᾿ ὁμοίωση μέ τήν θέωση. Γι᾿ αὐτό, ὅταν λέμε σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δέν ἐννοοῦμε μιά ἀφηρημένη λύτρωση πού ἐπιδιώκουν ὅλα τά φιλοσοφικά καί θρησκευτικά ἀνθρώπινα συστήματα, ἀλλά ἐννοοῦμε τήν θέωση ὅλου τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό, τήν ἀπόκτηση τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.

Σωτηρία, λοιπόν, εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία καί συγχρόνως ἡ ἀναγέννηση, ἡ μεταμόρφωση καί ἡ ἕνωσή του μέ τόν Θεό. Αὐτό ὅμως δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τό ἐπιτύχη μόνος του, παρά μόνον μέ τήν δύναμη καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτήν τήν βαθειά σημασία ἔχει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά κάνη τόν ἄνθρωπο Θεό. Διά τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἐξαγιάζεται ὁ νοῦς, τό σῶμα καί ἡ ζωή. Ὅλα λαμβάνουν ἕνα ἄλλο σωτηριῶδες νόημα καί μιά ἄλλη σημασία.

Πολλές φορές γίνεται λόγος γιά τόν «θάνατο τῆς ἀθανάτου ψυχῆς» ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι παύει νά ὑφίσταται ἡ ψυχή, ἀλλά μέ τρεῖς ἄλλες σημασίες.

Πρῶτον, ζημία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία, κατά τήν πατερική διδασκαλία, δέν ἔχει μιά ἁπλῆ νομική καί ἠθική ἔννοια, ἀλλά εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, ἡ ἀπώλεια τῆς θείας Χάριτος, «ἁμαρτία θάνατός ἐστι τῆς ἀθανάτου».

Δεύτερον, συνέπεια τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ὅποιο λόγο ἔχει ἡ λογική ψυχή πρός τό σῶμα τόν ἴδιο λόγο ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα πρός τήν λογική ψυχή», κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή. Ὅπως τό σῶμα παραμένει νεκρό χωρίς τήν ψυχή, ἔτσι καί ἡ ψυχή παραμένει πνευματικά νεκρά χωρίς τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ὅταν τό Ἅγιον Πνεῦμα ἀποφοιτᾶ ἀπό τόν ἄνθρωπο, τότε ἡ ψυχή χάνει τήν μακαρία ζωή, «οὐκ εἰς τό μή ὄν ἀναλυομένη, ἀλλά θανάτου παντός χαλεπωτέραν βιοῦσαν ζωήν», ὅπως γράφει ὁ ὅσιος Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης.

Τρίτον, συνέπεια τῶν προηγουμένων εἶναι ὅτι ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι πραγματική ζημία τῆς ψυχῆς. «Θεοῦ ἄγνοια, θάνατός ἐστι ψυχῆς», κατά τόν Μέγα Βασίλειο. Καί αὐτή ἡ ἄγνοια ὑπάρχει στούς ἀβαπτίστους, στούς ἀδιδάκτους καί στούς ἀμετανοήτους ἁμαρτωλούς. Ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς (ἁμαρτία, ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄγνοια τοῦ Θεοῦ) ἔχει συνέπειες στό σῶμα καί σέ ὅλη τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτό ὁ ἁμαρτωλός ζῆ μέ τό ἄγχος, τήν ἀνασφάλεια, τόν φόβο καί τήν νευρικότητα, δέν ἔχει ἀναφορά στόν Θεό, στερεῖται τῆς Ζωῆς.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ πνευματική ἐλεημοσύνη ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, γιατί προσφέρει ὑγεία στήν ψυχή, στό σῶμα καί στήν ζωή, μεταμορφώνει τήν ψυχή καί τό σῶμα, γεμίζει τό παρόν ἀπό τό ἔνδοξο μέλλον. Οἱ ἄπιστοι δέν μποροῦν νά τό καταλάβουν. Οἱ πιστοί ὅμως τό βιώνουν. Μέ τόν Χριστό ὅλα εἶναι γεμάτα ζωή καί φῶς.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

 

Γραπτὸ Κήρυγμα: Τό ἐσωτερικό πρόβλημα

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ Θ Ματθαίου

 14 Αὐγούστου 2022

Τό ἐσωτερικό πρόβλημα

9 mat


«Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μή φοβεῖσθε» (Ματθ. ιδ΄, 27)

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τό γεγονός κατά τό ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἐνῶ βάδιζε ἐπάνω στά κύματα, ἔπειτα βυθιζόταν, λέγει ὅτι ὁ Χριστός τήν στιγμή ἐκείνη δέν κατέπαυσε τόν ἄνεμο, ἀλλά ἅπλωσε τό χέρι Του καί τόν ἔπιασε λέγοντας «ὀλιγόπιστε εἰς τί ἐδίστασας;» (Ματθ. ιδ', 31). Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Χριστός ἔδειξε ὅτι τήν μεταβολή στόν Πέτρο δέν τήν ἔκανε ἡ δύναμη τοῦ ἀνέμου, ἀλλά ἡ ὀλιγοπιστία του. Ἄν ἡ πίστη του δέν ἀσθενοῦσε, τότε εὔκολα θά μποροῦσε νά ἀντιμετωπίση τόν ἄνεμο. Γι᾿ αὐτό ὁ Χριστός τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι καί ἄφησε τόν ἀέρα νά πνέη, δείχνοντας ὅτι ὁ ἄνεμος δέν μπορεῖ νά κάνη κανένα κακό, ὅταν ἡ πίστη εἶναι σταθερή.

Κατά τούς ἁγίους Πατέρας οἱ δαίμονες στέκονται συνεχῶς ἐπάνω στά τρία μέρη τῆς ψυχῆς, δηλαδή τό λογιστικό, τό θυμικό καί τό ἐπιθυμητικό καί τά ἐρεθίζουν μέ τίς μανιώδεις ἐπιθέσεις τους. Τό λογιστικό τό κινοῦν σέ λογισμούς αἱρετικούς καί βλασφήμους, τό θυμικό τό κινοῦν σέ πράξεις ἐναντίον ὅσων τόν ἔβλαψαν καί τό ἐπιθυμητικό τό κινοῦν σέ ἐπιθυμίες αἰσχρές.

Ὅλοι μας ἔχουμε δοκιμάσει αὐτήν τήν τρικυμία τῶν λογισμῶν, πού γίνεται ὅταν ὁ διάβολος μέ τήν μανία του καί τήν τέχνη του εἰσάγη μέσα μας ἕνα λογισμό εἴτε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, εἴτε ἐναντίον τῶν συνανθρώπων μας. Ἴσως στό θέμα αὐτό ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶναι περισσότερο εὐάλωτος, γι᾿ αὐτό καί ὑποφέρει.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπό τήν πείρα τους μᾶς ἔχουν διδάξει ὅτι πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τῶν ἁπλῶν λογισμῶν γιά νά μή γίνουν χρονίζοντες, ἐναντίον τῶν χρονιζόντων λογισμῶν γιά νά μή γίνουν ἐμπαθεῖς καί ἐναντίον τῶν ἐμπαθῶν γιά νά μή γίνουν συγκατάθεση, γιατί τότε ἐνεργεῖται ἡ ἁμαρτία.

Ὑπάρχουν πολλοί τρόποι γιά νά ἀπαλλαγῆ κανείς ἀπό τήν φρικτή αὐτή κατάσταση τῆς δυναστείας τῶν λογισμῶν, πού δημιουργεῖ ὑποψίες, φαντασίες, μίση κλπ. μέ ἀποτέλεσμα νά ἔρχεται μεγάλη ταραχή. Οἱ λογισμοί εἴτε διώκονται μέ τήν προσευχή, τήν ἐργασία κλπ. εἴτε ἀποκόπτονται μέ τήν καταφρόνηση τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων. Ἐπίσης, οἱ λογισμοί ἐξαφανίζονται μέ τήν τελεία ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. «Ὁ καθάπαξ ἑαυτόν ἀφιερώσας τῷ Θεῷ, ἐν ἀναπαύσει νοός διάγει», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος. Ἐπίσης, σέ περίπτωση τρικυμίας λογισμῶν μᾶς βοηθοῦν οἱ προσευχές τῶν ἁγίων. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τήν παραγγελία πού ἔδωσε ὁ Χριστός στούς Ἀποστόλους νά εὐλογοῦν τήν οἰκία στήν ὁποία θά εἰσέρχονται, λέγει: «Πολλές φορές ἔχουμε πόλεμο στούς λογισμούς καί ταρασσόμαστε χωρίς νά μᾶς ἐνοχλῆ κανείς καί συνεχῶς ἐπανίστανται πονηρές ἐπιθυμίες. Αὐτήν τήν μάχη τήν καταστέλλει τό ρῆμα ἐκεῖνο τῶν ἁγίων, δηλαδή ἡ εὐλογία, καί προξενεῖ μέσα μας πολλή γαλήνη. Τήν ὥρα πού λέγει τό ρῆμα τοῦτο, ἀμέσως φεύγει ἀπό τήν ψυχή μας κάθε ἐνθύμηση διαβολική καί κάθε ἄτοπος λογισμός...».

Γι᾿ αὐτό τό «εἰρήνη πᾶσι» πού λέγει ὁ λειτουργός Ἱερεύς ἤ ἡ εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ μας πατρός εἰρηνεύει τήν ψυχή μας. Ἐκδιώκει τόν διάβολο πού προξενεῖ ταραχή.

Ὅταν δέν γνωρίζουμε τόν τρόπο τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν καί τούς ἀφήνουμε ἀνενόχλητους νά ἐργάζονται τό φθοροποιό τους ἔργο, τότε ἔρχονται σαρκικές ἐπαναστάσεις καί γίνονται διάφορα ἁμαρτήματα. Ἐπίσης, ἡ σαρκική ἐπανάσταση εἶναι καί ἰδιαίτερη ἐνέργεια τοῦ διαβόλου. Δηλαδή, ὅπως λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὁ διάβολος ἐπιτίθεται ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου, ἄλλοτε ἐμβάλλοντας διαφόρους λογισμούς καί ἄλλοτε ἐξάπτοντας τήν σάρκα, ὥστε νά ἀναπτυχθῆ ἡ ἡδονή, νά προσελκυσθῆ καί νά αἰχμαλωτισθῆ ὁ νοῦς καί νά διαπραχθῆ ἡ ἁμαρτία.

Ἡ ἀντιμετώπιση καί αὐτῆς τῆς τρικυμίας γίνεται μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κατάπαυση τοῦ ἀνέμου τῶν λογισμῶν καί ἡ εἰρήνευση δέν εἶναι ἀποτέλεσμα καλῶν καί εὐσεβῶν σκέψεων, ἀλλά ἔλευση τῆς θείας Χάριτος. Ὅπως ἡ τρικυμία τῆς θαλάσσης ἔπαυσε μέ τήν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στό πλοῖο, ἔτσι καί ἡ σαρκική τρικυμία κοπάζει μέ τήν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά μας. Ἑπομένως, ὁ Χριστιανός, μεταχειρίζεται τά πνευματικά μέσα, πού ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ὑπέδειξε, δηλαδή τήν προσευχή καί τήν νηστεία. Κυρίως ἐπικαλεῖται τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ μέ τήν σύντομη καί περιεκτική εὐχή, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».

Ὅταν ἔρχεται μέσα μας ἡ Χάρη τοῦ Χριστοῦ, τότε γίνεται γαλήνη μεγάλη, εἰρηνεύουν τά πάντα. Ὁ ἄνθρωπος βιώνει τήν βαθειά καί ἀναφαίρετη εἰρήνη. Καί οἱ πλέον ἐπιρρεπεῖς στά σαρκικά παραπτώματα, λαμβάνοντες τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, μποροῦν νά αἰσθανθοῦν τήν βαθειά εἰρήνη τῆς ἐγκράτειας. Ἕνα φάρμακο σταματᾶ τούς πόνους. Πολύ περισσότερο ἡ θεία Χάρη κατευνάζει τήν σάρκα καί γαληνεύει τήν ψυχή.

Ὅλα ὅσα ἐλέχθησαν μέχρι τώρα μᾶς δείχνουν μιά μεγάλη ἀλήθεια. Συνήθως ἐμεῖς καταφερόμαστε ἐναντίον τῶν ἄλλων καί ἐναντίον τῆς κοινωνίας. Θεωροῦμε ὅτι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν πού μᾶς μαστίζουν εἶναι ἡ κοινωνία. Σέ δύσκολες στιγμές λέμε ὅτι φταίει τό σύστημα, τό κατεστημένο, ἡ ἄρρωστη κοινωνία, οἱ κακοί ἄνθρωποι. Ὅμως κάνουμε μεγάλο λάθος, γιατί προσδίδουμε στήν κοινωνία μιά ἀπρόσωπη ἔννοια καί γιατί βλέπουμε τήν ὕπαρξη τοῦ κακοῦ ἔξω ἀπό μᾶς. Τό πρόβλημα εἶναι ἐσωτερικό. Τό κακό πού ὑπάρχει στήν κοινωνία εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν ἀρρωστημένων ἀνθρώπων. Μέ ἄλλα λόγια οἱ ἄρρωστοι ἄνθρωποι ἀρρωσταίνουν τούς κοινωνικούς θεσμούς καί οἱ κοινωνικοί θεσμοί ἀρρωσταίνουν πιό πολύ τούς ἀνθρώπους.

Τό πρόβλημα δέν εἶναι τόσο ἡ κοινωνία, τό σύστημα, τό κατεστημένο, ὅσο ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ἐπιδίωξη νά φτιάξουμε τήν κοινωνία, νά ἀλλάξουμε τούς κοινωνικούς θεσμούς μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά βελτιωθῆ ἡ ζωή μας, δείχνει ἄγνοια τοῦ προβλήματος. Ὅταν ἔχουμε ἐσωτερική γαλήνη, τότε δέν μᾶς ἐνοχλοῦν τά ἐξωτερικά ἐρεθίσματα καί μέ τόν τρόπο μας βοηθοῦμε στήν ἀλλαγή τῆς κοινωνίας. Ὅταν εἴμαστε κυριευμένοι ἀπό λογισμούς καί ἐμπαθεῖς καταστάσεις καί ἔχουμε ἐσωτερική τρικυμία, τότε ὑποφέρουμε καί κάνουμε καί τούς ἄλλους νά ὑποφέρουν.

Πρέπει νά εἰρηνεύσουμε, ἀπαλλασσόμενοι, μέ τήν δύναμη τῆς θείας Χάριτος, ἀπό λογισμούς καί σαρκικές ἐπαναστάσεις καί τότε θά εἴμαστε κοινωνικοί ἄνθρωποι, πηγή εἰρήνης γιά τόν κόσμο.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Τό θαῦμα τῆς δημιουργίας

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα τῆς Κυριακῆς τῆς Σαμαρείτιδος

 29 Μαΐου 2022

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
Τό θαῦμα τῆς δημιουργίας

«ἔπτυσε χαμαί καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος
καί ἐπέχρισε τόν πηλόν ἐπί τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ
»
(Ἰω. θ', 6)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Ὁ τυφλός τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος δέν εἶχε ἁπλῶς μιά πάθηση στά μάτια πού τοῦ στεροῦσε τήν δυνατότητα νά βλέπη, ἀλλά ἦταν ἐκ γενετῆς τυφλός. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἦταν ἀόμματος, δηλαδή, ὄχι μόνον δέν εἶχε τήν αἴσθηση τῆς ὁράσεως, ἀλλά δέν εἶχε καθόλου μάτια. Ἔτσι, ὁ Χριστός ἔκανε καί τά δυό. Ἀφ᾿ ἑνός μέν τοῦ δημιούργησε ὀφθαλμούς, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ τοῦ ἔδωσε τήν δύναμη τῆς ὁράσεως.

Ὁ τρόπος, ὅμως, τῆς δημιουργικῆς ἐνεργείας τοῦ Χριστοῦ στήν προκειμένη περίπτωση δείχνει μερικές ἀλήθειες πού πρέπει νά τονισθοῦν.

Κατ’ ἀρχάς, διαβάζοντας αὐτή τήν εὐαγγελική περικοπή βρισκόμαστε μπροστά σέ μιά πράξη δημιουργίας πού ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Χριστός, ὡς ἕνα ἀπό τά Πρόσωπα τῆς Παναγίας Τριάδος, εἶναι Θεός καί δημιουργός τῶν ἀνθρώπων. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ Χριστός θαυματούργησε, φανέρωσε καθαρά τόν τρόπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Τριαδικό Θεό.

Κατά τήν θεόπνευστη διήγηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπό τῆς γῆς, καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γέν. β', 7). Τό ἴδιο βλέπουμε νά γίνεται στό θαῦμα πού παρουσίασε ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή. «Ἔπτυσε χαμαί καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος, καί ἐπέχρισε τόν πηλόν ἐπί τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ» (Ἰω. θ', 6). Μέ τόν πηλό πού χρησιμοποίησε, ἔδειξε ὅτι εἶναι Ἐκεῖνος πού ἔπλασε καί τόν Ἀδάμ ἀπό τήν γῆ.

Ἔπειτα παρατηροῦμε ὅτι δέν ἔπλασε μόνο τά μάτια ἤ δέν τά ἄνοιξε, ἀλλά «καί τό ὁρᾷν ἐχαρίσατο», τοῦ ἔδωσε τήν ὅραση νά βλέπη. Καί, φυσικά, δέν ἦταν ὁ πηλός, οὔτε τό νερό τῆς πηγῆς, πού ἔδωσε στόν τυφλό τήν ἱκανότητα τῆς ὁράσεως, ἀλλά «ἡ ἐκ τοῦ στόματος ἐξελθοῦσα δύναμις, αὐτή καί διέπλασε καί ἀνέῳξε τούς ὀφθαλμούς αὐτοῦ», ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος.

Ἔτσι, λοιπόν, ἀπό τήν πράξη αὐτή τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύεται ἡ θεότητά Του, ὅτι δι᾿ Αὐτοῦ ἔγινε ὁ κόσμος. Αὐτό λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, φωτιζόμενος ἀπό τό Πνεῦμα τό Πανάγιο: «Πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονεν. ἐν αὐτῷ ζωή ἦν, καί ἡ ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ἰω. α', 3-4).

Ἐπίσης, παρουσιάζεται ἡ μεγάλη ἀλήθεια ὅτι τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄμεσο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί προέρχεται ἀπό τήν γῆ. Ἑπομένως, ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος βρίσκεται στό γεγονός ὅτι εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀμέσου δημιουργικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί ὅτι εἶναι συνδεδεμένο μέ τήν ψυχή. Αὐτός ὁ λόγος δίνει ἀξία στό ἀνθρώπινο σῶμα. Ἔτσι, οἱ Χριστιανοί πού φθάνουν στήν κατάσταση τῆς θεωρίας, βλέπουν μέσα στήν κτίση καί στόν ἄνθρωπο τούς λόγους τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτό δέν φθάνουν στό νά θεοποιήσουν τά δημιουργήματα ἤ νά σκανδαλισθοῦν ποικιλοτρόπως ἀπό αὐτά.

Πρέπει νά τονισθῆ ὅτι ἡ γέννηση κάθε ἀνθρώπου εἶναι μιά νέα δημιουργία. Ὁ Χριστός τόνισε τήν ἀλήθεια: «Ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται κἀγώ ἐργάζομαι» (Ἰω. ε', 17). Κατά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχουν φυσικοί κτιστοί νόμοι πού ἐνεργοῦν στήν φύση αὐτόνομα, ἀλλά ὑπάρχουν «πνευματικοί λόγοι». Δηλαδή, ἡ ἴδια ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ καί διευθύνει τά πάντα. Ἡ κτίση ζῆ «διά τῆς μετοχῆς τῆς δημιουργικῆς, προνοητικῆς καί ζωοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ».

Διδάσκει ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὅτι τό χέρι τοῦ Θεοῦ, πού δημιούργησε τόν Ἀδάμ, αὐτό τό ἴδιο χέρι «καί νῦν καί ἀεί τούς μετ᾿ ἐκεῖνον πάλιν πλάττει καί διασυνίστησι». Ἑπομένως, ἡ γέννηση ἑνός νέου ἀνθρώπου εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δημιουργικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα εἶναι ἐνέργεια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ πού εἶπε στό πρῶτο ἀνδρόγυνο: «Αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν» (Γέν. α', 28). Ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρατηρεῖ: «Τό τεκεῖν ἄνωθεν ἔχει τήν ἀρχήν, ἀπό τῆς τοῦ Θεοῦ προνοίας καί οὔτε γυναικός φύσις, οὔτε συνουσία, οὔτε ἄλλο οὐδέν αὔταρκες πρός τοῦτο ἐστιν».

Ἐπίσης, τό θαῦμα τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ δείχνει καί τόν σκοπό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Ὁ Χριστός ἦλθε γιά νά ἀναδημιουργήση καί νά ἀναπλάση τό ἀνθρώπινο γένος. Ἔτσι, ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του δέν ἔφερε τό φῶς στόν κόσμο μόνο, ἀλλά «καί ὀφθαλμόν κατεσκεύασε». Μέ τό ἅγιο Βάπτισμα καί τό ἅγιο Χρῖσμα ὅλες οἱ αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος γίνονται αἰσθήσεις τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Χριστό καί ἀποκτᾶ νόημα στήν ζωή του. Ὅπως ὁ χρυσοχόος παίρνει ἕνα ἀκατέργαστο κομμάτι χρυσό, τό βάζει στό χωνευτήρι, ὅπου καθαρίζεται ἀπό τίς προσμίξεις καί ἔπειτα τό τοποθετεῖ σέ διάφορα καλούπια καί τοῦ δίνει μορφή, τό ἴδιο γίνεται μέ τόν ἄνθρωπο διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας γράφει: «Ἡ ἀνείδεος καί ἀόριστος ἡμῶν ζωή» λαμβάνει «εἶδος καί ὅρον».

Ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ ἀρχηγός τῆς πίστεώς μας, ἀλλά ἡ Ζωή μας. Αὐτός μᾶς ἔδωσε τήν ζωή, μᾶς συντηρεῖ στήν ζωή, καί μᾶς δίνει τήν γεύση καί τήν ἐμπειρία τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἡ τύφλωσή μας σταματᾶ, ὅταν ζοῦμε μυστηριακά μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὅσοι εἶναι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι τυφλοί καί ἀνήμποροι νά ἑρμηνεύσουν τά θέματα τῆς ζωῆς. Οἱ Χριστιανοί εἶναι οἱ πραγματικά φωτισμένοι, ἀφοῦ εἶναι ἑνωμένοι μέ τό «Φῶς τοῦ κόσμου» καί ἔχουν ὀφθαλμούς γιά νά βλέπουν τό αἰώνιον Φῶς (Ἰω. δ', 24).

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ κήρυγμα: Τὸ θέατρο καὶ οἱ θεατρίνοι

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτὸ Θεῖο Κήρυγμα  Κυριακῆς Τυρινῆς 

Κυριακὴ 6 Μαρτίου2022

Τὸ θέατρο καὶ οἱ θεατρίνοι

 «μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί·ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν...» (Ματθ. στ', 16)

Αγαπητοί αδελφοί,

Ερχόμενος ο Κύριος στον κόσμο βρήκε μια διεστραμμένη θρησκευτική κατάσταση. Όλη η λατρεία του πεπτωκότος ανθρώπου είχε μεταβληθή σ’ ένα δημόσιο θέαμα. Εκινείτο στην περιφέρεια. Παντού υπήρχε η υποκρισία. Ο άνθρωπος, και στην σχέση του ακόμη προς τον Θεό, ήταν ανθρωποκεντρικός και υποκριτής. Η νηστεία, η προσευχή, η δικαιοσύνη ήταν μέσα προβολής του εσωτερικού αρρωστημένου ανθρώπου. Αντί ο άνθρωπος να λατρεύη τον Θεό, λάτρευε τον ίδιο τον εαυτό του. Προσπαθούσε να φθάση στον Θεό μέσα από το εγώ του και τα πάθη του. Αγνοούσε ότι η θέωση έρχεται δια της μακαρίας ταπεινώσεως, δια της μεταμορφώσεώς του.

Ο Χριστός, θεραπεύοντας αυτήν την νοσηρά κατάσταση που ήταν δαιμονιώδης, την μετέθεσε από την περιφέρεια στο βάθος. Δίδαξε ότι όλα πρέπει να γίνωνται «εν τω κρυπτώ». Θα αναφερθούμε λίγο στην υποκρισία και τούς υποκριτές.

Υποκρισία είναι η επιτήδευση της αρετής και της ευσεβούς ζωής. Η ανυπαρξία της εσωτερικής ζωής, της πραγματικής ευσεβείας, κρύπτεται με τα εξωτερικά σχήματα της ευσεβείας. Γι’ αυτό η υποκρισία είναι ένα θέατρο χειρίστης μορφής και οι υποκριτές είναι θεατρίνοι. Κατά περιστάσεις υποδύονται διαφόρους ρόλους «ὅπως φανώσι τοῖς ἀνθρώποις» (Ματθ. στ’, 16).

Η υποκρισία, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, είναι προσποίηση της φιλίας, μίσος κεκαλυμμένο σε σχήμα φιλίας, έχθρα που εκδηλώνεται ως εύνοια, φθόνος που μιμείται τον χαρακτήρα της αγάπης. Υποκρισία είναι ο πλασματικός και όχι πραγματικός βίος της αρετής, η προσποίηση της δικαιοσύνης, η απάτη που έχει την μόρφωση της αληθείας.

Με άλλα λόγια, όταν ένα πάθος ενδύεται την αντίστοιχη αρετή για να «κυκλοφορήση» μεταξύ των ανθρώπων, αυτό λέγεται υποκρισία. Αυτή η κατάσταση κάνει τον άνθρωπο να φορά ένα προσωπείο, μια προσωπίδα. Και, όπως τονίσαμε προηγουμένως, αυτή η φρικτή κατάσταση γίνεται στην προσπάθεια να προβληθή το αρρωστημένο και θεοποιημένο «εγώ». Επομένως, στην πραγματικότητα, είναι λατρεία του εγώ που καταντά σε καταδίκη του ανθρώπου.

Είναι γνωστά τα «ουαί» που απηύθυνε ο Χριστός εναντίον των Φαρισαίων, των κατ’ εξοχήν εκφραστών της υποκρισίας. Ο Χριστός χρησιμοποίησε μια πολύ ρεαλιστική εικόνα για να παρουσιάση την σχιζοφρενική κατάσταση των υποκριτών. Είπε ότι οι υποκριτές ομοιάζουν με τούς τάφους, οι οποίοι «ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δἐ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας». Έτσι και οι Φαρισαίοι. Ο Χριστός είπε στους Φαρισαίους: «ἔξωθεν μὲν φαίνεσθε τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι, ἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας» (Ματθ. κγ' 27, 28). Οι Φαρισαίοι ήταν θεατρίνοι. Ανέβαιναν στην θρησκευτική σκηνή της εποχής τους άλλοτε διατυμπανίζοντας ένα καλό που έκαναν, αμφιβόλου προελεύσεως, άλλοτε προσπαθώντας να φανούν στους ανθρώπους δίκαιοι, ενώ ήταν άδικοι. Όμως, για να είμαστε αληθινοί πρέπει να πούμε ότι η υποκρισία ήταν γνώρισμα και ασθένεια όλης της εποχής, αφού και ο λαός διακρίνονταν για την ασθένεια αυτή (Λουκ. ιβ', 56).

Δυστυχώς, η υποκρισία δεν είναι προϊόν μόνον της προ Χριστού εποχής. Υπάρχει και σήμερα και είναι δυστύχημα που εκδηλώνεται και μεταξύ των ανθρώπων που ακολουθούν τον Χριστό. Αν ειλικρινά εξετάσουμε τον εαυτό μας θα διαπιστώσουμε ότι σε πολλές εκδηλώσεις μας είμαστε θεατρίνοι και παίζουμε διαρκώς θέατρο.

Παίζουμε θέατρο, όταν με τον τρόπο της προσευχής και της εν γένει λατρευτικής ζωής επιδιώκουμε να προσελκύσουμε την προσοχή των άλλων και το χειρότερο επιδιώκουμε να φανούμε ότι είμαστε καλοί Χριστιανοί με το σεμνό σχήμα και το παραπέτασμα της κατηφείας κρύπτουμε «τὴν ἐνυπάρχουσαν θρασύτητα» και «τὰ τῆς ψυχῆς αἴσχη», όπως γράφει ο όσιος Νείλος. Παίζουμε θέατρο, όταν κοπτόμαστε για την δικαιοσύνη και την ισότητα, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε οι πιο άδικοι. Παίζουμε θέατρο, όταν παρουσιαζόμαστε ότι ενδιαφερόμαστε για τούς άλλους και θυσιαζόμαστε γι’ αυτούς, ενώ επιδιώκουμε την εκμετάλλευση κάθε καταστάσεως. Παίζουμε θέατρο, όταν κάνουμε τον δυστυχισμένο, τον λυπημένο, τον περιφρονημένο, για να δημιουργήσουμε ανάλογες εντυπώσεις και να αποσπάσουμε το ενδιαφέρον των άλλων. Παίζουμε θέατρο παντού και πάντα. Στο σπίτι, στην κοινωνία, στην Εκκλησία.

Ο υποκριτής είναι σχιζοφρενής. Άλλα πιστεύει και άλλα πράττει. Άλλος είναι και άλλος φαίνεται. Φανερώνει, έτσι, την διχασμένη και αλλοτριωμένη προσωπικότητά του, αφού εκδηλώνει με την ζωή του την διάσπαση μεταξύ της υπάρξεως και της φανερώσεως, του είναι και του φαίνεσθαι. Ο υποκριτής επιδιώκει διαρκώς να δείχνη αυτό που δεν είναι και αυτό τον κάνει αγχώδη, νευρικό και νευρωτικό, με ένα λόγο άρρωστο. Ο ίδιος βασανίζεται εσωτερικά. Αργά η γρήγορα γίνεται αντιληπτή αυτή η σχιζοφρενική κατάσταση και αυτή η ανακάλυψη αυξάνει το πρόβλημά του.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι η σχιζοφρένεια είναι δείγμα όλου του σύγχρονου πολιτισμού. Αυτό είναι αλήθεια, αφού ο σύγχρονος τρόπος ζωής είναι κατ’ εξοχήν υποκριτικός.

Πρέπει να γίνουμε απλοί άνθρωποι. Να αποφεύγουμε την επιτήδευση. Να φαινόμαστε αυτό που είμαστε. Ο Απόστολος Πέτρος παραγγέλλει: «ἀποθέμενοι οὖν πᾶσαν κακίαν, καὶ πάντα δόλον καὶ ὑποκρίσεις» (Α' Πετρ. β', 1). Η υποκρισία είναι γέννημα της υπερηφανείας. Η απλότητα είναι γέννημα της ταπεινώσεως. Όταν κανείς επιδιώκη την κάθαρση της ψυχής από τα πάθη, τότε ενοποιείται εσωτερικά και εξωτερικά. Αποβάλλει όλες τις μάσκες και γίνεται αληθινός άνθρωπος.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ ΙΑ Ματθαίου

 28 Αὐγούστου 2022

Τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας

0 852

 


«οὐκ ἔδει καί σέ ἐλεῆσαι τόν σύνδουλόν σου,
ὡς καί ἐγώ σε ἠλέησα;» (Ματθ. ιη', 33)

Ἡ παραβολή τοῦ ἀχαρίστου καί σκληροῦ δούλου μᾶς δείχνει τήν μεγάλη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί τήν μεγάλη ἀπανθρωπία τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδή, ἐνῶ ὁ Θεός μέ τήν ἀγάπη Του συγχωρεῖ ὅλα τά μεγάλα πταίσματά μας, ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά συγχωρήσουμε τά μικρά πταίσματα τῶν ἀδελφῶν μας.

Μερικές πτυχές αὐτῆς τῆς ἀλήθειας θά ὑπογραμμισθοῦν στήν συνέχεια.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, συγκρίνοντας τήν περικοπή τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέ τήν παραβολή τοῦ ἀχαρίστου δούλου, τοῦ ὀφειλέτου τῶν μυρίων ταλάντων, λέγει ὅτι ἡ περικοπή τῆς Δευτέρας Παρουσίας ἀναφέρεται στό μελλοντικό δικαστήριο, ἐνῶ τά γεγονότα πού διηγεῖται ἡ παραβολή τοῦ ὀφειλέτου τῶν μυρίων ταλάντων, «τοῦ παρόντος ἐστιν αἰῶνος». Πράγματι, ἡ ἄφεση τοῦ χρέους τοῦ δούλου, ἡ σκληροκαρδία του πρός τόν σύνδουλό του, ἡ ἐκ νέου τιμωρία του κλπ. δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναφέρονται στό φοβερό, ἀδέκαστο καί τελεσίδικο δικαστήριο, ἀλλά στήν παροῦσα ζωή.

Ἐξηγώντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τό πῶς τά γεγονότα τῆς παραβολῆς ἀναφέρονται στήν παροῦσα ζωή, λέγει ὅτι ὁ Ἱερός Ναός εἶναι οὐρανός καί μέσα στό καταπέτασμα -Ἱερό Βῆμα- ὑπάρχει ὁ δεσποτικός θρόνος ἐπάνω στόν ὁποῖο κάθεται ὁ Βασιλεύς τοῦ παντός καί «συναίρει λόγον ἀοράτως μετά τῶν δούλων αὐτοῦ».

Ὅλοι ἐμεῖς πού εἰσήλθαμε στόν Ἱερό Ναό βρισκόμαστε μπροστά στόν Χριστό. Ἀπό ὅσα λέγονται κατά τήν διάρκεια τῆς λατρείας καί τῆς θείας Λειτουργίας ἀντιλαμβανόμαστε τό μεγάλο χρέος πού ἔχουμε ἀπέναντι στόν Δεσπότη Χριστό. Συγχρόνως βλέπουμε τίς τιμωρίες πού μᾶς περιμένουν. Εὑρισκόμενοι στόν Ναό μετανοοῦμε, πέφτουμε κάτω στήν γῆ, προσευχόμαστε στόν Θεό, δίνουμε ὑπόσχεση ὅτι θά ἀλλάξουμε διαγωγή καί θά ζήσουμε θεαρέστως κατά τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας καί τότε ὁ Χριστός συγχωρεῖ ὅλο τό χρέος μας. Ὅμως, ἐμεῖς, συνήθως, ἐξερχόμενοι τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, «βαρεῖς αὐτοῖς (τοῖς ἀδελφοῖς μας) ἐσμέν καί ἀνηλεεῖς καί ἀμείλικτοι», σκεπτόμενοι τό μικρό τους χρέος πού ὀφείλουν σέ μᾶς. Ἔτσι, ὁ Χριστός βλέποντας τό πρός «τούς ὁμοφύλους ἀσυμπαθές ἡμῶν καί ἀνένδοτον ὀργίζεται καθ᾿ ἡμῶν δικαίως» καί μᾶς παραδίδει στούς βασανιστές. Δηλαδή, μᾶς παραδίδει ἀφ᾿ ἑνός μέν στούς τωρινούς πειρασμούς, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ στήν αἰώνια καί ἀτελεύτητη κόλαση.

Αὐτή ἡ εὐχαριστιακή ἀνάλυση ἔχει βαθύ νόημα καί ἀποκτᾶ μεγάλη ἐπικαιρότητα. Στήν θεία Λειτουργία βιώνουμε τήν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ καρδιά μας συλλαμβάνει τό ἔλεος καί τήν εὐσπλαγχνία Του. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι ὅλα τά τροπάρια τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας μας ζητοῦν τό ἔλεος ἤ καταλήγουν μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη, ἡ ἀδιάλειπτη κραυγή τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι τό «Κύριε ἐλέησον».

Ἔτσι, ἐξερχόμενοι ἀπό τήν θεία Λειτουργία πρέπει νά εἴμαστε ἐλεήμονες στούς ἀδελφούς μας. Νά μήν ἐνθυμούμαστε τό τί μᾶς ἔκαναν οἱ ἄλλοι. Πρέπει ὅλα νά εἶναι μεταμορφωμένα. Ὄχι μόνον νά «παρακολουθοῦμε» τήν θεία Λειτουργία, ἀλλά νά φεύγουμε λειτουργημένοι καί νά συνεχίζουμε τήν θεία Λειτουργία στήν ζωή μας. Ὅ,τι λειτουργεῖται, αὐτό λειτουργεῖ σωστά καί ὅ,τι προσφέρεται, αὐτό προσφέρει. Ἡ περίπτωση Χριστιανῶν, πού φεύγουν ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τό μίσος καί τήν ἐκδίκηση, φανερώνει ὅτι δέν ἔχουν λειτουργηθῆ. Ἔμειναν λίγες ὧρες στόν Ναό, χωρίς νά καταλάβουν τίποτε.

Ἡ παραβολή τοῦ ἀχαρίστου δούλου δείχνει καθαρά τό περιεχόμενο τοῦ ὀρθοδόξου ἤθους. Μποροῦμε νά ποῦμε μέ βεβαιότητα ὅτι αὐτό συνδέεται στενά μέ τό ἔλεος. Στεκόμαστε μπροστά στόν Θεό γιά νά ζητήσουμε ἔλεος γιά τό πλῆθος τῶν παραπτωμάτων μας, γιά τήν ἐκδαπάνηση τῶν πολλῶν χαρισμάτων πού μᾶς ἔδωσε, καί πλησιάζουμε τούς ἀδελφούς μας γιά νά προσφέρουμε ἔλεος. Εἶναι παρατηρημένο ὅτι, ὅσοι ἔχουν αἰσθήσεις πνευματικές καί αἰσθάνονται τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, αὐτοί σκορπᾶνε ἔλεος συνεχῶς στούς ἀδελφούς τους. Οἱ φιλόθεοι εἶναι καί φιλάνθρωποι.

Ἐμεῖς, ὅμως, δέν ἔχουμε ὀρθόδοξο ἦθος καί κάνουμε, δυστυχῶς, τό ἀντίθετο. Δέν πλησιάζουμε τόν Θεό γιά νά ζητήσουμε ἔλεος οὔτε πλησιάζουμε τούς ἀδελφούς μας γιά νά προσφέρουμε ἔλεος. Ἀπομακρυσμένοι ἀπό τόν Θεό, εἴμαστε ἀπομακρυσμένοι καί ἀπό τόν ἀδελφό μας. Ἔτσι ἐξηγεῖται τό ὅτι εἴμαστε σκληροί καί ἀνάλγητοι πρός τούς ἀδελφούς μας.

Ἡ περίπτωση τοῦ ἀχαρίστου δούλου φανερώνει καί μιά ἄλλη πλευρά. Ὁ δοῦλος ἦταν σκληροκάρδιος. Δέν εἶχε καθόλου εὐαίσθητη καρδιά γιά νά συγκινηθῆ ἀπό τόν πόνο τοῦ ἄλλου. Στήν σύγχρονη κοινωνία γίνεται πολύς λόγος γιά εὐαισθησία, γιά ἐνσυναίσθηση. Ἐπειδή οἱ νέοι ζοῦν σέ μιά «λογική» κοινωνία, πού εἶναι γεμάτη σκληρότητα καί συμφέρον, ἀναζητοῦν κάτι εὐαίσθητο. Κάνουν μιά προσπάθεια γιά νά ξεφύγουν ἀπό τόν σκληρό κλοιό τῆς ὑποκρισίας καί τῆς ἀπανθρωπίας. Θέλουν νά γίνουν εὐαίσθητοι ἄνθρωποι καί τό ἐπιχειροῦν μέ πολλούς τρόπους, μέ ἀποτέλεσμα νά πέφτουν σέ διάφορες πλάνες.

Ὅταν, ὅμως, μιλᾶμε γιά εὐαισθησία καί ἐνσυναίσθηση, δέν ἐννοοῦμε μιά συναισθηματική κατάσταση ἤ ὅταν λέμε καρδιά, δέν ἐννοοῦμε ἕνα συναίσθημα, καθώς ἐπίσης, ὅταν μιλᾶμε γιά διαφυγή ἀπό τήν ψυχρότητα τῆς λογικῆς, δέν ἐννοοῦμε ἕνα πέρασμα στή χώρα τοῦ ὀνείρου καί τῶν ψευδαισθήσεων. Ἐννοοῦμε κυρίως τήν ἔλευση τῆς θείας Χάριτος στήν καρδιά. Ἡ καρδιά, ὅταν καθαρίζεται, γίνεται πολύ εὐαίσθητη, συλλαμβάνει ὅλα τά προβλήματα τοῦ κόσμου μέ πόνο, πού εἶναι συνδεδεμένος μέ τήν ἀγάπη καί τήν εἰρήνη, καί προσεύχεται γιά ὅλον τόν κόσμο. Σάν πομπός συλλαμβάνει τόν πόνο τοῦ κόσμου καί διά τῆς προσευχῆς προσφέρει ἀποτελεσματική βοήθεια.

Ὅταν αἰσθανθοῦμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τότε θά γίνουμε πραγματικοί ἐλεήμονες. Θά ἔχουμε πνευματική εὐαισθησία, θά βιώνουμε τό ὀρθόδοξο ἦθος καί δέν θά εἴμαστε ἀχάριστοι καί σκληροί δοῦλοι.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Τό νόημα τῆς δικαιοσύνης

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ Β΄ Λουκᾶ 

2 Ὀκτωβρίου 2022

Τό νόημα τῆς δικαιοσύνης

Γραπτὸ Κήρυγμα: Τό νόημα τῆς δικαιοσύνης

«καί ἐάν ἀγαθοποιῆτε τούς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς
ποία ὑμῖν χάρις ἐστι;» (Λουκ. στ', 33)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ἄν ὑπάρχη κάτι πού χαρακτηρίζει ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς δικαιοσύνης. Ὅλοι διψοῦν καί φωνάζουν γιά τήν ἐπικράτησή της, γιατί νομίζουν ὅτι ἔτσι θά ἐπικρατήση ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη πάνω στήν γῆ. Ἡ δικαιοσύνη, πού συνδέεται μέ τήν ἰσότητα, εἶναι ἡ προσδοκία ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καί ὅλων τῶν συστημάτων. Ὅμως, ἡ δικαιοσύνη ἑρμηνεύεται ποικιλοτρόπως ἀπό κάθε ἄνθρωπο.

Θά διατυπώσω μέ συντομία μερικές σκέψεις γύρω ἀπό τήν δικαιοσύνη καί πῶς τήν ἐννοεῖ ὁ Χριστιανισμός.

Ὁ Χριστός εἶπε στό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα: «Καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λουκ. στ', 31). Δηλαδή: «Καθώς θέλετε νά σᾶς φέρνωνται οἱ ἄνθρωποι ἔτσι νά τούς φέρνεστε καί σεῖς». Ἡ ἀπόδοση τῶν ἴσων εἶναι ἡ ἀρχή τῆς δικαιοσύνης. Δηλαδή, ἐάν θέλω νά μέ ἀγαποῦν, πρέπει καί ἐγώ νά ἀγαπῶ, ἐάν δέν θέλω οἱ ἄλλοι νά μέ ἀδικοῦν οὔτε καί ἐγώ πρέπει νά ἀδικῶ τούς ἄλλους.

Αὐτή τήν ἀρχή τήν συναντᾶμε καί στήν πρό τοῦ Χριστοῦ ἐποχή. Ὁ Χριστός, ὅμως, δέν περιορίζεται σέ αὐτό, ἀλλά προχωρεῖ καί βαθύτερα, τονίζοντας τήν μεγάλη σημασία τῆς ἀγάπης. Δηλαδή, ἡ ἀγάπη ὑπερβαίνει τήν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, ἀφοῦ μέ τήν ἐνέργειά της φθάνουμε στό νά ἀγαπᾶμε καί τούς ἐχθρούς. Τό νά μισοῦμε αὐτόν πού μᾶς ἀγαπᾶ εἶναι παρά φύση κατάσταση. Τό νά ἀγαπᾶμε αὐτόν πού μᾶς ἀγαπᾶ εἶναι φυσική ζωή. Ἀλλά τό νά ἀγαπᾶμε αὐτόν πού μᾶς ἐχθρεύεται καί καταδιώκει, αὐτό εἶναι ὑπέρ φύση ζωή καί σέ αὐτήν τήν ζωή μᾶς ὁδηγεῖ ὁ Χριστός.

Συγκεκριμένα ὁ Χριστός λέγει: «Κι ἄν ἀγαπᾶτε ἐκείνους πού σᾶς ἀγαποῦν τί τάχα σπουδαῖο κάνετε; Κι᾿ οἱ κακοί ἀγαποῦν ἐκείνους πού τούς ἀγαποῦν. Κι᾿ ἄν κάνετε τό καλό σέ κείνους πού σᾶς κάνουν καλό, τί τάχα σπουδαῖο κάνετε; Καί οἱ κακοί τό ἴδιο κάνουν». Καί στήν συνέχεια τονίζει ὅτι πρέπει νά ὁμοιάζουμε στόν Πατέρα μας, τόν Θεό, πού εἶναι οἰκτίρμων καί ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους: « Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν καί ἀγαθοποιεῖτε...» (Λουκ. στ', 35).

Ἔτσι, λοιπόν, ἡ ἀγάπη εἶναι ὑπέρβαση τῆς ἀνθρώπινης δικαιοσύνης. Ἐάν ἐπικρατήση ἡ δικαιοσύνη στόν κόσμο, ὅπως συνήθως ἐμεῖς τήν ἐννοοῦμε, χωρίς ὅμως τήν ἀγάπη καί τήν εἰρήνη, αὐτό εἶναι ἀδικία. Ἡ ἀγάπη ὅμως ἀναλαμβάνει ἐπάνω της τήν τραγωδία τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό ἔκανε ὁ Χριστός. Ἐάν ἤθελε νά ἀποδώση δικαιοσύνη μέ τήν νομική ἔννοια τοῦ ὅρου, τότε ἔπρεπε ὅλοι νά πεθάνουμε γιά τίς ἁμαρτίες μας. Αὐτός ὅμως ἀπό ἀγάπη ἔλαβε ἐπάνω Του τήν δική μας ἁμαρτία καί πέθανε γιά μᾶς. Ἔτσι ὑπερέβη τήν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη.

Αὐτό μᾶς ὁδηγεῖ σέ κάτι ἄλλο πιό βαθύ. Ἡ πραγματική δικαιοσύνη ταυτίζεται μέ τήν ἀγάπη καί τήν φιλανθρωπία καί δέν νοεῖται χωρίς καί πέρα ἀπό αὐτήν. Ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας, ἕνας θεολόγος τοῦ 14ου αἰῶνος, στά ἔργα του ταυτίζει τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ μέ τήν φιλανθρωπία Του. Οἱ δύο αὐτοί ὅροι (δικαιοσύνη καί φιλανθρωπία) συνδέονται στενά μεταξύ τους. Γράφει χαρακτηριστικά: «Δικαιοσύνην λέγοντες (ἐννοοῦμεν) τήν ἐνθεωρουμένην τοῖς μυστηρίοις σοφίαν τοῦ Θεοῦ καί φιλανθρωπίαν...». Καί ἀλλοῦ: «ἡ τοῦ Θεοῦ περί τό γένος ἐσχάτη φιλανθρωπία καί ἀγαθότης ἥτις ἐστιν ἡ θεία ἀρετή καί δικαιοσύνη».

Οἱ ἅγιοι Πατέρες τονίζουν ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι δίκαιος μέ τήν συνηθισμένη ἔννοια τοῦ ὅρου. Συγκεκριμένα ὁ ἅγιος Ἰσαάκ λέγει: «Μήν ἀποκαλέσης τόν Θεό δίκαιο, γιατί ἡ δικαιοσύνη Του δέν γνωρίζεται μέ τά κριτήριά σου. Ποῦ βρίσκεται ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ; Στό ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί κι ὁ Χριστός πέθανε γιά μᾶς;». Ὁ Τριαδικός Θεός ἔπλασε τόν κόσμο ἀπό ἀγάπη καί φιλανθρωπία. Ὅταν μετά τήν παράβαση τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθε στόν ἄνθρωπο καί στήν φύση ἡ φθορά, τότε ὁ Τριαδικός Θεός μέ ἀγάπη ἀνέπλασε ξανά καί ἀναγέννησε τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο. Ἔτσι, ἡ πραγματική ἔννοια τῆς δικαιοσύνης εἶναι νά εἴμαστε οἰκτίρμονες καί ἐλεήμονες, νά ἀναλαμβάνουμε τήν εὐθύνη γιά κάθε κακό πού ὑπάρχει στόν κόσμο, νά ἀγαπᾶμε τούς ἀνθρώπους καί αὐτούς ἀκόμη πού μᾶς ἔκαναν κακό.

Μιά ἄλλη πλευρά τοῦ θέματος τῆς δικαιοσύνης εἶναι ὁ σύνδεσμός της μέ τήν ἐλευθερία. Ὁ συνδυασμός δικαιοσύνης καί ἐλευθερίας εἶναι ἀπαραίτητος γιά τήν διαφύλαξη τοῦ πραγματικοῦ νοήματος καί τῆς δικαιοσύνης καί τῆς ἐλευθερίας. Σέ πολλά σύγχρονα πολιτικά καί κοινωνικά συστήματα βλέπουμε τήν διατάραξη αὐτῆς τῆς ἰσορροπίας καί τοῦ συνδυασμοῦ μεταξύ δικαιοσύνης καί ἐλευθερίας. Ἄλλα συστήματα τονίζουν πολύ τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί ἐν ὀνόματι αὐτῆς τῆς νοοτροπίας ἀφήνουν τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο νά καταργῆ τήν δικαιοσύνη τοῦ συνόλου, καί ἄλλα συστήματα ἐν ὀνόματι τῆς δικαιοσύνης τοῦ συνόλου, γιά τό ὁποῖο ἐνδιαφέρεται τό Κράτος, καταργοῦν τελείως τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί τό μεταβάλλουν σέ ἕνα ἔμψυχο ἐργαλεῖο.

Στήν πνευματική ζωή ζοῦμε τόν συνδυασμό μεταξύ ἀγάπης καί ἐλευθερίας. Ὁ ἄνθρωπος μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐλευθερώνεται ἀπό τήν τυραννία τῶν παθῶν (μίσους, φιλοκτημοσύνης, φιλοδοξίας κλπ.) καί ἀμέσως ἀποδίδει δικαιοσύνη καί ἀγάπη, σέβεται τόν ἄλλο. Ὁ κάθε ἅγιος εἶναι πολύ εὐαίσθητος στά θέματα τῆς δικαιοσύνης. Δέν παρασύρεται εὔκολα ἀπό τίς γνῶμες τῶν ἄλλων καί δέν διατυπώνει αὐθαίρετες κρίσεις.

Γνωρίζει τό λάθος κάθε ἀνθρώπου καί μέ τήν ἀγάπη διορθώνει τό λάθος. Ἡ δικαιοσύνη χωρίς τήν ἀγάπη εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀδικία, τό μεγαλύτερο ἔγκλημα. Μιά κοινωνία πού ἔχει δικαιοσύνη, ἀλλά δέν ἔχει ἀγάπη, εἶναι κόλαση. Ἐπίσης, ἡ δικαιοσύνη χωρίς τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καθαρά τυραννία. Καί ἡ δικαιοσύνη, ὅταν ἀποδεσμεύεται ἀπό τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀφηρημένη κατάσταση καί εἶναι πλάνη. Ἐάν θέλουμε νά εἴμαστε δίκαιοι, καί ἐάν θέλουμε νά ἐπικρατήση στόν κόσμο ἡ δικαιοσύνη πρέπει νά ἐφαρμόσουμε τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν» (Λουκ. στ', 27).

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Κυριακή 14 Ἰουλίου. Ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

275 12Στό ἀναστάσιμο Ἀπολυτίκιο πού ψάλαμε σήμερα στήν θεία Λειτουργία, πού εἶναι τό Ἀπολυτίκιο τοῦ τρίτου ἤχου, ὑμνεῖται ὁ Ἀναστάς Χριστός καί χαρακτηρίζεται ὡς «πρωτότοκος τῶν νεκρῶν». Γράφεται σέ αὐτό:

«Εὐφραινέσθω τά οὐράνια, ἀγαλλιάσθω τά ἐπίγεια, ὅτι ἐποίησε κράτος ἐν βραχίονι αὐτοῦ ὁ Κύριος• ἐπάτησε τῷ θανάτῳ τόν θάνατον• πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο• ἐκ κοιλίας ᾅδου ἐρρύσατο ἡμᾶς, καί παρέσχε τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος».

Ἡ μετάφραση εἶναι ἡ ἑξῆς:

«Ἄς εὐφραίνονται τά οὐράνια καί ἄς ἀγάλλονται τά ἐπίγεια, ἐπειδή ὁ Κύριος ἔδειξε μεγάλη δύναμη. Ἐπάτησε μέ τόν θάνατό Του τόν θάνατο, ἔγινε πρωτότοκος τῶν νεκρῶν, μᾶς ἔσωσε ἀπό τήν κοιλία τοῦ Ἅδου καί χάρισε στόν κόσμο τό μέγα ἔλεος».

Ὁ ἱερός ὑμνογράφος μᾶς προτρέπει νά εὐφρανθοῦμε καί νά χαροῦμε πνευματικά, ὄχι μόνον ἐμεῖς πού ζοῦμε στήν γῆ καί ὅλα τά εὑρισκόμενα στήν γῆ, ἀλλά καί τά ἐπουράνια, δηλαδή ὅλοι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του προξένησε εὐεργεσία στά νοερά πνεύματα, στούς ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους.

Ἡ χαρά μας δέν πρέπει νά περιορίζεται καί δέν πρέπει νά ἐξαντλῆται στά ἐξωτερικά πράγματα, στίς σωματικές αἰσθήσεις καί τά αἰσθητά, ἀλλά νά προχωρῆ καί στά πνευματικά. Καί ποιό μεγαλύτερο γεγονός ὑπάρχει ἀπό τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ;

Ὁ Χριστός μέ τόν θάνατό Του πάτησε τόν θάνατο, μᾶς ἔβγαλε ἀπό τόν Ἅδη καί αὐτός ἔγινε ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν, δηλαδή Αὐτός εἶναι ὁ Πρῶτος πού νίκησε τόν θάνατο καί ἔτσι γεννήθηκε ἀπό τούς νεκρούς.

Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς ἀποκάλεσε ἀδελφούς Του. Μετά τήν Ἀνάστασή Του εἶπε στίς Μυροφόρες γυναῖκες: «Ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τήν Γαλιλαίαν. κἀκεῖ με ὄψονται» (Ματθ. κη΄, 10). Ἔτσι, ὁ πρῶτος καί μεγάλος Ἀδελφός μας ἀναστήθηκε, καί αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἐμεῖς οἱ μετέπειτα ἀδελφοί Του θά ἀναστηθοῦμε μέ τήν δική Του δύναμη. Σέ μιά οἰκογένεια πού τά παιδιά βγαίνουν ἀπό τήν μήτρα τῆς μητέρας τους, καλοῦνται πρωτότοκοι, δευτερότοκοι, τριτότοκοι ἀδελφοί. Αὐτό συμβαίνει καί στά πνευματικά. Ἐφ’ ὅσον ὁ πρωτότοκος ἀδελφός μας, ὁ Χριστός, ἀναστήθηκε, αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἐμεῖς θά ἀναστηθοῦμε μέ τήν δική Του δύναμη.

Ὅταν ὁ κολυμβητής βγαίνη ἀπό τήν θάλασσα, πρῶτα ἐξέρχεται ἡ κεφαλή του καί ἔπειτα σιγά-σιγά καί τό σῶμα του. Ἔτσι συμβαίνει καί στήν δική μας περίπτωση. Πρῶτα ἀναστήθηκε ὁ πρωτότοκος ἀδελφός μας, ὁ Χριστός, καί ἔπειτα θά ἀναστηθοῦμε καί ἐμεῖς, κατ’ ἀρχάς πνευματικά καί ἔπειτα σωματικά.

Αὐτός «παρέσχε τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος». Αὐτός μᾶς ἔδωσε τήν Χάρη Του γιά νά Τόν θεωροῦμε πρωτότοκο ἀδελφό μας καί νά ζήσουμε καί ἐμεῖς αὐτήν τήν ἀγαλλίαση τῶν ἐπιγείων καί τήν εὐφροσύνη τῶν οὐρανίων.

Δέν εἴμαστε μόνοι στόν κόσμο αὐτόν, δέν εἴμαστε ἐγκαταλελειμμένοι, ἔστω καί ἄν μᾶς ἐγκαταλείπουν οἱ ἄνθρωποι, ἔχουμε δυνατό καί κραταιό πρωτότοκο ἀδελφό, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.

Ὁ Χριστός εἶναι πατέρας μας, ἀδελφός μας, φίλος μας, νυμφίος μας, παρηγοριά μας καί ζωή μας. Αὐτός εἶναι τά πάντα γιά μᾶς. Αὐτός ἱκανοποιεῖ ὅλες τίς πνευματικές μας ἀνάγκες, λύει ὅλα τά προβλήματά μας. Δέν εἶναι ἕνας Θεός πού κατοικεῖ στούς οὐρανούς καί διευθύνει τά σύμπαντα καί τήν γῆ, ἀλλά εἶναι πολύ κοντά μας.

Ὅταν εἴμαστε ἐγκαταλελειμμένοι ἀπό ὅλους, Ἐκεῖνος γίνεται πατέρας μας. Ὅταν δέν ἔχουμε ἀνθρώπους νά μᾶς βοηθήσουν, Αὐτός γίνεται ἀδελφός μας. Ὅταν αἰσθανόμαστε τήν ἀπουσία τῶν φίλων μας, Αὐτός γίνεται καί παραμένει φίλος μας. Ὅταν μᾶς λείπη ἡ ἀγάπη, Αὐτός γίνεται νυμφίος μας. Ὅταν εἴμαστε ἀπελπισμένοι, Αὐτός γίνεται ἡ παρηγοριά μας. Ὅταν μᾶς πλησιάζη ὁ φόβος καί ἡ σκιά τοῦ θανάτου, Αὐτός γίνεται ἡ ζωή μας.

Ὁ Χριστός εἶναι ὁ πρωτότοκος ἀδελφός μας πού ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς καί μποροῦμε νά ἀνήκουμε στήν δική Του οἰκογένεια, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, καί νά συμμετάσχουμε στήν αἰώνια δόξα Του.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή 21 Ἰουλίου. «Τό φαιδρόν τῆς ἀναστάσεως κήρυγμα»

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

275 13Κάθε Κυριακή εἶναι ἕνα ἑβδομαδιαῖο Πάσχα, γιατί ἑορτάζουμε τό μεγάλο γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δέν θέλει νά ξεχάση αὐτό τό σημαντικό γεγονός γιατί ἀποτελεῖ τήν μεγαλύτερη ἐλπίδα γιά μᾶς.

Στό ἀναστάσιμο Ἀπολυτίκιο τοῦ τετάρτου ἤχου πού ψάλαμε σήμερα ὑμνεῖται ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Γράφεται:

«Τό φαιδρόν τῆς ἀναστάσεως κήρυγμα, ἐκ τοῦ Ἀγγέλου μαθοῦσαι αἱ τοῦ Κυρίου μαθήτριαι, καί τήν προγονικήν ἀπόφασιν ἀπορρίψασαι, τοῖς Ἀποστόλοις καυχώμεναι ἔλεγον∙ Ἐσκύλευται ὁ θάνατος, ἠγέρθη Χριστός ὁ Θεός, δωρούμενος τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος».

Ἡ μετάφραση τοῦ Ἀπολυτικίου εἶναι ἡ ἀκόλουθη:

«Οἱ μαθήτριες τοῦ Κυρίου, ὅταν ἔμαθαν ἀπό τόν Ἄγγελο τό χαρμόσυνο κήρυγμα τῆς Ἀναστάσεως, ἀπέρριψαν τήν προγονική ἀπόφαση, καί μέ καύχηση εἶπαν στούς Ἀποστόλους∙ καταργήθηκε ὁ θάνατος, διότι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός καί χαρίζει στόν κόσμο τό μέγα ἔλεος».

Ὅταν ἐδῶ γίνεται λόγος γιά τίς μαθήτριες τοῦ Κυρίου, ἐννοοῦνται οἱ Μυροφόροι γυναῖκες, οἱ ὁποῖες κατά ὁμάδες, ὅπως περιγράφεται ἀπό τούς Εὐαγγελιστές, πολύ πρωΐ τῆς Κυριακῆς πῆγαν στό μνημεῖο ὅπου εἶχαν ἐνταφιάσει τόν Χριστό, καί πληροφορήθηκαν ἀπό τόν Ἄγγελο ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός.

Μέχρι τότε ὁ φόβος κυριαρχοῦσε στούς ἀνθρώπους. Ὅταν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ἔφαγαν ἀπό τόν ἀπαγορευμένο καρπό, ἔχασαν τήν κοινωνία μέ τόν Θεό καί περιέπεσαν στόν θάνατο καί τόν φόβο τοῦ θανάτου. Ἀπό τότε οἱ ἄνθρωποι γεννιοῦνται καί πεθαίνουν• τόν θάνατο τόν βλέπουμε γύρω μας, εἶναι μιά πραγματικότητα πού καμμιά φιλοσοφία καί κοινωνιολογία, καμμιά θρησκεία δέν μπορεῖ νά τόν ἀντιμετωπίση. Μόνον ὁ Χριστός θανάτωσε τόν θάνατο καί ἔδωσε ζωή καί ἐλπίδα στούς ἀνθρώπους.

Οἱ Μυροφόρες γυναῖκες ἀκολούθησαν ἀντίστροφη πορεία ἀπό τήν πρόγονή τους, τήν Εὔα. Ἀπέρριψαν τήν προγονική ἀπόφαση, δηλαδή ἀπέρριψαν τήν πρόταση τοῦ διαβόλου, πού ἐκφραζόταν ὡς ἀμφιβολία, καί δέχθηκαν τό χαρμόσυνο μήνυμα ἀπό τόν Ἄγγελο. Ἐκεῖ ὁ διάβολος, ἐδῶ οἱ Ἄγγελοι, ἐκεῖ ἡ ἀποδοχή τῆς πονηρῆς συμβουλῆς, ἐδῶ ἡ ἀποδοχή τῆς χαρᾶς, ἐκεῖ ὁ θάνατος, ἐδῶ ἡ ζωή.

Αὐτό τό χαρμόσυνο γεγονός ἔζησαν πρῶτα οἱ Μυροφόρες γυναῖκες, ἔπειτα οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ, στήν συνέχεια οἱ ἅγιοι διαμέσου τῶν αἰώνων, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἔζησαν τήν πνευματική ἀνάσταση, νικοῦν τόν διάβολο, ἀπορρίπτουν ὅλες τίς θανατηφόρες προτάσεις του, προχωροῦν στόν θάνατο μέ τήν ἐλπίδα τῆς συναντήσεως μέ τόν Χριστό, μέ τήν Παναγία καί μέ τούς Ἁγίους. Διότι μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι πιστεύουν σέ Αὐτόν, ζοῦν, πορεύονται σέ μιά ἄλλη πολιτεία, σέ μιά ἄλλη συνάντηση, ἡ ὁποία, ἀσφαλῶς, εἶναι ἀνώτερη καί ἀρτιότερη ἀπό αὐτήν τήν πολιτεία πού ζοῦμε, στήν ὁποία ὑπάρχουν τά πάθη, οἱ ἀνταγωνισμοί, οἱ ἀπελπιστικές καταστάσεις.

Ἔτσι, τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό χαρμόσυνο κήρυγμα τῆς Ἀναστάσεως, ὅτι Ἀνέστη Χριστός καί ἀρχίζει μιά νέα ζωή. Αὐτό εἶναι τό πραγματικό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα ὅσα λέγονται κατά τήν ὥρα τοῦ κηρύγματος ἀπό τούς Ἐπισκόπους καί Ἱερεῖς πρέπει νά ἀποβλέπουν σέ αὐτόν τόν σκοπό.

Δέν εἶναι ὑπόθεση τοῦ κηρύγματος ἡ παρουσίαση τῶν γεγονότων τοῦ παρόντος αἰῶνος, δέν μποροῦμε, ἐξ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι τό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, νά κάνουμε ἠθικές, πολιτικές καί φιλοσοφικές ἀναλύσεις κατά τήν διάρκεια τοῦ κηρύγματος, ἀλλά πρέπει νά ὁμιλοῦμε γιά τήν νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν θάνατο, γιά τό ὅτι δέν μπορεῖ πιά ὁ θάνατος νά κυριεύση τήν ζωή μας, δέν πρέπει νά ἔχη κυριαρχία πάνω μας ὁ διάβολος μέ τίς πονηρές συμβουλές του. Αὐτό εἶναι κήρυγμα ἐλπίδας ζωῆς ἀκαταλύτου.

Στό Ἀπολυτίκιο αὐτό φαίνεται ὅτι ὁ Ἄγγελος κήρυξε στίς Μυροφόρες γυναῖκες, ἐκεῖνες μετέδωσαν αὐτό τό χαρμόσυνο μήνυμα στούς Ἀποστόλους καί ἐκεῖνοι αὐτό τό μήνυμα τό μετέφεραν σέ ὅλο τόν κόσμο. Καί ἐμεῖς πρέπει νά δίνουμε σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού εἶναι γύρω μας αὐτήν τήν ἀναστάσιμη χαρά, ἐλπίδα καί ζωή.

Δέν εἶναι δυνατόν νά ζοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί, ὅμως, μέ τόν λόγο μας καί τήν ζωή μας νά μεταδίδουμε λύπη, ἀπόγνωση, καταχνιά, μιζέρια, ἀλλά πρέπει νά εἴμαστε πασχαλινές ἀναμμένες λαμπάδες καί νά μεταδίδουμε αὐτό τό ἀναστάσιμο φῶς στούς πεθαμένους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας.

Θά πρέπει νά κηρύσσουμε αὐτό πού κήρυσσε ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ στούς ἀνθρώπους πού συναντοῦσε: «Χριστός Ἀνέστη, χαρά μου». Ὁ Χριστός πρέπει νά εἶναι ἡ ἐλπίδα καί ἡ ζωή μας, καί αὐτόν τόν ἀναστημένο Χριστό πρέπει νά κηρύσσουμε στόν ἀπελπισμένο κόσμο πού μᾶς περιβάλλει..

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή 28 Ἰουλίου. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

275 14Τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα αὐτά πού συνέταξε ὁ μεγάλος Πατέρας καί κορυφαῖος θεολόγος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, περικλείουν ὅλη τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι τροπάρια συναισθηματικά, ἀλλά θεολογικά. Αὐτό συμβαίνει καί στό ἀναστάσιμο Ἀπολυτίκιο τοῦ πλαγίου πρώτου ἤχου πού ψάλαμε σήμερα, καί εἶναι τό ἑξῆς:

«Τόν συνάναρχον Λόγον Πατρί καί Πνεύματι, τόν ἐκ Παρθένου τεχθέντα εἰς σωτηρίαν ἡμῶν, ἀνυμνήσωμεν πιστοί καί προσκυνήσωμεν• ὅτι ηὐδόκησε σαρκί, ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ, καί θάνατον ὑπομεῖναι, καί ἐγεῖραι τούς τεθνεῶτας, ἐν τῇ ἐνδόξῳ ἀναστάσει αὐτοῦ».

Ἡ μετάφραση ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Ἐμεῖς οἱ πιστοί ἄς ἀνυμνήσουμε καί ἄς προσκυνήσουμε τόν Λόγο πού εἶναι συνάναρχος μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα, ὁ Ὁποῖος Λόγος γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο γιά τήν σωτηρία μας, καθώς ἐπίσης νά Τόν ὑμνήσουμε καί νά Τόν προσκυνήσουμε διότι εὐδόκησε μέ τήν σάρκα Του νά ἀνεβῆ στόν Σταυρό καί νά ὑπομείνη τόν θάνατο καί νά ἀναστήση τούς νεκρούς μέ τήν ἔνδοξη ἀνάστασή Του».

Αὐτό τό Ἀπολυτίκιο εἶναι ἡ σύνοψη ὅλης τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας γιά τόν Χριστό, καί ἔτσι ἡ δογματική τῆς Ἐκκλησίας γίνεται ἕνας ὕμνος, πού τόν ψάλλουμε θριαμβευτικά καί μάλιστα στόν πλάγιο πρῶτο ἦχο, πού εἶναι πανηγυρικός καί χαρούμενος ἦχος.

Στό τροπάριο αὐτό γίνεται λόγος γιά τόν συνάναρχο μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα Λόγο, ὁ Ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος, εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, πού εἶναι Θεός ἀληθινός καί ἄνθρωπος ἀληθινός, στόν Ὁποῖο οἱ δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, ἑνώθηκαν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως, ὅπως δογμάτισε ἡ Τετάρτη (Δ΄) Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Χαλκηδόνα, τό 451 μ.Χ., ἡ ὁποία ἀποφάσισε αὐτό βάσει τῆς ὁρολογίας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τήν ἐμπειρία τῶν Πατέρων.

Ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀληθινός Θεός, συνάναρχος μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ Θεός Λόγος δέν εἶναι ὑποδεέστερος ἀπό τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, δέν ὑπάρχει χρόνος πού δέν ὑπῆρχε, ὅπως νόμιζε ὁ Ἄρειος, ὁ ὁποῖος καταδικάσθηκε καί ἀπό τήν Πρώτη (Α΄) Οἰκουμενική Σύνοδο. Δέν εἶναι μιά ἐνέργεια τοῦ Πατρός, ἀλλά Λόγος καί συνάναρχος μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα.

Ἔπειτα, Αὐτός ὁ Λόγος ἐνηνθρώπησε ἀπό τήν Παναγία, ἡ ὁποία ἦταν Παρθένος καί Τόν συνέλαβε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, γι’ αὐτό εἶναι καί λέγεται Θεοτόκος. Ἡ Παναγία δέν γέννησε ἕναν ἄνθρωπο πού ἁγιάσθηκε μετά καί ἔγινε Θεός, ἀλλά γέννησε Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ.

Ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε σάρκα θνητή καί παθητή γιά νά πεθάνη γιά μᾶς, ὄχι γιά νά ἐξιλεώση τήν δῆθεν ὀργή τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἀλλά γιά νά νικήση τόν θάνατο στό σῶμα Του καί ἔτσι τό τεθεωμένο Σῶμα Του νά γίνη φάρμακο σέ μᾶς γιά νά νικήσουμε μέ τήν δύναμή Του τόν θάνατο στήν ὕπαρξή μας.

Ὁ Χριστός ὑπέμεινε τόν θάνατο, ἐνῶ ἦταν ἀθάνατος ὡς πρός τήν θεία φύση Του, ἀλλά αὐτό δέν ἦταν ἕνα γεγονός πού ἔπρεπε νά παραμείνη στήν ζωή Του, ἀλλά ἤγειρε, ἀνέστησε καί τούς νεκρούς. Ἤδη, ὅταν ὁ Χριστός ἀπέθανε στόν Σταυρό, τότε ἔγιναν συνταρακτικά γεγονότα, ἤτοι ἔγινε μέγας σεισμός, σχίσθηκε τό καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ στά δύο, ἄνοιξαν πολλά μνημεῖα κεκοιμημένων, καί πολλά σώματα ἀναστήθηκαν καί εἰσῆλθαν στήν ἁγία Πόλη, τά Ἱεροσόλυμα, μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό ἐπιβεβαιώνει καί τό γεγονός τῆς ἐσχατολογικῆς ἀναστάσεως ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Γιατί ὁ Χριστός θά ἔλθη στήν Δευτέρα Παρουσία Του καί ὅλοι θά ἀναστηθοῦν καί θά σταθοῦν ἐνώπιόν Του γιά νά κριθοῦν.

Ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, εἶναι Θεάνθρωπος Χριστός, εἶναι τό μέτρον ἑρμηνείας ὅλων, οὐρανίων καί ἐπιγείων, εἶναι «τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον», δέν ὑπάρχει τίποτε ἀνώτερο ἀπό Αὐτόν.

Τί φοβερά μυστήρια ζοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία! Τί ἰλιγγιώδης ζωή μᾶς περιβάλλει!

Ὅμως διερωτᾶται κανείς: Πῶς ψάλλουμε τέτοια μεγάλα γεγονότα, πού ἅπτονται τῆς θεολογίας τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας, τῆς μελλοντικῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν χωρίς νά τά καταλαβαίνουμε πνευματικά; Καί γιατί, ἐνῶ τά ψάλλουμε, εἴμαστε τόσο λυπημένοι ἀπό τά μικρά καί καθημερινά γεγονότα πού συμβαίνουν στήν ζωή μας; Γιατί, ἐνῶ ἔχουμε ἕναν τέτοιον μεγάλο Θεό, ζοῦμε σάν νά εἴμαστε ὀρφανοί;

Πρέπει νά εἴμαστε Χριστιανοί πραγματικοί, καί νά χαιρόμαστε ἀληθινά ὄχι μόνον κάθε Κυριακή, ἀλλά σέ ὅλη τήν ζωή μας, γιατί ἔχουμε κοινωνία μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή 7 Ἰουλίου. Ὁ Ζωοδότης Χριστός

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

275 11 Στά φετινά καλοκαιρινά κηρύγματα θά ἀναφερθῶ στά ἀναστάσιμα Ἀπολυτίκια πού ψάλλουμε κάθε Κυριακή, σύμφωνα μέ τόν ἦχο κάθε ἑβδομάδος.
Ὅπως γνωρίζουμε ὑπάρχουν ὀκτώ ἦχοι τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, οἱ ὁποῖοι ἐναλλάσσονται κάθε ἑβδομάδα, ἀπό τόν πρῶτο ἦχο μέχρι τόν πλάγιο τοῦ τετάρτου ἦχο.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, πού ἔγραψε ὅλα τά τροπάρια τῆς Ὀκτωήχου, τά ὁποῖα ψάλλουμε κάθε Σάββατο στόν Ἑσπερινό καί τήν Κυριακή τό πρωΐ, ἔχει γράψει καί τά γνωστά Ἀπολυτίκια κάθε ἤχου. Μέ ὅλα αὐτά τά τροπάρια ὑμνεῖται τό μεγάλο καί μοναδικό γεγονός στήν ἱστορία, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Ἐπειδή σήμερα ψάλαμε τόν δεύτερο ἦχο, γι’ αὐτό θά ἀρχίσω νά ἑρμηνεύω τό πνευματικό νόημα πού ἔχει τό Ἀπολυτίκιο τῆς σημερινῆς ἡμέρας.

Τό ἀναστάσιμο Ἀπολυτίκιο τοῦ δευτέρου ἤχου εἶναι τό ἀκόλουθο:

«Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον, ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος, τότε τόν ᾅδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος• ὅτε δέ καί τούς τεθνεῶτας, ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας, πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον• Ζωοδότα Χριστέ, ὁ Θεός ἡμῶν δόξα σοι».

Ἡ μετάφρασή του εἶναι ἡ ἑξῆς:

«Ὅταν κατέβηκες στόν θάνατο, Ἐσύ Χριστέ, πού εἶσαι ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος, τότε ἐνέκρωσες τόν ἅδη μέ τήν ἀστραπή τῆς θεότητός Σου. Ὅταν δέ καί τούς νεκρούς ἀνέστησες ἀπό τά καταχθόνια τοῦ ἅδου, τότε ὅλες οἱ δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζαν. Δόξα σέ Σένα, Ζωοδότα Χριστέ, πού εἶσαι Θεός μας».

Θά καταγραφοῦν μερικά ἑρμηνευτικά σχόλια στό ἀναστάσιμο αὐτό Ἀπολυτίκιο.

Ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζουμε ὅτι ἡ ψυχή τοῦ Χριστοῦ μέ τήν θεότητά Του, δηλαδή χωρίς νά χωρισθῆ ἀπό τήν θεότητα, κατέβηκε στόν Ἅδη, πού ἦταν ἡ χώρα τοῦ θανάτου καί ἐκεῖ ἦταν κλεισμένες οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ μέχρι τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος εἶχε μεγάλη δύναμη καί κυριαρχοῦσε στούς ἀνθρώπους. Αὐτό τό γράφει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: «Ἐν ᾧ καί τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθείς ἐκήρυξεν» (Α΄ Πέτρ. γ΄, 19), καί τό παρατηροῦμε ὡς διδασκαλία στούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί τήν λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀθάνατη ζωή, κατέβηκε στό κράτος τοῦ θανάτου καί ἐνέκρωσε μέ τό Φῶς τῆς θεότητός Του τόν Ἅδη. Εἰσῆλθε μόνος Του στό κράτος τοῦ θανάτου, χωρίς νά μπορέση ὁ θάνατος νά Τόν κρατήση. Ἡ ἱερή ἁγιογραφία παρουσιάζει τόν Χριστό νά συντρίβη τίς πύλες τοῦ Ἅδου.

Ἔκανε καί κάτι ἄλλο ὁ Χριστός στόν Ἅδη. Ἐκήρυξε μετάνοια, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, πού εἴδαμε προηγουμένως, καί ὅσοι Τόν εἶχαν γνωρίσει μέ ἀποκαλυπτικό τρόπο, κατά τήν διάρκεια τῆς βιολογικῆς ζωῆς τους, ὅπως οἱ Προφῆτες καί οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καί ὁμιλοῦσαν γιά τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, Τόν ἀναγνώρισαν, πίστευσαν σέ Αὐτόν καί τούς ἀνέστησε πνευματικά, γιατί ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων τους θά γίνη κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτό τό γεγονός ἦταν πρωτάκουστο καί θαυμαστό. Γι’ αὐτό οἱ ἐπουράνιες Δυνάμεις βλέποντας αὐτό τό γεγονός ξέσπασαν σέ μιά ἔκρηξη χαρᾶς, δοξολογώντας τόν Χριστό, ἐπειδή Αὐτός, ὡς Ζωοδότης, ἔδωσε τήν ζωή στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού πίστευσαν σέ Αὐτόν.

Ὁ Χριστός δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνας Θεός πού δέχεται τήν τιμή καί τήν δοξολογία μας, ἀλλά εἶναι Ζωοδότης πού δίνει ζωή στούς ἀνθρώπους, εἶναι ὁ νικητής τοῦ θανάτου. Αὐτό τό γνωρίζουν οἱ δαίμονες, τό γνωρίζουν οἱ ἄγγελοι, τό γνωρίζουν οἱ ἅγιοι, ἀλλά, δυστυχῶς, τό ἀγνοοῦμε ἤ τό ξεχνᾶμε πολλοί ἀπό ἐμᾶς, γι’ αὐτό δέν ἀντιμετωπίζουμε σοβαρά τό ὅτι εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή μέλη τοῦ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ ἄγγελοι δοξολογοῦν τόν Θεό κραυγάζοντας γιά τό θαυμαστό αὐτό γεγονός, καί πολλοί Χριστιανοί εἶναι ἀδιάφοροι, ἀσυγκίνητοι καί μάλιστα τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, πού εἶναι ἡμέρα Ἀναστάσεως, Πάσχα, δέν ζοῦν ἀναστάσιμα, ὅπως θά ἔπρεπε, δέν ἐκκλησιάζονται, δέν κοινωνοῦν τό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Τό τροπάριο αὐτό μᾶς δείχνει ὅτι δέν πρέπει νά φοβόμαστε κάθε Ἅδη, κάθε χῶρο θανάτου καί ἀπελπισίας, δέν πρέπει νά μᾶς καταλαμβάνη θλίψη ἀπό διάφορες δοκιμασίες πού ἔχουμε στήν ζωή μας, ἀλλά νά ἔχουμε τήν βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός καί Ζωοδότης, εἶναι Δυνατός καί, ὅταν Τόν ἐπικαλεσθοῦμε, θά συντρίψη κάθε κακό, κάθε δυσκολία καί δυσφορία πού παρουσιάζεται στήν ζωή μας, θά μᾶς ἀπαλλάξη καί ἀπό τόν πνευματικό θάνατο.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή Z' Ματθαίου, 22 Ἰουλίου - Ἀσθένειες τῆς ψυχικῆς ὁράσεως

Γρὰπτὸ κήρυγμα

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ τελειότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Τὸ σῶμα του ἔχει δημιουργηθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τέτοιον τρόπο, ὥστε νὰ ἔχη πολλὲς δυνατότητες νὰ ἐπικοινωνῇ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν περιβάλλοντα κόσμο. Συγχρόνως ὁ ἄνθρωπος ἔχει καὶ τὴν ψυχὴ μὲ τὶς πολλὲς ἐνέργειές της, ἡ ὁποία διὰ τοῦ σώματος βλέπει, ἀκούει, αἰσθάνεται, σκέπτεται, ἀλλὰ κυρίως ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν Θεό.

Μιὰ μεγάλη εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι οἱ ὀφθαλμοί, μὲ τοὺς ὁποίους βλέπουμε τὴν κτίση, τοὺς ἀνθρώπους, θαυμάζουμε τὶς ὀμορφιὲς τῆς φύσεως καὶ μποροῦμε νὰ κινούμαστε ἄνετα. Οἱ ὀφθαλμοὶ ἔχουν σημαντικὸ ρόλο στὴν ζωή μας, καταλαβαίνουμε δὲ τὴν ἀξία τους, ὅταν συναντᾶμε ἀνθρώπους ποὺ στεροῦνται τὸ μεγάλο ἀγαθὸ τῆς ὁράσεως. Συγχρόνως, ἂν μελετήσουμε διάφορα συγγράμματα ποὺ περιγράφουν πῶς λειτουργοῦν τὰ μάτια, τότε μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴν ἀξία τους, ἀφοῦ λειτουργοῦν πολὺ καλύτερα ἀπὸ τὶς πιὸ τέλειες φωτογραφικὲς μηχανές.

Τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται σὲ δύο τυφλούς, οἱ ὁποῖοι ἀκολούθησαν τὸν Χριστό, Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς εὐσπλαχνισθὴ καὶ νὰ τοὺς δώση τὴν ὅραση τῶν ὀφθαλμῶν τους: «ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ» (Μάτθ. θ', 27). Ὁ Χριστὸς βλέποντας τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν τοὺς θεράπευσε.

Ὑπάρχουν πολλὲς ἀσθένειες τῶν ὀφθαλμῶν, δηλαδὴ δὲν εἶναι μόνον ἡ τύφλωση. Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι ἡ μυωπία, ὅταν ὁ ὀφθαλμὸς δὲν διακρίνη καθαρὰ τὰ ἀντικείμενα ποὺ βρίσκονται σὲ σχετικὰ μακρινὴ ἀπόσταση. Εἶναι ἡ πρεσβυωπία, ὅταν ὁ ὀφθαλμὸς δὲν μπορεῖ νὰ δὴ μὲ ἀκρίβεια ἀντικείμενα σὲ κοντινὲς ἀποστάσεις. Ἀκόμη, εἶναι ἡ ἀχρωματοψία, δηλαδὴ ἡ ἀδυναμία νὰ διακρίνη κανεὶς ἕνα ἢ περισσότερα βασικὰ χρώματα. Ὑπάρχουν καὶ διάφορες ἄλλες ἀσθένειες. Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ἀπαιτεῖται νὰ ἐπισκεφθοῦμε ἕναν ὀφθαλμίατρο γιὰ νὰ θεραπευθῇ ἢ νὰ ἀντιμετωπισθῇ κάποια ἀσθένεια ἢ κάποια ἀνικανότητα τῶν ὀφθαλμῶν.

Ὅμως, πέραν ἀπὸ τὶς ἀσθένειες τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ σώματος ὑπάρχουν καὶ οἱ ἀσθένειες τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι ὁ νούς. Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ τὸν νοῦ, δὲν ἐννοοῦμε τὴν λογική, ἀλλὰ τὴν λεπτοτάτη προσοχή, δηλαδὴ κάποια ἄλλη ἐνέργεια ποὺ λέγεται νοερὰ καὶ διακρίνεται ἀπὸ τὴν λογικὴ ἐνέργεια. Συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ὀφθαλμὸ τῆς ψυχῆς ὅ,τι καὶ μὲ τὸν ὀφθαλμὸ τοῦ σώματος.

Κατ’ ἀρχὰς ὑπάρχει ἡ πνευματικὴ τύφλωση, ὅταν ὁ νοὺς ἔχη ἀσθενήσει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δὴ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ λέγεται σκοτασμὸς τοῦ νοῦ καὶ στὴν πραγματικότητα σὲ αὐτὴν τὴν κατηγορία συμπεριλαμβάνονται οἱ ἄθεοι ποὺ ἀρνοῦνται τὸν Θεό. Ἐπίσης, ὑπάρχουν ἄλλες πνευματικὲς ἀσθένειες, ὅταν οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀρνοῦνται μὲν τὸν Θεό, ἀλλὰ Τὸν παρερμηνεύουν, δὲν βλέπουν καθαρά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀλλάζη ὅλη ἡ ψυχικὴ κατάστασή τους, ἄλλοτε ὑπάρχει ἡ πνευματικὴ μυωπία καὶ δὲν μποροῦν νὰ δοὺν τὴν μεγάλη δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλοτε ἡ πνευματικὴ πρεσβυωπία καὶ δὲν βλέπουν τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ποὺ εὐεργετεῖ ποικιλοτρόπως τοὺς ἀνθρώπους.

Αὐτὲς οἱ πνευματικὲς ἀσθένειες τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς δὲν ἀναφέρονται μόνον στὴν σχέση μας μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίζουμε τὶς καταστάσεις τῆς ζωῆς μας. Ἄλλοτε ὑπερεκτιμοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ κρίνουμε αὐστηρὰ τοὺς ἄλλους, καὶ ἄλλοτε κρίνουμε αὐστηρὰ τὸν ἑαυτό μας μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀπογοητευόμαστε.

Ὁ Νικόλαος Καβάσιλας λέγει ὅτι κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θὰ ἐμφανισθῇ ὁ Χριστὸς μέσα στὴν δόξα Του, ἀλλὰ θὰ Τὸν δοῦν μόνον ἐκεῖνοι ποὺ φρόντισαν νὰ ἀποκτήσουν ὑγιεῖς ὀφθαλμοὺς ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή. Ἑπομένως, ὁ σκοπὸς τῶν Χριστιανῶν εἶναι νὰ θεραπεύσουν τὸν πνευματικὸ ὀφθαλμό, τὸν νοῦ. Αὐτὸ γίνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἀγῶνα μας, καί, μάλιστα, ὅσο βρισκόμαστε στὴν ζωὴ αὐτή. Ὁπότε, πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι εἴμαστε πνευματικὰ ἀσθενεῖς, ὅτι ἔχουμε πνευματικὴ τύφλωση καὶ διάφορες ἄλλες παθήσεις στὸν νοῦ μας, καὶ νὰ ἀναζητήσουμε τὸν πραγματικὸ ὀφθαλμίατρο ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ μᾶς θεραπεύη διὰ τῶν Κληρικῶν Του. Αὐτὸς εἶναι τὸ Φῶς, Αὐτὸς εἶναι ὁ ὀφθαλμὸς καὶ Αὐτὸς εἶναι ἡ ὀπτικὴ ἐνέργεια μὲ τὴν ὁποία βλέπουμε. Ἅς εὐχηθοῦμε νὰ συμβῇ αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Δαυΐδ: «ἐν τὼ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψάλμ. λέ', 10).

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή Δ' Ματθαίου, 1 Ἰουλίου - Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ

Ὁ Ἑκατόνταρχος τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπής, ποὺ ἦταν ρωμαῖος στρατιωτικός, εἶχε μεγάλη πίστη. Ὄχι ἁπλῶς μιὰ ἀφηρημένη πίστη σὲ κάποιον Θεὸ ποὺ κατοικεῖ στοὺς οὐρανούς, οὔτε σὲ ἕνα ἀνώτατο Ὅν ποὺ διευθύνει τὸν κόσμο, ἀλλὰ εἶχε πίστη στὸν Χριστό. Πίστευε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ ὄχι ἁπλὸς ἄνθρωπος ποὺ ἔχει κάποια ἱκανότητα, καὶ ζήτησε νὰ θεραπεύση τὸν δοῦλο του ποὺ ἦταν παράλυτος καὶ παρέμενε στὸ σπίτι. Ἡ πίστη αὐτὴ φαίνεται ἀπὸ τὸν λόγο ποὺ εἶπε στὸν Χριστό: «εἰπὲ λόγῳ καὶ ἰαθήσεται ὁ παίς μου» (Μάτθ. ἡ', 8), δηλαδὴ λέγε ἕναν λόγο, καίτοι βρίσκεσαι μακριά, καὶ θὰ θεραπευθῇ ὁ δοῦλος μου. Ἡ λέξη παὶς σημαίνει ἢ τὸν υἱὸ σὲ μικρὴ ἡλικία ἢ τὸν δοῦλο σὲ κάθε ἡλικία, πρᾶγμα ποὺ συμβαίνει ἐδῶ. Ὁ Χριστὸς ἔκανε δεκτὸ τὸ αἴτημά του καὶ θεραπεύθηκε ὁ παράλυτος δοῦλος.

Εἶναι σημαντικὸ νὰ ὑπογραμμισθῇ αὐτὴ ἡ παράκληση τοῦ ἑκατοντάρχου: «εἰπὲ λόγῳ». Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐνέργεια καὶ ἀναγεννᾶ τοὺς ἀνθρώπους, κάνει θαύματα, δημιουργεῖ ἀλλαγὴ στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Πατέρες λένε ὅτι, ὅπως κάθε ὑλικὸ ἀντικείμενο ἔχει ἐνέργεια, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς ἔχει ἐνέργεια. Ἡ διαφορὰ εἶναι ὅτι ἡ ἐνέργεια τῶν ὑλικῶν πραγμάτων εἶναι κτιστή, δηλαδὴ ἔχει ἀρχή, φθορὰ καὶ τέλος, ἐνῷ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, δηλαδὴ δὲν ἔχει ἀρχή, φθορὰ καὶ τέλος. Ὅπως ὁ ἥλιος φωτίζει, θερμαίνει καὶ ζωογονεῖ τὴν κτίση, ἔτσι καὶ ὁ πνευματικὸς Ἥλιος, ποὺ εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός, ἔχει ἐνέργεια ποὺ φωτίζει, θερμαίνει καὶ ζωογονεῖ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν κτίση. Ὅλα ὅσα γίνονται στὴν κτίση εἶναι ἀποτελέσματα τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ.

Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια λέμε ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐνέργεια δυνατή, ἰσχυρὴ καὶ ἀποτελεσματική. Ὁ ἑκατόνταρχος τὸ κατάλαβε αὐτὸ πολὺ καλά, γιατί, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, «ἰάθη ὁ παὶς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρα ἐκείνη» (Μάτθ. ἡ,' 13), δηλαδὴ ἔγινε τὸ θαῦμα, χωρὶς νὰ ἐπισκεφθῇ ὁ Χριστὸς στὸ σπίτι του τὸν δοῦλο του. Καὶ ἐμεῖς ὅταν ἔχουμε πίστη καὶ ἐπικαλεσθοῦμε τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν δύναμη τῆς ἐνέργειας τοῦ λόγου Τοῦ. Αὐτὸ γίνεται ὅταν διαβάζουμε μὲ πίστη καὶ ἀγάπη τὴν Ἁγία Γραφή, μέσα στὴν ὁποία περιλαμβάνεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ὁποῖο ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό, τοὺς Προφῆτες καὶ τοὺς Ἀποστόλους Τοῦ. Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφὴς μπορεῖ νὰ προξενήση ἀληθινὲς ἐπαναστάσεις μέσα στὴν ψυχή μας, νὰ τὴν φωτίση, νὰ τὴν θερμάνη, νὰ τὴν ἐνδυναμώση. Ὅταν διαβάζουμε τὴν Ἁγία Γραφή, αἰσθανόμαστε ἕνα φῶς μέσα μας, ἀφοῦ καταλαβαίνουμε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ πρὶν ἦταν ἄγνωστα, θερμαίνεται ἡ καρδιά μας ἀπὸ ἀγάπη καὶ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐνδυναμώνεται ὅλη ἡ ὕπαρξή μας. Εἶναι εὐλογημένη συνήθεια κάθε μέρα νὰ διαβάζουμε ἕνα κεφάλαιο ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή.

Ἐπίσης, ἡ ἐνέργεια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ φωτίζει, θερμαίνει, ζωογονεῖ καὶ ἐνδυναμώνει τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο, ὅταν προφέρουμε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν προσευχή, ὅταν ἐπαναλαμβάνουμε συχνὰ μὲ πίστη, ἀγάπη καὶ κατάνυξη τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», ποὺ εἶναι ἀνάπτυξη τῆς μικρῆς κραυγῆς ποὺ ἀπευθύνουμε στὸν Θεὸ κατὰ τὶς λατρευτικές μας συνάξεις, δηλαδὴ τὸ «Κύριε ἐλέησον». Καί, βέβαια, ὅταν κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, κατόπιν προετοιμασίας, αἰσθανόμαστε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα μας.

Καὶ οἱ λόγοι τῶν ἀνθρώπων ἔχουν ἐνέργεια καὶ δύναμη, ἀλλὰ προκαλοῦν κακία, σύγχυση, δημιουργοῦν προβλήματα, γιατί πολλὲς φορὲς προέρχονται ἀπὸ τὰ πάθη τους. Γι’ αὐτὸ ἀκοῦμε σήμερα πολλοὺς ἀνθρώπινους λόγους ποὺ μᾶς δημιουργοῦν ἀναστάτωση.
Πρέπει νὰ ἐμπιστευόμαστε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἰρηνεύει τὴν καρδιά μας, τὴν παρηγορεῖ, τὴν ἐνδυναμώνει. Ἅς δοκιμάσουμε αὐτὴν τὴν ἀλήθεια. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει μεγαλύτερη δύναμη ἀπὸ τὴν πυρηνικὴ ἐνέργεια, ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ βόμβα, ἀφοῦ δημιουργεῖ ἀναγεννημένους ἀνθρώπους μὲ εἰρηνικὸ τρόπο, οἱ ὁποῖοι θὰ παραμένουν αἰώνια μέσα στὸ Φῶς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Δοκιμάστε, ἀδελφοί μου, αὐτὴν τὴν μεγάλη δύναμη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή Ε' Ματθαίου, 8 Ἰουλίου - Ὁ δαίμονας καὶ οἱ δαιμονισμένοι

Γραπτὸ κήρυγμα

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ διαβάστηκε σήμερα στὴν θεία Λειτουργία, ἀναφέρθηκε στὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς στὴν χώρα τῶν Γεργεσηνῶν, ὅταν θεράπευσε δύο δαιμονισμένους. Θὰ ἐπιμείνουμε σὲ δύο σημεῖα ποὺ πρέπει ἰδιαιτέρως νὰ προσέξουμε.

Τὸ πρῶτον εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸν δαίμονα. Μὲ τὴν λέξη αὐτὴ δηλώνεται ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἰδιαίτερο πρόσωπο καὶ προηγουμένως ἦταν ἄγγελος, ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπερηφάνειά του ἔγινε ἄγγελος τῆς κακίας, διάβολος ποὺ διαβάλλει συνεχῶς τὸν Θεὸ στοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀνθρώπους στὸν Θεό.

Στὴν περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα γράφεται ὅτι πολλοὶ δαίμονες εἰσῆλθαν μέσα στὸ σῶμα δύο δυστυχισμένων ἀνθρώπων καὶ ὁμιλοῦσαν μέσα ἀπὸ αὐτούς. Ἔτσι, ἔχουμε μιὰ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς δαίμονες. Δὲν ὑπάρχει καμμιὰ σχέση μεταξὺ αὐτῶν, ὅπως τὸ εἶπαν οἱ ἴδιοι: «Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ;» (Μάτθ. ἡ', 29). Μάλιστα, ὑπάρχει τεράστια διαφορά. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἀγάπη, ἐνῷ οἱ δαίμονες διακατέχονται ἀπὸ μῖσος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν κτίση. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἐνῷ οἱ δαίμονες εἶναι πνεύματα τῆς πλάνης. Ὁ Χριστὸς εὐεργετεῖ τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῷ οἱ δαίμονες τοὺς κακοποιοῦν.

Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Τοῦ ἐνίκησε τὸν διάβολο, τὸν θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης γράφει: «εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύση τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α' Ἰω. γ', 8). Ἄλλωστε, αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ ὅσα εἶπαν τὰ δαιμόνια στὸν Χριστό: «ἦλθες ὦδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;» (Μάτθ. ἡ', 29). Ὁ Χριστὸς ἐνίκησε τὸν διάβολο μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ, ἀλλὰ ἡ τελικὴ νίκη Τοῦ καὶ ἡ βάσανος τοῦ διαβόλου θὰ γίνη κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία. Μέχρι τότε τὸν ἀφήνει νὰ πειράζη τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἔτσι δοκιμάζεται ἡ προαίρεση τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ ἀπολαύσουν τὰ βραβεῖα τῶν ἀγώνων τους.

Τὸ δεύτερον εἶναι ὅτι ὑπάρχουν καὶ οἱ δαιμονισμένοι ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἀφήνουν νὰ εἰσέρχωνται μέσα στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τους. Στὴν συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδὴ στὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, φαίνεται ὅτι οἱ δαίμονες εἶχαν εἰσέλθει καὶ μέσα στὸν ἐγκέφαλο τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, σκέπτονταν καὶ ὁμιλοῦσαν ἀντὶ ἐκείνων. Εἶναι φοβερὸ νὰ βλέπη κανεὶς ἕνα τέτοιο θέαμα. Ὁ ἄνθρωπος, τὸ ὡραιότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνεται δοῦλος τῶν δαιμόνων, ὑποχείριο σκοτεινῶν πνευμάτων, ἕρμαιο τῶν παθῶν!

Ἡ εἴσοδος τῶν δαιμόνων μέσα στὸν ἄνθρωπο γίνεται μὲ τοὺς λογισμούς, οἱ ὁποῖοι μετατρέπονται σὲ ἐπιθυμίες καὶ καταλήγουν σὲ ἁμαρτίες καὶ πάθη. Τὰ πάθη εἶναι οἱ κακοήθεις πνευματικοὶ ὄγκοι στὸν ψυχικὸ ὀργανισμό. Μὲ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ πάθη ὁ διάβολος ἀποκτᾶ κυριαρχία πάνω στὸν ἄνθρωπο, καταργεῖ τὴν πνευματικὴ ἐλευθερία του καὶ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης θὰ γράψη ὅτι κάθε ἕνας ποὺ ἁμαρτάνει εἶναι ἀπὸ τὸν διάβολο, εἶναι παιδὶ τοῦ διαβόλου. Μάλιστα γράφει ὅτι ὑπάρχουν μερικὰ σημεῖα ποὺ ξεχωρίζουν τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου. Ποιά εἶναι αὐτά; Γράφει: «πὰς ὁ μὴ ποιῶν δικαιοσύνην οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ» (Α' Ἰω. γ', 10). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἀδικεῖ τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν τοὺς ἀγαπᾶ εἶναι τέκνο-παιδὶ τοῦ διαβόλου.

Ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ στὴν ὁποία ὑπάρχουν πολλὰ προσωπικὰ καὶ κοινωνικὰ προβλήματα, ἀναστατώσεις καὶ διασαλεύσεις τοῦ κοινωνικοῦ χώρου. Γιὰ τὴν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων αὐτῶν ἀγωνίζονται οἱ ἄνθρωποι καὶ ἀναπτύσσονται διάφορες ἐπιστῆμες ἀνθρωπολογικές, κοινωνιολογικές, ψυχολογικὲς κλπ. Δὲν μποροῦμε, βέβαια, νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν προσφορὰ τοὺς καὶ μάλιστα ὅταν ζοῦμε σὲ μιὰ πτωτικὴ κοινωνία, ἀλλὰ πρέπει νὰ τονισθῇ ὅτι ἡ κύρια αἰτία τῶν κακοδαιμονιῶν εἶναι ἡ πολεμικὴ τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ κυρίως ἡ ἐπίδρασή του σὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι ἀνοχύρωτοι, ποὺ δὲν θέλουν νὰ προστατευθοῦν ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐναντίον τοῦ διαβόλου στὸν χῶρο τῶν αἰσθήσεων, τῆς φαντασίας, τῶν λογισμῶν καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν, καὶ νὰ μὴν τοῦ ἐπιτρέπουμε νὰ εἰσέρχεται μέσα στὸν ἐσωτερικό μας χῶρο γιὰ νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι.

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή Η' Ματθαίου, 29 Ἰουλίου - Οἱ βασικὲς ἀνάγκες στὴν ζωή μας

Γρὰπτὸ κήρυγμα

Τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ καὶ ἀγαπητὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, γιατί δείχνει ὅτι ὁ Χριστὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ ὑλικὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὴν πεῖνα τους, ἀλλὰ καὶ γιατί δείχνει τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπως ἑρμήνευσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὴν περικοπὴ αὐτή. Ὅμως, σήμερα, στὸ σύντομο αὐτὸ κήρυγμα, θὰ δοῦμε μιὰ ἄλλη πλευρὰ τοῦ θέματος αὐτοῦ ποὺ εἶναι σημαντική. Δηλαδή, θὰ ἐξετάσουμε τὸ θέμα, ὄχι ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ἀνθρώπων.

Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀκολουθοῦσαν τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλία Του καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν ἀγάπη Του μὲ τὶς θεραπεῖες τῶν διαφόρων ἀσθενειῶν. Ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς γράφει: «καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἠκολούθησαν αὐτῶ πεζὴ ἀπὸ τῶν πόλεων» (Μάτθ. ἰδ', 13). Δηλαδή, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἄκουσαν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι κοντά, Τὸν ἀκολούθησαν μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὶς πόλεις, ποὺ σημαίνει βγῆκαν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὶς πόλεις καὶ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Μάλιστα, ὁ τόπος ἦταν ἔρημος, δὲν εἶχαν μαζί τους τρόφιμα καὶ εἶχε βραδιάσει. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ στοιχεῖα (ἔρημος, ἀπουσία τροφίμων, βράδυ) δείχνουν τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι προτίμησαν νὰ ἀκούσουν τὸν Χριστό, παρὰ τὶς τόσες δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπιζαν. Καὶ ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ἦταν πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρὶς νὰ ὑπολογισθῇ ἡ παρουσία τῶν γυναικῶν καὶ τῶν παιδιῶν. Ὁπότε, ἀσφαλῶς ὁ ἀριθμὸς ἦταν μεγαλύτερος.

Τὸ θέμα, λοιπόν, εἶναι τί προτεραιότητες θέτουμε στὴν ζωή μας: ὑλικὲς ἢ πνευματικές. Αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὸ σημεῖο, ποὺ δείχνει πῶς ζοῦμε, πῶς συμπεριφερόμαστε, ποιός εἶναι ὁ στόχος τῆς ζωῆς μας. Ὑπάρχουν ὑλικὲς ἀνάγκες ποὺ συνδέονται μὲ τὶς ἐπιθυμίες μας, ὑπάρχουν βιολογικὲς ἀνάγκες ποὺ ἀφοροῦν τὸ σῶμα μας, ὑπάρχουν ψυχολογικὲς ἀνάγκες, ἀφοῦ ἀναζητᾶμε ἀγάπη, πληρότητα, καὶ ὑπάρχουν πνευματικὲς ἀνάγκες, ἀφοῦ ὅλοι μας ἀναζητᾶμε τὸν Θεό.

Οἱ εἰδικοὶ γιὰ τὰ θέματα αὐτὰ λένε ὅτι οἱ βασικὲς ἀνάγκες κάθε ἀνθρώπου δὲν εἶναι οἱ ὑλικές, ἀλλὰ κυρίως ἡ ἀνάγκη νὰ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ μᾶς ἀγαποῦν, καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι ἔχουμε κάποια ἀξία γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους. Ὅταν δὲν ἱκανοποιοῦνται αὐτὲς οἱ βασικὲς ψυχικὲς ἀνάγκες ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὀδύνη καὶ δυσφορία, ἔστω κι ἂν ζὴ μέσα στὴν εὐμάρεια καὶ τὸν ὑλικὸ πλοῦτο.

Πέρα ἀπὸ τὶς βασικὲς αὐτὲς ψυχικὲς ἀνάγκες ὑπάρχουν καὶ οἱ θεολογικὲς ἀνάγκες, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος πρωτίστως εἶναι θεολογικὸ ὅν, δηλαδὴ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, θέλει νὰ ζὴ μὲ τὸν Θεὸ καὶ ὁδηγεῖται πρὸς τὸν Θεό. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνάγκη γεννιοῦνται διάφορα ἐρωτήματα, ὅπως: ποιός μᾶς δημιούργησε, γιατί ἤλθαμε στὴν ζωή, ποὺ πηγαίνουμε, γιατί πεθαίνουμε, τί γίνεται ἡ ψυχὴ μετὰ τὸν θάνατο. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀπασχολήθηκε ποτὲ μὲ τέτοια θεολογικὰ ἐρωτήματα. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν βασικὴ ἀνάγκη δημιουργήθηκε ἡ φιλοσοφία, καὶ οἱ ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἱκανοποιῇ αὐτὴν τὴν θεολογικὴ ἀνάγκη του, αἰσθάνεται ἀνικανοποίητος καὶ ἀποτυχημένος στὴν ζωή.

Ἡ κρίση τὴν ὁποία ζοῦμε εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μὴ ἱκανοποιήσεως τῶν ψυχικῶν καὶ θεολογικῶν ἀναγκῶν. Οἱ ὑπαρξιακοὶ ψυχοθεραπευτὲς ἔχουν ἀποδείξει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν πεθαίνει ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ τροφίμων, ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν ἀπελπισία, ποὺ εἶναι ἀποτελέσματα τῆς μὴ ἱκανοποιήσεως τῶν βασικῶν ψυχικῶν καὶ θεολογικῶν του ἀναγκῶν.

Πάντως, ἀπὸ τὴν σημερινὴ περικοπὴ φαίνεται ὅτι οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης προτίμησαν νὰ ἀκούσουν τὸν Χριστό, χωρὶς νὰ σκεφθοῦν τὴν ἔλλειψη τῶν τροφίμων καὶ τὸν ἔρημο τόπο καὶ τελικὰ ἀπέκτησαν καὶ τὰ πνευματικὰ καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ ἀναζητᾶμε τὴν ἱκανοποίηση κυρίως τῶν θεολογικῶν ἀναγκῶν μας, νὰ βροῦμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀποκτήσουμε κοινωνία μαζὶ Του γιὰ νὰ λυθοῦν ὅλες οἱ θεολογικές μας ἀνησυχίες.

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων, 15 Ἰουλίου - Ἡ Πατερικὴ θεολογία

Γραπτὸ κήρυγμα

Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ εἶναι ἀφιερωμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στοὺς ἁγίους Πατέρες ποὺ συνεκρότησαν τὴν Δ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Χαλκηδόνα τὸ ἔτος 451 μ.Χ., ἡ ὁποία ἀντιμετώπισε τὴν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ. Πρόκειται γιὰ τὴν αἵρεση ἐκείνη ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ –θεία καὶ ἀνθρωπίνη– ἑνώθηκαν σὲ μία φύση καὶ συγκεκριμένα ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπορροφήθηκε ἀπὸ τὴν θεία φύση. Αὐτὴ ἡ ἄποψη ἀνέτρεπε ὅλη τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑποστηρίζει ὅτι διατηρεῖται ἡ ἀνθρώπινη φύση στὸν Χριστὸ καὶ μετὰ τὴν ἕνωσή της μὲ τὴν θεία φύση.

Ἡ αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ εἶναι συνέχεια τῆς μεγάλης αἱρέσεως τοῦ ἀρειανισμοῦ, ποὺ ἰσχυριζόταν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι κτίσμα καὶ ὄχι Θεός. Ἡ βάση τῶν πρώτων αὐτῶν αἱρέσεων ἦταν ὅτι προσπαθοῦσαν νὰ ἑρμηνεύουν μὲ τὴν λογικὴ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι οἱ αἱρετικοὶ καὶ ὅλοι οἱ ὁμόφρονές τους θεολόγησαν χρησιμοποιῶντας τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τὸν στοχασμό, ἐνῷ οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων, ὅπως διατυπώθηκε μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καὶ ὅπως ἐπιβεβαιώθηκε ἀπὸ τὴν δική τους πνευματική, ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία. Αὐτὴ εἶναι ἡ βασικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν Πατέρων. Οἱ αἱρετικοὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἑρμηνεύσουν τὴν σχέση τοῦ Πατρὸς μὲ τὸν Λόγο, καὶ τὴν σχέση τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό, μὲ τὴν χρήση φιλοσοφικῶν προϋποθέσεων, ἐνῷ οἱ Πατέρες ἐγνώριζαν ἀπὸ τὴν πεῖρα τους ὅτι ὁ Λόγος εἶναι Θεός, γιατί κατὰ τὴν ἐμφάνισή Του στοὺς Ἀποστόλους καὶ σὲ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους ἔλαμπε ὡς Φῶς, ὅπως ὁ ἥλιος. Ἔτσι, ὁ Λόγος ἔχει τὴν ἴδια οὐσία καὶ ἐνέργεια μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐπίσης, ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε «ἀσυγχύτως», «ἀτρέπτως», «ἀδιαιρέτως» καὶ «ἀχωρίστως».

Πράγματι, κατὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὸ ὅρος Θαβώρ, οἱ τρεὶς Μαθητὲς εἶδαν τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ νὰ λάμπη ὅπως ὁ ἥλιος, καὶ τὰ ἱμάτιά Του νὰ εἶναι λευκὰ ὅπως τὸ φῶς ἄκουσαν καὶ τὴν φωνὴ τοῦ Πατρός, ποὺ ἐμαρτύρησε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἀγαπητὸς Υἱὸς Τοῦ καὶ εἶδαν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὡς νεφέλη φωτεινή. Ὁ ἀρχιδιάκονος καὶ πρωτομάρτυρας Στέφανος στὸ Συνέδριο τῶν Ἰουδαίων εἶδε μεγάλη δόξα-λάμψη Θεοῦ καὶ τὸν Χριστὸ νὰ βρίσκεται στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶδε τὸν Χριστὸ μέσα στὸ Φῶς, καὶ μάλιστα ἕνα Φῶς τοῦ ὁποίου ἡ λαμπρότητα ὑπερεῖχε τῆς λαμπρότητος τοῦ ἡλίου. Αὐτὴν τὴν ἐμπειρία εἶχαν οἱ Προφῆτες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπως ὁ θεόπτης Μωϋσής, ἀλλὰ καὶ οἱ θεοφόροι Πατέρες διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Σὲ μιὰ τέτοια ἐμπειρικὴ θεολογία δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξη ὁποιαδήποτε φιλοσοφία καὶ ὁποιοσδήποτε στοχασμός. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ποὺ παρευρέθηκε κατὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ στὸ ὅρος Θαβώρ, γράφει ὅτι ἔγινε «ἐπόπτης» τῆς μεγαλειότητος τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν Τὸν γνώρισε μὲ «σεσοφισμένους μύθους», δηλαδὴ μὲ παραμύθια τὰ ὁποία παρουσιάζονται μὲ σοφοὺς λόγους καί, ἀσφαλῶς, ἐδῶ ἐννοεῖται ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ποὺ χαρακτηρίζεται μεταφυσικὴ (Β' Πέτρ. α', 16-21).

Ἡ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐμπειρικὴ καὶ ὄχι ὀρθολογιστική, ἐκφράζεται ἀπὸ αὐτόπτες μάρτυρες τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ἀπὸ φιλοσόφους ποὺ χρησιμοποιοῦν τὸν στοχασμὸ καὶ τὴν φιλοσοφία. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο εἶναι διακριτικὸ γνώρισμα τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναμειγνύουν τὴν λογικὴ μὲ τὸν νοῦ, τὴν φαντασία μὲ τὴν πραγματικότητα, τὴν φιλοσοφία μὲ τὴν ἀλήθεια, τὸν στοχασμὸ μὲ τὴν Ἀποκάλυψη. Γι’ αὐτὸ τιμᾶμε τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἀπλανεῖς διδασκάλους, ὡς μεγάλους θεολόγους, ὡς ἀστέρες πολύφωτους τοῦ νοητοῦ στερεώματος, ὡς ἄνθη τοῦ Παραδείσου, ὡς πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου καὶ πολλὰ ἄλλα τὰ ὁποία ἀκούσαμε νὰ ψάλλωνται σήμερα κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ὄρθρου στὸν Ναό.

Καὶ αὐτὸ εἶναι σημαντικό, γιατί ὑπάρχουν σήμερα πολλοὶ ποὺ ἀλλοιώνουν τὸν Πατερικὸ λόγο, μὲ τὴν σκέψη ὅτι ζοῦμε σὲ μιὰ ἄλλη ἐποχή, διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Πατέρων, ὁπότε κάνουν λόγο γιὰ μεταπατερικὴ θεολογία, ἀλλὰ καὶ τὸν παρερμηνεύουν μὲ περίπλοκο τρόπο, ὥστε νὰ τὸν ὑπονομεύουν. Εἶναι ὀδυνηρὲς αὐτὲς οἱ παρερμηνεῖες, καὶ στὴν οὐσία τοὺς ἀντιεκκλησιαστικές, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ μὲ ὕμνους καὶ προσευχὲς τοὺς Πατέρες καὶ ὄχι τοὺς φιλοσόφους.

Τιμᾶμε κι ἐμεῖς τοὺς Πατέρες, ὅταν ἀποδεχόμαστε τὸν λόγο τους καὶ ἐφαρμόζουμε τὴν διδασκαλία τους, ἡ ὁποία εἶναι πάντα ἐπίκαιρη.

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ